Ιστορικά

ΣΑΡΑΝΤΟΣ I. ΚΑΡΓΑΚΟΣ

Η ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΣ

Η Ρωσία και το ελληνικό ζήτημα

Επειδή η χώρα που είχε λόγους να επιθυμεί έξοδο προς τη Μεσόγειο δια του Αιγαίου ήταν η Ρωσία, μοιραία το «Μακεδονι­κό» συνυφαίνεται με την ιστορία της χώρας αυτής, αφ’ ότου από Μεγάλου Πέτρου και εξής επιθυμεί όχι απλώς να γίνει μια ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη δια της κατακτήσεως της Βαλτικής αλλά και δια της εξόδου προς το Αιγαίο. Αμφισβητείται η ύπαρξη της περίφημης Πολιτικής Διαθήκης του Πέτρου. Αλλ’ είτε ψευ­δής είτε αληθής, η διαθήκη αυτή είναι απήχηση των πολιτικών συζητήσεων, συσκέψεων και αποφάσεων του ρωσικού ανακτοβου­λίου. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, παγιωμένη έκφραση του ρωσι­κού μεγαλοϊδεατισμού, κατευθυντήρια γραμμή της Ρωσίας έως τη νεώτερη εποχή. Απλώς ο πλαστογράφος, πιθανώς όργανο του Ναπολέοντα, κατέγραψε σαν ιδέα ό,τι μέχρι της εποχής του λειτουργούσε ως πράξη.

Η φερόμενη σαν πολιτική διαθήκη του Μ. Πέτρου δημοσιεύθηκε το 1857 στην Εισαγωγή της Ιστορίας του Κριμαϊκού πολέ­μου του Ευγενίου Βενστάιν (Παρίσι 1857). Εκεί ο Πέτρος φέρεται να γράφει πως οι Ρώσοι πρέπει να προσεταιρισθούν όλους τους Ορθοδόξους της Βαλκανικής: «Να γίνουμε το κέντρο, το στήριγμά τους». Ο Γάλλος ναύαρχος Ζυριέν ντε λά Γκραβιέρ στην περίφη­μη Ιστορία του αγώνος υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων κυρίως του ναυτικού (ελλ. μετάφραση Κων. Γάδου, 1894) γράφει: «Αληθής ή απόκρυφος η διαθήκη του Μεγάλου Πέτρου είναι το πολιτικόν Ευαγγέλιον των πολιτικών ανδρών της Ρωσσίας και η  διαθήκη αυτή μεταξύ των ισχυρότατων αυτής μέσων ενεργείας δια την θρησκευτικήν αναταραχήν της Ελλάδος». Η κίνηση αυτή «δεξιώς υποθαλπομένη υπό πολυαρίθμων πρακτόρων» προκάλεσε όλα τα προ του 1821 κινήματα και αυτήν ακόμη την επανάσταση του 1821, λέγει με δόση υπερβολής ο Γάλλος ναύαρχος (σ. 13).

Οπωσδήποτε, προϋπόθεση εξόδου της Ρωσίας στο Αιγαίο ήταν η συντριβή και η διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αφ’ ότου όμως αυτό δεν έγινε δυνατό με τους πολέμους του Πέτρου και κυρίως της Μεγάλης Αικατερίνης, η Ρωσία άρχισε να υποθάλπει τις εθνικιστικές κινήσεις των λαών της Βαλκανικής, με σκοπό να τους προσεταιρισθεί και μελλοντικώς να τους δορυφοροποιήσει. Παραλλήλως η Αψβουργική αυτοκρατορία επιζητούσε, αφ’ ενός τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το Αιγαίο, αφ’ ετέρου τη δική της έξοδο προς το Αιγαίο δια της καταλήψεως της Θεσσαλονίκης. Όμως, μία έξοδος Ρώσων ή Αυστριακών στο Αιγαίο συνέφερε ούτε τη Γαλλία ούτε την Αγγλία, οι οποίες, μετά την παρακμή της Βενετίας, «μονοπωλούσαν» την κυριαρχία της Μεσογείου. Έτσι το Βαλκανικό (μέρος του οποίου είναι και το Μακεδονικό) υπήρξε απότοκο μιας πολιτικής διελκυνστίδας.

Η Ρωσία, αξιοποιώντας επιτηδείως το «χαρτί» της Ορθοδο­ξίας, υπέθαλψε όντως όλα τα από του 1770 έως το 1821 κινήμα­τα. Κατά ένα μέρος -έστω και ανεπισήμως- το κίνημα του Υψηλάντη εντός του δικού της εδάφους σχεδιάστηκε, από δικά της εδάφη ξεκίνησε και δικοί της αξιωματικοί ήσαν αρχηγοί. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (άσχετα από καταγωγή) ήταν Ρώσος υπο­στράτηγος και στη μάχη του Κούλμ είχε χάσει τον δεξιό του βραχίονα. Η διάβαση του Προύθου (12 Φεβρουάριου 1821) δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την άδεια η την ανοχή των ρωσικών αρχών. Τουλάχιστον ο Καποδίστριας ήξερε που και πότε θα εκραγεί το κίνημα. Απεκλείετο πάντως να είναι γνώστης ενός τέτοιου μεγά­λου μυστικού και να μην είχε ενημερώσει σχετικώς τον τσάρο Αλέξανδρο Α’. Ίσως όμως ο τσάρος να ήταν ενωρίτερα ενημερωμένος περί του κινήματος. Σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη της Φιλι­κής Εταιρείας (που είχε έδρα την Οδησσό) έγινε με την ανοχή της τσαρικής αυλής. Είναι τολμηρό να υποθέσουμε ότι η Φιλική Εταιρεία είχε τόσο εκπληκτικές συνωμοτικές ικανότητες, ώστε να ξεγελά την πανίσχυρη αστυνομία του τσάρου, όταν μάλιστα επιφανή στελέχη της ρωσικής κοινωνίας (ασχέτως καταγωγής) ήσαν μέλη της. Οι περισσότεροι εταίροι πίστευαν ότι κεφαλή της Φιλι­κής είναι ο τσάρος, θα -ήταν αφελές να υποθέσουμε ότι μια τέτοιας εκτάσεως συνωμοσία, που φαινόταν πως είχε σαν κεφαλή τον τσάρο, γινόταν εν άγνοια του τσάρου.

Αν κατά το συνέδριο του Λάιμπαχ ο Αλέξανδρος Α’ αποκήρυξε το κίνημα του Υψηλάντη και διέγραψε τον Υψηλάντη από τις τάξεις του ρωσικού στρατού (ενώ αρχικώς είχε δείξει ενθουσιασμό), είναι γιατί πιέσθηκε ή μάλλον πείστηκε από τον Μέττερνιχ ότι το κίνημα του Υψηλάντη ήταν μέρος μιας ευρύτερης συνωμοσί­ας, η όποια αποσκοπούσε στην κατάλυση των δυναστικών κρατών. Πρόσφατο άλλωστε ήταν και το κίνημα των Καρμπονάρων. Λυτό εξηγεί και το γιατί μετά από λίγο απομακρύνθηκε ο Καποδίστριας από τη διπλωματική υπηρεσία και κυρίως γιατί κανείς Ρώσος στρατιωτικός ή πολίτης δεν προσήλθε να πολεμήσει παρά το πλευρό των Ελλήνων. Τα περί αποστάσεως είναι αφελή. Υπό τον Μερζίνισκυ προσήλθαν 15 Πολωνοί, από τους οποίους 12 σκοτώθηκαν στη μάχη του Πέτα. Η τσαρική κυβέρνηση θα τηρούσε διαφορετική στάση (πάντως όχι ανοικτή υποστήριξη, λόγω της πολιτικής αδεξιότητας του Υψηλάντη), αν είχε πεισθεί ότι το κίνημα υπηρετούσε τους δικούς της σκοπούς και όχι δικούς του σκοπούς, που δεν ήταν απλώς η απελευθέρωση ενός ομόδοξου λαού άλλ’ η ανατροπή των εστεμμένων, όπως υποστήριξε πιεστικά και πειστικά ο Μέττερνιχ.                                                                            

Το λάθος της η τσαρική διπλωματία κατάλαβε αργά (μετά το 1823), όταν, χάρη στον Γ. Κάννιγκ, είχε υπερφαλαγγισθεί από την Αγγλία. Ανέπτυξε έκτοτε πυρετώδη δραστηριότητα, κέρ­δισε απάνω στο νήμα» τους συμμάχους – αντιπάλους της, με την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη. Η δολοφονία του Καποδίστρια, η εκλογή του Όθωνα (που τελούσε υπό την επιρροή της Αγγλίας), η εξουδετέρωση του ρωσόφιλου Κολοκοτρώνη ανέτρεψαν προς στιγμή το προβάδισμα της Ρωσίας εντός της Ελλάδος. Ουδέποτε όμως έπαυσε η Ρωσία να επιδιώκει την κηδεμονία της Ελλάδος. Όργανα της ρωσικής πολιτικής ήσαν το ρωσικό κόμμα των Ναπαίων, η εφημερίδα «Αιών» και εμμέσως η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» του Κεφαλλωνίτη Κοσμά Φλαμιάτου, που είχε κέντρο δράσης την Πάτρα. Σε υποκίνηση των Ρωσοφρόνων οφείλονται τ’ αντι-οθωνικά κινήματα Μάνης και Μεσσηνίας, η αντίδραση προς την αυτονόμηση εκ του Πατριαρχείου της ελληνικής εκκλησίας και το περίφημο λαϊκοθρησκευτικό κίνημα του Παπουλάκου, ήτοι του Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου από τ’ Άρμπουνα της περιοχής Καλαβρύτων.

Βέβαια, όλα αυτά τα κινήματα και οι αντιδράσεις είχαν βαθειές κοινωνικές, θρησκευτικές, πνευματικές ρίζες εντός του ελληνικού εδάφους. Απλώς, η ρωσική προπαγάνδα θέλησε να εκμεταλλευθεί τη θρησκευτικότητα του λαού, τη δυτικοφοβία του και την εδραία πεποίθηση περί της αδιασπάστου ενότητας με το Πατριαρχείο, που υπελόγιζε με την πάροδο του χρόνου να κατα­στήσει υποχείριο της ρωσικής πολιτικής, όπως θα επιδιωχθεί να γίνει στα αμέσως επόμενα χρόνια όταν τη σοβιετική ιδεολογία θα υποκαταστήσει ο ρωσικός μεγαλοϊδεατισμός, και, όπως φοβάμαι, ο πανσλαβισμός.

Το πανσλαβιστικό κίνημα

Εδώ όμως πρέπει ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση και να μιλήσουμε για το κήρυγμα του πανσλαβισμού, ένα ιδεολογικο-πολιτικό κίνη­μα το οποίο στρέφεται γύρω από έναν ιδιοπαθή άξονα, τη Ρωσία, της οποίας -παλαιότερα- η άρχουσα τάξη ήταν σκανδιναβικής καταγωγής (Ρώς), ενώ το μέγιστο μέρος του πληθυσμού της ήταν κυρίως ταταρικής προελεύσεως. Ιδεολογικός απόστολος του παν­σλαβισμού θεωρείται ο Ρώσος χρονικογράφος Νέστωρ (1056- 1114), που το χρονικό του μνημονεύει και την πρώτη επιδρομή των Ρώς κατά της ΚΠόλεως. Ο Νέστωρ ισχυρίζεται ότι οι Σλάβοι είναι μία από της 72 φυλές του Ιάφεθ, που διασκορπιζό­μενοι πήραν διάφορα ονόματα (π.χ. Ρώσοι, Πολωνοί). Στα νεώτερα χρόνια πατέρας του πανσλαβισμού θεωρείται ο Κροάτης καθο­λικός ιερέας Γεώργιος Κριγιάρεβιτς. Στο έργο του Πολιτικά (1663-1665) κήρυξε ότι αποστολή της Μόσχας είναι να ενώσει όλους τους σλαβικούς λαούς, αδιακρίτως δόγματος.

Το κίνημα του πανσλαβισμού ξεκίνησε από μικρές καταπιεζόμενες σλαβικές μειονότητες. Η Ρωσία αρχικά δεν κατάλαβε την πολιτική αξία του κηρύγματος. Γι’ αυτό, όταν το 1661 ο Κριγιάρεβιτς έφθασε στη Ρωσία για να διαδώσει τις ιδέες του, η τσαρική αυλή δεν κατάλαβε το νόημά του, νόμισε ότι ο Κριγιάρεβιτς διαδίδει ανατρεπτικές ιδέες και τον εξόρισε στο Τοβόλσκ της Σιβηρίας, οπού διέμεινε επί 15 έτη, ασχολούμενος με τη συγγραφή. Το κήρυγμά του άφησε σπόρους που κάρπισαν τον 19ο αιώνα. Τότε εμφανίζεται σαν κήρυκας της πανσλαβικής ιδέας ο Σλοβάκος ποιητής Κόλλαρ. Όμως, στον αιώνα αυτόν Βίβλος του πανσλαβισμού θεωρείται το έργο του Ντανιλέφσκι (1822-1885) Ρωσία και Ευρώπη. Κατά τον Ντανιλέφσκι, η ΚΠολη πρέπει να γίνει πρωτεύουσα σλαβικής ομοσπονδίας. Από τις ιδέες των πανσλαβι­στών και κυρίως από αντίθεση προς τη δυτική λογικοκρατία είναι επηρεασμένος ο μεγάλος συγγραφέας Ντοστογιέφσκη. Η πολιτική των πανσλαβιστών απέβλεπε στην αφύπνιση της σλαβικής συνειδήσεως των λαών της Βαλκανικής.

Για την πραγμάτωση του σχεδίου αυτού το 1845 συνέρχεται στη Μόσχα το πρώτο πανσλαβικό συνέδριο και συγκροτεί το παν­σλαβικό κομιτάτο υπό την προεδρία του πρύτανη του πανεπιστη­μίου της Μόσχας. Τα πάντα έκτοτε στη Βαλκανική, ακόμη και οι Έλληνες, κηρύσσονται σλαβικά και ιδίως βουλγαρικά. (Αργότερα σαν συγκολλητική ουσία των λαών της Βαλκανικής, αφού είχε αποτύχει η προσπάθεια του Πατριαρχείου, χρησιμοποιήθηκε η μαρξιστική ιδεολογία. Αλλ’ ο μαρξισμός λειτούργησε σαν επικά­λυμμα του σλαβικού εθνικισμού. Οι κομμουνιστές ηγέτες της Βαλ­κανικής ήσαν περισσότερο εθνικιστές παρά κομμουνιστές. Γι’ αυτό, μετά τον ψευδεπίγραφο μαρξισμό, ιδεολογική «παντιέρα» θα ξαναγίνει ο πανσλαβισμός).

Η ρωσική διπλωματία υπολόγισε και «ποντάρισε» περισσότε­ρο στον θρησκευτικό παράγοντα και μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο αγνόησε τον εθνικό παράγοντα στο πολιτικό της παιχνίδι. Το ίδιο συνέβη και με το Πατριαρχείο. Πίστευε πως το θρησκευτικό στοιχείο είναι ισχυρότερο του εθνικού. Όμως στον 19ο αιώνα παρα­τηρείται υποχώρηση του θρησκευτισμού και έξαρση του εθνικισμού. Κυριαρχεί η αντίληψη: κυρίαρχο κράτος, κυρίαρχη εκκλη­σία. Που σημαίνει εξηρτημένη από το κράτος εκκλησία. Αυτά τα διαισθάνεται αργά και κάπως θολά η ρωσική διπλωματία. Γι’ αυτό, ενώ μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1850) έπαιξε το πολιτικό της παιχνίδι στη Βαλκανική (και ευρύτερα στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) μέσω των Ελλήνων και της Ορθοδοξίας, έκτοτε αλλάζει τακτική και χρησιμοποιεί σαν όργανο πολιτικής δράσης τον σλαβικό εθνικισμό και δευτερευόντως την Ορθοδοξία. Το ίδιο θα γίνει πάλι σε λίγα χρόνια, όταν από την τέφρα της Σοβιετικής Ενώσεως θα ξεπηδήσει η Σλαβική Ομο­σπονδία, που θα συνεχίσει την πολιτική του ρωσικού μεγαλοϊδεα­τισμού.

Η προεργασία για την εξάπλωση του σλαβικού εθνικισμού είχε αρχίσει, όπως βλέπουμε, από παλιά. Ένα περιστατικό αισθητοποιεί τη δύναμή του. Το 1852 είχαν φιλοξενηθεί στην Αθήνα 30 Πολωνοί, ελεύθεροι σκοπευτές, που είχαν λάβει μέρος στο εθνικό κίνημα που ξέσπασε στην Ιταλία υπό τον Μαντσίνι. Πολλοί Αθηναίοι με προεξάρχοντα τον Νέγρη προσέφεραν πολλά υπέρ των Πολωνών. Αλλ’ η ρωσική πρεσβεία απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση να διώξει τους Πολωνούς, γιατί ο αρχηγός τους, ονόματι Μέλμπιτζ, είχε απευθύνει προκηρύξεις προς τους Έλληνες της Βουλγαρίας και της Σερβίας να μην έχουν εμπιστοσύνη προς τη Ρωσία. Είναι ενδεικτικό ότι ο Μέλμπιτζ γνωρίζει τα περί δραστηριότητας της Ρωσίας στη Βαλκανική, αναφέρεται στη Σερβία και Βουλγαρία αλλ’ όχι στη Μακεδονία. Αν υπήρχε το 1852 ξεχωριστή μακεδονική εθνότητα, πρώτη η ρωσική προπα­γάνδα θα έσπευδε να την προσεταιρισθεί.

Το 1852 όχι μόνο μακεδονική αλλ’ ούτε και βουλγαρική εθνό­τητα, ως συμπαγής πληθυσμός, υφίσταται. Γεννήτορας του νεο- βουλγαρικού εθνισμού είναι ο Προηγούμενος της Μονής του Χιλανδαρίου (στο Άγιο Όρος) Παΐσιος. Το έτος 1762 ο μοναχός Παΐσιος (1722-1798) έγραψε Ιστορία Σλοβενο-βουλγαρική του λαού των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων. Βασικό βοήθημα του Παΐσιου είναι το ιστορικό έργο Η βασιλεία των Σλάβων του Μάουρο Ορμπίνι. Το έργο του Παΐσιου κυκλοφόρησε στις αρχές του 19ου αιώνα σε χειρόγραφα και τυπώθηκε μόλις το 1844. Σκοπός του Παΐσιου, που ζούσε μέσα στον κλειστό κύκλο του Άθωνα, ήταν ν’ αποστομώσει προφανώς τους Σέρβους και κυρίως τους Έλληνες μοναχούς, που υποστήριζαν πως οι Βούλγαροι δεν έχουν ιστορία. Ακόμη στρέφεται κατά των «ελληνιζόντων» συμ­πατριωτών του. «Γνωρίζω, γράφει, Βουλγάρους, οι οποίοι τόσο πολύ προχωρούν εις την πλάνην των, ώστε δεν αναγνωρίζουν την φυλήν των, αλλά «Λανθάνουν να γράφουν και ν’ αναγιγνώσκουν ελληνιστί και μάλιστα εντρέπονται να λέγωνται Βούλγαροι». Καλεί τους Βουλγάρους να ασπασθούν τη βουλγαρική συνείδηση, «διότι η βουλγαρική εντιμότης και απλότης είναι πολύ προτιμότεραι της ελληνικής υπουλότητος και του ελληνικού δόλου». (Μ. Λάσκαρις: Το Ανατολικόν Ζήτημα (1800-1923). Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1948, σ. 247).

Τελικά, λόγω της ρευστής εθνικής τους συνειδήσεως, οι Βούλγαροι, κάτω από την επιρροή ξένων προπαγάνδων, θ’ αποκτήσουν σλαβική ταυτότητα, ενώ πρόκειται περί λαού ακαθορί­στου καταγωγής. Κατά τους περισσότερους ιστορικούς είναι τουρκομογγολικής καταγωγής, συγγενείς των θύννων, των Κότραγων, των Κουτρίγουρων ή των Ονογούνδουρων. Όμως, οι πολιτικές αναγκαιότητες συχνά επισκιάζουν τις ιστορικές πραγματικότητες. Οι Βούλγαροι έπρεπε -και συνέφερε και τους ίδιους- να προβλη­θούν σαν σλαβικό γένος.

  ΣΑΡΑΝΤΟΣ I. ΚΑΡΓΑΚΟΣ – ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG 1992 –ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ