«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Μή ὑπερηφανεύεσαι, ὦ ἄνθρωπε, σύ πού εἶσαι σκόνη καί στάκτη. Γιατί ὑψώνεις τό μετωπό σου; Νά γνωρίζης ὅτι δέν εἶσαι τίποτε παρά μόνο χῶμα καί στάκτη. Ἀπό τήν γῆ προῆλθες καί στήν γῆ γρήγορα θά ἐπιστρέψης. Φοβήσου καί φῦγε ὄχι μόνο ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά ἀπό κάθε τι τό ὁποῖον σέ ὁδηγῆ σ᾿ αὐτήν καί προπαντός ἀπό τήν κενοδοξία. Ἡ ἀρχή τῆς ὑπερηφανείας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς κενοδοξίας. Αὐτός πού δέν αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τήν κενοδοξία, αὐτός δέν ἔπεσε στήν παράλογη ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία εἶναι ἐχθρός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Μή στέκεσαι μέ τόν λογισμό σου ὅτι εἶσαι ἀνώτερος τῶν ἄλλων, γιά νά μή πέσης πολύ χαμηλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νά μή ἀνυψούμεθα ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλον, διότι τό χῶμα θά μᾶς δεχθῆ ὅλους καί θά δώση στόν καθένα τόν ἴδιο χῶρο γιά τό πτῶμα μας. Διότι στό ἔδαφος περπατᾶμε, στό ἔδαφος ζοῦμε καί στό ἔδαφος θά γυρίσουμε. Ἠμποροῦμε νά ὑπερηφανευθοῦμε γιά κάτι τό ὁποῖον ἐμεῖς δέν τό ἔχουμε, οὔτε ἀκόμη καί κάποιο εἶδος ἰδιοκτησίας μας, ἐκτός μόνον ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ἀδυναμίες μας; Ἡ ἀξία μας δέν ἔχει καμμία ἀξία καί εἶναι ἄξια μόνο γιά τά παρόντα καί τά αἰώνια βάσανα. Τί εἴμεθα ὅλοι ἐμεῖς, παρά σάν μερικούς ζητιάνους; Τί ἔχουμε ἰδικό μας; Ἀλήθεια, τίποτε δέν ἔχουμε, ἐκτός ἀπό τίς ἁμαρτίες μας.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει πρό ὀφθαλμῶν του, ἡμέρα καί νύκτα, τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα καί μισεῖ τήν ὑπερηφάνεια καί τό ψέμμα.
Δοξάσθηκε κάποιος στήν ἀποκάλυψι: «Λέγεις ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας σου ὅτι εἶμαι πλούσιος εἰς ἀρετάς καί ἔχω πλουτίσει καί δέν μοῦ χρειάζεται τίποτε. Καί δέν ἠξεύρεις ὅτι σύ εἶσαι πράγματι ὁ ταλαίπωρος καί ἐλεεινός καί πτωχός εἰς ἀρετήν καί τυφλός, ὥστε νά μή βλέπης τήν πραγματικήν πνευματικήν σου κατάστασιν καί γυμνός»! (Ἀποκ.3,17).
Εἶναι καλλίτερα νά εἶσαι ἕνας ταπεινός ἁμαρτωλός, παρά ἕνα δίκαιος ὑπερήφανος. Μήν ὑψώνεσαι μέ τόν λογισμό σου στά ὕψη γιά νά μή πέσης στά βάθη. Τό καλλίτερο εἶναι ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ταπείνωσι. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι μισητές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ πιό μισητή ἀπό ὅλες εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τά καλά του ἔργα καί τά σαλπίζει ὁμοιάζει μέ τόν γεωργό, ὁ ὁποῖος σπέρνει τόν σπόρο μπροστά του, στίς πέτρες καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τόν τρώγουν.
Ἕνα τρύπιο σακκί δέν ἠμπορεῖ νά διατηρήση μέσα αὐτό πού κάποιος ἔβαλε, ἔτσι καί ἡ κενοδοξία σκορπίζει τόν πλοῦτο τῶν καλῶν ἔργων. Ἡ κενοδοξία μεταβάλλει τά καλά ἔργα καί τά κάνη ἀνώφελα καί κοσμικά.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (1910-1989), ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Μ.Δ.Γ., 2003
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου