Ιστορικά

Δρ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ

ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΟ 1821

Ὁ Φιλελληνισμὸς εἶναι ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία.

Πραγματικά, εἶναι μοναδικὸ φαινόμενο ὁ ἀγώνας ἑνὸς λαοῦ –ὁ ὅποιος ἀγώνας ἑνὸς λαοῦ– νὰ ξεσηκώνει τέτοιο κῦμα ἐνθουσιασμοῦ καὶ τέτοια ρίγη συγκινήσεως ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Λογοτέχνες, ποιητὲς καὶ ζωγράφοι ἐμπνεύσθηκαν ἀπὸ τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, συγκροτήθηκαν ἐπιτροπές, διενεργήθηκαν ἔρανοι, πολλοὶ δὲ ἦταν αὐτοὶ ποὺ κατέβηκαν κιόλας στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα καὶ συμμετεῖχαν στὸν ἔνοπλο ἀγῶνα, δίνοντας συχνὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους στὰ πεδία τῶν μαχῶν.

Γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ὑπερβάλλουμε, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ παγκόσμιο κῦμα ἐνθουσιασμοῦ καὶ ρίγη συγκινήσεως, εἶναι χρήσιμο νὰ ξεκινήσουμε μὲ κάποια παραδείγματα (σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἴχαμε ἄλλωστε σταθεῖ καὶ σὲ ἄλλες εὐκαιρίες1), πρὶν περάσουμε στὸ κατεξοχὴν θέμα τοῦ ἄρθρου μας, ποὺ εἶναι οἱ πηγὲς καὶ τὰ αἴτια τοῦ Φιλλεληνισμοῦ.

Παραδείγματα Φιλελληνισμοῦ

Μιλώντας γιὰ τὸν Φιλελληνισμό, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ μνημονεύσουμε τὴ θρυλικὴ μορφὴ ποὺ εἶναι σχεδὸν συνώνυμη τοῦ Φιλελληνισμοῦ, τὸν λόρδο Βύρωνα, τὸν ἐμπνευσμένο ποιητὴ μὲ τὸν θυελλώδη βίο. Κάτι ποὺ συνήθως δὲν ἀντιλαμβανόμαστε πλήρως εἶναι ὅτι ὁ λόρδος Βύρων ἦταν ἕνας ἀστέρας τῆς ἐποχῆς του, ὁ κορυφαῖος ἴσως “celebrity” τῆς ἐποχῆς του, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕναν σύγχρονο ὅρο, τηρουμένων βεβαίως τῶν ἀναλογιῶν.

Καὶ αὐτὸς ὁ ἀστέρας ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ὡς ἐκπρόσωπος Ἄγγλων κεφαλαιούχων γιὰ τὴν προώθηση ἀγγλικοῦ δανείου πρὸς τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση, ἀγάπησε τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀφοσιώθηκε σὲ αὐτήν, συνέδραμε ἐνεργὰ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων καί, τὸ σημαντικώτερο, πέθανε στὴν Ἑλλάδα, τὸ 1824. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόσο δύσκολο ἦταν νὰ σταθεῖ πλέον ἡ ἐπίσημη πολιτικὴ τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, πολὺ ἁπλᾶ, Ἑλλάδα… δὲν ὑπῆρχε.

Καὶ ὁ λόρδος Βύρων δὲν ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς Μεγάλης Βρετανίας ποὺ ἀγκάλιασε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων. Πρὶν κἂν ἔλθει ὁ λόρδος Βύρων στὸ Μεσολόγγι, ἤδη τὸ 1821, ὁ σπουδαῖος Ἄγγλος ρομαντικὸς ποιητὴς Percy Shelley ἔγραψε καὶ ἀφιέρωσε στὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδᾶτο τὸ λυρικὸ δρᾶμα Ἑλλάς, στὸν πρόλογο τοῦ ὁποίου ἔγραφε τὸ ἐμβληματικό: «Εἴμαστε ὅλοι Ἕλληνες. Οἱ νόμοι μας, ἡ φιλολογία μας, ἡ θρησκεία μας, οἱ τέχνες μας, ἔχουν τὶς ρίζες τους στὴν Ἑλλάδα. (…) Ἡ μορφὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἔφθασαν τὴν τελειότητά τους στὴν Ἑλλάδα»2.

Γαλλία, ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι ἡ πατρίδα μερικῶν ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Φιλέλληνες. Στὸ Ναύπλιο μάλιστα, στὸ κέντρο τῆς πλατείας Φιλελλήνων, στέκει μνημεῖο ἀφιερωμένο εἰδικὰ στοὺς Γάλλους Φιλέλληνες, θεμελιωμένο τὸ 1903 μὲ φροντίδα τοῦ ἐφέτη Νικολάου Κωτσάκη. Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ μνημείου εἶναι χαραγμένη στὰ γαλλικὰ ἡ ἐπιγραφή: «Εἰς μνήμην τοῦ στρατάρχη Μαιζόν, τοῦ στρατηγοῦ Φαβιέρου, τοῦ ναυάρχου Δεριγνὺ καὶ τῶν ναυτῶν καὶ στρατιωτῶν τῆς Γαλλίας ποὺ ἔδωσαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Ἡ Πατρίδα καὶ ἡ Ἐλευθερία».

Ἀπὸ τοὺς μνημονευόμενους στὴν ἐπιγραφή, ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὸν Φαβιέρο, μία ἀπὸ τὶς εὐγενέστερες μορφὲς τῶν Φιλελλήνων ποὺ ἦλθαν καὶ πολέμησαν στὴν Ἑλλάδα, διοικητὴ τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ, περίφημο γιὰ τὴ διάσπαση τῆς πολιορκίας τῆς Ἀκρόπολης καὶ τὸν ἀνεφοδιασμὸ τῶν πολιορκημένων σὲ αὐτὴν Ἑλλήνων στὶς 30 Νοεμβρίου 1826. Ὅταν ἀργότερα ὁ Ὄθων τὸν τίμησε ἀπονέμοντάς του τὸν Μεγαλόσταυρο τοῦ Τάγματος τοῦ Σωτῆρος, ὁ Φαβιέρος σχολίασε ταπεινά: «Ἡ Ἑλλάδα μοῦ πληρώνει μεγαλοπρεπῶς μερικὲς σταγόνες αἵματος, ποὺ χύθηκαν γιὰ τὴν ἁγίαν της ὑπόθεσιν».

Καὶ ἂν ὁ βρετανικὸς φιλελληνισμὸς ἔχει τὸν ποιητή του στὸ πρόσωπο τοῦ λόρδου Βύρωνα, ὁ γαλλικὸς φιλελληνισμὸς ἔχει καὶ αὐτὸς τὸν δικό του ποιητή, καὶ μάλιστα ἕνα ποιητὴ τῆς ἀκτινοβολίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ βεληνεκοῦς τοῦ Βίκτωρος Οὑγκώ. Τὰ φιλελληνικὰ ποιήματα τοῦ Οὑγκώ, ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων καὶ τοὺς ἥρωές του (γνωστό, γιὰ παράδειγμα, εἶναι τὸ ποίημά του γιὰ τὸν Κανάρη), συγκεντρώθηκαν στὴ συλλογὴ Τὰ Ἀνατολικά, ὅπου ξεχωρίζει τὸ περίφημο «Ἑλληνόπουλο» (“L’enfant”). Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ στὴν περίπτωση τοῦ Οὑγκὼ εἶναι ὅτι ὁ φιλελληνισμός του δὲν ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα μιᾶς ἔξαρσης στιγμιαίου ἐνθουσιασμοῦ, τὴν περίοδο ποὺ οἱ φιλελληνικὲς τοποθετήσεις ἦταν τῆς μόδας, ἀλλά, ὅπως ἀποδείχθηκε, χαρακτηριζόταν ἀπὸ συνέπεια καὶ σταθερότητα. Πολὺ ἀργότερα, κατὰ τὴν Κρητικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1866-69, ὁ Οὑγκὼ θὰ δημοσιεύσει στὸν εὐρωπαϊκὸ τύπο τρεῖς ἐπιστολὲς ὑπὲρ τῶν Κρητῶν, παρὰ τὸ γενικὰ ἀρνητικὸ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση διεθνὲς κλῖμα τῆς ἐποχῆς· ἐπίσης, θὰ καταδικάσει ἀπερίφραστα τὴν ἁρπαγὴ τῶν μαρμάρων τοῦ Παρθενῶνα ἀπὸ τὸν λόρδο Ἔλγιν.

Ὅπως καὶ ὁ ἀγγλικὸς καὶ ὁ γαλλικὸς φιλελληνισμός, ἔτσι καὶ ὁ ρωσικὸς φιλελληνισμὸς ἔχει νὰ ἐπιδείξει τὸν δικό του ποιητή, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐθνικὸ ποιητὴ τῆς Ρωσίας Ἀλεξὰντρ Πούσκιν, αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Μαξὶμ Γκόρκυ εἶπε ὅτι «Γιὰ μᾶς τοὺς Ρώσους, ὁ Πούσκιν εἶναι ἡ ἀρχὴ κάθε ἀρχῆς», καὶ ὁ Νικολάι Γκόγκολ ἔγραψε: «Ὁ Πούσκιν ἦταν γιὰ ὅλους τοὺς ποιητὲς σὰν μιὰ ποιητικὴ φλόγα ποὺ ἔπεσε ἀπ’ τὰ οὐράνια καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία σὰν κεράκια ἄναψαν ἄλλοι αὐτοφυεῖς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ὁλόκληρος ἀστερισμός». Ὁ Πούσκιν παρακολούθησε ἀπὸ κοντὰ τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, κυριευόμενος κατὰ καιροὺς ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἢ καὶ ἀπογοήτευση, καὶ βεβαίως ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ αὐτόν, γράφοντας, μεταξὺ ἄλλων, τὸ ποίημα «Ξεσηκώσου, Ἑλλάδα». Ἀλλὰ ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων προκάλεσε στὴ Ρωσία καὶ εὐρύτερο ἐνθουσιασμό, ποὺ ἔκανε τὸν Πούσκιν νὰ γράψει χαρακτηριστικά: «Τίποτα δὲν ἦταν τόσο δημοφιλές, ὅσο ἡ ἑλληνικὴ ὑπόθεση».

Καὶ δὲν ἦταν μόνο ὁ Πούσκιν. Ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἄλλους ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε τὸν Βίλχελμ Κάρλοβιτς Κιουχελμπέκερ (Wilhelm Karlovich Küchelbecker, στὰ ρωσικὰ Вильгельм Кaрлович Кюхельбекер), γερμανικῆς καταγωγῆς Ρῶσο ρομαντικὸ ποιητὴ καὶ Δεκεμβριστή, ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ κατεβεῖ ὁ ἴδιος στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ συμμετάσχει στὸν ἐθνικοαπελευθερωτικό της ἀγῶνα.

Ὁ ἴδιος μετέφρασε στὰ ρωσικὰ τὸν Ὕμνο τοῦ Ἀπόλλωνα τοῦ Καλλιμάχου καὶ ἔγραψε φιλελληνικὰ ποιήματα, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα, μὲ τὴν ὀνομασία «Ἑλληνικὸ ᾆσμα», ἀφιερωμένο στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, γράφει ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ὁμοεθνεῖς του: «Φίλοι, μᾶς περιμένουν τὰ τέκνα τῆς Ἑλλάδας! Ποιὸς θὰ μᾶς δώσει φτερὰ νὰ πετάξουμε;».

Ἰδιαίτερη μνεία θὰ ἄξιζε νὰ γίνει στὸν γερμανικὸ φιλελληνισμό. Οἱ Γερμανοί, ἐπηρεασμένοι καὶ ἀπὸ τὸν κλασικισμὸ καὶ τὸν ρομαντισμὸ μέσα στὸν ὁποῖο μεγάλωναν στὴ χώρα τους, χαιρέτισαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.

Ἀπὸ τοὺς Φιλέλληνες ποὺ ἔπεσαν μαχόμενοι στὸ πλευρὸ τῶν Ἑλλήνων στὴ μάχη τοῦ Πέτα τὸν Ἰούλιο τοῦ 1822, ἡ μεγάλη πλειοψηφία ἦταν οἱ Γερμανοί. Ὁ Λουδοβῖκος Α΄ τῆς Βαυαρίας, ὁ πατέρας τοῦ Ὄθωνα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐνθουσιώδεις φιλέλληνες, ἔκανε τὴ Βαυαρία τὸ μόνο ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους ἀνοικτὰ φιλελληνικὸ βασίλειο στὴν Εὐρώπη. Ὁ ἴδιος γέμισε τὴ Βαυαρία, καὶ κυρίως τὴν πρωτεύουσά του, τὸ Μόναχο, μὲ ἐπιβλητικὰ μνημεῖα ἑλληνικοῦ ρυθμοῦ, ποὺ ἔκαναν τὸ Μόναχο νὰ εἶναι γνωστὸ τὸ 19ο αἰῶνα ὡς «ἡ Ἀθήνα τοῦ Ἴζαρ» (Ἴζαρ εἶναι ὁ ποταμὸς ποὺ διασχίζει τὸ Μόναχο). Τέτοια μνημεῖα εἶναι ἡ Ruhmeshalle, ἡ Αἴθουσα τῆς Δόξας, μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὁποία δεσπόζει τὸ ἄγαλμα τῆς Βαυαρίας, ἡ Βαλχάλλα τῶν Ἡρώων βορειοανατολικὰ τοῦ Μονάχου, ἀντίγραφο τοῦ Παρθενῶνα, κτισμένη σὲ λόφο ποὺ δεσπόζει τοῦ Δούναβη στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Regensburg, καὶ κυρίως τὰ μνημεῖα τῆς Königsplatz, τῆς πλατείας τοῦ Βασιλέως στὸ Μόναχο: ἡ περίφημη Γλυπτοθήκη τοῦ Μονάχου, μὲ ἰωνικὴ κιονοστοιχία, ἡ Κρατικὴ Συλλογὴ Ἀρχαιοτήτων, κορινθιακοῦ ρυθμοῦ,  καὶ τὰ Προπύλαια, δωρικοῦ ρυθμοῦ, μὲ πρότυπο τὰ Προπύλαια τῆς Ἀκρόπολης, μνημεῖο ἀφιερωμένο ἀκριβῶς στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Τὰ Προπύλαια προορίζονταν νὰ εἶναι ἡ πύλη τῆς πόλεως τοῦ Μονάχου, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς ἀναγεγραμμένα μὲ μεγάλα κεφαλαῖα γράμματα στὴν ἑλληνικὴ τὰ ὀνόματα Ἑλλήνων Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 καὶ ἐπιφανῶν Φιλελλήνων.

Ρίγη ἐνθουσιασμοῦ καὶ συγκίνησης προκάλεσε ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων καὶ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Ἀτλαντικοῦ, στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς. Ὁ τότε πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. James Monroe (1758-1831, πρ. 1817-1825), πέμπτος κατὰ σειρὰν πρόεδρος τῶν Η.Π.Α., ἔσπευσε νὰ χαιρετίσει μὲ θερμὰ λόγια τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἤδη σὲ διάγγελμά του τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1822, λέγοντας, μεταξὺ ἄλλων: «Τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδας γεμίζει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ μὲ τὰ ὑψηλότερα καὶ εὐγενέστερα αἰσθήματα. Ἡ ἀφάνεια τῆς χώρας αὐτῆς κάτω ἀπὸ τὸν φοβερὸ ζυγὸ ποὺ τὴν ἔπνιγε εἶχε βαθιὰ λυπήσει τὰ γενναιόφρονα πνεύματα τῶν περασμένων καιρῶν. Ἦταν λοιπὸν φυσικὸ ἡ νέα ἐμφάνιση τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία του, νὰ προκαλέσει τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴ συμπάθεια σὲ ὅλες τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες». Ἕνα χρόνο ἀργότερα, στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1823, στὸ βαρύνουσας σημασίας μήνυμα ποὺ ἀπηύθυνε στὸ Ἀμερικανικὸ Κονγκρέσσο καὶ ἔχει μείνει γνωστὸ ὡς «Δόγμα Μονρόε», ὁ πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. ἐκφράσθηκε ἐκ νέου μὲ θερμὰ λόγια γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, καταλήγοντας ὡς ἑξῆς: «Ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῶν πιὸ φλογερῶν ἐπιθυμιῶν μας νὰ ξαναγίνει ἡ Ἑλλὰς ἀνεξάρτητο κράτος»3.

Ἐνδεικτικὸ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ ποὺ προκάλεσε ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικὸς ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες εἶναι ἕνα μόνο στοιχεῖο: Σὲ φιλολογικὴ ἐργασία τῶν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καθηγητῶν στὶς Η.Π.Α. Μάριου-Βύρωνα Ραΐζη καὶ Ἀλέξανδρου Πάπας, κατονομάζονται ὄχι ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ ἑκατὸν τριάντα δύο (!) Ἀμερικανοὶ ποιητὲς τῆς ἐποχῆς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ποὺ ὕμνησαν τὸν ἀγῶνα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας.

Πραγματικά, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων εἶχε σκορπίσει κῦμα ἐνθουσιασμοῦ καὶ συμπαράστασης σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο. Ἡ πρώτη διεθνὴς ἀναγνώριση τῶν Ἑλλήνων ἦλθε ἀπὸ τὴ μακρινὴ Ἀιτή, πρώην γαλλικὴ κτήση, τὴ δεύτερη χώρα τοῦ δυτικοῦ ἡμισφαιρίου –μετὰ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες– ποὺ διεκήρυξε τὴν ἀνεξαρτησία της. Ἐκεῖ συγκροτήθηκε μάλιστα καὶ σῶμα 100 ἐθελοντῶν, πρόθυμων νὰ ἔλθουν στὴν Ἑλλάδα νὰ πολεμήσουν στὸ πλευρὸ τῶν Ἑλλήνων. Δυστυχῶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εὐτύχησε νὰ φθάσει στὴν Ἑλλάδα, καθὼς ὅλοι τους βρῆκαν τὸν θάνατο στὸ θαλάσσιο ταξίδι. Τὸ κῦμα τοῦ Φιλελληνισμοῦ ἔφθασε μέχρι καὶ στὴ μακρινὴ Καλκούτα, ὅπου συνεκλήθη μιὰ ἰδιαίτερα δραστήρια Φιλελληνικὴ Ἑταιρεία, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν Ἄγγλοι, Ἰνδοί, Ἀμερικανοὶ καὶ Κινέζοι.

Πέρα ἀπὸ τὴν παγκόσμια συγκίνηση ποὺ προκάλεσε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὰ θερμὰ λόγια ποὺ ἀκούστηκαν γιὰ τοὺς Ἕλληνες σὲ ὅλη τὴ γῆ, δὲν πρέπει νὰ παραλείψουμε νὰ ἀποτίσουμε τὸν δέοντα φόρο τιμῆς στοὺς Φιλέλληνες ἐκείνους ποὺ δὲν περιορίσθηκαν στὰ λόγια, ἀλλὰ ἦλθαν κιόλας στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Ἐνδεικτικὰ ξεχωρίζουμε ἀπὸ αὐτοὺς τὸν Ἰταλὸ στρατιωτικὸ κόμη Santorre di Santarosa (1783-1825), τοῦ ὁποίου ὁ ἀνδριάντας κοσμεῖ τὴν πλατεῖα ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του στὴ γενέθλια πόλη του στὴ βόρειο Ἰταλία, τὴν πόλη Savigliano. Ὁ Santarosa ἐμπνεόταν ἀπὸ τὸν πιὸ ἁγνὸ φιλελληνισμό. Ὅταν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1824 ἦλθε στὸ Ναύπλιο καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν ἑλληνικῶν ἀρχῶν, εἶπε: «Ἤμουν ὑπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν στὴν πατρίδα μου, τὸ Πεδεμόντιο, καὶ εἶναι τιμή μου νὰ πολεμήσω γιὰ τὴν Ἑλλάδα ὡς ἁπλὸς στρατιώτης». Καὶ ὅπως τὸ εἶπε, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Santarosa συμμετεῖχε ὡς ἁπλὸς στρατιώτης μὲ τὸ ὄνομα Derossi στὴν ἐκστρατεία στὸ Νιόκαστρο τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1825.  Σὲ λιγώτερο ἀπὸ ἕνα μῆνα βρῆκε τὸν θάνατο στὴ Σφακτηρία, στὶς 7 Μαΐου.  Στὴ Σφακτηρία στήθηκε μνημεῖο πρὸς τιμήν του τὸ 1925, μὲ τὴ συμπλήρωση 100 ἐτῶν ἀπὸ τὸν θάνατό του.

Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὁ Σανταρόζα. Στὸ Ναύπλιο, στὸν ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως, γνωστὸ ὡς Φραγκοκκλησιά, βλέπουμε στὴν ἐσωτερικὴ πλευρὰ τῆς εἰσόδου μεγάλη ξύλινη ἁψίδα, ποὺ ἔστησε τὸ 1841 ὁ συνταγματάρχης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ Τουρὲ εἰς μνήμην τῶν Φιλελλήνων ποὺ ἔπεσαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης. Στὰ στηρίγματα τῆς ἁψίδας εἶναι ἀναγεγραμμένα τὰ ὀνόματα τῶν πεσόντων Φιλελλήνων, ποὺ προσέφεραν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία.

Ὅπως εἶναι εὔλογο, οἱ Ἕλληνες ὀφείλουμε ὡς ἔθνος τὴν πιὸ μεγάλη εὐγνωμοσύνη στοὺς Φιλέλληνες ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα, ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπέτασσε ἡ πολιτικὴ τῶν χωρῶν τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδαν στὴν Ἑλλάδα κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἄξιζε νὰ ἀγωνισθοῦν, ἀκόμη καὶ νὰ θυσιασθοῦν.

Ὅλα τὰ παραπάνω δὲν εἶναι παρὰ ἐνδεικτικά, πιστεύουμε, παραδείγματα Φιλελληνισμοῦ. Ὅλη ὅμως αὐτὴ ἡ ἀνα- φορά μας στὸ κῦμα ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἀλληλεγγύης ποὺ προκάλεσε ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στὸν ὀθωμανικὸ ζυγὸ μᾶς ὁδηγεῖ ἐντελῶς φυσικὰ καὶ ἀβίαστα στὸ μεγάλο, τὸ πραγματικὰ καίριο ἐρώτημα: Ποῦ ὀφείλεται ὁ Φιλελληνισμός, αὐτὸ τό, ὅπως εἴπαμε, μοναδικὸ φαινόμενο στὴν παγκόσμια ἱστορία; Ἂν καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ γράψουμε πολλά, θὰ σταθοῦμε ἐδῶ σὲ τρία βασικὰ αἴτια, τρεῖς πηγὲς τοῦ Φιλελληνισμοῦ: α)  τὶς φιλελεύθερες ἰδέες ποὺ εἶχαν διαδοθεῖ μὲ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, β)  τὴν ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς Τούρκους καί, γ)  τὴν ἀναγνώριση τῆς ὀφειλῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνες.

α) Οἱ φιλελεύθερες ἰδέες

Ὅτι οἱ φιλελεύθερες ἰδέες ποὺ εἶχαν διαδοθεῖ ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ στὴ διαμόρφωση ἑνὸς κλίματος εὐμενοῦς ἀποδοχῆς τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, αὐτὸ πιὰ εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση, καὶ ἄλλωστε δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλὰ ἐπ’ αὐτοῦ.

Ἀσφαλῶς καὶ δὲν χωράει ἀμφισβήτηση ὅτι τὸ καθεστὼς τοῦ Ναπολέοντα ἐκμεταλλεύθηκε αὐτὲς τὶς φιλελεύθερες ἰδέες, γιὰ νὰ διευρύνει τὰ ἐρείσματά του στὴν Εὐρώπη καὶ νὰ ἐξυπηρετήσει συμφέροντα ποὺ δὲν εἶχαν καὶ πολλὴ σχέση μὲ αὐτὲς τὶς φιλελεύθερες ἰδέες. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅταν ξέσπασε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, οἱ συνθῆκες ἦταν περισσότερο ὥριμες ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε, γιὰ νὰ γίνει εὐμενῶς δεκτὸς ὁ ἀγώνας τοῦ ἀδύναμου ἐνάντια στὸν δυνατό, τοῦ ἀδικημένου ἐνάντια στὸν εὐνοημένο, τοῦ καταπιεσμένου ἐνάντια στὸν καταπιεστή του. Εἶχε δὲ διαμορφωθεῖ ἕνας πυρήνας ἀνθρώπων ἕτοιμων νὰ στρατευθοῦν στὸν ἀγῶνα τῆς δικαιοσύνης ἐνάντια στὴν ἀδικία.

Ἕνα εὔγλωττο παράδειγμα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ φιλελεύθερες ἰδέες δημιούργησαν πρόσφορο ἔδαφος γιὰ τὴν ἄνθηση τοῦ Φιλελληνισμοῦ μᾶς δίνουν τὰ λόγια τοῦ Πολωνοῦ φιλέλληνα Φράντιτσεκ Μιρτσεγέφκυ (Franciszek Mierzejewski), ἀξιωματικοῦ τῆς προσωπικῆς φρουρᾶς τοῦ Ναπολέοντα, ποὺ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας στὴ μάχη τοῦ Πέτα τὸ 1822. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ βετεράνος τῶν Ναπολεοντείων πολέμων εἶπε στὸν ἐπίσης φιλέλληνα συνταγματάρχη Δάνια, λίγο πρὶν δώσει τὴ ζωή του γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση: «Ὅπου καὶ ἂν πολέμησα, ὑπὸ τὸν Ναπολέοντα καὶ τὸν Μπολιβάρ, στὴ Ρωσία, στὴ Γαλλία, στὸ Πεδεμόντιο, στὴ Νότιο Ἀμερική, στὴ Νεάπολη, τίποτα ἄλλο δὲν κέρδισα παρὰ τὴν πεποίθηση ὅτι παντοῦ στὴ γῆ τὰ πράγματα ἔχουν κακῶς. Μὲ παρηγορεῖ μόνο ἡ συνείδηση ὅτι, ἀπὸ τὴ νεότητά μου μέχρι σήμερα, ἀγωνίσθηκα ἐκεῖ ποὺ νόμισα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν ὑψίστων δικαίων τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ μόνο καὶ τὸ τελευταῖο ποὺ ἐπιθυμῶ, ἐρχόμενος ἐδῶ, εἶναι νὰ κατακτήσω μαχόμενος, πιστὸς στὶς ἰδέες μου, ἕναν ἔντιμο τάφο στρατιώτη στὴν κλασικὴ γῆ τῶν Ἑλλήνων, ἢ νὰ δῶ κάτω ἀπὸ νέα, ὡραία ἐλευθερία νὰ ἀναβλαστάνει ἡ ἁγιασμένη αὐτὴ γῆ ὡς γηραιὸς πολίτης της».

Ἡ ἐπίδραση λοιπὸν τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν στὴ διαμόρφωση ἑνὸς κλίματος εὐμενοῦς ἀποδοχῆς τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων εἶναι αὐταπόδεικτη, ἐξ οὗ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ σταθοῦμε περισσότερο σὲ αὐτήν.

β) Ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς Τούρκους

Ἡ διάδοση ὅμως τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν δὲν θὰ ἀρκοῦσε νὰ ἐξηγήσει τὴ γέννηση καὶ γιγάντωση τοῦ φιλελληνικοῦ ρεύματος στὴν Εὐρώπη, ἂν δὲν ὑπῆρχε κοντὰ σὲ αὐτὴν καὶ ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς Τούρκους. Ἡ εἰκόνα ποὺ εἶχε ὁ μέσος Εὐρωπαῖος γιὰ τοὺς Τούρκους ἦταν ἡ εἰκόνα ἑνὸς βάρβαρου καὶ ἀπολίτιστου λαοῦ. Ἀκόμη καὶ ὅσοι φοβοῦνταν τὸν κίνδυνο ποὺ θὰ ἐγκυμονοῦσε γιὰ τὴν παγκόσμια τάξη καὶ ἀσφάλεια μιὰ ἐξέγερση ἐνάντια σὲ μιὰ νόμιμη ἐξουσία σὰν τὴν ἐξουσία ἑνὸς Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, δύσκολα θὰ εἶχαν ἀνάλογες ἐπιφυλάξεις γιὰ τὸν ξεσηκωμὸ ἑνὸς ἐξαθλιωμένου λαοῦ –καὶ ποιοῦ λαοῦ!– ἐνάντια στὴ βάρβαρη ἐξουσία τῶν Ὀθωμανῶν.

Συχνὰ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε τὴν τάση νὰ νιώθουμε ὅτι ἐμεῖς μόνο ἔχουμε τὸ θλιβερὸ προνόμιο τῆς τραυματικῆς ἐμπειρίας τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας.

Ἀλλὰ καὶ ἡ Εὐρώπη εἶχε γνωρίσει τὴν ἀπειλὴ τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας στὰ χρόνια τῆς μεγάλης ὀθωμανικῆς ἐπέκτασης, καὶ οἱ μνῆμες αὐτῆς τῆς βαρβαρότητας μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀτονήσει σήμερα, ἀλλὰ ἦταν πολὺ πιὸ νωπὲς τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.

Μισὸ αἰῶνα πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Σουλτᾶνος Βαγιαζὴτ Α΄, ὁ ἐπονομαζόμενος «Γιλντιρίμ», δηλαδὴ Κεραυνός, καυχιόταν πὼς θὰ πήγαινε νὰ ταΐσει τὰ ἄλογά του στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὴ Ρώμη.

Καὶ λίγοι θυμοῦνται σήμερα ὅτι ἀργότερα, ἐπὶ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ, σὲ μία ἀπὸ τὶς τολμηρότερες ἐκστρατεῖες τῶν Ὀθωμανῶν, τουρκικὲς δυνάμεις ἀποβιβάσθηκαν στὴν ἴδια τὴν ἰταλικὴ χερσόνησο ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Γκεντὶκ Ἀχμὲτ Πασᾶ.

Συγκεκριμένα, τὸ 1480, ἕνα χρόνο πρὶν τὸν θάνατο τοῦ Μωάμεθ, τουρκικὲς δυνάμεις ἀποβιβάσθηκαν στὴ νότιο Ἰταλία καὶ κυρίευσαν τὸ Ὀτράντο, ἀπὸ ὅπου διενεργοῦσαν ἐπιδρομὲς στὸ Πρίντεζι, τὸν Τάραντα καὶ τὴν ἐνδοχώρα. Ἡ παρουσία τουρκικῶν δυνάμεων στὴν ἰταλικὴ χερσόνησο προκάλεσε ἀπίστευτο πανικὸ στὴ Δύση, μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ τὸν πανικὸ ποὺ εἶχε προκαλέσει νωρίτερα ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Κυκλοφοροῦσαν ἔντονες φῆμες ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς θὰ ἐρχόταν στὴν Ἰταλία, καὶ ὁ Πάπας σχεδίαζε νὰ διαφύγει στὴν Ἀβινιόν. Ἄρχισε μάλιστα νὰ συγκεντρώνεται πολυεθνικὴ δύναμη, κατόπιν ἔκκλησης τοῦ Πάπα. Ὅμως αὐτὸ ποὺ ἔσωσε τότε τὴ Δύση δὲν ἦταν κάποια στρατιωτικὴ νίκη κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Μωάμεθ.

Στὴ συνέχεια, οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν πολλὲς φορὲς τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσουν τὴν τουρκικὴ βαρβαρότητα κατὰ τοὺς πολυετεῖς πολέμους ἀνάμεσα στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία καὶ τὴ Βενετία.

Οἱ περισσότεροι Εὐρωπαῖοι θυμοῦνταν τὴν ἄγρια σφαγὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴ συνθηκολόγηση τῆς Ἀμμοχώστου στὴν Κύπρο μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα μῆνες πολιορκίας τὸ 1571. Δύσκολα μποροῦσε νὰ σβήσει ἀπὸ τὴ συλλογικὴ μνήμη ἡ οἰκτρὴ τύχη τοῦ ἡρωικοῦ ὑπερασπιστῆ τῆς Ἀμμοχώστου Μάρκου Ἀντώνιου Μπραγαδίνου, τὸν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι, μετὰ ἀπὸ ἀνείπωτα βασανιστήρια, ἔδεσαν σὲ μιὰ κολῶνα ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα καί… ἔγδαραν ζωντανό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μπραγαδίνου μεταφέρθηκε σὰν τρόπαιο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γιὰ χρόνια ὁλόκληρα ἦταν στημένο στὴν κεντρικὴ πλατεῖα τῶν χαρεμιῶν γεμισμένο μὲ ἄχυρο, γιὰ νὰ στέκεται. Μόνο δέκα χρόνια ἀργότερα κατάφερε νὰ τὸ κλέψει ἕνας παλαιὸς συμπολεμιστὴς τοῦ Μπραγαδίνου, ποὺ εἶχε γλιτώσει ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο. Τὸ μετέφερε στὴ Βενετία, ὅπου βρίσκεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴ Βασιλικὴ τῶν ἁγίων Ἰωάννου καὶ Παύλου.

Τὸ μνημεῖο ποὺ στήθηκε γιὰ τὸν ἄτυχο Μπραγαδῖνο, καὶ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ μέχρι σήμερα, ἀποτελοῦσε μιὰ διαρκῆ ὑπόμνηση τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας.

Ἡ Εὐρώπη λοιπὸν εἶχε νιώσει ἄμεσα τὴν τουρκικὴ ἀπειλὴ στὰ ἀνατολικά της.

Καὶ ὄχι μόνο. Σὲ μιὰ ἄλλη πλευρὰ τῆς Εὐρώπης, στὰ βόρεια τῆς Βαλκανικῆς, οἱ πληθυσμοὶ τῆς ἐποχῆς διατηροῦσαν –καὶ διατηροῦν σὲ κάποιο βαθμὸ μέχρι σήμερα– ζωντανὴ τὴ μνήμη τῆς ἀναμέτρησής τους μὲ τὴν τουρκικὴ ἀπειλή. Ἕνα μόνο παράδειγμα: Στὴ σημερινὴ Βιέννη, στὴ νοτιοανατολικὴ γωνία τοῦ ἐμβληματικοῦ γοτθικοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, βρίσκεται ἕνας ἄμβωνας, στὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ μοναχὸς καὶ ἱεροκήρυκας Johannes Capistrano (1386- 1456) συνήγειρε τὰ πλήθη ἐνάντια στὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ τὸ 1471, γιὰ νὰ ἡγηθεῖ ὁ ἴδιος σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν μιᾶς χριστιανικῆς σταυροφορίας ποὺ ὁδήγησε στὴ λύση τῆς τουρκικῆς πολιορκίας τοῦ Βελιγραδίου τὸ 1456. Ἡ γλυπτὴ μπαρὸκ σύνθεση τοῦ 18ου αἰῶνα πάνω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀπεικονίζει τὸν Capistrano νὰ πατᾷ θριαμβευτικὰ ἕναν ἐξουδετερωμένο Τοῦρκο εἰσβολέα, σὲ μιὰ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τῆς ἐξουδετέρωσης τῆς ὀθωμανικῆς ἀπειλῆς. Μιὰ ἀνάλογης λογικῆς σύνθεση μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Capistrano βρίσκουμε στὴ Βουδαπέστη τῆς Οὑγγαρίας.

Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναμέτρηση τῆς Εὐρώπης μὲ τὴν τουρκικὴ ἀπειλὴ στὸ συγκεκριμένο μέτωπο δὲν κράτησε λίγα χρόνια, ἢ ἔστω λίγες δεκαετίες, ἀλλὰ αἰῶνες ὁλόκληρους.

Μὲ τὸν Capistrano βρισκόμαστε μόλις δύο δεκαετίες μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, δύο φορὲς βρέθηκαν οἱ Τοῦρκοι κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Βιέννης, δύο φορὲς τὴν πολιόρκησαν, τὸ 1529 καὶ τὸ 1683, καὶ δύο φορὲς ἀναχαιτίσθηκαν.

Ἡ δὲ παρουσία τῶν Τούρκων στὰ περίχωρα τῆς Βιέννης ἔδωσε στοὺς Εὐρωπαίους ἁπτὰ δείγματα τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας. Ἕνα μόνο παράδειγμα:

Στὸ χωριὸ Πέχτελσντορφ ὁ πληθυσμὸς εἶχε καταφύγει τρομοκρατημένος στὴν ἐκκλησία καὶ στὸ παρακείμενο κοιμητήριο. Ὁ πασᾶς ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων στὴν περιοχὴ κάλεσε ἕναν ἐκπρόσωπο τῶν κατοίκων, τὸν ὁποῖο ὑποδέχθηκε μὲ καθησυχαστικὰ λόγια, καθισμένος πάνω σὲ ἕνα κόκκινο χαλί. Ὅπως τοῦ εἶπε, ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε ἦταν νὰ τοῦ φέρει τὰ κλειδιὰ τῆς ἐκκλησίας… μιὰ παρθένα κόρη μὲ μακριὰ ξανθὰ μαλλιά· ὁ ἴδιος θὰ ἄφηνε ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ φύγουν, χωρὶς νὰ τοὺς πειράξει, καὶ στὴν κόρη θὰ ἔκανε δῶρο ἕξι χιλιάδες χρυσᾶ νομίσματα. Ὁ ἐκπρόσωπος τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ ἀναθάρρησε, καὶ μάλιστα τοῦ ἔστειλε τὰ κλειδιὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν κόρη του, ἐνῷ καὶ οἱ κάτοικοι καθησυχασμένοι βγῆκαν ὅλοι μαζί. Δὲν χρειάζεται πολλὴ φαντασία, γιὰ νὰ φαντασθεῖ κανεὶς τὴ συνέχεια. Ὅλοι οἱ ἄνδρες κάτοικοι, 3.500 τὸν ἀριθμό, σφαγιάσθηκαν ἐπὶ τόπου. Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ στάλθηκαν στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Κωνσταντινούπολης. Κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοση, ἡ ξανθὴ κόρη ἐπέστρεψε ὕστερα ἀπὸ 15 χρόνια, ἀνθρώπινο ράκος, μὲ κομμένα αὐτιὰ καὶ γλῶσσα. Ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶναι ἕνα μόνο παράδειγμα τῆς ἁπτῆς, ὀδυνηρῆς πείρας ποὺ εἶχαν οἱ Εὐρωπαῖοι ἀπὸ τὴν τουρκικὴ βαρβαρότητα.

Καὶ οἱ δύο πολιορκίες τῆς Βιέννης, καθὼς καὶ οἱ πόλεμοι τῶν Ἑνετῶν μὲ τοὺς Ὀθωμανούς, μπορεῖ νὰ εἶναι γεγονότα γενικὰ γνωστά, ἀλλὰ δύσκολα συνειδητοποιεῖ κανεὶς ὅτι ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ ἡ τουρκικὴ ἀπειλὴ σκίαζε ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη. Πραγματικὰ δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς ὅτι τὸν 17ο αἰῶνα τὴν τραυματικὴ ἐμπειρία τῶν τουρκικῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν δοκίμασαν μέχρι καὶ οἱ… Ἰσλανδοί, καὶ μάλιστα σὲ δύο κύματα: μιὰ πρώτη ἐπιδρομὴ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1627 ὑπὸ τὸν Μουρὰτ Ρέις προερχόμενη ἀπὸ τὸ Σαλέ, ποὺ βρίσκεται στὸ σημερινὸ Μαρόκκο, κομμάτι τότε τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας· σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιδρομὴ οἱ ἐπιδρομεῖς παρέμειναν στὴν Ἰσλανδία ἐπὶ ἕνα περίπου μῆνα, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχαν λεηλατήσει τὶς ἀκτὲς τῆς Πορτογαλίας, τῆς Ἱσπανίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς δυτικῆς Ἀγγλίας· καὶ μιὰ δεύτερη ἐπιδρομὴ τὸν ἑπόμενο μῆνα ὑπὸ τὸν Ἄλι Μπιτσὶν Ρέις, ἡ ὁποία εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸ Ἀλγέρι, ἐπίσης κομμάτι τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ στὶς δύο αὐτὲς ἐπιδρομές, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ντόπιους προσπάθησαν νὰ ἀντισταθοῦν, καθὼς καὶ οἱ ἡλικιωμένοι, φονεύθηκαν ἐπὶ τόπου, ἐνῷ μεγάλος ἀριθμὸς Ἰσλανδῶν, περίπου 400, ἀπήχθησαν, μεταφέρθηκαν στὸ Ἀλγέρι καὶ πωλήθηκαν στὰ σκλαβοπάζαρα. Ἀπὸ τοὺς ἀπαχθέντες, ἕνας λουθηρανὸς ἱερέας ὀνόματι Ólafur Egilsson ἀπελευθερώθηκε, γιὰ νὰ συγκεντρώσει λύτρα γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους, ἐπέστρεψε στὴν Ἰσλανδία καὶ ἐξιστόρησε σὲ βιβλίο ποὺ ἐξέδωσε τὴ μεγάλη αὐτὴ περιπέτεια, ἀπὸ τὴν ὁποία τελικὰ ἐπέστρεψαν μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, μετὰ τὴν καταβολὴ λύτρων, μόλις 50 ἀπὸ τοὺς ἀπαχθέντες. Οἱ ἐπιδρομὲς αὐτὲς ἔχουν μείνει στὴν ἰσλανδικὴ ἱστορία ὡς “Tyrkjaránið” («Τουρκικὲς ἀπαγωγές»).

Στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι εὐρύτερα γνωστές, ἀλλὰ ἔχουν σημαδέψει τὴν ἰσλανδικὴ ἱστορία. Ἡ βαρβαρότητα τῶν Τούρκων μάλιστα προκάλεσε τόσο ἔντονα συναισθήματα στοὺς Ἰσλανδούς, ὥστε μέχρι τὸ 1970 στὴν Ἰσλανδία βρισκόταν σὲ ἰσχὺ νόμος ποὺ ὅριζε ὅτι ὅποιος Τοῦρκος ἐθεᾶτο ἐπὶ ἰσλανδικοῦ ἐδάφους ἔπρεπε νὰ σκοτωθεῖ ἐπὶ τόπου!

Ὅλα τὰ παραπάνω δὲν εἶναι παρὰ λίγα παραδείγματα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ πιστοποιοῦν ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν ἦταν καθόλου ἄπειροι τῆς τουρκικῆς ἀπειλῆς.

Καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης μπορεῖ νὰ ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἀντίρροπες τάσεις, ποὺ ἐμφάνιζαν τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία σὰν ἕνα ἐξωτικὸ βασίλειο, ἀλλὰ πάντως ὁ ξεσηκωμὸς τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στοὺς Ὀθωμανοὺς ἔγινε σὲ μιὰ περίοδο ποὺ στὴν Εὐρώπη ἦταν ἀκόμη ζωντανὲς οἱ μνῆμες τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας. Ὁ μεγάλος Γερμανὸς ἱστορικὸς Leopold Ranke (1795-1886), μιὰ σπουδαία μορφὴ μὲ καταλυτικὴ ἐπίδραση στὴν ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης τῆς Ἱστορίας, θεμελιωτὴς τῆς πρακτικῆς τῆς συστηματικῆς μελέτης τῶν πηγῶν, ἔγραφε τὸ 1827: «Ὑπάρχει μιὰ παροιμία, ποὺ λέει πὼς ἐκεῖ ποὺ πάτησε τὸ πόδι του τουρκικὸ ἄλογο δὲν ξαναφυτρώνει χορτάρι. Καὶ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς φαίνεται νὰ ἐπιβεβαιώνει ἐπαρκῶς ἡ ἐρήμωση τῶν πιὸ ὄμορφων χωρῶν, ποὺ ἔχουν κατακτήσει οἱ Τοῦρκοι.

Ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς ἑαυτούς τους μπόρεσαν νὰ ἐκπολιτίσουν. (…) Ἔμειναν πάντα βάρβαροι»4.

Καὶ ἀργότερα, ὁ σπουδαῖος Βρετανὸς πολιτικὸς William Gladstone, ποὺ διετέλεσε πρωθυπουργὸς τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου, ἔλεγε γιὰ τοὺς Τούρκους: «Οἱ Μωαμεθανοὶ Τοῦρκοι δὲν εἶναι οἱ πρᾶοι Μωαμεθανοὶ τῶν Ἰνδιῶν, οὔτε οἱ ἱπποτικοὶ Σαλαδῖνοι τῆς Συρίας, οὔτε οἱ πολιτισμένοι Μαυριτανοὶ τῆς Ἱσπανίας.

Οἱ Τοῦρκοι σχεδὸν στὸ σύνολό τους, ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς τους στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴν Εὐρώπη, εἶναι τὸ μοναδικὸ δεῖγμα τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἔδειξε τὴ μεγαλύτερη ἔλλειψη ἀνθρωπισμοῦ. Ἀπὸ ὅπου πέρασαν, μιὰ πλατιὰ κηλῖδα αἵματος ἔδειχνε τὰ ἴχνη τῆς διαβάσεώς τους, καὶ σ’ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς κυριαρχίας τους ὁ πολιτισμὸς ἐξαφανιζόταν. Πέρασαν διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου τοὺς Βαλκανικοὺς λαοὺς καὶ τὸν 16ο αἰῶνα ἔφθασαν πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Βιέννης, ὅπου ἡττήθηκαν ἀπὸ τὸν Συμμαχικὸ Στρατὸ τῆς Εὐρώπης. Ἐὰν εἶχαν νικήσει τότε οἱ Τοῦρκοι, ἡ Εὐρώπη σήμερα θὰ ἦταν χειρότερη ἀπὸ τὶς ὑποανάπτυκτες χῶρες τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀφρικῆς».

Ὅπως εἶναι φανερό, δὲν ἦταν μόνο ἡ διάδοση τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν ποὺ ἀποτέλεσε τὸ γόνιμο ἔδαφος, γιὰ νὰ βλαστήσει τὸ φιλελληνικὸ κίνημα. Κοντὰ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ συνεκτιμᾶμε καὶ τὴν πεῖρα ποὺ εἶχαν οἱ Εὐρωπαῖοι τῆς τουρκικῆς βαρβαρότητας καὶ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ὁ μέσος Εὐρωπαῖος γιὰ τοὺς Τούρκους: τὴν εἰκόνα ἑνὸς βάρβαρου καὶ ἀπολίτιστου λαοῦ.

γ)  Ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς ὀφειλῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνες

Ἕνας τρίτος παράγοντας ποὺ εὐνόησε τὸν φιλελληνισμὸ καὶ στὸν ὁποῖο ἐπιβάλλεται νὰ σταθοῦμε ἐδῶ εἶναι ἴσως ὁ πιὸ σημαντικός ἀπ’ ὅλους. Εἶναι ὁ θαυμασμὸς τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς ὀφειλῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνες.

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συνειδητοποιήσουμε σήμερα τὴ δύναμη αὐτοῦ τοῦ παράγοντα καὶ τὴν καταλυτική του ἐπίδραση στὴ γένεση καὶ ἄνθηση τοῦ φιλελληνισμοῦ. Ὁ Εὐρωπαῖος τῆς ἐποχῆς, ὑπερήφανος (σὲ πολλὲς περιπτώσεις καθ’ ὑπερβολήν) γιὰ τὸν πολιτισμό του, εἶχε συνείδηση ὅτι αὐτὸ ποὺ σκόρπισε τὸ σκοτάδι τοῦ Μεσαίωνα καὶ ἔκανε νὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τῆς νεώτερης ἐποχῆς ἦταν ἀκριβῶς ἡ στροφὴ στὴν Ἀρχαιότητα μὲ τὸν Ἀναγεννησιακὸ Ἀνθρωπισμὸ ἢ Οὑμανισμό, ποὺ ὀνομάστηκε ἔτσι, γιατὶ ἡ μελέτη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γραμματείας θεωρήθηκε ὅτι ἔφερνε τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀρχὲς καὶ ἀξίες ποὺ τὸν ἔκαναν νὰ εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Ἡ ἀνθρωπιστικὴ παιδεία, ποὺ ἦταν βασικὰ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία, ἦταν ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν καλλιεργημένο καὶ τὸν ἀκαλλιέργητο ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἀπαραίτητο ἐφόδιο τῶν ἀνώτερων κοινωνικῶν στρωμάτων.

Σήμερα, ποὺ τὰ παιδευτικὰ πρότυπα τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἀλλάξει, καὶ ἡ ἔμφαση πέφτει στὴν τεχνοκρατικὴ ἐκπαίδευση, εἶναι δύσκολο νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο ψηλὰ ἀνέβαζε τὶς μετοχὲς τῶν Ἑλλήνων ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τῆς ὀφειλῆς τους πρὸς στὴν Ἑλλάδα. Ὁ τρίτος Πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς Thomas Jefferson, σὲ θερμὴ ἐπιστολή του ποὺ ἔστειλε στὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ στὸ Παρίσι στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1823, διετύπωνε τὶς πιὸ θερμὲς εὐχές του γιὰ τὴν εὐόδωση τοῦ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, ἀναγνωρίζοντας, κατὰ λέξη: «Στοὺς προγόνους σας ὀφείλουμε ὅλοι ἐμεῖς τὰ φῶτα ποὺ ἀρχικῶς μᾶς ὁδήγησαν, γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ γοτθικὸ σκοτάδι».

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς τεχνοκρατικῆς ἐποχῆς μας εἶναι δύσκολο νὰ συλλάβει, ἀκόμα καὶ νὰ ὑποψιαστεῖ, τὸ δέος μὲ τὸ ὁποῖο ἔβλεπε ὁ Εὐρωπαῖος τῆς ἐποχῆς κάθε τι τὸ ἑλληνικό. Ἕνα παράδειγμα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἐπέδρασε αὐτὸ τὸ δέος στὴ γένεση καὶ ἄνθηση τοῦ φιλελληνισμοῦ μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴν περίπτωση τοῦ Thomas Gordon (1788- 1841). Ὁ Gordon ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες μορφὲς Φιλελλήνων.

Δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους ἐκείνους στοὺς ὁποίους εἶχαν βρεῖ ἀπήχηση οἱ φιλελεύθερες ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, οἱ ὁποῖες νομιμοποιοῦσαν τὴν ἐπανάσταση τῶν ἀδικημένων. Ἀντίθετα, ὁ Gordon ἦταν εὔπορος εὐγενής, γόνος παλαιᾶς σκωτσέζικης οἰκογένειας, στὴν ὁποία εἶχαν παραχωρηθεῖ τίτλοι εὐγενείας. Ἦταν, θὰ λέγαμε, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ status quo ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ τὸ 1815.

Καὶ ὅμως, ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἀγγλία τὰ νέα τῆς ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων στὴν Πελοπόννησο, ὁ Gordon κυριεύθηκε ἀπὸ τέτοιο φιλελληνικὸ ἐνθουσιασμό, ὥστε ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ πολεμήσει καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Ναύλωσε πλοῖο, τὸ ὁποῖο γέμισε μὲ ὅπλα καὶ πολεμοφόδια γιὰ τοὺς Ἕλληνες, καὶ ἀποβιβάσθηκε στὸ Λεωνίδιο. Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης, ἐνημερωμένος γιὰ τὴν ἄφιξή του, εἶχε στείλει ἐκεῖ μιὰ ὁμάδα Ἑλλήνων νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Ὅταν ὁ Gordon τοὺς εἶδε νὰ πλησιάζουν ντυμένοι τὶς φουστανέλλες τους, καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι αὐτοὶ ἦταν Ἕλληνες, ἀναφώνησε μὲ δέος:

– Εὐτυχισμένος ἐγώ, ποὺ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου ὅσα διάβαζα στὴν ἱστορία καὶ ἄκουγα ἀπὸ τοὺς προγόνους μου!

Τὸ ἴδιο δέος μὲ τὸ ὁποῖο ἔβλεπε ὁ Εὐρωπαῖος τῆς ἐποχῆς κάθε τι τὸ ἑλληνικὸ διακρίνουμε καὶ στὸν Santarosa, ὁ ὁποῖος, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν φίλο του Γάλλο φιλόσοφο Victor Cousin στὶς 24 Ὀκτωβρίου, ἑνάμιση μῆνα πρὶν ἔλθει ὁ ἴδιος στὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ δώσει τὴ ζωή του γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων, ἔγραφε χαρακτηριστικά: «Αἰσθάνομαι γιὰ τὴν Ἑλλάδα μιὰν ἀγάπη ποὺ ἔχει κάτι τὸ μεγαλειῶδες…Εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ Σωκράτη, τὸ καταλαβαίνεις;». Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἐρώτημα παρακινεῖ τελικὰ καὶ ἐμᾶς, ποὺ ζοῦμε σὲ μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἐποχή, μὲ διαφορετικὲς ἀξίες καὶ ἀξιολογήσεις, νὰ καταλάβουμε τὸ δέος μὲ τὸ ὁποῖο ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς κάθε τι τὸ ἑλληνικό, ἕνα δέος ποὺ ἐξηγεῖ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο τὴ γένεση καὶ ἄνθηση τοῦ φιλελληνικοῦ κινήματος.

Ἐννοεῖται ὅτι οἱ Ὀθωμανοὶ ἔκαναν τὰ ἀδύνατα δυνατά, γιὰ νὰ μὴν γίνεται λόγος γιά «Ἕλληνες», συνειδητοποιώντας καὶ τὸν μεγάλο κίνδυνο τῆς ἐθνικῆς ἀφύπνισης τῶν ραγιάδων, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀντανακλαστικὰ ποὺ ἐνεργοποιοῦσε αὐτὸ τὸ ὄνομα στὴν Εὐρώπη. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ συνέβη, ὅταν στὶς 7 Μαΐου 1822 οἱ Σουλιῶτες, στὸ πλαίσιο μιᾶς παρελκυστικῆς πολιτικῆς, ἔστειλαν ἐπιστολὴ στὸν Χουρσίτ, ζητώντας δῆθεν ἀμνηστία γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑποστήριζαν ὅτι εἶχαν παρασυρθεῖ στὴν ἐπανάσταση ἀπὸ τὶς ραδιουργίες τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ὁ Χουρσὶτ ἀγνοοῦσε τὴ λέξη «Ἕλληνες» καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξηγήσουν τὴ σημασία της. Καὶ ὅταν τοῦ ἐξήγησαν, ἔγινε ἔξω φρενῶν μὲ τοὺς Σουλιῶτες, ποὺ εἶχαν ξεχάσει πὼς ἦταν ραγιάδες καὶ αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς «Ἕλληνες», καὶ διέταξε νὰ μὴν τολμήσει στὸ ἑξῆς κανεὶς νὰ προφέρει ξανὰ αὐτὴ τὴ λέξη μπροστά του.

Ἀλλὰ κανεὶς δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀλλάξει τὸν ροῦ τῶν γεγονότων καὶ τῆς ἱστορίας. Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στὴν Εὐρώπη, ἄνθρωποι ποὺ ἔνιωθαν ὅτι χρωστοῦσαν τὰ πάντα στὴν Ἑλλάδα πληροφοροῦνταν ὅτι, σὲ αὐτὴ τὴ γωνιὰ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἠπείρου ποὺ εἶχε ὑπάρξει ἡ κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ, οἱ Ἕλληνες –δέος τοὺς ἔπιανε μόνο στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης– εἶχαν ξεσηκωθεῖ ἐνάντια στὸν βάρβαρο ὀθωμανικὸ ζυγό, ποὺ τοὺς εἶχε κρατήσει ἐπὶ αἰῶνες στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας, καὶ ἀγωνίζονταν ἡρωικὰ γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἐθνική τους παλιγγενεσία. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς δὲν ἀφοροῦσε μόνο αὐτὸν τὸν ταλαιπωρημένο καὶ ἀδικημένο λαό.

Ἦταν ἀγώνας ὅλης τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας. Ὁ Φιλελληνισμός, ποὺ ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι εἶναι ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία, ἦταν ἀκριβῶς ἡ συστράτευση, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα ποὺ ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ νιώσει κανεὶς ὡς ἀγῶνα τοῦ πολιτισμοῦ ἐνάντια στὴ βαρβαρότητα.

 Ἐπίμετρον

Ὁλοκληρώνοντας ἐδῶ τὴν ἀναφορά μας στὸ θαυμαστὸ φαινόμενο τοῦ Φιλελληνισμοῦ, δὲν πρέπει νὰ παραλείψουμε νὰ σημειώσουμε κάποιους «ἀστερίσκους» στὰ ὅσα εἴπαμε παραπάνω.

Βεβαίως, πρέπει νὰ τὸ σημειώσουμε αὐτό, ὑπῆρξε καὶ νόθος φιλελληνισμὸς ἢ ψευδοφιλελληνισμός. Κάτι ποὺ δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστὸ εἶναι ὅτι ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἀρχαιότητα μὴ Ἕλληνας ποὺ ἀποκλήθηκε «φιλέλληνας» ἦταν ὁ… Μωάμεθ ὁ Β΄ – αὐτὸς ἀκριβῶς ποὺ ὑπήγαγε βίαια τὸν ἑλληνισμὸ στὸν ὀθωμανικὸ ζυγό, ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής. Καὶ αὐτὸς ποὺ τὸν ὀνόμασε «φιλέλληνα» ἦταν ἕνας… Ἕλληνας ἱστορικός, ὁ Μιχαὴλ Κριτόβουλος5.

Ἔτσι καὶ στὴν περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἐμπνέονταν ἀπὸ γνήσια φιλελληνικὰ αἰσθήματα ὅλοι ὅσοι συμμετεῖχαν στὶς ἐκδηλώσεις τῶν φιλελληνικῶν ἐπιτροπῶν στὶς εὐρωπαϊκὲς πρωτεύουσες. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ οὔτε κἂν ὅλοι ὅσοι ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα νὰ ἀγωνισθοῦν, ὑποτίθεται, γιὰ τὴν ἐλευθερία της. Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἦλθαν καὶ τυχοδιῶκτες. Ὑπῆρχε, ἐξάλλου, πλῆθος ἀπὸ ἐπαγγελματίες στρατιωτικοὺς οἱ ὁποῖοι, μετὰ τὴν εἰκοσιπενταετία σχεδὸν τῶν ναπολεοντείων πολέμων, εἶχαν μείνει χωρὶς ἀντικείμενο, καὶ κατέβηκαν στὴν Ἑλλάδα ὄχι διαπνεόμενοι ἀπὸ φιλελληνικὰ αἰσθήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μισθώσουν τὶς ὑπηρεσίες τους στοὺς Ἕλληνες.

Ἐπίσης, ὑπῆρχαν Φιλέλληνες οἱ ὁποῖοι, πίσω ἀπὸ τόν «φιλελληνισμό» ποὺ ἐπεδείκνυαν, ἔκρυβαν καὶ ἄλλες σκοπιμότες ἢ ἐπεδίωκαν νὰ ἐξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Γάλλου ἀπόστρατου στρατηγοῦ Ρός, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὸ Ναύπλιο στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825, ἔχοντας, μεταξὺ ἄλλων, μυστικὴ ἀποστολὴ ἀπὸ τὸ Παρίσι τὴν προώθηση τῆς ὑποψηφιότητας τοῦ δούκα τοῦ Νεμοὺρ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ θρόνο, ἂν ἡ Ἑλλάδα κατόρθωνε νὰ γίνει ἀνεξάρτητο κράτος.

Πέρα ἀπὸ τὰ παραπάνω, πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι πολλοὶ Φιλέλληνες εἶχαν ἐνθουσιασθεῖ μὲ τοὺς Ἕλληνες ὅπως οἱ ἴδιοι τοὺς φαντάζονταν, χωρὶς κἂν νὰ ἀναγνωρίζουν σὲ αὐτοὺς τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουν τὴ δική τους ταὐτότητα, τὴν ὁπωσδήποτε διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ ἤθελε νὰ ἔχει γι’ αὐτοὺς ἕνας Εὐρωπαῖος τῆς ἐποχῆς. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς πάμπολλες ζωγραφιὲς ποὺ φιλοτεχνήθηκαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Εὐρώπη μὲ θέμα τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση μοιάζει νὰ ἀποφεύγεται σχεδὸν συστηματικὰ ἡ ἀπεικόνιση ὀρθόδοξου ἱερέα. Σὲ μιὰ μάλιστα γνωστὴ γαλλικὴ λαϊκὴ ἀπεικόνιση ποὺ εἰκονίζει τὶς τελευταῖες στιγμὲς τοῦ Μεσολογγίου, ὁ Ἰωσὴφ τῶν Ρωγῶν παρουσιάζεται νὰ μεταλαμβάνει τοὺς Ἕλληνες πολεμιστές… ὡς καθολικὸς ἐπίσκοπος!

Στὴ δὲ γνωστὴ σειρὰ πορτραίτων τοῦ Friedel ποὺ κυκλοφόρησε στὴν Γαλλία καὶ τὴν Ἀγγλία τὸ 1827 καὶ στὴν ὁποία ὀφείλουμε πολλὰ ἀπὸ τὰ πορτραῖτα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπανάστασης, εἰκονίζεται ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ἐντός… γοτθικοῦ ναοῦ…

Ἔπειτα, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Φιλελληνισμοῦ ὁδηγοῦσε κάποτε σὲ ὡραιοποιήσεις ποὺ δὲν εἶχαν καὶ πολλὴ σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι τὸ ἑξῆς: Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1821 ἡ Μπουμπουλίνα, ποὺ συμμετεῖχε στὸν διὰ θαλάσσης ἀποκλεισμὸ τοῦ Ναυπλίου, ἔσπευσε μὲ τὸ πλοῖό της στὸ Ἄστρος, γιὰ νὰ χαιρετήσει μιὰ ὁμάδα Φιλελλήνων ποὺ εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ μὲ μιὰ γολέτα τοῦ Τομπάζη. Ἡ φήμη τῆς ἡρωικῆς Σπετσιώτισσας εἶχε ἤδη φθάσει στὴν Εὐρώπη, ὅπου μάλιστα εἶχαν κυκλοφορήσει καὶ λιθογραφίες ποὺ ἀπεικόνιζαν, ὑποτίθεται, τὴ Μπουμπουλίνα, καὶ ἔτσι οἱ Φιλέλληνες ἔσπευσαν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ τὴ γνωρίσουν ἀπὸ κοντά. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς εἶχε μαζί του μιὰ τέτοια ἀπεικόνιση τῆς Μπουμπουλίνας καὶ εἶχε τήν… ἔμπνευση νὰ τὴ βγάλει καὶ νὰ τὴ δείξει στὴν Καπετάνισσα. Γιὰ λίγο ἐπικράτησε ἀμηχανία. Διότι ἡ λιθογραφία ἔδειχνε μιὰ νεαρὴ ἀμαζόνα ἐκπάγλου καλλονῆς, μιὰ Ἑλληνίδα Ζὰν ντ’ Ἄρκ, ἐνῷ ἡ Μπουμπουλίνα, ποὺ βρισκόταν ἤδη τότε στὰ πενῆντά της, ἦταν, νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, μιά «νταρντανογυναίκα» ποὺ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν ἰδεαλιστικὴ αὐτὴ ἀπεικόνισή της. Αὐτὸ ποὺ ἔβγαλε ὅλους ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ἦταν τὸ τρανταχτὸ γέλιο τῆς ἴδιας τῆς Μπουμπουλίνας, ὅταν εἶδε τήν –ὑποτίθεται– ἀπεικόνισή της, ὁπότε ὅλοι ξέσπασαν σὲ ἀσυγκράτητα γέλια καὶ ἐπικράτησε γενικὴ εὐθυμία. Σὲ αὐτὴ τὴ συγκεκριμένη περίσταση, ἡ Μπουμπουλίνα ἐπέδειξε μιὰ γνησιότητα καὶ μιὰ ἀνωτερότητα ποὺ θὰ ἀρκοῦσε νὰ κερδίσει τὶς ἐντυπώσεις περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ὁποιαδήποτε ὡραιοποιημένη ἀπεικόνισή της. Ὅμως εἶναι ἀλήθεια ὅτι σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἡ διάψευση τῆς ὡραιοποιημένης εἰκόνας ποὺ εἶχαν πολλοὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἔκανε τὸν Φιλελληνισμὸ νά «ξεφουσκώσει».

Τελικά, αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὸν Φιλελληνισμὸ νὰ ἀτονήσει, καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις ὁδήγησε καὶ σὲ ἀντίρροπες τάσεις, εἶναι ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση γέννησε ἀσύμμετρες προσδοκίες, ποὺ δὲν ἦταν οὔτε λογικὸ οὔτε ἐφικτὸ νὰ ἐκπληρωθοῦν. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς τῆς Νομικῆς καὶ σημαντικὸς χριστιανὸς διανοητὴς Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Οἱ φιλέλληνες περίμεναν τὸ τέλος τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, μὲ τὴν προσδοκία νὰ δοῦν νὰ φυτρώνουν στὴν ἀπελευθερωμένη πιὰ ἑλληνικὴ γῆ Ξενοφῶντες καὶ Πλάτωνες καὶ Ἀριστοτέλεις καὶ Πλούταρχοι, καὶ εἶδαν ἀντὶ αὐτῶν… ἐκεῖνο ποὺ εἴδανε. Καὶ τότε ἡ κραυγὴ ἀπογοητεύσεως διαδέχθηκε τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ ἐνθουσιασμοῦ: Αὐτοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ Ἕλληνες; Γι’ αὐτοὺς ἐχύσαμε τὸ αἷμα μας; Γι’ αὐτοὺς ἐνθουσιασθήκαμε; Βέβαια καὶ ἡ ἀπογοήτευση ἦταν ἄκριτη, ὅπως καὶ ὁ ἐνθουσιασμός, καὶ ἄδικη. Περίμεναν ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ὁ ραγιᾶς νὰ γίνη Ἀριστοτέλης (μ’ ὅλο ποὺ καὶ ὅμως ἔγινε καὶ Μιλτιάδης καὶ Λεωνίδας καὶ Σαλαμινομάχος)»6.

Καὶ βεβαίως, τὸ ἄλλο ποὺ εἶδαν οἱ Εὐρωπαῖοι –δὲν κρυβόταν ἄλλωστε– ἦταν ἡ διχόνοια καὶ ὁ ἀλληλοσπαραγμὸς τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἔκανε πολλοὺς Φιλέλληνες νὰ ἀπογοητευθοῦν ἢ καὶ νὰ ἀγανακτήσουν – ὅσο καὶ ἂν αὐτὴ ἡ διχόνοια καὶ αὐτὸς ὁ ἀλληλοσπαραγμὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ διαχρονικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα.

Ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι, ἀσφαλῶς, παρατηρήσεις ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, «ἀστερίσκοι» ποὺ πρέπει νὰ σημειώσουμε, δὲν ἀναιροῦν ὅμως καὶ δὲν ἀμβλύνουν οὔτε κατ’ ἐλάχιστον τὸ θαῦμα τοῦ φιλελληνισμοῦ, ποὺ ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι εἶναι ἕνα φαινόμενο μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία. Καὶ τὸ εἴπαμε καὶ παραπάνω καὶ ἁρμόζει νὰ τὸ ἐπαναλάβουμε καὶ ἐδῶ καὶ νὰ κλείσουμε μὲ αὐτό, ὅτι οἱ Ἕλληνες ὀφείλουμε ὡς ἔθνος τὴν πιὸ μεγάλη εὐγνωμοσύνη στοὺς Φιλέλληνες ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα, ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπέτασσε ἡ πολιτικὴ τῶν χωρῶν τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδαν στὴν Ἑλλάδα κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἄξιζε νὰ ἀγωνισθοῦν, ἀκόμη καὶ νὰ θυσιασθοῦν.

 

 

  1. Βλ. Γιάννη Κ. Τσέντου, «Ὁ ρόλος τῶν Μεγάλων δυνάμεων στὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Μέρος Α΄», Ἀκτῖνες 749 (Ἰανουάριος – Φεβρουάριος 2015), σελ. 19-27· «Ὁ ρόλος τῶν Μεγάλων δυνάμεων στὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Μέρος Β΄», Ἀκτῖνες 750 (Μάρτιος – Ἀπρίλιος 2015), σελ. 44-54.
  2. Percy B. Shelley, Hellas. A lyrical drama, London 1822, σελ. Viii-ix (πρβ. Πέρσυ Σέλλεϋ, Ἑλλάς, μετάφραση Ἀναστάσιος-Μιλάνος Στρατηγόπουλος, Ἀθήνα 1932, σελ. 18-20).
  3. “A strong hope has been long entertained, founded on the heroic struggle of the Greeks, that they would succeed in their contest and resume their equal station among the nations of the earth. It is believed that the whole civilized world take a deep interest in their welfare. Although no power has declared in their favor, yet none according to our information, has taken part against them. Their cause and their name have protected them from dangers which might ere this have overwhelmed any other people. The ordinary calculations of in- terest and of acquisition with a view to aggrandize- ment, which mingles so much in the transactions of nations, seem to have had no effect in regard to them. From the facts which have come to our knowledge there is good cause to believe that their enemy has lost forever all dominion over them; that Greece will become again an independent nation. That she may obtain that rank is the object of our most ardent wishes”.
  4. Leopold Ranke, Fürsten und Völker von Süd-Eur- opa im sechszehnten und siebzehnten Jahrhundert, Hamburg 1827, σελ. 95.
  5. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ Μωάμεθ ἦταν, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ Κριτόβουλου, «σοφός τε καὶ φιλέλλην καὶ μέγας βασιλεύς» (Μιχαὴλ Κριτοβούλου, ed. D. R. Reinsch, Ξυγγραφῆς ἱστοριῶν Γ΄ 9, 6.3-4)
  6. Ἀλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, Ἐκδόσεις «Συζήτησις», Ἀθῆναι 1977, σελ. 54-55.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΚΤΙΝΕΣ ΕΤΟΣ 85ο  |  ΜΑΡΤΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΟΣ  2022  |  792

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ