Στὴν καρδιὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκητικῆς παράδοσης χτυπάει ἡ περίφημη «Κλίμακα». Κορυφαῖο βιβλίο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ἀξεπέραστο ἐδῶ καὶ χίλια πεντακόσια χρόνια, γραμμένο ἀπὸ ἕναν ἀσκητή-ὁρόσημο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ. Εἶναι τόσο σπουδαία ἡ μορφή του καὶ ἡ πνευματική του σοφία ποὺ μὲ χαρισματικὸ τρόπο ἀποτυπώνεται στὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμά του, ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν προβάλλει ἐν μέσῳ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς σὰν διαχρονικὸ πρότυπο πνευματικῆς ζωῆς (Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν).
Ἀπὸ τὸν ἕκτο αἰώνα καὶ μετὰ λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὰ ζωοποιά του νάματα, «ὡς πηγὴ ἀνεξάντλητος, ἀντλουμένη» συνεχῶς καὶ «χεομένη», ἀλλὰ παραμένουσα ἐσαεὶ «ἀδαπάνητος», ποτίζει καὶ αὐξάνει πνευματικὰ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς στὶς ἱερὲς μονὲς ἀρχίζει ἡ καθημερινὴ ἀνάγνωση τῆς «Κλίμακος». Διαβάζουμε στὸ βιβλίο τοῦ Τριωδίου ἤδη ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, τὴν πρώτη μέρα τῆς νηστείας: «Καὶ εὐθὺς ἀναγιγνώσκομεν εἰς τὴν Κλίμακα». Καὶ λίγο παρακάτω: «Εἶτα γίνεται ἀνάγνωσις εἰς τὴν Κλίμακα». Τὸ βιβλίο σήμερα εἶναι ἤδη μεταφρασμένο σὲ γλώσσα ἁπλὴ καὶ μπορεῖ καὶ πρέπει ὁ κάθε Χριστιανὸς νὰ τὸ κάνει καθημερινὸ πνευματικό του ἐντρύφημα.
Ἂς παραθέσουμε ὅμως καὶ κάποιο πολύτιμο μαργαριτάρι ἀπὸ τὸν ἀκένωτο αὐτὸν θησαυρό. Ἀναφερόμενος στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση ὁ ἅγιος Ἰωάννης, στέκεται στὸ λεπτὸ σημεῖο τῆς ντροπῆς ποὺ μᾶς κυριεύει, ὅταν πρόκειται νὰ φανερώσουμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν πνευματικό. Αὐτὸ προέρχεται, λέει, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία μας. Καὶ τί κάνουμε; Παρουσιάζουμε τὰ ἁμαρτήματά μας μὲ πλάγιο τρόπο, σὰν νὰ τὰ ἔπραξε τρίτο πρόσωπο. Λέμε δηλαδή: Πάτερ, τί πρέπει νὰ κάνει κάποιος, ἂν πέσει στὸ τάδε ἁμάρτημα; Ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἐκείνη αἰσχύνη (τῆς τελικῆς κρίσης καὶ τῆς αἰώνιας κόλασης), ἂν δὲν καταφρονήσουμε τώρα ἐδῶ τὴν (προσωρινή) αἰσχύνη τῆς ἐξομολόγησης.
Γύμνωνε, λοιπόν, γύμνωνε φανερὰ στὸν ἰατρὸ τὰ ψυχικά σου σφάλματα. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῆς, ἐμὸν τὸ τραῦμα, πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή». Ἀπὸ τὴ δική μου ραθυμία προκλήθηκε, ὄχι ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Κανένας ἄλλος δὲν φταίει γι’ αὐτήν, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε σατανᾶς, οὔτε ἡ ἴδια ἡ σάρκα, οὔτε κάτι ἄλλο, «ἀλλ’ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια». «Καὶ ἐξομολογούμενος, ὡς κατάδικος γίνου» μὲ κάθε τρόπο, «τῷ ἤθει, τῷ εἴδει καὶ τῷ λογισμῷ». Μὲ τὴ συμπεριφορά, μὲ τὴν ἐμφάνιση, μὲ τὸν λογισμό σου. Στάσου μπρὸς στὸν πνευματικὸ «εἰς γῆν νενευκώς», σκυφτός, βρέχοντας τὰ πόδια του, εἰ δυνατόν, μὲ δάκρυα, σὰν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ὁ διάβολος μᾶς ὑποβάλλει σὲ τρεῖς πειρασμοὺς σὲ σχέση μὲ τὴν ἐξομολόγηση:
(α). Ἢ μᾶς ἀποτρέπει τελείως ἀπὸ αὐτήν, νὰ μὴν ἐξομολογούμαστε καθόλου.
(β). Ἢ νὰ ἐξομολογούμαστε ἀναφερόμενοι σὲ τρίτο πρόσωπο, σὰν νὰ ἁμάρτησε κάποιος ἄλλος καὶ ὄχι ἐμεῖς.
(γ). Ἢ νὰ ἐξομολογούμαστε μέν, νὰ ρίχνουμε ὅμως σὲ ἄλλους τὸ φταίξιμο γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες.