Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

«Ἡ γλῶσσα μας νὰ εἶναι σὰν πηγὴ καθαροῦ νεροῦ»

  «ἀλλὰ λαλοῦµεν σοφίαν Θεοῦ ἐν µυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυµµένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡµῶν». (Δηλ.: Ἀλλὰ διδάσκοµεν καὶ ἀναπτύσσοµεν σοφίαν, τῆς ὁποίας χορηγὸς εἶναι ὁ Θεός· σοφίαν µυστηριώδη ποὺ δὲν ἠµπορεῖ πεπερασµένος νοῦς µόνος του νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ· σοφίαν, ἡ ὁποία καὶ τώρα ἀκόµη, ποὺ ἀπεκαλύφθη ἀπὸ τὸν Θεόν, µένει κρυµµένη εἰς τοὺς ἀφωτίστους καὶ ξένους πρὸς τὸν Χριστόν· σοφίαν τὴν ὁποίαν προτοῦ ἀκόµη δηµιουργηθοῦν τὰ ἐν χρόνῳ γενόµενα κτίσµατα, προαπεφάσισε καὶ προκαθώρισεν ὁ Θεὸς νὰ µᾶς τὴν ἀποκαλύψῃ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ µᾶς δοξάσῃ δι’ αὐτῆς) (Α΄ Κορ. β΄ 7).

  Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ:

  «Ἄν ἀσκηθῆς νὰ μὴ λέγης τίποτε τὸ περιττό, ἀλλὰ πάντοτε νὰ περιφρουρῆς τὴ διάνοιά σου καὶ τὸ στόμα σου μὲ τοὺς λόγους τῶν Θείων Γραφῶν, ἡ φρουρὰ θὰ γίνη ἀσφαλέστερη κι ἀπὸ διαμάντι. Καθ’ ὅσον ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι ἀπώλειας μέσῳ τοῦ στόματος, ὅπως ὅταν λέγη κάποιος αἰσχρολογίες, ὅταν λέγη χυδαῖα λόγια, ὅταν ματαιοδοξῆ, ὅταν καυχιέται ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ δὲν ἔβαλε θύρα στὸ στόμα του, ὅλα, ὅσα εἶχε μέσα του, ξεχύθηκαν μὲ λίγα λόγια. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ σὰν οἰκία χωρὶς θύρα δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήση τὸ θησαυρὸ ποὺ ὑπῆρχε, μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ ἔγινε πτωχός».

  • Συμβουλὲς ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου γιὰ τὴν ἐγκράτεια στὴν γλώσσα:

 «Ἕνα σπουδαῖο θέμα γιὰ τὴν πνευματική μας ζωή, εἶναι ἡ ἐγκράτεια στή γλώσσα μας. Αὐτὸ τὸ μικρὸ μέλος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τὸ ὁποῖο εἶναι τόσο πολύτιμο καὶ εὐεργετικό, μπορεῖ νὰ γίνει καταστροφικὸ καὶ ὀλέθριο.

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, στὴν Καθολική του ἐπιστολὴ (κεφ. γ΄), θέλοντας νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ προσέχουμε τὴ γλώσσα, μᾶς παρουσιάζει μερικὲς εἰκόνες πολὺ δυνατές.

Σὰν τὴ φωτιὰ εἶναι ἡ γλώσσα μας, λέει ὁ Ἅγιος, «Ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας» (Ἰακ. γ΄ 5-6). Δεῖτε μιὰ μικρὴ σπίθα πῶς ἀνάβει καὶ καταστρέφει μεγάλες ἐκτάσεις! Ὅπως ἡ φωτιὰ ἀφανίζει τὰ πάντα, ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα εἶναι φωτιά, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ἀδικίας.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ μετρήσει τὰ κακὰ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ σκάνδαλα, τὰ ψεύδη, τὶς βλασφημίες, τὶς συκοφαντίες, τὶς αἰσχρολογίες, τὶς ποικίλες πλάνες ποὺ ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴ γλώσσα;

  Σὰν τὰ θηρία εἶναι ἀκόμη ἡ γλώσσα μας. «Ὅλα τὰ εἴδη τῶν θηρίων καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θαλασσινῶν, δαμάσθηκαν καὶ δαμάζονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο», «τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου» (Ἰακ. γ΄ 7-8). Τὴ γλώσσα ὅμως κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μπόρεσε νὰ τὴ δαμάσει. Εἶναι ἀσυγκράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. Ἀλήθεια, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὶς ἐχθρότητες, τὶς φιλονικίες, τὶς μάχες, τὶς ψυχρότητες μεταξὺ τῶν φίλων καὶ συγγενῶν, τοὺς χωρισμοὺς τῶν ἀνδρογύνων; Ποιὸς μπορεῖ νὰ καταγράψει τὶς ἀδικίες καὶ τὶς συμφορὲς τῶν συνανθρώπων μας ἀπὸ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ ψεύδη ποὺ ἐκφράζονται μὲ τὴ γλώσσα μας;

  Ἐπιπλέον ἡ γλώσσα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι σὰν πηγὴ καθαροῦ νεροῦ. Ἀντίθετα, συνεχίζει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, «ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμα βγαίνει δοξολογία καὶ κατάρα. Μήπως ἡ πηγὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμιο ἀναβλύζει νερὸ πόσιμο, δροσιστικὸ καὶ συνάμα νερὸ ἁλμυρὸ καὶ πικρό;». Ὅ,τι γίνεται μὲ τὴ γλώσσα, στὴ φύση δὲν συμβαίνει».

  • Στὸ βιβλίο «Ἁγιορεῖται Πατέρες» ὁ Ἅγιος Παΐσιος διηγεῖται μία παιδαγωγικὴ τιμωρία:

  «Στὸ Γηροκομεῖο τῆς Ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου ἦταν ἕνας Παρανοσοκόμος, ὁ Πατέρας Γρηγόριος, λίγο ἀφελὴς μέν, ἀλλὰ πολὺ καλοκάγαθος.

Μοῦ εἶχε διηγηθῆ ὁ ἴδιος, πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια περίπου, ὅτι, ὅταν ὑπηρετοῦσε στὸ Γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, τοῦ εἶχε δώσει ἕνας ἀδελφὸς ἕνα σταφύλι εὐλογία. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν καλωσύνη του δὲν τὸ ἔφαγε, ἀλλὰ τὸ ἔκοψε μικρὰ τσαμπάκια καὶ τὸ μοίρασε στὰ Γεροντάκια. Ἕνα δὲ φιλότιμο Γεροντάκι τοῦ ἔδινε συνέχεια εὐχές: «Καλὸ Παράδεισο! Καλὸ Παράδεισο!», γιατὶ ἦταν καὶ τὸ πρῶτο σταφύλι ποὺ εἶχε γευθῆ, ἀφοῦ τὰ σταφύλια δὲν εἶχαν ὡριμάσει ἀκόμη. Ὁ Παρανοσοκόμος λοιπὸν μὲ τὴν ἀφέλειά του τοῦ ἀπήντησε ἀστειευόμενος:

– Φάε, εὐλογημένε μου, σταφύλι. Ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος καὶ ἡ κόλαση.

 Παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν τὸ πίστευε αὐτὸ –τὸ εἶπε ἀστεῖα καὶ εἶχε ἐλαφρυντικὰ λόγῳ τῆς ἀφελείας του– τί ἔπαθε ὅμως;

 Βλέπει τὴν νύκτα ἕνα φοβερὸ ὄνειρο, ἀλλὰ ἔνιωθε σὰν νὰ ἦταν ξυπνητός! Ἀντίκρυσε λοιπὸν μία πύρινη θάλασσα καὶ ἀπέναντι ἕναν ὡραῖο κόλπο μὲ κρυστάλλινα παλάτια καὶ ἕναν σεβάσμιο Γέροντα, ποὺ ἔμενε ἐκεῖ στὸν πολὺ ὄμορφο κόλπο, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε, ἀφοῦ καὶ τὰ γένεια ἀκόμη φαίνονταν σὰν μεταξωτά. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ ἕνα Ἀδελφὸ τῆς Μονῆς, ποὺ εἶχε κοιμηθῆ πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια, καὶ τὸν ἐρώτησε τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ παλάτια, γιατὶ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, καὶ ποιὸς ὁ σεβάσμιος Γέροντας.

Ὁ Ἀδελφὸς τοῦ εἶπε:

– Αὐτὸς εἶναι ὁ Γερο-Ἀβραάμ, καὶ αὐτὸς ὁ ὄμορφος κόλπος μὲ τὰ  κρυστάλλινα παλάτια εἶναι «ὁ  κόλπος τοῦ Ἀβραάμ», ὅπου ἀναπαύονται οἱ ψυχὲς τῶν Δικαίων.

Ἐνῶ ὁ Ἀδελφὸς ἔλεγε αὐτά, τὰ ἀκούει ὁ Δίκαιος Ἀβραὰμ καὶ λέει μὲ αὐστηρὸ ὕφος στὸν Παρανοσοκόμο Πατέρα Γρηγόριο:

– Ἐσὺ νὰ φύγης γρήγορα ἀπὸ ἐδῶ, δὲν ἔχεις καμμία θέση!

Μὲ τὸ μάλωμα ὅμως ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, καὶ ὅπως ὁ Παρανοσοκόμος γύρισε νὰ φύγη βιαστικά, ἔνιωσε ὅτι τὸν ἅρπαξε ἡ φλόγα ἀπὸ τὴν πύρινη ἐκείνη θάλασσα καὶ ἀπὸ τὸν πόνο ξύπνησε. Τὶ νὰ ἰδῆ ὅμως!… Τὸ πόδι του ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο ἔνιωσε τὸ κάψιμο, ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ φουσκάλες καὶ ἐγκαύματα καὶ πονοῦσε συνέχεια εἴκοσι ἡμέρες, μέχρι νὰ θεραπευθοῦν οἱ πληγὲς μὲ ἀλοιφὲς καὶ διάφορα ἄλλα πρακτικὰ βότανα.

Μετανόησε πολὺ γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ καὶ ἦταν πολὺ προσεκτικὸς στὰ λόγια του στὸ ἑξῆς».

Πόσο πρέπει νὰ προσέχουμε τὰ λόγια μας!