Ἐκεῖ ὅπου ὠργίαζε ἡ προπαγάνδα
Ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ πόλεμο. Ἐμεῖς τὸν γνωρίσαμε, στὴ νεότητά μας. Ὅταν μπῆκαν μέσα στὴ Φλώρινα οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Βούλγαροι, ἀλλοιώθηκε ἀμέσως ἡ πόλι.
«Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦρθα ὁλομόναχος στὴ Φλώρινα ὡς ἱεροκήρυκας καὶ ἔκανα περιοδεία στὰ χωριά. Ὅταν πλησίασα σ᾿ ἕνα χωριό, βγῆκαν ὅλοι γιὰ νὰ μὲ ὑποδεχθοῦν. Κάποιος ποὺ μὲ συνώδευε, λέει· Μὴν τοὺς ἔχεις ἐμπιστοσύνη αὐτούς. Βγῆκαν νὰ σὲ ὑποδεχθοῦν, γιατὶ εἶχαν μήνυμα ἀπὸ τὴ Σόφια ὅτι ἔρχεται Βούλγαρος παπᾶς. Μὲ περάσανε γιὰ Βούλγαρο. Βρέ, λέω, τί κάνουμε τώρα; Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπεθύμησα νὰ ξέρω Βουλγαρικά. Θὰ τοὺς μιλοῦσα Βουλγαρικά, δὲν εἶνε ἁμαρτία. Πῆρα τότε ἕνα σταυρὸ καὶ τοὺς εὐλογοῦσα. Μὲ ἀκολούθησαν μέσα στὴν ἐκκλησία. Τώρα, σκέφτηκα, πῶς νὰ τοὺς μιλήσω, ποὺ δὲν ξέρω Βουλγαρικά;
Μόλις ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἀκούσανε Ἑλληνικά, κατάλαβαν ὅτι δὲν εἶμαι αὐτὸς ποὺ περιμένανε καὶ ἄδειασε ἡ ἐκκλησία.
Τώρα, μοῦ λένε φύγε, γιατὶ θὰ σὲ τσακίσουν, θὰ σὲ σκοτώσουν. Σηκώθηκα καὶ ἔφυγα νύχτα, καὶ περιπλανόμουν».
Ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ πόλεμο. Ἐμεῖς τὸν γνωρίσαμε, στὴ νεότητά μας. Ὅταν μπῆκαν μέσα στὴ Φλώρινα οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Βούλγαροι, ἀλλοιώθηκε ἀμέσως ἡ πόλι.
«Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦρθα ὁλομόναχος στὴ Φλώρινα ὡς ἱεροκήρυκας καὶ ἔκανα περιοδεία στὰ χωριά. Ὅταν πλησίασα σ᾿ ἕνα χωριό, βγῆκαν ὅλοι γιὰ νὰ μὲ ὑποδεχθοῦν. Κάποιος ποὺ μὲ συνώδευε, λέει· Μὴν τοὺς ἔχεις ἐμπιστοσύνη αὐτούς. Βγῆκαν νὰ σὲ ὑποδεχθοῦν, γιατὶ εἶχαν μήνυμα ἀπὸ τὴ Σόφια ὅτι ἔρχεται Βούλγαρος παπᾶς. Μὲ περάσανε γιὰ Βούλγαρο. Βρέ, λέω, τί κάνουμε τώρα; Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπεθύμησα νὰ ξέρω Βουλγαρικά. Θὰ τοὺς μιλοῦσα Βουλγαρικά, δὲν εἶνε ἁμαρτία. Πῆρα τότε ἕνα σταυρὸ καὶ τοὺς εὐλογοῦσα. Μὲ ἀκολούθησαν μέσα στὴν ἐκκλησία. Τώρα, σκέφτηκα, πῶς νὰ τοὺς μιλήσω, ποὺ δὲν ξέρω Βουλγαρικά;
Μόλις ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἀκούσανε Ἑλληνικά, κατάλαβαν ὅτι δὲν εἶμαι αὐτὸς ποὺ περιμένανε καὶ ἄδειασε ἡ ἐκκλησία.
Τώρα, μοῦ λένε φύγε, γιατὶ θὰ σὲ τσακίσουν, θὰ σὲ σκοτώσουν. Σηκώθηκα καὶ ἔφυγα νύχτα, καὶ περιπλανόμουν».