Σάββατο 24 Μαΐου 2025

ΜΑΣ ΟΜΙΛΕΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΛΕΟΠΑΣ (1)

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΌΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ

ΛΑΟΥ

ΜΑΣ ΟΜΙΛΕΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΛΕΟΠΑΣ

 

Βιβλίο 1.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

2018

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΝΟΥ

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ-ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΤΉΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΌΛΟΥ ΚΛΕΟΠΑ ΣΤΉΝ ΜΟΝΗ ΣΥΧΑΣΤΡΙΑ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ.

ΛΟΓΟΣ ΣΤΌ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΌΥΓΕΝΝΩΝ

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΤΉΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΥΧΑΣΤΡΙΑΣ

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Ὁ Γέροντάς μας π. Κλεόπας, Πνευματικός τῆς Μονῆς Συχαστρίας τῆς Ρουμανικῆς Μολδαβίας, εἶναι γνωστός, τόσο στήν Χώρα μας, ὅσο καί στό ἐξωτερικό, σάν ἕνας μεγάλος Πνευματικός, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς βιβλίων τοῦ ρουμανικοῦ μοναχισμοῦ κατά τά τελευταῖα 50 χρόνια.

Ἡ μακρά του καλογερική ἐμπειρία ὡς ὑποτακτικοῦ, ἱερέως, ἡγουμένου, ἡσυχαστοῦ καί βαθυτάτου γνώστου τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τῶν φιλοκαλικῶν συγγραμμάτων, τῆς Δογματικῆς, τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς, καί τῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν καταξίωσαν νά ἀναδειχθῆ ἕνας φημισμένος Πατήρ καί καθοδηγός χιλιάδων ψυχῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν πού ἤρχοντο ἀπό τά χωριά καί τίς πόλεις, ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί κοινωνικῶν στρωμάτων.

Ἀπό τοῦ ἔτους 1954, ἀφ’ ὅτου χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς Συχαστρία, μέχρι σήμερα, δηλαδή περίπου μία πεντηκονταετία, ἡ Πανοσιότης του, διαιροῦσε τόν χρόνο του ἀνάμεσα στήν προσευχή καί στήν ἱεραποστολή, στήν ἡσυχία καί στό διακόνημα, ἀνάμεσα στήν ἡσυχία καί στήν καθοδήγησι τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν στήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἀνάμεσα στήν ἡσυχαστική ἄσκησι καί στήν ἱεραποστολική διακονία διά τοῦ κηρύγματος, τῆς συγγραφῆς ἱερῶν βιβλίων, τῆς ἐξομολογήσεως τῶν ἀνθρώπων, τῆς παροχῆς συμβουλῶν καί τῆς ἐλεημοσύνης. Μία ὁλόκληρη ζωή θυσία καί προσφορά στόν Χριστό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.

Λυπούμεθα πολύ διότι σχεδόν ὅλα τά κηρύγματά του, οἱ συμβουλές του, πού ἐλέγοντο προφορικά εἴτε στήν ἐκκλησία, εἴτε στό κελλί του, εἴτε ἔξω στούς λόφους τῆς Μονῆς μας ἐνώπιον χιλιάδων χριστιανῶν μας πού ἤρχοντο καθημερινά μέ δεκάδες λεωφορεῖα, παρέμειναν ἄγραφα καί δέν μποροῦμε πλέον νά τά διασώσουμε. Ὅλα αὐτά θά ἦταν ἕνας πνευματικός θησαυρός πνευματικῶν συμβουλῶν γιά πολλές γενεές ἀνθρώπων.

Παρ’ὅλα αὐτά, δίπλα στά ἑπτά βιβλία πού ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ π. Κλεόπας τά τελευταῖα 20 χρόνια, μαγνητοφωνήθηκαν ἀπό τυχαίους χριστιανούς σέ κασσέτες ἕνα μέρος ἀπ’αὐτές τίς ὁμιλίες του, πού εἶχαν σκορπισθῆ σέ ὁλόκληρη τήν Χώρα. Μέ πολλή δυσκολία εὑρήκαμε καί ἀξιοποιήσαμε ἕνα μέρος ἀπ’αὐτές τίς κασσέτες κατά τά τελευταῖα 15 χρόνια καί τώρα προσπαθοῦμε νά τά ἐκτυπώσουμε σέ μικρά βιβλιαράκια, κατά θέματα, σέ μία εἰδική σειρά πού τιτλοφορεῖται: «Μᾶς ὁμιλεῖ ὁ π. Κλεόπας».

Τό πρῶτο βιβλίο εἶναι αὐτό πού ἔχετε στά χέρια σας. Περιέχει τέσσερα σπουδαῖα θέματα: Ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν φυλακή τοῦ νοῦ, τούς Βαθμούς τῆς προσευχῆς καί γιά τήν ἱερωσύνη. Σ’αὐτό προστέθηκαν ἀκόμη καί τρεῖς εὐκαιριακοί λόγοι του πού ἐξεφωνήθηκαν τούς τελευταίους μῆνες τοῦ 1994.

Σίγουρα σεβόμεθα τό πρωτότυπο ὕφος ὁμιλίας τοῦ Γέροντος Κλεόπα. Ἐλάχιστα παρεμβαίνουμε, ὅπου χρειάζεται, γιά νά κάνουμε πιό κατανοητό τό νόημα τῶν ὁμιλιῶν του. Οἱ συμβουλές του εἶναι πρωτότυπες, αὐθόρμητες, εἰλικρινεῖς, γεμᾶτες ἀπό τήν πνευματική ἀγάπη τῆς Πανοσιότητός του. Εἶναι μία ἀληθινή εὐλογία γιά ὅλους ἐκείνους πού ζητοῦν τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς καί βοηθοῦν στήν πνευματική ἀνασυγκρότησι τῆς νέας γενεᾶς μας.

Στό τέλος θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες μικρές ὁμιλίες μέ διάφορα θέματα καί διδασκαλίες.

Τώρα ὁ Γέροντας Κλεόπας ἑτοιμάζεται γιά τό μεγάλο ταξίδι του πρός τούς οὐρανούς καί εἶναι δύσκολο νά μᾶς δίνει συμβουλές. Ἡ παροῦσα δημοσίευσις αὐτῶν τῶν ὁμιλιῶν του εἶναι  σάν ἕνα οὐράνιο Μάννα γιά τόν εὐλογημένο λαό μας.

Εἴθε αὐτές οἱ διδασκαλίες νά καρποφορήσουν στίς καρδιές καί στά σπίτια ὅλων τῶν Ἀδελφῶν μας, πού ἀγαποῦν τόν Χριστό.

 

Ἀρχιμ. π. Ἰωαννίκιος Μπάλαν

Ἱερά  Μονή Συχαστρία

Θεοφάνεια τοῦ 1995.

 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Ἀδελφοί μου Χριστιανοί!  

Θέλω τώρα να ὁμιλήσουμε κάτι τό ὁποῖον ὅλοι μας τό καταλαβαίνουμε καί οἱ προοδευμένοι πνευματικά καί οἱ ἀρχάριοι. Ὁμιλοῦμε γιά κάτι κατανοητό, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι πολύ ὠφέλιμο γιά τήν ἐπιτέλεσι τῶν καλῶν ἔργων.

Στίς Παροιμίες λέγεται τό ἑξῆς: «Μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ κτυπᾶ ὁ ἄνθρωπος τό κακό». Ἐάν πράγματι μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ κτυπᾶ ὁ ἄνθρωπος τό κάθε κακό, αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρῶτο ἐμπόδιο γιά τήν ἁμαρτία. Δηλαδή ὁ θεῖος φόβος ἐμποδίζει τήν ἁμαρτία νά εἰσέλθη στήν ψυχή μας.

Ὁ Προφήτης Δαβίδ, φωτιζόμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, εἴδατε τί μᾶς λέγει: «ἡ ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος  τοῦ Κυρίου καί ἡ κατανόησις εἶναι καλή σ’αὐτούς πού τόν ἔχουν». Καί πάλι λέγει ὁ γυιός τοῦ Σολομῶντος ὅτι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι σχολή τῆς σοφίας. Ἐνῶ ἡ Σοφία Σειράχ λέγει ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλη σοφία.

Βλέπετε, ὅτι τρεῖς μεγάλοι προφῆτες ἐπαινοῦν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπό κάθε ἀνθρώπινη φιλοσοφία, διότι, ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι ὁ θεῖος φόβος εἶναι τό θεμέλιο γιά ὅλα τά καλά ἔργα. Αὐτός λέγει ἀκόμη ὅτι ὁ φόβος ἔχει δύο κεφάλια: Τό πρῶτο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τό δεύτερο εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τί ἐννοεῖ μέ αὐτά; Διότι ὅλα τά καλά ἔργα ἀρχίζουν ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τελειώνουν μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι σημεῖο τελειότητος καί ὁ ἀνώτερος βαθμός τῶν καλῶν ἔργων, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλα τά ἄλλα καλά ἔργα. Γιά νά φθάσει κανείς στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἐκ τῶν προτέρων νά ἔχει, χωρίς ἀμφιβολία τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅλα τά καλά ἔργα ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦν: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ἀκοῦτε τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα; Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται τόν Θεό, διότι θα ἀγαπήσει πάρα πολύ νά ἐκτελέσει τά ἔργα του. Τό ἀκοῦτε;  Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, ἐπιθυμεῖ πολύ νά ἐκτελεῖ τίς ἐντολές του, δηλαδή νά πράττει τά καλά ἔργα. Ὁπότε καί ὅποιος δέν φοβᾶται τόν Θεό, εἶναι ἐλεύθερος νά κάνει ὅλα τά κακά ἔργα καί τήν κάθε ἁμαρτία.

Αὐτός πού ἔχει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Διότι μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, αὐτός ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τά ἑξῆς: Εἶδα πολλούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν νά μάθουν ἀπέξω τήν κάθε ἐπιστήμη, ἀλλά ἐδῶ στά θεολογικά, δηλαδή γιά τήν ἐπιστήμη τοῦ Θεοῦ, πολύ ὀλίγοι τήν ἐσπούδασαν καί τήν κατέκτησαν. Ἐπειδή ἔλειπε ἀπό τήν ζωή τους ἡ ἀληθινή σοφία, πού εἶναι ὁ θεῖος φόβος, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί ἔφθασαν νά κάνουν ὅλα τά βδελυκτά ἔργα».

Ἀκοῦς κάποιον πού ἔχει δύο διπλώματα, δύο πτυχία ἐπιστημῶν. Μετά ἄκουσε καί ἕνα πόρνο, ἕνα ἄθεο, ἕναν ἄπιστo, ἕνα παράνομο, ἕνα ἀνελεήμονα πρός τούς πτωχούς καί ψυχρόν ἀπό ἀγάπη πρός τόν πλησίον του, ὁ ὁποῖος δίνει μία κλωτσιά σέ κάθε καλό ἔργο καί στήν ἀληθινή πίστι πρός τόν Θεό. Σέ τί θα τόν ὠφελήση ἡ κοσμική ἐπιστήμη του, ἐάν δέν ἔχη τόν φόβο τοῦ Θεοῦ; Θα ἦταν καλλίτερα νά μήν εἶχε γεννηθῆ αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει τόν Δημιουργό του καί οὐδέποτε τόν φοβᾶται. Ὁπότε δέν ἠμπορεῖ νά διαφυλαχθῆ ἀπό τό κακό καί νά ἐπιτελέσει τό ἀγαθό.

Γι’αὐτό σᾶς λέγω:  Εἶναι καλό ὁ ἄνθρωπος νά μάθει πολλά, νά γίνη μηχανικός, γιατρός, δάσκαλος καί καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου. Νά γίνει στρατιωτικός, στρατηγός καί ὅ,τι ὁ Θεός τόν προώρισε νά γίνει. Ἀλλά, ἐάν σ’αὐτά τά ἀξιώματα πού ἀνέβηκε δέν πρέπει νά ξεχάσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐάν ἐξέχασες τόν θεῖο φόβο, καλλίτερα νά μήν εἶχες ἔλθη σ’αὐτόν τόν κόσμο οὔτε νά γεννηθῆς, ἀφοῦ δέν βλέπεις τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ! Ὅπως μᾶς ἔδωσε Αὐτός τήν ζωή, τόν νοῦ, τόν ἀέρα, τό φῶς, τήν ζέστη, τήν βροχή στόν κατάλληλο καιρό της, τήν τροφή, τήν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν, τήν ὑγεία, τήν ὅρασι, τήν ἀκοή, τήν σοφία καί τόσες ἄλλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς νά κλείνουμε τά μάτια μας σάν τά πουλιά τήν νύκτα, τά ὁποῖα δέν βλέπουν διότι εἶναι μέσα στό σκοτάδι. Ἔτσι καί ἐμεῖς δέν θέλουμε να βλέπουμε τόν Θεό, πού εἶναι τό ἀπλησίαστό Φῶς καί κατοικεῖ μέσα σ’αὐτό το φῶς.

Γι’αὐτό ἄρχισα νά σᾶς λέγω ὅτι εἶναι μακάριος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται τόν Θεό, διότι αὐτός εἶναι ἀληθινά σοφός καί αὐτή ἡ μακαριότης του θά τόν συνοδεύει καί ἐδῶ καί στήν ἄλλη ζωή αἰωνίως.

Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέν τοῦ ἀρέσει νά ἁρπάζει τήν περιουσία τοῦ ἄλλου. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέν πηγαίνει νά ξεμυαλίσει τήν γυναῖκα τοῦ ἄλλου. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό ζεῖ μέ καθαρότητα καί σεβασμό μέ τήν γυναῖκα του κατά τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέν κάνει ἐκτρώσεις, δέν εἶναι μέθυσος, δέν εἶναι καπνιστής, δέν εἶναι ἐπιθετικός στούς ἄλλους, δέν ζηλεύει τήν ξένη περιουσία, δέν εἶναι ἀνυπότακτος, ἀκούει καί ἐφαρμόζει τούς νόμους τοῦ Κράτους, τιμᾶ τήν ἐξουσία, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:  «Αὐτός δίνει τιμή σ’αὐτόν πού παίρνει τιμή, σ’αὐτόν πού ἔχει φόβο τοῦ δίνει περισσότερο φόβο καί δέν εἶναι σέ κανέναν χρεώστης παρά μόνο ζητεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν πλησίον του.

Αὐτός πού φοβᾶται τόν Θεό, δέν κοιμᾶται σπίτι του στήν ὥρα τῆς Λειτουργίας, τήν Κυριακή καί τίς μεγάλες γιορτές. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέν ἀφήνει τά παιδιά του νά ζοῦν στήν παρανομία, ἀλλά τά μαλώνει, τά καθοδηγεῖ, τά διδάσκει νά προσκυνοῦν καί νά δοξάζουν τόν Θεό, νά νηστεύουν, νά ἐκκλησιάζωνται καί νά ζοῦν μέ καθαρότητα μέσα στήν οἰκογένειά τους. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέν χάνει τόν χρόνο του ματαίως. Εἴτε ἐργάζεται, εἴτε προσεύχεται, εἴτε διαβάζει τίς Ἅγιες Γραφές, εἴτε σκέπτεται τήν μέλλουσα κρίσι, τόν θάνατο, τήν ἀνταπόδοσι, τήν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου καί τήν φρίκη τοῦ ἄδου.

Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί τόν  βοηθεῖ μέ πολλή ἀγάπη, ὅταν ἔχει στενοχώριες. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό δέν λυπᾶται τήν περιουσία του καί τήν προσφέρει στούς πτωχούς. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, ἔχει πολλή ἀγωνία ὄχι μόνο νά μή σφάλλει στήν ὑπηρεσία του μέ τόν λόγον, ἀλλά οὔτε καί μέ τήν σκέψι του. Γιατί ὅμως; Διότι γνωρίζει τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα: Ὅτι ὁ Θεός γνωρίζει ὅλους τούς λογισμούς μας κι αὐτούς πού θά σκεφθοῦμε.

Ἀκούσατε κάτι γιά τόν Ἰώβ; Ἀκούσατε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος μέ πολύ φόβο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Καί τί μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; Ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἀπό τήν χώρα Αὐσιτία, στό νότιο τμῆμα τῆς Ἀραβίας. Ἦταν τόσο πλούσιος, ὅσο κανένας τότε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἀκόμη τί λέγει ἡ Γραφή; Ὅτι ἦταν πολύ θεοφοβούμενος. Κάθε βράδυ προσέφερε σάν θυσία στόν Θεό ἕνα βόδι. Γιατί; Αὐτός ζοῦσε πρίν ἀπό τόν γραπτό Νόμο. Ἦταν ὁ πέμπτος κατά γενεάν μετά τόν Ἀβραάμ καί ἔζησε 1000 χρόνια πρίν τήν ἔλευσι τοῦ Μωϋσέως.

Κι αὐτός ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἑπτά ἀγόρια καί τρία κορίτσια καί προσέφερε καθαρή θυσία, ὅπως ἔκαναν τότε οἱ ἄνθρωποι πού προσέφεραν αἱματηρές θυσίες στόν Θεό. Ἦταν τόσο καθαρός μέ τά παιδιά του πού δέν ἤθελε οὔτε μέ τόν λογισμό του νά στενοχωρήση τόν Θεό. Ἀκούσατε; Ποιός ἀπό τούς γονεῖς σήμερα φροντίζει νά ξέρει τί λογισμούς ἔχουν τά παιδιά τους; Ποιός φοβᾶται σήμερα μήπως ἁμαρτήσουν μέ τούς λογισμούς τους τά παιδιά τους ἀπέναντι στόν Θεό; Ἀλλοίμονο σέ μένα, τί κακούς λογισμούς ἔχουν σήμερα τά παιδιά μας! Ἁμαρτάνουν τά παιδιά μας, ὅταν σκέπτωνται νά κλέψουν, νά  τά κακοποιήσουν ἄλλοι, νά πορνεύσουν, νά μεθύσουν, νά ἐκδικηθοῦν…Ἀλλοίμονό μου! Τί θυσία νά προσφέρω στόν Θεό, γιά νά μᾶς συγχωρέσει γι᾿ αὐτούς τούς λογισμούς πού ἔχουν τά παιδιά μας;

Ἄκουσες, ἐσύ πατέρα, πού ἔχεις παιδιά;  Ἀκούσατε γονεῖς, μέ πόση καθαρότητα ζοῦσε ὁ Ἰώβ μέ τά παιδιά του, πού δέν ἤθελαν οὔτε μέ τίς σκέψεις τους νά λυπήσουν τόν Θεό; Ἀκούσατε γιατί  ἐδόξασε ὁ Θεός τόν Ἰώβ; Ἰδού τί μᾶς λέγει ἀκόμη ἡ Ἁγία Γραφή: «Κάποια ἡμέρα ἦλθαν ἄγγελοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ἦταν ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων! Κανείς δέν μπορεῖ νά τούς ἀπαριθμήσει, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Προφήτης Ἱερεμίας: «Ποιός ἠμπορεῖ νά μετρήσει τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; Εἶναι περισσότερα κι ἀπό τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης.

Κι αὐτοί πηγαίνουν στόν Θεό. Ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός ὁ Ὑπέρτατος Νοῦς; Εἶναι ὁ πρῶτος Νοῦς, ἡ πηγή ὅλων τῶν λογικῶν νόων, τῶν οὐρανίων καί τῶν ἐπιγείων, οἱ ὁποῖοι δίνουν ἀναφορά γιά τούς λογισμούς καί τά λόγια τους καί τί κάνουν κάθε ἡμέρα γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι ἐπί τῆς γῆς, πῶς ἀγωνίζονται καί ὑπηρετοῦν στό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Τί μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Αὐτοί (οἱ ἄγγελοι) δέν εἶναι δοῦλοι, πού στέλλονται ἀπό τόν Θεό στήν διακονία αὐτῶν πού θά κληρονοήσουν τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Ἀκούσατε ποιά εἶναι ἡ ὑπηρεσία τους; Εἶναι ἀπεσταλμένοι γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἔρχονται σάν πύρινη ρομφαία οἱ ἄγγελοι καί δίνουν ἀναφορά στόν Θεό, γιά τό τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι ἐπί τῆς γῆς καί ὁ φύλακας ἄγγελος λέγει στόν Θεό γιά τήν Ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου ἔχει ἀναλάβει τήν προστασία. Δίνουν ἀναφορά στόν Θεό γιά τό κάθε λεπτό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἔχουν ἀναλάβει τήν προστασία τῆς ψυχῆς του.

Τότε ἦλθε καί ὁ σατανᾶς καί ὁ Θεός τόν ἐρώτησε:

-Ἐσύ ἀπό ποῦ ἔρχεσαι τώρα;  Ναί, ἀλλά δέν ἤξερε ὁ Θεός ἀπό ποῦ ἐρχόταν ὁ διάβολος; Δέν εὑρίσκεται ὁ Θεός σέ κάθε τόπο; Ὅπως λέγει καί ὁ Ἱερεμίας γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ: «Ἐγώ εἶμαι ταυτόχρονα καί στήν γῆ καί στόν οὐρανό». Ὑπάρχει τόπος πού νά μήν εἶναι ὁ Θεός, στόν ἅδη, στόν παράδεισο, στόν οὐρανό ἤ στήν γῆ; Ὑπάρχει κάποιος οὐρανός ἤ ἀκόμη καί πολλοί οὐρανοί, ὅπου νά μήν εἶναι παρών ὁ Θεός; Ὁπότε δέν ἐγνώριζε ὁ Θεός ἀπό ποῦ ἐρχόταν ὁ διάβολος; Ἀλλά γιατί τόν ἐρώτησε; Γιά νά ἀπαντήσει σ᾿ἐμᾶς πῶς ἦταν ἡ ἱστορία τοῦ Ἰώβ.

-Ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ἐρώτησε ὁ Θεός τόν σατανᾶ. Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

-Κύριε, Περιώδευσα ἐπάνω στήν γῆ καί σέ ὅλα ὅσα εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό καί ἰδού τώρα εἶμαι ἐνώπιόν σου.

Ἀκούσατε πῶς ἐργάζεται αὐτός ὁ διάβολος; Διότι δέν εἶναι μόνος. Τό τρίτο μέρος τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν καί τό τρίτο μέρος τῶν ἀγγέλων ἔπεσαν, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης. Καί στήν Ἀποκάλυψι εἶναι γραμμένο: «Εἶδα ἕνα κόκκινο θηρίο, τό ὁποῖον ἔσυρε μέ τήν οὐρά του τό ἕνα τρίτο τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ καί ἔπεσαν ἐπί τῆς γῆς.

Ποῦ κατοικοῦν τά τάγματα τῶν δαιμόνων; Στούς αἰθέρες. Ἀλλά ὄχι μόνο στόν αἰθέρα αὐτό πού περιτριγυρίζεται ἀπό τό δικό μας πλανητικό σύστημα μέ χιλιάδες χιλιάδων ἑκατομμύρια, ἀλλά καί στό ὑπερπλανητικό σύστημα καί μέσα σέ ὅλα τά ἀστρικά συστήματα, ὅπου δέν ὑπάρχει σύνορο.

Σ᾿ αὐτό τό ἀπέραντο πλανητικό σύστημα ἔκαμε μία βόλτα ὁ διάβολος. Ἀκούσατε ὅτι ἕνα τρίτο τῶν ἀγγέλων ἔπεσε καί ὁ Θεός τό ἔδιωξε ἀπό ἐκεῖ πού ἦταν καί τό ἔστειλε κάτω ἀπό τόν οὐρανό. Ποιός μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει γιά τίς μεγάλες Δυνάμεις τοῦ ἀέρος, τά πνεύματα τῆς κακίας πού εἶναι διασκορπισμένα στόν ἀέρα».Καί ὁ προφήτης Δαβίδ λέγει: «Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού πολεμοῦν μαζί μας ἀπό τούς αἰθέρας».

Γι᾿ αὐτό καί εἶπε δικαίως καί ὁ σατανᾶς: «Περιπάτησα ὅλη τήν γῆ, Κύριε, καί ὅλα ὅσα εἶναι ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ καί νά ἰδού εἶμαι ἐνώπιόν σου. Καί τί τόν ἐρώτησε ὁ Θεός;

-Ἐπῆγες στόν δοῦλο μου Ἰώβ, διότι δέν ὑπάρχει στήν γῆ κανείς σάν τόν Ἰώβ, ἄνθρωπος πού νά φοβᾶται τόν Θεό καί νά ζεῖ  μέ δικαιοσύνη. Κατόπιν, ὅταν εἶπε αὐτά ὁ Ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, Αὐτός πού ἐξετάζει τά βάθη τῶν καρδιῶν ὅλων, ὅταν ἐπαινεῖ ἕναν ἄνθρωπο, ποιός μπορεῖ νά εἰπῆ κάτι ἐνάντιον? Ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς στήν γῆ, φοβούμενος τόν Θεό καί δίκαιος ἐνώπιόν μου, ὅπως ὁ Ἰώβ.

Ἄκουσες; Καί ὄχι διότι ἦταν πτωχός ἤ ταλαίπωρος, ἀλλά ἦταν καί πολύ πλούσιος. Τί μᾶς λέγει ἡ Γραφή? Ἦταν πολύ πλούσιος, ὁ πλουσιώτερος κάτω ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ἀλλά δέν τόν ἐνίκησε ἡ περιουσία του, δέν τόν ἀπεμάκρυνε ἀπό τόν Θεό. Διότι ἀγαποῦσέ πολύ περισσότερο τόν Θεό ἀπό ὅ,τί τόν πλοῦτο του. Κανείς δέν εἶχε τότε τήν δική του περιουσία. Ἀλλά τήν θεωροῦσε σάν κάτί τό ἀσήμαντο καί προσωρινό. Γι᾿ αὐτήν ἔγραψε ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς τοῦ Ἰώβ, γιά τήν ὁποία θά μιλήσω περιληπτικά ἀπό ἐδῶ καί ἐμπρός.

Τί δηλαδή συνέβη; Εἶπε ὁ σατανᾶς στόν Θεό:

-Ναί, Κύριε, μοῦ λέγεις ὅτι ὁ Ἰώβ εἶναι δίκαιος καί σέ φοβᾶται. Ἀλλά εἶναι περιττό νά σέ φοβᾶται.

-Γιατί;

-Ἐάν αὔξησες τήν περιουσία του καί τά ποίμνιά του ἔχουν σκεπάσει τήν χώρα πού κατοικεῖ, πῶς νά μή σε ἀγαπᾶ; Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσες τόση περιουσία, δόξα καί τιμή! Ἐνόμιζε ὁ διάβολος, ὅτι ἐπειδή ἔχει ὅλα αὐτά, φοβᾶται τόν Θεό. Διότι ἔχει μεγάλη περιουσία. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Ὁ Ἰώβ ἀληθινά ἐφοβεῖτο τόν Θεόν.

-Ἀλλά ἐσύ τί θέλεις, τόν ἐρωτᾶ ὁ Θεός.

-Κύριε, δός τον μου στό χέρι νά σοῦ δείξω ἐγώ, ὅτι θά σέ βλαστημήσει ἐνώπιόν σου! Τοῦ εἶπε ὁ διάβολος.

-Μά τί ἀκριβῶς θέλεις; Τόν ἐρωτᾶ ὁ Θεός.

-Δώσε στά χέρια μου τόν Ἰώβ καί θά πάρω ἐγώ τήν περιουσία του καί τά παιδιά του ὅλα καί μετά βλέπουμε ἄν θά σέ βλαστημήσει ἤ ὄχι. Διότι, ἐάν σκεπάζεις τώρα Ἐσύ μέ τήν δύναμί σου τήν περιουσία του, τούς δούλους του καί ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἐγώ δέν μπορῶ πλέον νά τόν πλησιάσω.

Ἀλλά γιατί σκεπάζεται ἀπό τήν θεία δύναμι; Διότι ἦταν πολύ δίκαιος καί σεβόμενος τόν Θεό καί δέν μπορεῖ νά πλησιάσει στό νοικοκυριό του κανείς. Διότι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τόν φυλάττουν, ἐπειδή κι αὐτός ἐφαρμόζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

-Τί θέλεις; ἐρώτησε ὁ Θεός τόν σατανᾶ.

-Θέλω νά μοῦ τόν δώσεις στά χέρια μου! Τοῦ ἀπήντησε.

-Σοῦ τόν δίνω. Πάρτον. Ἀλλά νά μήν ἀγγίξεις τόν ἴδιον!

Εἶδες ὅτι ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Θεοῦ; Θά μποροῦσε νά πάρει τόν Ἰώβ καί ἀπό πολύ παλαιότερα, διότι πολύ τόν μισοῦσε, ἀλλά μέχρι πού νά πάρη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦσε νά τόν πειράξει. Διότι καί ὁ διάβολος εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Διότι κι αὐτόν ὁ Θεός τόν ἔπλασε καί πηγαίνει μόνον ἄν τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Διότι, ἐάν ἤθελε νά κάνει ὁ διάβολος, ὅ,τι ἤθελε, δέν θά παρέμενε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος στήν γῆ οὔτε γιά μία ἡμέρα. Τόση μεγάλη κακία ἔχει πρός τόν ἄνθρωπο! Ἀλλά ἡ δαιμονική δύναμις εἶναι ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ καί δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά κάνει περισσότερα ἀπό ὅσα Αὐτός τοῦ ἐπιτρέψει.

Ἄκουσες τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Πιστός εἶναι ὁ Θεός καί δέν πρόκειται νά σᾶς ἀφήσει νά πειρασθῆτε περισσότερο ἀπό τίς δυνάμεις σας, καί παράλληλα μέ τόν πειρασμό στέλλει καί τήν βοήθεια. Εἶδες ὁ Χριστός, ὅταν ἔδιωξε τόν διάβολο ἀπ᾿ αὐτούς τούς δύο δαιμονισμένους στά Γάδαρα, τί τοῦ εἶπαν, ὅταν τούς ἐρώτησε τό ὄνομά τους; «Λεγεών, Κύριε εἶναι το ὄνομά μας! Λεγεών σημαίνει 6000 στράτευμα δαιμόνων. Τόσοι δαίμονες ἦταν μέσα σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους.

Γι᾿ αὐτό ἐξάπλωναν μέσα στά μνήματα καί δέν φοροῦσαν τά ροῦχα τους. Περπατοῦσαν γυμνοί στίς ἐρήμους, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο. Ἦταν πολλοί. Εἴπαμε 6000, ἀλλά ἀδύναμοι. Γι᾿ αὐτό εἶπαν στόν Χριστό: «Ἐάν θέλεις, Κύριε, νά φύγουμε ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς, δός μας τήν ἄδεια νά μποῦμε στά γουρούνια». Διότι ἐκεῖ δίπλα ἦταν ἕνα κοπάδι γουρουνιῶν, στήν ὄχθη τῆς λίμνης Γενισαρέτ».

Ἐπῆγα ἐκεῖ ὅπου ἐπνίγηκαν τά γουρούνια στήν λίμνη, διότι ἐπέρασα  ἀπό ἐκεῖνα τά μέρη, ὅταν εἶχα πάει στά Ἰεροσόλυμα. Ἦταν περίπου 2000 γουρούνια ἐκεῖ στά χωριά Γάδαρα καί Γέργεσα. Εἶναι δύο μικρές πόλεις δίπλα στό ὀροπέδιο τοῦ Γκολάν.

Καί ὅταν τούς ἔδωσε τήν ἄδεια, μπῆκαν τά δαιμόνια στά γουρούνια καί κατευθύνθηκαν ὅλα στήν λίμνη καί πνίγηκαν.

Ἀλλά γιατί ἔδωσε ἄδεια ὁ Κύριος στούς δαίμονες νά μποῦν στά γουρούνια; Διότι ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως δέν τούς ἐπέτρεπε νά διατρέφουν γουρούνια. Ἀλλά αὐτοί ἦσαν ἐναντίον τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί ἔτρωγαν χοιρινό κρέας. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά πέσουν στήν λίμνη, διότι οἱ τσοπάνηδες ἐμπορεύοντο τό κρέας τους.

Καί τώρα, ἄς ἐπιστρέψουμε στόν Ἰώβ. Καί ἦλθε ὁ διάβολος στόν Ἰώβ. Καί κατ᾿ ἀρχήν, ὅταν στάθηκε πάνω ἀπό τό νοικοκυριό του, κατέβασε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό. Ἀλλά πῶς ἔγινε αὐτό; Ὁ σατανᾶς νά ρίξει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό; Δέν κατέβασε τήν φωτιά στήν γῆ ἀπό τόν οὐρανό ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὅπως βλέπουμέ καί στήν Ἀποκάλυψι. «Καί τόπος δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτούς στόν οὐρανό!» Ἀλλά γιατί λέγει ἡ Γραφή ἀπό τόν οὐρανό; Ὁ ἀέρας (ἡ ἀτμόσφαιρα) ὀνομάζεται οὐρανός. Σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, ὁ αἰθέρας λέγεται οὐρανός. Καί ἄκουσε τί λέγει ἡ Γραφή: «Αἰνεῖτε τόν Κύριο τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ». Μήπως αὐτά ζοῦν στόν οὐρανό; Κι ὅμως λέγονται πετεινά τοῦ οὐρανοῦ! Κατοικοῦν στήν ἀτμόσφαιρα. Ὁπότε, καταλαβαίνεις, σύμφωνα μέ τήν Δογματική τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅτι αἰθέρας ἐδῶ ὀνομάζεται οὐρανός.

Ὁπότε ὁ σατανᾶς κατέβασε φωτιά ἀπό τόν αἰθέρα. Καί εἶχε ὁ δυστυχής Ἰώβ 7000 πρόβατα, 3000 καμῆλες, 500 ζεύγη βοῶν, 500 ζεύγη γαϊδούρια, 3000 δούλους μέ χρυσές ζῶνες πού ἐδούλευαν σ᾿ αὐτή τήν περιουσία του. Ἐπίσης ἑπτά ἀγόρια καί τρία κορίτσια μέσα σέ παλάτια καί ἄλλους ὑπαλλήλους. Καί στήν ἀρχή τά κοπάδια τῶν προβάτων ἔπεσαν κάτω σάν θυσία. Διότι ὁ διάβολος ἔριξε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό, δηλ. τόν αἰθέρα, καί ἐκάησαν τά πρόβατά του μαζί μέ τούς τσοπάνηδες, τούς δούλους καί τά σκυλιά τους. Ἀλλά μέ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἔζησε μόνο ἕνας ἄνθρωπος γιά νά μεταφέρει τό θλιβερό μήνυμα. Καί ἦλθε στόν Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ζοῦσε σάν βασιλιᾶς. Ἔφερε βασιλικό μανδύα πορφυροῦν καί πολύ ἀξιοτίμητος ἀπό τούς τότε βασιλεῖς τοῦ τόπου ἐκείνου. Διότι ἔκανε ἐμπόρια μέ αὐτούς, γι᾿ αὐτό εἶχε καί μεγάλη περιουσία. Καί ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε:

-Κύριε καί δεσπότη μου!

-Τί τρέχει, παιδί μου;

Ἰδού οἱ δοῦλοι σου, οἱ τσομπάνηδες καί τά ποίμνιά σου πού τά ἐφύλαγαν στά βουνά καί στίς πεδιάδες, ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί τά ἔκαυσε. Ξαφνικά τά ποίμνια, καί οἱ τσομπάνηδες καί οἱ δοῦλοι σου ἐξαφανίσθηκαν καί κάθε τι πού ἦταν ἐκεῖ. Καί ἔμεινα ἐγώ μόνος μου καί ἦλθα νά σοῦ εἰπῶ τί συνέβη. Καί ὁ Ἰώβ τοῦ εἶπε:

-Δέν εἶναι τίποτε σοβαρό, παιδί μου! Ὁ Κύριος τά ἔδωσε, ὁ Κύριος τά ἐπῆρε. Καθώς τοῦ φάνηκε καλό ἔτσι καί ἔκανε. Ἄς εἶναι το Ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τώρα καί μέχρι τούς αἰῶνες! Καί δέν παραπονέθηκε.

Καί πρίν ἀκόμη τελειώσει ἡ πληροφορία γιά τήν ἀπώλεια τῶν προβάτων, ἦλθε ἄλλος νά τοῦ φέρει ἄλλη πληροφορία γιά τίς καμῆλες.

-Δέσποτα καί Κύριέ μου, οἱ Χαλδαῖοι πέρασαν ἀπό τόν Ἰορδάνη καί ἅρπαξαν τίς καμῆλες σου, 3000 καμῆλες, τούς τσομπάνηδες καί ὅλα τά πράγματά τους καί πέρασαν στήν χώρα τους καί γλύτωσα μόνο ἐγώ καί ἦλθα νά σοῦ τό εἰπῶ. Καί ὁ Ἰώβ τοῦ εἶπε:

-Δέν εἶναι τίποτε παιδί μου. Ὁ Κύριος τά ἔδωσε, ὁ Κύριος τά ἐπῆρε. Καθώς τοῦ φάνηκε καλό ἔτσι καί ἔκανε. Ἄς εἶναι το Ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τώρα καί μέχρι τούς αἰῶνες!

Καί δέν ἐπέρασαν πέντε λεπτά καί ἔρχεται τρίτος δοῦλος νά τοῦ εἰπῆ γιά τά βόδια του.

-Δέσποτα καί Κύριέ μου, ἦλθαν ληστές ἀπό τήν ἔρημο, ἔδεσαν τούς τσομπάνηδές σου καί ἐπῆραν τά 500 ζεύγη βοῶν καί ἔφυγαν μαζί τους. Καί πάλι ὁ Ἰώβ εἶπε τά ἴδια λόγια:

- Ὁ Κύριος τά ἔδωσε, ὁ Κύριος τά ἐπῆρε. Καθώς τοῦ φάνηκε καλό ἔτσι καί ἔκανε. Ἄς εἶναι το Ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τώρα καί μέχρι τούς αἰῶνες!

Καί μετά ἀπό λίγη ὥρα ἦλθε ἄλλος νά τοῦ φέρει τό μήνυμα γιά τούς γαϊδάρους.

-Δέσποτα καί Κύριέ μου, ἀπό τά μέρη τῆς Δαμασκοῦ ἦλθαν Σύριοι, ἔπιασαν τούς δούλους σου καί μαζί μέ ὅλα τά γαϊδούρια σου ἐπέστρεψαν στήν χώρα τους. Καί ζοῦσαν ἐκεῖ 500 ζεύγη γαϊδάροι, ἐπειδή αὐτά τά ζῶα μέ τίς καμῆλες εἶναι πολύ ἀνθεκτικά στίς πορεῖες τῆς ἐρήμου, ἀντέχουν στήν δίψα καί ζοῦν μέ λίγη τροφή. Καί πάλι ὁ Ἰώβ εἶπε τά ἴδια λόγια: Καθώς τοῦ φάνηκε καλό ἔτσι καί ἔκανε. Ἄς εἶναι το Ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τώρα καί μέχρι τούς αἰῶνες!

Καί δέν εἶπε κανένα λόγο, παρότι τοῦ πῆραν τήν περιουσία μέσα σέ λίγη ὥρα.

Στό τέλος ἦλθε καί τό πέμπτο φονικό. Αὐτό τό τελευταῖο μήνυμα τοῦ ράγισε τήν καρδιά, ἀλλά δέν ἐτόλμησε νά πῆ λόγο ἐνάντια στόν Θεό. Εἶχε ἑπτά ἀγόρια καί τρία κορίτσια. Καί αὐτοί βλέποντας τόν πατέρα τους νά κάνει ἐλεημοσύνη καθημερινά σέ χιλιάδες πτωχούς, ἄρχισαν καί τά παιδιά του νά μιμοῦνται τόν πατέρα τους. Ἔκαναν μία γιορτή ἡμέρα Σάββατο. Αὐτή τήν ἡμέρα ἔκανε τήν γιορτή ὁ μικρότερος, τό ἄλλο Σάββατό ὁ ἄλλος μέ τήν σειρά κάθε Σάββατο μέχρι τόν μεγαλύτερο. Καί κατόπιν τά κορίτσια. Καί τό Σάββατο αὐτό ἔκαναν μεγάλο πανηγύρι. Πολλοί ἄνθρωποι εἶχαν προσκληθεῖ στό τραπέζι καί τά 10 παιδιά του τούς ὑπηρετοῦσαν.

Ὁ σατανᾶς, ἐπειδή ἐπῆρε ἄδεια ἀπό τόν Θεό, ἅρπαξε καί ἀνετίναξε τό κτίριο στόν ἀέρα καί ὅλοι, ὅσοι ἦταν μέσα σκοτώθηκαν. Καί τά παιδιά του καί οἱ πτωχοί. Μόνον ἕνας γλύτωσε νά φέρη τό μαντᾶτο στόν πατέρα τους.

-Δέσποτα καί Κύριέ μου, ἰδού τά ἀγόρια καί τά κορίτσια σου  ἦταν στό μεγάλο σπίτι καί ἔτρωγαν μέ τούς πτωχούς. Ἔγινε σεισμός καί τό σπίτι τινάχθηκε στόν ἀέρα ἀπό τά θεμέλια. Ἀπέθαναν ὅλοι καί ἀπό θεία οἰκονομία γλύτωσα μόνο ἐγώ γιά νά σοῦ φέρω τό μήνυμα.

Καί ὁ Ἰώβ, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἐπῆρε καί τά παιδιά του, στεκόμενος ἐκεῖ ἔξω ἀπό τό σπίτι του, ἔσχισε τά ροῦχα του ἀπό πάνω ἕως κάτω καί τά πέταξε στό χῶμα. Τότε οἱ ἄνδρες φοροῦσαν ροῦχα μακριά, ὅπως ἐμεῖς οἱ μοναχοί. Ἔμεινε γυμνός καί ἔπεσε κάτω στό ἔδαφος μέ τό πρόσωπο πρός τά κάτω καί σκεπτόταν γιά τό μυστήριο τοῦ θανάτου. Καί μετά εἶπε:

-Δέν εἶναι τίποτε, παιδί μου. Γυμνός βγῆκα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάννας μου καί γυμνός θά πάω στόν τάφο. Τίποτε δέν ἔφερα στόν κόσμο αὐτόν. Ὁ Κύριος μοῦ τά ἔδωσε, ὁ Κύριος καί μοῦ τά ἐπῆρε, διότι ἔτσι τοῦ φάνηκε καλό νά κάνη. Ἄς εἶναι τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τώρα καί μέχρι τούς αἰῶνες!»

 Καί παρότι τοῦ συνέβησαν ὅλα αὐτά τοῦ Ἰώβ, δέν εἶπε οὔτε ἕνα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί Δημιουργοῦ του. Τόσο πολύ ὁ Ἰώβ ἐφοβεῖτο τόν Θεό!

Τότε ὁ σατανᾶς βλέποντας ὅτι δέν τόν ἐνίκησε, παρότι τοῦ τά ἐπῆρε ὅλα, ἐπέστρεψε στόν Θεό πάλι. Ἐκείνη τήν ἡμέρα εἶχαν ἔλθει καί πολλοί Ἄγγελοι κοντά στόν Θεό. Ξαφνικά ἦλθε καί ὁ σατανᾶς. Καί ὁ Θεός τόν ἐρώτησε:

-Ἀπό ποῦ ἔρχεσαι;

-Δέσποτα, ἐτάραξα ὅλη τήν γῆ καί ὅλα ὅσα εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό καί ἰδού πάλιν ἦλθα ἐμπρός Σου! Καί τόν ἐρώτησε ὁ Θεός δεύτερη φορά:

-Ἐπῆγες στόν δοῦλο μου, τόν Ἰώβ;

-Ναί, Δέσποτα, ἤμουν ἐκεῖ καί τοῦ ἔκανα ὅσα ἤθελα νά τοῦ κάνω.

-Καί τί εἶδες; Εἶπε κάποιο λόγο ἐναντίον Μου;

-Ὄχι, Δέσποτα, ἀλλά σοῦ ζητῶ καί κάτι ἄλλο ἀκόμη. Ζητῶ νά μοῦ ἐπιτρέψης νά τοῦ κάνω ἕνα ἄλλον μεγαλύτερο πόλεμο.

-Τί ἐπί τέλους, θέλεις νά τοῦ κάνεις;

-Βαρειά ἀρρώστεια στό δέρμα του. Ναί, τοῦ κατέστρεψα ὅλη τήν περιουσία του, τοῦ σκότωσα τά παιδιά του, ἀλλά αὐτός καί ἡ γυναῖκα του παρέμειναν ὑγιεῖς. Ὅμως δός μου τήν ἄδεια νά τούς βασανίσω στό σῶμα τους καί στά κόκκαλά τους καί θά ἰδοῦμε ἄν θά σέ βλαστημήση.

Δηλαδή ἐζήτησε ἀπό τόν Θεό νά τοῦ προκαλέση σωματική ἀρρώστεια. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὑγιής σέ λίγη ὥρα θα χάση τήν ὑγεία καί ζωντάνια του.

-Πήγαινε, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ἀλλά νά μή πειράξης τήν ψυχή του!

Εἶδες τί μεγάλο καί ἀκριβό δῶρο εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου! Τοῦ εἶπε: «Νά μήν ἐνοχλήσης τήν ψυχή του….! Διότι ἡ ψυχή εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἀνώτερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Γι᾿ αὐτό γίνεται τόσος ἀγώνας γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

Καί ἦλθε ὁ σατανᾶς, μέ τήν ἄδεια τοῦ Θεοῦ καί τήν συγκατάθεσί του καί ἔπληξε τόν Ἰώβ ἀπό τήν πτέρνα τῶν ποδιῶν του μέχρι τό κεφάλι του μέ τήν ἀρρώστεια τῆς λέπρας. Τήν ἀρρώστεια αὐτή, δέν τήν ἔχετε ἰδεῖ, ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει! Σπάζει τό δέρμα τοῦ ἀνθρώπου καί γίνεται λευκό σάν τό χιόνι, τρέχει τό αἷμα καί ἐμφανίζονται σκουλήκια, τά ὁποῖα μπαίνουν μέχρι τά κόκκαλα καί δέν ὑπάρχει γιατρειά μέχρι θανάτου. Μόνον  ὁ Χριστός μας ἐθεράπευσε λεπρούς, ὅπως ἀκοῦμε στό Εὐαγγέλιο.

Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἰώβ εἶδε ὅτι σκεπάσθηκε ὅλο το σῶμα του μέ τήν λέπρα, ἔπεσε στήν γῆ, μή ὑποφέροντας τούς πόνους. Ὑπῆρχε κοπριά πλησίον τοῦ σπιτιοῦ του καί ἐκεῖ ἐπῆγε καί κάθησε. Πονοῦσε καί ἤθελε νά ξύνη τίς πληγές καί τά σκουλήκια ἔτρωγαν τό κρέας. Εὑρῆκε ἕνα κομμάτι ἀπό κόκκαλο ζώου καί μ᾿αὐτό ἔβγαζε τά σκουλήκια ἀπό τίς πληγές του.

Καί δέν ὑπέφερε ὁ Ἰώβ μία ἡμέρα, ἤ ἕνα μῆνα ἤ ἕνα χρόνο! Δέν ἐδιαβάσατε τί γράφει ὁ χρονογράφος Κεδρηνός καί ἄλλα βιβλία; Ἐπί ἑπτάμισυ χρόνια ἔτρωγαν τά σκουλήκια τό σῶμα τοῦ δυστυχισμένου Ἰώβ. Καί ὑπέμενε. Καί δέν ἔλεγε τίποτε σέ κανέναν. Ἦταν ἕνας σκελετός πού τόν κατέτρωγαν καθημερινά τά σαρκοβόρα σκουλήκια!

Ἡ γυναῖκα του παρέμεινε ὑγιής. Δέν τήν βασάνισε αὐτή, διότι ἦταν ἀσθενής στήν πίστι της πρός τόν Θεό. Περπατοῦσε μέ ἕνα ντουρβᾶ στήν πλάτη της καί ζητιάνευε γιά νά ζήση. Μόνη βοήθειά του ἦταν ἡ γυναῖκα του. Μοναδική παρηγοριά στόν πόνο του, γιά νά μη πεθάνη κι ἀπό τήν πεῖνα.

Βλέποντας ὁ διάβολος ὅτι δέν ἐνίκησε τόν Ἰώβ, δοκίμασε νά τόν νικήση μέσῳ τῆς γυναίκας του, ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὅταν εἶδε(ὁ διάβολος) σάν ἐπάνω σέ στῦλο τόν ἀδάμαντα τῆς πίστεως, τόν Ἰώβ, καί δέν μποροῦσε νά τόν νικήση, κατέφυγε στό παλιό ὅπλο. Σέ ποιό; Στήν γυναῖκα, μέ τήν ὁποία ἐνίκησε στόν παράδεισο τόν Ἀδάμ. Ἤξερε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶναι πιό ἀδύνατη.

Καί ἡ γυναῖκα, ὅταν τόν εἶδε νά τόν τρῶνε τά σκουλήκια, ἕνα, δύο τρία χρόνια καί ὅλος ὁ κόσμος πού τόν ἔβλεπε, τόν παρακινοῦσε νά βλαστημήση τόν Θεό, διότι, τοῦ ἔλεγαν, ὅτι τόν ἐξέχασε ὁ Θεός καί ὅτι ἔκανε πολλά κακά ἔναντι τοῦ Θεοῦ, διότι ἔτσι κρίνουν οἱ ἄνθρωποι καί οἱ κρίσεις τους δέν συμφωνοῦν μέ τίς κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Τότε καί ἡ γυναῖκα του ἄρχισε νά πιστεύη. Ἐρχόταν καί τοῦ ἔλεγε:

-Ἐε ἄνθρωπε! Ἰδού τί σοῦ ἔκανε ὁ Θεός σου. Πάντοτε ἔλεγες ὅτι ὁ Θεός σέ βοηθάει καί ὅτι εἶναι δίκαιος. Ἀλλά ἰδού τώρα σέ τρώγουν τά σκουλήκια ζωντανόν, καί κάθεσαι μέσα στήν κοπριά τῶν ζώων. Σοῦ ἐπῆρε ὅλη τήν περιουσία, τά παιδιά σου ὅλα σέ νεαρά ἡλικία καί ἐσύ δέν λέγεις οὔτε ἕνα βλάσφημο λόγο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κι ἀκόμη δέν ἔχασες τήν ὑπομονή σου!

Τόσο πολύ ἐφοβεῖτό ὁ Ἰώβ τόν Θεό καί Δημιουργό Του!

-Τι εἶναι αὐτά πού λέγεις, ὦ γυναῖκα;

-Λέγε ἕνα βλάσφημο λόγο κατά τοῦ Θεοῦ. Λέγε τά παράπονά σου μπροστά Του, πού σέ βασανίζει καί σέ λίγο θα ἀποθάνης.

-Ἄκουσες  αὐτή τήν σύντροφο τῆς ζωῆς του, πῶς κατήντησε ἐργαλεῖο στά χέρια τοῦ σατανᾶ σέ περίοδο δοκιμασίας τοῦ ἀνδρός της;

Καί ὁ Ἰώβ τῆς ἔλεγε με πραότητα, διότι ἔβλεπε ὅτι ὁ σατανᾶς μιλοῦσε μέ τό στόμα τῆς γυναίκας του.

-Ἄχ γυναῖκα! Μιλᾶς σάν νά εἶσαι τρελλή καί ἄμυαλη. Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Ἰώβ πού ζοῦσα, ὅπως οἱ βασιλεῖς μέ ὅλα τά πλούτη καί τήν δόξα τοῦ κόσμου; Δέν θυμᾶσαι τί τιμή εἴχαμε ἐδῶ στήν γῆ καί πόση περιουσία καί δούλους εἴχαμε; Καί, ἐάν ἐλάβαμε ὅλα αὐτά τά καλά ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ, δέν θά πρέπει νά λάβουμε ἀπ᾿ Αὐτόν καί τά κακά;

Ἄκουσε τόν ἄνθρωπο πού φοβᾶται τόν Θεό κι ὅταν εἶναι σέ περιπέτειες. «Ὁ Θεός μᾶς βοήθησε ἐπί τόσα χρόνια. Πρέπει κι ἐμεῖς τώρα νά ὑπομείνουμε μέ εὐχαριστίες πρός Αὐτόν πού μᾶς βοήθησε ἐπί τόσα χρόνια».

Καί εἶδε ὁ διάβολος ὅτι δέν μπορεῖ νά τόν νικήση. Τότε ἦλθαν σ᾿ αὐτόν τρεῖς φίλοι του: Ὁ Βαλδάβ, ὁ Ἐλιφάζ καί ὁ Σωφάρ. Αὐτοί ἦσαν πλούσιοι βασιλεῖς, μεγάλοι γεωκτήμονες ἄλλων γειτονικῶν χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγόραζαν μοσχάρια ἀπό τόν Ἰώβ, ἀρνιά καί μαλλιά. Ὅταν ἦλθαν στήν χώρα του, ἐρώτησαν:

-Ποῦ εἶναι οἱ πυλῶνες τοῦ Ἰώβ; Ποῦ εἶναι ὁ Ἰώβ; Καί οἱ ἄνθρωποι τούς ἔδειχναν τό μέρος πού ἦταν λέγοντας:

-Βλέπετε ἐκεῖ στήν κοπριά ἕνα σκελετό; Τόν τρῶνε συνεχῶς τά σκουλήκια. Ἡ γενειάδα του ἔφθανε μέχρι τό ἔδαφος καί τά μαλλιά του ἔχουν ἀνακατευθῆ μέ τήν κοπριά.

Αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τίς ἀποτυχίες τοῦ Ἰώβ, ἀλλά δέν ἐπίστευαν ὅτι ἦταν ἔτσι ἀκριβῶς. Ὅταν ἔφθασαν κοντά του ἀπόρησαν. Ἤξεραν πόσο ἀξιοτίμητος ἄνθρωπος ἦταν, τί παλάτια καί δούλους εἶχε. Ἔμειναν αὐτοί οἱ τρεῖς φίλοι του ἑπτά ἡμέρες καί ἑπτά νύκτες καί δέν μποροῦσαν νά μιλήσουν τίποτε. Μόνο τόν ἐκύτταζαν. Καί ἐσκέπτοντο τί θά γίνει μ᾿ αὐτή τήν κατάστασι. Τί εἴδους δοκιμασία εἶναι αὐτή ἀπό τόν Θεό! Καί τήν ἑβδόμη ἡμέρα ἄνοιξαν τό στόμα τους οἱ δύο φίλοι του, ὁ Ἐλιφάζ καί ὁ Σωφάρ καί ἀντί νά τόν παρηγορήσουν, τόν ἐπλήγωναν περισσότερο. Ἀντί νά τοῦ δώσουν κουράγιο, διότι ἦσαν φίλοι ἀπό παλαιότερα, ἄρχισαν νά τόν τραυματίζουν περισσότερο μέ τά λόγια τους:

-Ἰώβ, μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός σου σέ ἔκοψε ὅπως τό φθινοπωρινό δένδρο, τό ὁποῖο δέν ἔχει καρπούς. Γι᾿ αὐτό ἔφθασες ἐδῶ πού ἔφθασες! Διέκοψες τήν βοήθεια πρός τίς χῆρες καί τόν μισθό τῶν ἐργατῶν σου! Ἔγινες ἀνελεήμων καί σκληρός! Ἔγινες ὑπερήφανος! Ἐλησμόνησες τόν Θεό! Ἔκαμες παράνομα ἔργα ἐνώπιόν Του! Καί πάντοτε τόν διακωμωδοῦσες! Τά ἴδια τοῦ εἶπε καί ὁ δεύτερος καί ὁ τρίτος φίλος του. Ἦλθε καί ὁ τέταρτος, ὁ Ἐλιούς. Αὐτός τοῦ ὡμίλησε πιό δίκαια διότι φοβόταν: «Ἀλλοίμονο, ἴσως εἶναι μία διαφωνία πού ἔχει ὁ Θεός μ᾿ αὐτόν τόν δίκαιο ἄνθρωπο καί φοβοῦμαι νά ὁμιλήσω κάτι γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο». Ἐνῶ ὁ Ἰώβ ἄρχισε νά τούς λέγει μέ πραότητα:

-Ἀγαπητοί μοι, φίλοι μου, ἤλθατε ἐδῶ γιά νά κάνετε τίς πληγές μου μεγαλύτερες; Καλλίτερα θά ἦταν νά καλοῦσα τόν τάφο σάν μάννα μου καί τά σκουλήκια νά τά βλέπω σάν ἀδέλφια καί ἀδελφές μου, παρά να ἔλθετε ἐσεῖς οἱ φίλοι μοιυ καί νά μοῦ ἀνοίγετε πιό πλατειά τίς πληγές μου! Δηλαδή μοῦ εἶναι καλλίτερο νά μέ παρηγοροῦν τά σκουλήκια καί ὁ λογισμός τοῦ τάφου, παρά νά ἀκούω ἀπό τό στόμα σας τέτοια λόγια!

Καί τούς εἶπε: Μέ κατηγορεῖτε ὅτι διέκοψα τήν βοήθεια τῶν δούλων καί ὅτι ἔκανα ἀδικίες. Δέν θέλω νά ἐπαινῶ τόν ἑαυτό μου, ἀλλά θά σᾶς εἰπῶ τήν ἀλήθεια. Ἐγώ ἤμουν ὁ πατέρας τῶν πτωχῶν καί ἡ μητέρα τῶν χηρῶν. Ἐγώ ἤμουν τό μάτι τῶν τυφλῶν καί τό αὐτί τῶν κουφῶν, ὁ φίλος τῶν χωλῶν καί ἡ μητέρα τῶν παραλύτων. Τά μαλλιά ἀπό τό κούρεμα τῶν προβάτων ἐζέσταινε τά κορμιά τῶν πτωχῶν, διότι τό μαλλί ἀπό 7000 πρόβατα τό ἐδίναμε γιά τήν ἐνδυμασία τῶν πτωχῶν. Ἡ πόρτα μου δέν ἔκλεισε ποτέ σέ κανένά πτωχό καί ξένο καί ὅλη τήν περιουσία μου τήν ἐμοίραζα στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Ὁπότε δέν εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού μοῦ λέγετε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τό χέρι τοῦ Θεοῦ μέ δοκιμάζει γιά τίς ἁμαρτίες μου, ἀλλά γι᾿ αὐτά τά ὁποῖα μέ κατηγορεῖτε δέν εἶναι ἀληθινά.

Βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή τοῦ Ἰώβ, ὅταν ἀνεχώρησαν αὐτοί οἱ τρεῖς παλαιοί φίλοι του, ὁ Ἐλιούς στάθηκε δίπλα του καί ἐμφανίσθηκε σέ σύννεφο καί μέ θύελλα ὁ Θεός ἐπάνω του.

Ὁ Ἰώβ ἐπί ἑπτάμισυ χρόνια καθόταν κάτω καί τοῦ εἶχαν μείνει μόνο τό δέρμα καί τά κόκκαλα, διότι τό κρέας τοῦ τό εἶχαν φάγει τά σκουλήκια. Καί ὅταν ἦλθε ὁ Πλάστης τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὁ Ἰώβ ἦταν πληγωμένος ψυχικά ἀπό τούς φίλους του, ἐγκαταλελειμένος ἀπό τήν γυναῖκα του κι ἀπό ὅλους. Ξαφνικά ἀκούει τήν φωνή τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν οὐρανό:

-Ἰώβ, σήκω σάν ἕνας γενναῖος ἄνδρας. Φόρεσε τό ἐπανωφόριό σου- τοῦ τό εἶχε φέρει ἕνας ράφτης ἀπό λευκό μαλλί σάν χιόνι- στάσου στά πόδια σου γιά νά μιλήσουμε ἐμεῖς οἱ δύο!

Ποιός τοῦ εἶπε: Σήκω! Αὐτός πού θά ἀναστήσει ὅλους τούς νεκρούς σέ μιά στιγμή γιά τήν μέλλουσα κρίσι. Καί σηκώθηκε σάν φλόγα πυρός ὁ Ἰώβ, ὑγιής στήν ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν, ὡραῖος καί χαρούμενος, ντυμένος μέ τό ἔνδυμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Καί εἶπε ὁ Θεός πρός αὐτόν:

-Ἰώβ, ποῦ ἤσουν ἐσύ ὅταν ἐγώ ἐθεμελίωνα τήν γῆ; Ποιό εἶναι τό πλάτος κάτω ἀπό τόν οὐρανό; Σέ ποιό μέρος κατοικεῖ τό σκοτάδι καί σέ ποιό τόπο εὑρίσκεται τό φῶς; Ποῦ ἤσουν ἐσύ ὅταν Ἐγώ μετροῦσα τό ὕψος τῶν βουνῶν, τό μῆκος τῶν κοιλάδων καί τῶν λόφων καί δασῶν; Ὅταν ἔβαλα σάν σύνορο τῆς θαλάσσης τήν ἄμμο καί περιώρισα τήν θάλασσα νά μή ὑπερβῆ τήν ἄμμο! Καί εἶπα: Μέχρις ἐδῶ νά σταθῆς καί νά μή ὑπερβοῦν τά κύματά σου αὐτά τά ὅρια.

Ἐγώ ἅπλωσα τόν βορρᾶ σέ ξηρό τόπο. Ἐγώ ἔκαμα τούς νόμους τῆς γῆς. Ἐγώ ἐμέτρησα τήν δριμύτητα τῶν ἀνέμων. Ἐγώ ἐσημείωσα τήν πορεία τῶν κεραυνῶν κάτω ἀπό τόν οὐρανό. Ἐγώ ἐπευλόγησα τήν γέννησι τῶν θηρίων τῆς γῆς μέσα στά δάση. Τήν γέννησι τῶν ζώων τῆς γῆς καί τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ ἔβαλα τά ὅρια γιά τίς ἡμέρες καί τίς νύκτες καί ἐστόλισα τόν οὐρανό μέ τά ἄστρα, μέ τόν ἥλιο καί τήν σελήνη καί ἐχάρισα τό φῶς σέ ὅλη τήν Δημιουργία μου.

Εἰπέ μου ποῦ ἤσουν ἐσύ τότε; Ἐγώ σέ ἐδημιούργησα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάννας σου καί σέ συνέσφιγξα σάν τό πηγμένο τυρί. Σε ὕφανα σάν τό χαλί. Σοῦ ἔδωσα καρδιά καί ὀστᾶ καί σέ ἔκανα δημιούργημά Μου στήν κοιλιά τῆς μητέρας σου. Κι Ἐγώ ἔφτιαξα τήν καρδιά σου καί ἐγνώριζα ὅτι δέν θα χάσεις τήν ὑπομονή σου. Ἐγώ ἔβαλα τήν καρδιά σου μέσα σου καί τήν πίστι καί τήν ὑπομονή.

Καί τώρα Ἰώβ, ἐπειδή περίμενες μέ ὑπομονή τόν ἐρχομό Μου καί δέν εἶπες κανένα κακό λόγο γιά τίς δοκιμασίες καί τίς ἀρρώστειες σου, ἰδού Ἐγώ σοῦ χαρίζω ἀπό τώρα ἀκόμη 140 χρόνια ζωῆς καί ἡ περιουσία σου θά γίνη διπλή ἀπό ὅ,τι ἦταν πρίν. Δηλαδή ἀντί γιά 7000 πρόβατα θά ἀποκτήσεις 14000. Ἀντί γιά 3000 καμῆλες, θά σέ εὐλογήσω νά ἔχης 6000. Τό ἴδιο καί γιά τά ὑπόλοιπα ζῶα σου. Καί θά φθάσεις νά ζήσεις μέ ἐγγόνια τῆς πέμπτης καί τῆς ἕκτης γενεᾶς καί θά κοιμηθῆς πλήρης ἡμερῶν καί θά ἔλθης σε Μένα καί θά χαρῆς μαζί Μου στούς αἰῶνες.

Τότε ὁ Θεός ἔγινε ἄφαντος. Καί ἡ γυναῖκα του, ὅταν ἐπέστρεψε, τόν εὑρῆκε ὑγιῆ καί πολύ χαρούμενον. Καί ἔβρεξε ὁ Θεός στήν αὐλή τοῦ Ἰώβ ἐπί τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες κίτρινο χρυσάφι, ὅπως λέγει ἡ παράδοσι. Ἐπῆρε ὁ Ἰώβ καί οἱ τσοπάνηδες του καί τά ζῶα του.

Ἡ γυναῖκα του στάθηκε ἀπέναντί του τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες καί ζητοῦσε συγχώρησι ἀπ᾿ αὐτόν. Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰώβ: «Συγχώρεσε τήν γυναῖκα σου διότι δέν εἶναι αὐτή ἔνοχη σέ κάτι, διότι ὁ διάβολος τήν ἐπείραζε».

Καί ὁ Ἰώβ τήν συγχώρησε καί τήν ἐπῆρε μαζί του καί ἀπέκτησε μαζί της ἑπτά ἀγόρια καί τρία κορίτσια πού δέν ὑπῆρχαν ἄλλα παιδιά κάτω ἀπό τόν οὐρανό, τόσο ὄμορφα σάν τά παιδιά τοῦ Ἰώβ.

Καί τά ὑπόλοιπα χρόνια τοῦ Ἰώβ, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ἦταν 140 χρόνια καί ἐκοιμήθη πλήρης ἡμερῶν καί μετέβη στήν αἰώνια μακαριότητα.

Ἀκούσατε τί ἔκανε στόν Ἰώβ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδή εἶχε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, οὔτε τότε πού ἦταν πλούσιος δέν ὑπερηφανεύθηκε, οὔτε ἦταν σκληρός καί ἀνελεήμων. Οὔτε, ὅταν τοῦ ἀφήρεσε τήν περιουσία ὁ Θεός, δέν εἶπε λόγο ἐνάντιο στόν Θεό.

Ἰδού ἄνθρωπος μέ φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος προσέφερε θυσία ἕνα βόδι κάθε βράδυ. Ἀλλά οὔτε καί τά παιδιά ἔσφαλλαν ἀπέναντι στόν Θεό μέ κακό λογισμό! Ἀκοῦτε ἄνθρωπο πού εἶχε τόν θεῖο φόβο πῶς στεφανώθηκε ἀπό τόν Θεό; Μέ τόν φόβο ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα καί ἀπό τότε ἀναπαύεται στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε πρόγονος. Ἰδού λοιπόν, πῶς τόν εὐλόγησε ὁ Θεός!

Ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά φοβᾶται κανέναν νά μή τόν κλέψη, νά μή γίνη πόρνος, ἤ μέθυσος ἤ ληστής ἤ νά μή κάνη κάποιο κακό. Αὐτός πού ἔχει τόν θεῖο φόβο, ἡμέρα καί νύκτα ὁ Θεός ἀγρυπνεῖ ἐπάνω του. Ὥστε νά μή σκεφθῆ κάτι ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, νά μή τόν κατηγορήσει ὅτι ἔκαμε τήν τάδε ἁμαρτία, νά μή κάνη κάποιο κακό! Ὅποιος  ἔχει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ γίνεται φρουρός τῆς θείας σοφίας, ἡ ὁποία τοῦ διαφυλάσσει τήν ψυχή καί τόν νοῦ καί ὅλη τήν ὕπαρξί του ἀπό κάθε κακό ἔργο ἀπένανι τοῦ Θεοῦ.

 

ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Μοῦ ἔρχεται στόν νοῦ ὅταν παλιά στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἕνας φιλόσοφος ἐπῆγε στόν μεγάλο σοφό, τόν Σωκράτη. Καί ἄρχισε νά τοῦ λέγη: «Ἔχω τήν πιό ὡραία γυναῖκα». Ὁ ἄλλος εἶχε σ᾿ ἕνα τραπέζι μολύβι στό χέρι καί χαρτί καί ἔκανε ἕνα μηδενικό. «Ἡ γυναῖκα μου κατάγεται ἀπό μεγάλο γένος, ὁ πρόγονός της ἦταν ὑπουργός. Καί ὁ ἄλλος φιλόσοφος ἔκανε ἕνα ἄλλο μηδενικό. «Ἡ γυναῖκα μου ἦταν ὑγιής. Δέν ἀρρώστησε ποτέ». Καί ὁ ἄλλος ἔβαλε ἄλλο ἕνα μηδενικό. «Ἡ γυναῖκα μου εἶναι πολύ μορφωμένη», καί ὁ ἄλλος ἔβαλε ἄλλο ἕνα μηδενικό. «Ἡ γυναῖκα μου γνωρίζει νά ἀσχολεῖται μέ ὅλα τά ἔργα τοῦ σπιτιοῦ, νά κάνη γλυκά, καί φαγητά γιά μεγάλα τραπέζια». Καί ὁ ἄλλος ἔβαλε ἄλλο ἕνα μηδενικό. «Ἡ γυναῖκα μου γνωρίζει νά κεντάει μινιατοῦρες, νά κεντάει ἄνθη, νά πλέκη φανέλλες καί ἄλλα ἐργόχειρα. Βλέπεις πόσα ταλέντα ἔχει ἡ γυναῖκα μου; Καί ἐκεῖνος ἔβαλε ἄλλο ἕνα μηδενικό.

Στό τέλος πρόσθεσε: «Ἡ γυναῖκα μου ἔχει φόβο Θεοῦ καί εἶναι πιστή χριστιανή!» Καί ὁ φιλόσοφος ἔβαλε το νούμερο (1) μπροστά ἀπό τά ἕξι μηδενικά. Ἔβαλε τό νούμερο (1) κι ἀμέσως ἔγινε ἕνα ἑκατομμύριο. Καί μετά εἶπε: «Ἰδού τώρα ἔδωσα ἀξία στήν γυναῖκα σου. Καί ὄχι, ὅταν εἶπες ὅτι εἶναι ὡραία, μορφωμένη, ὑγιής, νοικοκυρά κλπ., διότι τῆς ἔλειπε τό βασικό: «Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ». Εἶχε ὅλα τά ἀνθρώπινα, ἀλλά ἡ ἀξία τους ἦταν ἕνα μηδενικό, τίποτε!»

Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν ἄνδρα, καί μέ τήν γυναῖκα καί μέ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Μπορεῖ νά ἔχη ὅλα τά ταλέντα, μπορεῖ να γνωρίζει ὅλες τίς τέχνες τοῦ κόσμου, μπορεῖ νά γνωρίζη ὅλες τίς ἐπιστῆμες, ἀλλά, ἐάν τῆς λείπει ὁι φόβος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι το πνευματικό σχολεῖο, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτε.

 

ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος συνηθισμένος νά κλέβη. Μακάρι νά ἦταν πτωχός καί ἄς ἔκλεβε. Ἀλλά δέν ἦταν! Ἦταν νοικοκύρης, εἶχε καλή σύζυγο καί παιδιά, εἶχε βόδια, πρόβατα, ἄλογα, γουρούνια, μοσχάρια, πουλερικά, χωράφια καί λειβάδια, ἀμπέλια, ἀλλά διδάχθηκε νά κλέβη ἀπό τούς γονεῖς του. Πολλές φορές συζητοῦσε γιά τό θέμα αὐτό μέ τήν γυναῖκα του, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε:

-«Ἡ νεροκουβαλητής  δέν πάει μέ τήν στάμνα πολλές φορές νά πάρη νερό. Διότι θα τόν σχολιάζουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ καί θά ποῦνε ὅτι ἔχει σκοπό νά κλέψη. Καί θά τοῦ βγάλουν το ὄνομα ὅτι εἶναι κλέφτης. Ἔτσι καί ἐσύ, ἀφοῦ ἔχεις στήν ζωή σου ὅσα χρειάζονται νά ζήσουμε, γιατί θέλεις νά κλέβης;

-Ἔε γυναῖκα, ἐγώ δέν  μπορῶ. Ἐπῆρα πρόβατα ἀπό τόν τάδε ἄνθρωπο καί ἀπό τόν τάδε ἰδιοκτήτη. Ἔτσι ἔχω μάθει ἀπό τούς γονεῖς μου!

Μία φορά, ἦταν Ἰούλιος μῆνας καί ὁ καιρός καθαρός στήν ἀτμόσφαιρα. Αὐτός εἶχε ἔλθει ἀπό τό χωριό του καί ἔβλεπε τά χωράφια να εἶναι γεμᾶτα ἀπό καρποφόρα στάχυα ἀπό σιτάρι. Ἡ μισή ἐσοδειά ἀπό ὅ,τι παράγει ὁλόκληρη ἡ χώρα. Καί τί σκέφθηκε; «Τί καλά θα εἶναι νά πάρω τήν καρότσα μου μέ τά βόδια, διότι το σιτάρι ὡρίμασε». Ἦλθε στό σπίτι του, ἑτοίμασε τήν καρότσα μέ τά βόδια. Τούς ἔδωσε λίγο σανό καί φρέσκο χορτάρι νά φᾶνε καί μέ τήν βοήθεια τῆς νύκτας, ὅπου καί τά πουλιά ἀκόμη κοιμοῦνται, ὅπως ἔλεγε ὁ χωριάτης αὐτός, ξεκίνησε γιά τήν ἀποστόλή του. Ἐπῆρε καί τό κοριτσάκι του, τεσσάρων ἐτῶν, μαζί του. Ἄρεσε στό κοριτσάκι νά ταξιδεύη πάντοτε μέ τόν μπαμπά του μέ τήν καρότσα.

Ἦλθε ὁ ἄνθρωπος αὐτός στόν κάμπο, γιά νά κλέψη δεμάτια σιταριοῦ κομμένά καί ἕτοιμα. Ἕνα κτῆμα μέ σιτάρια ἦταν πλησίον σέ ἕνα μεγάλο δάσος καί ἕνας μικρός δασικός δρόμος πού ἔφθανε μέχρι τήν ἄκρη τοῦ δάσους. Ἔδωσε στά βόδια νά φᾶνε καί πάλι σανό. Τό κοριτσάκι του ἔμεινε στήν καρότσα κι αὐτός ἐπῆγε νά βγάλη τά δεμάτια τοῦ σιταριοῦ ἀπό τό χωράφι κάποιου χωριανοῦ του. Πρῶτα ἄρχισε νά κυττάζη δεξιά καί ἀριστερά καί ἐμπρός καί πίσω γιά νά μή τόν ἰδεῖ κάποιος νυκτερινός φύλακας. Τήν ἴδια στιγμή τόν ἔβλεπε τό κοριτσάκι του νά κυτάζει τριγύρω. Καί ὅταν διεπίστωσε ὅτι δέν ἦταν κανείς, ἐπῆρε ἀπό ἕνα χωράφι μερικά δεμάτια σιτάρι καί τά ἔφερε κοντά στήν καρότσα του. Τό κοριτσάκι του, παρακινούμενο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐρώτησε τόν μπαμπάκα της:

-Μπαμπάκα, ἐξέχασες καί κάπου ἀλλοῦ νά κυττάξεις.

-Ποῦ ἐξέχασα νά κυττάξω, ἀγάπη μου;

-Ἐκύτταξες μήπως σέ βλέπει κάποιος ἀπό ὅλα τά μέρη, ἀλλά ἐξέχασες νά κυττάξεις καί ἀπό ψηλά.

-Πῶς εἶπες, παιδί μου;

-Γιατί  δέν κύτταξες καί ἀπό ψηλά;

Τό κοριτσάκι του δέν ἤθελε νά πληγώσει τόν πατέρα της, ἀλλά ἐπίστευε ὅτι καλά ἦταν νά κυττάξει ἀπό ὅλα τά μέρη, ἀλλά εἶχε ξεχάσει νά κυττάξει μήπως κανένας τόν βλέπει ἀπό ψηλά.

Καί ἀμέσως τόν ἤλεγξε ἡ συνείδησί του, διότι ἤδη εἶχε πάρει μερικά δεμάτια σιτάρι. Τά ἐπανέφερε πίσω καί τακτοποίησε τήν θημωνιά, ὅπως τήν εἶχε βρῆ. Ἐπέστρεψε στά ζῶα του, ἔβαλε τό κοριτσάκι στήν καρότσα, πού ἦταν βέβαια ἄδεια καί ἐγύρισε στό σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε σπίτι, ἡ γυναῖκα του ἤξερε ὅτι δέν ἐπέστρεφε ποτέ μέ τήν καρότσα ἄδεια. Εἴτε θά ἔκλεβε κηπουρικά, εἴτε σιτάρι, εἴτε κάτι ἄλλο. Ἐρχόταν πάντοτε φορτωμένος. Τόν εἶδε τώρα νά ἔχει γυρίσει 3 ὧρες περίπου, πρίν ξημερώσει ἡ ἡμέρα.

-Ἐε ἄνθρωπε, τί ἔπαθες καί δέν ἔκλεψες αὐτή τήν νύκτα;

-Ἄκουσε γυναῖκα, ὅσο καιρό ἀκόμη θά ζήσω, δέν θά κλέψω πάλι.

-Τί ἔπαθες; Καλά ἀποφάσισες νά μή κλέβεις πάλι. Ἀλλά μήπως σέ ἔπιασαν;

-Ἄκουσε γυναῖκα, ἀλλά δέν πρέπει νά τό μάθει κανείς.

-Δέν πιστεύω νά σέ ἔπιασαν! Γιατί ἦλθες μέ ἄδεια τήν καρότσα;

-Ἐξ αἰτίας τοῦ κοριτσιοῦ μας, δέν θα κλέψω πάλι. Ἀπό το στόμα της ὡμίλησε το Ἅγιο Πνεῦμα.

-Καί τί σοῦ εἶπε τό κορίτσι μας;

-Ἐγώ ἐπῆγα στά χωράφια, ὅπως ἦταν ἡ συνήθειά μου καί πρίν ἀρχίσω νά συγκεντρώνω δεμάτια κοντά στήν καρότσα μας, τό κορίτσι τό ἄφησα στήν καρότσα καί, ὅταν ἦλθα μέ τά πρῶτα δεμάτια, μέ ἐρώτησε: «Μπαμπάκα, ἐξέχασες νά κυττάξεις καί κάπου ἀλλοῦ. «Ποῦ ἀλλοῦ, μωρό μου;». Τήν ἐρώτησα. Καί μοῦ εἶπε «δέν ἐκύτταξες ἄν κάποιος σέ ἰδεῖ ἀπό ψηλά».

Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή σκέφθηκα ὅτι εἶμαι ἕνας τρελλός. Ὁ Θεός μοῦ ὡμίλησε σήμερα ἀπό τό στόμα τοῦ παιδιοῦ μου. Ἐάν ἐκύτταζα κατ᾿ εὐθεῖαν πρῶτα ἀπό ψηλά, δέν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη νά κυττάξω κι ἀπό τά ἄλλα μέρη, δεξιά καί ἀριστερά.

Τά μάτια τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Σολομών, εἶναι ἑκατομμύρια φορές πιό λαμπρά καί καθαρά ἀπό τόν ἥλιο καί δέν ὑπάρχει τόπος πού νά μή βλέπει τό μάτι τοῦ Θεοῦ. Τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ μέχρι τήν ἀπομάκρυνσι τοῦ πνεύματος ἀπό τήν ψυχή καί ὄχι μόνο μέχρι τόν χωρισμό τοῦ σώματος ἀπό τήν ψυχή.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτός ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα. Τό πνεῦμα εἶναι ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ φωτός, ἡ ὁποία μπαίνει στήν καρδιά. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται μεγαλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους. Διότι οἱ Ἄγγελοι δέν δημιουργήθηκαν «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσι» μέ τόν Θεό, ἀλλά μόνον ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανή εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπί τῆς γῆς διότι ἔχει μυαλό, λόγο καί πνεῦμα. Ὁ νοῦς εἶναι ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ λόγος εἶναι ὅπως ὁ Χριστός καί τό πνεῦμα εἶναι ὅπως τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Αὐτό τό πνεῦμα τῆς ζωῆς, δέν εἶναι πνεῦμα μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά μιλήσουμε. Αὐτό εἶναι δοῦλος τοῦ νοῦ καί ἔτσι ἔχει λόγον. Αὐτό εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ νοῦ. Μένει μαζί μέ τόν νοῦ καί περιγράφει μέ τό δῶρο τοῦ λόγου τίς σκέψεις καί τά μυστήρια τοῦ νοῦ, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ὁμιλεῖ γιά τήν θέωσι τοῦ νοῦ.

Ὁπότε τό βλεμμα τοῦ Θεοῦ φθάνει μέχρι τόν χωρισμό τοῦ πνεύματος ἀπό τήν ψυχή καί κανείς δέν μπορεῖ νά κρυφθῆ ἀπό τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ.

Το Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκέπτεται τόν ἄνθρωπο μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί σκέπτεται: «’Από τώρα δέν θά κλέψω ποτέ ἄλλοτε, ὅσο ζῶ. Ἀκόμη θά πάω να ἐξομολογηθῶ καί νά δεχθῶ τόν κανόνα πού θά μοῦ ἐπιβάλλει ὁ Ἐξομολόγος. Καί ἔτσι νά πάρω τό μάθημά μου, ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό τό μάτι τοῦ Θεοῦ».

Λέγει καί ὁ βασιλεύς Δαβίδ ὅτι «ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ». Αὐτό εἶναι τό θεμέλιο ὅλων τῶν καλῶν ἔργων. Ἡ σοφία ἔχει δύο κεφαλές. Ἡ μία εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ δεύτερη καί μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διότι ὅλα τά καλά ἔργα ξεκινοῦν ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τελειώνουν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι θεσμός τελειότητος καί τό ὑψηλότερο πνευματικό ἔργο.

Ὁ προσκυνούμενος Θεός εἶναι Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι Τριάς Ὁμοούσιος καί ἀχώριστος καί ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι νά μᾶς βοηθοῦν, νά μή ξεχνοῦμέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές Του. Ἀμήν.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά τρώγης πολύ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά τρώγης γαλακτερά σέ ἀπηγορευμένες ἡμέρες. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά κάνης ἁμαρτίες στίς νηστεῖες ἤ στίς μεγάλες ἑορτές καί νά μή ἐγκρατεύεσαι, πού εἶναι ἐπιβεβλημένες καί στούς πεντρεμμένους. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει να δικάζης ἄλλους ἀνθρώπους.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει, ὅταν ἰδῆς πτωχό ἄνθρωπο καί θά τόν προσπεράσεις, χωρίς νά τόν βοηθήσης. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σέ προκαλεῖ νά ἐνθυμῆσαι τόν θάνατο, τήν κρίσι, τήν γέενα, τήν κόλασι, τόν παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ, τήν δόξα τῶν δικαίων. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά μιλᾶς γιά τό κακό, δέν σέ ἀφήνει νά συκοφαντήσης, δέν σέ ἀφήνει νά λέγεις ψέμματα. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά ὑπερηφανεύεσαι καί νά ἀλαζονεύεσαι. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά εἶσαι ζηλιάρης, δέν σέ ἀφήνει νά μισεῖς κάποιον, ἤ νά τόν φθονεῖς καί νά τόν ζηλεύεις. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, δέν σέ ἀφήνει νά ἐκδικῆσαι τόν ἄλλον καί νά τοῦ κάνεις κακό. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά ὁμιλεῖς κακά λόγια γιά τούς ἄλλους, νά ἀστειεύεσαι, νά πληγώνεις ἤ νά περιγελᾶς τούς ἄλλους. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνη να ἀγαπᾶς τήν κακία, να ἐπιθυμεῖς νά διασκεδάζεις μέ τούς ἄλλους, νά ἀγαπᾶς τήν κοσμική δόξα, νά ὑποκρίνεσαι καί νά ἔχης τήν πονηρία μέσα σου. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν σου καί νά ζῆς με ἀναισθησία. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀδήνει νά ἁμαρτήσης οὔτε μέ τό βλέμμα, οὔτε μέ τήν ἀκοή, οὔτε μέ τά ἀρώματα, οὔτε μέ τήν γεῦσι, οὔτε μέ τήν ἀφή, οὔτε μέ τήν φαντασία. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σέ διαφυλάττει ἀπό τήν λησμονιά, ἀπό τήν ἀγνωσία, ἀπό τήν ἀκηδία καί μέ ἕνα λόγο νά σᾶς εἰπῶ, ὅτι μᾶς προστατεύει ἀπό ὅλο το βασίλειο τοῦ σκότους.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού σέ φυλάγει νά διατηρῆσαι στό σῶμα καί στήν ψυχή ἅγιος Κι αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο στούς μοναχούς. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σέ παρακινεῖ νά ἐργάζονται καί οἱ χριστιανοί τοῦ κόσμου καί οἱ ἀφιερωμένοι στόν Θεό μέ τίς μοναχικές τους ἀκολουθίες.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει τόν ἱερέα νά στέκεται στό Ἅγιο Θυσιαστήριο σάν ἕνα Σεραφείμ. Λειτουργεῖ μέ φόβο Θεοῦ, προσέχει νά μή σφάλη στίς ἐκτενεῖς δεήσεις. Νά λαμβάνει μέ εὐλάβεια το Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στά χέρια του, νά ἐπιτελεῖ μέ φόβο τήν Ἁγία Προσκομιδή καί προσέχει νά μήν ἔχη κανέναν ἀντίθετο λογισμό στήν τέλεσι τῆς Θείας Λειτουργίας.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σέ παρακινεῖ να βοηθήσης τόν ξυπόλυτο, τόν ἄρρωστο, νά τόν παρηγορήσης ἤ νά τόν συμβουλεύσης. Καί γι᾿ αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι τιμοῦν καί δοξάζουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος στόν κόσμο εἶναι ἐκεῖνος πού φοβᾶται τόν Θεό.Ἄκουσες τί λέγει ὁ Ψαλμωδός; «Μακάριος ὁ ἄνδρας πού φοβᾶται τόν Θεό καί μέ τίς ἐντολές Του θα κάνη σπουδαῖα πράγματα».

 

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΝΟΥ

(Συμβουλές σε φοιτητές θεολόγους)

Ἐπειδή με ἐρωτήσατε γιά τήν φυλακή τοῦ νοῦ, ἄς ποῦμε τώρα μερικές συμβουλές. Ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ἀρχίζω να ὁμιλῶ γιά τήν νοερά προσευχή ἤ γιά τήν φυλακή τοῦ νοῦ, αἰσθάνομαι ἐντροπή καί διστάζω να ὁμιλήσω. Να ὁμιλήσω γι᾿ αὐτό τό ὁποῖο δέν ἔχω; Τί λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι κανείς δέν εἶναι πτωχότερος ἀπό τόν νοῦν ἐκεῖνον πού φιλοσοφεῖ γιά τά καλά ἔργα, χωρίς να ἀσχολεῖται μέ αὐτά. Ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού φορῶ τήν μάσκα καί θέλω νά ὁμιλῶ γι᾿ αὐτά τά ὁποῖα δέν κάνω καί οὐδέποτε τά ἔκαμα.

Ἀλλά πιστεύω ὅτι θα εἶναι ὠφέλιμα αὐτά γιά τόν δρόμο πού διαλέξατε νά ἀκολουθήσετε. Ἐπεδή αὐτή ἡ ζωή εἶναι μία μάχη, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰώβ: «Μία μάχη καί ἕνας πειρασμός εἶναι κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί γιά τήν ἀντιμετώπισι τοῦ κάθε πειρασμοῦ χρειάζεται ἱκανότητα καί τέχνη. Ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι σ᾿ αὐτό τόν μεγάλο καί δύσκολο ἀγῶνα ἔχετε ἀνάγκη ἀπό ὑπομονή.

Καί εἶναι μεγάλη ἀνάγκη, διότι πηγαίνετε σέ ξένες χῶρες, ὅπου συναντᾶτε ξένους ἀνθρώπους μέ ἄλλη πίστι, ὅπως προτεστάντες, καθολικούς καί ἄλλους. Καί ἐδῶ ὁ ὀρθόδοξος πρέπει νά φυλάττει τήν ψυχή του καθαρή, πού εἶναι πολύ ἀνώτερο καί πνευματικώτερο ἔργο ἀπό τήν φυλακή τοῦ νοῦ.

Ἡ φυλακή τοῦ νοῦ δείχνει πόση εἶναι ἡ σχέσις σου μέ τήν νοερά προσευχή, ὅπως εἶναι ἡ σχέσις σώματος καί ψυχῆς. Ἀπό τήν φυλακή τοῦ νοῦ μποροῦμε νά περάσουμε ἀμέσως στήν νοερά προσευχή. Καί παράλληλα μέ τήν φυλακή τοῦ νοῦ, συνακολουθοῦν καί ἄλλες πνευματικές ἐργασίες.

Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Σιναΐτης λέγει τά ἑξῆς: «Κανείς δέν θα σκάψη στό κεφάλι τοῦ ταρτάρου», δηλ. ὅπως το θυμᾶμαι ἀπό τήν φιλοκαλία «χωρίς τήν φυλακή τοῦ νοῦ, δέν εἶναι κάτι σπουδαῖο ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καί νά εἶναι ὁ σοφώτερος τῶν ἀνθρώπων».

Ἀλλά τί εἶναι ἡ φυλακή τοῦ νοῦ, κατά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων;

Εἶναι μία καθημερινή ἐργασία πολή εὔκολη, ἡ ὁποία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό σωματικούς κόπους, παρά μόνον ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐργασία γεννᾶται ἐπίσης ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ! Ἐνῶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γεννᾶται ἀπό τήν πίστι στόν Θεό. Διότι καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι, ὅποιος πιστεύει φοβᾶται. Ἐγώ δέν ἔχω κάποια αἰτία νά φοβᾶμαι κάποιον, ὅταν δέν εἶναι μπροστά μου. Ἐνῶ, ὅταν πιστεύω ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐνώπιόν μου, φοβοῦμαι!

Συνεπῶς, ἰδού πῶς ἀπό τήν πίστι στόν Θεό γεννᾶται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ γεννᾶται ἡ προσοχή στό νοῦ μας, δηλαδή ἡ φυλακή τοῦ νοῦ μας ἀπό τήν ἁμαρτία ἤ ὅπως λέγεται ἡ ἐπαγρύπνησις τοῦ νοῦ. Ὅταν ἀκοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες να λέγουν: Φυλακή τοῦ νοῦ, διατήρησις τῆς προσοχῆς, ἡσυχία τοῦ νοῦ, προστασία τοῦ νοῦ, ἐπαγρύπνησις τοῦ νοῦ καί ὅλα αὐτά εἶναι το ἴδιο πρᾶγμα. Ὅπως ἐπίσης λέγομεν: Ψωμί, κομμάτι τοῦ ψωμιοῦ, φέτα ἀπό τό ψωμί, ὅλα ἀναφέρονται στό ψωμί, ἀλλά κάθε λέξι ἔχει καί μία εἰδική σημασία.

Φυλακή τοῦ νοῦ, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, σημαίνει τό ἑξῆς: Να ἀγρυπνοῦμε μέ τό μυαλό μας, νά στεκώμαστε μέ τόν νοῦ μας, ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί νά καλοῦμε τόν Χριστό λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» μέ τήν νοερά προσευχή.

Βλέπετε πόση σχέσι ἔχει ἡ νοερά προσευχή μέ τήν φυλακή τοῦ νοῦ; Διότι δέν ἀρκεῖ να ἀγρυπνῶ ἐγώ. Αὐτό πού κάνω ἐγώ τώρα εἶναι καλό; Αὐτό πού σκέπτομαι τώρα εἶναι καλόν; Αὐτή ἡ σκέψις πού ἔχω στόν νοῦ μου εἶναι καλή; Ἤ αὐτή τήν ἀπόφασι πού παίρνω ἐγώ μέ τήν σκέψι τοῦ νοῦ μου εἶναι καλή; Δέν φθάνει αὐτό πού κάνω ἐγώ μέ τό μυαλό μου. Μοῦ ἔδωσε ὁ Πανάγιος Θεός μία δύναμι νά μέ ἐξουσιάζουν νοερές κινήσεις μέ τήν θέλησί μου ἤ ὄχι. Δέν βλέπεις τί λέγει ὁ Ψαλμωδός; «Κύριε μέ τό ὅπλο τῆς δυνάμεώς σου μᾶς ἐστεφάνωσας».

Ἀμέσως ἐπαγρυπνοῦμε, αἰσθανόμεθα μέ τόν νοῦ μας ἐάν πλησιάζει κάποια νοερά ἁμαρτία ἤ ἕνας κακός λογισμός, διότι κάθε λογισμός εἶναι ἕνα φίδι ἄλλων λογισμῶν. Δηλαδή εἶναι ἕνας διάβολος. Καί ὅταν τόν ἀντιληφθοῦμε ὅτι πλησιάζει, πρέπει νά τόν ἐμποδίσουμε καί μέ τό ὅπλο τῆς θελήσεώς μας  νά μή τόν δεχθοῦμε. Διότι ἔχουμε αὐτή τήν δύναμι ἀπό τόν Θεό νά τό κάνουμε.

Ἀλλά ἡ δύναμίς μας εἶναι ἀδύνατη καί ἀσθενική, ὅπως λέγει καί ἡ εὐχή τῆς χειροτονίας. Καί τότε τί θά γίνη; Ἐπαγρυπνοῦμε, ἀνάλογα μέ τήν δύναμί μας. Να ἰδῆ ὁ Θεός τήν προαίρεσί μας ὅτι θέλουμε τό καλλίτερο καί ὅτι πολεμοῦμέ τό κακό. Καί χωρίς λάθη νά κρατοῦμε ἐπικοινωνία μέ τόν Κύριο, καλώντας Τον μέ τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….».

Ἀλλά κανείς νά μή στηρίζεται στήν ἐπαγρύπνησι αὐτή ἤ στήν δύναμι τῆς θελήσεώς του ἐναντίον τοῦ κακοῦ, διότι θά ἐξαπατηθῆ ἀπό τόν διάβολο. Γι᾿ αὐτό ὁπωσδήποτε ἡ θέλησίς καί ἡ ἐπαγρύπνησίς μας νά ἐνισχύωνται ἀπό τήν δύναμι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό ἐπαγρυπνοῦμε καί μέ τήν θέλησί μας ἀρνούμεθα νά ὑποταχθοῦμε στήν πρόκλησι τοῦ πονηροῦ, λέγοντας πάντοτε τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…».

Αὐτές οἱ τρεῖς δυνάμεις παραμένουν ἀχώριστες ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Διότι, ἐάν δέν καλοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ…, δέν ἐπιτυγχάνουμε νά ἀπαλλαγοῦμε οὔτε ἀπό ἕνα εἶδος κακοῦ λογισμοῦ. Διότι Αὐτός μᾶς εἶπε στό Εὐαγγέλιο: «Μένετε μαζί Μου καί Ἐγώ μαζί σας, διότι χωρίς Ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε». Πολύ σαφῆ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐνῶ ὁ Ψαλμωδός μᾶς λέγει: «Κάλεσε τόν Κύριο σε ἡμέρα τῆς θλίψεώς σου καί θά σέ λυτρώσει». Ἤ ἀλλοῦ λέγει: «Θά σέ ἀκούση ὁ Κύριος σέ ἡμέρα τῆς στενοχώριας σου…»’Εάν, λοιπόν, καλέσουμέ τόν Θεό, θά μᾶς βοηθήσει.

Ἔτσι καί ἐσύ παιδί μου! Καί ἡ προστασία τοῦ νοῦ μας καί ἡ θέλησίς μας ἐναντίον τοῦ κακοῦ εἶναι ἀναγκαία, ἀρκεῖ να ζητᾶμε καί τό δῶρο τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, νά μή σταματᾶ μέσα μας, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Ὅποιος ἐπικαλεῖται το Ὄνομα τοῦ Κυρίου, θά σωθῆ».

Τώρα ὑπάρχει καί τέταρτη ἐργασία: Μᾶς χρειάζεται ἡ ταπείνωσις! Μαζί μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν φυλακή τοῦ νοῦ νά ἔχουμε καί μεγάλη ταπείνωσι τῆς καρδιᾶς μας καί ἐπίγνωσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ναι! Διότι, ἐάν ἐγερθῆ μέσα μας ἡ ἐγωϊστική σκέψις τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ προβολή καί ἡ αὐτοεκτίμησίς μας, ἀμέσως μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Κύριος καί μᾶς ἀφήνει μέ τίς δικές μας ἀσθενικές ἀνθρώπινες δυνάμεις. Καί τότε τί μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Διότι εἶπε κάποτε ὁ Θεός στόν Ἰσραήλ: «Νά μήν ἐξέλθης στόν πόλεμο χωρίς Ἐμένα!  Ξέρεις τί ἔπαθε ὅταν βγῆκε στόν πόλεμο μέ τούς Ἀμορραίους, χωρίς νά ζητήσει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ!

Αὐτή ἡ παραφρόνησις-νά εἰπῶ ἔτσι-αὐτή ἡ ἀλαζονεία τοῦ νοῦ, αὐτή ἡ παράτολμη ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου νά αἰχμαλωτισθῆ ὁ νοῦς του ἀπό τό κακό κι ἀπό τήν δύναμι τοῦ θελήματός του προέρχεται ἀπό τήν φιλαυτία του, δηλαδή τήν παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός του! Δηλαδή, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μητέρα τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι ἡ φιλαυτία μας. Διότι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, γεννᾶται ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἔπαρσις καί ὅλα τά ἄλλα κακά.

Ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας πρῶτα ἀπ᾿ὅλα γεννᾶται: Ἡ συμπάθεια πρός τόν ἑαυτό μας, ἡ δικαίωσις τοῦ ἑαυτοῦ μας γιά κάθε λάθος καί ἀδυναμία μας, ἡ εὐχαρίστησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ προβολή τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ δόξα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ χαρά καί ἀπόλαυσις τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί ἀγάπη πρός τίς σκέψεις καί τούς λογισμούς μας. Κατόπιν, ἔρχεται ἡ φαντασία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ἱκανοποίησις τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αἴσθησις ὅτι εἴμεθα «κάτι κι ἐμεῖς», ἡ ἔπαρσις, ἡ ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας, ἡ πεποίθησις στόν ἑαυτό μας καί ἐάν θέλεις νά στά ἐξηγήσω ὅλα θα ἰδοῦμε ἕνα πλῆθος ἀπό διακλαδώσεις μέ αὐτό τό πάθος.

Κατόπιν ἔρχεται ὁ θάνατος τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς, πρίν ἀπό τόν θάνατο τοῦ σώματος, κι αὐτός εἶναι ἡ ἀναισθησία τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, δέν εἶναι μόνο ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί ὁ θάνατος τοῦ νοῦ. Ἀναισθησία εἶναι ὁ θάνατος τοῦ νοῦ καί ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, πρίν ἀπό τόν σωματικό θάνατο.

Ἐάν χάλασε ὁ ὀφθαλμός σου, αὐτό εἶναι σκοτάδι γιά τό σῶμα σου. Ἀλλά καί ἡ ψυχή πεθαίνει, μέσω τοῦ θανάτου τοῦ νοῦ καί ἀπ᾿ ἐδῶ καί πέρα ὁ διάβολος βασιλεύει ἐπάνω σε ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Αὐτό συμβαίνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί τήν πεποίθησι ὅτι μπορεῖ μέ τίς δυνάμεις του νά φυλάγει τόν νοῦ του. Καί μάλιστα, ὅταν λέγει: «Ἐγώ εἶμαι σοφός ἄνθρωπος. Γιατί νά σταθῶ σέ προσευχή; Γιατί νά γονατίσω καί νά παρακαλέσω τόν Ἰησοῦ; Ἐγώ ξέρω νά φυλάγωμαι ἀπό τήν ἁμαρτία! Ἐγώ δέν ξέρω τί εἶναι ἡ ἁμαρτία;»

Ὅταν βλέπει ὁ Θεός στήν ψυχή μας αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη πού ἔχουμε στόν ἑαυτό μας, μᾶς ἀφήνει νά πέσουμε στά χέρια τοῦ διαβόλου. Τότε ὁ πειρασμός μᾶς δείχνει, ὅσο μποροῦμε να ἰδοῦμε, τί μποροῦμε νά κάνουμε χωρίς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί χωρίς το ἔλεός Του. Γι᾿ αὐτό ἡ ψυχή μας σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας σφάλλει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Νά ἔχετε αὐτή τήν πεποίθησι ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωσι πού νά μή παροργίζουμε τόν Θεό σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ἀκόμη, δέν ὑπάρχει περίπτωσις πού νά μήν ἔχουμε τήν ἀνάγκη καθημερινά τῆς βοηθείας Του.

Ἡ ψυχή, ὅταν σφάλλει μέ τόν λογισμό, μετά μέ κάθε τρόπο ἐπιθυμεῖ νά κάνη τήν ἁμαρτία. Ὁπότε πρέπει ἐγκαίρως νά καταφύγει στόν Θεό νά ζητήσει τό ἔλεός Του, τήν συγχώρησι καί τήν βοήθειά Του γιά τήν ἐκδίωξι τοῦ κακοῦ λογισμοῦ. Καί, ἐάν στηριχθῆ στήν ἐξυπνάδα καί στήν διανοητική του ἱκανότητα λέγοντας: «Ἐγώ γνωρίζω πολλά! Ἐγώ μπορῶ νά κάνω πολλά πράγματα!, ἄκουσε τί λέγει ἡ Γραφή μέ τό στόμα τοῦ Σολομῶντος: «Αὐτός πού ἐμπιστεύεται στόν ἑαυτό του, θά πέση μέ δυνατή πτῶσι». Ἐμπιστεύθηκες στόν ἑαυτό σου, ὁπότε δέν ἔχεις πλέον ἀνάγκη τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ! Σκέπτεσαι καί λέγεις: «Μπορῶ κι ἐγώ νά κάνω κάτι!» Καί τότε ὁ Θεός σοῦ δείχνει τί μπορεῖς νά κάνεις! Ὅτι χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. Καί στήν προσοχή τοῦ νοῦ μας, πρέπει να αἰσθανώμεθα ὅτι γύρω μας ἔχουμε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη σε κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.

Στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Ἐνώπιον τῆς ταλαιπώρου Βαβυλῶνος, καί παρακάτω γράφει, ὅπως ψάλλουμε: «στόν ποταμό τῆς Βαβυλῶνος, μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού θά πιάσει καί θά κτυπήσει τά νήπια ἐπάνω στήν πέτρα»(Ψαλμ. 136, 8-9). Ἰδού ποιόν μακαρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτός πού θά πάρει τά παιδιά τῶν θυγατέρων τῆς Βαβυλῶνος καί θά τά συνθλάσει ἐπάνω στήν πέτρα.

Ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας εἶναι ἡ ἑξῆς: «Θυγατέρα της Βαβυλῶνος εἶναι ὁ νοῦς μας. Ἡ λέξις βαβυλώνα σημαίνει «ἀνακάτωμα, σύγχυσις». Ἐπειδή ὁ νοῦ μας πάντοτε συγχύζεται μέ καλούς καί κακούς λογισμούς, πού γεννῶνται ἀπ᾿ αὐτή τήν σύγχυσι.  Ὁπότε τά νήπια τῶν θυγατέρων τῆς Βαβυλῶνος εἶναι οἱ λογισμοί τοῦ νοῦ μας, οἱ ὁποῖοι γεννῶνται μέσα μας.

Καί ποιός εἶναι μακάριος; Εἶναι ἐκεῖνος πού προσέχει τόν νοῦ του καί, ὅταν ἰδεῖ, ὅτι γεννήθηκε μέσα στόν νοῦ του ἕνα νήπιο-ἕνας κακός λογισμός-τόν πιάνει ἀπό τό πόδι καί τόν συντρίβει ἐπάνω στήν πέτρα πού εἶναι ὁ Χριστός. Πῶς σοῦ ἔρχεται κάθε φορά ἕνας κακός λογισμός στό μυαλό σου! Ἐσύ ἅρπαξέ τον καί πέταξέ τον στόν Χριστό, λέγοντας ἀμέσως τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό!» Ἔρχεται ἕνας λογισμός τῆς πορνείας; Ἀμέσως τήν προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….»Ἔρχεται ἕνας λογισμός τῆς ὀργῆς, πέταξέ τον στήν πέτρα, πού λέγεται Χριστός. Ἔρχεται ἕνας λογισμός ἀλαζονείας; Ἀμέσως τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…».Ἔρχεται ἕνας λογισμός φθόνου καί ἀντιζηλίας; Λέγε τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…».

Κτύπα στήν πέτρα τά παιδιά τῆς θυγατέρας Βαβυλῶνος, δηλαδή τούς κακούς λογισμούς τοῦ νοῦ, ὅσο ἀκόμη παραμένουν μικροί, διότι κατόπιν τό κακό θά εἶναι χειρότερο.

Αὐτά τά νήπια τῆς κόρης τῆς Βαβυλῶνος, τά σκοτώνει ἡ χάρις καί ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ! Ὁ Χριστός στήν Ἁγία Γραφή τρεῖς φορές ὀνομάζεται πέτρα: Πέτρα πού εἶναι κεφαλή τῆς γωνίας (ἀκρογωνιαῖος λίθος). Εἶναι ἡ πέτρα πού δέν κόπηκε ἀπό ἀνθρώπινο χέρι (ἀχειρότμητος λίθος), πού κατέβηκε ἀπό τό βουνό, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Δανιήλ καί ἡ πέτρα ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε τό νερό, ὅταν τήν ἐκτύπησε μέ τήν ράβδο του ὁ Μωϋσῆς, πού συμβολίζει τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε νερό καί αἷμα».

Ἐμεῖς, ἐάν ἐμπιστευόμεθε στόν ἑαυτό μας καί στήν δύναμι τῶν ἀρετῶν μας, στήν διανοητική μας δύναμι, στίς φιλοσοφικές μας γνώσεις, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν παραμένει μαζί μας.

Ὅταν το Ἅγιο Πνεῦμα θἀ αἰσθανθῆ ἀμέσως μία μικρή σκέψι ὑπερηφανείας-ὁ Θεός νά μᾶς φυλάγει-ἀφήνει τόν ἄνθρωπο στίς δικές του προσωπικές δυνάμεις. Καί τότε βλέπουμε ὅτι ἀρχίζουμε νά πέφτουμε: εἴτε μέ τόν νοῦ μας, εἴτε μέ τά λόγια μας, εἴτε μέ τά ἔργα μας-ὁ Θεός νά μᾶς φυλάγει-πτῶσις ἡ ὁποία μᾶς ἀπομακρύνει πολύ ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ αὐτός πού ἔχει τήν ἐσωτερική ἐργασία τῆς παρακολουθήσεως τῶν λογισμῶν του, εἶναι ἄγρυπνος ἀπέναντι στίς κινήσεις τοῦ νοῦ του. Ἐμένα δέν μέ συμφέρει να ἐπαγρυπνῶ μέ τίς δικές μου δυνάμεις, γιατί μετά θά πρέπει νά πολεμήσω τήν ἁμαρτία. Ἐπαγρυπνῶ, ἀλλά καλώντας σέ βοήθεια τόν Χριστό, λέγοντας τήν νοερά προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ».

Ὁ βασικός νόμος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι αὐτός: «Νά προσέχω, να ἀντιδρῶ καί νά καλῶ σέ βοήθεια τόν Χριστό. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἐργασία τῆς προσοχῆς τοῦ νοῦ. Διότι ἡ θυγατέρα τῆς Βαβυλῶνος-δηλαδή ὁ νοῦς μας, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, γεννάει πάντοτε νήπια -κακούς λογισμούς! Ἐμεῖς νά τούς συντρίψουμε στήν πέτρα πού εἶναι ὁ Χριστός, λέγοντας τήν εὐχή.

Το Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς μακαρίζει λέγοντας: «Μακάριοι ὅσοι ἔπιασαν καί ἐσκότωσαν τά νήπιά τους ἐπάνω στήν πέτρα». Τήν στιγμή πού τόν κακό λογισμό, τόν ἐκτύπησες στήν πέτρα, τόν Χριστό, ἐσκότωσες τό νήπιο τῆς θυγατέρος τῆς Βαβυλῶνος. Μᾶς μακαρίζει λοιπόν  το Ἅγιο Πνεῦμα, διότι δέν εἴχαμε τήν δύναμι νά σκοτώσουμέ τά νήπια (λογισμούς) ἐμεῖς, ἀλλά τά ἐρίξαμε στήν πέτρα, τόν Χριστό.

Ἄκουσες τήν Γραφή πού λέγει μέ τό στόμα τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Τά πρωϊνά ἐφόνευσα ὅλους τούς ἁμαρτωλούς τῆς γῆς, γιά νά χαθοῦν ὅλοι ἀπό τήν πόλι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται στήν παρανομία!» Ἄκουσες πότε πρέπει νά σκοτώσεις ὅλους τούς ἁμαρτωλούς; Δηλαδή τούς κακούς λογισμούς; Τά πρωϊνά! Οἱ ἁμαρτωλοί λογισμοί ἀνατέλλουν ἀπό τόν νοῦ μας, ὅπως παλαιότερα τά νήπια τῶν θυγατέρων τῆς βαβυλῶνος, τά ὁποῖα ἐγεννοῦντο σ᾿ αὐτήν. Καί δέν μᾶς λέγει ἡ Γραφή νά τούς φονεύουμε τό μεσημέρι ἤ τό βράδυ, ἀλλά ἀπό τό πρωΐ, ὅταν ἐμφανίζωνται στόν νοῦ μας οἱ ἁμαρτωλοί τῆς γῆς, δηλαδή τά κακά μας νοήματα. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι σκοτώνονται μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἰ πονηροί λογισμοί πού δέν θά ἐκδιωχθοῦν γρήγορα, θά ὁδηγήσουν στά παράνομα ἔργα. Τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ἔε μοναχέ, κυριάρχησε ἐπάνω στούς λογισμούς σου, διότι ἐάν δέν τό κάνεις, δέν θά μπορεῖς νά ἐξουσιάζεις κατόπιν τά κακά σου ἔργα!»

Κάθε ἁμαρτία ἀπό τόν λογισμό προέρχεται. Καί ἐάν φονεύουμε κάθε πρωΐ τούς ἁμαρτωλούς ἀπό τήν πόλι τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ψυχή μας, θά μένει πάντα καθαρή. Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, δέν δέχεται τόν κακό λογισμό, ἀπό τήν στιγμή πού ἀνατέλει μέσα στό μυαλό του». Αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, δέν τόν ἀγγίζει κακός λογισμός, διότι λέγει τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Κάλεσε τόν Χριστό, ἐάν τόν ἀγαπᾶς καί μή συζητᾶς μέ τόν ἐμπαθῆ λογισμό σου. Μή γλυκαίνεσαι μέ τήν παρουσία του. Οὔτε, ἀφοῦ γλυκανθῆς μέ τόν ἐμπαθῆ λογισμό, μετά νά εἰπῆς: «Ἀλλοίμονο, αὐτοί οἱ λογισμοί εἶναι ἁμαρτωλοί. Μἐ ἔβγαλαν ἀπό τήν ὡραία καί εἰρηνική κατάστασι πού ἤμουν καί μέ ἔριξαν στίς βρώμικες σαρκικές ἐπιθυμίες». Ἀλλά ἀπό τήν ἀρχή νά εἰπῆς τήν εὐχή τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…».

Ὁ θεῖος Πατήρ Εὐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει τά ἑξῆς: «Ὅταν στέκεσαι σέ προσευχή καί δέχεσαι ἀκάθαρτους λογισμούς, ὁμοιάζεις μέ τήν νύμφη ἡ ὁποία πορνεύει μέ τό νά βλέπει τόν νυμφίο της. Λογοδόθηκε μέ τόν νυμφίο της καί στήν συνέχεια πορνεύει! Εἶναι μέ τόν νυμφίο της καί πορνεύει μέ ἄλλον μέ τά αἰσθήματά της. Πόσο μισητή εἶναι αὐτή ἡ νύμφη στόν νυμφίο της, ὅταν τήν βλέπει νά πορνεύει με ἄλλον μπροστά του!

Ὀπότε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βλέπει τά πάντα, βλέπει ὅτι ἐμεῖς, στόν καιρό τῆς προσευχῆς δεχόμεθα αἰσχρούς λογισμούς καί ἡ ψυχή, ἀντί νά ἑνώνεται μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἑνώνεται μέ τόν διάβολο καί πορνεύει ἐνώπιόν Του. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: «Συνέδεσα ἐσένα νύμφη μέ τόν νυμφίο σου μέ μία αἰώνια ἀγάπη, καί ἔχω μεγάλο φόβο νά μή πληγωθοῦν οἱ καρδιές σας, ὅπως ἡ καρδιά τῆς Εὔας ἀπό τόν σατανᾶ. Ἀλήθεια! Ἐάν μᾶς ἕνωσε μέ τήν ἁμαρτία, ἐνώπιον  τοῦ Θεοῦ, μέ τόν διάβολο μᾶς ἕνωσε καί ὄχι μέ τόν Χριστό. Καί τότε, ὁ Νυμφίος Χριστός λέγει: Ἰδού νύμφη μου-ψυχή μας-ἑνώθηκε μέ τόν διάβολο καί νομίζει ὅτι προσεύχεται σέ Μένα! Στέκεται στήν προσευχή καί πορνεύει μέ τούς δαίμονες». Διότι κάθε ἐμπαθῆ λογισμό πού δεχόμεθα, εἴμεθα μπερδεμένοι μέ τόν διάβολο αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου πάθους, τό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ στήν κόλασι.

Μᾶς λέγει καί ὁ ἅγιος Ἠσύχιος:  «Στήν ὥρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, συμπλέκονται στόν νοῦ τρεῖς ὑποδιαιρέσεις νοερές: Εἶναι ὁ νοῦς τῆς θείας δυνάμεως, ὁ νοῦς τῶν δαιμονικῶν ἐπιθέσεων καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς στέκεται στό μέσον καί ἔχει τέτοια δύναμι νά κυβερνᾶ τόν ἑαυτό του, ἔτσι ὥστε καί ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους να ἔλθουν, δέν μποροῦν νά τόν κλονίσουν.

Γι᾿ αὐτό μᾶς λέγει καί ἡ Γραφή:  «Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο να ἀποφασίζει. Ἐνῶ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θά μᾶς ζητήσει λογαριασμό. Καί ἐμεῖς θά τοῦ εἰποῦμε: «Δέν μποροῦσα, Κύριε!». Δέν ἤθελες! Ἐγώ σε ἐπροίκισα μέ δύναμι. Διότι οὔτε οἱ Ἄγγελοι δέν ἀναγκάζουν τόν ἄνθρωπο στά καλά ἔργα, οὔτε καί οἱ δαίμονες μποροῦν νά τόν πιέσουν στά κακά ἔργα. Ὅταν ὁ διάβολος ἐξηπάτησε τήν Εὔα στόν Παράδεισο εἶχε τήν δύναμι, πού χρειαζόταν γιά νά κλονίσει τήν λίγη νοερά δύναμι τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή νά τόν παρακινήσει μέσω τοῦ νοῦ του νά κάνει τό κακό, ἀλλά δέν τόν ἐξηνάγκασε.

Ἴσως νά εἰποῦμε τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως: «Κύριε, ὁ διάβολος μέ ἔσπρωξε νά πάω σ᾿ αὐτή τήν γυναῖκα». Τότε μπορεῖ νά εἰπῆ ὁ διάβολος: «Κύριε, νά σοῦ φέρω μάρτυρες! Ποιος μέ εἶδε νά παίρνω τόν ἄνθρωπο ἀπό τό χέρι; Ὁ διάβολος μέ ἔφερε στήν ταβέρνα, λέγει ἄλλος. Τότε ὁ διάβολος ἀπήντησε: «Κύριε, νά μοῦ φέρεις μάρτυρες». Εἶδε κάποιος τόν διάβολο να ὁδηγεῖ κάποιον ἀπό τό χέρι στήν ταβέρνα; Κύριε, μέ ἔφερε ὁ διαβολος στό καζίνο». Καί ὁ διάβολος μπορεῖ νά τοῦ ἀπαντήσει: «Κύριε, αὐτός ἦταν πόρνος καί φίλαυτος, ἀγαποῦσε τόν ἑαυτό του καί μόνος του προσφέρθηκε νά νικηθῆ ἀπό τό πάθος. Ἐγώ τοῦ ἔφερα τόν λογισμό, πού τοῦ ἀρέσει καί ἐκεῖνος τόν ἀκολούθησε. Καί οἱ θεῖες Δυνάμεις τόν παρεκίνησαν νά κάνη τό καλό καί δέν ὑπήκουσε.

Ὁπότε, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάμεσα στίς θεῖες Δυνάμεις καί στίς δαιμονικές χορεῖες. Καί ὅταν αἰσθάνεται νά τόν πειράζουν οἱ δαίμονες ἀπό ἀριστερά, τρέχει στόν Ἰησοῦ διά τῆς προσευχῆς καί τότε οἱ θεῖες Δυνάμεις χαίρονται, διότι ἡ νίκη ἦταν δική μας, τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν, σταθοῦμε σέ διάλογο μέ τούς λογισμούς καί γλυκαινόμεθα ἀπ᾿ αὐτούς, ὅλο τόν καιρό εἴμεθα σέ διάλογο μέ τούς δαίμονες. Γι᾿ αὐτό στό Γεροντικό δέν πρέπει νά μιλᾶμε γιά πάθος, ἀλλά: Ὁ τάδε πολεμήθηκε ἀπό τόν δαίμονα  τῆς πορνείας, ἤ ἀπό τόν διάβολο τῆς ὀργῆς, ἤ ἀπό τόν διάβολο τῆς ἀκηδίας, διότι σέ κάθε πάθος εἶναι ἀπό πίσω ὁ διάβολος.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος λέγει: «Μεγάλος διάβολος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὅσες ἁμαρτίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος στόν νοῦ καί στήν καρδιά, τόσοι δάιμονες ὑπάρχουν μέσα του. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής λέγει: «Πάρα πολύ προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν οἱ δαίμονες, ὅτι δέν ἔχουμε δαίμονες μέσα μας». Καί λέγει: «ὅσα πάθη ἔχουμε, τόσοι εἶναι καί οἱ δαίμονες μέσα μας».

Κάθε πάθος εἶναι καί ἕνας διάβολος. Δηλαδή: Ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονεία, ἡ κενοδοξία, ἡ ὑποκρισία, ἡ ἔπαρσις, ἡ πονηρία, ἡ ἀντιζηλία, τό πεῖσμα, ὁ φθόνος, ἡ ὀργή, ἡ ἀνυπομονησία, ἡ ἀχαριστία, ἡ μεμψιμοιρία, ἡ διάχυσις τοῦ νοῦ, ἡ ἀγνωμοσύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, ἡ διατήρησις στόν νοῦ τοῦ κακοῦ, ἡ κακολογία, ἡ συκοφαντία, τό ψέμμα, τό κακό ἀστεῖο, τό προκλητικό γέλιο. Καί ἀκόμη πιό πέρα, ὅπως εἶναι: Ἡ προβολή, ἡ ἐκδικητικότης, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλαρέσκεια καί μπορῶ γιά ὁλόκληρες ὧρες νά λέγω, χωρίς νά τελειώνω τί ὑπάρχει μέσα στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό πλῆθος τῶν σκοτεινῶν παθῶν καί ἁμαρτιῶν.

Καί ἰδού πόσους διαβόλους ἔχουμε μέσα μας! Μπορεῖ κάποιος νά λέγει: «Α! Ἐγώ δέν εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός! Εἶμαι τόσα χρόνια στό μοναστήρι, μέ γυναῖκες δέν ἔζησα, οὔτε ξέρω τί εἶναι ἡ γυναῖκα». Καί ὅμως εἴμεθα πολλοί ἁμαρτωλοί σέ κάθε ὥρα, διότι σφάλλουμε κάθε ἡμέρα καί νύκτα μέ τόν λογισμό καί τίς νοερές παραστάσεις! Διότι λέγει ὁ ἅγιος Πατήρ Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: «Ἀδελφοί μου, μή μένετε στήν ἀκηδία, διότι οἱ ἁμαρτίες μέ τούς λογισμούς ἄς φαίνονται μικρές. Ὅμως δέν εἶναι καθόλου μικρές. Ὁ Χριστός μᾶς ἐδίδαξε ὅτι πορνεύει ὁ ἄνθρωπος καί ὅταν μόνο ἐπιθυμήση γυναῖκα καί σκοτώνει τόν ἀδελφό του, ὅταν καί μόνο τόν μισήσει. Καί αὐτά τά βαρειά ἁμαρτήματα γίνονται μέ τόν λογισμό. Ὁπότε ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς γίνεται πόρνος καί φονιᾶς κάθε ἡμέρα. Καταλαβαίνουμέ λοιπόν, πόση μετάνοια μᾶς χρειάζεται.

Ὁ Νόμος τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἀφ᾿ ὅτου ἦλθε ἔβγαλε τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ρίζα. Δέν ἦλθε νά ψαλιδίσει τήν ἁμαρτία ἀπό ἐπάνω, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς στά φυτά καί ἀφήνουμε τήν ρίζα.

Καί ποιος ἦταν ὁ παλαιός Νόμος; Νά μή κλέψεις, νά μή πορνεύσεις νά μή σκοτώσης, νά μή λέγεις ψέμματα…Ὁ παλαιός Νόμος σταματᾶ τό ἔργο τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῶ ὁ νόμος τῆς Χάριτος ξεριζώνει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ρίζα, διότι ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Νά μή ἐπιθυμεῖς τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου…ὅπως λέγει ἡ δεκάτη ἐντολή, διότι γίνεσαι πόρνος. Καί τότε ξεριζώνεις τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ρίζα! Διότι ἀπό τήν ἐπιθυμία γεννᾶται ἡ ἁμαρτία. Βγάλε τό τριβόλι, τήν ὥρα πού φυτρώνει!

Καί ὅσο ὁ Νόμος τῆς Χάριτος εἶναι πιό τέλειος, τόσο περισσότερη προσοχή χρειάζεται νά ἐπαγρυπνῆ ὁ ἄνθρωπος στόν νοῦ του. Διότι νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι καθαρός, ἐπειδή δέν ἔκαμε τήν ἁμαρτία μέ τό ἔργο. Ἀλλά αὐτή ἡ πιό μεγάλη ἀπάτη τῶν δαιμόνων! Τότε ἀκριβῶς πέφτουμε στήν πιό μεγάλη ἁμαρτία, τήν ἀναισθησία, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο.

Ὅταν δέν ἔχουμε αἴσθησι τῆς ἁμαρτίας, κάνουμε τήν χειρότερη ἁμαρτία. Τότε ὁ νοῦς μας εἶναι τυφλός, διότι ἡ ἀναισθησία εἶναι ὁ θάνατος τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς δέν αἰσθάνεται τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο τῆς ψυχῆς, πρίν ἀπό τόν θάνατο τοῦ σώματος. Καί ἡ ἀναισθησία γεννᾶται κι αὐτή ἀπό τήν φιλαυτία. Δέν ἔχω χρόνο νά σᾶς εἰπῶ καί γιά τά τέκνά της, τί ζημιά κάνουν στό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου.

Δέν ὑπάρχει στιγμή, δέν ὑπάρχει χρόνος πού νά μή παροργίζουμέ τόν Θεό μας. Νά ἔχουμε αὐτή τήν παποίθησι καί νά γνωρίζουμε, ἔστω κι ἄν δέν τί αἰσθανθήκαμέ καί δέν τό ἐπιστεύσαμε, ἄς τό πιστεύσουμέ τώρα. Ἔτσι πρέπει νά τό ὁμολογοῦμε. Ἔστω κι ἄν φθάσαμε σ᾿ αὐτή τήν πεποίθησι μετά ἀπό δεκάδες χρόνια, ὅτι δέν ὑπάρχει στιγμή πού νά μή πικραίνουμε τόν Κύριό μας καθημερινά.

Αὐτό ξέρεις πότε θά τό αἰσθανθῆς; Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος στά ὑψηλότερα σκαλιά τῆς καρδιακῆς προσευχῆς καί ὅταν ἔρχεται το Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, τότε μόλις βλέπει τά ἑκατομμύρια τῶν ἀδυναμιῶν του, οἱ ὁποῖες τοῦ ὑποδουλώνουν τίς αἰσθήσεις καί τούς λογισμούς του.

Βλέπεις αὐτό τό δωμάτιο πόσο καθαρό εἶναι; Δέν ὑπάρχει σκόνη οὔτε σκουπιδάκι. Ἐάν μία ἀκτίνα τοῦ ἡλίου μπῆ μέσα ἀπό τήν τρύπα τῆς πόρτας, γιά παράδειγμα, καί ἐμεῖς εἴμεθα μέσα λίγο μακριά, βλέπουμε ἑκατομμύρια μικρόβια νά αἰωροῦνται καί πόση σκόνη ὑπάρχει. Κύτταξε τί γίνεται σ σ᾿ σ’αὐτό τό δωμάτιο. Πρίν μπῆ μέσα ἡ ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, δέν ἐβλέπαμε τίποτε. Ἀλλά, ἐάν εἴχαμε μερικές εἰδικές συσκευές πού νά μεγενθύνουν τά σωματίδια αὐτά, θά εἴχαμε ἐκπλαγῆ γιά τό πλῆθος τῶν μικροβίων, τά ὁποῖα δέν φαίνονται μέ τό μάτι γυμνό. Ἔτσι, γίνεται καί μέ τήν ψυχή μας.

Ἔτσι, στόν καιρό τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ὅταν λούζεται ἡ ψυχή μας μέ τά θερμά δάκρυα καί τούς παφλασμούς τῶν θρήνων, μετά ἀπ᾿αὐτά, βλέπεις τά ἑκατομμύρια τῶν ἀδυναμιῶν σου, πού ἐπικάθηνται στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας. Καί ὅλα αὐτά δέν τά αἰσθανόμεθα. Τά περνᾶμε μέ ἀναισθησία, μέ ὕπνο, μέ νοερό διασκορπισμό, μέ σκληροκαρδία  καί μέ περιττούς περιπάτους. Μᾶς φαίνεται καί λέμε: «Δόξα τῶ Θεῶ, δέν ἔκανα τήν τάδε ἁμαρτία»! Ἀλλά τίς ἔχουμε ὅλες τίς ἁμαρτίες μέσα μας καί εἴμεθα ἡ πηγή τῆς κάθε ἁμαρτίας καί τό ἐργοστάσιο παραγωγῆς τῆς κάθε ἀνομίας σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.

Γι᾿ αὐτό, ἐπειδή σφάλλουμε σέ κάθε στιγμή, εἶναι ἀνάγκη κάθε στιγμή νά εἴμεθα σέ ἐπαγρύπνησι τοῦ νοῦ μας μέ προσευχή καί ταπείνωσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι πού ἔλεγε ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστί δια παντός».

Πρόσεχε καί μία ἄλλη περίπτωσι. Ἐνίοτε σοῦ συμβαίνει νά παραδέχεσαι ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός καί θέλεις νά προσεύχεσαι, ἀλλά δέν εἶσαι σέ κατάστασι ταπεινώσεως, δηλαδή αἰσθάνεσαι ἕνα βάρος στήν καρδιά σου. Τί πρέπει νά κάνουμε τότε;

Αὐτό τό βάρος τῆς καρδιᾶς στόν καιρό τῆς προσευχῆς ὀνομάζεται ψυχρότης, δίψα ἤ ξηρασία. Κι αὐτή ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς εἶναι συνηθισμένη στούς Ἁγίους Πατέρες. Κι ἐγώ, ὅταν ἐξομολογοῦμαι λέγω: «Πάτερ, ἔκανα προσευχή μέ ἀκηδία μέ διασκορπισμό τοῦ νοῦ, μέ ξηρασία, μέ ψυχρότητα μέ ἐγκατάλειψι τῆς θείας Χάριτος…». Ἡ ψυχρότης στήν προσευχή ἔρχεται ἀπό τήν λήθη. Αἰτία τῆς πνευματικῆς παγωνιᾶς τῆς ψυχῆς-ὅπως εἶμαι ἐγώ πού ὑποφέρω σε κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μου-εἶναι ἡ λήθη. Ἀλλά τί εἶναι ἡ λήθη, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες; Εἶναι ἡ πρώτη ἁμαρτία ἐξ αἰτίας τῆς ψυχρότητος τῆς ψυχῆς»

Ἡ ψυχή ὑποδιαιρεῖται σέ τρία μέρη: Τό πρῶτο εἶναι ἡ παγερότης, ἡ πιό ἐχθρική καί πλήρης ἀπό πονηρή ἐπιθυμία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Ἔτσι ἀναφαίρεται καί στό Πηδάλιο. Αὐτός εἶχε χωρίσει τήν ἁμαρτία αὐτή σέ τρεῖς ἐπί μέρους ὑποδιαιρέσεις τῆς ψυχῆς. Βλέπε στούς Κανόνες τοῦ Πηδαλίου.

Ἐξ αἰτίας τῆς παγερότητος τῆς ψυχῆς πρώτη ἁμαρτία πού προκαλεῖται εἶναι ἡ λήθη. Κατόπιν ἡ ἄγνοια, ἡ ἄδικη κρίσις, ἡ ἀπερισκεψία, ἡ ἀχαριστία γιά τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, ἡ ἀδιακρισία, ἡ ἀρρωστημένη πίστις, ἡ βλασφημία, ἡ τρέλλα, ἡ αἵρεσις καί ἄλλες κακίες. Ἀλλά τό πρῶτο βῆμα γιά τήν παγερότητα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ καί τῶν εὐλογιῶν Του.

Ὅταν ξεχνοῦμέ τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξεχνοῦμε τόν Θεό πού εἶναι ἐνώπιόν μας, ὅταν ξεχνοῦμε τήν πανταχοῦ παρουσία Του, πέφτουμε σ᾿ αὐτό πού ὀνομάζεται ἀκηδία. Ἀκηδία εἶναι μία μόλυνσις τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ. Τήν ἀκηδία ὀνομάζουν μερικοί Πατέρες ὀκταπόδι τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ. Ὅταν ἁλυσοδένεται ὁ ἄνθρωπος καί πέφτει στήν ἀκηδία, στήν μολυσματική αὐτή ἀσθένεια, τότε ἔρχονται ὅλα τά πάθη καί οἱ κακίες στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὀνομάζεται καί φαντασία.

Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλοσοφος Ἀριστοτέλης τήν ὀνομάζει κοινή αἴσθησι στήν φιλοσοφία του. Διότι ἡ φαντασία τοῦ νοῦ δέν πιάνει μόνο ἕνα ἁμάρτημα καί δέν δίνει πόλεμο στήν ψυχή μόνο μέ ἕνα ἁμάρτημα. Ἐδιάβαζες τό Βιβλίο «Περί τῶν πέντε αἰσθήσεων», τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου;

Βλέπεις ἐκεῖ πῶς δένεται ἡ μία αἴσθησις μέ τήν ἄλλη; Πέντε φορές ἐδιάβασα αὐτό τό βιβλίο στήν ἡσυχία τῶν δασῶν. Θαυμάσιο καί διδακτικό βιβλίο. Καί ὅταν τό τελειώνει ὁ συγγραφεύς του γράφει: «Αὐτό τό βρώμικο βιβλίο πού ἔγραψα!  Βλέπεις τήν ταπείνωσι τοῦ συγγραφέως! «Ἐσύ εἶσαι τό τσακμάκι καί ἐγώ ἡ τσακματόπετρα. Ἐσύ ἐκτύπησες μία καί δύο φορές στήν καρδιά μου σάν τήν τσακματόπετρα κι ἐξῆλθαν μερικές μικρές φλόγες». Ὅλο αὐτό τό βιβλίο ἔχει μεγάλη πνευματική σοφία!

Εἶδες τί λέγει ἐκεῖ; Μᾶς δείχνει πῶς νά βαδίσουμε αὐτό τόν δρόμο. Ἐπειδή ὁ νοῦς ἔπεσε στήν παγερότητα πού προέρχεται ἀπό τήν λήθη τοῦ Θεοῦ καί ἀφοῦ ἐξεχάσαμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά δέχεται ὅ,τι δήποτε. Καί κατ᾿ ἀρχήν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεχάσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει ὁ διάβολος νά τοῦ φέρνει κάθε εἴδους λογισμούς μέσα ἀπό φανταστικές εἰκόνες.

Ἡ φαντασία, κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι ἡ γέφυρα τῶν δαιμόνων, διά τῆς ὁποίας εἰσέρχεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό πρέπει να ἔχουμε μεγάλη προσοχή στήν προσευχή, νά μή δεχώμεθα φανταστικές εἰκόνες, διότι τό πρῶτο τελώνιο τό ὁποῖον συναντᾶ ὁ νοῦς καί πάει πρός τήν καρδιά, εἶναι ἡ φαντασία. Ὅταν καθαρισθῆς ἀπό τήν φαντασία μετά δέν μπορεῖς νά κάνης τήν ἁμαρτία. Οὔτε τό κακό ἔργο, οὔτε ἕνας διάβολος, οὔτε ἕνα πάθος δέν περνᾶ ἀπό τόν νοῦ στήν αἴσθησι παρά μόνο μέσω τῆς φαντασίας. Δέν βλέπεις τί πόλεμο ἔχεις μέσα στόν νοῦ σου; Εἴτε ἐμφανίζεται ἡ μορφή ἐκείνου πού σέ στενοχώρησε καί ἐσύ ἐξ αἰτίας του ξεκινᾶς τούς λογισμούς ἐναντίον του. Εἴτε τούς δέχεσαι αὐτούς τούς λογισμούς εἴτε ἀποφασίσεις πῶς νά τόν ἐκδικηθῆς, σκεπτόμενος: Ἐε καί νά ἦταν αὐτός ἐδῶ, τί θα τοῦ ἔκανα….!». Θα τόν τακτοποιοῦσα ἐγώ…Καί τί δέν θα τοῦ ἔκανα!... Κι αὐτοί οἱ λογισμοί σου εἶναι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι μέσω τῆς φαντασίας σοῦ προκαλοῦν τόν πόλεμο.

Οἱ δαίμονες φέρουν τήν μορφή αὐτοῦ πού σέ στενοχώρησε καί τήν παρουσιάζουν μπροστά σου μέσω τῆς φαντασίας καί σοῦ λέγει: «Αὐτά μοῦ εἶπες καί σέ μισῶ». Μετά ἔρχονται τά ψεύδη τοῦ νοῦ με ὑποθέσεις ὅτι γιά ἐκεῖνο  σε μισῶ καί μοῦ εἶπες ἐκεῖνο καί τό ἄλλο..

Ἕνας μεγάλος Πνευματικός εἶπε: «Μη πιστεύεις, πάτερ, τά ψέμματα τοῦ νοῦ σου καί θά ἰδῆ ἀργότερα ὅτι οὔτε ἕνα ἀπ᾿ αὐτά τά ὁποῖα σοῦ εἶπε ὁ νοῦς σου εἶναι ἀληθινά». Αὐτά τά ψεύδη τοῦ νοῦ τά ὁποῖα σοφίζονται καί τά στέλλουν οἱ δαίμονες στόν νοῦ τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ μέσῳ τῆς φαντασίας, νά μή τά δεχθοῦμε. Εἶναι ἐσφαλμένες ὑποθέσεις τῶν δαιμόνων. Ὑποθέσεις ὅτι ὁ τάδε σοῦ εἶπε αὐτό, ὅτι ὁ τάδε ἔχει μῖσος ἐναντίον σου καί ὁ τάδε κάτι ἄλλο. Καί τίποτε ἀπ᾿ αὐτά δέν εἶναι ἀλήθεια.

Οἱ δαίμονες, ὅταν ἰδοῦν ὅτι κυριεύουν τόν ἄνθρωπο αὐτές οἱ καχυποψίες, ἀρχίζουν τόν πόλεμο ἐναντίον του μόνο μέ αὐτές. Τί εἶναι γραμμένο στό Ψαλτήριο; «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν μαζί μας ἀπό ψηλά». Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέγει: «Ὁ πόλεμός μας δέν εἶναι ἐναντίον τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος, ἀλλά ἐναντίον τῶν κακῶν πνευμάτων, ἐναντίον τῶν αἰθερίων δυνάμεων, τῶν πνευμάτων τῆς κακίας τοῦ ἀέρος. Ἰδού μέ ποιούς καπετάνιους τοῦ ἀέρος πολεμεῖται ὁ δυστυχής νοῦς μας!

Τί ἀκριβῶς συμβαίνει; Πρῶτα σκέφθηκες μία ἁμαρτία. Ἐάν ὁ νοῦς ἐνίκησε τόν λογισμό αὐτό τῆς ἁμαρτίας, ἀμέσως ὁ λογισμός ἀδυνατίζει καί γίνεται ἁπλή σκέψις. Περνάει μέ ταχύτητα. Ἀμέσως ὁ διάβολος τήν παρουσιάζει μέ κάποια παράστασι. Σοῦ ἔρχεται στόν νοῦ…Δέν μιλήσαμέ κάποτε γιά τά ὀκτώ εἶδη τῶν πειρασμῶν; Βλέπεις καί ἐκεῖ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλοσοφική σκέψις τῶν Ἁγίων Πατέρων! Ἀφοῦ σοῦ φέρει τήν φαντασία καί ἔντονα μπροστά σου τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας, σέ κτυπᾶ κατόπιν στόν νοῦ. Κι ἔτσι τελείωσε ἡ μάχη τῶν δαιμόνων! Ἄκουσε τί λέγει ὁ Χριστός: «Ὅταν ἰδεῖς τό κακό πνεῦμα τῆς ἐρήμου νά στέκεται σέ ἅγιο τόπο, αὐτός πού ἀκούει, ἄς καταλάβει!

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: «Τό κακό πνεῦμα τῆς ἐρήμου πού στέκεται σέ ἅγιο τόπο εἶναι ἡ ἁμαρτία τῆς φαντασίας μέ παραστάσεις».  Διότι ἅγιος τόπος εἶναι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἐμεῖς εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στίς καρδιές μας. Ὁ διάβολος ἐάν πετύχει νά φέρει τό εἴδωλο μέ παραστάσεις στόν νοῦ, ἀπό τό νοῦ τό μεταφέρει στήν καρδιά! Καί ἔτσι ἔχεις τό εἴδωλο τοῦ κακοῦ μπροστά σου, εἴτε αὐτό τό εἴδωλο εἶναι κάποιος πού σέ ἐστενοχώρησε εἴτε ἀγαπᾶς κάποιο πρόσωπο μέ ἐμπάθεια! Καί ἐσύ ἀντιλαμβάνεσαι αὐτή τήν παρουσία του καί λέγεις: «Ναί, ἀλλά ἤμουν μέ τόν νοῦν ἄγρυπνο ἀπό τό πρῶτο αὐτό ἐρέθισμα. Κι ἐδῶ τώρα πρέπει νά μιλήσουμε γιά τίς δώδεκα βαθμίδες τῆς ἁμαρτίας. Ἐάν ἤσουν ἄγρυπνος μέ τήν πρώτη ἐμφάνισι τῆς ἁμαρτίας-παραστάσεως, ἔπρεπε να ἀρχίσεις νά λέγεις τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….» καί μέ τήν φυλακή τοῦ νοῦ δέν θά περάσει τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας.

Ἐάν δέν εἶμαι προσεκτικός, μπαίνει μέσα ἡ παράστασις τῆς τάδε κοπέλλας, τῆς τάδε γυναίκας μέ τήν ὁποία εἴχαμε συναντηθῆ, ἤ τά χρήματα, ἤ οἱ κοσμικές δόξες ἤ κάποια ἄλλη ἀπόχρωσις τῆς φαντασίας. Αὐτό τό εἴδωλο εἶναι τό κακό πνεῦμα τῆς ἐρήμου πού ἦλθε νά κατοικήση σέ ἅγιο τόπο. Καί ὅταν ὑπάρχει προσοχή τοῦ νοῦ, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη. Ἀπό τήν ἀρχή τό πετᾶμε ἔξω ἀπό τόν νοῦ μας. Ἦλθε; Τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….! Ἔτσι σέ λυτρώνει ἡ Πέτρα, ὁ Χριστός. Καί νά ξέρεις ὅτι συνειθίζει ὁ νοῦς σ᾿ αὐτό τόν ἀόρατο πόλεμο. Ὅπως εἶναι γραμμένο στό βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «Ὁ ἀόρατος πόλεμος».

Βλέπεις ὅτι ὁ νοῦς αὐτοῦ πού εἶναι ἄγρυπνος, πού ἔχει νοερά προσοχή, δέν φοβᾶται ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐφορμήσεις. Ξέρεις τί κάνει ὁ διάβολος; Συγκεκριμένα σέ προκαλεῖ. Τοῦ ἀνοίγεις λίγο τόν δρόμο νά περάσει; Ἀμέσως ἐσύ παίρνεις τό ὅπλο τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ καί τόν πετᾶς ἔξω. Κάπως ἔτσι κάνει καί ἡ γάτα μέ τόν ποντικό. Τόν πιάνει καί κατόπιν τόν ἀπολύει γιά νά παίξει μαζί του. Ἀλλά αὐτή ἡ ἐργασία εἶναι γιά τούς προχωρημένους.

Ἔτσι κάνει μέ τήν ἁμαρτία ἐκεῖνος πού ἔχει ἄγρυπνο τοῦ νοῦ του. Τοῦ ἐπιτρέπει λίγο νά εἰσέλθει. Καί μόνον, ὅταν τόν ἰδεῖ νά περάση τήν φανταστική του εἰκόνα, ἀρχίζει νά ταράσσεται καί λέγει: «Ἄα, καί πάλι μοῦ ἦλθες; Τόν προκαλεῖ σέ πόλεμο λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Τόν προκαλεῖ καί πάλι σέ μάχη. Ἔρχεται ὁ πειρασμός καί μπαίνει στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Καί πάλι ὁ καλός ἀγωνιστής τόν ἀντιμετωπίζει μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.

Ξέρεις τί λέγει κατόπιν ὁ διάβολος; Ἐγώ δέν εἶμαι βλάκας! Πρῶτα μέ προσκαλεῖ καί κατόπιν μοῦ ἐπιτρέπει νά μπῶ στόν νοῦ του καί κατόπιν μέ καίει μέ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Λοιπόν, ἐπειδή τώρα ὁ νοῦς του εἶναι ἄγρυπνος, θά ἔλθω ἀργότερα, ὅταν θά εἶναι σέ ἀμέλεια». Καί ὅταν τόν προσκαλεῖ, δέν ἔρχεται ἀμέσως ὁ διάβολος. Ἀλλά δέν ξεχνᾶ νά μᾶς πειράζει. «Τώρα δέν ἔρχομαι, διότι εἶναι ἄγρυπνος ὁ νοῦς του καί μέ καίει μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Τόν ἀφήνω νά ἡσυχάσει λίγο. Καί ὅταν ὁ νοῦς του θά κοιμᾶται καί δέν θά κυριαρχεῖ ἐπάνω στίς αἰσθήσεις του, τώρα θά μπῶ μέσα του! Ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι διασκορπισμένος, τότε θά τόν πολεμήσω. Ἐνῶ τώρα πού ἔχει τόν νοῦ του ἄγρυπνο, δέν μέ συμφέρει νά κάνω πόλεμο μαζί του. Ξέρω τί κάνει τώρα. Καλεῖ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί μέ καίει!»

Ἔτσι κάνει ὁ ἄγρυπνος φρουρός τῆς ψυχῆς, ὅπως κάνει ἡ γάτα μέ τά ποντίκια. Τά ἀπολύει καί μετά τά πιάνει. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ἄγρυπνο τόν νοῦ του! Γι᾿ αὐτό εἶπε ὁ μέγας Ποιμήν στό Γεροντικό: «Δέν ἔχουμε ἀνάγκη νά σωθοῦμε, ἀλλά νά ἐπαγρυπνοῦμε ἐπάνω στό νοῦ μας». Καθαρή αὐτή ἡ σκέψις τοῦ Ὁσίου Ποιμένος. Αὐτό ἀρκεῖ γιά τήν σωτηρία μας. Μέ τήν φυλακή τοῦ νοῦ καί τήν νοερά ἐργασία μας μποροῦμε νά σωθοῦμε πολύ εὔκολα.

Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος τοῦ Σινᾶ λέγει: «Αὐτή ἡ ἐργασία εἶναι πολύ ἀπασχολούμενη μέ ὅλα τά καλά ἔργα καί μέ ὅλες τίς ἀρετές». Διαβᾶστε τήν Φιλοκαλία, διότι ἐμεῖς ἀπό ἐκεῖ καί ἀπό τό Γεροντικό, μιλᾶμε γι᾿ αὐτά τά θέματα. «Πρώτη ἁμαρτία πού γεννᾶται ἀπό τήν λογική τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ λήθη. Λέγει ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ μεγάλοι ληστές πού σκοτώνουν τήν ψυχή:  «Ἡ λήθη, ἡ ἄγνοια καί ἡ ἀκηδία».

Βλέπεις; Μπορεῖ κάποιος νά ἀγρυπνεῖ μέ τόν νοῦ του, ἀλλά νά εἶναι τυφλός ἀπό ἄγνοια τοῦ πολέμου καί τοῦ Θεοῦ.Κι ἄν πάλι δέν ἔχει οὔτε τήν προσοχή τοῦ νοῦ, εἶναι ἀρκετή ἡ ἄγνοια νά τυφλώσει τήν ψυχή. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: «Ἡ ζωή τοῦ νοῦ εἶναι τό φῶς τῆς γνώσεως, ἐνῶ ἡ ἄγνοια εἶναι ἡ τύφλωσις τῆς ψυχῆς. Ὁπότε εἶναι δυνατόν νά τυφλωθῆ κάποιος ὄχι μόνο ἀπό τήν λήθη, ἀλλά καί ἀπό τήν ἄγνοια, ἀκόμη κι ἀπό τήν ἀκηδία. Ἀλλά ποιό πάθος ἔβαλε πρῶτο; Τήν λήθη. Διότι ἡ ἄγνοια καί ἡ ἀκηδία ἔρχονται κατόπιν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ταξινομεῖ στό Πηδάλιο ὅλες τίς ἁμαρτίες, ἀνάλογα μέ τά τρία εἴδη τῆς ψυχῆς. Καί πρῶτο ἁμάρτημα τό ὁποῖον προέρχεται ἀπό τήν λογική τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ λήθη. Καί ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς μας παγερότητος στά πνευματικά, ἀκόμη καί στόν καιρό τῆς προσευχῆς, το πᾶν ξεκινᾶ ἀπό τήν λήθη.

Ἐνῶ αὐτός πού ἔχει τήν νοερά προσοχή, καί πρίν νά ἔλθη ἡ λήθη, τήν προαισθάνεται. Γιατί; Ἡ προσοχή τοῦ νοῦ γεννᾶται ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ θεῖος φόβος προέρχεται ἀπό τήν πίστι στόν Θεό.

Ὁ ἅγιος Μαξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: «Ὅποιος πιστεύει φοβᾶται καί ὅποιος φοβᾶται, ἐπαγρυπνεῖ». Πρόσεξε!  Ἦλθε μία σκέψις; Ἀμέσως πρέπει νά διακρίνεις: εἶναι σκέψις τοῦ κακοῦ ἤ  τοῦ καλοῦ; Τί σοῦ λέγει νά κάνεις; Κι αὐτός πού ἀγρυπνεῖ στόν νοῦ του, ἀμέσως πρέπει νά καλέση τόν Κύριε… σέ βοήθεια, διότι τό ἔργο τῆς φυλακῆς τοῦ νοῦ, χωρίζεται σέ τρία ἐπί μέρους ἔργα: Να εἶναι ἄγρυπνος ὁ νοῦς, νά πολεμήση τήν ἁμαρτία, ὅταν εἶναι ἀκόμη στόν νοῦ καί νά καλέση ἀμέσως σέ βοήθεια τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….». Ἡ δική μας προσπάθεια γιά φυλακή τοῦ νοῦ μας δέν ἔχει καμμία δύναμι μπροστά στήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ.

Ὅμως ἡ λήθη εἶναι τό πρῶτο βῆμα γιά τήν παγωνιά τῆς ψυχῆς, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Ἐνῶ, ἐάν ἐμεῖς μαχόμεθα ἐναντίον τῆς λήθης, ὁ νοῦς μας ἐπαγρυπνεῖ πάντοτε καί λυτρώνεται ἀπό τίς ἄλλες μάχες μέ τίς ἄλλες βαθμίδες τῆς ἁμαρτίας. Εἶδες πῶς ὀνομάζεται στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ σατανᾶς; Μυρμηκολέων. Ὡραῖες σκέψεις κάνει γιά τά θέματα αὐτά ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής καί ἀργότερα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γιά τήν φυλακή τῶν πέντε αἰσθήσεων.

Γιατί ὀνομάζεται ὁ σατανᾶς μυρμηκολέων; Ὁ Ἰώβ ἔλεγε: «Ὁ μυρμηκολέων ἀπέθανε ἀπό τήν πεῖνα, διότι δέν εἶχε τί νά φάει». Ἀλλά σέ ποιόν; Στόν Ἰώβ δέν εἶχε φαγητό καί ὄχι σέ μένα τόν ἁμαρτωλό! Ἐγώ τόν τροφοδοτῶ κάθε ἡμέρα καί τόν κάνω λεοντάρι. Ἀλλά γιατί ὁ Ἰώβ δέν τοῦ ἔδινε τροφή; Ἄκουσε τί λέγει ἡ Γραφή: Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔφερε κάθε βράδυ καί ἀπό ἕνα βόδι θυσία στόν Θεό γιά τά παιδιά του, λέγοντας: «Κύριε, ἐπειδή τά παιδιά μου εἶναι νέα στήν ἡλικία γιά νά μή σφάλλουν μέ τήν σκέψι τους ἀπέναντι Σου». Ποιος ἀπό τούς σημερινούς πατέρες ἤ τίς μητέρες φροντίζουν νά μή σφάλλουν τά παιδιά οὔτε καί στόν λογισμό τοιυς ἀπέναντι στόν Θεό;

Δέν ἀποκαλοῦσε εἰς μάτην ὁ Θεός τόν Ἰώβ ὡς δίκαιον καί θεοφοβούμενον! Προσέφερε κάθε βράδυ σάν θυσία ἕνα βόδι ὄχι μόνο γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιά ὅλα, καί τά δέκα παιδιά του. Διότι εἶπε ὅτι ὁ μυρμηκολέων ἀπέθανε ἀπό τήν πεῖνα, διότι δέν εἶχε τί νά φάει, δηλαδή δέν τροφοδοτοῦσε μέ λογισμούς τήν ἁμαρτία. Καί ἔλεγε ἀκόμη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος: «Δέν ἦταν δυνατόν νά χαθοῦν τά παιδιά του, ἀφοῦ κάθε βράδυ εἶχαν ἕτοιμο φαγητό καί ποτό στό σπίτι τους. Καί ὅταν τά παιδιά εἶχαν γιορτή στό σπίτι τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ τους καί διεσκέδαζαν, τότε ὁ διάβολος εὑρῆκε τήν εὐκαίρία νά καταστρέψει τό σπίτι καί ὅλα τά παιδιά μαζί. Διότι, ἐάν τά εὕρισκε σέ προσευχή, δέν θά μποροῦσε νά κάνη τίποτε. Καί αὐτό μᾶς τό ἄφησε σάν παράδειγμα ὁ Θεός.

Καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἑρμηνεύουν τήν ἔννοια τοῦ σατανᾶ, πού λέγεται Μυρμηκολέων. Λέγουν τά ἑξῆς ὅτι ὅταν ἡ ἁμαρτία εἰσέρχεται στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι μικρή, ὅπως τό μυρμῆγκι. Διότι τό πρῶτο βῆμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι νά γίνη ἕνα καλό ἔργο μέ κακό σκοπό. Διότι ἕνα καλό ἔργο πού γίνεται μέ κακό σκοπό δέν ἔχει μισθό, ἀλλά περνάει μέσω τοῦ σκοποῦ καί χάνεται. Ψυχή καί ζωή τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ὁ σκοπός. Γι᾿ αὐτό εἶπε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:  Εἶναι παρθενία καί  ἐλεημοσύνη καί  ἀγρυπνία καί  νηστεία καί  κόπος, πού εἶναι μισητά ὅλα αὐτά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖον γίνονται δέν εἶναι ἀληθινός καί καθαρός.

Ἐάν ἕνα καλό ἔργο γίνεται μέ κακό σκοπό, αὐτό περνᾶ μέσω τοῦ σκοποῦ καί γίνεται ἕνα μέ αὐτόν. Ὁ σκοπός εἶναι ἡ ψυχή καί ἡ νύμφη τῶν καλῶν ἔργων.

Ἐμεῖς, ἐάν ἀγρυπνοῦμε μέ τόν νοῦ μας, τότε κάνουμε ἕνα καλό ἔργο καί πρέπει νά ἰδοῦμε ἐάν ὁ σκοπός μας εἶναι ἀρεστός στόν Θεό, ἐάν μᾶς ὁδηγεῖ στήν σωτηρία ἤ μήπως ὁ νοῦς μας ἀσχολεῖται μέ ἄλλα πράγματα. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὅταν ὁ νοῦς θά ἐγκαταλείψει τόν σκοπό τῆς εὐλαβείας, τότε ὅλα τά καλά ἔργα δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε.

Διότι ὁ σκοπός εἶναι εἴτε τῆς κενοδοξίας, εἴτε τῆς φιλοπρωτείας, εἴτε τῆς κερδοσκοπίας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἄκουσε τί λέγει αὐτός, δείχνοντας ἐδῶ πόσο κακό εἶναι ἀκόμη καί ἡ .ἄρνησις τοῦ κόσμου μέ κακό σκοπό: Αὐτός πού ἀγαπᾶ τό χρῆμα ἀρνήθηκε τόν κόσμο, ὁμοιάζει μέ μία μυλόπετρα, ἡ ὁποία περιστρέφεται στόν ἴδιο κύκλο, λέγοντας γιά τά τρία εἴδη ἀρνήσεως τοῦ κόσμου.

Ὁ δέυτερο σκοπός: Αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν κατάκτησι ἀξιωμάτων, τό ἐπέτυχε μέ τήν ἄρνησι τοῦ κόσμου καί ὁμοιάζει ὅπως τό θυμίαμα, τό ὁποῖον κατόπιν ἀναδίδει καπνό.

Ἐεε, τί λέγει γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Αὐτός πού γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀρνήθηκε τόν κόσμο, προσθέτει πόθο ἐπάνω στόν πόθο καί πῦρ ἐπάνω στό πῦρ, πού ἔχει ἀνάψει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖον ὑπηρετεῖ μέ φόβο καί μέ εὐλάβεια». Αὐτός θά ἀγαπᾶ τόν Θεό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἔτσι ὁ νοῦς μας, μέ τήν ἐπαγρύπνησι πού χρειάζεται νά κάνη, δέν πρέπει νά παρατηρεῖ ἀπό ψηλά ποιοί λογισμοί ἔρχονται, ἀλλά νά βλέπει ποιος εἶναι ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖον ἀγωνιζόμεθα καί ἀκολουθοῦμέ τόν Χριστό.

Εἶναι δυνατόν νά ἀγωνιζώμεθα καί νά παραμένουμε μέ τά χέρια ἄδεια, ἐάν ὁ σκοπός μας εἶναι διαφορετικός. Διότι ὁ σκοπός τῶν καλῶν ἔργων πρέπει πάντοτε νά γίνεται γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό μᾶς διδάσκει καί ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος:  «Εἴτε τρώγετε, εἴτε πίνετε, εἴτε ἄλλο τί κάνετε, ὅλα νά τά κάνετε γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ». Ὁπότε, ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄγρυπνο τόν νοῦ του, φονεύει τήν ἁμαρτία, ὅταν εἶναι ἀκόμη μικρή σάν μυρμῆγκι!

Σᾶς ὡμίλησα προηγουμένως γιά τήν θυγατέρα τῆς Βαβυλῶνος καί γιά τούς ἁμαρτωλούς τῆς γῆς καί τώρα σᾶς ὑπενθυμίζω. Ἐάν θά μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός να εἴμεθα μέ τόν νοῦ μας ἄγρυπνοι  καί νά σκοτώνουμε τήν ἁμαρτία ὅταν εἶναι σάν ἕνα μυρμῆγκι. Διότι κατόπιν, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἀνέβει σέ ἄλλες βαθμίδες, γίνεται λεοντάρι καί δέν μποροῦμε εὔκολα νά τήν νικήσουμε.

Ὁπότε, πρῶτο βῆμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι νά κάνεις ἕνα καλό ἔργο με πονηρό σκοπό. Τό δεύτερο βῆμα εἶναι νά μή κάνεις τέλεια καί ὁλοκληρωμένο τό καλό ἔργο. Ἕνα παράδειγμα: Κάνεις ἐλεημοσύνη, ἀλλά μέ χρήματα πού τά κλέβεις! Καί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος: «Αὐτός πού προσφέρει θυσία μέ ξένους κόπους στόν Θεό, εἶναι σάν νά τοῦ προσφέρεις ἕνα ψόφιο σκύλλο. Διότι δέν γίνεται, ὅπως θέλει ὁ Θεός!

Ἡ Τρίτη βαθμίδα τῆς ἁμαρτίας εἶναι το δόλωμα. Πλησιάζει τόν νοῦ μία σκέψις, πού δέν εἶναι ἐμπαθής. Ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι γυναῖκα, δόξα κοσμική ἤ χρήματα. Παίρνουμε γιά παράδειγμα μόνο αὐτά τά τρία. Ἀπό πρώτη ματιά δέν εἶναι τίποτε τό κακό, διότι ὁ Θεός τά ἔπλασε Ὅλα πολύ καλά ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας: καί τήν γυναῖκα, καί τά χρήματα καί τήν δόξα.

Καθώς ὁ κισσός καί ἡ ἀγριοκολοκυθιά ἀναρριχῶνται ἐπάνω σέ ὁποιοδήποτε δένδρο πού εἶναι πλησίον τους, ἔτσι καί δίπλα στόν ἁπλό λογισμό ἑνός ἔργου, γαντζώνεται ἕνα πάθος. Κι αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ μάχη τοῦ ἐπαγρυπνοῦντος ἀγωνιστοῦ, διότι ἐδῶ μιλᾶμε γιά τήν προσοχή τοῦ νοῦ μας. Αὐτή εἶναι ἡ πιό λεπτή μορφή πνευματικοῦ πολέμου τοῦ μοναχοῦ, ἀλλά καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ.

Ὅλοι ἀγωνιζόμεθα γιά τήν σωτηρία μας. Ἀλλά πρέπει νά ξεχωρίζουμε τίς ἁπλές σκέψεις ἀπό τήν περιπλοκή τῶν ἔργων! Δέν εἶναι ἁμαρτία ἐπειδή σκέφθηκα μία γυναῖκα. Καί τό Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι ὅποιος ἀντικρύσει γυναῖκα μέ πονηρό λογισμό, ἤδη ἐπόρνευσε μέ αὐτήν στήν καρδιά του. Ἰδού ὅτι δίπλα στήν σκέψι γιά τήν γυναῖκα, ἐμφανίσθηκε σαρκική ἐπιθυμία. Κι αὐτό λέγει τό Εὐαγγέλιο ὅτι εἶναι πορνεία! Ἐγώ, ὅταν κυττάζω μία γυναῖκα, χωρίς ἐμπαθῆ λογισμό, δέν εἶμαι πόρνος μαζί της. Ἔτσι, μπορῶ νά βλέπω ἕνα ἑκατομμύριο γυναῖκες κάθε ἡμέρα! Ἀλλά, ἐάν ἐπεθύμησα μία στήν καρδιά μου, τότε ἀμέσως εἶμαι πόρνος.

Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ θεῖος Ἐφραίμ: «Ἀδελφοί μου, μή πέφτετε στήν τεμπελιά καί ἀδιαφορία, νομίζοντας ὅτι οἱ ἁμαρτίες πού μπῆκαν στήν καρδιά σας εἶναι μικρές καί ἀνίσχυρες!» Ἐάν οἱ ἁμαρτίες δέν ἦταν καί μεγάλες, δέν θα ἦταν ἀνάγκη ὁ Ἰώβ, 1850 χρόνια πρό Χριστοῦ, νά προσφέρει θυσία στόν Θεό γιά τίς ἁμαρτωλές σκέψεις τῶν παιδιῶν του καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ δέν θά θεωροῦσε πορνεία τήν ἐπιθυμία γυναίκας καί φόνο, τό μῖσος μόνο πρός τόν ἀδελφό μας! Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν λογισμό γίνεται φονιᾶς καί πόρνος γιά ὅλη του τήν ζωή. Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: «Μή πέφτετε στήν ἀδιαφορία καί τεμπελιά». Ἕνας λογισμός ἔρχεται στόν νοῦ καί ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως περνᾶ στό ἑπόμενο βῆμα, νά δέχεται τήν παράστασι τοῦ λογισμοῦ, δηλαδή τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό τήν παρουσία τῆς παραστάσεως μέσα στόν νοῦ ἀρχίζει ἡ ἁμαρτία.

Ὅλος ὁ ἀγῶνας μας καί τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, πού θέλει νά σωθῆ, εἶναι νά ἀπομακρύνει τούς ἁπλούς λογισμούς τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν περιπλοκή μέ τά ἔργα. Διότι δέν μᾶς πληγώνει ὁ ἁπλός λογισμός, ἀλλά αὐτός πού περιπλέκεται μέ τό ἔργο τῆς ἁμαρτίας. Καί τότε οἱ δαίμονες βλέποντας ὅτι δεχθήκαμε τόν ἐμπαθῆ λογισμό, πού εἶναι ἕνα δόλωμα τοῦ ἁπλοῦ λογισμοῦ, μᾶς ὁδηγεῖ μακρύτερα στό ἑπόμενο βῆμα πού εἶναι ἡ πρᾶξις τῆς ἁμαρτίας.

Τετάρτη βαθμίδα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγκατάθεσις. Δηλαδή, συγκατατέθηκε ἡ ψυχή μας νά κάνει διάλογο μέ τόν πρώην ἁπλοϊκό λογισμό μας, ἔστω καί λιγάκι. Ἀλλά γιατί νά γίνει αὐτό; Ὁπότε στερεωνόμαστε στήν  τέταρτη βαθμίδα, πού εἶναι ἡ διαλογική συζήτησις μέ τήν ἁμαρτία.

Ἀπό τήν πέμπτη βαθμίδα ἀρχίζει ἡ μάχη. Δέν εἶναι καλός ὁ παρών λογισμός, διότι ἔρχεται μέ τό πάθος μαζί ἐναντίον μου. Καί ἡ μάχη γίνεται σέ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς ἁμαρτίας, μέχρι νά ὁδηγηθῆ ἡ ψυχή στήν ἀπελπισία καί στόν ψυχικό θάνατο!  Ὁ νοῦς ἀρχίζει νά μάχεται. Ὁ λογισμός πού μᾶς πολεμεῖ δέν εἶναι καθόλου καλός, διότι τό πάθος ζητεῖ νά ἐγκατασταθῆ στήν ψυχή! Βλέπε! Τί ζητεῖς; Γυναῖκα, χρήμα, δόξα κοσμική ἤ ζητεῖς νά μισήσεις στόν ἀδελφό σου; Καί ποιός ἀκριβῶς γνωρίζει μέ ποιό εἶδος ἀπ’ὅλα αὐτά τά τρία μέρη ἔρχεται ἡ ἁμαρτία; Καί ὁ ἀγωνιστής ὀφείλει νά εἶναι πολύ προσεκτικός. Καί νά εἰπῆ στόν διάβολο: «Ἔε διάβολε, μέχρις ἐδῶ! Μέ ἔφερες μέχρις ἐδῶ! Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἀρχίζουμε τήν μάχη!

Καί σ᾿ αὐτή τήν μάχη, σοῦ εἶπε, ὅτι πρέπει νά καλοῦμε τόν Κύριο σέ βοήθεια. Ἀκοῦς τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; «Νά μή ἐξέλθης, Ἰσραήλ, στόν πόλεμο χωρίς Ἐμένα, διότι θά κατατροπωθῆς». Εἶδες τί ἔπαθαν μέ τούς Ἀμορραίους. Καί ἔλεγαν οἱ Ἱσραηλίτες: «Κύριε, ἐπέσαμε! «Μά Ἐγώ, δέν σᾶς εἶπα νά μήν ἐξέλθετε στόν πόλεμο, χωρίς Ἐμένα;» Ἔτσι κι ἐμεῖς στόν πόλεμο μέ τήν ἁμαρτία, νά ἐπικαλούμεθα σέ βοήθεια τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Ὅσο ἄγρυπνος εἶναι ὁ νοῦς σου καί ὅσο μεγάλος φιλόσοφος καί νά εἶσαι, σέ αἰχμαλωτίζουν οἱ δαίμονες ἐάν δέν καλέσης σέ βοήθεια τόν Χριστό. Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ νά ἔχει ἄρρηκτο δεσμό μέ τόν ἄγρυπνο νοῦ, ὅπως εἶναι ἑνωμένη ἡ ψυχή μέ τό σῶμα. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματική φιλοσοφία!  Ἡ φυλακή τοῦ νοῦ μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ.

Σ᾿ αὐτό τόν πόλεμο ὁ νοῦς χωρίζεται σέ τρία εἴδη: Εἶναι ὁ δαιμονικός νοῦς, ὁ ἀγγελικός νοῦς καί ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑποχρεωμένος να ἐπαγρυπνεῖ καί νά καλεῖ τόν Χριστό σέ βοήθεια. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….». Ὁ Χριστός μᾶς λέγει στό Εὐαγγέλιο: «Μείνετε μαζί Μου καί Ἐγώ μαζί σας, διότι χωρίς Ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε! Καί, ἐάν στήν μάχη αὐτή καλεῖ ὁ Χριστιανός τόν Ἰησοῦ, ἐξέρχεται νικητής! Ἐάν νικηθῆ καί ἀδιαφορήσει καί ξεχάσει νά φωνάξη τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου, νικητής θά εἶναι ἡ ἁμαρτία.

Στήν ἕκτη βαθμίδα ἔρχεται ἡ συμφωνία. «Ἔε, ἄς ἀκολουθήσω τόν λογισμό τῆς ἁμαρτίας, νά νοιώσω καί λίγη χαρά!» Ἐάν εἶσαι δυνατός καί προσεκτικός στό μυαλό σου, ἔστω καί ἄν συμφώνησες νά κάνεις τήν ἁμαρτία, μπορεῖς νά καλέσης τόν Χριστό σέ βοήθεια. Ὅ,τι δηλαδή κάνει ἡ γάτα μέ τό ποντίκι. Τό ἀπολύει καί πάλι τό πιάνει. Κάλεσε λοιπόν ἀκόμη μία φορά τόν Ἰησοῦ. Κτύπα τήν θύρα τοῦ ἐλέους Του. Κτύπα καί δεύτερη καί τρίτη φορά! Κι Αὐτός θά σοῦ ἀνοίξει. Ὅποιος δέν καλεῖ τήν θεία βοήθεια, ἔρχεται μέσα του ἀπρόσκλητη ἡ ἁμαρτία μέσα του. Αὐτός πού καλεῖ τόν Χριστό, ὁ Χριστός δίνει τήν μάχη καί σκοτώνει τήν δύναμι τῆς ἁμαρτίας, πού μπῆκε μέσα στόν ἀγωνιστή. Οἱ δαίμονες φοβοῦνται τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά λέγουν: «Αὐτός ὁ νοῦς τοῦ τάδε εἶναι ἄγρυπνος. Μέ καλεῖ, ἀλλά καί μέ διώχνει κατόπιν μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Δέν θα ἔλθω πλέον γιά ἕνα διάστημα». Καί μετά ἀπό λίγο διάστημα λέγει ὁ διάβολος: «Ἄφησέ τον τώρα, διότι δέν νικήθηκε ἀκόμη ἀπό τήν λήθη. Τώρα ἄς τοῦ δώσουμε λίγη ξεκούρασι καί εἰρήνη! Ὅταν ὁ νοῦς του θα κοιμᾶται μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν τεμπελιά, τότε θά ἔλθουμε ἐναντίον του. Ὄχι ὅταν μᾶς καλεῖ αὐτός στήν μάχη, διότι ἔχει τόν Χριστό βοηθό του. Ἀλλά, ὅταν θά κοιμᾶται, θά τοῦ ἐπιτεθοῦμε!» Διότι τότε δέν κοπιάζει καί δέν ἱδρώνει».

Ἔτσι εἶναι γραμμένο καί στό Γεροντικό: Ὅταν οἱ ληστές παραμονεύουν νά ληστέψουν σπίτι καί ἀκούουν μέσα  συνομιλίες, λέγουν: «Εἶναι ἄγρυπνοι. Δέν κοιμοῦνται. Δέν μποροῦμε νά μποῦμε γιά νά λεηλατήσουμε». Ἔτσι ὅμοιοι μέ τούς ληστές εἶναι καί οἱ δαίμονες. Ὅταν βλέπουν οἱ διάβολοι ὅτι ἡ ψυχή εἶναι σέ διάλογο μέ τόν Χριστό, δηλαδή προσεύχεται ἐσωτερικά, δέν μποροῦν νά εἰσέλθουν, διότι εἶναι παρών ὁ Χριστός καί τούς καίει! Ἐνῶ, ὅταν δέν ἀκούγεται οὔτε ἕνας ψίθυρος στήν καρδιά, οὔτε μία συνομιλία μέ τόν Χριστό, τότε εἰσέρχονται!

Ὁπότε, στήν μάχη αὐτή, ὅταν ἡ ψυχή ὑποχωρεῖ λίγο, πέφτει στήν ἕκτη βαθμίδα τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ἡ ἀπόφασις ἐκτελέσεως τῆς ἁμαρτίας. Συμφωνῶ, ἔε; Καί, ἐάν θέλω νά συνομιλήσω μέ τούς λογισμούς τῆς πορνείας, ἤ τῆς ὀργῆς, ἤ τοῦ μίσους ἤ τῆς κενοδοξίας; Καί αὐτή ἡ συμφωνία γίνεται ἀμέσως», μέσω τῆς φιλαυτίας μας,  ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης. Αὐτή ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα καί ἡ ρίζα τῆς κάθε ἁμαρτωλῆς πτώσεως καί ὅλων τῶν κακιῶν! Διότι κάθε τι πού γλυκαίνει τό ἁμαρτωλό σῶμα μας, τό δέχεται πρῶτα ὁ λογισμός μας.

Ἀπό τήν φιλαυτία μας πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα γεννᾶται τό ἔλεος γιά τόν ἑαυτό μας καί ἡ λύπησις νά μή πάθει κάτι τό σῶμα καί ἡ ὑγεία μας, γιά τήν ὁποία ὁ Σωτῆρας μας Χριστός ὠνόμασε τόν Πέτρο σατανᾶ. «Λυπήσου, Κύριε, τόν ἑαυτό σου!, τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος καί ὁ Χριστός τόν ὕβρισε λέγοντάς του: «Πήγανε πίσω, διάβολε! Μέ λυπᾶσαι; Ὅμως γι᾿ αὐτό τό ἔργο ἦλθα στόν κόσμο, νά σταυρωθῶ καί ὄχι νά γλυτώσω τήν ζωή μου».

 

Απ᾿ αὐτή τήν ὑπερβολική ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό μας, ἀρχίζει ἡ ἀπομάκρυνσίς μας ἀπό ὅλα τά ἔργα τῆς σωτηρίας μας. «Τώρα, λέμε, δέν μπορῶ, διότι εἶμαι ἀσθενής. Εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος. Πρέπει νά μέ ἀφήσετε νά γνωρίσω κι ἐγώ ὅλα τά ἀνθρώπινα».

Ἀλλά, μέ αὐτά τά λόγια σου, ἄνθρωπέ μου, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τόν ἀληθινό ἑαυτό σου καί ἀπό τόν Θεό. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν φοβία γιά πιθανές βλάβες τῆς ὑγείας μας, ἔρχεται ἡ ποικιλότροπη ἱκανοποίησις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί λέγει ὁ φίλαυτος: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό, διότι ἐγώ μόνο μέ τόν νοῦ συγκατατίθεμαι στήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν κάνω τήν ἁμαρτία μέ τήν πρᾶξι».

Παράλληλα μέ τήν εὐχαρίστησι τοῦ σώματος ἔρχεται καί ἡ ἀχαριστία. Τί σκοπό ἔχει; Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει: «Γίνεται ἡ ψυχή χορτάτη ἀπό καλά ἔργα». Ὁ Φαρισαῖος μέσα ἀπό τήν καρδιά του ἔλεγε: «Κύριε, δέν εἶμαι, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οὔτε σάν κι αὐτόν τόν Τελώνη…». Αἰσθάνεται εὐχαριστία μέσα του γιά τά «καλά του ἔργα», λέγοντας: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό, διότι ἐγώ δέχομαι νά ἁμαρτάνω μέ τόν λογισμό, καί ὄχι μέ τό ἔργο, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι».

Καί τί γίνεται με ὅλα αὐτά πού ἀκοῦμε;

-Βλέπεις τόν διάβολο, πόσο μέγας φιλόσοφος εἶναι; Πόσο σπουδαῖος θεολόγος εἶναι; Σκύβεις τό κεφάλι σου μέ τήν εὐχαριστία αὐτή καί λέγεις ὅτι ἡ ἁμαρτία σου φθάνει μόνο μέχρι τήν συγκατάθεσι, ὁπότε συμπεραίνεις ὅτι δέν εἶναι τίποτε. Καί μ᾿ αὐτή τήν εὐχαριστία ἡ ψυχή εἶναι εὐχαριστημένη μέ τήν κατάστασί της καί νά τί λέγει καί τό Εὐαγγέλιο: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνη….». Πάντοτε ὑπάρχει αὐτή ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα γιά τά καλά ἔργα. Ἡ εὐχαρίστησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι μία ἁμαρτία, ἕνας κλάδος τῆς φιλαυτίας μας, πού κάνει τόν ἄνθρωπο χορτᾶτο ἀπό «καλά ἔργα». «Σέ εὐχαριστῶ, Κύριε….», ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος καί πίστευε ὅτι ἦταν δικαιωμένος γιά τά καλά του ἔργα. Ἀλλά δέν ὑπάρχει χειρότερος ἄνθρωπος ἀπό τόν Φαρισαῖο!

Ἀπ᾿ αὐτή τήν ἱκανοποίησι τῶν «καλῶν μας ἔργων», γεννᾶται το σάλπισμα πρός τόν ἄλλο κόσμο. Δηλαδή μᾶς παρακινεῖ ὁ διάβολος νά βγάλουμε τίς ἀρετές μας στήν ἐπιφάνεια, στήν φόρα. Καί μᾶς παρακινεῖ νά πιστεύουμε καί νά λέμε: «Ἐσύ ἔκανες αὐτό καί αὐτό τό ἔργο! Μετά ἀπό τήν δόξα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀκολουθεῖ ἡ εὐχαρίστησις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί ἀρέσκεται γι᾿ αὐτό πού εἶναι. Καί ἀπ᾿ αὐτή τήν φιλαρέσκεια γεννᾶται ἡ λατρεία τῆς προσωπικῆς μας γνώμης. «Ἔεε, ἐγώ εἶμαι κάτι….Γνωρίζω περισσότερα ἀπό τούς ἄλλους. Γι᾿ αὐτό καί ἔχω γνώμη γιά κάθε θέμα».

Μετά ἀπό τήν ὑψηλή ἰδέα πού ἔχουμε γιά τήν γνώμη μας, γεννᾶται ἡ φαντασία γιά τόν ἑαυτό μας. Φαντάζεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι κάποιος. Ἀπό τήν φαντασία γεννᾶται ἡ εὐαισθησία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί λέγει: «Ἐγώ δέν πειράζω κανέναν, ἐσύ γιατί μέ ἐνοχλεῖς; Μήν ἀκουμπᾶς ἐπάνω μου». Ἀπ᾿ αὐτή τήν αἴσθησι τοῦ ἑαυτοῦ μας γεννᾶται ἡ ἔπαρσις καί ἀπ᾿ αὐτή ἔρχεται ἡ τιμή γιά τόν ἑαυτό μας. Ζητοῦμε νά μᾶς τιμοῦν οἱ ἄλλοι. Ἀπό τήν τιμή πού ζητοῦμε νά μᾶς προσφέρουν οἱ ἄνθρωποι, γεννᾶται ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας καί κατόπιν στηριζόμαστε στόν ἑαυτό μας καί θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας αὐθεντία. Κατόπιν ἀκολουθεῖ ἡ ἀναισθησία καί ἡ σκληρότης τῆς καρδιᾶς μας, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόσημη μέ τόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Καί δέν ἔχω τόν χρόνο νά σᾶς περιγράψω μέ λεπτομέρεια ὅλα αὐτά.

Ἰδού πῶς ἐνεργεῖ καί ἐξαπλώνεται ἡ φιλαυτία μας ἐπάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Κι αὐτά συμβαίνουν ἀκριβῶς, ὅταν ὁ νοῦς μας κοιμᾶται καί δέν ἔχει νῆψι καί προσοχή. Ὅταν εἶναι σέ ἑτοιμότητα νά λέγει τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….» ἤ δημιλουργεῖ ἄλλους πνευματικούς καί ὠφέλιμους στοχασμούς. Ὁπότε ἔτσι ταπεινώνεται καί γνωρίζει τίς ἀδυναμίες του. Ἀλλ᾿ ὅμως τί συμβαίνει;

Στήν συγκατάθεσι ὁ νοῦς μας δέχεται τόν διαβολικό λογισμό. Ὁπότε φαίνεται ὅτι ὁ λογισμός μας μέ τόν νοῦ εἴτε πορνεύει, εἴτε ἐκδικεῖται τόν ἀντίπαλό του, εἴτε μισεῖ κάποιον, εἴτε φαντάζεται τήν κενή δόξα, εἴτε ὀνειρεύεται χρήματα, εἴτε ἄλλα καλά ἔργα. Ἡ ψυχή πού συγκατατέθηκε εἶναι σέ διάλογο μέ τό κάθε ἁμάρτημα.

Κλείνοντας αὐτά τά λίγα λόγια, παρακαλοῦμε τόν Πανάγαθο Θεό καί Πολυέλεο Σωτῆρα μας νά στείλη καί σέ ἐμᾶς τό ἔλεός Του καί σέ ὅλους τούς Χριστιανούς μας, οἱ ὁποῖοι περνοῦν μέ τόσες φροντίδες αὐτή τήν ζωή. Καί νά μή ξεχνᾶμε τά θεῖα Του λόγια, τά ὁποῖα πάντοτε πρέπει νά μᾶς παρακινοῦν σέ ἐπαγρύπνησι τοῦ νοῦ καί προσοχή, ὅπως γράφει καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο: «Μή ἐλθών ἐξαίφνης εὕρη ὑμᾶς καθεύδοντας, ἅ δε ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω. Γρηγορεῖτε». (Μάρκου 13,36-37).

 

 

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ-ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

 

Ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα καί ἡ βασίλισσα γιά ὅλα τά καλά ἔργα. Ἀλλά πῶς εἶναι αὐτή ἡ μητέρα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Καί τώρα παραμένουν αὐτές οἱ τρεῖς: Ἡ πίστις, ἡ ἐλπίς καί ἡ ἀγάπη, ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες εἶναι ἡ ἀγάπη». Δέν λέγει ἔτσι;

Ὀπότε ἐδῶ λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι τό μεγαλύτερο πνευματικό ἔργο δέν εἶναι ἡ προσευχή, ἀλλά ἡ ἀγάπη. Ἀλλά γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶπαν ὅτι ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων; Διότι αὐτή φέρει στήν ψυχή καί τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον δέν ἔρχεται στήν ψυχή μας ἀπό ἄλλη ὁδό, παρά ἀπό τήν ὁδό τῆς προσευχῆς.

Νά εἰπῶ γιά παράδειγμα: Ἐάν ἐστενοχώρησες κάποιον ἤ σέ ἐστενοχώρησε κάποιος καί ἀρχίζεις νά τόν μνημονεύεις στήν προσευχή σου, μετά ἀπό λίγο διάστημα  βλέπεις ὅτι τό μῖσος ἔφυγε ἀπό ἀνάμεσά σας. Μέ τήν προσευχή κόβεται ἡ ἔχθρα καί ἀμέσως κερδίζεις τόν ἄλλον καί ἔρχεται ἡ κατανόησις καί ἡ ἑνότης. Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Ὅταν βλέπεις κάποιον νά σέ μισεῖ ἤ νά σέ ἀδικεῖ εἴτε με δικαιοσύνη εἴτε μέ ἀδικία, ἄρχισε νά τόν μνημονεύεις στήν προσευχή. Ἀλλά νά μή τόν μνημονεύεις σάν νά εἶναι κάτι κακό γιά σένα, διότι τότε θά πέσης ἐσύ. Νά λέγεις ἔτσι: «Κύριε  Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλόν καί τόν (τάδε) ἀδελφόν μου, διότι διά τίς ἁμαρτίες μου μέ ἐλύπησε λιγάκι. Ὁ ἀδελφός μου εἶναι ὅπως ὁ καθρέπτης μου καί βλέπει ὅλες τίς κακίες μου».

Ἔτσι λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Νά μή κατηγορεῖς τόν ἀδελφόν γιά τόν ὁποῖον προσεύχεσαι, οὔτε νά ζητεῖς ἀπό τόν Θεό ἤ τούς ἀνθρώπους τήν τιμωρία του», ὅπως λέγουν μερικοί ἐχθροί πρός τούς ἄλλους στίς προσευχές τους. Δέν εἶναι εὐλογημένον ἀπό τόν Θεό νά γίνεται αὐτό. Ἀκόμη καί νά ἔχεις μερικούς ἐχθρούς, ξέρεις πῶς ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γι᾿ αὐτούς; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προσεύχεται νά δίνει ὁ Θεός σοφία καί φώτισι στούς ἐχθρούς, νά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τους, νά τούς ὁδηγεῖ στήν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, νά τούς κάνει πράους καί νά τούς ἐπαναφέρει στόν σωστό δρόμο.

Ἔτσι προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει τό κακό σέ κανέναν. Διότι ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι…Ἐνῶ ἐμεῖς ὅταν εἴμεθα σέ στενοχώρια, μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ τάδε μᾶς μισεῖ. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν μισεῖ κανέναν. Αὐτή προσεύχεται ἐξ ἴσου γιά ὅλους, γιά νά γίνουν καλοί.

Γι᾿ αὐτό μιλώντας γιά τήν ἁγία προσευχή, σᾶς εἶπα ὅτι ὀνομάζεται μητέρα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, διότι αὐτή φέρει στήν ψυχή μας τό μεγαλύτερο πνευματικό ἔργο, πού εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον μας.

Ἄκουσε τί λέγει ἀκόμη ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ κορυφή τῆς θεολογίας καί τό ταμεῖον τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας κατά τόν ἕκτον αἰῶνα, σέ ἕνα βιβλίο του πού εἶναι στήν φιλοκαλία, τό περί ἀγάπης. Στό βιβλίο αὐτό ὁ ἅγιος μπαίνει στήν σκέψι τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πού ὀνομάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας «Τό πετεινό τοῦ οὐρανοῦ». Γράφει ὁ ἅγιος  Μάξιμος: «Ὅλα τά καλά ἔργα βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο να ἀποκτήσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κανένα δέν εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν προσευχή». Γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή ὀνομάζεται μητέρα τῶν καλῶν ἔργων καί ἀπ᾿ αὐτή φθάνουμε στήν θεία ἀγάπη.

Ὅλα τά καλά ἔργα πλησιάζουν τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεόν, ἀλλά ἡ προσευχή τά ἑνώνει ὅλα μαζί. Εἶναι, ὅπως κάνεις μία πόρτα ἀπό σανίδες ἤ ἕνα ντουλάπι καί βλέπεις ὅτι οἱ σανίδες εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουν περάσει ἀπό τήν πλάνη τοῦ ξυλουργείου γιά νά εἶναι λεῖες. Ὅμως δέν ἑνώνονται μόνες τους, παρά μόνο ἐάν ἑνωθοῦν μέ καρφιά. Ἕνωσες τά σανίδια μέ τά καρφιά;  Τό ντουλάπι ἤ ἡ πόρτα εἶναι ἕτοιμα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς!

Ἡ προσευχή ὄχι μόνον πλησιάζει τόν ἄνθρωπο κοντά στόν Θεό, ἀλλά γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἕνα πνεῦμα μέ τόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: Αὐτός πού ἑνώνεται μέ τήν πόρνη γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της…καί αὐτός πού ἑνώνεται μέ τόν Θεό, γίνεται ἕνα πνεῦμα μ᾿ Αὐτόν». Ἡ πνευματική αὐτή συγκόλλησις ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό κι αὐτό τό ἔργο ἐπιτυγχάνεται μέ τήν προσευχή.

Ὅταν ἀκοῦμε ἐμεῖς νά διαβάζουν προσευχή, νά μή νομίζουμε ὅτι κάθε προσευχή εἶναι προσευχή. Ἐάν ἐγώ λέγω τήν προσευχή μέ τήν γλῶσσα καί ὁ νοῦς μου εἶναι στό βουνό, ἐγώ ὁ ἴδιος ἐξαπατῶ τόν ἑαυτό μου, ὅταν προσεύχομαι. Ὁ Θεός στήν ὥρα τῆς προσευχῆς δέν ζητεῖ μόνο τά χείλη καί τήν γλῶσσα, ἀλλά τόν νοῦ καί τήν καρδία.

Ἡ προσευχή τήν ὁποίαν κάνουμε μέ τό στόμα καί μέ τά χείλη εἶναι καλή μέχρις σέ ἕνα μέτρο, διότι κι αὐτή ἔχει θεμέλια στήν Ἁγία Γραφή. Ὅταν ἀκοῦς τόν Ἀπόστόλο Παῦλο νά λέγει: «Προσφέρετε στόν Θεό τόν καρπόν τῶν χειλέων σας…», ἐννοεῖ τήν προσευχή τοῦ στόματος, πού τήν διαβάζουμε. Καί ὅταν ἀκοῦς τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν να λέγει: «Μέ τήν φωνή μου πρός τόν Κύριο ἔκραξα μέ τήν φωνή μου στόν Κύριο προσευχήθηκα, ἀναφέρεται στήν προσευχή τῆς γλώσσης καί τῆς φωνῆς. Ὅταν ἀκοῦς τόν Προφήτη νά λέγει: «Ὕψωσα σ᾿ Αὐτόν τήν γλῶσσα μου καί τό στόμα μου λέγει τήν προσευχή». Ἤ: «Ἄκουε Θεέ μου τήν προσευχή μου καί μή περιφρονήσης τήν δέησίν μου». Πάλι ἀναφέρεται στήν προσευχή τοῦ στόματος καί ἐδῶ ἡ Ἁγία Γραφή.

Ἀλλά νά γνωρίζεις ὅτι ἡ προσευχή τοῦ στόματος, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, μεγάλου φιλοσόφου καί ἀδελφοῦ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἶναι τό πιό ἀπομακρυσμένο σύνορο τῆς προσευχῆς, ἤ νά εἰπῶ καλλίτερα γιά νά καταλάβεις, εἶναι ἡ κατώτερη βαθμίδα τῆς προσευχῆς. Ξέρεις ὅτι, ὅταν ἀναβαίνεις τήν σκάλα, βάζεις τό πόδι σου στό πρῶτο σκαλί. Καί ὅσα σκαλιά ἔχεις μπροστά σου, τά ἀνεβαίνεις ἕνα-ἕνα. Ἐνῶ ἡ σκάλα ἀναβάσεως τῆς προσευχῆς δέν ἔχει τέλος, διότι φθάνει μέχρις ἐκεῖ γιά νά σέ ἑνώσει μέ τόν Θεό. Καί, καθώς ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος στήν ἁγιότητά Του, μέ τό ὕψος τῶν ἰδιοτήτων Του, δέν ἔχει τέλος ἡ καλωσύνη Του καί ἡ ἁγιότης Του, ἔτσι καί ἡ προσευχή, στήν πνευματική της πορεία αὐξανόμενη ἀνεβαίνει σέ ὕψει στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει σύνορο.

Καί ὄχι μόνον ἡ προσευχή δέν ἔχει ὅρια, ἀλλά καί ὅλες οἱ ἀρετές πού γεννῶνται ἀπό τόν Θεό εἶναι ἄπειρες (χωρίς σύνορα). Ἐπειδή προέρχονται ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἄπειρος. Εἴτε ἡ πίστις, εἴτε ἡ ἐλπίς, εἴτε ἡ ἀγάπη εἴτε τό ἔλεος ὅλες εἶναι ἄπειρες ἀρετές, διότι καί ὁ Θεός ἀπό τόν Ὁποῖον προέρχονται, εἶναι ἄπειρος.

Λοιπόν, ὅταν προσευχώμεθα μέ τό στόμα κάνουμε καλό ἔργο, διότι ἀπ᾿ αὐτό ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά μαθαίνει τήν προσευχή. Μέ τό στόμα ἀρχίζουμε νά μαθαίνουμε πρῶτα γιά τίς βασικές προσευχές, ὅπως εἶναι τό «Βασιλεῦ οὐράνιε…», Τό «Ἅγιος ὁ Θεός….»,τό «Πάτερ ἡμῶν…»,, τόν 50ον Ψαλμό.

Καί μιλώντας τώρα γιά τήν προσευχή θά μιλήσουμε γιά τίς βαθμίδες τῆς προσευχῆς, ἔτσι ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ὅταν προσευχώμεθά μέ τό στόμα εἴμεθα στήν πρώτη καί κατώτερη βαθμίδα τῆς προσευχῆς. Καί στήν συνέχεια πρέπει νά περάσουμε ἀπό τό στόμα στόν νοῦ, διότι ἡ ψυχή μας ἀποτελεῖται ἀπό δύο ἡγεμονικά κέντρα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στήν Δογματική του καί στό κεφάλαιο «Νοῦς καί καρδία».

Ὁ νοῦς γεννάει πάντοτε λογισμούς. Τό κεφάλι εἶναι ἐργαλεῖο τῆς λογικῆς, ἐνῶ ἡ καρδιά εἶναι ἐργαλεῖο τῶν πνευματικῶν αἰσθημάτων. Διότι ποῦ αἰσθάνεσαι περισσότερο τήν χαρά, τήν ἀποστροφή γιά κάτι ἤ τόν φόβο; Ὄχι στήν καρδιά; Βλέπεις ὅτι ἡ αἴσθησις τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται στήν καρδιά;

Λοιπόν, θέλω νά σᾶς εἰπῶ ἕνα πρᾶγμα. Ὅταν προσευχώμεθα μέ τό στόμα, εὑρισκόμεθα στήν ἀρχή τῆς προσευχῆς μας. Ἐάν ἐγώ λέγω μέ τό στόμα τήν προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό», ἤ τό «Πάτερ ἡμῶν», ἤ τό «Θεοτόκε Παρθένε», ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη τήν ὁποία καταλαβαίνω μέ τό μυαλό μου, αὐτή ἡ προσευχή πού δέν λέγεται μέ τό στόμα, ἀλλά μέ τόν νοῦ εἶναι ἡ δεύτερη βαθμίδα καί λέγεται βαθμίδα τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ἐάν αὐτή τήν προσευχή πού τήν λέγω μέ τό στόμα καί τήν καταλαβαίνω μέ τόν νοῦ, καί τήν αἰσθάνεται καί ἡ καρδία-διότι καί ἡ καρδιά αἰσθάνεται-γίνεται ἀμέσως προσευχή τῆς καρδίας. Κι αὐτή εἶναι ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα τῆς προσευχῆς. Λοιπόν, ἄκουσε τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Θέλω καλλίτερα να λέγω πέντε λόγους μέ τόν νοῦ στήν ἐκκλησία, παρά δέκα χιλιάδες λόγια μέ τήν γλῶσσα». Ἀκούσατε πόσο ὑψηλή εἶναι ἡ νοερά προσευχή ἀπό τήν στοματική προσευχή; Διότι καί ὁ Ἀπόστολος προτιμᾶ να λέγει πέντε λόγους μέ τόν νοῦ παρά δέκα χιλιάδες λόγια μέ τό στόμα. Καί ὅπωσδήποτε ἡ προσευχή τοῦ νοῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή τοῦ στόματος.

Ἀλλά ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ πλέον ἀνωτέρα; Ὄχι! Τήν προσευχή αὐτή τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες προσευχή μέ ἕνα φτερό, ἤ προσευχή μέ ἕνα πόδι, διότι οὔτε αὐτή ἡ προσευχή εἶναι τελεία καί ἀνωτάτη. Τῆς χρειάζεται κάτι ἄλλο. Πρέπει να ὁδηγήσουμε αὐτή τήν προσευχή ἀπό τήν κατανόησι τοῦ νοῦ στήν αἴσθησι τῆς καρδίας.

Ὅταν λέγωμεν τήν προσευχή μέ τήν γλῶσσα καί τήν κατανοοῦμε μέ τόν νοῦ καί τήν αἰσθανόμεθά μέ τήν καρδία μας, αὐτή γίνεται σφαιρική, στρογγυλή κατά τήν κίνησι τῆς ψυχῆς μας. Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πλέον ἀνώτερη καί ὀνομάζεται καρδιακή προσευχή.

Ἀλλά ἴσως μέ ἐρωτήσετε: Ἡ προσευχή τῆς καρδίας εἶναι ἡ πιό ὑψηλή; Ὑπάρχουν κι ἄλλες προσευχές ἀνώτερες ἀπ᾿ αὐτή τήν καρδιακή προσευχή; Λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι στήν καρδιακή προσευχή φθάνει μόλις ἕνας στούς 10.000 ἀνθρώπους. Ἐνῶ στήν προσευχή πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή τῆς καρδίας μόλις φθάνει ἕνας ἀπό κάθε ἔθνος.

Καί ποιές εἶναι οἱ ἄλλες βαθμίδες τῆς καρδιακῆς προσευχῆς;

Πρώτη εἶναι ἡ αὐτοκινούμενη προσευχή. Γιατί λέγεται ἔτσι; Ὅταν ἐνισχύεται ἡ προσευχή τῆς καρδίας μέ τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….», ἀπό κάποιο καιρό καί μετά λέγεται μέσα στήν καρδιά ἡ προσευχή μόνη της, χωρίς λόγια. Αὐτή εἶναι πού λέγει τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἆσμα Ἀσμάτων» «Ἐγώ κοιμοῦμαι καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Γνωρίζεις τότε πῶς εἶναι ἡ προσευχή μας; Ὅπως ἕνα ἐκκρεμές ρολόγι πού λειτουργεῖ καί δείχνει τίς ὧρες καί τά λεπτά μόνο του.

Γι᾿ αὐτή τήν βαθμίδα τῆς προσευχῆς ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν παραγγέλει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». (Α Θες.5,17). Μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά κάτι ἀνώτερο ἀπό τίς δυνάμεις μας. Πῶς μπορῶ νά προσεύχομαι ἀδιάκοπα; Καί, ὅταν κοιμοῦμαι; Καί, ὅταν τρώγω; Καί, ὅταν συνομιλῶ μέ ἀνθρώπους; Ναί, μπορεῖς, ἐάν θέλεις!

Ὁ ἄνθρωπος πού ἔφθασε στήν αὐτοκινούμενη προσευχή, ὁπουδήποτε κι ἄν εἶναι, ἡ καρδιά του προσεύχεται παντοτεινά. Εἴτε εἶσαι στό ἀεροπλάνο, εἴτε εἶσαι στό τραῖνο, στό ἐργοστάσιο, στόν σταθμό, στόν δρόμο. Κι ἀκόμη ἄν κοιμᾶσαι, ἡ καρδιά σου ἀγρυπνεῖ. Ὅταν ἡ προσευχή λέγεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μόνη της, τότε ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία προσευχή. Ὅπου καί νά ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς, μπορεῖ καί νά προσεύχεται.

Οἱ Ἀπόστολοι δέν μᾶς διδάσκουν τίποτε ἀνώτερο ἀπό τίς δυνάμεις μας. Ὅποιος συνομιλεῖ πάντοτε μέ τόν Θεό γίνεται, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, τό «στόμα τοῦ Πνεύματος». Αὐτή εἶναι ἡ τετάρτη βαθμίδα τῆς προσευχῆς.

Στήν συνέχεια ὑπάρχει μία ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα πού λέγεται «Θεωρητική προσευχή». Τί εἶναι αὐτή; Εἶδες τόν ἅγιο Ἀντώνιο τόν Μέγα; Ἐνῶ ἦταν, στό βουνό τῆς Θηβαΐδας, πού εἶναι στήν Αἴγυπτο, ἔβλεπε μέ τόν νοῦ του τόν ἅγιο Ἀμμώνιο, ἕναν ἄλλον μεγάλο ἡσυχαστή. Αὐτοῦ εἶχε ἐξέλθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί μεταφερόταν ἀπό τούς ἀγγέλους στόν οὐρανό. Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἄρχισε νά προσκυνᾶ. Καί οἱ μαθηταί τους τόν ἐρώτησαν γιατί γονατίζει. Καί ἐκεῖνος τούς ἀπήντησε: «Ὁ ἀδελφός μας Ἀμμώνιος, μεγάλος στῦλος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς τώρα ἀνεβαίνει στούς οὐρανούς καί ἔσκυψα νά τόν προσκυνήσω».

Καί ἦταν μεγάλη ἡ ἀπόστασις ἀπό τόν Μέγα Ἀντώνιο μέχρι τό βουνό πού ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἀμμώνιος. Καί ὅμως ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ἔβλεπε τήν ψυχή τοῦ Ἀμμωνίου νά ἀνέρχεται στούς οὐρανούς, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τό σῶμα του, συνοδευόμενη ἀπό ἀγγέλους.

Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος νά θεωρεῖ τόν Θεό, εἶναι στήν βαθμίδα τῆς θεωρίας. Δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ προσευχομένου φθάνει τόσο ὑψηλά ὥστε βλέπει τόν τόπο πού εἴμεθα ἐμεῖς ἐδῶ. Βλέπει τούς δαίμονες καί τούς ἀγγέλους, ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς καθημερινά τούς ἀνθρώπους. Βλέπει τά πάντα ὁ νοῦς του. Καί τά βλέπει ὅλα αὐτά, διότι καθαρίσθηκε ἡ καρδιά του. Καί βλέπει ἀκόμη τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων. Τόσο πολύ καθαρίζεται ὁ νοῦς του, ὥστε νά σοῦ λέγει τί σκέπτεσαι καί τί σκέπτεται ὁ ἄλλος. Εἶδες τόν Σωτῆρα μας Χριστό; «Γνωρίζοντας τίς σκέψεις τῶν γραμματέων καί φαρισαίων,  τούς εἶπε: «Τί κακούς λογισμούς ἔχετε στίς καρδιές σας; Τί εἶναι εὐκολώτερο νά εἰπῶ; Σήκωσε τό κρεββάτι σου καί περιπάτει; Ἤ νά εἰπῶ; «Συγχωρημένες νά εἶναι οἱ ἁμαρτίες σου;» Βλέπετε ἐδῶ; Ὁ Χριστός, ἐπειδή ἦταν Θεός, ἐγνώριζε τούς λογισμούς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων!

Ἰδού, σέ τί μέτρα μπορεῖ νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος πού ἀνέβηκε στήν πέμπτη αὐτή βαθμίδα τῆς προσευχῆς!

Ἀλλά ὑπάρχει καί ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα, ἡ ἕκτη. Εἶναι ἡ προσευχή τῆς ἐκστάσεως καί τοῦ θάμβους. Δι᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος ἁρπάζεται μέ τόν νοῦ του στόν οὐρανό. Ἡ μορφή του γίνεται σάν τήν φωτιά καί τά χέρια καί τά δάκτυλά του σάν φλόγες πυρός. Καί δέν εἶναι πλέον μέ τόν νοῦ στήν γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό.

Ὑψηλότερη ἀπό τήν ἐκστατική ἤ θαμβωτική προσευχή εἶναι ἡ πνευματική προσευχή. Αὐτή δέν πρέπει να ὀνομάζεται προσευχή. Κατά τούς ἁγίους Πατέρες καλεῖται πνευματική θεωρία ἤ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σ᾿ αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶχε φθάσει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.

Ὁπότε ἡ πνευματική αὐτή προσευχή εἶναι ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος  γίνεται ἕνα μέ τόν Θεό. Σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι ἦταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔλεγε τά ἑξῆς, καί ἐννοοῦσε τόν ἑαυτό του: «Γνωρίζω κάποιον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό 14 χρόνια, ἁρπάχθηκε μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ καί ἄκουσε ἐκεῖ λόγια, τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά τά καταλάβει ἄνθρωπος. Ἄν ἦταν μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα του, δέν γνωρίζω. Ὁ Θεός γνωρίζει».

Αὐτός δέν ἐγνώριζε πῶς ἦταν. Διότι σ᾿ αὐτή τήν πνευματική προσευχή δέν ἐργάζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτό διότι ἁρπάζεται ἀπό τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μεταφέρεται στήν οὐράνια δόξα καί δέν μπορεῖ νά σκεφθῆ τί θέλει. Ἀκόμη ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μεταφέρεται στίς μεγάλες ἀποκαλύψεις τῆς κολάσεως, καί ὅπου θέλει νά μεταφέρει τήν ψυχή το Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐνῶ εἶναι στόν τόπο πού κατοικεῖ, δέν γνωρίζει ἐάν ἐκεῖ ἐπῆγε μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα του, ὅπως μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Σ᾿ αὐτή τήν προσευχή, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ὅτι ἕνας ἀπό κάθε ἔθνος εἶναι δυνατόν νά φθάσει σ᾿ αὐτή τήν ἀποκάλυψι. Δηλαδή σέ μία γενεά ἀνθρώπων εἶναι δυνατόν νά εὑρεθῆ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος.

Γιατί σᾶς εἶπα γι᾿ αὐτές τίς βαθμίδες τῆς προσευχῆς;  Γιά νά γνωρίζουμε ὅτι δέν μπορεῖ μόνος του ὁ ἄνθρωπος νά φθάση σ᾿ αὐτές τίς βαθμίδες μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσφέρει μόνο τήν θέλησί του σ᾿ αὐτό τόν ἀγῶνα. Νά θέλει νά προσεύχεται, ὅπως μπορεῖ γιά νά ἀξιωθῆ νά ἀνέβη καί στίς ἄλλες βαθμίδες. Βέβαια εἶναι μία ἐργασία πού ἐξαρτᾶται βασικά ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.

Ὁπότε , σ᾿ αὐτή τήν προσευχή πρέπει νά ἑνωθῆ ὁ νοῦς καί ἡ καρδία. Εἶναι μία προσευχή τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Εἶναι προσευχή τῆς καθαρᾶς καρδίας. Ἀλλά νά γνωρίζετε ὅτι ὁ νοῦς κατεβαίνοντας στήν καρδιά περνάει ἀπό δύο τελωνεῖα ἤ ἐμπόδια, μέχρι νά ἑνωθῆ μέ τήν καρδιά. Ποιά εἶναι αὐτά τά τελωνεῖα; Τό πρῶτο εἶναι ἡ φαντασία μέ διάφορες παραστάσεις πού ἔρχονται καί τό δεύτερο εἶναι τό τελωνεῖο τῆς λογικῆς πού στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς.

Κατεβαίνοντας ὁ νοῦς στήν καρδιά, συναντᾶ τό πρῶτο τελώνιο, τήν φαντασία, τίς νοερές εἰκόνες καί παραστάσεις. Εἶδες ὅταν στέκεσαι σέ προσευχή καί ἐμφανίζονται στόν νοῦ σου χιλιάδες παραστάσεις, ἀληθινές καί εἰκονικές. Ἡ μία παράστασις σέ στενοχωρεῖ, ἡ ἄλλη σέ σκανδαλίζει γιατί θέλει νά σοῦ προκαλέσει κάποιο πάθος. Καί τότε ὁ νοῦς μας δυσκολεύεται νά πάη στήν καρδιά.

Αὐτό τό πρῶτο ἐμπόδιο. Ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, λέγει στήν Φιλοκαλία: «Μακάριος εἶναι ὁ νοῦς, πού ἔφθασε νά προσεύχεται στόν Χριστό, χωρίς φανταστικές εἰκόνες καί νοερές μορφές». Ὁ νοῦς τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ δέν εἶχε φανταστικές εἰκόνες, λέγουν οἱ ἱεροί θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι Αὐτός ἦταν ὁ νέος Ἀδάμ καί ἦλθε να ἀνακαλέσει, νά ξαναδημιουργήσει πνευματικά τόν παλαιό Ἀδάμ, ὅπως ἦταν στόν παράδεσο, πρίν ἀπό τήν πτῶσι του.

Ἀλλά καί ὁ Ἀδάμ, ὅταν δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό στόν παράδεισο, δέν εἶχε φαντασία, δέν εἶχε νοερές παραστάσεις. Ὁ σατανᾶς ἔπεσε ἐξ αἰτίας τῆς φαντασίας του, διότι ἤθελε νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεό, ὅπως λέγει ὁ Ἡσαΐας: «Ἐσύ εἶπες μέ τήν σκέψι σου: Θά ἀνέβω ἐπάνω ἀπό τά σύννεφα, ἐπάνω ἀπό τά βουνά τοῦ βορρᾶ, τά ὁποῖα εἶναι μέχρι τούς οὐρανούς, ἐπάνω ἀπό τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ θά τοποθετήσω τόν θρόνο μου καί θά ὁμοιάσω μέ τόν Ὕψιστον». Καί μόνο πού τά σκέφθηκε αὐτά, ἔριξε ὁ Θεός τόν Ἑωσφόρο ἀπό τόν οὐρανό κάτω. Διότι φαντάστηκε ὅτι θα γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό, μή γνωρίζοντας τί εἶναι ἡ κτίσις. Ὅτι ὁ Θεός τόν ἔπλασε μόνο μέ τήν σκέψι Του καί θά ἠμποροῦσε νά τόν γκρεμίσει σέ μία στιγμούλα.

Ἔτσι καί ὁ Ἀδάμ. Ὅταν ἔπεσε, ἔπεσε μέ τόν λογισμό του. Τί τοῦ εἶπε ὁ σατανᾶς; «Δέν θά ἀποθάνεις, θα εἶσαι σάν τόν Θεό, καί θά γνωρίζεις τό καλό καί τό κακό». Καί, πῶς φαντάσθηκε ὅτι θά γίνει σάν τόν Θεό; Ἔπεσε μέσω τῆς φαντασίας του ἀπό τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί κατόπιν ἐκδιώχθηκε ἀπό τόν παράδεισο. Γι᾿ αὐτό οἱ Θεῖοι Πατέρες ὀνομάζουν τήν φαντασία γέφυρα τῶν δαιμόνων. Δέν περνᾶ οὔτε ἕνα ἁμάρτημα ἀπό τό μυαλό στήν αἴσθησι τῆς καρδιᾶς, ἐάν δέν τό φαντασθῆ πρῶτα ὁ ἄνθρωπος στό μυαλό του.

Λοιπόν, στόν καιρό τῆς προσευχῆς δέν ἔχεις τήν ἄδεια νά φαντάζεσαι τίποτε. Οὔτε ἅγιες παραστάσεις, οὔτε τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ, ἤ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, οὔτε τόν θρόνο τῆς μελλούσης κρίσεως. Τίποτε ἀπολύτως. Διότι ὅλες οἱ παραστάσεις εἶναι ἔξω ἀπό τήν καρδιά καί ἐάν παραμείνουν, θά προσκυνήσεις αὐτές καί ὄχι τόν Χριστόν.

Ὁ νοῦς πρέπει νά κατεβαίνει στήν καρδιά, διότι ἡ καρδιά εἶναι ἡ κατοικία τοῦ νοῦ. Ὅπως λέγει καί ὁ Χριστός: «Ἐσύ, ὅταν προσεύχεσαι, εἴσελθε στήν  κάμαρά σου καί κλείδωσε τήν πόρτα σου καί προσευχήσου στόν Πατέρα σου μυστικά. Καί ὁ Πατέρας σου, ὁ ὁποῖος βλέπει τήν μυστική σου προσευχή, θά σέ πληρώσει ἐν τῶ φανερῶ».

Ἐπίσης ἐδῶ οἱ Θεῖοι Πατέρες ἐννοῦν κάποιο ἄλλο νόημα. Τρεῖς εἶναι οἱ πόρτες τίς ὁποῖες πρέπει νά κλείσει κάποιος γιά νά προσευχηθῆ. Εἶναι ἡ ξύλινη πόρτα τοῦ δωματίου, ἡ πόρτα τῶν χειλέων γιά νά μή ὁμιλεῖ μέ κανέναν παρά μόνο μέ τόν Θεό. Καί τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς γιά τά πνεύματα, γιά νά προσεύχεται μέ τόν νοῦ στήν κάμαρα τῆς καρδιᾶς του. Διότι ἡ καρδιά εἶναι ἡ κατοικία τοῦ νοῦ.

Ἄκουσε ἐδῶ τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἄνθρωπε, κατέβα μέ τόν νοῦ σου στόν οἶκο τῆς καρδιᾶς σου καί τότε ἔφθασες στόν  οὐρανό. Διότι τό ἴδιο εἶναι ἡ κατοικία τῆς καρδιᾶς σου μέ τήν Βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλά ποιός μᾶς εἶπε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ καρδιά μας; Ὁ Χριστός. Ἰδού τί μᾶς εἶπε:  «Ἡ Βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ εἶναι μέσα σας». Συνεπῶς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ οὐρανοῦ εἶναι μέσα στήν καρδιά μας. Καί, ὅταν κατεβαίνει ὁ νοῦς στήν καρδιά, τότε ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὁ καλλίτερος νόμος τῆς προσευχῆς εἶναι νά μή φαντάζεσαι τίποτε τήν ὥρα πού προσεύχεσαι. Οἱ εἰκόνες τῆς φαντασίας μας εἶναι τριῶν εἰδῶν: Καλές, κακές καί ἅγιες. Νά μή δέχεσαι κανένα ἀπ᾿ αὐτά τά τρία εἴδη. Καί, ἐάν σταματήσεις νά περιεργάζεσαι τίς εἰκόνες τῆς φαντασίας σου, δέν θά ἠμπορέσεις νά φθάσης μέ τό νοῦ σου στόν οἶκο τῆς καρδιᾶς σου.

Ἐνῶ τό τελώνιο τῆς λογικῆς, τό ὁποῖον φράζει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς, συναντᾶ ἄλλα κακά πνεύματα. Καί θά σᾶς δώσω τώρα ἕνα παράδειγμα νά καταλάβετε.

Στό τελώνιο τῆς λογικῆς συναντοῦν τόν νοῦ μας οἱ θεολόγοι τοῦ σκότους καί οἱ φιλόσοφοι τοῦ Ἄδου, καί δίνουν στόν νοῦ πνευματικές ὀρθολογιστικές σκέψεις. Ὁ νοῦς μας, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ἔχει τήν ἰδιότητα νά ἐκπηγάζει αἰώνιες σκέψεις, καλές καί κακές. Καί δέν ξέρει κανείς ἀπό ποῦ πηγάζουν ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις. Νομίζεις ὅτι εἶναι σάν μύλος πού περιστρέφονται οἱ πέτρες ἐπάνω στό σιτάρι. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμεθά πού ἀποφασίζουμε νά ἀπολύουμε αὐτές τίς σκέψεις.

Ἐνίοτε, ὅταν προσεύχεσαι, μπορεῖς νά εἶσαι ὄρθιος ἤ γονατιστός ἤ σέ ἕνα σκαμνί ἤ σέ ἕνα πάγκο, ἀκόμη καί ξαπλωμένος, ὅταν εἶσαι ἀσθενής ἤ ἡλικιωμένος, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ὁ Θεός δέν ζητεῖ εἰδική τοποθεσία γιά τήν προσευχή, ἀλλά ζητεῖ τόν νοῦ νά πάει στήν καρδιά, ὅπου εἶναι ἡ φυσική του κατοικία. Στήν ὥρα τῆς προσευχῆς, βλέπεις ὅτι ἔρχονται στό μυαλό σου ὄχι λόγια κακά, ἀλλά λόγια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως πειράχθηκε καί ὁ Χριστός μας, στό Σαραντάριο ὄρος. Ὁ διάβολος δέν Τόν ἐπείραξε μέ τά λόγια τῆς Γραφῆς; Τοῦ εἶπε: «Νά πέσεις κάτω, διότι εἶναι γραμμένο, ὅτι θά διατάξει τούς Ἀγγέλους Του νά σέ σηκώσουν στά χέρια, γιά νά μή κτυπηθοῦν στίς πέτρες τά πόδια Σου».

Εἶδες ὅτι ὁ σκοπός τους εἶναι νά σέ πειράξουν μέ λόγια τῆς Γραφῆς; Ἔτσι γίνεται καί μέ τόν νοῦ μας, ὅταν θέλει νά κατέβη στήν καρδιά μέ τήν προσευχή. Καί τό δαιμόνιο τῆς λογικῆς ἔρχεται καί στέκεται στήν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς καί σοῦ λέγει μέ λόγια πάλι τῆς Γραφῆς: «Ὑψώθηκες ἀπό τήν θάλασσα θορυβούμενος ἀπό πολλά ὕδατα» ἤ «τά πρόβατα ἔπασχαν ἀπό ἔλλειψι τροφῆς, ἐνῶ δέν θά ὑπάρχουν βόδια στήν φάτνη τους».

Τί εἶναι αὐτά πού λέγει ἡ Γραφή; Ποιά εἶναι τά βόδια; Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Καί ἀμέσως σοῦ φέρει στόν νοῦ τήν ἐξήγησι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: οἱ λογικοί βόες, ἐπειδή εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τά πρόβατα, εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς. Ποιμαντική Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱεραρχία. Ποιά εἶναι τά πρόβατα; Εἶναι ἡ ὑπακούουσα Ἐκκλησία, πού ἔχει μέσα της τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Πόσες φορές δέν ὠνόμασε ὁ Χριστός τόν λαό του, λογικά πρόβατα;

Τί εἶναι ἡ φάτνη στήν ὁποία τρώγουν τά βόδια καί τά πρόβατα; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ποιμαντική Ἐκκλησία (ποιμένες) καί ἡ ὑπακούουσα Ἐκκλησία (λαός) τρέφονται ἀπό τά Πανάχραντα Μυστήρια, μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὅλων τῶν δογμάτων καί ἑρμηνειῶν τῶν Εὐαγγελίων. Ἀπό ποῦ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἀπό τήν φάτνη, δηλαδή τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδῶ; «τά πρόβατα ἔπασχαν ἀπό ἔλλειψι τροφῆς, ἐνῶ δέν θά ὑπάρχουν βόδια στήν φάτνη τους». Δηλαδή ἀπουσιάζει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι δέν θά εἶναι οἱ ποιμένες στήν Ἐκκλησία. Διότι βόες, μέ μεταφορική ἔννοια, εἶναι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἰδού τί πνευματικές καί ὑψηλές ἔννοιες μᾶς ἔρχονται στήν ὥρα τῆς προσευχῆς! Ἀλλά ὁ ἐχθρός δέν στενοχωριέται ἀπ᾿ αὐτά, ὅταν βλέπει ὅτι ἐσύ χρησιμοποιεῖς τήν λογική σου. Ἀντιθέτως χαίρεται. Διότι θεολογεῖς, ὅταν προσεύχεσαι.

Ἀδελφοί μου, τί ζητοῦν αὐτά τά πράγματα στήν προσευχή; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Σύ, ὅταν προσεύχεσαι, μή θεολογεῖς, διότι θά ἐμπαίζεσαι ἀπό τούς δαίμονες! Ὅταν προσεύχεσαι πρέπει νά ἔχεις τήν καρδιά σου κλειστή καί ταπεινή, καί νά ἔχεις πόνο καρδιακό γιά τίς ἁμαρτίες σου. Τό μυστήριο αὐτό εἶναι ἀπό τόν Θεό, νά πηγάζουν νοερές κινήσεις ἀπό τόν οὐρανό εἴτε ἀπό τήν γῆ.

Ὁπότε, δέν πρέπει νά θεολογεῖς στήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Δηλαδή δέν πρέπει νά φέρεις στόν νοῦ σου χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Νά κατεβάζεις τόν νοῦν σου στήν καρδιά μόνο μέ μία φράσι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλόν». Καί δέν πρέπει νά ἀπασχολοῦμε τόν νοῦ μας μέ ἄλλη νοερά κίνησι ἤ θεολογική σκέψι. Ἄν ὁ νοῦς μας ἀσχολεῖται μέ  παραστάσεις ἤ χωρία τῆς Γραφῆς, στήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν θά κατέβη ποτέ ὁ νοῦς στήν καρδιά μας.

Ὁ διάβολος σάν θεολόγος τοῦ σκότους καί φιλόσοφος τῆς κολάσεως ἔχει ἕνα σκοπό νά ἀπασχολεῖ τόν νοῦ μας μέ θεολογικές ἔννοιες στήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ διάβολος στήν ὥρα τῆς προσευχῆς σοῦ φέρει τήν Ἁγία Γραφή, σάν παλαιός θεολόγος πού εἶναι καί τήν ξέρει τήν Γραφή ἀπέξω. Ἕνα πράγμα θέλει ὁ διάβολος: Νά μή προσεύχεσαι. Ξέρει πολύ καλά ὅτι τόν καίει τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί σοῦ παρουσιάζει κείμενα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τόν Ἀπόστολο, ἀπό τά κηρύγματα πού ἄκουσες στήν ἐκκλησία. Ἐσύ θέλεις νά προσεύχεσαι καί ὁ διάβολος θεολογεῖ μέσα στό μυαλό σου. Καί τότε ἀποκτᾶς μία πνευματική ἀλαζονεία λέγοντας: «Στήν προσευχή μου ἦλθαν πνευματικοί καί ὑψηλοί θεολογικοί λόγοι». Καί ὁ διάβολος γελάει μέ τό στόμα ἀνοικτό μέχρι τά αὐτιά του! Ἐνῶ ἐσύ προσεύχεσαι καί ταυτόχρονα θεολογεῖς. Ἐνῶ μᾶς λέγει ὁ Σωτήρας μας Χριστός: «Δέν θέλω νά προσεύχεσθε πολύ ὅπως οἱ ὑποκριτές, διότι αὐτοί νομίζουν ὅτι μέ τά πολλά λόγια θά τούς ἀκούσει ὁ Θεός».

Ὁ Χριστός μας ζητεῖ τήν μονολογία. Ἕνα μόνο λόγο. Εἶδες τί ἔγινε μέ τήν Χαναναία; Ἐπήγαινε στόν Χριστό καί ἔκραζε μέ τά ἴδια λόγια: «Ἰησοῦ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Υἱέ Δαβίδ ἐλέησόν με». Ἀλλά ἔκραζε ἀπό τήν καρδιά της. Δέν προσευχόταν μέ πολλά λόγια, παρά μόνο μέ ἕνα λόγο καί ἐνίκησε τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καί τῆς εἶπε: «Ἔε, γυναῖκα, ἡ πίστίς σου εἶναι μεγάλη!»

Ὁ Χριστός εἶναι μέσα στήν καρδιά μας, ἀπό τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς μας. Ἐκεῖ εἶναι ἡ νύμφη καρδιά μας καί ζητεῖ νά ἑνωθῆ μέ τόν Νυμφίο Χριστό.

Ὅταν ὁ νοῦς εἰσέλθη στήν καρδιά συμβαίνει ἕνα φυσικό σημεῖο. Ἀρχίζει σάν μέ ἕνα καρφί νά κεντᾶται ἡ καρδιά καί νά θερμαίνεται ἀπό τό κέντρο πρός τά ἔξω. Μετά θερμαίνεται ὁλόκληρη, κατόπιν τό στῆθος, οἱ ὠμοπλάτες, ἡ σπονδυλική στήλη ὅλο τό σῶμα καί ἀρχίζει νά τρέχει ὁ ἰδρῶτας μέ μεγάλη δύναμι. Καί τά μάτια τρέχουν θερμά δάκρυα μετανοίας μέ μεγάλη πνευματική φλόγα. Αὐτή εἶναι ἡ φλογισμένη προσευχή.

Τί ἀκριβῶς συμβαίνει ἐκεῖ; Συναντήθηκε ὁ Νυμφίος μέ τήν νύμφη. Αὐτή ἡ ἕνωσις κάνει τόν ἄνθρωπο ἕνα πνεῦμα μέ τόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτός πού συγκολλᾶται μέ τήν πόρνη, γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της….καί αὐτός πού ἑνώνεται μέ τόν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του». Αὐτή ἡ ἕνωσις μέ τόν Θεό στήν καρδιά προκαλεῖ μία μεγάλη πνευματική γλυκύτητα καί μεγάλη θερμότητα.

Θεμέλιο ἐργασίας εἶναι ἡ συντριβή τῆς καρδίας, ἡ μετάνοια, ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς γιά τίς ἁμαρτίες της καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας, τά ὁποῖα χύνονται ἐκείνες τίς στιγμές. Στήν κατάστασι αὐτή ἡ ψυχή ἔχει τόση εὐτυχία καί ἐλαφρότητα, τόση πνευματική θέρμη καί γλυκύτητα, ὥστε, ὅταν περάση αὐτή ἡ ἕνωσις μέ τόν Χριστό, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πῆ οὔτε δύο λέξεις σέ κάποιον.

Καί ὅταν γίνεται συχνά αὐτή ἡ κάθοδος τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δέν ἠμπορεῖ κατόπιν νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά οὔτε ἕνας λογισμός, μία σκέψις κοσμική! Ὁ οὐρανός τῆς καρδιᾶς του τόσο πολύ καθαρίζεται, ὥστε παραμένει μόνο αἰθέρας στήν καρδιά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ καρδιά γίνεται μακάρια, διότι ποτίσθηκε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί συνδέθηκε μέ μεγάλη ἀγάπη μέ τόν Χριστό. Ἡ πνευματική ἀγάπη τότε δέν μπορεῖ νά περιγραφῆ μέ ἀνθρώπινη γλῶσσα.

Σ᾿ αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶναι δυνατόν νά φθάση ἕνας στούς 10.000 ἀνθρώπους.

Ἴσως νά μέ ἐρωτήσετε: Κι ἐμεῖς, πάτερ, τί θά κάνουμε, τό πλήθος τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ξέρουμε αὐτή τήν τεχνική καί φιλοσοφία αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς; Θά χαθοῦμε στήν κόλασι;

Ὄχι! Ἐγώ σᾶς ἔδειξα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή προσευχή. Προσεύχομαι, ἀλλά ἀπό τότε πού ξέρω τόν ἑαυτό μου, δέν ἔχω φθάσει ποτέ σ᾿ αὐτό τό εἶδος τῆς προσευχῆς. Ἀλλά οὔτε αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ξέρω ἔστω κάτι. Διότι ἡ ἄγνοια εἶναι τύφλωσις τῆς ψυχῆς.

Ἀλλά ξέρεις τί λέγει ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφανείας καί ἀναισθησίας, ἐάν ἔχουμε δάκρυα στήν προσευχή; «Προσευχήθηκες θαυμάσια. Λίγο ἀκόμη καί θά φθάσης στήν καθαρά προσευχή. Δέν ἀπέχει πολύ ὁ οὐρανός ἀπό τήν γῆ». Ἀλλά προσοχή. Ἡ προσοχή στήν πορεία της πρός τήν καρδία δέν πρέπει νά συγκολλᾶται μέ ἄλλες παραστάσεις ἤ νοερές σκέψεις.

Ὅταν ἀρχίζουμε νά προσευχόμεθα νά ξέρουμε ὅτι εἴμεθα μακριά ἀπό τήν ἀληθινή προσευχή. Ὅσο ὁ νοῦς μας εἶναι κάτω ἐδῶ στήν γῆ, ἡ προσευχή μας εἶναι ἀκάθαρτη. Ἀλλά δέν πρέπει νά ἀπελπιζώμεθα, διότι ὁ Θεός γνωρίζει τήν ἀδυναμία μας.

Ὅταν ὁ νοῦς εἰσέλθη στήν καρδιά, δέν μπορεῖ νά λέγει ὁλόκληρη τήν εὐχή, παρά μόνο: «Κύριε, ἐλέησόν με». ἤ μόνο: «Ἰησοῦ ἐλέησόν με», ἤ μόνο: «Ἰησοῦ, Ἰησοῦ μου». Διότι ἡ καρδιά τότε κλείνει μέσα της τόν Ἰησοῦ. Καί δέν δέχεται ἄλλο ὄνομα! Δέν ἠμπορεῖ νά λέγει ὅλα τά λόγια τῆς εὐχῆς, διότι θά χάσει τήν νοερά προσοχή της. Διότι ἡ προσοχή εἶναι δύναμις τῆς προσευχῆς ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πάντως ὅταν ἀρχίζουμέ τήν προσευχή νά λέγωμεν ὅπως μποροῦμέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί ὅσο γίνεται συχνότερα. Ἔτσι μᾶς συμβουλεύει καί ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Καί ἀπό τήν συχνή προσευχή μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος καί τήν ἀληθινή προσευχή.

Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει: «Ἄραγε θά ἐγκαταλείψουμε τήν προσευχή τῆς ποσότητος; Αὐτήν πού διαβάζουμε στήν ἐκκλησία, ὅπου εἴμεθα μέσα μέ τό σῶμα, καί ὁ νοῦς μας εἶναι ἔξω ἀπό τό κείμενο πού διαβάζουμε;» Ὄχι, δέν θά τήν σταματήσουμε, διότι ἡ ἀρχάρια αὐτή προσευχή εἶναι ἡ αἰτία τῆς δευτέρας. Ἡ ποσότης γεννᾶ τήν ποιότητα. Λέγει καί μία παροιμία: Ἡ ἐξάσκησις ὁδηγεῖ στήν βράβευσι. Ὁπότε, ἄς προσευχώμεθα πάντοτε. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Προσευχόμενοι ἐμεῖς, ὅπως μποροῦμε, παρότι εἴμεθα ἀδύνατοι καί διασκορπισμένοι στό μυαλό, θά θελήσει ὁ Θεός κἄπου -κἄπου νά μᾶς χαρίσει καί στιγμές τῆς καθαρᾶς προσευχῆς.

Καί τότε ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά προσεύχεται μέ δάκρυα, μέ μεγάλη φλόγα. Καί ἡ λίγη χαρά πού θά πάρουμε, ὅταν ὁ νοῦς κατεβαίνει στήν καρδιά, εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅ,τι νά διαβάζουμε ἐπί ἕνα μῆνα τό Ψαλτήριο ἤ τίς Παρακλήσεις τῶν Ἁγίων. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις αὐτῆς τῆς προσευχῆς! Αὐτή ἡ προσευχή πού γίνεται μέ κόπο, δέν ἔρχεται «στό ἀμπέλι μας» ὅταν θέλουμε ἐμεῖς. Ἔρχεται, ὅταν θέλει ὁ Θεός νά ἐλεήσει τήν ψυχή μας!

Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος:  «Σημεῖον τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ εἶναι τά δάκρυα στήν προσευχή». Μέ αὐτά τά δάκρυα καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί φωτίζεται. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος λέγει ὅτι:  «ὅσο περισσότερο προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος μέ τά ἴδια πάντα λόγια, ἡ  ἴδια ἡ προσευχή του γίνεται διδάσκαλος γιά τήν ἀνώτερη προσευχή».

Τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», σημαίνουν ὅτι, ὁπουδήποτε εἴμεθα προσευχόμεθα, ὅπως ξέρουμε καί ὅσο μποροῦμε, ἀλλά πάντοτε. Κάθε προσευχή μας εἶναι καλή καί εὐεργετική γιά τήν ψυχή μας, διότι μᾶς φέρει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν προσοχή στόν ἑαυτό μας.

Νά μή ζητοῦμε τίς ἄλλες ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς προσευχῆς, διότι θά γεννηθῆ μέσα μας ἡ ὑπερηφάνεια! Προσευχόμεθα ὅπως μποροῦμε καί ὁ Θεός, βλέποντας ὅτι ἡ ψυχή μας βασανίζεται γιά νά διδαχθῆ τήν ἀληθινή προσευχή, μᾶς χαρίζει μερικές φορές στιγμές τῆς καθαρᾶς προσευχῆς.

Καί τότε ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό μέ βεβαιότητα, ὅτι ὅταν θέλει Ἐκεῖνος καί ὅσο θέλει θά μᾶς δώσει τήν ἀληθινή προσευχή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι τήν γλυκύτερη προσευχή τήν κάνεις, ὅταν εἶσαι μόνος σου. Τά ἴδια λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι εὑρίσκεις προσευχή ὅταν φεύγεις μακριά ἀπό τόν ὄχλο, σάν τό ἄγριο γαϊδούρι».

Εἶναι πολύ δύσκολο νά εὑρεθῆ ἄνθρωπος νά προσεύχεται μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, νά ἀποφεύγει τόν θόρυβο, τόν πολύ κόσμο καί τά κοσμικά ἀκούσματα. Τήν τέλεια προσευχή λίγοι ἄνθρωποι τήν ἐπιτυγχάνουν.

Χρειάζεται ἡ μοναξιά τῆς καρδιᾶς καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν κόσμο. Ἐγώ πηγαίνω στό δάσος, μπαίνω σέ μία σπηλιά, σέ μία καλύβα, κἄπου καί προσεύχομαι. Κι αὐτός ὁ τόπος μέ βοηθεῖ πολύ στήν προσευχή. Ἀλλά, ἐάν δέν ἀγαπᾶς τήν μόνωσι, δέν ἔχεις πρόοδο στήν προσευχή. Μπορεῖς νά εἶσαι στήν σπηλιά καί νά φαντάζεσαι μέ τόν νοῦν σου ὅλες τίς πόλεις τῆς Ρουμανίας καί ὅλο τό Βουκουρέστί καί ὅλες τίς ἀγορές. Ματαίως ἔφυγες σωματικά στήν ἔρημο, διότι δέν ἔφυγε καί ὁ νοῦς σου γιά τήν ἔρημο! Ὁπότε, τί σημαίνει μοναχός; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει: «Αὐτός πού εἶναι μέ τόν νοῦ του μακριά ἀπό τόν κόσμο καί προσεύχεται πάντοτε στόν Θεό, αὐτός εἶναι ὁ μοναχός». Ὁ Χριστός ζητᾶ νά ἐξέλθουμε μέ τόν νοῦ μας ἀπό τόν κόσμο καί ὄχι μόνο μέ τό σῶμα μας.

Θά ἠμποροῦσα νά στέκωμαι ἀνάμεσα στόν κοσμικό θόρυβο, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης, τόν ὁποῖον ἔβλεπαν νά στέκεται σάν μία στήλη πυρός στό μέσον τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶχε στήν τράπεζα τρεῖς χιλιάδες πτωχούς νά φροντίζει τήν ἡμέρα καί ὁ ἴδιος τούς ὑπηρετοῦσε στήν τράπεζα. Καί τόν ἔβλεπαν νά εἶναι ἀνάμεσα σέ τόσο κόσμο, ὡσάν νά ἦταν στήν βαθύτερη ἔρημο. Αὐτός δέν ἄκουγε καί δέν παρατηροῦσε τίποτε ἀπό τά κοσμικά πράγματα, διότι ἀντίκρυζε μόνο τά ἐπουράνια. Ἀλλά αὐτά εἶναι κατορθώματα τῶν τελείων στήν ἀρετή ἀνθρώπων.

Ἐνῶ ἐμεῖς, πού θέλουμε νά διδαχθοῦμε τήν ἀνώτερη προσευχή, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἀπομάκρυνσι καί μοναξιά. Κλείνεσαι μέσα στούς τέσσαρας τοίχους τοῦ κελλιοῦ σου καί μπορεῖς νά προσεύχεσαι μόνος σου. Ἔκλεισες καί τήν εἴσοδο τῆς οἰκίας τῆς καρδιᾶς σου; Ἔκτοτε μπορεῖς ἐν τῶ κρυπτῶ νά προσεύχεσαι στόν Θεό.

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά κρυφθῆ ποτέ ἀνάμεσα στούς τοίχους τοῦ κελλιοῦ». Μπορεῖς νά πᾶς καί σύ στήν ἔρημο καί ἐπάνω σέ στῦλο, μπορεῖς νά πᾶς ὁπουδήποτε, ἀλλά τόν νοῦ σου δέν μπορεῖς νά τόν κλειδώσεις σέ τέσσαρας τοίχους. Ὁ βαθύτερος τόπος στόν ὁποῖον μπορεῖς καί πρέπει νά κρύψης τόν νοῦ σου εἶναι τό σπίτι τῆς καρδιᾶς σου. Ἐκεῖ εἶναι τό φυσικό του κατοικητήριο, διότι ἐκεῖ θά συνομιλεῖ μέ τόν Ἰησοῦ, τόν Νυμφίο, ὁ Ὁποῖος μπῆκε στήν καρδιά σου ἀπό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματος.

Ὁ νοῦς σου γιά νά τόν κρύψης στήν καρδιά σου, πρέπει νά μπῆ ἐκεῖ μουγγός, βουβός καί τυφλός. Δηλαδή νά μήν ὁμιλεῖ, νά μήν ἀκούει τίποτε καί νά μή βλέπει τίποτε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Μόνο τόν  Ἰησοῦ νά βλέπει, μ᾿ Αὐτόν νά εἶναι ἑνωμένος ἐν Ἁγίω Πνεύματι.Ἐκεῖ στήν καρδιά κατοικοῦν μαζί ὁ Νυμφίος καί ἡ νύμφη (ψυχή), ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:  «Ἥνωσα τήν νύμφη μέ τόν ἀθάνατο Νυμφίο καί ἔχω πολύ φόβο νά μή πληγωθοῦν οἱ καρδιές σας, ὅπως συνέβη ἀπό τόν σατανᾶ στήν Εὔα». Δέν εἶπε «ὁ νοῦς σας», ἀλλά «οἱ καρδιές σας», διότι ἐγνώριζε ὅτι ἡ ἀληθινή ἕνωσις τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό γίνεται στήν καρδιά καί ὄχι σέ ἄλλο μέρος τοῦ σώματος.

Λοιπόν, ἐμεῖς νά προσευχώμεθα ὅπως μποροῦμε καί ὅσο γίνεται συχνότερα, διότι ἡ Χάρις εἶναι ἡ κοινή μητέρα μας γιά τό κάθε τι. Εἶδες τί κάνει μία καλή μητέρα μέ τό μικρότερο παιδάκι της; Ὅταν βλέπει ὅτι δέν μπορεῖ νά βαδίσει μέ τά ἀδύναμα ποδαράκια του, τό ἀφήνει λίγο νά περπατήσει καί ἐκεῖνο ἀμέσως πέφτει καί ἀρχίζει νά κλαίει, διότι δέν τό κρατοῦν τά καχεκτικά πόδια του. Κι ἀμέσως ἡ μαμά τό σηκώνει καί τό μαθαίνει πῶς λίγο-λίγο νά περπατᾶ. Τό ἀφήνει καί πάλι τό κρατᾶ στά χέρια της. Ἔτσι, θά μάθη νά περπατᾶ. Ἔτσι, κάνει καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέ ἐμᾶς στόν καιρό τῆς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη δέν ξέρουμε πῶς νά προσευχώμεθα.

Ὅταν ἔρχεται ἡ Χάρις, αἰσθάνεσαι μία γλυκύτητα στήν προσευχή, πού εἶναι νοερά ἤ καρδιακή. Κατόπιν, ὅταν σέ ἀφήνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς ἀκηδίας σου, ἀμέσως πέφτεις. Ὁ νοῦς σου σκέπτεται τόν κόσμο, εἶναι θορυβημένος. Κατόπιν σηκώνεσαι γιά νά μάθης νά βαδίσεις αὐτό τόν δρόμο καί νά σέ κρατοῦν τά πόδια σου. Ἔτσι, βλέποντας ὁ Θεός ὅτι θέλει ἡ ψυχή νά προσεύχεται, τήν ἀνεβάζει σιγά σιγά καί στίς ἄλλες βαθμίδες τῆς προσευχῆς. Καί, ὅταν μάθει κάποιος νά προσεύχεται δέν θέλει ἄλλον νά τόν πάρει ἀπό τό χέρι. Αὐτός πλέον ξέρει νά εὑρίσκει τήν ἀληθινή προσευχή στήν καρδιά του, ἡ ὁποία ἑνώνεται μέ τόν Χριστό.

Συνεπῶς, πρέπει νά προσευχώμεθα, ὅπως μποροῦμε. Ἐνίοτε μέ τό στόμα, ἄλλοτε μέ τόν νοῦ, ἄλλοτε μέ τήν καρδιά καί ἄλλοτε ὑπεράνω ὅλων μέ τήν προσευχή τῆς καρδίας.

Ἡ Χαναναία δέν ἦταν ἑβραία, ἀλλά ἀπό τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος καί ἦταν εἰδωλολάτρις. Ὅταν ἔμαθε ὅτι στά μέρη τῆς Παλαιστίνης κάποιος μεγάλος προφήτης διδάσκει καί θεραπεύει τόν κόσμο, ἦλθε καί ἔκραζε:  «Ἐλέησόν μέ καί μένα, διότι ἡ κόρη μου κακῶς δαιμονίζεται». Καί ὁ Χριστός γιά νά παρουσιάσει καί στούς ἄλλους τήν μεγάλη πίστι της, ἔκανε ὅτι δέν τήν ἄκουγε. Οἱ Μαθηταί Του τοῦ εἶπαν: «Δέν ἀκοῦς, Διδάσκαλε, πῶς κράζει ὀπίσω σου αὐτή ἡ γυναῖκα; Καί ὁ Κύριος τούς εἶπε μέ μία ἐπίπλαστη περιφρόνησι πρός τήν Χανναναία: «Ἐγώ δέν ἐστάλην παρά μόνο στά πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ». Εἶναι σάν νά ἔλεγε στήν Χαναναία: «Ἐσύ εἶσαι ἀπό ἄλλο ἔθνος καί εἰδωλολάτρις καί δέν ἦλθα ἐγώ στόν κόσμο γιά ἐσένα». Τότε ἐκείνη ἔκραζε πιό δυνατά. Καί οἱ Ἀπόστολοι, τήν λυπήθηκαν καί εἶπαν πάλι στόν Διδάσκαλό τους: «Κύριε, ἐλευθέρωσέ της, διότι κράζει συνεχῶς ὀπίσω μας». Τήν ἔβλεπαν νά κράζει καί μέ δάκρυα πού ἔβγαιναν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της. Καί ὁ Σωτήρ τήν ἐκύτταξε κατάματα καί τῆς εἶπε: «Δέν εἶναι καλό νά δίνω τό ψωμί τῶν παιδιῶν μου στά σκυλιά».

Τήν ὠνόμασε σκυλί, ὁ Χριστός, τό καταλαβαίνετε αὐτό; Ἀλλά αὐτή δέν ἀγρίεψε, οὔτε ἔφυγε. Καί τί τοῦ ἀπήντησε: Κύριε, ναί, σκυλί εἶμαι ἐγώ, διότι δέν εἶμαι ἀπό τό γένος τό δικό σας. Ναί, εἶμαι εἰδωλολάτρισσα, ἀλλά καί τά σκυλιά τρώγουν ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν κάτω ἀπό τά τραπέζια τῶν ἀφεντικῶν τους». Δηλαδή, καί σκυλί ἀκόμη νά εἶμαι, δόστε ἔστω ἕνα ψίχουλο, διότι ἐγώ δέν ἀγγίζω τό χέρι μου νά πάρω κάτι ἀπό τά δικά σας τραπέζια. Καί τότε ὁ Σωτήρ εἶπε ἐνώπιον ὅλων: «Ὦ, γυναῖκα, εἶναι μεγάλη ἡ πίστίς σου. Νά γίνει, ὅπως ἐσύ θέλεις!» Καί ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης θεραπεύθηκε ἡ κορούλα της ἀπό τό δαιμόνιο.

Εἴδατε θαυμαστή πίστι ἀπό μία εἰδωλολάτρισσα; Δέν εἶπε πολλά λόγια. Εἶπε λίγα καί μέ δάκρυα μέσα ἀπό τήν καρδιά της.

Ἀλλά καί ὁ ληστής ἐπί τοῦ σταυροῦ! Εἶδες τί λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος στόν λόγον του στήν Μεγάλη Παρασκευή; Πρῶτα καί οἱ δύο ληστές ἐβλασφημοῦσαν τόν Χριστό καί τοῦ ἔλεγαν: «Ἐάν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπό τόν Σταυρό καί λύτρωσαι καί ἐμᾶς». Κατόπιν εἶδαν ὅτι ὁ Σωτήρ, ὅταν τοῦ ἔμπηγαν τά καρφιά στά χέρια καί στά πόδια καί τόν ἐνέπαιζαν, προσευχόταν γι᾿ αὐτούς χωρίς κακία, λέγοντας στόν Θεό Πατέρα: «Πάτερ, συγχώρεσέ τους, διότι δέν ξέρουν τί κάνουν».

Τότε ὁ ληστής ὁ ἐκ δεξιῶν, ἐξεπλάγη ἀπό τήν πραότητα τοῦ Ἰησοῦ καί εἶπε: «Κυττᾶξτε τον!  Ἐμεῖς βλασφημοῦμε καί δικάζουμε αὐτούς πού μᾶς ἐσταύρωσαν, ἐνῶ Αὐτός λέγει: «Πάτερ, συγχώρεσέ τους, διότι δέν ξέρουν τί κάνουν».

Τότε ἐπίστευσε μέ τήν καρδιά του ὁ ληστής πού ἦταν δεξιά του ὅτι Αὐτός ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας προφήτης, ἀλλά ὁ Θεός! Τόν ἐπίστευσε διότι εἶδε τήν πραότητά Του καί ἐκύτταζε πρός τόν οὐρανό προσευχόμενος. Καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν στό μέσον καί ὑψηλότερος ἀπό τούς ἄλλους δύο. Καί σκεπτόταν ἐκεῖνος ὁ ληστής: «Τί κακό ἔκανε αὐτός ὁ Ἄνθρωπος; Νεκρούς ἀνέστησε, ἀσθενεῖς ἐθεράπευσε, ἀνθρώπους ἐχόρτασε, ἐδίδαξε στούς ἄλλους τήν πραότητα καί τήν ἀγάπη. Δέν ἦταν ἁμαρτωλός, δέν ἐπείραξε κανέναν…Πράγματι Αὐτός εἶναι Θεός!

Αὐτά λέγει καί ὁ Ἀπόστολος: «Μέ τήν καρδιά φθάνει στήν δικαιοσύνη καί μέ τό στόμα ὁμολογεῖ τήν σωτηρία». Δέν τοῦ ἦταν ἀρκετό νά πιστεύσει μέ τήν καρδιά του τόν Θεό, ἀλλά ἤθελε νά Τόν ὁμολογήσει καί μέ τό στόμα του. Ἔτσι, μέ τήν ψυχή του ἐπίστευσε ὅτι εἶναι Θεός. Καί τόν ὡμολόγησε μέ ὅλη τήν ὕπαρξί του καί μέ τήν καρδιά του καί μέ τά λόγια του. Διότι ἔτσι μᾶς λέγει καί ὁ Χριστός μας: «Ὅποιος θά μέ ἀρνηθῆ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, θά τόν ἀρνηθῶ καί ἐγώ ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Πατρός Μου».

Ὁ ληστής πού τόν ἐπίστευσε μέ ὅλη τήν καρδιά του ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς Θεός, τί σκέφθηκε; Ἄραγε θά μέ συγχωρήσει καί μένα ὁ Θεός, διότι πρό ὀλίγου τόν βρασφημοῦσα κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἄλλος ὁ ἐξ ἀριστερῶν; Καί ἀκόμη σκέφθηκε: «Αὐτός ὁ Ἰησοῦς πού προσεύχεται γιά τούς σταυρωτάς Του καί δέν τούς μισεῖ, πόσο θά ἤθελα νά συγχωρήσει καί μένα, πού ἔκαμα τόσες ἀκολασίες καί φόνους καί καταδίκες καί μέθες καί λεηλασίες!

Καί ἐνθυμήθηκε τήν ζωή του ὁ ληστής καί ἔλεγε πάλιν: «Ἄραγε τί μετάνοια νά κάνω ἐγώ τώρα; Κι ἄν ἤθελα νά κάνω μετάνοιες, τά πόδια μου εἶναι δεμένα στό ξύλο. Ἐάν εἶχα τά χέρια μου ἐλεύθερα, θά ἔδινε δύο καρπαζιές στόν ἄλλο συναδελφό μου ληστή καί νά τόν ἐρωτήσω: «Γιατί βλασφημεῖς τόν πράον Ἰησοῦν; Κι ἀκόμη σκεπτόταν: «Τί μετάνοια νά κάνω ἐγώ, ἀφοῦ εἶμαι καρφωμένος στόν σταυρό μου; Τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν ἐφώτισε καί ὁ ληστής σκέφθηκε: «Ἔχω τήν γλῶσσα μου ἐλεύθερη. Ἡ γλῶσσα μου δέν εἶναι σταυρωμένη. Καί θά κράξω μέσα ἀπό τήν καρδιά μου: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῆ Βασιλείᾳ Σου».

Βλέπεις; Πρῶτα μέ τήν γλῶσσα του στράφηκε στόν ἐξ ἀριστερῶν ληστή καί τόν ἐμάλωσε διότι ὠνείδισε τόν Ἰησοῦ λέγοντάς του: «Οὔτε ἐσύ δέν φοβᾶσαι τόν Θεό, διότι ἐμεῖς εἴμεθα ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμωρίας, διότι ἐκάναμε πολλά ἐγκλήματα. Ἀλλά Αὐτός ὁ Ἰησοῦς δέν ἔκανε τίποτε». Καί μετά στράφηκε στόν Ἰησοῦ καί ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, τοῦ εἶπε νά τόν ἐνθυμηθῆ στήν Βασσιλεία Του. Καί ὁ Χριστός ἀμέσως τοῦ ἀπήντησε: «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι ἀπό σήμερα, θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο».

Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος σχολιάζει αὐτό τόν μεγάλο λόγο τοῦ ληστοῦ: «Εἶδες τήν προσευχή τοῦ ληστοῦ; Εἶδες τόν ληστή μέ τό σοφό μυαλό;  Ἤξερε στήν ζωή του νά κλέβει. Ἀλλά ἔχοντας πίστι στήν καρδιά του γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἔκλεψε μόνο μέ τήν γλῶσσα τῆς μετανοίας τόν παράδεισο. Ἔε σοφέ ληστή! Ἔκλεψες, κατέστρεψες, ἐσκότωσες, ὅλες τίς κακίες τοῦ κόσμου ἔκανες. Καί τώρα μέ τήν γλῶσσα σου κέρδισες τόν αἰώνιο παράδεισο. Καί ἔγινες ὁ ληστής τοῦ παραδείσου. Ἐλήστεψες στό τέλος καί τόν παράδεισο! Ὦ ληστή, ἄνθος τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ! Σέ σένα ἀνήκει κάθε δόξα καί τιμή!

Δηλαδή τό πρῶτο ἄνθος πού ἀνέτειλε στόν παράδεισο ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ψυχή τοῦ ληστοῦ.

Ἐπίσης ἐπῆγε ἀπό τούς πρώτους μέ τόν Χριστό στόν παράδεισο, τόν Ὁποῖον  ὡμολόγησε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, καί ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος μαζί μέ ἄλλους πολλούς πού ἐπίστευσαν κατόπιν.

Ἰδού τί σημαίνει προσευχή σέ ὥρα ἀνάγκης! Ὅταν λοιπόν, εἴμεθα στενοχωρημένοι, νά κράζουμε μέ ὅλη τήν καρδιά μας, διότι ὁ Χριστός ζητεῖ πάντοτε νά κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά μας.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

Ὁμιλία σέ φοιτητές τῆς θεολογίας, τόν καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1978.

Γιά νά φθάσετε στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νά γνωρίζετε ἕνα πράγμα: Νά πάρετε παράδειγμα πάντοτε στήν ζωή σας δύο μεγάλους ἁγίους, τούς ὁποίους νά ἀντικρύζετε πάντοτε καί ὅσο μπορεῖτε νά τούς μιμῆσθε μέ τήν ἐνεργούμενη πίστι, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέσῳ τῆς ἀγάπης, δηλαδή μέ τά ἔργα καί τήν ἀληθινή πίστι.

Νά ἔχετε μπροστά στά νοερά σας μάτια τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό στόμα τοῦ Χριστοῦ», καί «τό μεγάλο καί ἐκλεκτό δοχεῖο τῆς Χάριτος, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Διότι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ἡ μεγαλύτερη πνευματική προσωπικότης ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, μετά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι μᾶς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἦταν μία τέλεια μορφή γιά ὅλα τά ἔργα του. Καί σάν ἀπόστόλος, καί σάν ἀρχιερεύς καί σάν ἱερεύς καί σάν στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀήττητος. Καί αὐτόν τόν μιμήθηκε μέ ὅλες τίς δυνάμεις του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχεδόν σέ ὅλες τίς ὁμιλίες του καί τά κηρύγματά του κάνει λόγο γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο.

Ἐγώ ὡμίλησα κάποτε στήν μονή Νεάμτς, ὅταν ἦταν ἕνα σεμινάριο ἱερέων, πρίν δύο χρόνια, ὅπου μέ ἔστειλε ὁ Πατριάρχης μας. Ἦταν ἡ τελευταία συνεδρίασις τοῦ συνεδρίου. Ὡμίλησα γιά τά 20 καθήκοντα τοῦ ἱερέως. Σίγουρα εἶναι γραμμένη αὐτή ἡ ὁμιλία μου σέ κάποιο βιβλίο. Τότε τούς ὡμίλησα ἀπό στήθους, χωρίς νά ἔχω γράψει τίποτε. Ἀλλά δέν τά ἀνέφερα ὅλα αὐτά τότε. Ἔλαβα ἐκεῖ μία ἐντολή νά τούς ὁμιλήσω κάτι ἐκεῖ σχετικά μέ τήν ἱερωσύνη.

Ἐάν περιέγραφα πόσα καθήκοντα εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιτελεῖ ὁ ἱερέας, δέν θά ἦταν κανείς σήμερα ἱερεύς ἐπί τῆς γῆς. Διότι ὁμιλοῦμε, ὄχι ὅσα κάνουμε, ἀλλά ὅσα πρέπει νά κάνουμε. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει: «Ἐάν δέν εἶσαι καθαρός ὅπως οἱ ἄγγελοι καί ἅγιος, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἱερεύς». Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἱερωσύνη. Μεγάλο ἔργο! Εἶναι τελειώτατο καί ἀνεκδιήγητο δῶρο, τό ὁποῖο δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς υἱούς τοῦ Ἀδάμ», λέγει ὁ ἴδιος ἅγιος. Αὐτό τό ὁποῖο κάνει ὁ ἱερεύς, οὔτε οἱ ἄγγελοι δέν μποροῦν νά τό κάνουν».

Ὁ ἱερεύς ἔχει τήν ἐξουσία νά δένει ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τούς ἀγγέλους. Αὐτό πού κάνει ὁ ἱερεύς, νά θυσιάζει τόν Ἰησοῦ Χριστό, δέν μποροῦν νά τό κάνουν οὔτε οἱ μεγαλύτεροι Ἄγγελοι. Ἀλλά, ἐπειδή ὁ Θεός εὐδόκησε νά κατέρχεται, μέχρις ἐδῶ στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας, γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἐπιγείου κόσμου, τόν ὁποῖον ἐξηγόρασε μέ τό ἀνεκτίμητο Αἷμα Του, ἔδωσε τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης στό ἀνθρώπινο γένος.

Ἀδελφοί μου, ἐνθυμεῖσθε τί λέγει ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅλα μοῦ εἶναι ἐλεύθερα νά τά κάνω, ἀλλά δέν μοῦ εἶναι ὅλα ὠφέλιμα. Ὅλα μοῦ εἶναι ἐπιτρεπόμενα, ἀλλά ἐγώ δέν θέλω νά εἶμαι ἀπό τίποτε νικημένος».

Σάν ἱερεῖς, τό πρῶτο ἔργο τό ὁποῖο ζητεῖ ἀπό ἐμᾶς ὁ Θεός καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἡ ἠθική καί ἀξιοπρεπής ζωή. Μπορεῖς νά ἔχεις ἑκατό διπλώματα καί δοκτοράτα, ἀλλά ἐάν δέν ἔχεις ἠθική ζωή, ἱερεύς δέν μπορεῖς νά γίνης. Διότι ὁ ἱερεύς πρέπει νά εἶναι, μέχρι τήν χειροτονία του, ὅπως τόν ἐγέννησε ἡ μάννα του. Καί ἀπό τόν γάμο του ὁ ἱερεύς πρέπει νά γνωρίζει μόνο μία γυναῖκα, τήν παπαδιά του, καί ἕνα Θεό μέχρι τόν θάνατό του. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο μέρος τῆς ἠθικῆς καί καθαρᾶς ζωῆς τοῦ ἱερέως. Νά εἶναι πολύ καθαρός στήν ἠθική του ζωή.

Ἐάν φυλάξετε καθαρότητα καί ἀξιοπρέπεια στήν ζωή σας, ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά ἔλθουν ἐπάνω σας. Διότι ὁ Θεός σέ καθαρά καί ἐκλεκτά δοχεῖα στέλλει τήν θεία Χάρι Του. Ὄχι, Θεός φυλάξαι, νά πιστεύεις ὅτι μπορεῖς νά εἶσαι καί ἱερεύς καί ταυτόχρονά καί πόρνος ἤ μέθυσος ἤ καπνιστής ἤ φιλόδικος, ἤ φιλάργυρος ἤ ποιός ξέρει πόσοι δαίμονες καί πόσα πάθη μπορεῖ νά ἔχει τό ἀνθρώπινο γένος.

Σάν ἱερεύς, πρῶτα πρέπει νά εἶσαι ἀπαθής, δηλαδή νά ἀγωνίζεσαι νά φθάσης στήν ἀπάθεια, ὥστε μέ τήν ζωή σου νά δίνεις τό καλό παράδειγμα καί νά ὁμιλεῖς χωρίς φόβο στόν λαό.

Ὡμίλησα στήν ἐκκλησιαστική σχολή τῆς Κρήτης αὐτό τό ἔτος. Ἦλθε ὁ ἀρχιμ. π.Νεκτάριος μέ 50-60 φοιτητές. Δέν ξέρω σέ ποιά ἔτη σπουδῶν τους ἦσαν καί μοῦ ἐζήτησαν νά τούς ὁμιλήσω κάτι γιά τήν σημερινή ἱερωσύνη τῶν κληρικῶν μας. Τούς ὡμίλησα στήν τράπεζα, μετά τό φαγητό τους. Καί τούς εἶπα κάτι ἐκεῖ, τό ὁποῖον θέλω καί ἐδῶ νά σᾶς τό εἰπῶ.

Ὁ ἱερεύς πρέπει νά κηρύττει κατά τρεῖς τρόπους, σύμφωνα μέ  τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Πρῶτα μέ τό στόμα του νά ὁμιλεῖ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον νά κηρύττει μέ τό χέρι του, δηλ. νά γράφει πνευματικές διδασκαλίες. Καί τρίτον νά διδάσκει μέ τήν ζωή του.

Εἶδες τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο; Σέ ὅλη του τήν ζωή ἐκήρυττε καί τίς νύκτες ἔγραφε. Τήν μισή νύκτα ἔγραφε καί τήν ἄλλη μισή προσευχόταν. Καί πόσο κοιμόταν;  Ἔδενε τά χέρια του μέ σχοινιά, τά ὁποῖα εἶταν δεμένα στό ταβάνι τοῦ δωματίου του. Καί ὅταν ἀπό τό βάρος τοῦ σώματός του, τό σχοινί κοβόταν, τελείωνε καί ὁ ὕπνος του. Καί ἔτρωγε  λίγη σούπα ἀπό ρύζι, μία φορά τήν ἡμέρα, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Τόση ἐγκράτεια εἶχε στόν ἑαυτό του!

Ἀλλά δέν ἠμποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί νά κάνουμέ τά ἔργα αὐτά! Κι ἀκόμη θέλω νά σᾶς εἰπῶ, ὅτι εἶχε τέτοια χάρι καί δύναμι , πού ἑρμήνευσε ὅλη σχεδόν τήν Ἁγία Γραφή. Συνεπῶς, ὁ ἱερεύς πρέπει νά κηρύττει μέ τήν γλῶσσα, μέ τό χέρι, δηλαδή νά γράφει κηρύγματα καί χριστιανικές διδασκαλίες καί τρίτον καί τό ἀνώτερο, νά κηρύττει μέ τήν ζωή του καί μέ τήν ἁγία οἰκογένειά του.

Ὁ ἱερεύς πρέπει νά εἶναι κάτοχος ὅλης τῆς σοφίας, μία ἀναμμένη λαμπάδα ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὅπως μᾶς λέγει καί ὁ Σωτήρας μας Χριστός: «Ἐσεῖς εἶσθε τό φῶς τοῦ κόσμου…». Μετά πρέπει νά ἀκτινοβολεῖ μέ τήν ζωή καί τά ἔργα του σέ κάθε τομέα τῆς διακονίας του. Ὅταν ὁμιλοῦν οἱ ἄνθρωποι στό χωριό μεταξύ τους, νά λέγουν ἔτσι: «Εἶδες τί ἐγκρατής εἶναι ὁ ἱερεύς μας; Εἶδες ὁ ἱερέας μας δέν ἀγαπᾶ τό χρῆμα καί λέγει ὅτι χρήματά του, εἴμεθα ἐμεῖς οἱ χριστιανοί του! Εἶδες ὅτι ὁ ἱερέας μας δέν μπαίνει σέ ταβέρνα. Τόν ἱερέα μας δέν τόν εἶδα μέ τό τσιγάρο στό στόμα ποτέ! Ὁ ἱερέας μας ὑβρίζεται καί δέν κρατᾶ κακία καί μῖσος γιά κανέναν. Ὁ ἱερέας μας δέν πάει στό ποδόσφαιρο ἤ στόν γάμο μέ μουσικά ὄργανα. Θεός φυλάξαι, οὔτε τόν εἴδαμε νά διασκεδάζει μέ κάποιο τρόπο μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ ἱερεύς μας εἶναι πρᾶος, σοφός, καθαρός, ἐργατικός, ἐλεήμων, ἐξυπηρετικός σέ κάθε ἀνάγκη τοῦ λαοῦ μας. Καί συνεχίζονται τά ἐγκώμια τοῦ λαοῦ γιά τόν καλό τους ἱερέα.

Ἦλθαν σέ μένα φοιτητές ἀπό τήν πόλι Σιμπίου καί ἀπό ἄλλες πόλεις καί μ᾿ ἐρώτησαν: «Πάτερ, κύτταξε, τώρα σύντομα μᾶς κάνουν ἱερεῖς. Ἄραγε τί πρέπει πρῶτα νά προσέξουμε;

-Νά ἀρχίσετε μέ πραότητα καί ἀγάπη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: «Ἡ ἀρετή, γιά ὅσους θέλουν νά ἔχουν τόν Χριστό στήν ζωή τους, εἶναι ἡ πραότητα. Μετά νά ἔχετε τήν ὑπομονή. Οἱ ἄνθρωποι γιά διαφόρους λόγους εἶναι πάντοτε ἐρεθισμένοι. Ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι ὀργίλοι, φιλόδοξοι,, καί κακότροποι καί μέθυσοι.Ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι ἀνυπότακτοι καί σκληρόκαρδοι καί ἀδιάφοροι, οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν ἤ, ἐάν πιστεύουν, μόνο κατά τό ὄνομα. Πρέπει νά προσέχουμε τόν χαρακτῆρα τοῦ καθενός γιά νά ζοῦμε πάντοτε μέ πραότητα.

Ὅταν μπαίνεις στήν ἐνορία σου, ὅλα τά μάτια τοῦ λαοῦ εἶναι στραμμένα ἐπάνω σου, νά ἰδοῦν τί ἱερεύς ἦλθε στήν ἐνορία τους. Ὅταν τελεῖς τήν λειτουργία, νά διακονεῖς σάν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Ἀμέσως νά εἶσαι ἐκεῖ μέ τό ἐπιτραχήλιό σου, μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί τό Εὐχολόγιό σου. Στήν βάπτισι, στόν γάμο, στήν κηδεία, στήν λεχώνα, ὅπου προσκαλεῖσαι νά εἶσαι πάντα ἕτοιμος, χωρίς ἀργοπορία. Ἐάν σέ ἐρωτήσουν: «Πάτερ, πόσο κοστίζει;

-Ὅ,τι θέλετε, ἀδελφοί. Ὅ,τι θέλετε ἐσεῖς δίνετε.

Διότι ξέρει ὁ Θεός ὅτι ὁ ἕνας ἔχει καί δέν δίνει. Ἐνῶ ὁ ἄλλος μπορεῖ νά εἶναι πτωχός καί νά μην ἔχει νά δώσει. Καί ἐάν κάποιος δέν σοῦ δώσει τίποτε, ἐσύ ἐκέρδισες τήν ψυχή του. Γνωρίζετε τί λέγει ὁ Σωτήρας μας:  «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί ὅλα τά ὑπόλοιπα θά σᾶς προστεθοῦν».

Ὁ μεγάλος Προφήτης Ἠλίας, ὅταν ὑπῆρχε ξηρασία ἐπί τριάμισυ χρόνια, ἐστάλη στόν ποταμό Χοράτ, στήν γειτονική σπηλιά. Κατόπιν ἐστάλη ἀπό τόν Θεό μία χήρα γυναῖκα-γνωρίζετε ἀπό τήν Βίβλο-στήν πόλι Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας. Καί τήν εὑρῆκε ὁ Προφήτης στό σύνορο τοῦ χωριοῦ. Σήμερα ἡ Σιδώνα εἶναι στόν Λίβανο, πλησίον τῆς παραλίας τῆς Μεσογείου Θαλάσσης. Καί τόν ἔστειλε ὁ Θεός σ᾿ αὐτήν τήν χήρα νά ἰδῆ πόσο στενοχωρημένη ἦταν ἀπό τά βάσανά της στόν κόσμιο πού ζοῦσε. Καί στόν Ἠλία ἔδωσε δυνατή πίστι ὁ Θεός γιά νά μή πεθάνει ὁ κόσμος. Διότι τριάμισυ χρόνια δέν εἶχε βρέξει, οὔτε δροσιά στό ἔδαφος.

Βλέπετε δέν ἔβρεξε τώρα ἐπί ἕνα μῆνα καί λέγομεν:  «Ἀλλοίμονό μας, ἄρχισε ἡ ξηρασία!» Ἀλλά γιά σκεφθῆτε διάστημα τριάμισυ ἐτῶν νά μή πέσει οὔτε σταγόνα στό ἔδαφος! Ξηράθηκαν τά δένδρα κα τά δάση ἀπό τή ρίζα καί ὅλα τά φυτά. Ὑπάρχει ἕνας λόγος τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, γιά τόν Προφήτη Ἠλία, ὅπου γράφει: «Οὐδέποτε ἄκουσε ὁ Θεός τόση δυνατή προσευχή, σάν ἐκείνη τοῦ προφήτου Ἠλία».

Ἀλλά γιατί ἄκουσε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τόν ἄνθρωπο πού εἶναι μία μικρή ὕπαρξις; Διότι καί ὁ ἄνθρωπος εἶχε λειώσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν εἶδε ὁ προφήτης Ἠλίας ὅτι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ἐγκατέλειψε τελείως τόν Θεό καί προσκυνοῦσε τόν Βάαλ, ἦλθε καί στάθηκε μπροστά στόν βασιλέα Ἀχαάβ καί τοῦ εἶπε: «Εἶναι ζωντανός ὁ Θεός, ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου ἐμεῖς στεκόμεθα σήμερα. Δέν θά βρέξει στήν γῆ οὔτε σταγόνα ἐκτός μόνον ἀπό τά λόγια τοῦ στόματός μου».

Καί δέν θά σᾶς εἰπῶ τήν ἱστορία του, ἀλλά μόνο ἕνα παράδειγμα. Μετά ἀπό τριάμισυ χρόνια, βλέποντας ὁ Θεός τόν Ἠλία νά μή κατευνάζεται ἡ καρδιά του ἀπό τόν πόνο γιά τήν ξηρασία, μία ἡμέρα τοῦ εἶπε:

-Ἠλία, ἄνοιξε τόν οὐρανό!

-Ἐγώ χωρίς ἐσένα δέν τόν ἀνοίγω!

Τόν ἄκουγε πολύ ὁ Θεός, διότι ὁ Ἠλίας ἦταν πολύ ζηλωτής.

-Κύριε, μή τόν ἀνοίγεις!

-Θά πεθάνουν ὅλοι!

-Ἄφησέ τους νά πεθάνουν!

-Καί ἀπέθαναν ἀπό τήν πεῖνα καί τήν ξρασία γυναῖκες, χῆρες καί παιδιά.

-Ἄφησέ τους νά πεθάνουν ὅλοι! Διότι Σέ ἐγκατέλειψαν!

Ἀλλά γιατί ἦταν τόσο σκληρός ὁ Ἠλίας; Διότι στόν ποταμό Χοράτ κόρακας τοῦ μετέφερε φαγητό, ψωμί καί κρέας δύο φορές τήν ἡμέρα. Εἶχε ὁ ἴδιος καί νερό καί φαγητό. Καί δέν αἰσθανόταν τόν πόνο τοῦ λαοῦ. Καί εἶχε καί μεγάλο ζῆλο γιά τόν Θεό. Καλλίτερα, ἔλεγε, νά πεθάνουν ὅλοι παρά νά προσκυνοῦν τά εἴδωλα.

Καί ὁ Θεός βλέποντας τόν Ἠλία νά ἀναχωρεῖ, τοῦ εἶπε: «Ἄσε νά κάνω σέ σένα αὐτά κι ἄν εἶσαι δυνατός στήν πίστι σου, θά τό δείξης τώρα». Κι ἀμέσως ἐξήρανε τήν πηγή τοῦ ποταμοῦ ἀπό ὅπου  ἔπινε νερό καί σταμάτησε καί ὁ κόρακας νά τοῦ φέρει φαγητό. Καί ἔμεινε νηστικός ὁ Ἠλίας 40 ἡμέρες, κάνοντας φοβερή νηστεία. Ὅταν εἶδε ὅτι ἀποθνήσκει, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύσις ἔχει ἀνάγκη ἀπό τροφή, ὁ Θεός τότε τοῦ εἶπε:  «Ἠλία, σήκω ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι καί πήγαινε στήν πόλι Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας».

Καί ἐπῆγε ὁ Ἠλίας καί, ὅταν ἔφθασε, εἶδε μία χήρα νά συγκεντρώνει μερικά ξυλαράκια, μερικά φρύγανα, ὅπως λέγομεν ἐμεῖς. Καί ἐγνώρισε τόν Ἠλία ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τήν ἐρώτησε:

-Τί κάνεις ἐδῶ;

-Ἰδού, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε, συγκεντρώνω λίγα ξυλαράκια. Ἔχω ἀκόμη μία χούφτα ἀλεύρι σ᾿ ἕνα σκεῦος καί λίγο λάδι στό λαδικό. Θά κάνω μία πίττα στήν ἀνθρακιά νά φάω ἐγώ καί τό παιδί μου καί μετά θά πεθάνουμε καί οἱ δύο. Διότι μετά ἀπ᾿ αὐτά δέν ἔχουμε ἄλλο τίποτε, ἀπολύτως τίποτε». Διότι τότε ὑπῆρχε μεγάλη δυσκολία νά εὑρεθῆ κἄππου μία χούφτα ἀλεύρι. Καί ὁ Ἠλίας πού δέν εἶχε φάει ἐπί 40 ἡμέρες τῆς εἶπε:

-Ἔε γυναῖκα, φέρε πρῶτα σέ μένα! Ψήσε πρῶτα μία πίττα γιά μένα, διότι ἀποθνήσκω ἀπό τήν πεῖνα καί φέρε την κοντά μου».

Καί ἡ χήρα καί πτωχή αὐτή γυναῖκα πόσο ἀγαποῦσε τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ! Σᾶς δίνω ἕνα παράδειγμα νά ἀκούσουν καί αὐτοί πού λέγουν ὅτι ἔχουν μικρή ἐνορία καί φοβοῦνται πῶς θά ζήσουν.

Ἡ γυναῖκα, γνωρίζοντας ὅτι θά ἀποθάνει, ἀφοῦ δέν εἶχε ἄλλη τροφή, ἔψησε τήν πρώτη πίττα γιά τόν Προφήτη. Καί εἶπε: «Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καλλίτερα νά ἀποθάνω ἐγώ καί ὄχι αὐτός, διότι αὐτός εἶναι πολύτιμος ἄνθρωπος. Καί τήν ἄκουσε ὁ Θεός! Καί τοῦ ἔφερε φαγητό καί ἔφαγε ὁ Προφήτης καί τῆς εἶπε:  «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός, μπροστά στόν Ὁποῖον τώρα στεκόμεθα, διότι δέν θά τελειώσει ἀπό τό λεκανάκι τό ἀλεύρι καί ἀπό τό λαδικό τό λάδι μέχρι νά ρίξει ὁ Θεός βροχή στήν γῆ».

Εἶδες; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κάνει ἕνα στοχασμό καί λέγει: «Ὦ ἱερεῦ, πού φοβᾶσαι ὅτι θά πεθάνης, ἐνῶ εἶσαι ἀνάμεσα στόν λαόν σου, ὅτι δέν θά ἔχεις νά φάγεις, διότι εἶναι μικρή ἡ ἐνορία σου! Μή λέγεις ὅτι «ἀποθνήσκω καί δέν ἔχω πῶς νά ζήσω. Κράτησε μόνο τήν πίστι στόν Θεό. Καί φθάνει..

Ἐγώ θά ἤθελα νά μοῦ δώσουν μία μικρή ἐνορία μέ 20 οἰκογένειες καί ἄς ὑπάρχουν δέκα ἱερεῖς δίπλα μου μέ μεγάλες ἐνορίες. Ἀλλά, ἀδελφέ ἱερεῦ, γνωρίζεις τί θά κάνεις πρῶτα πρῶτα, ὅταν πᾶς στήν νέα ἐνορία σου; Πρῶτα νά γνωρίσεις τούς ἐνορίτες σου νά σέ γνωρίσουν κι αὐτοί ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐγνώρισε ἡ χήρα τόν Ἠλία. Κατόπιν νά τούς καλέσεις ὅλους νά φάγουν σπίτι σου μία ἡμέρα. Καί ὅταν σέ γνωρίσουν οἱ Χριστιανοί σου ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τότε θά σοῦ εἰποῦν τά λόγια τῆς χήρας πού εἶπε στόν Προφήτη: «Καλλίτερα νά πεθάνω ἐγώ παρά ὁ πνευματικός μου Πατέρας».

Τόσο πολύ θά σέ ἀγαπήσει ὁ λαός, ὅταν βλέπει ὅτι ἔχεις ἀρετή, ὅτι εἶσαι ἀξιοσέβαστός καί ὅτι δέν εἶσαι φιλάργυρος καί γαστρίμαργος. Ἄκουσες τί εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Γαλάτας; «Ξέρω καλά, ὅτι, ἐάν ἦταν δυνατόν, θά ἐβγάζατε καί τά μάτια σας νά μοῦ τά δώσετε». Ἀλλά γιατί ἤθελαν νά δώσουν καί τά μάτια τους στόν δάσκαλό τους;  Διότι ὁ Ἀπόστολος ἦταν στήν καρδιά τους. Ἦταν ἕτοιμοι νά τοῦ δώσουν καί τά μάτια τους, διότι ἐκέρδισε τήν καρδιά τους.

Ἔτσι καί ἐσεῖς, ὅταν πᾶτε στήν ἐνορία σας. Ἐάν κερδίσετε τήν καρδιά τοῦ  λαοῦ σας, μή φοβᾶσθε ὅτι θά ἔχετε ἀπό κάτι ἀνάγκη, διότι εἶναι ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. Θά ἔχετε ροῦχα, χρήματα, τρόφιμα καί τιμή ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός φυλάξει, διότι ὁ ἱερεύς δέν πρέπει νά συχνάζει στήν ταβέρνα, στά τυχερά παιγνίδα, νά μή λέγει ἀστεῖα, νά μή διασκεδάζει, νά μή περπατᾶ μέ τό τσιγάρο στό στόμα, νά μή πηγαίνει στά δικαστήρια, νά μήν εἶναι ὑπερήφανος, ἄπληστος στά χρήματα, νά μή γελᾶ σκανδαλωδῶς ἤ ὅ,τι δήποτε ἄλλο πού σκανδαλίζει τούς ἄλλους.

Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά νά σκέπτεσαι ὅτι ὅλα εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο: Καί νά φάγει καί νά πιεῖ καί νά ξεκουρασθῆ καί νά ὠφεληθῆ ἀπό ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μέτρο. Ὅλα εἶναι διαθέσιμα νά τά κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά δέν τόν συμφέρουν νά τά κάνει ὅλα.

Παράλληλα μέ ὅσα εἴπαμε, νά ἔχει ὁ ἱερεύς προσοχή στήν οἰκογένειά του καί νά σέβεται τίς οἰκογένειες τῶν ἐνοριτῶν του. Ἐγώ ἤμουν κάποτε στήν Σερβία, σ᾿ ἕνα μεγάλο πατέρα, τόν μεγαλύτερο πατέρα τῆς ὀρθοδοξίας σήμερα. Ἔχει δύο διπλώματα, εἶναι 84 ἐτῶν, λειτουργεῖ ἀνελλειπῶς ἐπί 30 χρόνια μόνος του στό μοναστήρι Τσέλιε τῶν καλογραιῶν. Εἶναι ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Εἶναι παντοῦ γνωστός καί ἔκανε καί μοναχός ἕνα διάστημα στό Ἅγιον Ὄρος. Κι ἐγώ ἤθελα νά ἀναχωρήσω γιά τόν Ἄθωνα, ὅταν ἦλθα σάν ἐπισκέπτης ἀπό ἐκεῖ, διότι οἱ Πατέρες μέ δέχθηκαν μέ μεγάλη ἀγάπη καί τιμή. Καί τούς ἐζήτησα μία συμβουλή.

-Ἕνας Γέροντας ἁγιορείτης μοῦ εἶπε: «Πάτερ Κλεόπα κι ἐγώ εἶμαι μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνας σάκκος γεμᾶτος ἀπό πραότητα, καλωσύνη, στολίδια, διότι ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι κάνουν μία ἁγία ζωή. Ἡ Ὁσιότης σου, πήγαινε στό Ἅγιο Ὄρος νά πάρης ἕνα ἀμύγδαλο πού εἶναι ἐπάνω στόν γεμᾶτο ἀπό φροῦτα καί πνευματικά στολίδια σάκκο, δηλ. τό Ἅγιον Ὄρος. Καί μετά ἔλα πάλι στήν Ρουμανία, τήν Χώρα μας νά λειτουργήσεις καί νά παρηγορήσεις τόν λαό μας. Βλέπε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας ποδοπατεῖται ἀπό παντοῦ. Καί οἱ ἱερεῖς μας ποτέ δέν ἔμαθαν νά μάχωνται σέ τέτοιο πόλεμο, κατά τῆς Ἐκκλησίας του. Παντοῦ ξεχύνεται ὁ προτεσταντισμός, ὁ παπισμός, ὁ ἀθεϊσμός καί τόσες ἄλλες αἱρέσεις. Καί εἶναι ἀπαραίτητον, ὅσον ποτέ ἄλλοτε, οἱ ἱερεῖς μας σήμερα νά γνωρίζουν καλά τήν Ἁγία Γραφή καί νά ζοῦν καθαρή καί πνευματική ζωή.

Μία ἀπ᾿ αὐτές τίς ἡμέρες, ἦταν βράδυ, ἤμουν μέ τόν μανδύα μου μέ τήν κουκούλα στό κεφάλι μου καί ἀκούω τόκ, τόκ στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου.

-Ποιος ἦλθε; Ἐρώτησα.

-Εἶμαι ὁ διευθυντής τοῦ οἰκομενικοῦ Συμβουλίου τῆς Γενεύης. Ἦλθα νά ὁμιλήσουμε γιά διάφορα θέματα.

Καί ἔμεινα μαζί του ἐπί δυόμισυ ὧρες μέχρι τό πρωΐ. Καί πόσες ἐρωτήσεις εἶχε αὐτός ὁ ἄνθρωπος!

Κι ἐγώ ἐπειδή δέν εἶμαι μορφωμένος ἄνθρωπος, τοῦ εἶπα, ὅπως μέ βοήθησε ὁ Θεός. Ἀπ᾿ αὐτά τά κείμενα πού ἐδιάβαζα, ὅταν ἐπήγαινα στό δάσος μέ τά πρόβατα τῆς Μονῆς μας.

Καί μοῦ ἔθεσε δύσκολες καί πονηρές ἐρωτήσεις. Καί ἐάν δέν γνωρίζεις τήν ἰδιαιτερότητα τῆς Ἐκκλησίας μας καί τίς διαφορές μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές κοινότητες, γίνεται σύγχυσις (κομφούζιο).

Μ᾿ ἐρώτησαν γιά τήν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν, διότι θέλουν νά ἑνωθοῦν οἱ Ἐκκλησίες γιά νά ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας «μία ποίμνη καί ἕνας ποιμήν».

-Κύριε Διευθυντά, τοῦ εἶπα, ἡ δική σας ἐκκλησία εἶναι σκορπισμένη, ὅπως ἡ σκόνη, στόν ἀέρα. Δέν ἔχει θεμέλια.

-Ἀλλά γιατί τό λέγεις, αὐτό, Πάτερ;

-Ποῦ εἶναι στήν ἐκκλησία σας ἡ Ἱερά Παράδοσις; Ποῦ εἶναι οἱ Ἱεροί Κανόνες; Ποῦ εἶναι ἡ ἱστορία  τῆς Ἐκκλησίας σας, πρίν ἀπό 2000 χρόνια, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ;  Διαλυθήκατε σέ χιλιάδες κομμάτια καί τώρα θέλετε νά μᾶς πλησιάσετε καί νά γίνουμε ἕνα μέ ἐσᾶς; Εἶναι ἀδύνατον αὐτό.

Ἐμεῖς ἔχουμε περισσότερα κοινά σημεῖα μέ τούς παπικούς, παρά μέ ἐσᾶς τούς προτεστάντες, ἐάν ποτέ θελήσουμε νά φθάσουμε στήν ἕνωσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι καθόλου εὔκολη. Οἱ προτεστάντες εἶναι σέ πολύ μεγάλη ἀπόστασι ἀπό ἐμᾶς. Αὐτοί ἔχουν μόνο δύο μυστήρια καί σ᾿ αὐτά ἀρνοῦνται τήν θεία Χάρι καί τά δέχωνται μόνο σάν συμβολικές τελετές. Εἶναι τό βάπτισμα καί ἡ Θεία Εὐχαριστία. Τήν θεία Εὐχαριστία τήν κάνουν σέ ἑορταστική τράπεζα μέ ψωμί καί κρασί πρός τιμήν καί μνήμην τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν πιστεύουν ὅτι μετατρέπεται τό ψωμί καί τό κρασί σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ! Ἔχω πολλά νά εἰπῶ γι᾿ αὐτό τό θέμα, ἀλλά δέν ἔχουμε χρόνο.

Καί σκέφθηκα: Ἀπό ἐδῶ καί ἐμπρός νά δίνω κανόνα (ἐντολή) στούς μοναχούς καί δοκίμους τῆς Μονῆς μου νά μαθαίνουν 5-6 χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅσον ἀφορᾶ γιά τόν Τίμιο Σταυρό, γιά τήν Κυρία Θεοτόκο, γιά τήν προσκύνησι τῶν ἁγίων Λειψάνων καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιά τήν τιμή τῶν Κυριακῶν καί ἑορτῶν, γιά τήν Ἱερά Παράδοσι….διότι ξέρετε; Μᾶς ἐρωτοῦν γι᾿ αὐτά τά θέματα συνεχῶς.

Αὐτοί εἶναι μεγάλες κατά κόσμον ἐκκλησίες. Οἱ προτεστάντες εἶναι κἄπου 500 ἑκατομμύρια καί οἱ παπικοί περί τό ἕνα δισεκατομμύριο. Καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πλησιάζουμέ τά 500 ἑκατομμύρια, ἀλλά εἴμεθα ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἐμᾶς δέν ἀπουσιάζει καμμία διδασκαλία. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀνάγκη νά δανεισθοῦμέ κάτι ἀπό τούς προτεστάντες, οὔτε ἀπό τούς παπικούς. Τίποτε! Ἀπολύτως τίποτε!

Ἡ ὈρθόδοξηἘκκλησία μας ἔχει ὅλα τά ἀληθινά δόγματα, ὅλη τήν ἀρχαία ἀποστολική Παράδοσι καί τήν παράδοσι τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Τήν πιστεύουμε καί τήν ἀποδεχόμεθα ὁλόκληρη, ὅπως μᾶς παρεδόθη. Ἔχει ὅλους τούς Κανόνες, ὅλη τήν λειτουργική, τήν κανονική, τήν δογματική καί τήν ἱστορική  παράδοσι. Ὅ,τι μᾶς χρειάζεται γιά τήν ζωή μας καί τήν σωτηρία μας ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία μας. Εἶναι Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐβάδισε βῆμα πρός βῆμα σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική, ἀποστολική καί καθολική παράδοσι μέχρι τίς ἡμέρες μας. Κι αὐτοί οἱ αἱρετικοί τά γνωρίζουν αὐτά. Γι᾿ αὐτό καί θέλουν νά ἑνωθοῦν μαζί μας, ἀλλά ὄχι διά τῆς εὐθείας ὁδοῦ. Τῆς ἀποκηρύξεως τῶν αἱρετικῶν τους διδασκαλιῶν, τῆς μετανοίας των, τῆς κατηχήσεώς των καί τέλος τῆς βαπτίσεώς των στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία.

-Ἀλλά ἡ πρωτοβουλία μας εἶναι καλή, μοῦ εἶπε αὐτός.

-Εἶναι καλή στήν ἀρχή. Καί θέλετε νά εἴμεθα ἕνα ποίμνιο μέ ἕνα ποιμένα!  Ἔεεε! Πόσα βουνά εἶναι ἀνάμεσά μας καί μᾶς χωρίζουν, μέχρι πού νά φθάσουμε σ᾿ αὐτή τήν ἕνωσι, πού λέγετε!

Μοῦ λέγει: Ἐπιθυμοῦμε νά ἔλθουμε κοντά σας.

-Ἀλλά ποῦ εἶναι ἡ ἱερά Παράδοσίς σας; Ποῦ εἶναι ἡ διδασκαλία σας περί προκυνήσεως Ἁγίων Λειψάνων καί ἁγίων Εἰκόνων;  Ποῦ εἶναι οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ἄγγελοί σας καί οἱ ἑορτές τους; Ποῦ εἶναι ὁ πανσεβάσμιος καί Τίμιος Σταυρός τοῦ Χριστοῦ μας; Ποῦ εἶναι ὁ σεβασμός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου; Ποῦ εἶναι τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας; Ποῦ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία; Ποῦ εἶναι οἱ ἀρετές τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων; Γιά τήν δική σας σωτηρία ἀρκεῖ μόνο ἕνα πράγμα, ἡ πίστις στόν Χριστό. Καί δέν διαβάσατε τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὅτι ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρά;

Πῶς εἶναι δυνατόν νά σωθοῦμε μόνο μέ τήν θεία Χάρι, χωρίς τά ἔργα; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὅλοι θά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ θρόνου τῆς κρίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἐκεῖ ὁ καθένας θά ἀπολογηθῆ γιά τά καλά καί τά κακά του ἔργα. Κι ἔτσι νά πάρη τόν μισθό του, ἀνάλογα μέ τά ἔργα του. Καί στό ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός ζητεῖ τά καλά ἔργα γι᾿ αὐτό καί μᾶς ἔδωσε ἐντολές. Νά φυλάξετε, δηλ. νά ἐφαρμόσητε τίς ἐντολές καί θά μπῆτε στήν αἰώνια ζωή».

Δέν ὑπάρχει πίστις, δίχως τά καλά ἔργα, ὅπως λέγουν αὐτοί. Λέγουν τά ἔργα δέν εἶναι τίποτε. Ἡ νηστεία δέν εἶναι τίποτε!

«Ἐσεῖς μπορεῖτε νά κλείσετε τά μάτια σας χωρίς νά ἰδῆτε καί νά διαβάσετε ἱστορία 2000 χρόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία εἶναι συνεχής καί ἀδιάκοπη ἀπό τότε?»

Ἐγώ ἤμουν τό περασμένο ἔτος στίς κατακόμβες τῆς Ρώμης καί εἶδα  ἐκεῖ μέσα τήν μητέρα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας. Εἶναι ἁγιογραφίες καί εἰκονικές παραστάσεις ἀπό τούς πρῶτον, δεύτερον καί τρίτον αἰῶνας μέσα στίς κατακόμβες. Διότι ἀπό ἐκεῖ φαίνεται ξεκίνησε ἡ βυζαντινή ἁγιογραφία. Οἱ καθεδρικές ἐκκλησίες τῆς Ραβέννας, τῆς Βενετίας, τῆς Κωνσταντινοπόλεως καί τόσων ἄλλων τόπων πού ἱδρύθηκαν ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί τούς διαδόχους του καί ἀπό ὅλους τούς ὀρθοδόξους βυζαντινούς βασιλεῖς εἶναι μία ἀψευδής μαρτυρία διά μέσου τῶν αἰώνων.

Ἠμπορεῖτε νά ὁμολογήσετετε ἐσεῖς οἱ προτεστάντες ὅτι δέν εἴχατε ὅλα αὐτά μέχρι τό 1517, ὅταν ἀποχωρισθήκατε ἀπό τούς παπικούς; Ἐάν ἐξεχάσατε τίς ρίζες σας, νομίζετε ὅτι κι ἐμεῖς μποροῦμε νά ξεχάσουμε τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας; Ὅποιος ξεχνᾶ τήν ρίζα του, ξηραίνεται καί πεθαίνει. Ἐσεῖς ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε πίσω στήν ρίζα σας. Καί σᾶς λέγω ἐπί 1517 χρόνια οἱ εἰκόνες ἦταν καλές στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἠμπορεῖτε νά κλείσετε τά μάτια σας καί νά πεῖτε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε εἰκόνες ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τότε πού ὑπῆρχε;

Πρόσεχε, κύριε προτεστάντη, πελώριες καθεδρικές ἐκκλησίες στρωμμένες στό δάπεδό τους μέ μωσαϊκά καί χρυσό εἶναι φύλακες καί δεῖκτες πού φανερώνουν σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν στολισμένη μέ εἰκόνες ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες. Καί γιατί ἤλθατε σέ μένα, σέ ἕνα τσιοπάνη προβάτων. Καί μέ ἐρωτοῦσαν τί σπουδές ἔκανα στό ἐξωτερικό. Κι ἐγώ, ἔξω ἀπό τά δάση τῆς Μολδαβίας δέν ἐπῆγα πουθενά νά σπουδάσω!

-Δέν ἤλθαμε, μοῦ εἶπαν, νά ἰδοῦμε ἕνα μορφωμένο ἄνθρωπο, ἀλλά ἤλθαμε νά ἰδοῦμε ἕναν ἅγιο.

-Ἅγιος εἶναι μόνον ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός! Δέν ἀκούετε τί λέγει ἡ Ἐκκλησία; Αὐτός εἶναι Ἅγιος. Καί ἐμεῖς εἴμεθα σκόνη καί στάκτη!

-Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἔχετε μία ἀπό ψηλά ἔμπνευσι νά βλέπετε τά οἰκουμενικά προβλήματα, καί ἐμεῖς δαπανούμεθα τζάμπα ἤ σπουδάζουμε τζάμπα.

-Ἡ πρωτοβουλία σας εἶναι καλή κατά βάθος, τούς εἶπα ἐγώ. Ἀλλ᾿ ὅμως σκεφθῆτε. Γιά νά πλησιάσετε κοντά μας, προπαντός σέ μία παραδοσιακή Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος, πόσα πράγματα θά χρειασθῆ νά κάνετε;

-Τέτοια συζήτησι μέ τήν Πανοσιολογιότητά σας, δέν ἐκάναμε ποτέ καί πουθενά καί τόσο σημαντική καί βαθειά!

-Ἐμεῖς ἔχουμε πηγή τούς Ἁγίους Πατέρες μας. Καίν ἄν ἀρχίσετε κάτι, χωρίς ἐμᾶς, δέν θά κάνετε τίποτε. Ἐμεῖς ἔχουμε τί νά σᾶς ποῦμε καί ἀπό ποῦ νά ἀρχίσετε. Διότι ἐσεῖς πιστεύετε μέ τήν ξηρά λογική σας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ θεολογία σας εἶναι ὀρθολογιστική. Γνωρίζετε μόνο αὐτό πού ἐμάθατε. Ἀλλά τίς καθαρές πηγές, τό σιτάρι, χωρίς τήν ἧρα καί τό κρασί χωρίς τό νερό μέσα θά τά βρῆτε μόνο στούς Ἁγίους Πατέρες. Ἡ πιό δυναμική θεολογία μας ἄρχισε ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν 5ον αἰῶνα. Ἐκεῖ εἶναι οἱ πιό καθαρές πηγές ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονται ὅλες οἱ θεολογικές γνώσεις.

Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στά λόγια μας. Ἀγαπητοί μου φοιτητές, ἐγώ εἶμαι ἀρκετά ἀπασχολημένος ἐδῶ καί δέν εἶμαι καί πολύ ὑγιής. Ὑποφέρω ἀπό τήν καρδιά μου καί τήν κήλη. Νά γνωρίζετε ἕνα πρᾶγμα:  Ὅ,τι ἐμάθατε στήν σχολή σας ἐπί πέντε χρόνια, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι  ἔμεινε ἀπό τήν σχολή σας μέσα στόν νοῦ καί στήν καρδιά σας, νά τό ἐφαρμόσετε στήν πρᾶξι. Καί οἱ γονεῖς  σας μέ πόση χαρά περιμένουν νά σᾶς ἰδοῦν ἱερεῖς καί νά σᾶς καμαρώσουν! Ἀλλά ἔρχονται καί γονεῖς σας σέ μένα καί μοῦ λέγουν: Ἔχω ἕνα παιδί στήν ἐκκλησιαστική σχολή, ἔχω ἕνα παιδί στήν θεολογία…».

Νά προσεύχωνται οἱ καϋμένοι, νά τούς βοηθήσει ὁ Θεός, νά τούς φωτίσει καί νά εἶναι λογικοί καί ὑπομονετικοί. Ξέρετε τί πόθο ἔχουν αὐτοί οἱ γονεῖς σας νά σᾶς ἰδοῦν μία ἡμέρα ἱερεῖς! Γιατί σᾶς ἔστειλαν στήν σχολή; Γιά νά ἀποκτήσουν μία τιμή καί νά βλέπουν ἕνα παιδί τους ἀπό τήν οἰκογένειά τους ἱερέα σέ μία ἐνορία! Αἰσθάνονται μεγάλη τιμή καί δῶρο ἀπό τόν Θεό νά ἔχουν ἕνα παιδί τους ἱερέα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ! Νά καθοδηγεῖτε τίς ψυχές στόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί νά εἶσθε μία πατρική αὐθεντία γιά κάθε χριστιανό σας!

Καί νά ξέρετε ἕνα πρᾶγμα. Σᾶς εἶπα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι διωκόμενη ἀπό ὅλα τά μέρη, ἰδιαίτερα σήμερα. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά γνωρίζετε πολύ καλά τήν Ἁγία Γραφή. Ἐάν ἀπό σήμερα σοῦ ἔδωσαν τήν νέα ἐνορία σου, νά μή ἀσχολῆσαι μόνο μέ τά βιοτικά ἀναγκαῖα. Σίγουρα ἐκεῖ  ἔχεις νά κάνεις τήν Λειτουργία, τίς βαπτίσεις, τούς γάμους, τίς ἐξομολογήσεις, τήν ταφή τῶν νεκρῶν, τούς Ἁγιασμούς στά σπίτια, τό κήρυγμα, τίς ἐπικοινωνίες μέ τούς πιστούς καί νά τούς δίνεις πνευματικές συμβουλές.

Κάθε ἀπασχόλησις τοῦ ἱερέως μέ τούς χριστιανούς του, αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ἔργο του. Νά αἰσθάνεσαι τόν πόνο καί τήν στενοχώρια τοῦ καθενός κι ἔτσι θά στέκεσαι στά χέρια τους. Κατόπιν νά εἶσαι ταπεινός, λαοφιλής, ἐξυπηρετικός καί μέ πολλή ἀγάπη πρός ὅλους.

Ὅταν ἔρχωνται στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας μερικοί ἄνθρωποι, ἀσθενεῖς, δυστυχισμένοι, πτωχοί καί μέ πολλά παιδιά, ἤ ἀπέθανε κάποιος δικός τους ἤ κάηκε τό σπίτι τους, ὁ ἱερεύς πρέπει νά δώσει ἐνώπιον τῶν Χριστιανῶν του τήν μεγαλύτερη βοήθεια. Καί μετά θά ἰδῆς πόσο θά βοηθήσει καί ὁ λαός σου!

Καί ὅταν ἔρχεται ἡ νηστεία καί οἱ ἄνθρωποι βλέπουν τήν παπαδιά σου νά βράζει καί νά τρώγη φασόλια καί πατάτες μέ λάδι, τί θά εἰποῦν οἱ χριστιανοί σου πού νηστεύουν αὐστηρά; «Ὁ πατήρ μᾶς συμβουλεύει νά νηστεύουμε καί ἐκεῖνος τρώγει μέ τήν παπαδιά του γαλακτερά καί τά πάντα!» Καί ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας: «Ἀπό τό χέρι τοῦ ἱερέως πού δέν νηστεύει στίς τέσσερεις μεγάλες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, οὔτε Τετάρτες καί Παρασκευές νά μή κοινωνεῖτε τά Ἄχραντα Μυστήρια». Ὁ ἱερεύς λοιπόν πρέπει νά εἶναι παραδοσιακός! Νά κρατεῖ δεσμό μέ τό παρελθόν καί τί διετήρησε ἡ Ἐκκλησία μας διά μέσου τῶν αἰώνων.

Ἐάν σέ ἰδοῦν νά κάνεις ἐλεημοσύνη καί ὁ λαός σου θά σέ μιμηθῆ. Ἐάν σέ βλέπει νά νηστεύεις κι αὐτός θά νηστεύει. Ἐάν σέ βλέπει νά εἶσαι πρόθυμος στά καλά ἔργα, θά τά «ἁλατίζει» καί ὁ λαός σου. Ἐάν σέ βλέπει νά εἶσαι ἐπιμελής στήν Ἐκκλησία, σοῦ ἀρέσουν οἱ ἀκολουθίες καί τίς ἐπιτελεῖς μέ εὐλάβεια, θά σέ ἀκολουθήσει καί ὁ λαός σου. Καί, ἐάν σέ βλέπει νά μην εἶσαι ὑπερήφανος, νά μή σοῦ ἀρέσουν τά τραπέζια φαγητοῦ, ἡ μέθη, ἡ πολυτέλεια, τό χρῆμα, ὁ λαός θά σέ ἐκτιμήση πολύ γρήγορα. Ἐάν σοῦ ἀρέσουν οἱ διασκεδάσεις καί τά ὑλικά ἀγαθά, θά χάσης τήν ἐκτίμησί τους. Νά μή τούς ἐπιτρέψης νά σέ ἰδοῦν μέθυσο στόν δρόμο ἤ φιλόδικο καί εὐερέθιστο. Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν ζωή σου θά ἠμπορεῖς νά κηρύττης περισσότερο ἀπό τά λόγια σου.

Μπορεῖ κάποιος νά ἔχει μεγαλύτερο καί ἄλλος μικρότερο χάρισμα στόν θεῖο λόγο. Ὅ,τι ἔδωσε στόν καθένα ὁ  Θεός. Ἀλλά, ἐάν ἔχει ἐνάρετη ζωή, αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἀπό τά κηρύγματά του. Τρία λόγια ἐάν θά εἰπῆ, παρά τρεῖς χιλιάδες λόγια, εἶναι ἀρκετά γι᾿ αὐτόν πού κηρύττει μέ τήν ζωή του.

Μετά σᾶς λέγω ὅτι πρέπει νά ξέρετε καλά τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Παιδιά μου, ἀκοῦστε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος: «Εἶναι μεγάλος γκρεμός καί μεγάλος κίνδυνος κρύβεται ἐκεῖ ὅπου ὁ ἱερεύς δέν γνωρίζει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας». Ξέρεις πῶς εἶσαι ἐάν πᾶς στήν ἐνορία σου καί δέν γνωρίζεις τούς Κανόνες;  ὁμοιάζεις μέ τόν στρατιώτη πού ἐπῆρε τό ὅπλο, τό ἔβαλε στήν ὠμοπλάτη του, καί σέ ὥρα πολέμου δέν ξέρει νά τό χειρίζεται. Ἔρχεται ὁ ἐχθρός κι αὐτός τρέχει ἀφήνοντας τήν σκόνη πίσω του.

Ὁ κάθε ἱερεύς στήν ἐνορία του λειτουργεῖ μέ τρία διακονήματα. Εἶναι ταυτόχρονα γιατρός, πνευματικός πατήρ καί δικαστής.

Σάν πνευματικός πατήρ πρέπει νά συμπαθᾶς τόν συνάνθρωπό σου, ὅπως καί ὁ Κύριος ἀγαποῦσε τούς πάντες, εἴτε σφάλλει κάποιος ἤ εἴτε κάνει ὅποιοδήποτε ἄλλο παράπτωμα. Σάν γιατρός πρέπει νά ἀναζητεῖς τό κατάλληλο φάρμακο, μέσα ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε νά εἶσαι πολύ αὐστηρός οὔτε καί πολύ συγκαταβατικός. Νά ἔχεις μία ἰσορροπία ἀνάμεσα στήν ἀκρίβεια καί στήν οἰκονομία τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

Ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη νά βάλλεις σκόνη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, νά βάλλεις σκόνη πού τσούζει ἤ ξυράφι καί λεπιδάκι γιά τήν πνευματική ἐγχείρησι. Καί ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη ἀπό ἔμπλαστρο μέ λάδι, νά τό τοποθετήσεις, δηλαδή γλυκά λόγια μέ πραότητα καί εἰρηνικό τρόπο. Καί σ᾿ αὐτόν πού εἶναι σκληρόκαρδος πρέπει νά τοῦ συμπεριφέρεσαι μέ λίγη αὐστηρότητα. Ὁ ἄλλος εἶναι πτωχός καί στενοχωρημένος. Ἔε, αὐτόν δέν θά πρέπει νά τόν στενοχωρήσεις περισσότερο. Σ᾿ αὐτόν θά τοῦ ὁμιλήσεις μέ πραότητα καί μέ γλυκά λόγια.

Έάν ἔχεις τό βιβλίο τῶν Κανόνων στά χέρια σου, πού λέγεται Πηδάλιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, εἶσαι γιατρός καί γνωρίζεις νά ἐγχειρίζεις μία ψυχή. Εἶδες οἱ γιατροί πῶς συνάζονται σέ συμβούλιο, στό νοσοκομεῖο, ὅταν ἔχουν νά κάνουν μία δύσκολη ἐγχείρησι; Στό συμβούλιο ἔρχονται οἱ μεγαλύτεροι γιατροί, ὅταν πρόκειται νά γίνη  μία δύσκολη ἐγχείρησι στήν καρδιά, ἤ στόν προστάτη ἤ στό σηκώτι. Καί λέγουν ὅλοι τήν γνώμη τους γιά νά μή θανατώσουν τόν ἀσθενῆ.

Καί, ἐάν γιά τήν σωματική ὑγεία ὑπάρχει μία τόσο μεγάλη προσοχή καί περίσκεψις ἀπό τούς γιατρούς,  γιά νά μή ἀποθάνη ὁ ἀσθενής, πόσο μεγαλύτερη φροντίδα χρειάζεται γιά τήν ψυχή καί πόσες ἰατρικές συμβουλές; Καί θά λέγεις στόν ἑαυτό σου: «Τί νά κάνω γιά νά μή χαθῆ μία ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι πολυτιμώτερη ἀπό ὅλο τόν κόσμο;

Ὁπότε, ἔχοντας τό Πηδάλιο στά χέρια σου, ψάξε νά ἰδῆς τί λέγουν οἱ Κανόνες γιά τήν τάδε ἁμαρτία. Κράτησε σέ σημειωματάριο αὐτά πού λέγουν γιά νά τά χρησιμοποιήσεις, ὅταν τά χρειασθῆς.

Μετά νά καθορίσεις ὥρες καί ἡμέρες γιά τήν ἐξομολόγησι τῶν πιστῶν σου, ἰδιαίτερα στίς ἑορτές, ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι σπίτια τους καί εἶναι ἐλεύθεροι. Νά μή δέχεσαι ὅλος ὁ λαός σου νά ἐξομολογηθοῦν τήν Κυριακή τῶν Βαΐων καί τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, διότι θά ἀποθάνης ἀπό τήν κούρασι. Τότε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχεις μακριές Ἀκολουθίες, τήν Μεγάλη Πέμπτη τήν ἀνάγνωσι τῶν 12 Εὐαγγελίων, τήν Μεγ. Παρασκευή τά ἐγκώμια καί τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου, τό βάρος τῆς νηστείας. Ἐάν τούς ἐξομολογήσεις ἐνωρίτερα ἀπό τήν Μεγάλη ἑβδομάδα θά τελέσεις ὅλες τίς Ἀκολουθίες σου μέ ἠρεμία καί λιγώτερη ξεκούρασι.

Ἀκόμη νά διαβάζεις τήν συγχωρητική εὐχή καί νά  ἐξομολογεῖς τόν καθένα ξεχωριστά. Καί ὄχι στό διαμέρισμα ἤ στό σπίτι ὅπως κάνουν μερικοί ἱερεῖς ἀπό νωθρότητα, καταργώντας ἔτσι τήν τάξι τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου.

Αὐτοί οἱ ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι ἐξομολογοῦν πολλούς μαζί, δέν διαβάζουν στό κεφάλι τοῦ καθενός τήν συγχωρητική εὐχή βάζοντας τό χέρι τους ἐπάνω στήν κεφαλήν του, δέν δίνουν τόν πρέποντα κανόνα, δέν ἐξετάζουν ὅπως πρέπει τήν κάθε περίπτωσι τοῦ ἐξομολογουμένου καί μετά τοῦ ἐπιτρέπουν τήν Θεία Κοινωνία, χωρίς τήν ἀνάγνωσι τῆς Θείας Μεταλήψεως καί τήν ἐπιτέλεσι τοῦ καθορισμένου κανόνος σάν παιδαγωγικοῦ μέσου, πρέπει νά παύωνται ἀπό τά ἱερά τους καθήκοντα, διότι ἔτσι ἀτιμάζουν τά Πανάχραντα Μυστήρια καί τούς περιμένει μεγάλη τιμωρία, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ὅπως λέγουν καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Τά παιδιά πού κάνουν καθαρή ζωή, οἱ γέροντες καί οἱ χῆρες, οἱ ὁποῖοι νηστεύουν ὅλες τίς νηστεῖες καί διάγουν μία καθαρή ζωή νά τούς ἐξομολογεῖς καί νά τούς κοινωνεῖς τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων δύο φορές μέσα στήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, δηλαδή στήν  ἀρχή καί στό τέλος, ἀφοῦ νηστεύουν, εἶναι προετοιμασμένοι καί ἐφήρμοσαν τόν καθορισμένοι κανόνα τους. Ἀλλά αὐτούς πού δέν νηστεύουν, δέν ἔρχονται τακτικά στήν ἐκκλησία, τρέχουν στά δικαστήρια, κλέβουν, μεθοῦν, καπνίζουν, δέν συμφιλιώνονται μέ τόν πλησίον τους, ζοῦν μέσα σέ μαγάλες σαρκικές καί ψυχικές ἁμαρτίες, ἐξομολογοῦνται πολύ ἀραιά, δέν κρατοῦν σωματική ἐγκράτεια τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κάνουν ἐκτρώσεις καί φυλάγωνται νά μή κάνουν ἄλλα παιδιά, καθώς καί αὐτοί πού δέν ὑπακούουν τούς γονεῖς τους, δέν κάνουν ἐξομολόγησι, δέν ἐφαρμόζουν τόν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ τους, ἀποκλείονται ἀπό τήν θεία Κοινωνία καί τούς δίνει ὁ ἱερεύς μόνο τόν Μέγα Ἁγιάσμό στό τέλος τῆς νηστείας.

Πρόσεχε ἀκόμη, ὦ Ἰερεῦ! Ἐάν βλέπεις ἕνα ἀσθενῆ, ἕνα γέροντα μή τόν ἀναγκάζεις νά κρατήσει τήν αὐστηρά νηστεία. Ἡ νηστεία εἶναι κυρίως γιά τόν ὑγιῆ ἄνθρωπο. Καί ἐπειδή εἶσαι καί γιατρός, θά λέγεις «αὐτό τό φάρμακο εἶναι γιά τό σῶμα κι αὐτό τό τάδε εἶναι γιά τήν ψυχή. Λοιπόν, παπποῦ, ἀντί τῆς νηστείας πού δέν ἠμπορεῖς νά τήν ἐφαρμόσεις, κάνε ἐλεημοσύνη καί περισσότερη προσευχή».

Ναί, ἔτσι νά ἐφαρμόζεις καί τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία, δηλαδή τήν αὐστηρότητα καί τήν πραότητα.

Ἐάν θέλετε νά εἶσθε καλοί ἱερεῖς, χρησιμοποιεῖτε τόν 102 Κανόνά τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 680, ὁ ὁποῖος δίνει τήν ἐξουσία στόν ἐπίσκοπο καί στόν ἱερέα νά χρησιμοποιεῖ στήν ἐξομολόγησι τόν κανόνα, ὅπως τόν φωτίζει ὁ Θεός, ἀνάλογα τήν περίπτωσι, κατά δύναμι καί μέ διάκρισι. Καί πρέπει ὁ ἱερεύς νά εἶναι μεταξύ τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονομίας. Νά χρησιμοποιεῖ τήν μέση καί βασιλική ὁδό.  Καί ὅπου δέν γνωρίζει τί νά κάνει ἤ συναντᾶ δύσκολες περιπτώσεις παραπτωμάτων, νά ἐρωτᾶ τόν Πνευματικό του, ἤ γέροντες ἱερεῖς ἤ καλλίτερα τόν τοπικό του Ἐπίσκοπο.

Ὅπως, ὅταν ἔχουμε μία δικαστική ὑπόθεσι, πᾶμε στόν καλλίτερο δικηγόρο, ἐνῶ ὅταν εἴμεθα ἀσθενεῖς πᾶμε στόν καλλίτερο γιατρό. Ἔτσι, κάνουμε καί στήν πνευματική ζωή. Ἀναζητοῦμε τόύς καλλίτερους ἱερεῖς καί Πνευματικούς. Ἐμεῖς, οἱ ἱερεῖς εἴμεθα οἱ δικηγόροι τοῦ Χριστοῦ! Ἐμεῖς ἔχουμε στά χέρια μας τόν κώδικα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐμεῖς δέν ἐργαζόμεθά μέ ἀνθρώπινους νόμους, ἀλλά περπατᾶμε ἐπάνω στούς νόμους  τοῦ Θεοῦ. Κρατοῦμε τόν κώδικα τῶν ἀνθρωπίνων νόμων, γιά νά τούς ἐφαρμόζουμε, νά πληρώνουμε τούς φόρους μας, νά τιμοῦμε τούς ἄρχοντες τῆς πολιτείας καί νά προσευχώμεθα γι᾿ αὐτούς. Αὐτό εἶναι τό καθῆκον γιά κάθε χριστιανό. Ἀλλά ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ψυχή, ὅταν ἔρχεται κάποιος στήν ἐξομολόγησι ἤ σοῦ ζητεῖ μία συμβουλή, πρέπει νά χρησιμοποιήσεις τόν κώδικα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι γραμμένοι στό Πηδάλιο καί στίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές συγγραφές.

Ἀκόμη, δώσε προσοχή! Πόσος μεγάλος εἶναι ὁ κίνδυνος γιά ἕνα δικηγόρο πού δέν θά γνωρίζει καλά τά ἄρθρα τοῦ κρατικοῦ νόμου! Διότι, ἀντί νά ἀπολύσει ἕναν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατόν νά τόν δικάσει καί μάλιστα πολύ βαρειά. Ἔτσι, παθαίνει καί ὁ ἱερέας, ἐάν δέν ξέρει τούς Κανόνες τοῦ Πηδαλίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτό εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος ὅτι: «Μεγάλος γκρεμός καί μεγάλος κίνδυνος εἶναι, ὅταν ὁ ἱερεύς δέν γνωρίζει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας».

Καί ἰδού τώρα σοῦ λέγω ἕνα παράδειγμα: «Πρόσεχε. Αὔριο θά εἶσαι ἱερεύς. Ὁ Ἐπίσκοπος σοῦ ἔδωσε τήν τάδε ἐνορία. Ἔρχεται μία γυναῖκα καί σοῦ ἐξομολογεῖται τό ἁμάρτημά της: «Πάτερ, ἔκανα δέκα ἐκτρώσεις. Ἔζησα καί μέ ἄλλον ἄνδρα. Πρίν τόν γάμο μου, ἔπεσα μέ κάποιον ἄλλον…». Σοῦ λέγει ὁ ἄνθρωπος. Καί ποῦ τά λέγει αὐτά; Στόν Θεό τά λέγει, διότι γνωρίζει ὅτι ὁ ἱερεύς εἶναι ὁ μάρτυς τοῦ Θεοῦ.

Αὐτά τά φοβερά ἁμαρτήματα κανονίζονται μέ 7, 10, 15 χρόνια ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, ὅπως γράφει τό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας. Τί θά κάνεις ἐσύ, ἕνας νέος ἱερεύς, στά χέρια τοῦ ὁποίου σοῦ παραδίδει ὁ Χριστός αὐτήν τήν ψυχή; Καί μία ψυχή εἶναι πολυτιμώτερη ἀπό ὅλο τόν κόσμο! Πῶς θά ἐνεργήσεις σ᾿ αὐτή τήν περίπτωσι, γιά νά μή τῆς δώσεις τήν Θεία Κοινωνία, μετά ἀπ᾿ αὐτά τά θανάσιμα ἁμαρτήματα καί νά εἶσαι ἄξιος  αἰώνιας τιμωρίας, δίοντας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Ἤ μήπως περιφρονώντας τήν ἀκρίβεια καί οἰκονομία τῶν Κανόνων,  καί τήν πίστι τοῦ ἀνθρώπου καί, ἐνῶ ἐγκατέλειψε τήν ἁμαρτία, ἐσύ τοῦ ἔδωσες μεγαλύτερο κανόνα. Γνωρίζεις τί πρέπει νά γνωρίσεις τότε; Ἰδού τί θά τήν ἐρωτήσεις: «Ἀπό πότε ἄρχισες τήν ἁμαρτία; Καί γιά πόσα χρόνια τήν ἔκανες; Ἀπό πότε τήν σταμάτησες; Ἐξωμολογήθηκες αὐτά ἄλλη φορά σέ ἄλλον ἱερέα; Καί μετά, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν ἁμαρτία, τῆς δίνεις ἕνα κανόνα, βάσει τοῦ Πηδαλίου. Ὄχι, ἀφ᾿ ὅτου ἐξωμολογήθηκε, ἀλλά, ἀφ᾿ ὅτου ἐγκατέλειψε τήν ἁμαρτία. Νά μή τό ξεχνᾶς αὐτό!

Ἐάν κάποιος σοῦ λέγει: «Πάτερ, ἐγώ θά ἤθελα νά λάβω τά Ἄχραντα Μυστήρια. Ἔχω εὐλάβεια καί πίστι, πάτερ! Γιά τόσα χρόνια δέν ἔχω λάβει τήν Θεία Κοινωνία…». Ἐσύ τί θά κάνεις  τότες; Θυμήσου ὅτι πάντοτε πρέπει νά κρατεῖς μία ἰσορροπία στούς Κανόνες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶναι πιό συγκαταβατικοί ἀπό ἐκείνους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολύ αὐστηροί. Ἔτσι, κάνε ὅπως κάνει ὁ γιάτρός στήν διάγνωσι ἀσθενείας τοῦ ἀρρώστου. Ζήτησε καί ἀκολούθησε τήν μέση καί βασιλική ὁδό. Καί ἔχοντας τό ἐπιτραχήλιο στό κεφάλι του, μετά τήν ἐξομολόγησι, ρώτησέ την:

-Θέλεις νά νηστεύεις, ὅπως κάθε χριστιανός, τίς τέσσερεις μεγάλες νηστεῖες τοῦ ἔτους καθώς καί τίς ἡμέρες Τετάρτη καί Παρασκευή;

-Ναί, πάτερ!

Τότε λιγοστεύεις ἕνα ἤ δύο χρόνια ἀπό τόν κανόνα πού ἔπρεπε νά τῆς δώσεις. Καί πάλι:

-Δέχεσαι νά μή τρώγεις κρέας καί νά μή πίνεις κρασί γιά ἕνα χρόνο;

-Ναί, πάτερ!

Τότε νά τῆς ἀφαιρέσης ἀκόμη ἕνα χρόνο. Καί πάλι:

-Θέλεις νά νηστεύεις τήν Δευτέρα μέχρι τό βράδυ ἐπί ἕνα ἔτος;

-Ναί, πάτερ, θέλω.

Τότε νά τῆς λιγοστέψεις ἄλλο ἕνα ἔτος. Καί πάλι:

-Δέχεσαι νά κάνεις τόσες (….) μετάνοιες τήν ἡμέρα ἐπί ἕνα χρόνο καί νά λέγεις πέντε φορές τήν ἡμέρα τόν 50ον Ψαλμό;

-Θέλω, πάτερ. Καί θά τά κάνω.

Τότε κατέβασε ἀκόμη ἕνα χρόνο ἀπό τόν κανόνα της. Καί πάλι ρώτησέ την:

-Θέλεις νά δώσεις ὅλα τά ροῦχα πού χρειάζεται νά ἐνδυθῆ ἕνας πτωχός ἤ νά βοηθήσεις μιά χήρα ἤ νά βαπτίσεις ἕνα παιδί;

-Θέλω.

Ὁπότε κατέβασέ της ἄλλο ἕνα ἤ δύο χρόνια. Καί βλέπεις ὅτι ἀπό τά δέκα δώδεκα χρόνια πού ἐπέβαλε ὁ κανόνας της, κατέβηκες στά 2-3 χρόνια. Κι ἔτσι κερδίζεις τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.

-Κι ἄν συμβῆ ἡ γυναῖκα αὐτή πού πῆρε τήν ἀπόφασι νά κάνει ὅλα αὐτά, ξαφνικά μείνει ἔγκυος, τί θά κάνεις; Θά τήν κοινωνήσεις ἤ ὄχι;

Ἐάν μία γυναῖκα ἔχει κανόνα ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Κοινωνία  μέχρι ἕξι χρόνια, καί εἶναι ἔγκυος, νά τῆς δώσεις τό Πάσχα τήν Θεία Κοινωνία. Στήν περίπτωσι γεννήσεως παιδιοῦ, ἡ Ἐκκλησία μας κάνει τό πᾶν νά διαφυλάξει τήν ἔγκυο γυναῖκα ἀπό τόν θάνατο. Διότι μερικές ἀποθνήσουν τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ. Ἄκουσες τί λέγει τό Ψαλτήριο; Ὅτι ἐκεῖ στήν κόλασι ὑπάρχουν πόνοι, ὅπως εἶναι οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ. Ἔχουν  μεγάλους πόνους στόν τοκετό οἱ γυναῖκες καί μάλιστα ὅταν γεννοῦν πρώτη φορά.

Μερικές, εἴπαμε, ὅτι ἀποθνήσκουν. Καί γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού τήν κατευθύνει καί μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπεφάσισαν: «Ἡ γυναῖκα πού ἔχει τιμωρηθῆ μέ ἀκοινωνησία μέχρι 20 χρόνια καί εἶναι ἔγκυος, ἔχει εὐλογία νά κοινωνήσει πρίν τήν γέννησι τοῦ μωροῦ της». Ἐάν μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐγέννησε καί ἐβάπτισε τό παιδί της κι αὐτή εἶναι ὑγιής, νά ἐκπληρώσει τόν κανόνα πού εἶχε ἀπό πρίν. Μετά ἀπό ἕνα ἤ δύο ἤ τρία χρόνια θά ἀποκτήσει ἄλλο παιδί, θά πρέπει πρίν τήν γέννησι του νά κοινωνήσει.

Ἔκανα τήν ἐρώτησι αὐτή στούς θεολόγους κληρικούς τῆς θεολογικῆς σχολῆς Σιμπίου καί ἐκεῖνοι μοῦ ἀπήντησαν: «Πάτερ Κλεόπα, ἡ κατήχησις αὐτή πού κάνετε στούς φοιτητάς τῆς θεολογίας εἶναι ἀνώτερη ἀπό τά μαθήματα πού διδάχθηκαν ἐδῶ στήν σχολή τους ἐπί πέντε χρόνια. Διότι τά δικά σας λόγια ἔχουν ἄμεση σχέσι μέ τήν πρακτική ζωή τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ αὔριο θά σταθοῦν μπροστά σ᾿ αὐτά τά προβλήματα. Ἐμεῖς δέν τούς ἐδιδάξαμε αὐτά ἀπό τήν ἕδρα τῆς σχολῆς μας. Καί ὁ Θεός μᾶς ἔφερε κοντά σας. Νά τά ἀκούσουν οἱ φοιτητές μας.

Ἦλθαν σέ μένα ἀργότερα μία ὁμάδα ἀπό τούς φοιτητές αὐτούς καί μοῦ εἶπαν: «Πάτερ, ἐνθυμούμεθα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς ἐδιδάξατε τότε».

Λοιπόν, παιδιά μου, κάνετε αὐτό τό ἱεραποστολικό ἔργο μέχρι τόν θάνατό σας. Ἐργάζεσθε γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων! Βλέπετε τί μεγάλο ἔργο εἶναι ἡ γέννησις τοῦ ἀνθρώπου. Μπροστά σέ κάθε γέννησι παιδιοῦ καταργοῦνται οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας! Γιατί;

Ὡμίλησα γι᾿ αὐτό τό θέμα σ᾿ ἕνα οἰκουμενικό ὀρθόδοξο συνέδριο τῆς Μονῆς Βαράτεκ. Τό θέμα μου ἦταν: «Ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στήν κοινωνία καί στήν οἰκογένεια». Καί τούς εἶπα: «Ἡ γυναῖκα, ἐάν πεθάνει τήν ὥρα πού γεννᾶ, πεθαίνει στόν βωμό τῆς θυσίας. Αὐτή θυσιάζεται γιά νά γεννηθῆ τό παιδί της, γιά τήν ὑγεία καί τήν ζωή του. Εἶναι μία μάρτυς καί θά της συγχωρηθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες της». Ἀλλά ποιος μᾶς τό λέγει αὐτό; Ἰδού τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅτι ἡ γυναῖκα θά σωθῆ διά τῆς τεκνογονίας». Δέν λέγει ἔτσι; Τό ἔχετε διαβάσει;

Ἔρχεται ἄλλος στήν ἐξομολόγησι. Ἕνας γέροντας 87 ἐτῶν. Μόλις τόν ἐσήκωσα, γιατί ἤθελε νά γονατίσει κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Συμεών τό ὄνομά του. «Πάτερ, δός μου τό χέρι σου νά σηκωθῶ, μοῦ εἶπε. Δέν μπορῶ, ὅταν γονατίζω, νά σηκωθῶ.

-Γέροντα, τοῦ λέγω, μή γονατίζεις. Κάθησε στό σκαμνί. Διότι ἕνα γέροντα, μπορεῖς νά τόν ἐξομολογήσεις, εἴτε εἶναι στό σκαμνί, εἴτε στό κρεββάτι. Ὅπως μπορεῖ νά σταθῆ. Μόνο νά εἰπεῖ τά πάντα. Καί σύ βάζεις τό ἐπιτραχήλιό σου καί διαβάζεις τήν συγχωρητική εὐχή, σέ ὅποια θέσι αὐτός κάθεται.

-Γέροντα Συμεών, λέγω, μ᾿ αὐτή τήν σωματική ἀδυναμία πού ἔχεις μπορεῖς νά κρατήσεις καί τήν νηστεία; Ἦταν ἡ νηστεία τοῦ Πάσχα τοῦ περασμένου ἔτους.

-Πάτερ, ἀπό τότε πού μέ γέννησε ἡ μάννά μου, δέν ἐχάλασα τήν νηστεία!

Ἄκουσες ὁμολογία χριστιανοῦ χωριάτη; Ἦταν 87 ἐτῶν γεροντάκι καί κρατοῦσε ὅλες τίς νηστεῖες μέχρι σήμερα.

-Ὅμως τοῦ λέγω, καί ὁ γιατρός γράφει ὅτι πρέπει νά τρώγεις τυρί καί γάλα.

-Καί δέν ἔφαγα, πρίν τήν νηστεία; Δέν γίνεται νά καταργήσω τήν νηστεία τοῦ Ἁγίου Πάσχα. Εἰδωλολάτρης εἶμαι;

-Καί μπορεῖς νά κρατήσεις μέχρι τό Πάσχα;

-Ναί, πάτερ. Θέλω νά πάρω τήν Θεία Κοινωνία!

-Σοῦ δίνω ἐγώ τήν ἄδεια νά κοινωνήσεις καί κατόπιν νά πίνεις λίγο γάλα μέχρι τήν Κυριακή τῶν Βαΐων.

-Πάτερ, καί νά γνωρίζω ὅτι θά ἀποθάνω, τήν νηστεία δέν τήν χαλῶ.

Πόσο κι ἐγώ ὠφελήθηκα ἀπό τήν εἰλικρινῆ του πίστι!

-Εἶχες παιδιά; Τόν ἐρώτησα.

-Εἶχα ἐννέα. Τά ἑπτά ζοῦν.

-Καί τώρα μέ ποιόν μένεις;

-Μένω μέ τόν μικρότερον. Οἱ ὑπόλοιποι εἶναι στά σπίτια τους, νοικοκυραῖοι, καλοί χριστιανοί.

-Κρατοῦν κι αὐτοί τίς νηστεῖες;

-Ναί, ὅλοι μέ ἀκοῦνε καί μέ ἀκολουθοῦν.

Ἐάν ἔχεις καλούς γονεῖς, τότε ὁ Θεός φωτίζει ἕνα παιδί νά γίνη ἱερεύς γιά νά ἔχει τό σπίτι εὐλογία.

Ἔτσι κρατήθηκε ἡ πατροπαράδοτη πίστίς  μας ἀπό παπποῦ σέ γυιό μέχρι σήμερα. Ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα ἦσαν τά ἀφεντικά τοῦ σπιτιοῦ. Καί αὐτοί κρατήθηκαν ἀπό τήν μαμά τους καί τήν γιάγιά τούς κι ἔτσι θά παραμείνουν μέχρι τόν θάνατό τους. Ἔτσι διατηρήθηκε ἡ πίστις μας. Ἀλλά τώρα πολλά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐχάλασαν. Ἦταν ἄξιος ὁ λαός μας! Κρατήθηκε μέ τήν δυνατή πίστι πού εἶχε στόν Θεό, στήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στίς νηστεῖες, στίς προσευχές καί στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας! Μέ ὅλα αὐτά τά πνευματικά ὅπλα νικήσαμέ τούς ἐχθρούς μας, τούς ἐξωτερικούς καί τούς ἐσωτερικούς. Διότι ὁ Θεός, δέν ἀφήνει αὐτόν πού ἔχει τήν καθαρά καί ἀληθινή πίστι!

Καί ἀκόμη θά σᾶς εἰπῶ κάτι: Ἕνας γέροντας ὅπως αὐτός, ἐάν ἔρχεται νά ἐξομολογηθῆ, καί θέλεις νά τόν κανονίσεις σύμφωνα μέ τήν ἀκρίβεια τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δέν μπορεῖς νά τόν σταματήσεις νά μή τρώγει καί γαλακτερά τήν περίοδο τῆς νηστείας. Ὁ 69ος ἀποστολικός κανόνας λέγει: «Κληρικοί, δηλ. ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, ἱεροδιάκονοι καί διάκονοι, ἐάν δέν νηστεύουν τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τίς Τετάρτες καί Παρασκευές ὅλου τοῦ ἔτους πρέπει νά καθαιροῦνται. Ἐνῶ ὁ ἀναγνώστης, ὁ ψάλτης καί ὁ λαϊκός χριστιανός νά ἀφορίζωνται. Τί σημαίνει ἀφορισμός; Σημαίνει διακοπή ἀπό τήν Θεία Κοινωνία. Ἀλλά λέγει κάποιος ἄλλος κανόνας, «ἐκτός καί εἶναι ἄρρωστος».

Εἶδες ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι σωματοκτόνος; Εἶναι μόνο παθοκτόνος! Καί γιατί νηστεύουμε καί ἐγκρατευόμεθα καί ἀγρυπνοῦμε; Γιά νά ἀδυνατίσει τό σῶμα καί νά μήν ἔχει κακές ἐπιθυμίες. Ἀλλά, ἄν τό σῶμα εἶναι ἀδύνατο ἀπό κάποια ἀρρώστεια, δέν πρέπει ὁ ἱερεύς νά τοῦ βάλει κανόνα καί αὐστηρά νηστεία, ἀλλά κατά τό μέτρο τῶν δυνάμεών του.

Στόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἄρρωστος καί ἡλικιωμένος ὁ ἱερεύς πρέπει νά τοῦ δίνει εὐλογία νά τρώγει ὅ,τί μπορεῖ σέ περίοδο νηστείας, διότι ἡ Ἐκκλησία μας δέν σκοτώνει τά σώματά μας μέ τήν νητστεία, ἀλλά τά πάθη μας. Δηλαδή βαδίζει τήν μέση καί βασιλική ὁδό. Ἐάν, δηλαδή, πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο τά διάφορα σωματικά πάθη, τότε προσθέτει νηστεία, μετάνοιες καί κάθε λογική ἄσκησι.

Τό σῶμα μας εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ζωῆς μας. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά τό διατηροῦμε ὑγιές. Τί λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἡ ψυχή εἶναι ὁ καβαλλάρης καί τό σῶμα εἶναι τό ἄλογο». Καβαλλάρης εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού τό κατευθύνει, τό περιποιεῖται, ἀλλά ἔχει καί τό καμτσίκι καί τήν τριχιά στό στόμα τοῦ ἀλόγου, ὅταν ταξιδεύει μαζί του. Καί ἔτσι εἶναι ὡραῖα, διότι καί ὁ ἀναβάτης καί τό ζῶο ταξιδεύουν μαζί ὡραῖα. Ἐάν ὁ καβαλλάρης εἶναι ἀδέξιος καί ἀφήνει τό ἄλογο νά κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του, καί τοῦ δίνει πάντοτε νά τρώγει βρώμη καί χορτάρι, χωρίς νά ἔχει τό καμτσίκι καί τό σχοινί νά τό κυβερνᾶ, τότε τό ἄλογο θά πέσει στόν γκρεμό.

Δέν εἶναι ἔτσι; Τό σῶμα πρέπει νά χαλιναγωγεῖται ἀπό τήν δύναμι τῆς ψυχῆς, ἔτσι ὥστε ἡ ψυχή νά τό ὁδηγεῖ στήν νηστεία, στήν προσευχή καί στίς μετάνοιες. Ἔτσι δέν εἶναι; Θεός φυλάξαι, τό σῶμα νά κατευθύνει τήν ψυχή! Διότι τό σῶμα θά κάνει ὅλα τά ἀνεπίτρεπτα ἔργα, θά κάνει μία κτηνώδη ζωή καί ὅταν πεθάνει, θά ὁδηγήσει τήν ψυχή στήν αἰώνια κόλασι.

Γιά τήν νηστεία ἄκουσε τί λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τό μέτρο τῆς ἐγκρατείας ἐξαρτᾶται ἀπό τό μέτρο τῶν σωματικῶν δυνάμεων τοῦ καθενός». Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής: «Πόση διαφορά ὑπάρχει μεταξύ τοῦ σιδήρου καί τοῦ χαλκοῦ ἀπό τά καυσόξυλα, ἄλλη τόση διαφορά ὑπάρχει μεταξύ τῆς δημιουργίας τοῦ ἑνός σώματος ἀπό τό ἄλλο». Ἕνας μπορεῖ νά νηστεύει ἄνετα μία ἑβδομάδα καί ὁ ἄλλος μέ δυσκολία νά νηστεύει μία ἡμέρα. Ὁπότε, δέν ἔχεις δικαίωμα νά ἐπιβάλεις τό ἴδιο μέτρο νηστείας καί ἐγκρατείας σέ ὅλους, διότι δέν ἔχουν τήν ἴδια κατασκευή καί τήν ἴδια κρᾶσι.

Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Δώσε στό σῶμα σου, κατά δύναμι, καί τό φαγητό, καί τήν ξεκούρασι, καί τό ποτό. Ἔχε κάθε φροντίδα γι᾿ αὐτό στό μυαλό σου, ἀλλά φρόντιζε καί ὁ νοῦς σου νά εἶναι στόν Θεό πάντοτε μέ τήν προσευχή, τούς ταπεινούς στοχασμούς καί τήν πνευματική θεωρία. Κράτησε τό σῶμα σου νά ἔχει ὑγεία καί ὄχι πολύ βάρος. Μή τό ἐπιβαρύνεις. Μή τοῦ δίνεις πολύ φαγητό καί νά μή παχύνεις σάν τό ζῶο, πού ζεῖ γιά νά τρώγει. Οὔτε καί νά εἶσαι ὑπερβολικά ἀδύνατος, διότι δέν θά ἠμπορεῖς κατόπιν νά κάνεις τά καθήκοντά σου. Κράτησε τήν μέση ὁδό γιά ὅλα. Ἔτσι, παιδί μου;

Καί ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά τί ἄλλο συμβαίνει; Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέγει τά ἑξῆς: «Ἐάν τό ἀδύνατο σῶμα σου τό ταλαιπωρεῖς ὑπερβολικά μέ τήν  νηστεία, τίς μετάνοιες καί τήν ἀγρυπνία, ἐπικάθηται κατήφεια ἐπάνω στήν κατήφεια στήν ψυχή σου καί προστίθεται ταραχή ἐπάνω στήν ταραχή». Διότι, ὅταν βασανίζεις τόν ἄνθρωπο μέ σκληρά νηστεία καί μέ ἄλλες ἀσκήσεις, θορυβεῖται, ταράσσεται ἡ ψυχή του καί δέν μπορεῖ νά σταθῆ ὁ καϋμένος ἀπό τήν ψυχική ἀγωνία.

Συνεπῶς, νά βάλης καί μέτρο στήν ἐγκράτεια καί στήν νηστεία, ἀνάλογα μέ τήν φυσική κατάστασι τοῦ ἀνθρώπου καί κατά τήν δύναμί του. Ἡ μέση ὁδός, παιδί μου, εἶναι ἡ βασιλική ὁδός γιά κάθε ἔργο. Αὐτήν τήν ὁδό ἐξέλεξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, αὐτήν ἠκολούθησεν ὁ Χριστός καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, αὐτήν νά ἀκολουθοῦμε καί ἐμεῖς.

Αὐτά λέχθηκαν γιά τήν νηστεία, καί τώρα νά μιλήσουμε γιά τήν ἐλεημοσύνη: Ὁ ἱερεύς δέν πρέπει νά πιέζει τόν χριστιανό νά κάνει ἐλεημοσύνη, διότι λέγει καί ἡ Γραφή ὅτι «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Ἐάν βλέπουν οἱ χριστιανοί ὅτι κάνει πρῶτος ἐλεημοσύνη ὁ ἱερέας τους, τότε θά ποσφέρουν καί αὐτοί. Ἔστω κάνε τήν ἐλεημοσύνη μέ ὑποκρισία, καί μή φοβᾶσαι ὅτι θά σέ τιμωρήσει ὁ Θεός, διότι ἔτσι θέλεις νά δώσεις παράδειγμα στούς ἄλλους νά κάνουν τό καλό ἔργο. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι εἶναι προτιμώτερο νά κάνεις ἕνα καλό ἔργο μέ ὑποκρισία, παρά νά μή τό κάνεις καθόλου. Διότι κατόπιν ἔρχεται καί ἡ ταπείνωσις στήν ψυχή. Καί σκέπτεσαι καί λέγεις: «Νά κάνω κι ἐγώ τό καλό ἔργο γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι γιά τούς ἀνθρώπους». Καί κάνε το.

Ἀκόμη ὁ ἱερεύς πρέπει νά δίνει παράδειγμα στόν λαό του καί μέ τόν λόγον του, μέ τήν συμπεριφορά του, μέ τήν νηστεία, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη του στήν ἐκκλησία καί μέ συγχωρητικότητα πρός ὅλους. Μέ ὅλα αὐτά. Ναί, μέ ὅλα. Νά εἶναι ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Θαλάσσιος ὁ Λίβυος: «Νά σιωπᾶς ἐσύ καί θά ὁμιλήσουν τά ἔργα σου. Τό ἴδιο λέγει καί ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Βορείου Ἠπείρου: «Ὀνείδισε καί μάλωσε, ὦ ἄνθρωπε, μέ τήν δύναμι τῶν ἔργων σου καί ὄχι μέ τήν πολυλογία, ἀλλά μέ τήν ζωή σου».

Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει:  «Ὁ λόγος καί ἡ λογομαχία στενοχωρεῖ, ἐνῶ ἡ ζωή καί σιωπῶσα ὠφελεῖ ὅλους». Ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λέγει: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ γιά τήν ἀλήθεια καί γιά τό καλό ἔργο, κάνει κι αὐτός κατά τήν δύναμί του ἀπ᾿ αὐτό τό ὁποῖο λέγει, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός γίνεται εἰκόνα πάσης φιλοσοφίας». Διότι αὐτός ὁμιλεῖ καί μέ τήν ζωή του καί μέ τόν λόγον του.

Ἐνῶ, ἐάν ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ καί δέν κάνει ἀπολύτως τίποτε, γίνεται ὑποκριτής. Ἀκόμη καί ἄν ὠφελεῖ τούς ἄλλους μέ τά λόγια τόυ, θά πρέπει κι αὐτός νά κάνει κάτι. Καί λέγει ὁ Χριστός στούς Γραμματεῖς τῆς ἐποχῆς του: «Ἀλλοίμονό σας, γραμματεῖς καί φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι βάζετε φορτία δυσβάστακτα στούς ὤμους τοῦ λαοῦ σας καί ἐσεῖς οὔτε μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου σας δέν ἀγγίζετε νά τούς βοηθήσετε».

Καταλαβαίνετε τί σημαίνει «ἄκρη τοῦ δακτύλου»; Δηλαδή εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἔστω κι ἄν δέν μπορεῖς ἕνα ἔργο νά τό κάνεις μόνος σου, νά ἀγγίξεις καί σύ μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου σου. Ἐγώ λέγω στόν λαό νά νηστεύει, ἀλλά πρέπει νά νηστεύω καί ἐγώ! Τοῦ λέγω νά κάνει ἐλεημοσύνη, ἀλλά πρέπει νά κάνω κι ἐγώ! Τοῦ λέγω νά μή κάνει τό κακό καί τό τάδε καί τάδε κακό ἔργο, ἀλλά κι ἐγώ νά μή κάνω αὐτά τά  ἔργα. Νά βλέπουν καί μένα καί νά λέγουν ὅτι καί «ὁ ἱερεύς βοηθάει στά καλά ἔργα». Τότε θά βοηθήσει καί ὁ λαός σου.

Ἔστω καί μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου μας νά ἀκουμπᾶμε σέ ὅλες τίς ἀπαραίτητες ἐργασίες. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέγει στόν πρῶτο λόγο του: «Αὐτός εἶναι ὡραῖος λόγος πού προέρχεται ἀπό τό καλό ἔργο. Ὁ καλός λόγος, λέγει, εἶναι τό ἐνέχυρο τῆς ντροπῆς, ἐνῶ ὁ λόγος πού βγαίνει ἀπό τήν ἐκτέλεσι ἔργων εἶναι οἰκία τῆς ἐλπίδος». Πῶς;

Ἕνας ἱερεύς πού μέ τό κήρυγμά του διδάσκει τούς ἄλλους, ἀλλά δέν πράττει ὁ ἴδιος κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού λέγει. Τά λόγια τόυ εἶναι ὡραῖα. Ἀλλά ἀφοῦ δέν κάνει ἔργα, εἶναι ντροπή του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένει στήν ἐνορία μόνος του, πρέπει νά αἰσθάνεται ντροπή γι᾿ αὐτά τά ὁποῖα λέγει. Διότι τόν ἐλέγχει ἡ συνείδησίς του λέγοντάς του: «Λέγεις καί τίποτε ἀπό ἔργα δέν κάνεις». Ὁπότε τά λόγια του εἶναι ντροπή γιά τό πρόσωπό του μπροστά στούς ἐνορίτες του.

Ἀλλά δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι μέ τήν ὕπαρξι τῶν ἔργων. Ὁ λόγος πού προέρχεται ἀπό τά ἔργα εἶναι ἡ οἰκία τῆς ἐλπίδος. Πῶς; Ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ, ἀλλά στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του, τοῦ λέγει ἡ φωνή τῆς συνειδήσεώς του ὅτι, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔκανε κι αὐτός κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού λέγει. Ἐάν μάθεις αὐτό πού πρέπει νά κάνεις καί δέν τό κάνεις, εἶσαι ὑποκριτής. Καί ἡ συνείδησις αὐτοῦ πού ἐργάσθηκε δέν τόν ἐλέγχει. Καί τότε τό ἔργο του γίνεται οἰκία τῆς ἐλπίδος γιά τήν σωτηρία του.

Πρίν, παιδιά μου, δεχθῆτε νά λάβετε τήν Χάρι τῆς ἱερωσύνης, νά ἐξομολογηθῆτε ὅλη τήν ζωή σας ἀπό τήν παιδική σας ἡλικία. Δέν πρέπει, Θεός φυλάξαι, μέ κανένα τρόπο νά λάβετε τήν ἱερωσύνη, ἐνῶ ἔχετε διαπράξει κάποιο θανάσιμο ἁμάρτημα. Ὅλη ἡ ζωή σας δέν θά πάει καλά. Εἴτε πᾶτε γιά γάμο, εἴτε γιά τήν εἰς διάκονον χειροτονία, εἴτε στήν ἱερωσύνη, εἴτε στήν μοναχική ζωή. Νά κάνετε γενική ἐξομολόγησι ἀπό τήν παιδική σας ἡλικία. Νά μπῆτε καθαροί στήν ἱερωσύνη.

Ἐάν, Θεός φυλάξαι, ἔγινε ἀπό κάποιον ἕνα βαρύ καί ἀπαγορεύσιμο γιά τήν ἱερωσύνη ἁμάρτημα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, πήγαινε στόν τοπικό σου Ἐπίσκοπο. Καί κάνε ὑπακοή γιά ὅ,τι θά σοῦ εἰπῆ.

Καί τώρα ἀκοῦστε ποιά εἶναι τά μεγάλα ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἀπαγορεύουν τήν ἱερωσύνη:

1. Ἐάν οἱ γονεῖς σου, εἶχαν συγγένεια πρίν ὑπαντρευθοῦν, δέν μπορεῖ ἕνα παιδί τους νά γίνει ἱερεύς.

2.Ἐάν οἱ γονεῖς σου ἔζησαν ἀστεφάνωτοι.

3. Ἐάν ὁ ὑποψήφιος γιά τήν ἱερωσύνη ἔζησε μέ δύο γυναῖκες, ἤ ἔκανε δύο γάμους, δέν μπορεῖ νά χειροτονηθῆ.

4. Ἐάν τό παιδάκι ἔπεσε ἀπό μικρό, Θεός φυλάξαι, σέ σοδομιτική ἁμαρτία. Κάποιος μεγάλος τό διέφθειρε ἀπό τήν μικρή του ἡλικία, αὐτό τό παιδί δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς.

5.’Εάν ἔπεσε σέ σαρκικό ἁμάρτημα εἴτε μέ ἄνδρα εἴτε μέ γυναῖκα, πρό ἤ καί μετά τόν γάμο του δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς.

6. Ἐάν συμβῆ ἕνα παιδί, στήν μικρή του ἡλικία, ἄθελά του ἔγινε φονιᾶς, δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς.

7. Ἐάν κάποιος εἶναι αἱρετικός δέν μπορεῖ νά γίνει ὀρθόδοξος ἱερεύς.

8. Ἐάν ἡ μητέρα του ἤ ἡ ἀδελφή του, ὅταν τό παιδί ἦταν μικρό, τό ἐπῆγαν στούς μάγους, ὅταν μεγαλώσει δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς.

9. Ἐάν ἡ μέλλουσα σύζυγός του δέν εἶναι παρθένος δέν μπορεῖ νά γίνει παπαδιά.

10. Ἐάν ὁ νέος μέ τήν σύζυγό του, πρίν τόν γάμο τους κοιμηθοῦν μαζί καί ἁμαρτήσουν, δέν μπορεῖ κατόπιν αὐτός νά γίνει ἱερεύς.

11. Ἐάν χώρισε ἀπό τήν πρώτη του γυναῖκα ἤ πέθανε κι αὐτός πάρει ἄλλη δεύτερη γυναῖκα, δέν μπορεῖ ὕστερα νά γίνει ἱερεύς.

Εἶναι πολλά τά ἐμπόδια γιά τήν ἱερωσύνη, ἀλλά σᾶς ἀνέφερα τά πιό σοβαρά καί μεγάλα. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐάν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία καί οἱ κλάδοι θά εἶναι ἅγιοι». Ὁ γάμος εἶναι ἡ ρίζα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐάν ἡ ρίζα, δηλαδή οἱ γονεῖς ἦσαν ἅγιοι καί ἔζησαν καθαρή ζωή, ἅγιοι εἶναι καί οἱ ἀπόγονοί τους. Ναί!  Δέν ἠμπορεῖς νά συλλέξεις σταφύλια ἀπό τά ἀγκάθια καί σῦκα ἀπό τά ἀγριόχορτα. Ἐάν ἡ ρίζα εἶναι κατεστραμμένη τότε καί οἱ καρποί εἶναι ἄγουροι καί τά κλαδιά ἄγρια..

Ἐάν ἕνας νεαρός κάνει καθαρή ζωή καί ἀξιοτίμητη, ἐξομολογεῖται, κοινωνεῖ καί φυλάγεται ἀπό τά βέλη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά παραμένει μέσα του μία κηλίδα. Θά πάει στόν ἐπίσκοπό του καί θά κάνει ὅπως φωτίσει τόν ἐπίσκοπο του ὁ Θεός. Ὅταν ἐγώ ἔχω παρόμοιες περιπτώσεις τούς λέγω: «Παιδί μου, ἐγώ δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω εὐλογία γιά τήν ἱερωσύνη πού μοῦ ζητεῖς. Πήγαινε στόν ἐπίσκοπό σου νά σοῦ διαβάσει συγχωρητική εὐχή, νά μετανοήσεις, διότι δέν πρέπει νά μπῆς μέ ἀναξιότητα στό μέγα αὐτό τάγμα τῆς ἱερωσύνης».

Ὅσον ἀφορᾶ τίς Ἀκολουθίες παιδί μου, νά μή τίς «ψαλιδίζεις», ὅταν γίνεις ἱερεύς. Νά γνωρίζεις καλά τό τυπικόν, νά ἔχεις καλούς δασκάλους, οἱ ὁποῖοι νά γνωρίζουν καλά τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά λειτουργικά τυπικά.

Εἶναι πολύ καλό πάντοτε, τό Σάββατο τό βράδυ νά κάνετε τόν Ἑσπερινό. Τό ἴδιο καί τήν Κυριακή τό βράδυ. Παλαιότερα οἱ πρόγονοί μας, ὅταν Σάββατο ἀπόγευμα ὁ ἱερεύς κτυποῦσε τό σήμαντρο καί τήν καμπάνα γιά τόν ἑσπερινό, σταματοῦσαν στά χωράφια τους τήν δουλειά, ἔπαιρναν τά σκαπτικά τους ἐργαλεῖα καί ἐπέστρεφαν στό χωριό λέγοντας: «Κτύπησε ὁ παππᾶς τήν καμπάνα γιά τόν Ἑσπερινό». Μέχρι τήν Δευτέρα τό πρωΐ, πού ἀνέβαινε ὁ ἥλιος δέν ἐπήγαιναν στήν δουλειά. Ὁ ἱερεύς καί ἡ ἐκκλησία ἦσαν τά μάτια τους καί κρατοῦσαν αὐστηρά τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας. Ἤξεραν καί ἔλεγαν: «Ἀπό τόν Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου μπῆκε ὁ ἱερεύς στήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς».

Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά, πρόσεχε πῶς νά πλησιάζεις σάν ἱερεύς τήν Ἁγία Τράπεζα. Οἱ πιό δύσκολες Ἀκολουθίες τίς ὁποῖες πρέπει νά κάνει ὁ ἱερεύς μέ πολλή προσοχή καί εὐθύνη, ξέρετε ποιές εἶναι; Εἶναι τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Λειτουργίας. Μή ξεχνᾶτε ὅτι τώρα σᾶς ὁμιλεῖ ἕνας γέροντας, ἕνα τσιοπάνης! Ἴσως πληγωθῆτε γι᾿ αὐτά πού σᾶς λέγω, διότι ἐγώ εἶμαι μία σαπίλα μπροστά σας, ἐνῶ ἐσεῖς….Νά δώσει ὁ Θεός, παιδιά μου, νά προχωρήσετε καί νά γίνετε ἱερεῖς.

Στήν ἐξομολόγησι, εἴτε τήν σώζεις μία ψυχή-ἐάν γνωρίζεις καλά πῶς νά τήν κερδίζεις-ἤ τήν χάνεις. Ὁ Πνευματικός Πατήρ εἶναι ὁ κυνηγός τῆς ψυχῆς. Καταλαβαίνετε; Ἐάν δέν ξέρει πῶς νά συμπεριφέρεται στήν ψυχή, τήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως, ἀνάμεσα στήν ἀκρίβεια καί στήν οἰκονομία τῶν Κανόνων ἤ τήν ἐπιβαρύνει εἴτε τήν ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία, εἴτε τῆς δίνει κουράγιο! Ξέρεις τί κάνει ὁ σιδηρουργός;  Εἶδες ἐκεῖ στό σιδηρουργεῖο, πῶς φροντίζει ὁ σιδηρουργός νά ζεστάνει τό τσεκούρι νά τό λεπτύνει ἤ νά κάνει μία τανάλια ἤ ἕνα ἄλλο ἐργαλεῖο. Εἶδες πῶς προσέχει νά μή τά ἀφήσει πολύ στήν φωτιά καί λειώσουν. Οὔτε νά γίνουν πολύ μαλακά ἤ πολύ σκληρά.

Ἔτσι καί σύ, νά κοπιάζεις ἐκεῖ σάν ἱερεύς σάν Πνευματικός, νά ἀτσαλώνεις τήν ψυχή, νά γίνει κατάλληλη γιά τόν Χριστό. Οὔτε πολύ μαλθακή, οὔτε ὀκνηρή, οὔτε καί πολύ δυνατή, δηλαδή σκληρή σάν τήν πέτρα. Ἔτσι πρέπει νά κανονίζουμε τά πράγματα αὐτά στήν ἐξομολόγησι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Νά ἔχεις τόν νοῦν σου ὥστε οὔτε νά ἀπελπίζεται ἡ ψυχή, οὔτε νά βαρύνεται. Νά μήν ἀφήσεις τήν ψυχή νά φύγει χωρίς κάποιο, ἔστω καί μικρό κανόνα, ἤ κάποια συμβουλή. Νά μή τήν ἀπελπίσεις λόγῳ τῆς ἁμαρτίας της, γιατί μετά θά ἀδιαφορήσει γιά ὅλα καί νά μην αἰσθάνεται τίποτε ἀπό τήν ἐξομολόγησι πού ἔκανε.

Ἡ δεύτερη δύσκολη Ἀκολουθία, ὅπως σᾶς εἶπα, εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία! Γιά νά τελέσεις τήν Θεία Λειτουργία, πρέπει νά κάνεις ἁγία ζωή. Ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά πλησιάσεις! Ἐκεῖ εἶναι πνευματικό πῦρ!

Στήν Θεία Λειτουργία κάθε περιττή κίνησις, κάθε σφάλμα, ἔστω καί μικρό, εἶναι θανάσιμη ἁμαρτία. Πρέπει νά ἔχετε φόβο Θεοῦ γιά νά μή σφάλετε μέχρι θανάτου. Ἀκοῦτε ἀδελφοί μου, ὑποψήφιοι ἱερεῖς;

Ἐάν ἐκοινώνησες μέ ψυχική κρυάδα, χωρίς νά αἰσθάνεσαι τίποτε, ἔσφαλες θανάσιμα. Ἐάν ἡ Θεία Κοινωνία δέν ἔχει τό ἀνάλογο ζεστό νερό νά συγγενεύει μέ τήν θερμότητα τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, διέπραξες μεγάλο λάθος. Ἡ θερμότητα τῆς Θείας Κοινωνίας συμβολίζει δύο πράγματα: Τό δογματικό μέρος, πού συμβολίζει τό νερό καί τό Αἷμα πού ἔρρευσαν ἀπό τήν Πλευρά τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, καί τό συμβολικό μέρος, πού συμβολίζει τήν θερμότητα τῆς πίστεως τῶν ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν καί θυσιάσθηκαν γιά τόν Χριστό.  Γι᾿ αὐτό, ὅταν ρίχνεις τό ζεστό νερό μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο λέγεις: «Ζέσις πίστεως πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν».

Νά προσέχετε τήν περίοδο τοῦ χειμῶνος τό Ἅγιο Ποτήριο νά μή κρυώσει, ἄν δέν ὑπάρχει καί θέρμανσι μέσα στήν ἐκκλησία! Πρόσθεσε λίγο ζεστό νερό, ἄν κρύωσε ἡ Θεία Κοινωνία. Προσοχή, μή βάζεις πολύ κρασί καί λίγο νερό ἤ καί τό ἀντίθετο, διότι εἶναι μεγάλο τό σφάλμα σου.

Κατά τήν ἀναδίπλωσι τῶν ἁγίων Καλυμμάτων καί τοῦ Ἱεροῦ Ἀντιμηνσίου πρέπει νά ἔχεις πολλή προσοχή. Ἐάν εἶδες ἕνα μαργαρίτη ἀπό τό πάντιμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἐπάνω στό Ἀντιμήνσιο ἤ ἔχει πέσει ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ἤ, Θεός φυλάξαι, ἔπεσε κάτω, μεγάλη ἡ ἐνοχή σου. Κατά τούς Κανόνες κανονίζεσαι μέ δύο ἡμέρες νηστεία καί 400 μετάνοιες τήν ἡμέρα. Παίζεις μέ τό θεῖο πῦρ; Ἄκουσες τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:  «Τό χέρι σου, ὦ ἱερεῦ, νά εἶναι πιό καθαρό κι ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅταν ἀρχίζεις τήν ἁγία Προσκομιδή, διότι σφάζεις τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί οἱ Ἄγγελοι ἀκόμη ἐπιθυμοῦν νά βλέπουν τί κάνει ἐκεῖ ὁ ἱερεύς!

Εἶδες ἡ αἰδεσιμότης σου, τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία; Εἶναι ὅλο τό δρᾶμα καί ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἡ Θεία Λειτουργία, ὅπως τήν διδαχθήκατε ἀπό τά σχολεῖα σας διαιρεῖται σέ τρία μέρη: Πρῶτον εἶναι ἡ ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, ἡ λειτουργία τῶν Κατηχουμένων καί ἡ λειτουργία τῶν Πιστῶν. Εἶδες πῶς ἀρχίζει ἡ ἁγία Προσκομιδή; «Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἄμωμος, ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν, οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ».  Εἶναι προφητεία τοῦ μεγάλου προφήτου Ἡσαΐα τήν ὁποίαν προεῖπε γιά τήν θυσία τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ. Καί πῶς τελειώνει ἡ Θεία Λειτουργία;

«Ὑψώθητι ἐπί τούς οὐρανούς ὁ Θεός καί ἐπί πᾶσαν τήν γῆν ἡ δόξα σου (τρεῖς φορες). Δηλαδή ἀρχίζει ἀπό τήν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ καί τελειώνει μέ τήν ἀνάληψί Του. Ὅλο τό δρᾶμα τοῦ Σταυροῦ καί ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας περνᾶ ἀπό μπροστά μας στήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας».

Κατόπιν, ἀφ᾿ ὅτου ἀρχίζει μέ τό «Εὐλογημένη…», ἡ Θεία Λειτουργία, κανείς δέν ἔχει εὐλογία νά πλησιάσει τήν Ὠραία Πύλη καί νά μπῆ μέσα, διότι ὁ ἱερεύς συνομιλεῖ μέ τόν Χριστό καί προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο. Τό ἔχετε διδαχθῆ αὐτό;

Οἱ χριστιανοί νά σᾶς δίνουν τά ὀνόματα γιά μνημόνευσι, πρίν τήν ἔναρξι τῆς θείας Λειτουργίας, γιά νά τά διαβάζετε στήν Προσκομιδή. Ἐάν θέλουν νά σᾶς προσφέρουν τήν δική τους μικρή ἤ μεγάλη θυσία ἀγάπης στόν Χριστό, ὅπως κεριά, πρόσφορα καί χαρτιά μέ ὀνόματα; Νά ἔρχωνται ἀπό τόν ὄρθρο καί νά σᾶς τά δίνουν. Εἶναι ἁμαρτία νά σᾶς τά δίνουν στήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονόικης γράφει: «Ἀλλοίμονο στόν ἱερέα ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος διαβάζει προσευχές, πού δέν εἶναι στήν κανονική τους ὥρα».

Μοῦ ἔλεγε ἕνας ἱερέας:  «Ἐγώ διαβάζω τά ὀνόματα στό σπίτι μου, Πάτερ, γιά νά μή τά διαβάζω ἐκείνη τήν ὥρα στό Ἅγιο Βῆμα!» Καί  τοῦ εἶπα:  «Ἀλλά τί κάνουμε, πάτερ; Παίζουμε μέ τά ἅγιά Μυστήρια; Ποῦ τήν εὑρῆκες γραμμένη αὐτή τήν καινοτομία; Ὅσα καλύβια, ἄλλες τόσες καί οἱ συνήθειες; Ὁ ἕνας κάνει ἔτσι, ὁ ἄλλος τό κανει ἀλλιῶς; Δέν ὑπάρχει μία ἑννιαῖα τυπική διάταξις τῶν λειτουργικῶν Ἀκολουθιῶν σέ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία; Δέν εἶναι δυνατόν! Διότι κάθε προσευχή ἀνάμεσα σέ μικρές ἐκφωνήσεις, ἀντιπροσωπεύει καί μία λειτουργική στιγμή. Καί δέν ἔχεις δικαίωμα οὔτε ἐνωρίτερα οὔτε  ἀργότερα νά τήν διαβάσεις.

Αὐτά κρατῆστε τα στό μυαλό σας. Ἐγώ σᾶς τά εἶπα. Βέβαια ἐσεῖς θά κάνετε, ὅπως θέλετε. Ἀλλά, ἐπειδή ἤλθατε μέχρις ἐδῶ καί προπαντός διότι εἶσθε στά πρόθυρα τῆς ἱερωσύνης, σᾶς τά εἶπα νά τά γνωρίζετε.

Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά ἀκοῦτε ἀκόμη λάθη πού γίνονται ἀπό ἐγγάμους στόν κόσμο ἱερεῖς. Παίρνουν τήν Θεία Κοινωνία καί τήν μεταφέρουν στά σπίτια, χωρίς νά εἶναι κάποιος ἀσθενής. Ἴσως γιατί ἐπῆραν χρήματα! Νά μή τό κάνετε αὐτό! Ἔρχονται ἑκατοντάδες χριστιανοί καί μοῦ λέγουν: «Μοῦ ἔφερε τήν θεία Κοινωνία ὁ ἱερεύς στό σπίτι μου». Ἀλλά, σᾶς παρακαλῶ μή τό κάνετε αὐτό. Δέν ὑπάρχει μέσα σέ Κανόνες τοῦ Πηδαλίου καί τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐάν τό κρατήσετε στό μυαλό σας, αὐτό ὁποῦ σᾶς εἶπα, χαρά σέ ἐσᾶς! Ἐάν ὄχι, νά μή λέγετε κατόπιν, ὅτι δέν τό ἀκούσατε ἀπό κανέναν!

Κυττᾶξτε τί γίνεται μέ τίς μερίδες. Κάθε μερίδα πού βγάζει ὁ ἱερεύς εἶναι γιά τήν μνημόνευσι ἑνός χριστιανοῦ ζῶντος ἤ κοιμηθέντος, καί ἀναφέρεται γιά τήν ψυχή τοῦ ἑνός ἀνθρώπου, πού μνημονεύεται. Καί ἀφοῦ μπῆκε ἡ μερίδα μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο εὐλογήθηκε μέ τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μετά δέν ἔχεις εὐλογία ἀπό κανέναν νά μεταφέρεις σέ σπίτι μερίδα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή σοῦ ἔδωσε τό πρόσφορο ἤ πιθανῶς καί χρήματα ὁ σπιτονοικοκύρης. Ἡ θεία Λειτουργία καί ἡ θεία Εὐχαριστία, μετά τήν Θεία Κοινωνία, γίνονται στήν ἐκκλησία καί δέν τελειώνουν σέ κάποιο σπίτι.

Κατόπιν, αὐτές οἱ μερίδες πού βγάζεις γιά τούς ἀνθρώπους, δέν πρέπει νά τίς δίνεις κατόπιν γιά Σῶμα Χριστοῦ, διότι εὐλογοῦνται ἀλλά δέν ἁγιάζονται. Καί δέν εἶναι ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ μερίδες πού βγάζει ὁ ἱερεύς γιά τούς ἀνθρώπους εἴτε αὐτοί εἶναι στήν ζωή, εἴτε εἶναι στόν παράδεισο, εἴτε εἶναι στήν κόλασι, λαμβάνουν μεγάλη πνευματική βοήθεια. Γιατί; Διότι οἱ μερίδες πού βγῆκαν στό ὄνομά τους, διαποτίζονται ἀπό τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο, καί οἱ ψυχές πού μνημονεύθηκαν λαμβάνουν ἀοράτως πολλήν Χάριν ἀπό τόν Σαρκωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστόν μας.

Ἄλλο πρόβλημα: Μερικοί ἔγγαμοι κληρικοί ἐπιτελοῦν τό βάπτισμα σέ πολλά παιδιά μαζί νεογέννητα. Ἐμεῖς δέν κάνουμε βάπτισμα στά μοναστήρια μας, οὔτε κηδεῖες λαϊκῶν, οὔτε γάμους.  Ἐσεῖς κάνετε τό βάπισμα σέ χιλιάδες ψυχές. Οἱ ἱερεῖς τῆς Χώρας ὀνομάζονται ὁ ἐπικεφαλῆς στρατός τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι τούς ὠνόμασε ὁ πατριάρχης Νικόδημος. Δύο εἶναι οἱ στρατοί τῆς Ἐκκλησίας μας: Εἶναι ὁ ἀνώτερος στρατός τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁ μοναχισμός, ὁ ὁποῖος κρατεῖ ἄσβεστη τήν προσευχή στήν ζωή του. Διότι καί μοναχοί ἦσαν οἱ περισσότεροι πού ἐξήγησαν τήν Ἁγία Γραφή καί μᾶς ἄφησαν σπουδαῖες θεολογικές διδασκαλίες. Καί ὁ δεύτερος στρατός τοῦ μετώπου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἔγγαμοι ἐν τῶ κόσμῳ κληρικοί μας. Αὐτοί εἶναι πάντοτε κοντά στόν λαό καί σέ ὅλη τήν ζωή τους μένουν ἀνάμεσά τους.

Προσέχετε πῶς νά ἐπιτελεῖτε τό βάπτισμα. Ἔρχονται ἐδῶ γυναῖκες μέ τά ἀσθενῆ ἀπό ἐπιληψία παιδιά τους. Τό παιδάκι τό κυρίευσε ἀπό νήπιο ὁ διάβολος καί τό βασανίζει. Ξέρετε γιατί; Τό εὑρῆκα στό βιβλίο Πηδάλιο. Διότι στό βάπτισμα ὁ ἱερεύς δέν διαβάζει μέ προσοχή καί εὐλάβεια ὅλες τίς εὐχές τοῦ ἐξορκισμοῦ τῶν δαιμόνων.

Μία γυναῖκα δυστυχισμένη εἶχε τό παιδάκι της μόλις ἑνάμισυ ἔτους καί τό βασάνιζαν οἱ δαίμονες καί τοῦ ἐγύριζαν τό κεφάλι πρός τά πίσω μέ τά μάτια του ἄγρια. Ἔε, πῶς νά μή κλαίει ἡ καϋμένη, ὅταν ἔβλεπε τό παιδάκι της νά τό βασανίζουν οἱ δαίμονες ἀπό τόσο μικρό! Τί ἁμαρτία ἔκανε αὐτό τό ἀγγελούδι; Ἀλλά ἡ ἐνοχή εἶναι τοῦ ἱερέως. Δέν ἐδιάβασε ὅλες τίς εὐχές ἐξορκισμοῦ τῶν δαιμόνων καί τώρα οἱ δαίμονες ἔχουν ἐξουσία σ᾿ αὐτό τό ἀθῶο πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ.

Ἐσεῖς ξέρετε ὅτι μέχρι νά γίνει τό βάπτισμα, ὁ οὐρανός εἶναι κλειστός γιά τά ἀβάπτιστα παιδιά; Δέν μποροῦν νά μποῦν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο, μετά τό βάπτισμά τους. Καί ὁ Χριστός μᾶς λέγει ὅτι αὐτός πού ἐπίστευσε καί βαπτίσθηκε, θά σωθῆ».

Κατά τήν πατερική παράδοσι, μέχρι νά βαπτισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ διάβολος κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά του. Μετά τήν βάπτισί του, πετάγεται ἔξω ἀπό τήν καρδιά του, ἀλλά συνεχίζει νά τόν πολεμεῖ μέ πειρασμούς καί λογισμούς ἀπό ἔξω πρός τά μέσα, πρός τήν καρδιά του. Μέσα δέν μπορεῖ νά μπῆ πάλι, διότι ἡ ψυχή εἶναι φρουρούμενη μέ τόν θώρακα τῆς Θείας Χάριτος.

Μερικοί ἱερεῖς μας, κυρίως στήν Τρανσυλβανία, ἀπό ἐπίδρασι τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας,» δέν βαπτίζουν τά παιδιά, ἀλλά τά μυρώνουν ἤ διαβάζουν τήν ἀκολουθία τοὺ βαπτίσματος κι αὐτή ἐλλειπῆ, χωρίς νά βουτοῦν τό παιδάκι μέσα στήν κολυμβήθρα. Δέν ἔχουν οὔτε κολυμβήθρα, ἀλλά τοῦ ρίχνουν λίγο νερό στό κεφάλι του, ὅπως κάνουν οἱ παπικοί ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταργήσει τό μυστήριο μέ τριττή κατάδυσι μέσα στόν νερό ἀπό τόν 13ον αἰῶνα.

Γι᾿ αὐτό παρουσιάζονται αὐτά τά προβλήματα στά μικρά παιδάκια, τά ὁποῖα βασανίζουν οἱ δαίμονες. Ἐνίοτε δαιμονίζονται μικρά παιδάκια ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τῶν γονέων τους, οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν ἤ εἶναι τελείως ἄπιστοι.

Γι᾿ αὐτό, ὦ ἱερεῦ, ὅταν κάνεις τό βάπτισμα νά μή βιάζεσαι. Νά διαβάζεις καθαρά καί ὅλες τίς εὐχές στόν καιρό τους, ἡ καθεμία. Ἐάν εἶναι νά βαπτίσεις πολλά παιδιά νά διαβάσεις τούς ἐξορκισμούς γιά ὅλα μία φορά, ἀλλά νά ἀναφέρεις ξεχωριστά γιά τό καθένα μέ τό ὄνομά του.

Τό Βάπτισμα ὀνομάζεται καί θύρα τῶν Μυστηρίων, διότι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου, μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό ἅγιο αὐτό Μυστήριο παίρνουμε τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καί γινόμεθα πνευματικά παιδιά τοῦ Χριστοῦ καί ἀδέλφια ἐν Χριστῶ μεταξύ μας. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν δεύτερη αὐτή πνευματική γέννησι, μᾶς κάνει παιδιά της κατά Χάριν. Τό Ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τό πρῶτο καί μεγαλύτερο καί θεολογικώτερο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τό τέλειο καί κανονικό Βάπτισμα, εἶναι αὐτό πού γίνεται μέ τριττή κατάδυσι τοῦ βαπτιζομένου μέσα στό νερό. Ξέρουμε ὅτι στήν Χώρα μας, κυρίως στήν Τρανσυλβανία (Ἀρντεάλ) πολλοί ἱερεῖς κάνουν τήν βάπτισι μέ ἐπίχυσι λίγου νεροῦ στό κεφάλι τους. Αὐτό δέν εἶναι σωστό καί σύμφωνο μέ τήν πατερική μας παράδοσι. Ὁ Χριστός ἀπέστειλε τούς Μαθητάς του λέγοντας νά πᾶνε στόν κόσμο ὁλόκληρο καί νά κηρύξουν καί νά βαπτίσουν τόν κόσμο στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀλλά αὐτό τό κατ᾿ οἰκονομίαν βάπτισμα εἶναι ἀπό παπική ἐπίδρασι καί πρέπει κάποτε ὁριστικά νά σταματήσει.

Ἐπίσης πρέπει νά ξέρει κάθε ἱερέας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας κάνει μία πολύ σημαντική οἰκονομία. Ἐάν κάποιο παιδάκι εἶναι ἑτοιμοθάνατό καί ἀβάπτιστο, ἐπιτρέπεται καί ἕνας μή κληρικός, δηλαδή μοναχός ἤ διάκονος ἤ λαϊκός ὀρθόδοξος χριστιανός νά τό σηκώσει στόν ἀέρα τρεῖς φορές ἐπικαλούμενος τό Ὄνομα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά τοῦ δώσει ὄνομα καί νά τό βαπτίσει στόν ἀέρα.

Ἐάν τό παιδάκι θά ζήσει πρέπει ὁ ἱερεύς νά τοῦ κάνει ὅλη τήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος, χωρίς νά τό βάλει μέσα στό νερό, διότι ἔγινε ἡ σχετική βάπτισίς του στόν ἀέρα μέ τήν ἐπίκλησι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό τό παιδί, πού ἔζησε, δέν ἐπιτρέπεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας νά γίνει ἱερεύς.

Ἦλθε σέ μένα μία γριά ἀπό κάποια πόλι καί μοῦ εἶπε:

-Πάτερ, ἔκαμα στά νειᾶτα μου 12 ἐκτρώσεις. Ἦλθα νά μοῦ εἰπῆς τί κανόνα νά κάνω.

-Καί πότε ἔκανες τήν τελευταία ἔκτρωσι, τήν ἐρώτησα.

-Πρίν ἀπό 15 χρόνια.

 Σκέφθηκα τότε τί κανόνα νά τῆς δώσω, διότι αὐτή ἀπό τότε εἶχε ἐξέλθει ἀπό τά χρονικά ὅρια γιά ἐπιβολή κανόνος. Ἀλλά ἔπρεπε νά τῆς δώσω κάτι. Γιά τήν ἔκτρωσι τούς δίνω τόν ἑξῆς κανόνα: Ὅσες ἐκτρώσεις ἔκανε κάποια, ἄλλα τόσα παιδιά νά βαπτίσει, ἄλλα τόσα παιδιά νά τά ἐνδύσει καί ἄλλα ὅ,τι θέλει νά τῆς ἐπιβάλει ὁ Πνευματικός. Μετά αὐτή ἡ γριά ἐπῆγε σ᾿ ἕνα δάσκαλο τῆς θεολογίας λαϊκό χριστιανό, ὁ ὁποῖος τήν ἐδίδαξε τά πάντα γιά τήν τελετή τοῦ Μυστηρίου καί τίς ὑποχρεώσεις τοῦ νουνοῦ.

-Πάτερ, μοῦ εἶπε, ὅταν ἦλθε πάλι, ἐγώ εἶμαι στό βρεφοκομεῖο καί μέχρι τώρα ἐβάπτισα 480 παιδιά!

-Μπράβο! Ἔχασες δώδεκα καί ἀπέκτησες 480; Καί τί λέγεις ὅταν τά βαπτίζεις.

-Κύτταξε τί κάνω, Πάτερ. Ἔχω Μέγα Ἁγιασμό καί ὅταν βλέπω στό βρεφοκομεῖο, ὅπου εἶμαι, ἕνα μωρό νά εἶναι ἀδύνατο, τό ραντίζω μέ Ἁγιασμό, ἀνάβοντας καί τρία κεριά καί λέγοντας: «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος (ἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ στό Ὄνομα τοῦ Πατρός. Ἀμήν. Καί τοῦ Υἱοῦ. Ἀμήν. Καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν».

Εἶδες μία σοφή γερόντισσα, τί ἔκανε; Ἔχασε 12 δικά της καί υἱοθέτησε 480 καί τά ὡδήγησε στήν πίστι, μέ τήν συγκατάθεσι τῶν γονέων τους βέβαια.

Τότε ἐγώ τῆς εἶπα: «Δέν σοῦ δίνω κανένα κανόνα, ἀφοῦ ἔκανες τόσο μεγάλο ἔργο καί ὡδήγησες τόσες ψυχές στό φῶς τοῦ Χριστοῦ».

Δέν ἐπιτρέπεται σέ κάποιον πού βαπτίσθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά βαπτισθῆ δεύτερη φορά, διότι εἶναι ὡσάν νά ἐμπαίζεται ἡ Σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ, διότι μία φορά ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί  μία ἀναστήθηκε. Οἱ πλανεμένοι ζηλωτές, πού δέχονται χριστιανούς μας στίς δικές τους παρατάξεις καί τούς βαπτίζουν δεύτερη φορά σταυρώνουν τόν Χριστό γιά δεύτερη φορά. Καί μ᾿ αὐτό πού κάνουν γίνονται αἱρετικοί. Διαβᾶστε τήν Δογματική τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τό Βάπτισμα εἶναι ταφή καί ἀνάστασις μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό».

Λοιπόν παιδιά μου, κρατῆστε τα αὐτά. Εἶναι ὅλα γιά ἐσᾶς. Λοιπόν, νά ἔχετε καθαρή συνείδησι, νά κρατᾶτε μέ  δύναμι ψυχῆς καί δυνατή πίστι τίς ἅγιες Νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς Ἱερούς Κανόνες καί νά μή ζητῆτε νά πλουτίσετε. Ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος εἶναι νά ὁδηγήσετε στόν Χριστό, ὅσες περισσότερες ψυχές μπορεῖτε γιά τήν σωτηρία τους καί τήν δική σας. Διότι δέν μποροῦμε ὅλα νά τά κάνουμε!  Ἐάν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σέ ὅλους θυσιάσθηκα, μήπως καί σώσω μερικούς ἀπ᾿ αὐτούς».

Ὁ Χριστός μέ τό πλῆθος τῶν καθαρῶν ψυχῶν, τῶν σεσωσμένων καί δοξασμένων νά πάρει καί ἐσᾶς στήν αἰώνια ἀγκαλιά Του.

Ἄλλο καθῆκον σας τώρα πού θά γίνετε ἱερεῖς εἶναι καί τοῦτο:

Μήπως αἰσθάνεσθε ἐντροπή νά φορεῖτε τό μαῦρο ἔνδυμα τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ; Τώρα νά σέ βλέπω μέ τό ζωστικό καί πιό πέρα λαϊκό ὁδηγό τοῦ αὐτοκινήτου σου! Ντρέπεσαι μέ τό ράσο σου νά ὁμολογεῖς τόν Χριστό; Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει! Ἐγώ δέν δέχομαι κληρικούς μέ παντελόνι στήν ἐξομολόγησι. Μοῦ ἦλθαν κάποτε πέντε ἔγγαμοι ἱερεῖς μέ τίς παπαδιές τους γιά ἐξομολόγησι. Ὁ ἕνας εἶχε ἕνα μικρό γένειο καί φοροῦσε καί τό ἱερατικό ζωστικό του. Οἱ ἄλλοι, μερικοί καί ὁδηγοί στά αὐτοκίνητά τους ντυμένοι μέ παρδαλά ροῦχα.

-Ἤλθαμε, πανοσιώτατε, νά ἐξομολογηθοῦμε!

-Ἐσεῖς εἶσθε ὅλοι ἱερεῖς; Καί ποῦ εἶναι ἡ ἱερατική σας ἐνδυμασία; Ποῦ εἶναι τά γένεια σας; Ποῦ εἴδατε ἐσεῖς στίς εἰκόνες ἁγίους, ὁσίους, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς κουρεμμένους; Μέ σχέδια καί κοντά μανίκια; Ἤ μήπως εἴδατε τήν Κυρία Θεοτόκο μέ ἀκάλυπτη τήν κεφαλήν της, μέ μακιγιαρισμένα τά δάκτυλά της, σκουλαρίκια στ᾿αὐτιά της καί βαψίματα στό πρόσωπό της; Οἱ παπαδιές στήν ἐνορία καί παντοῦ εἶναι κατά τό ἥμισυ ἱερεῖς. Αὐτές πρέπει νά εἶναι τό παράδειγμα καί τό φῶς τῶν ἄλλων γυναικῶν τοῦ χωριοῦ μέ τήν ζωή τους καί τήν ὅλη συμπεριφορά τους.

Πήγαινε στήν Ἑλλάδα καί θά ἰδεῖς ἀπό τόν μεγαλύτερο, τόν ἀρχιεπίσκοπο, μέχρι τόν τελευταῖο ἔγγαμο διάκονο, ὅλοι νά κρατοῦν τά γένειά τους, τά ράσα τους, τά παπαδικά τους καπέλλα καί οἱ ἄγαμοι τά ἐπανωκαλύμαυχά τους στήν ἐκκλησία! Πήγαινε στήν πόλι Ρόμαν (Ρουμανίας) στήν ἐποχή τοῦ ἐπισκόπου Γερασίμου Σαφιρείν, τό 1904 καί θά ἰδεῖς πῶς ἦταν οἱ ἱερεῖς! Ὅλοι ντυμένοι μέ τά ράσα τους καί τά καπέλλα τους.

Καλά, ἀδελφοί, λέτε, νά φύγουμέ καί ποῦ νά πᾶμε ἐμεῖς μακριά ἀπό τήν Παράδοσί μας;  Πῶς θά πολεμήσουμε τούς παπικούς καί τίς αἱρετικές ὁμάδες τῶν προτεσταντῶν, ἐάν τούς δίνουμε νερό γιά νά πεθάνουν καί ὄχι νά ζήσουν; Μόνο στό ὄνομα θέλετε νά λεγώμεθα καί ὄχι νά εἴμεθα χριστιανοί;

Δέν εἶναι ἔτσι, παιδιά μου! Πόσο ὡραῖος εἶναι ὁ ἱερέας μας ὅταν κυκλοφορεῖ παντοῦ μέ τήν σεμνή καί μεγαλοπρεπῆ του ἱερατική περιβολή!

Ὅσον ἀφορᾶ μέ τήν ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ ἄνθρωπος πού δοκίμασε νά ἑρμηνεύσει σύμφωνα μέ τό μυαλό του, δέχθηκε ἐντολή ἐξ οὐρανοῦ: «Νά μή τά ἑρμηνεύσεις διαφορετικά παρά μόνο ὅπως τά ἑρμήνευσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καί τότε εἶπε ὁ ἀρχάγγελος στόν Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή: «Υἱέ τοῦ ἀνθρώπου, σφράγισε τά λόγια αὐτά». Γνωρίζεις τί σημαίνει «σφράγισε»; Κανείς νά μή τά γνωρίζει. Περιέχει μεγάλα μυστήρια ἡ Ἀποκάλυψις! Ὅσοι ἑρμήνευσαν μέ τό «κεφάλι τους στόν ντορβᾶ», τήν Ἀποκάλυψι ἔγιναν μεγάλοι αἱρετικοί, διότι τά ἑρμήνευσαν μέ τήν δική τους ἐγκεφαλική λογική. Δέν ἀκοῦς τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης; Μή δοκιμάζετε νά ἑρμηνεύσετε τίς Ἅγιες Γραφές, παραπάνω ἀπό τήν πνευματική σας ἡλικία, διότι θά γκρεμισθῆτε στά βάραθρα τῆς ἀπωλείας.

Ἔτσι, παιδιά μου!  Ἐάν ἐφαρμόσετε, ὅσα ἀκούσατε καί ἐμάθατε, νά τά κρατῆτε μέ εὐλάβεια γιατί εἶναι διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Ἔτσι θά ἔχετε στήν ζωή σας πολλή χαρά καί μισθό στόν οὐρανό στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἐάν ὄχι, τό πῦρ τῆς γεέννης σᾶς περιμένει! Διότι ἐσεῖς, ἐνῶ θά πρέπει νά εἶσθε τό «φῶς τοῦ κόσμου», καί τό «ἅλας τῆς γῆς», θά γίνετε ρεζίλι καί ἐντροπή ἐνώπιον ἀνθρώπων καί ἀγγέλων. Ἀλλά, εὔχομαι νά μή γίνει ποτέ αὐτό.

Εὔχομαι νά ἰδωθοῦμε καί πάλι στόν παράδεισο. Ἀμήν.

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΤΉΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΌΛΟΥ ΚΛΕΟΠΑ ΣΤΉΝ ΜΟΝΗ ΣΥΧΑΣΤΡΙΑ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ.

30 Ὀκτωβρίου 1994.

Πανοσιώτατε πάτερ ἡγούμενε, πανοσιώτατοι πατέρες καί ἀδελφοί,  ὅταν σᾶς βλέπω ὅλους ἐδῶ χαίρομαι πάρα πολύ. Ἔτσι, θά ἐπιθυμοῦσα νά βλεπόμεθα καί ἐνώπιον τοῦ Προαιωνίου Σωτῆρος μας Χριστοῦ, στήν ἀτελείωτη χαρά τοῦ παραδείσου.

Τά παιδιά μητέρων, πού εἶσθε μοναχοί καί μικρότεροι ἀδελφοί τους, ἀκοῦστε τί λέγει ὁ δίκαιος Ἰώβ, στό κεφάλαιο ἑπτά (7): «Μία μάχη καί ἕνας πειρασμός εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς». Νά εἶσθε προσεκτικοί, Ἀδελφοί, διότι περνῶντας τά χρόνια μας, νά αὐξάνουμε καί στήν πνευματική ἡλικία. Νά μᾶς βοηθήσει λοιπόν, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Ἐγώ ὡς ἑξῆς παρακαλῶ μέ δάκρυα τόν Σωτῆρα μας Χριστό: «Νά σᾶς προστατεύει ὁ Θεός ἀπό τούς πειρασμούς καί ἀπό ὅλους τούς κινδύνους. Νά γίνετε καλοί μοναχοί. Ὅπως ἀπό παλαιότερα γνωρισθήκαμε ἐδῶ καί  χαρήκαμε ἔτσι νά εὑρεθοῦμέ καί ἐκεῖ στήν αἰώνια χαρά ὅλοι μαζί.

Παιδιά μου, ἐγώ εἶμαι τώρα ἀσθενής καί δέν ἔχω πλέον δυνάμεις!  Λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐάν τά χρόνια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι 70 καί 80, τά περισσότερα ἀπ᾿ αὐτά εἶναι πόνος καί κόπος». Σέ ἕνα σαπρόγερο, ὁ ὁποῖος πρέπει αὔριο νά μῆ στόν τάφο, τί εὐχές νά τοῦ πῆτε; «Νά ζήσεις χρόνια πολλά;»

Κάνετε ὑπακοή μέ ἀγάπη καί νά εἶσθε μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ στόν νοῦ σας. Τό σῶμα εἶναι ἡ Μάρθα καί ὁ Σωτήρ εἶπε τῆς Μάρθας: «Μάρθα, Μάρθα, φροντίζεις καί κουράζεσαι γιά πολλά φαγητά, ἀλλά μόνο ἕνα φαγητό ἐπαρκεῖ». Ἐνῶ ἡ Μαρία καθόταν στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί ἄκουε τά λόγια του. Ἡ Μάρθα εἶναι τό σῶμα, ἐνῶ ψυχή εἶναι ἡ Μαρία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Παιδιά μου, χαίρομαι, πού σᾶς βλέπω ὅλους ἐδῶ. Νά σᾶς σκεπάζει ἡ Ἁγία Τριάς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος ἀπό κάθε πειρασμό, διότι ἡ νεότης ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολλή προσοχή. Κάνετε τό διακόνημά σας μέ ἀγάπη, καί νά φυλάγετε τόν νοῦν σας, διότι δέν πρέπει κυττάζει ἐξωτερικά, ἀλλά πάντοτε πῶς εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς σας. Βλέπει, ἐάν ἀγαποῦμε τόν Χριστόν καί ἐάν φυλαγώμεθα ἀπό τήν ἁμαρτία.

Παιδιά μου ἀγαπητά, τό σῶμα εἶναι ἡ Μάρθα. Νά τῆς δίνετε δουλειά. Ἐνῶ ψυχή εἶναι ἡ Μαρία, νά τήν βάζετε νά λέγει τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Διακόνημα, ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί φυλακή τοῦ νοῦ σας. Βλέπεις ὅτι ἡ προσευχή δέν γίνεται σέ κάθε τόπο καί χρόνο, διότι πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φροντίσει καί γιά τίς βιοτικές του ἀνάγκες. Ὁπότε μόνος σου θά ἀποφασίζεις καί θά λέγεις: «Τώρα μπορῶ νά κάνω προσευχή. Ἤ τώρα δέν μπορῶ». Στόν Ψαλμό 103 διαβάζουμε: «Σέ κάθε τόπο τῆς δεσποτείας Σου, εὐλόγει ψυχή μου τόν Κύριον». Ἐνῶ στόν Ψαλμό 33 λέγει ὁ προφητάναξ: «Εὐλογήσω τόν Κύριον σέ κάθε καιρό καί ἡ αἴνεσίς Του θά εἶναι πάντοτε στό στόμα μου». Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Νά προσεύχεσθε ἀδιάκοπα».

Βλέπετε παιδιά μου, ὅτι πρέπει σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε χρόνο νά ἔχουμε τόν Χριστό στήν καρδιά μας; Ὁπουδήποτε θά εἶσθε. Διότι ὁ Σωτήρας μας βλέπει τίς καρδιές μας πάντοτε. Φυλάγετε τόν νοῦ σας! Ὁ ἐχθρός διάβολος μᾶς κτυπᾶ γιά νά μᾶς πάρει τήν ψυχή. Καί γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς δέν μᾶς εἶπε κάποιος ἅγιος ἤ προφήτης ἤ ἕνας ἀπόστολος, ἀλλά ὁ Σωτήρας μας Χριστός: «Τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ψυχή του;».

Ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό τήν καρδιά μου, διότι ἤλθατε σήμερα ἐδῶ, χριστιανοί καί μοναχοί γιά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου πού φέρω ἀναξίως τό ὄνομά του. Ἐάν κάποιος σᾶς ἐρωτήσει πῶς ὀνομάζομαι, νά τοῦ ἀπαντήσετε: «Σαπισμένος γέρος», «βρωμιάρης παλιόγερος». Νά μή τοῦ πῆτε τό ὄνομά μου Κλεόπας! Διότι εἶμαι ὅλος σάπιος! Ἐγώ ὅταν σᾶς βλέπω θά ἤθελα νά σᾶς ἔβαζα ὅλους μέσα σ᾿ ἕνα ντορβᾶ καί νά σᾶς ἄδειαζα στόν παράδεισο. Ὅλους σᾶς ἀγαπῶ! Καί ὁ καθένας σας νά κάνει τήν ὑπακοή του, ὅπου ἔχει διορισθῆ.

Ἐμεῖς οἱ γέροι ἔχουμε δουλειά μέ χιλιάδες ψυχές. Ἐσεῖς νά φροντίζετε γιά τίς ψυχές σας. Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στό βιβλίο του πού λέγεται «Τό φρέαρ»: «Ἐάν εἶναι δυνατόν, σέ σένα, ὦ χριστιανέ, ἀκόμη καί κάθε ὥρα νά ἐξομολογεῖσαι». Ἀλλά γιατί κάθε ὥρα; Διότι σέ κάθε λεπτό ἁμαρτάνουμε, εἴτε μέ τόν λογισμό, εἴτε μέ τόν λόγο, εἴτε μέ τό θέλημα εἴτε χωρίς νά τό θέλουμε, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό κακή πρόθεσι. Ἀκόμη νά ἐνθυμούμεθα ὅτι ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου εἶναι παντοτεινά δίπλα μας.

Δέν βλέπετε ὅτι δέν μποροῦμε νά ὑπομείνουμε τό τσίμπημα μιᾶς βελόνας, μία σπίθα ἀπό ἕνα κάρβουνο; Ἀλλά τήν φωτιά τῆς γεένης πῶς θά τήν ὑποφέρουμε; λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Αὐτός λέγει ὅτι ἡ φωτιά τῆς κολάσεως εἶναι μαύρη, ὅπως ὁ καπνός πού βγαίνει ἀπό τό ἀκάθαρτο πετρέλαιο καί εἶναι ἑκατομμύρια φορές πιό καυστική ἀπό ὅ,τι εἶναι αὐτή ἡ ὑλική φωτιά.  Ἡ ὑλική φωτιά εἶναι κρῦα καί σκιά μπροστά στήν ἄλλη. Ἐκείνη εἶναι ὠκεανός μαύρης φλόγας καί δέν ἔχει τέλος στούς αἰῶνες. Ἐκεῖ ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων δαίμονες καί ἄνθρωποι θά καίγωνται γιά πάντα. Στήν φωτιά αὐτή μακάρι νά μποροῦσες νά ἰδεις πῶς καίγεται ἡ μάννα, πῶς καίγεται ἡ ἀδελφή, ἤ ὁ γαμβρός, ἀλλά δέν μπορεῖς νά ἰδεῖς. Ἐκεῖ ἀκούονται, λέγουν, οἱ ἀναστεναγμοί, οἱ τριγμοί τῶν ὀδόντων, τά οὐρλιαχτά τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλά δέν βλέπει κανείς ἀπό τούς ἐδῶ, παρά μόνον σέ κάποιον πού θά θελήσει ὁ Θεός.

Ὁ Γέροντάς μας π. Ἰωαννίκιος, ὅταν ἀδυνάτισε καί ἤθελε νά πάει στόν αἰώνιο τόπο του, ἔλεγε: «Φέρτε τό παιδί αὐτό ἀπό τήν στάνη». Ἐννοοῦσε ἐμένα. Ἐγώ, ὅταν μέ ἐκάλεσαν καί μέ ἔφεραν στόν Γέροντα τόν ἐρώτησα τί νά κάνω. Ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: «Νά εἶσαι ὁ ἴδιος, ὅπως δίνεις, ἔτσι καί νά παίρνεις. Νά μή χαίρεσαι, ὅταν σέ ἀνεβάζουν ψηλά, οὔτε νά στενοχωριέσαι, ὅταν σέ κατεβάζουν χαμηλά».

Καί μέ τήν συμβουλή του δέχθηκα τήν ἡγουμενεία τῆς μονῆς μας Συχαστρίας, τό 1942. Ὅταν κάηκε ἡ ἐκκλησία τό 1941, συνέβη τότε ἕνα θαῦμα. Τά Ἅγιά Λείψανα εὑρίσκοντο στό Βῆμα τοῦ Παρεκκλησίου, καί ἐξῆλθαν μόνα τους μέσα ἀπό τήν φωτιά μέ θεία ἐντολή, σάν νά κατέβηκε κάποιος στήν αὐλή τῆς μονῆς καί τά διέσωσε.

Ἀγαπητά μου παιδιά, ὅπως σᾶς βλέπω ὅλους ἐδῶ, ἔτσι νά σᾶς βλέπω καί στόν παράδεισο μέ τόν πάτερ ἡγούμενό σας. Διατηρεῖτε καθαρή ζωή, νά ἔχετε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά ἐξομολογεῖσθε καθαρά καί νά κάνετε τό διακόνημά σας μέ ἀγάπη. Διατηρεῖτε τήν ἀγάπη σας γιά τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου, διότι αὔριο ἀναχωροῦμε, ὅπως λέγει καί ὁ Σωτήρας μας στό Εὐαγγέλιο: «Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε, διότι δέν γνωρίζετε τήν ἡμέρα οὔτε τήν ὥρα στήν ὁποία φεύγετε…».

Πάτερ ἡγούμενε, σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό τήν καρδιά μου. Σᾶς παρακαλῶ νά προσεύχεσθε γιά μένα. Ὁ Θεός νά σᾶς πληρώσει τόν κόπο γιά τήν ἀγάπη σας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΣΤΌ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΌΥΓΕΝΝΩΝ

1994.

Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εὐλογεῖτε, Πανοσιώτατε πάτερ Ἡγούμενε γιά νά ὁμιλήσω. Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».

Πανοσιώτατε πάτερ Ἡγούμενε, ὁσιώτατοι Πατέρες καί ἀδελφοί.

Πρίν ἀπ᾿ ὅλα, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά εὐχαριστήσω μέσα ἀπό ὅλη τήν καρδιά μου τήν Ἁγία Τριάδα, τόν Παντοδύναμο καί Προαιώνιο Θεό μας καί τήν Κυρία Θεοτόκο καί ὅλους τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι προσεύχονται γιά ἐμᾶς διότι ἔφθασα κι ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός μέχρι τήν σημερινή ἡμέρα.

Αἰσθάνομαι ἀδύνατος, πολύ κουρασμένος μέ τόσο κόσμο, οἱ καϋμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἀπό ὅλα τά μέρη. Μέ χαροποιεῖ ἡ πίστις τους καί ἡ καλωσύνη τους, ἀλλά δέν μπορῶ πλέον, δέν μπορῶ ἄλλο! Ὁ γιατρός μοῦ εἶπε νά ὁμιλῶ μισή ὥρα, διότι ὑποφέρει ἡ καρδιά μου. Ἔχω κάνει τέσσερεις ἐγχειρήσεις καί τό χέρι αὐτό ἔχει σπάσει. Ἀλλά ἐγώ ὁμιλῶ δέκα ὧρες τήν ἡμέρα, διότι ἔρχονται πτωχοί ἄνθρωποι καί λέγουν τήν στενοχώρια τους καί ὅλα τά βάσανά τους.

Προσκλήθηκα ἀπό τήν Πανοσιότητά σας, πάτερ ἡγούμενε νά ἔλθω αὐτή τήν βραδυά ἐδῶ. Καί εὐχαριστῶ τόν Θεό διότι βλέπω ὅτι ἡ τράπεζα εἶναι ὡραία καί ἡ Ἀδελφότης αὐτῆς τῆς ἁγίας Μονῆς μας. Νά σᾶς εὐλογεῖ ὁ Πανάγαθος Θεός μας.

Ἐγώ, ὅταν ἦλθα ἐδῶ τό 1929, εὑρῆκα 14 γέροντες μοναχούς μέ ἄσπρα γένεια καί ἤλθαμέ καί ἐμεῖς δύο δόκιμοι καί ἐγίναμε 16.

Ἐνθυμοῦμαι τόν ἡγούμενο π. Ἰωαννίκιο Μορόϊ, τόν καϋμένον! Ἐλειτουργοῦσε ἐπί 20 χρόνια μόνος του. Ναί, μόνος του! Καί ζοῦσε μόνο μέ τήν Θεία Κοινωνία! Ἐγώ ἤμουν στό μαγειρεῖο. Σάββατο καί Κυριακή ἐρχόταν κι αὐτός στήν κοινή τράπεζα. Τίς ἄλλες ἡμέρες ἔμενε προσευχόμενος στό κελλί του καί ζοῦσε μόνο μέ τήν θεία Κοινωνία. Μέ ρώτησε κάποτε: «Παιδάκι μου, ἔχεις λίγο μαλακό λάχανο (μάπα) καί λίγο βρασμένο σιτάρι;» Ἤξερα ὅτι μόνο αὐτά ἔτρωγε μερικές φορές. Τότε καθιέρωσε αὐτός ὁ Γέροντας τήν ἀνάγνωσι στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ.

Χαίρομαι πάρα πολύ διότι καί ὁ σημερινός πατήρ Ἡγούμενος κράτησε αὐτή τήν  ἁγία τάξι, νά διαβάζουμε στήν τράπεζα λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Ἰδιαίτερα ὁ Γέροντάς μας π. Ἰωαννίκιος μᾶς ἐδιάβαζε τούς λόγους τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τούς μοναχικούς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Καί μετά ἔλεγε σ᾿ ἐμᾶς τούς νέους νά διαβάζουμε ἐκεῖ πού ἐκεῖνος σταμάτησε. Ἐάν ἤμουν μέ τόν λογισμό στά φασόλια, ἤ στίς πατάτες ἤ σέ ἄλλα φαγητά, ἐκεῖνος μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν διαβάζετε νά εἶσθε προσεκτικοί καί νά φυλάγετε νά μή φεύγη ὁ νοῦς σας. Μετά χειροτονήθηκε μέ τήν εὐλογία του ἱερεύς ὁ π. Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος καί λειτουργοῦσε πολύ συχνά.

Ὅταν μέ ἔκανε καί μένα ἱερέα στό μοναστήρι Νεάμτς τό 1945, ὁ καϋμένος ὁ π. Ἰωήλ εἶχε λειτουργήσει συνέχεια ἐπί 136 ἡμέρες. Καί ὅταν μέ εἶδε ὅτι ἦλθα ἀπό τό Νεάμτς, μέ ἔβαλε νά λειτουργήσω ἐπί 40 ἡμέρες, διότι ἔτσι ἦταν τό τυπικό. Ἀπό τήν χαρά του ἄρχισε νά κλαίει καί  ἔλεγε: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό, διότι ἔχουμε καί ἄλλον ἱερέα».Μετά ἀπό μένά συνέχισε αὐτός ἄλλες 40 λειτουργίες καί μετά ἐγώ ἄλλες τόσες κι αὐτή τήν τάξι τήν κρατήσαμε γιά χρόνια. Δέν εἴχαμε ἄλλον ἱερέα. Ἐν τῶ μεταξύ εἶχε πεθάνει καί ὁ Γέροντάς μας π. Ἰωαννίκιος.

Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί! Ἡ Ἁγία Τριάς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος νά σᾶς ἐπαυξάνουν. Εἶσθε ἀρκετοί, καί νέοι καί ἡλικιωμένοι. Ἐγώ ἐκεῖ στούς λόφους, πού εἶναι τό κελλί μου,  δέν μπορῶ πάλι νά πάω, διότι μέ πονοῦν τά πόδια μου. Ἀλλά ὅταν ἀνοίγετε τό μικρόφωνο νά τό βάζετε καί σέ μένα νά ἀκούω τήν ἀκολουθία ἀπό ἐκεῖ. Μερικές φορές κλαίω ἀπό τήν χαρά μου, ὅταν σᾶς ἀκούω νά ψάλλετε τόσο ὡραῖα στήν ἐκκλησία.

Σᾶς παρακαλῶ νά φροντίζετε νά ἐξομολογεῖσθε. Εἶναι μερικοί πού ἔρχονται ἀραιά καί ἄλλοι πού ἔπαυσαν νά ἔρχωνται τελείως. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔρχεται κανείς γιά ἐξομολόγησι σέ μένα. Πηγαίνετε σέ ἄλλους, διότι ἐγώ δέν μπορῶ νά ἀνταποκριθῶ. Ἀλλά, ὅσοι ἔρχεσθε σέ μένα νά ἐξομολογεῖσθε συχνά καί καθαρά.

Ἐρώτησε ὁ φιλόσοφος Εὔβουλος τόν Μέγα Βασίλειο, μέ τόν ὁποῖον ἐσπούδαζαν μαζί στήν Ἀθήνα: «Ὦ Βασίλειε, ποία εἶναι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία, τήν ὁποία πρέπει νά φυλάγει στήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος;» Καί ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ ἀπήντησε: «Ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θά τόν ὁδηγήσει καί στόν παράδεισο εἶναι αὐτή: Νά ἔχεις πάντοτε τόν θάνατό σου μπροστά σου. Καί νά ἔχεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…..».

Ἔε Κύριε, ἀξίωσέ μας νά μή ξεχνᾶμε αὐτή τήν φιλοσοφία ποτέ στήν ζωή μας!  Τό πρῶτο σχολεῖο, τό πρῶτό μάθημα πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο ἦταν αὐτό: «Νά μή φάγεις ἀπό τό τάδε φροῦτο τοῦ δένδρου, διότι θά πεθάνεις». Γι᾿ αὐτό νά μή ξεχνᾶμε ὅτι σήμερα εἴμεθα, αὔριο δέν εἴμεθα στήν ζωή.

Ἦταν ἕνας μοναχός, ὁ Βενιαμήν Γιόργκα, πού ἦταν πολύ προοδευμένος στήν ἀρετή μοναχός. Μία ἡμέρα μέ κάλεσε νά τόν ἐξομολογήσω καί νά τόν κοινωνήσω. Ἤμουν μέ τόν π. Χριστοφόρο Ράδου καί τόν π. Ἰουλιανό Λαζάρ, πού εἶναι σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν Θεία Κοινωνία ὁ Γέρο Βενιαμίν μᾶς εἶπε: «Σᾶς εὐχαριστῶ πού ἤλθατε. Δέν θά πεθάνω σήμερα, ἀλλά αὔριο στίς 10 ἡ ὥρα τό πρωΐ. Νά ἔλθετε αὔριο, πρίν πεθάνω νά χαιρετιθοῦμε.

Ἐπήγαμε τήν ἄλλη ἡμέρα στίς 9 τό πρωΐ. Τόν εὑρήκαμε ὅταν εἶχε τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου. Φανόταν πού ἔπαιζε ἡ γλῶσσα στό στόμα του. Ἔλεγε συνεχῶς τήν εὐχή. Ὅταν μᾶς εἶδε εἶπε: «Πατέρες, προσευχηθῆτε μαζί μου, διότι ὁ καιρός τοῦ χωρισμοῦ πλησίασε». Μετά ἐκύτταξε πρός τό ἄλλο μέρος καί εἶπε: «Συγχωρῆστε με, Ἀγαπητοί μου». Ὅταν κυττάξαμε τό ὠρολόγιο εἶχε φθάσει ἀκριβῶς στήν ὥρα δέκα, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἀπό χθές.

Ἔτσι ἀπέθανε καί ἕνας ἄλλος ὁ π. Βενιαμίν Μπαρμπαρέσκου. Ἦταν μεγάλος ἄνθρωπος ἀνάμεσά μας! Εἶχε 72 χρόνια στό μοναστήρι, διότι μπῆκε σάν δόκιμος τό 1918 στήν μονή Βορόνα. Ἦταν Πνευματικός τῶν μοναζουσῶν ἐπί 40 χρόνια, 26 χρόνια στήν μονή Ἀγάπια καί 14 στήν διπλανή μονή Βαράτεκ. Ἐξωμολογεῖτο σέ μένα τά τελευταῖα 20 χρόνια.

Μέ κάλεσε τήν Παρασκευή νά πάω στό Βαράτεκ καί μοῦ εἶπε: Ἀπό σήμερα, σέ μία ἑβδομάδα, κι αὐτή ἀκριβῶς τήν ὥρα, ἦταν ἡ ὥρα τρεῖς τό ἀπόγευμα, νά ἔλθης νά χαιρετιθοῦμε διότι σᾶς ἀφήνω. Πηγαίνω στήν αἰώνια ζωή!

Ἐγώ ἐπῆγα τήν δεύτερη ἡμέρα. Ὅταν μέ εἶδε μοῦ εἶπε μέ χαρά: Καλῶς ἦλθες, πάτερ! Προσευχήσου μαζί μέ μένα!. Ἀλλοίμονο, μέ πῆραν τά κλάμματα! Κι αὐτός τό ἴδιο, ἀντίκρυζε τίς εἰκόνες τοῦ κελλιοῦ του καί ἔκλαιγε. Καί ξέρεις πῶς ἔτρεχαν τά δάκρυά του! Καί ὅταν ἐκύτταξε ἐμένα, μοῦ εἶπε: «Συγχώρεσέ με». Καί παρέδωσε τήν ψυχή του.

Παρετήρησα ὅτι ἦταν τρεῖς τό ἀπόγευμα ἡ ὥρα. Καί τότε θυμήθηκα τά λόγια του: «Σάν σήμερα, μετά ἀπό μία ἑβδομάδα, θά ἀναχωρήσω». Καί μεταφέρθηκε στό μνῆμα του καθαρός καί ἀμόλυντος, ὅπως τόν ἐγέννησε ἡ μάννα του. Καί ὁ καϋμένος ὁ Κοσμᾶς, ὁ ἀδελφός του, σάν νά τόν βλέπω στήν τράπεζα αὐτήν μέ τό μαῦρο σκουφί του καί τά ἄσπρα γένεια του! Ἐδῶ τόν εἶδα τελευταία φορά. Αὐτός ζοῦσε στό κελλί του καί στήν ἐκκλησία, χωρίς συντυχίες μέ ἄλλους καί περιττούς περιπάτους. Κοιμήθηκε ἀκριβῶς 84 ἐτῶν. Καί ὁ π. Βενιαμίν, 90 ἐτῶν.

Ἐεε, Κύριε, οἱ καϋμένοι οἱ Πατέρες μας! Ἐκοιμήθησαν κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Πρῶτα ὁ π. Ἰωάννης Ρόσου, πού ἔζησε στό δάσος. Τοῦ ἐδιάβαζε προσευχές γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του ὁ π. Παΐσιος. Καί μία ἡμέρα πού τοῦ ἐδιάβασα ἐγώ, ἐκοιμήθη κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Ὁ μοναχός Βασίλειος Μύρου ἦταν τσιοπάνης στά πρόβατα κι αὐτός ἀπέθανε κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου, τήν ὥρα πού τοῦ ἐδιάβαζα τήν εὐχή. Ἡ μοναχή Πελαγία, πού ἦταν πρώην γυναῖκα τοῦ ἁγιογράφου Εἰρηναίου Προτσένκου, ἐπίσης κάτω ἀπό τό πετραχήλι μου παρέδωσε τήν ψυχή της. Ὁ π. Βησσαρίων ὁ ἡγούμενος τῆς σκήτης Σύχλας καί αὐτός κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Μοῦ εἶπε: «Διάβασε τήν εὐχή τῆς συγχωρήσεως».

Ἤμουν ἡγούμενος στήν μονή Σλάτινα καί μεταφέρθηκα στήν μονή Βαράτεκ μέ τόν ἱερομ. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος μετά ἔγινε μητροπολίτης Σιμπίου. Ἐκεῖ μέ εἰδοποίησε μία μοναχή ὅτι μία ἄλλη μέ καλεῖ στό κελλί της νά τῆς διαβάσω εὐχή τῆς συγχωρήσεως. Καί ὅταν τελείωσα εἶχε τελειωθῆ κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου.

Ἐπῆγα στό κοιμητήριο τῆς μονῆς Συχαστρίας, ὅπου εἶδα τήν φωτογραφία τοῦ Γέροντός μου π. Ἰωαννικίου Μορόϊ. Καί ἄρχισα νά κλαίω δυνατά. Θυμήθηκα, πού ἐρχόταν στήν τράπεζα γιά νά μᾶς διδάξει. Ζοῦσε ὅλη τήν ἑβδομάδα μέ τήν Θεία Κοινωνία!

Μᾶς λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πήγανε συχνά στούς τάφους, ἀδελφέ καί στό κοιμητήριο! Ὅσο συχνά πηγαίνεις, τόση πνευματική σοφία θά ἀποκτήσεις, πού οὔτε ὅλες οἱ φιλοσοφκές σχολές δέν θά ἠμπορέσουν νά σοῦ προσφέρουν.

Αὐτοί οἱ νεκροί μας σιωποῦν, ἀλλά μᾶς ὁμιλοῦν ἀπό τήν καρδιά τους. Ἐγώ ὅταν πηγαίνω ἐκεῖ, πάω μόνος μου καί δέν θέλω νά εἶναι ἐκεῖ κανείς, μά κανείς! Καί ἐνθυμοῦμαι ὅτι μαζί τους ἔζησα τόσα καί τόσα χρόνια. Καί ὅλοι ἐκεῖνοι τώρα εἶναι ἐδῶ! Καί σέ κάθε τάφο ἔτρεχε καί ἕνα δάκρυ ἀπό τά μάτια μου!

Ἐγώ ἤμουν μέ διακόνημα τήν διατροφή τῶν ἀγελάδων τῆς μονῆς. Καί ὅταν ἐπέστρεφα στό κελλί μου, ὁ π. Γεράσιμος, ἀδελφός μου κατά σαρκα, ἐρχόταν καί μοῦ ἔλεγε τό Ψαλτήριο. Τό ἤξερε ὅλο ἀπό στήθους. Ἔκανε 33 μετάνοιες καί μετά ἔλεγε τρία Καθίσματα. Ἔτσι τελείωνε ὅλο τό Ψαλτήριο μέ μετάνοιες ἐνδιάμεσα.

Ὅταν ἐξάπλωνα τά βράδυα κουρασμένος, ἄκουγα τόκ-τόκ στό διπλανό κελλί. Ἦταν ὁ π. Γεράσιμος, ὁ ὁποῖος εἶχε φέρετρο στό κελλί του καί μέσα σ᾿ αὐτό κοιμόταν γιά νά ἔχει μνήμη θανάτου. Καί κάνοντας αὐτά τά κτυπήματα, ἔλεγε στόν ἑαυτό του: «Μή κοιμᾶσαι, ἀλογάκι μου! Βλέπε τό φέρετρό σου καί θυμήσου τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου!» Καί θυμᾶμαι τόν π. Νεκτάριο πού ἔλεγε πειραχτικά στόν π. Γεράσιμο:

-Μέχρι νά πεθάνεις πάτερ, θά ἔχει σαπίσει τό φέρετρό σου ἀπό τήν πολυκαιρία…. Καί τοῦ ἀπαντοῦσε:

-Πιστεύω στόν Χριστό, ὅτι αὐτό θά εἶναι τό σπίτι μου καί γιά τήν ἄλλη τήν ζωή!

Καί τήν ἡμέρα Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐκοιμήθη. Μετέβη στόν Κύριο. Τόν ἔβαλαν στό φέρετρο πού εἶχε γιά κρεββάτι στό κελλί του!

Γι᾿ αὐτούς ἐκπληρώνεται ὁ λόγος πού εἶναι στίς Παροιμίες: «Ἁρπάχτηκαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό γιά νά μή ἀλλάξη ἡ κακία τόν νοῦ τους ἤ ἐξαπατηθῆ ἡ ψυχή τους. Λίγο ἐκοπίασαν ἀλλά συνεπλήρωσαν πολλά χρόνια. Γι᾿ αὐτό βιάσθηκε ὁ Θεός νά τούς πάρει ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή».

Τί μεγάλη ἄσκησι ἔκαναν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι! Ἐπήγαιναμε γιά κόψιμο τοῦ χόρτου στά λειβάδια τῆς μονῆς γιά τροφή τῶν ζώων μας τόν χειμῶνα. Κάθε φορά ἔλεγαν: «Συγχωρέστε με», καί πάλι ἐδούλευαν μέ τήν κόσα. Ἐμεῖς ἐτρώγαμε τρεῖς φορές τήν ἡμέρα καί αὐτοί ἔπαιρναν τό πρωΐ ἀντίδωρο καί νηστικοί ἐπήγαιναν στήν δουλειά. Τό βράδυ ἔτρωγαν, ὅταν ἐπέστρεφαν. Τό ψαλτήρι τό ἔλεγαν κάθε ἡμέρα ὅλο ἀπό στήθους!

Σᾶς τά λέγω αὐτά γιά νά ξέρετε τί μοναχούς εἶχα συναντήσει. Στά κελλιά τους ὅλοι οἱ μοναχοί δέν εἶχαν κρεββάτι. Ἐξάπλωναν σέ κάτι χοντρά σανίδια, πού ἔκοβαν ἀπό τό δάσος.

Ὅταν κτυποῦσε τό τάλαντο γιά τόν ὄρθρο, ἐσηκώνοντο. Καί ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλον: «Ἀκούσατε τήν φωνή τοῦ Ἀρχαγγέλου; Ἄϊντε, πᾶμε γιά τήν ἁγία προσευχή».

Τό ἱστορικό τοῦ μοναστηριοῦ πού γράφθηκε ἀπό τόν ταχυγράφο μοναχό Δομέτιο, τό 1713 ἀναφέρει τά ἑξῆς: Ἐκεῖ στήν ἥσυχη αὐτή περιοχή ἔζησαν ἑπτά ἐρημῖτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι καί ἐθεμελίωσαν τήν σκήτη Συχαστρία καί ἔβαλαν καί κατάρα. Τήν ἑξῆς: «Ὅταν μολυνθῆ ὁ τόπος μέ σωματικές ἁμαρτίες ἤ οἱ μοναχοί θά κυνηγοῦν τό χρῆμα ἤ ὅταν θά τρώγουν κρέας, νά ἐρημωθῆ ὁ τόπος καί νά τιμωρηθῆ ἀπό τόν Δικαιοκρίτη Θεό μέ φωτιά».

Σᾶς τά λέγω αὐτά παιδιά μου, διότι δέν ὑπάρχει ἄλλος πού ζεῖ γιά νά σᾶς τά εἰπῆ. Διότι ἐγώ τά ἐδιάβασα καί τά ἔπαθα, καί αὔριο μεθαύριο πηγαίνω στόν τάφο. Τώρα αἰσθάνομαι πολύ ἀδύνατος καί δέν μπορῶ. Μπῆκα στά 83, ἔκανα τέσσερεις ἐγχειρήσεις, ὑποφέρω ἀπό τήν καρδιά μου. Ὁ κόσμος δέν μέ ἀφήνει ἡμέρα καί νύκτα.

Ἐεε! Συνάντησα μεγάλους μοναχούς! Ὁ π. Κωνστάντιος Οὐρικάρου ἀπό τήν κοινότητα Τσιουμάσι, τοῦ νομοῦ Μπακέου. Εἶχε τό φέρετρό του δίπλα στήν σόμπα του. Ἔλεγε ὁλόκληρο τό Ψαλτήριο ἀπό στήθους κάθε ἡμέρα. Ἀναστέναζε κάθε ἡμέρα: Ὤχ Κύριε, Ὤχ! Στεῖλε τό ἔλεός Σου νά εἶμαι καί ἐγώ ὁ τελευταῖος ἀπό τούς σεσωσμένους! Ὁ καϋμένος! Ὅταν ἀρρώστησε ἀπό παραλυσία, ἔλεγε: «Κύτταξε, πού ἔμειναν ἀκόμη λίγες ἡμέρες μέχρι νά φύγω, ἀλλά σέ παρακαλῶ μέ ὅλη τήν καρδιά μου μή μέ ξεχνᾶς στίς ἅγιες προσευχές σου!» Ὁ καϋμένος!

Εἶχε ἔλθει ἀπό τόν στρατό! Ἐρχόταν στήν μονή μας καί πρίν ἀκόμη νά πάει στόν στρατό. Ἐγώ ἐπήγαινα μέ τά πρόβατα στήν περιοχή Τσιρέσουλουϊ κι αὐτός μοῦ ἔλεγε: «Ἀδελφέ, κάποιο ψαλμό ἐξέχασα καί δέν μπορῶ νά θυμηθῶ τόν ἑπόμενο!» Αὐτός ὁ ψαλμός πού δέν θυμᾶμαι πῶς ἀρχίζει ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει φόβος ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του…».

Πατέρες καί Ἀδελφοί, ξέρετε τί θέλω νά σᾶς εἰπῶ; Αὐτά πού σᾶς τά λέγω, τά ἔζησα, τά εἶδα καί τά ἄκουσα καί γι᾿ αὐτό ἔμειναν γιά πάντα στό μυαλό μου!

Καί χαίρομαι ὅταν βλέπω ὅτι προσθέτετε θεία Χάρι μέσα στήν ψυχή σας. Μή ξεχνᾶτε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, διότι αὔριο ἀναχωροῦμε! Βλέπετε, τί λέγει ὁ Σωτήρας μας στό Εὐαγγέλιο: «Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε, διότι δέν γνωρίζετε ποιά ἡμέρα καί ποιά ὥρα ἔρχεται…». Νά σκεπτώμεθα ὅτι δέν ἔχουμε νά ζήσουμε ἐδῶ πολλά χρόνια. Ἐάν ἔχουμε τόν θάνατο μπροστά μας φυλαγόμεθα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐάν θά ξεχάσουμε τόν θάνατο, πεθαίνουμε ψυχικά! Πῶς ὑπέκυψε ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο; Διότι ἐξέχασε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπέθανε. Καί μαζί μ’αὐτό  πεθαίνει καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.

Ἀδελφοί καί Πατέρες! Νά μέ συγχωρῆτε πού σᾶς κουράζω ὑπερβολικά! Ἦλθα γιά λίγο κοντά σας, καί παρότι, εἶμαι ἀσθενής, φεύγω μέ πολλή δύναμι στήν καρδιά μου. Καί σᾶς παρακαλῶ μέσα ἀπό ὅλη τήν καρδιά μου νά ἐξομολογεῖσθε καθαρά καί συχνά. Ἔτσι θά ἀγαπᾶτε καί τήν τάξι τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας!

Ὅπως σᾶς εἶδα ὅλους χαρούμενους καί ἑνωμένους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἔτσι νά σᾶς ἰδῶ καί στόν παράδεισο. Ὁ π. Βαρθολομαῖος νά γνωρίζετε εἶναι μεγάλος κτίτορας τῆς μονῆς μας. Βλέπετε τί ὡραία πού εἶναι ἡ τράπεζα. Δέν εἶδα τέτοια τράπεζα ἁγιογραφημένη μέ τέτοια ὡραία ἁγιογραφία πουθενά! Τό ἔλεος τῆς Ἁγίας Τριάδος νά εἶναι μαζί του καί σέ ἐσᾶς ἀπό τώρα καί στούς αἰῶνας. Μοῦ ἀρέσει πολύ ἡ παλαιά ἁγιογραφία τῆς ἐκκλησίας μας. Τούς ἁγίους τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅταν τούς κυττάζω, νομίζω ὅτι θέλουν νά μοῦ μιλήσουν. Ὅτι εἶναι δίπλα μου ζωντανοί! Ἡ ἁγιογραφία εἶναι ὡραία, βυζαντινή, ὀρθόδοξη, ἀληθινή!

Ἐνθυμοῦμαι, ὅταν ἐφτιάχναμε τήν παλαιά τράπεζα, ἐκτίσαμε τόν τεῖχο καί μετά ἐφτιάξαμε λάσπη καί τήν κολλούσαμε στούς τείχους μαζί μέ 4-5 ἄλλους ἀδελφούς. Καί ἔτσι τελειώσαμε τήν τράπεζα, ἡ ὁποία κάηκε μαζί μέ τά κελλιά μας. Καί τώρα, τί ὡραία εἶναι ἡ νέα Τράπεζα! Νά μᾶς προστατεύει ἡ Ἁγία Τριάς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος ὥστε νά μή σφάλλουμε ἀπέναντι στόν Θεό γιά νά μή μᾶς παιδεύσει καί νά μᾶς δώσει ὁ Κύριος τό ἔλεός Του νά ἰδωθοῦμε ὅλοι καί στόν παράδεισο.

Ἀγαπητά μου παιδιά! Σᾶς συμπαθῶ καί σᾶς ἀγαπῶ ὅλους καί γνωρίζω ὅτι ἄγγελος Κυρίου φροντίζει γιά ὅλους ἐσᾶς. Μή ξεχνᾶτε καί μένα τόν ἁμαρτωλό στίς ἅγιες προσευχές σας!

Ἦλθαν δύο μοναχοί ἀπό τήν Μονή Λαϊνίτσι νά ἐξομολογηθοῦν. Μοῦ ἐπρότειναν νά τούς ἐπισκεφθῶ καί μία ἡμέρα μέ τόν π. Πετρώνιο Τανάσε ἐπήγαμε στήν Μονή τους. Τότε ἡγούμενος ἦταν ὁ π. Καλλιόπιος Γκεοργκέσκου καί ἔξαρχος ὅλων τῶν μοναστηριῶν τῆς ἐπαρχίας Ὀλτένιας. Ἀπέθανε. Ἦλθε κατόπιν ἕνας ἄλλος Πνευματικός τους, ὁ π. Καλλίνικος Καραβάν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδιάβασε καί τήν συγχωρητική εὐχή.

Μοῦ ἔλεγε πῶς ἀπέθανε: «Ἐπιθυμοῦσα πολύ νά ἐρχόταν ἐδῶ σέ μένα ὁ π. Κλεόπας». Ἔτσι, εἶπε καί ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὅταν τόν τελευταῖο καιρό ἤμουν Πνευματικός του. Ἀλλά δέν πρόλαβα νά πάω. Ὅταν ἔμαθα ὅτι ἦταν ἄσχημα, γρήγορα ἔφυγε γιά τήν ἄλλη ζωή. Φεύγουμε ὅλοι. Δέν μένει κανείς ἐδῶ!

Στό κοιμητήριο μέ πιάνουν τά δάκρυα, ὅταν στέκομαι κοντά στόν σταυρό τοῦ ἡγουμένου μας π. Ἰωαννικίου. Μᾶς ἔλεγε: «Παιδιά μου, νά ἔχετε φροντίδα γιά τήν σωτηρία σας. Προπαντός νά μή σταματᾶτε τήν νοερά προσευχή σας! Μή ξεχνᾶτε τόν θάνατο. Ὁ καϋμένος ὑπέφερε πολύ. Τόν ἐκτύπησε ὁ ληστής Μπάλτα μέ δυνατά κτυπήματα στό κεφάλι καί βγῆκαν τά μάτια του ἔξω καί σέ λίγες ἡμέρες ἀπέθανε.

Ἐνθυμοῦμαι καί λέγω ἀπό πόσα κακά ἐπέρασα, Κύριε, ληστές, φωτιές, πολέμους! Ὅλα ἐπέρασαν μέ τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅταν βλέπω τήν τράπεζα ἔτσι γεμάτη ἀπό μοναχούς, δέν ξέρω τί νά εἰπῶ στόν Κύριο καί πῶς νά Τόν εὐχαριστήσω!

Νά σᾶς σκεπάζει τό ἔλεος καί ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μας. Νά αὐξάνεσθε καί νά ἐνισχύεσθε πνευματικά καί νά εἶσθε παράδειγμα γιά τούς διαδόχους σας.

Συγχωρέστε μέ τόν ἁμαρτωλό, διότι πολύ σᾶς ἐκούρασα….

 

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΤΉΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΥΧΑΣΤΡΙΑΣ

27 Δεκεμβρίου 1994.

Πανοσιώτατε πάτερ ἡγούμενε, ὁσιώτατοι Πατέρες καί Ἀδελφοί.

Πρίν ἀπό ὅλα εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας ὅλους σας καί τήν Ἁγία Τριάδα, τήν Κυρία Θεοτόκο καί ὅλους τούς Ἁγίους, οἱ προσεύχονται γιά ὅλους μας διότι ἐφθάσαμε καί ἐζήσαμε κι αὐτή τήν ὁλοφώτεινη ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ χαρά καί ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.

Πατέρες καί Ἀδελφοί, δέν ἔχω νά σᾶς εἰπῶ πολλά διότι εἶμαι καί κουρασμένος. Σᾶς λέγω μόνο, ὅτι μένοντας ἐδῶ λίγες ἡμέρες μέ κάλεσε ὁ πατήρ ἡγούμενος καί μοῦ ἔδωσε ἕνα κελλάκι δίπλα στήν ἐκκλησία. Πολύ καλά γιά νά μένω κοντά στήν ἐκκλησία καί γιά τίς ἀκολουθίες. Ἔζησα κοντά σας ὡσάν νά ἤμουν στόν παράδεισο. Ἄκουσα ἀναξίως τίς ἀκολουθίες καί ψαλμωδίες τῆς ἐκκλησίας. Σᾶς εἶδα ὅλους ντυμένους, ἱερεῖς, διακόνους, ἱεροψάλτες νά εἶσθε ὅλοι στόν χορό. Καί μοῦ φάνηκε ὅτι εἶσθε στόν παράδεισο. Βλέπετε, τί θαύματα κάνει ἡ Ἁγία Τριάς μέ τήν ἵδρυσι καί λειτουργία τῶν Μοναστηριῶν μας!

Ὅταν ἦλθα ἐγώ ἐδῶ, εὑρῆκα 14 γέρους καί δύο δόκιμοι ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου. Καί τώρα βλέπω δεκάδες μοναχούς στήν ὡραία αὐτή τράπεζα, πού νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει τόσο ὡραία σέ ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη Χώρα μας!

Ἀδελφοί καί Πατέρες, ὅταν σᾶς βλέπω ὅλους στά διακονήματά σας καί στήν ἐκκλησία, αἰσθάνομαι ὅτι ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος! Βλέπω κάθε μοναχό νά τρέχει στό διακόνημά του…Οἱ ἄγγελοι εἶναι κοντά σας καί σᾶς βοηθοῦν, σᾶς συντροφεύουν, σᾶς διδάσκουν πῶς νά φυλάγεσθε ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό κάθε κακία.

Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί, ὁπουδήποτε πηγαίνετε, εἴτε στό διακόνημά σας, εἴτε εἶσθε στήν ἐκκλησία, εἴτε στόν σταῦλο τῶν ζώων, εἴτε στά μοσχάρια, εἴτε στά πρόβατα εἴτε στόν κάμπο καί ὅπου σᾶς στέλλει ὁ ἡγούμενος νά λέγετε πάντοτε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….». Ἀκόμη νά σκέπτεσθε τόν θάνατο γιά νά φυλάγεσθε ἀπό κάθε εἶδος ἁμαρτίας.

Αὐτό τό μάθημα ἔδωσε καί ὁ Θεός στόν Ἀδάμ στόν παράδεισο: «Ἀδάμ, βλέπεις αὐτόν τόν παράδεισο; Δέν ἔχει ὅρια. Βλέπε τίς ὡραιότητές του, τίς ὁποῖες δέν μπορεῖ νά τίς ἀρνηθῆ κανένας. Στά δίνω ὅλα δικά σου!» Καί τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τοῦ Ἀδάμ ἕνα εὐωδιαστό παράδεισο, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, καί νά εἶναι βασιλεύς ὅλων τῶν κτισμάτων τοῦ παραδείσου.

Ὅταν ἔβλεπε τόν μυροβλύτη Ἀδάμ τό κάθε θηρίο τῆς γῆς, ὅπως οἱ λέοντες, οἱ καμηλοπαρδάλεις, οἱ λεοπαρδάλεις, οἱ τίγρεις, οἱ δράκοντες καί οἱ ὄφεις, τοῦ ἔγλυφαν τά πόδια, τόν ἐσέβοντο καί θά ἔλεγαν μεταξύ τους: «Αὐτός εἶναι ὁ βασιλιᾶς μας». Ὅλα τά ζῶα ἦταν ἥμερα καί ὑπάκουαν στόν βασιλιᾶ τους, τόν ὁποῖον τοποθέτησε ἀνάμεσά τους ὁ Θεός. Καί ὁ Θεός τοῦ εἶπε μία ἡμέρα: «Ἀδάμ, βλέπε ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δικά σου, ἀλλά ἀπό τούς καρπούς αὐτοῦ τοῦ δένδρου-λένε ὅτι ἦταν μηλιά-δέν θά φάγεις. Ἐάν θά φάγεις, θά πεθάνεις». Καί, ἀφοῦ ἐξέχασε τόν  θάνατο, ἔπεσε στόν προσωρινό θάνατο. Διότι, μετά ἀπό 930 χρόνια ἀπέθανε σωματικά καί μπῆκε στόν αἰώνιο θάνατο. Ἔτσι, τόν ἀκολούθησε καί ὅλο τόν ἀνθρώπινο γένος.

Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί, ἐγώ δέν μπορῶ νά σᾶς ὁμιλήσω ἄλλο διότι εἶμαι γέροντας καί κουρασμένος. Ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐνοχλεῖ τήν καρδιά σας νά λέτε: «Εἶναι καλλίτερα νά πεθάνω, παρά νά πάθω ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἀδάμ». Νά σωθοῦμε Ἀδελφοί, διότι τά βάσανα τοῦ Ἄδου εἶναι αἰώνια. Δέν μπορεῖ νά τά διηγηθῆ ἀνθρώπινη γλῶσσα. Καί δέν εἶναι τά βάσανα γιά χίλια ἤ γιά ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια, ἀλλά στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ὁ Θεό φυλάξει καί τό ἔλεος τῆς Ἁγίας Τριάδος ὄχι μόνον ἐσᾶς, ἀλλά καί ὅλους του πιστούς Χριστιανούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Κανείς νά μή πάει στήν κόλασι!

Συνεπλήρωσα τά 82 χρόνια ζωῆς μου, τήν 10ην Ἀπριλίου καί μερικοί μητροπολίτες μοῦ ἔστειλαν δῶρα. Ὁ μητροπολίτης μας κ. Δανιήλ μοῦ ἔστειλε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ ἐπίχρυσο ὑποκάμισο, στήν ὁποία ἔγραφε: «Στόν διδάσκαλό καί Πνευματικό μου Πατέρα καί Ἀνάδοχό μου στήν πίστι…..». Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ρανταούτς Γεράσιμος μοῦ ἔστειλε ἕνα βιβλίο.

Ὅλοι ἐκεῖ στήν τράπεζα ἤθελαν νά ψάλλουμε κάτι:

-Ἀλλά τί νά ψάλλουμε;

-Νά ζήσεις χρόνια πολλά, Πανοσιώτατε Πάτερ!

-Δέν ἔχετε φωνή.Ἄν θέλετε νά μέ ρωτήσετε τί νά ψάλλετε, εἶμαι ἕτοιμος νά σᾶς εἰπῶ.

-Καί τί θέλετε νά ψάλλουμε, Πανοσιώτατε Πάτερ;

-Ἐγώ θά σᾶς διδάξω τώρα τί θά ψάλλετε. Νά ψάλλετε γιά μένα αὐτό: «Αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία σου ἡ μνήμη, Γέροντα».

Ἐγέλασαν ὅλοι. Ναί! Ἀλλά ἐγώ αὐτό τώρα περιμένω. Τό φέρετρο καί τήν αἰώνια ζωή. Αὔριο μεθαύριο θά φύγω καί πῶς σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; Παρακαλῶ ὅλους σας, ὅσο ζῆτε νά μέ μνημονεύετε στήν προσευχή σας. Καί ἐγώ εὔχομαι γιά ὅλους σας τόν αἰώνιο παράδεισο καί τήν αἰώνια καί προσωρινή χαρά. Εὔχεσθε γιά μένα τόν ἁμαρτωλό!

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου