«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Γιά τήν κατανόησι αὐτῶν πού γίνονται κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, πολύ μᾶς βοηθεῖ ἡ θεολογία τῆς κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐπαναλαμβάνουμε μέ συντομία μερικές χρονικές στιγμές:
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Εἰκόνα εἶναι οἱ ψυχικές ἰδιαιτερότητες πού λαμβάνει διά τῆς φύσεώς του ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ὁμοίωσις εἶναι νά δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος τίς δυνατότητες πού δίνει ἡ θεία Χάρις διά τήν πνευματική του τελείωσι, πάντοτε βέβαια μέ τήν προσωπική του ἄσκησι. Συνεπῶς, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐδόθηκε, ἐνῶ ἡ ὁμοίωσις πρέπει νά πραγματοποιηθῆ κατά τόν διάβα αὐτῆς τῆς ζωῆς μας.
Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀρχή ἦτο «αὐξάνεσθε..»πού σημαίνει ἀκριβῶς αὐτή τήν ἄνοδο στήν ὁμοίωσι τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς συνεργασίας μέ τήν θεία θέλησι.
Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, παρακούοντας μέ τόν λόγο του, διά τῆς ξένης συμβουλῆς βιάσθηκε νά ἐφαρμόση τό δεύτερο μέρος τῆς θείας ἐντολῆς, τό «πληθύνεσθε», προτοῦ νά αὐξηθῆ. Αὐτό τόν ἀνάγκασε νά ἐνδυθῆ μέ τούς δερμάτινους χιτῶνες, τῶν ὁποίων τό τέλος εἶναι ὁ θάνατος. Μέ τήν παρακοή, ἡ ὁποία ὡδήγησε τόν ἄνθρωπο στόν θάνατο, ὁ Θεός ἔδωσε στήν συνέχεια τίς προϋποθέσεις γιά τήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου στό «καθ᾿ ὁμοίωσι».
Αὐτή ἡ κατάστασις διήρκεσε σ᾿ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος μέχρι τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νέου Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου καί μάλιστα σταυρικοῦ. Διά τῆς ὑπακοῆς του, ἡ ὁποία δοκιμάσθηκε ἀπό πειρασμούς, ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε πάλι τήν δυνατότητα τῆς ὁμοιώσεώς του μέ τόν Θεό, κατά χάριν. Πρίν ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπῆρχε σωτηρία καί ἔξω ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει σωτηρία, ἀλλά μόνο διά τοῦ Χριστοῦ ἠμποροῦμε νά σωθοῦμε.
Κατά κάποιο τρόπο ἡ ὑπακοή μαζί μέ τήν σωτηρία δημιουργοῦν ἕνα πολύ στενό δεσμό. Διότι δέν ἠμποροῦμε νά σωθοῦμε μόνο κατ᾿ εἰκόνα, χωρίς τήν ὁμοίωσι καί δέν ἠμποροῦμε νά προοδεύσουμε ἀπό τό κατ᾿ εἰκόνα στό καθ᾿ ὁμοίωσι, χωρίς ὑπακοή καί δέν ἠμποροῦμε νά ὑπακούσωμεν ἐκ φύσεως, χωρίς τόν Χριστό.
Συνεπῶς, ἡ ὑπακοή μέχρι θυσίας τοῦ Χριστοῦ βοηθεῖ καί τήν ἰδική μας ὑπακοή, τήν ὁποία καί ἐπαναφέρει στήν πρωταρχική ὑπακοή, τήν ὁποία εἶχε χάσει ὁ Ἀδάμ μέσα στόν παράδεισο. Ὅ,τι ἐχάσαμε ὅλοι μας στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ τό ξανακερδίσαμε ὁ καθένας μας στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται καί ὁ Χριστιανισμός δευτέρα δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὁ θάνατος συνεχίζεται καί μετά Χριστόν. Ἀλλά τώρα δέν ἔχει πλέον τήν ἔννοια τῆς τιμωρίας, σάν μισθό τῆς παρακοῆς, διότι ἡ ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ -Θυσία Του -μετέτρεψε τόν θάνατο σέ ἐλευθερία ἀπό τά πάθη.
Ἡ θυσία τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ ἐνίκησε τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος ἐδῶ ἐξαπλώθηκε καί ἐπάνω στίς ἀθάνατες ψυχές μας, καθ᾿ ὅσον τίς κρατοῦσε κλειδωμένες στόν ἄδη.
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἐνίκησε τόν θάνατο γιά ἐμᾶς, ἀφήνοντας στόν θάνατο νά ἔχη ἐξουσία μόνο στό σῶμα, τό ὁποῖον δέν ὑποτάσσεται στόν Θεό, οὔτε ἠμπορεῖ, ἐνῶ τήν ψυχή τήν ὡδήγησε στήν ἀνάστασι. Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ θρησκευτική σιγουριά τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, τῆς ὁποίας ἀπαρχή ἔγινε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὁπότε ὁ Χριστός διά τῆς θυσίας Του ἐκέρδισε τήν νίκη ἐπάνω στόν θάνατο, ἡ ὁποία δόθηκε σ᾿ ἐμᾶς. Μέ τήν δύναμι τῆς ὑπακοῆς Του, ἀνεκαίνισε τό κατ᾿ εἰκόνα, τό ὁποῖον εἶχε ἀμαυρωθῆ καί εἴδαμε τήν δόξα τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν σάν «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός». Ἀνεκαίνισε τό πρωταρχικό καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου μέ ὅλες τίς συνακόλουθες συνέπειες.
Μ᾿ αὐτές τίς δογματικές ἀναφορές ἠμποροῦμε νά καταλάβουμε κἄπως καλλίτερα καί ὅ,τι συμβαίνει μέ τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καί τήν μετά θάνατον ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ γιά μία ἐναργέστερη κατανόησι τῶν πραγμάτων χωρίζουμε τήν περιγραφή τῶν γεγονότων τά ὁποῖα γίνονται σέ δύο ἐξωτερικές καταστάσεις, ἀφήνοντας ἐννοεῖται τίς ἐνδιάμεσες βαθμίδες τῶν ὁποίων ἡ μεταβολή εἶναι σχεδόν ἄπειρη.
Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκει ἡ κατάστασις τῶν ψυχῶν, οἱ ὁποῖες στήν διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς δέν εἶχαν καμμία φροντίδα γιά τήν σωτηρία τους, ἐφρόντιζαν μόνο γιά τό σῶμα, μόνο γιά τήν φύσι, μόνο γιά τήν μορφή.
Στήν ἄλλη κατηγορία ἀνήκει ἡ κατάστασις τῶν ψυχῶν, οἱ ὁποῖες στόν διάβα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους ἔτρεξαν νά προσκολληθοῦν στόν Κύριο, ἐνίκησαν τό σῶμα διά τοῦ πνεύματος, διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς χάριτος, ὑπερέβησαν τήν φύσι καί ἔλαβαν δωρεάν τόν στέφανο τοῦ ἀθλήσεως: τήν ὁμοιότητα μέ τόν Υἱό, τήν τελείωσι καί τήν θεία δόξα.
Ὡσαύτως γιά τήν ἀποφυγή ἐντάξεως αὐθαιρέτων καί φανταστικῶν ἀπελπιστικῶν καταστάσεων, περιγράφουμε καί μερικές ἐνδιάμεσες καταστάσεις, πού συμπτωματικά προσλήφθηκαν ἐδῶ.
Παίρνουμε τά γεγονότα ὅπως ἔρχονται, ὡς ἑξῆς:
1. Στήν πρώτη φάσι: Τό σῶμα ἀδυνατίζει, ὁ δεσμός μέ τήν ὕλη λεπτύνεται, ἡ σχέσις μ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα διαρήγνυται, εἴτε διά τῆς ὁδοῦ κάποιας ἀσθενείας, εἴτε διά τῆς ἀσκητικῆς ὁδοῦ. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔζησε περισσότερο, σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη φύσι, στό τέλος παρουσιάζεται σάν ἕνας νικημένος, πικραμμένος καί παραδομένος. Στήν πραγματικότητα ἡ ψυχή εἶναι ἀκόμη στό σῶμα, ἀλλά δέν εἶναι δραστήρια κατά τήν φύσι της. Εἶναι μαραζωμένη, ὅπως φυσικά καί τό σῶμα. Ἐδῶ ἔχουμε μία ἐντύπωσι ἀπουσίας κινήσεων.
Ὁ φυσικός καί σωματικός ἄνθρωπος δέν βλέπει τήν ψυχή, μόλις λίγο διαπιστώνει τήν ὄψι της, ὅμως χωρίς νά ἐπιβεβαιώνη τήν καταγωγή της. Δέν ἠμπορεῖ νά σχηματίση μία καθαρή ἰδέα γιά τήν ψυχή, παρότι εὑρίσκεται αὐτή μέσα στό σῶμα, σάν μέσα σέ μία σκοτεινή φυλακή.Ὅταν τό σῶμα ἀδυνατίση, πού εἶναι, θά ἐλέγαμε, ἡ δύναμις τῆς φυλακῆς, ὅπου κατοικεῖ μέσα ἡ ψυχή καί ὁ καιρός ἐξόδου ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο πλησιάζει, ἡ ψυχή ἔχει γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ της μέ ἕνα τρόπο βίαιο, ἐγείρεται, σάν μία πνευματική ὕπαρξις, παρότι εἶναι ἀβαρής, στέκεται στό κατώφλιο τῆς συνειδήσεως, μεταξύ δύο κόσμων. Μόλις τώρα ἡ ψυχή βλέπει τόν ἑαυτό της καί διακρίνει τόν χρόνο πού ἐπέρασε μαζί μέ τό σῶμα. Στό σῶμα τοῦ ἔδωσε σάν δανεική τήν ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεων. Μέ βάσι τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τό σῶμα εἶναι ζωηρό, ὑγιές καί ἱκανό γιά μιά ζωή σχετική μέ τόν ἐξωτερικό κόσμο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, πού ἔζησε κατά τρόπο ἁμαρτωλό στήν ζωή, καί ἀντιμετώπισε τήν κάθε πραγματικότητα μόνος του, παρημέλησε ἤ ἀρνήθηκε τήν ψυχή καί ὅλους τούς τομεῖς τῆς ὑπάρξεώς του, τώρα στήν βιαία αὐτή συνάντησι μέ τόν ἄλλον κόσμο, πέραν τοῦ τάφου, τήν ὁποία θεωροῦσε μέχρι τώρα ψεύτικη καί περιπλανητική, κράζει καί βοᾶ ἀπό τήν ἔκπληξι καί τήν τρομάρα της. Αὐτή ἡ κραυγή ἀντανακλᾶ καί στό σῶμα, σάν μία ἠχώ στό δάσος, ἐνῶ αὐτοί πού εἶναι δίπλα λέγουν, ἀκούοντας αὐτές τίς σπαρακτικές φωνές, ὅτι παραμιλεῖ.
-Τί συμβαίνει κατόπιν;
Ἡ ψυχή πλησιάζει ἡ ὥρα νά βγῆ ἀπό τό σῶμα καί βλέπει καθαρά τήν κατάστασι τῆς πνευματικῆς της φύσεως πολύ καθαρώτερα ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε στόν καθρέπτη. Αὐτή ἡ θεωρία σέ ἐμᾶς ἔχει περισσότερο μπροστά μας μία ἠθική διάστασι. Τώρα ἀπελευθερώνεται ἡ ἠθική λειτουργία τῆς συνειδήσεως, «ὅπου» ἦτο προσεκτικά φυτευμένη ἡ ἐνέργεια γιά τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καί τῆς ὁποίας τήν ὕπαρξι τήν αἰσθανόμεθα μέ τό «πέπλο» τοῦ σώματος. Τό σῶμα παραμένει ἀνώφελο καί ἀδύνατο, ἀλλά εἶναι «δεμένο» μέ μία πνευματική ὕπαρξι, πού τώρα ἀπελευθερώνεται, ἐξαιρετικά ἐντυπωσιακή, καταπληκτική, ἡ ὁποία μπορεῖ νά τό κάνη κι αὐτό ἱκανό γιά δρᾶσι καί ἀσυνήθιστη ἀντοχή κατά τρόπο κανονικό. Αὐτή ἡ ἀβαρής ὕπαρξις, ἐλευθερωμένη ἀπό τόν νόμο τῆς βαρύτητος, βασικά χάριν τῆς ὁποίας τά σώματα ἀποκτοῦν βαρύτητα, δέν εἶναι καθόλου στατική. Τώρα ἀρχίζει δυναμικά ἕνας διάλογος ἐσωτερικός πού συνάπτεται μεταξύ τῆς φωτισμένης συνειδήσεως καί τοῦ σκότους τῶν παθῶν, τά ὁποῖα εἶχαν δεθῆ μέ τό σῶμα καί μέ ἄλλες θλίψεις μέ τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἔζησε στήν ἐπίγεια ζωή του, ἐξωτερικά φαινόμενος ὡς ἄνθρωπος ἠθικός. Τά ἁμαρτήματα ἀπ᾿ αὐτή τήν ἠθική συντριβή, πού εἶναι ἀποδείξεις ἀπιστίας ἠμποροῦσαν νά σβήσουν ἀπό τό «ἔνδυμα» τῆς ψυχῆς στήν πορεία τῆς ζωῆς ἔχοντας βοηθό τό φῶς τῆς συνειδήσεως μέ τήν θεία δύναμι τῶν Παναχράντων Μυστηρίων, στά ὁποῖα κατά τρόπο μυστικό καί φανερό εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά αὐτό πλέον δέν μπορεῖ νά γίνη. Ὅλα αὐτά προκαλοῦν μία φοβερή ἀντινομία, ἀνυπόφορη, χωρίς διέξοδο καί χωρίς τέλος. Τό γεγονός αὐτό κάνει μερικούς νά κράζουν μέ ἕνα φρικιαστικό βογγητό, μακρόχρονο σάν νἆναι ὁ ἄνθρωπος τρελλός.
Ἐδῶ ἐφαρμόζεται τό ψαλμικό: «Καί ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.48,21), τό ὁποῖον εἶναι μία φοβερή πραγματικότητα. Οἱ φοβεροί στήν ὄψι δαίμονες ἐπαναλαμβάνουν σ᾿ αὐτόν πού φέρει τήν ψυχή: «Σ᾿ ἐμᾶς ἔχει δοθῆ, σ᾿ ἐμᾶς ἔχει δοθῆ», τό μῖσος τῶν ὁποίων προκαλεῖ μεγάλο φόβο στήν ψυχή. Τώρα ἐκτείνει ὁ ἑτοιμοθάνατος τό χέρι του καί ζητεῖ βοήθεια καί κράζει πρός ὅλους καί κανείς δέν τόν βοηθεῖ, διότι «μεγάλη δυσκολία ἔχει καταλάβει τήν ψυχή».
Ὁ πόνος τῆς ψυχῆς ἀρχίζει ἀπότομα ἀπ᾿ αὐτή τήν διαπίστωσι τῆς παρουσίας του δαιμονικοῦ πνεύματος μπροστά στήν ψυχή, ἡ ὁποία ἐπέρασε τήν ζωή της στήν ἀπιστία καί ἐνάντια στήν θυσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἔπρεπε νά τήν δεχόταν κάθε ἡμέρα μέ ταπείνωσι καί σταθερή αὐταπάρνησι τῆς κοσμικῆς ματαιότητος. Τώρα φαίνεται πόσο γεμάτη εἶναι ἡ ψυχή ἀπό δαιμονικά πάθη, τά ὁποῖα, ὅταν ζοῦσε, ἐνόμιζε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή, ἐνῶ τελικά ἀποδεικνύεται τώρα ὅτι εἶναι ὁ θάνατός της. Ἡ ἀπελπισία καί ἀλαζονεία κυριεύουν τήν ψυχή, ἡ ὁποία ἔρχεται σέ μία λοχομαχία μέ τά πνεύματα τοῦ ἄδου. Τώρα πλέον τά πάθη μή ἔχοντας τήν δυνατότητα τῆς ἱκανοποιήσεώς τους μέσῳ τοῦ σώματος αὐξάνουν τά βάσανα τῆς ψυχῆς, χωρίς διακοπή καί διέξοδο. Αὐτός εἶναι ὁ ἄδης.
Τώρα στήν 12ην ὥρα βλέπει ἡ ψυχή ὅτι ἔσφαλε στήν ζωή της παίρνοντας λάθος δρόμο, παραμένοντας πιστή στήν ἀγάπη τῶν παθῶν καί τῆς φιλαυτίας πού εἶναι ὅλα αὐτά ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς καί αἰωνίου ζωῆς, ἀλλά τώρα μόνη της δέν μπορεῖ πλέον νά βοηθήση τόν ἑαυτό της σέ τίποτε. Τώρα εἶναι νύκτα, ὅπου δέν ἠμπορεῖ πλέον κανείς νά ἐργάζεται γιά τήν σωτηρία του, δηλαδή νά ἐργασθῆ γιά τήν λύτρωσι ἀπό τά ψυχοκτόνα πάθη.
Αὐτή ἡ ἐξαιρετικά δύσκολη κατάστασι τῆς ψυχῆς μπορεῖ νά ἀλλάξη μόνο, ἐάν ὑπάρχη γι᾿αὐτήν ἀκόμη θεῖον ἔλεος. Ἔτσι, ἐάν ἐπέμβη δραστικά τό θεῖον ἔλεος διά τῆς βοηθείας τῶν προσευχῶν τῶν ἀνθρώπων, μπορεῖ νά κάνη ἐξομολόγησι καί νά σωθῆ. Ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων διαρκεῖ καί οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας συνοδεύουν τούς ταξιδεύοντας ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή μέχρι τήν τελική Κρίσι.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (1910-1989), ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Μ.Δ.Γ., 2003
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου