«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Μοῦ ἦτο ἀδύνατον νά πιστεύσω, ἔστω καί νά μοῦ τό ἔλεγαν χιλιάδες ἄνθρωποι, ὅτι ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐρωτευθῆ τόν Θεό. Ἀλλά ἀκόμη ἀκατανόητον μοῦ ἦτο ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν πλάσμα του κατά τρόπον ἐρωτικόν. Ἐνόμιζα ὅτι ἐρωτευμένοι ἠμποροῦν νά εἶναι μόνον οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, ἀγαπώμενοι καί ἁμαρτάνοντες μεταξύ τους. Τελικά ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κοσμικός ἔρωτας εἶναι δαιμονικός, διότι εἶναι ἐφήμερος, ἐμπαθής, ἀλαζονικός καί ἀντί γιά μόνιμη χαρά σοῦ ἀντιπροσφέρει ψυχική κατάθλιψι καί ἀπελπισία.
Ἔτσι ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τήν αὐθόρμητη ροπή τοῦ ἀνθρώπου γιά ἔρωτα καί τοῦ προσφέρει τήν δική του κοσμική ἀγάπη. Ἔτσι, δεσμεύει τόν νοῦν, τήν καρδίαν καί τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου στό κυνηγητό τῶν κοσμικῶν ἡδονῶν καί ἀπολαύσεων τοῦ βίου. Καί οἱ ἄνθρωποι αἰχμαλωτισμένοι, ἀπό ὅσα βλέπουν γύρω τους, νομίζουν ὅτι ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμον θά εὕρουν τήν πλήρη ἀγάπη, πού εἶναι ἀπαραίτητη δίψα τῆς ψυχῆς τους.
Ὁ διάβολος γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄπειρη ἀγάπη, ἀλλά δέν θέλει πρῶτα ὁ ἴδιος νά ἀνταποκριθῆ σ᾿ αὐτήν τήν πατρική θεία ἀγάπη. Ἐπί πλέον τυφλώνει τόν ἄνθρωπο, νά ἐπιζητεῖ τήν ἀγάπη μέσα ἀπό τήν ἱκανοποίησι τῶν σωματικῶν του αἰσθήσεων. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος, ὄντας θῦμα τοῦ διαβόλου, δέν ἔμαθε ποτέ, οὔτε ἄκουσε, οὔτε γεύθηκε ὅτι ὁ τέλειος ἔρωτας δημιουργεῖται μέ τόν Φιλάνθρωπο Θεό μας.
Ἀλλά καί πόσα χρόνια μοῦ ἔφυγαν ἐδῶ στά ἁθωνίτικα βράχια, μέχρις νά μοῦ ἀποκαλύψει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ὅτι δέχεται μετά ἀπείρου χαρᾶς νά εἶναι καθημερινῶς ὁ ἐρωτευμένος Νυμφίος τῆς ψυχῆς μου! Καί πόσοι κόποι χρειάσθηκαν νά φθάσουμε σ᾿ αὐτό τόν ὄροφο τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς γιά νά ἀντιληφθοῦμε μέ ὅλες τίς δυνάμεις καί τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό πλήρωμα τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης, τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλευθερίας.
Ἤμουν ἀπό τά νεανικά μου καλογερικά χρόνια παραπονεμένος, διότι δέν εὕρισκα ἕναν ἐμπειρικό διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος θά μοῦ διέλυε τά σκοτάδια πού συναντοῦσα καθημερινά μπροστά μου στόν πνευματικό μου ἀγῶνα. Ὁ Γέροντας μου, καί κάθε Γέροντας, σοῦ δίδει μία ἐντολή νά κάνεις καμμιά δεκαριά, παραπάνω ἤ παρακάτω ἑκατοστάρια κομβοσχοίνια, μερικές δεκάδες μετάνοιες κάνοντας καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στό σῶμα σου καί αὐτός θά εἶναι ὁ μοναχικός σου κανόνας. Ὁπότε ὁ κάθε μοναχός, «σκοτώνεται» κυριολεκτικά ἀπό τήν ἀγωνία του, μήπως καί παρατήσει πιεζόμενος ἀπό ἔκτακτες χειρωνακτικές ἐργασίες τόν Κανόνα του. Καί ἀφοῦ τόν τελείωσε, χύνοντας ἐνίοτε καί ἄφθονο ἱδρῶτα ἀγωνίας του, σοῦ λέγει μετά χαρούμενος καί ἱκανοποιημένος: «Εἶμαι ἐν τάξει στά μοναχικά μου καθήκοντα γιά σήμερα». Ἀλλά καί ὁ Γέροντάς του εἶναι εὐχαριστημένος διότι τό Καλογέρι του δέν ἀφήνει, ὅπως λέγουν ἐδῶ οἱ Ἁγιορεῖτες τόν καλογερικό του Κανόνα. Ἄν δέν προλάβει τό Καλογέρι καί τοῦ ἀπέμειναν 2-3 ἀνεκτέλεστα κομβοσχοίνια τρέχει ἐναγωνίως στόν Γέροντα διά τό μεγάλο «παράπτωμά του», γιά νά πάρη καινούργια ἐντολή τί θά γίνη γιά τά ἐναπομείναντα κομβοσχοίνια!
Ὑπάρχει μοναχός ἐδῶ στήν Μονή μας ὁ ὁποῖος τίς βραδυνές ὧρες, μετά τό βραδυνό φαγητό, ἀνεβαίνει στά πεζούλια τοῦ κήπου μας. Καί περπατώντας στήν πέτρινη μάνδρα ἑνός πεζουλιοῦ κάνει σταυρό καί εὐχή, ὅπως μοῦ εἶπε. Τήν εὐχή τήν λέγει καί δυνατά γιά νά φεύγουν προφανῶς τά κακά πνεύματα. Καί ὅσοι ἀπό τούς ἄλλους μοναχούς τόν βλέπουν, δέν τόν πλησιάζουν, διότι κάνει αὐτός ὁ μοναχός τόν μοναχικό του Κανόνα. Τελειώνοντας πάει γιά ὕπνο, ἱκανοποιημένος ὅτι κατώρθωσε καί σήμερα νά φέρει εἰς πέρας καί τό δυσβάστακτο καθῆκον τῶν ὑποχρεωτικῶν του προσευχῶν, ὅπως λένε μερικοί.
Μέ αὐτό τόν τρόπο τρέχουν ἀδιάκοπα οἱ ἡμέρες μας ἐδῶ, χωρίς κάποια μεγαλύτερη προσπάθεια, διότι, λέγουν μερικοί, ὅτι θά πλανηθοῦν καί ὅτι χρειάζεται εἰδική εὐλογία νά προσευχηθῆς περισσότερο. Τούς κυττάζω μέ περιέργεια καί δέν ἠμπορῶ καί τίποτε νά τούς ἐξηγήσω, διότι θά τρέξουν στόν Ἡγούμενο μέ ἀγωνία λέγοντας ὅτι αὐτός ὁ μοναχός μᾶς κάνει τόν δάσκαλο ἤ θέλει νά μᾶς κάνει τόν ἔξυπνο ἤ εἶναι πλανεμένος καί θέλει νά πλανήσει καί ἐμᾶς!
Σέ πολλές ἀπό τίς ὁμιλίες του τά κυριακάτικα βράδυα ὁ σεβαστός μας Γέροντας μακαριστός π. Γεώργιος ἔλεγε στήν ἀδελφότητά μας: «Πατέρες, νά ζητεῖτε τόν θεῖον φωτισμό. Νά ζητεῖτε δάκρυα λέγοντας στόν Χριστό: «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος Κύριε, ὅπως προσευχόταν καί ὁ ἄγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς».
Καί οὔτε ὁ φωτισμός ἦλθε οὔτε καί δάκρυα χαρᾶς ἔτρεξαν ἀπό τά μάτια μου. Καί εὐτυχῶς πού δέν ἦλθε τό φῶς, διότι θά ἐπίστευα ὅτι ἔφθασα στά μέτρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ!!
Οἱ Ἅγιοι νηπτικοί μας Πατέρες εἶχαν βάλει σάν πρῶτο θεμέλιο τήν ἐκ βαθέων μετάνοια μέ συντριβή τῆς καρδίας καί τήν νηστεία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπλανής ὁδός ἡ ὁποία εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει τόν μοναχόν καί στίς ἄλλες ἀνώτερες πνευματικές βαθμίδες. Εἶναι ἀδιανόητον ὁ μοναχός νά ζητεῖ θεῖον φωτισμόν καί δάκρυα, τήν στιγμή πού μέσα του κινοῦνται μέ δαιμονική μανία τά πάθη του, ψυχικά καί σωματικά.
Ὁμολογῶ ὅτι ἄκουσα καί δέχθηκα αὐθεντική διδασκαλία περί καθάρσεως τῶν παθῶν ἀπό τόν ἤδη προσφάτως ἀνακηρυχθέντα ἅγιον, τόν ὅσιον Γέροντα Παΐσιον. Μᾶς ἔλεγε συχνά: Ὁ Χριστός ζητεῖ νά ἔχουμε φιλότιμο στόν ἀγῶνα μας. Τόν ἐρωτούσαμε τί σημαίνει φιλότιμο καί μᾶς ἔλεγε ὅτι: «Πρέπει ὁ Θεός νά βλέπει τόν ζῆλον μας γιά τήν ὑπακοή πρῶτα. Ἡ εἰλικρινής καί ἄδολος ὑπακοή γεννᾶ τήν προσευχή καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας ἀκολουθοῦν. Εἶναι ἀδύνατον, μᾶς ἔλεγε, νά καθαρισθῆ ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τά δάκρυα, τά ὁποῖα τρέχουν ἀπό τά μάτια τοῦ μοναχοῦ σάν τά ποτάμια ρεῖθρα».
Νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό ὅ,τιδήποτε ἔχουμε ἀνάγκη; Καί μᾶς ἔλεγε: «Γνωρίζει ὁ Θεός τί μᾶς χρειάζεται γιά τήν σωτηρία μας. Ἄλλωστε ἡ εὐχή πού λέγομεν: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μέ τό ρῆμα «ἐλέησόν με», περιέχονται ὅλα τά αἰτήματά μας, τόσο τά βιοτικά ὅσο καί τά πνευματικά. Ἄλλοτε μᾶς ἔλεγε: «Νά μή ζητῆτε τίποτε. Νά λέγετε μόνο: «Χριστέ μου, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ ἀντικρύσω, λόγῳ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Δέν εἶμαι ἄξιος νά πιάνω τό πανάγιο Ὄνομά σου στό βρώμικο στόμα μου. Ἀπορῶ, τί καλό βρῆκες σέ μένα καί μ᾿ ἔφερες στό Περιβόλι τῆς Ἀγίας καί Ἀειπαρθένου Μητρός σου. Θά ἔπρεπε ἀπό καιρό νά μέ εἶχες πετάξει κάτω στά βράχια νά γίνω κομμάτια καί νἄρθουν τά ἁρπακτικά πτηνά τοῦ βουνοῦ νά καταφάγουν τίς ἁμαρτωλές σάρκες μου».
Μᾶς ἔκανε ἐντύπωσι μέ ποιά ταπεινωτικά λόγια κατεδίκαζε τόν ἑαυτό του. Ἐπίστευε ὅτι εἶναι τόσο ἁμαρτωλός, ὥστε κάθε κακό πού συμβαίνει στόν κόσμο, φταίει οἱ ἴδιος διότι μολύνει τόν ἀέρα τῆς γῆς μέ τίς ἁμαρτίες του. Μᾶς ἔλεγε νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας χειρότερο κι ἀπό τά ἄγρια θηρία τοῦ δάσους. Ὅτι δέν εἴμεθα ἄξιοι νά λάβουμε Ἅγιο Πνεῦμα, διότι μόνοι μας στόν κόσμο τό ἐδιώξαμε καί τήν θεία Χάρι τήν ἐσπαταλήσαμε στίς παράνομες πράξεις μας».
Ὅταν κάποτε τόν ἐρωτήσαμε γιατί δέν ἀκούει ὁ Θεός τίς προσευχές μας, μᾶς ἀπήντησε: «Ποιός σᾶς εἶπε ὅτι δέν σᾶς ἀκούει. Αὐτός εἶναι πανταχοῦ παρών. Ἐλέγχει τόν οὐρανό, τήν γῆν καί τά καταχθόνια. Φθάνει καί μέχρι τά βάθη τῶν θαλασσῶν, καί πῶς ἐσεῖς λέγετε ὅτι δέν σᾶς ἀκούει;
-Ἐννοοῦμε ὅτι δέν μᾶς ἀκούει γιά τό συγκεκριμένο θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ.
-Γι᾿ αὐτό καί σᾶς εἶπα νά μή ζητᾶμε τίποτε. Ἐκεῖνος γνωρίζει σάν φιλάνθρωπος καί πάνσοφος πού εἶναι, τί πρᾶγμα μᾶς χρειάζεται σήμερα καί ποιό ἄλλο ἀκολουθεῖ. Δέν θά γίνουμε ἐμεῖς δικηγόροι τοῦ Θεοῦ, οὔτε θά τοῦ ὑποδείξουμε πῶς θά ἐκτελέσει τά θεϊκά του καί σωτήρια γιά ἐμᾶς καθήκοντά του.
-Ὅταν ἔχουμε τήν περίπτωσι κάποιου ἀσθενοῦς, καί ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά τόν θεραπεύσει, πῶς πρέπει νά προσευχηθοῦμε. Καί μᾶς εἶπε:
-Τί νά σᾶς εἰπῶ ἐγώ τώρα. Νά σᾶς εἰπῶ τί κάνω ἐγώ, ὅταν χριστιανοί μας μοῦ ζητοῦν βοήθεια γιά τόν ἄνθρωπό τους πού πάσχει ἀπό κάτι. Πάω στόν Χριστό καί στέκομαι μπροστά του σάν κατάδικος καί τοῦ λέγω: «Τό ξέρω ὅτι ποτέ μου δέν σέ εὐχαρίστησα μέ τήν ζωή μου. Δέν τολμῶ κάτι νά σοῦ ζητήσω οὔτε γιά τόν ἑαυτό μου οὔτε γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους πού ὑποφέρουν πολύ περισσότερο ἀπό μένα. Ὅμως γι᾿ αὐτό τό παιδί, πού μέ εἰδοποίησαν ὅτι πάσχει ἀπό καρκῖνο, σέ παρακαλῶ θερμότατα μέσα ἀπό τήν καρδιά μου. Ἐμένα πέταξέ με στά σκουπίδια. Σπάσε μου τά μοῦτρα, γιατί δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ ἀντικρύσω, τό παλιόμουτρο! Τώρα σέ παρακαλῶ νά πέσει ὁ καρκῖνος τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ σάν κεραυνός στό κεφάλι μου καί νά θερίσει τήν ἀπαίσια ζωή μου. Μόνον ἔτσι Κύριε, θά ἀναπαυθῶ. Ἄλλωστε γνωρίζω, ὅτι ὅσοι πάσχουν ἀπό κάποιο νόσημα ἐγώ εἶμαι ὁ φονιᾶς τους, διότι δέν σέ ἀγάπησα. Εἶναι καλλίτερα νά μέ πάρης ἀπό τήν ζωή, παρά νά ζῶ καί ἐξ αἰτίας μου νά ἁμαρτάνουν, νά ἀρρωσταίνουν καί νά πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Νά πάσχουν καί νά πονοῦν, χωρίς νά πταίουν αὐτοί σέ κάτι!
Τέτοιες καί ἄλλες παρόμοιες διδασκαλίες, δέν εἶχα ποτέ μου ἀκούσει. Καί ὅταν ἕνας ἁγιασμένος μοναχός αὐτοεξευτελίζεται τόσο βάναυσα καί θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὑπεύθυνο γιά τήν ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων, ποιός Θεός δέν θά συγκινηθῆ; Ποιός Θεός δέν θά τόν ἀγκαλιάσει καί δέν θά τόν πλουτίσει μέ ἀφθονωτάτη Θεία Χάρι διά νά τόν ἁγιάσει;
Αὐτοί οἱ διδάσκαλοι πού μᾶς παίρνουν ἀπό τό χέρι καί μέ σιγουριά μᾶς ὁδηγοῦν ὄχι στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στό βίωμα τῆς ἐσχάτης ταπεινώσεως εἶναι ὀλίγοι. Ἐδῶ ταυτίζονται τά βιώματα τοῦ ὁσίου π. Παΐσίου μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας πού ἐδίδαξε καί τόν Ὅσιο Σιλουανό πῶς νά ἀγωνίζεται. Ἀγωνιζόταν ὁ Γέρων Σιλουανός τοῦ Ρωσσικοῦ μέ ὁλονύτκτιες προσευχές ὄρθιος καί ἀντί χάριτος, ἤρχοντο τά δαιμόνια τίς νύκτες γύρω του, καί τόν ταλαιπωροῦσαν.
-Ἐγώ Δέσποτα, νά προσεύχωμαι μέ τόσο ζῆλο καί νά μή μοῦ στέλλεις τήν Χάρι σου; Γιατί αὐτή ἡ σκληρότης.
-Ἔτσι πάσχουν, ὅσοι προσεύχονται μέ ὑπερηφάνεια, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός μυστικά μέσα στήν καρδιά του.
-Καί πῶς πρέπει νά προσεύχωμαι;
-Κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν Ἅδην καί μή ἀπελπίζου.
Ἄργησε καί ὁ Γερο Σιλουανός νά γνωρίσει τά μυστήρια αὐτά τοῦ Θεοῦ. Ἐπέρασαν, ἀφ᾿ ὅτου μπῆκε στήν μονή του, πάνω ἀπό 15 χρόνια καί μετά σταδιακά, προσευχόμενος πλέον μέ βαθειά ταπείνωσι, ἄρχισε νά ἐμβαθύνει στό μεγαλεῖο τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ. Νά πιστεύει ὅτι εἶναι ἄξιος αἰωνίου κολάσεως καί μέσα ἀπό τό νοερό βάθος νά ἀνέρχεται ἡ προσευχή του ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν βαθειά συναίσθησι ὅτι εἴμεθα ἄξιοι αἰωνίου κολάσεως, κλείνουμε στά κακά πνεύματα τήν εἴσοδό τους στήν καρδιά καί στόν νοῦ μας.Ἐπειδή αὐτά εἶναι ὑπερήφανα πνεύματα δέν ἠμποροῦν νά εἰσέλθουν στόν ταπεινό μοναχό. Οἱ δαίμονες δέν ἠμποροῦν νά ταπεινωθοῦν, γι’αὐτό καί δέν ἠμποροῦν νά πλησιάσουν τόν ταπεινό, πού στέκεται σάν φλογίνη ρομφαία μπροστά τους.
Οἱ δαίμονες γνωρίζουν ὅτι θά κολασθοῦν καί φοβοῦνται στό ἄκουσμα τῆς λέξεως «κόλασις». Γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖ θά βασανίζωνται αἰωνίως, ἀλλά δέν ταπεινώνονται καί δέν μετανοοῦν. Ὁπότε, ὅσοι θέλουν νά γλυτώσουν ἀπό τίς ἐνοχλήσεις καί τίς παγίδες τους, θά πρέπει νά κατοικήσουν σέ ἕνα τόπο, ὅπου ἐκεῖ δέν ἠμποροῦν νά πλησιάσουν οἱ δαίμονες. Κι αὐτός ὁ τόπος εἶναι ὁ λογισμός μας ὅτι λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας εἴμεθα ἄξιοι αἰωνίου κολάσεως. Ἄλλωστε μή ξεχνᾶμε τά λόγια τοῦ δαιμονισμένου τῆς πόλεως τῶν Γεργεσηνῶν, ὁ ὁποῖος εἶπε στόν Χριστό νά μήν διατάξη νά ὑπάγη στήν ἄβυσσο τῆς κολάσεως. Καί προτιμᾶ νά μπῆ στό κοπάδι τῶν χοίρων. Καί ἐπέτρεψε αὐτό ὁ Χριστός, διότι ἤθελε νά καταδικάση τήν πρᾶξι τῶν τσοπάνων, οἱ ὁποῖοι διέτρεφαν χοίρους, ἐνῶ αὐτό ἦταν ἀπαγορευμένο ἀπό τόν Μωσαϊκό Νόμο.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 5-1-2019
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου