Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

 ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(+1998)   

ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ

ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ

Μετάφρασις Μοναχός  Δαμασκηνός Γρηγοριάτης (2010)

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ

Ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι ἕνας ἀργυροχόος, ὁ ὁποῖος ἔφτιαχνε ὠρολόγια, βραχιόλια, δακτυλίδια, καθώς καί ἄλλα ἀντικείμενα γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως Δισκοπότηρα, Εὐαγγέλια, σκεύη γιά τήν Ἁγία Τράπεζα, ὅ,τι δήποτε. Ἦταν πολύ πιστός χριστιανός. Ἔλεγε πάντοτε ἕνα λόγο: «Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!». Ἡ γυναῖκα του ὅμως τόν εἰρωνευόταν, διότι ἔλεγε πολύ συχνά αὐτόν τόν λόγο. Ἀλλά, αὐτός σέ κάθε συζήτησι μέ ἄλλους, στό τέλος ἔλεγε: «Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!» Ἐάν κάποιος τοῦ ἔλεγε κάτι, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε: «Ναί, χριστιανέ μου, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος, ἔγινε αὐτό καί τό τάδε ἔργο». Ἄλλος ἤθελε νά τόν πειράξει μέ λόγια, ἀλλά ὁ ἀργυροχόος τοῦ ἀπαντοῦσε καί πάλι: «Δέν εἶναι τίποτε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος». Ἄλλος τόν ἐπαινοῦσε κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντοῦσε: ««Δέν εἶμαι τίποτε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος». Ἄλλος τόν ἐχλεύαζε , ἐνῶ αὐτός τοῦ ἔλεγε: «Δέν εἶμαι τίποτε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος». Τόσο συχνά ἔλεγε αὐτόν τόν λόγο, ὥστε ὅλοι τοῦ ἔλεγαν: «Μακάριος εἶναι ὁ ἀργυροχόος πού λέγει συνέχεια ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος». Καί ἤρχοντο πολλοί ἄνθρωποι νά τόν γνωρίσουν καί νά τόν ἰδοῦν.

«Ἀδελφέ, μοῦ κάνεις ἕνα δακτυλίδι»? «Σοῦ κάνω, ἀδελφέ, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!» «Μοῦ γανώνεις ἕνα ποτήρι? Ναί, σοῦ τό γανώνω, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!» Μπορεῖς νά μοῦ ἐπενδύσης μέ ἄργυρο αὐτό τό Εὐαγγέλιο?» Νά σοῦ τό ἐπενδύσω, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!»

Ἄκουσε καί ὁ βασιλεύς Λέων ὁ Σοφός-διότι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔζησε στήν ἐποχή του-ὅτι ζοῦσε ἕνας χριστιανός πού ἔλεγε σέ ὅλους πάντοτε τόν λόγο: «Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος». Καί εἶπε: «Θά τόν πειράξω, νά ἰδοῦμε ἐάν τό λέγη αὐτό ἀπό τήν πίστι του στόν Θεό ἤ ἀπό συνήθεια». Ὁ βασιλεύς μεταμφιέσθηκε. Ἐφόρεσε ἁπλᾶ ροῦχα σάν λαϊκός καί ἐπῆγε σ᾿ ἐκεῖνον τόν ἀργυροχόον μ᾿ ἕνα ἀκριβό δακτυλίδι στό χέρι του. Στό δακτυλίδι ὑπῆρχε μία πολύτιμη πέτρα πού εἶναι ἡ ἀκριβώτερη καί σπάνια εὑρίσκεται. Εἶναι ἕνα μικρούτσικο θαλασσινό πού ζῆ κολλημένο στό βάθος τοῦ ὠκεναοῦ καί ἔχει μόνο ἕνα μάτι στήν πλάγια πλευρά του. Ἀπ᾿ αὐτό κατεργάζεται καί γίνεται αὐτή ἡ πέτρα.

Πόσο δύσκολο εἶναι νά εὑρεθῆ αὐτό τό μικρό ὄστρακο! Καί ἀπ᾿ αὐτό τό ὄστρακο γίνεται ἡ πολύτιμη αὐτή πέτρα, πού ὀνομάζεται «ὀστρέλ». Πόσο τήν ἀναζητοῦν οἱ δύτες καί οἱ ναυτικοί μας! Ἐάν εὕρουμε μία τέτοια πέτρα ἀπό τό ὄστρακο αὐτό, ἀγοράζουμε χιλιάδες παλάτια! Τόσο ἀκριβή καί πολύτιμη εἶναι! Λοιπόν, ἕνας βασιλεύς, ἀξίζει νά ἔχη μία τέτοια πέτρα! Ἀπό ποιά κληρονομιά τήν κληρονόμησε? Καί ἡ πέτρα εἶναι μεγάλης ἀξίας καί ἔχει τοποθετηθῆ στό δακτυλίδι.

Ἐπῆγε λοιπόν ὁ βασιλεύς μεταμφιεσμένος σάν ἁπλός λαϊκός στόν ἀργυροχόο:

-Μπορεῖς νά μοῦ ἐπισκευάσης ἕνα δακτυλίδι?

-Τό ἐπισκευάζω, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Ποῦ εἶναι τό δακτυλίδι?

-Νά, ἐδῶ τό ἔχω τυλιγμένο στό κουτάκι αὐτό.

-Βάλε το ἐδῶ στό ράφι, κύριε, ὅπου ὑπάρχουν καί ἄλλα δακτυλίδια.

-Ἔχε τόν νοῦ σου, διότι τό δακτυλίδι μου ἔχει μία πολύτιμη καί ἀκριβή πέτρα!

Ἀλλά ὁ βασιλεύς εἶχε βγάλει τήν πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι.

-Ἄφησέ το, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Βάλε το στό κουτί αὐτό!

Οὔτε κἄν ἀντίκρυσε στό πρόσωπο τόν πελάτη του, διότι ἦταν πολύ ἀπασχολημένος.

-Πρόσεχε νά μή χαθῆ αὐτή ἡ πέτρα, διότι εἶναι πολύ ἀκριβή καί δυσεύρετη.

Ἀλλά δέν τοῦ εἶπε τί εἴδους πέτρα ἦταν αὐτή.

-Ἀδελφέ, δέν χάνεται ἡ πέτρα, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!

Πότε νά ἔλθω? Πότε θά εἶναι ἕτοιμο τό δακτυλίδι μου?

-Νά ἔλθης μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες. Ἔχω ἀκόμη πολλή δουλειά μέ ἱερά σκεύη καί θέλω νά καθαρίσω αὐτά τά δακτυλίδια, διότι ἔχω πολλά γιά καθάρισμα καί ἐπισκευή.

-Ἀλλά μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες τό δικό μου δακτυλίδι θά εἶναι ἕτοιμο?

-Θά εἶναι ἕτοιμο, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!

-Καλήν ἡμέραν, μάστορα.

-Καλήν ἡμέραν, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!

Ὁ Βασιλεύς, εἴπαμε, εἶχε βγάλει τήν πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι. Μία ἡμέρα περπατοῦσε δίπλα στήν θάλασσα ὁ βασιλεύς, διότι ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι παραθαλάσσια καί κατά λάθος τοῦ ἔπεσε ἡ πέτρα στήν θάλασσα. Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Τήν ἔχασα τήν πέτρα μου! Ἀλλά νά ἰδοῦμε τώρα, ὅπως ἔλεγε κι ἐκεῖνος ὁ μάστορας ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος, θά τήν βγάλη ὁ Θεός ἀπό τήν θάλασσα? Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦλθε στόν μάστορα ὁ βασιλεύς καί πάλι μεταμφιεσμένος σάν λαϊκός.

-Μέ γνωρίζεις, ἀδελφέ?

-Σέ γνωρίζω, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Μοῦ ἔδωσες πρό ἡμερῶν γιά ἐπισκευή ἕνα δακτυλίδι.

-Τό ἐπεσκεύασες?

-Ναί.

-Ἔχει μέσα καί τήν πέτρα?

-Κύριε, τοῦ εἶπε ὁ ἀργυροχόος, ἐγώ διώρθωσα τό δακτυλίδι, ἀλλά δέν εὑρῆκα τήν πέτρα μέσα σ᾿ αὐτό.

-Ὤ! Γνωρίζεις ἐσύ μέ ποιόν μιλᾶς τώρα? Συνομιλεῖς μέ τόν βασιλέα Λέοντα!

Καί ἔβγαλε τό ἐπανωφόρι του καί τοῦ ἔδειξε ἀπό μέσα τά βασιλικά του ἐμβλήματα.

-Καί τί μ᾿ αὐτό ὅτι εἶσαι βασιλεύς?

-Ἐάν δέν μοῦ δώσης τήν πέτρα, θά πέση κάτω τό κεφάλι σου!

-Δέν εἶναι τίποτε αὐτό, μεγαλειότατε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!

Ὄχι, ὅτι εἶναι μεγάλος ὁ Θεός! Ἀλλά ἐγώ θά σοῦ δείξω πόσο εἶναι μεγάλος!  Ἐάν δέν βάλης σέ τρεῖς ἡμέρες τήν πολύτιμη πέτρα στό δακτυλίδι, θά σέ ἐκτελέσω.

-Μεγαλειότατε, ἐάν μ᾿ ἀφήσης σέ τρεῖς ἡμέρες, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος, πιστεύω ὅτι θά σοῦ τήν βάλω!

-Ἀλλά, ἀπό ποῦ θά βρῆς νά βάλης μία πέτρα τόσο ἀκριβή? Σέ βλέπω ἐγώ! Πρόσεχε, ἔχεις μπροστά σου τρεῖς ἡμέρες γιά νά βάλης τήν πέτρα μέσα στό δακτυλίδι μου.

Καί ὁ βασιλεύς ἀνεχώρησε.

Ὅταν ἄκουσε ὅλα αὐτά ἡ γυναῖκα τοῦ ἀργυροχόου ἄρχισε νά κλαίη καί μέ στεναγμούς ἔλεγε:

-Ἀλλοίμονό μας, διότι ἔχασες τήν πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι τοῦ βασιλέως!

-Κλεῖσε τό στόμα σου, γυναῖκα, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!

 -Ἄνθρωπέ μου, τοῦ εἶπε ἐκείνη, δέν ἄκουσες ὅτι ὁ βασιλεύς σέ τρεῖς ἡμέρες θά σοῦ κόψη τό κεφάλι? Θά κόψη καί τό δικό μου τό κεφάλι καί τά κεφάλια ὅλων μας ἐδῶ μέσα! Δέν ἄκουσες ὅτι εἶχε στό δακατυλίδι του μία ἀκριβή πέτρα ἀπό ὀστρέλ?

-Γυναῖκα, κλεῖσε τό στόμα σου, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!

-Κύτταξέ τον, τί λέγει ἀκόμη αὐτός ὁ ἄνθρωπος!

Καί ἄρχισε νά τόν κοροϊδεύη, ἀλλ᾿ αὐτός εἶχε πίστι στόν Θεό. Ἡ γυναῖκα ἀπελπισμένη αὐτές τίς ἡμέρες, ἐπῆγε κι αὐτή στήν ἀγορά ν᾿ἀγοράση μερικά ψάρια κάνοντας αὐτές τίς σκέψεις: «Ἀλλοίμονο σέ μένα! Κινδυνεύει νά πέση τό κεφάλι του ἀπό τό σπαθί τοῦ βασιλέως! Ἦταν πράγματι ὁ βασιλεύς? Ἄκου, τί ἀκριβή πέτρα εἶχε στό δακτυλίδι του»!

Καί τά παιδιά τους τά ἴδια ἔλεγαν: Ἀλλοίμονό μας, πατερούλη μας, θά χαθοῦμε.

-Ὅμως παιδιά μου, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Θά ἰδῆτε τί θά κάνη.

Ὅταν ἦλθε ἡ γυναῖκα στό σπίτι, ἔφερε μερικά μεγάλα ψαριά πού ἀγόρασε ἀπό τήν ἀγορά. Ὅταν ξεκοίλιασε τό πρῶτο ψάρι, στό στομάχι του εὑρέθηκε μία πετρίτσα. Ἦταν ὡραία πέτρα πού λαμποκοποῦσε.

-Νά, ἄνδρα μου, βλέπεις τί εἶναι αὐτό? Ὅταν ἔκοψα καί ἄνοιξα τό ψάρι, εὑρῆκα αὐτή τήν πετρίτσα μέσα.

Ὁ ἄνδρας της τήν ἐκύτταξε καί τῆς εἶπε:

-Ἔε, γυναῖκα, αὐτή εἶναι ἡ πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι τοῦ βασιλέως. Δέν σοῦ ἔλεγα ἐγώ ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος?

-Τί λέγεις τώρα?

-Θά τήν καθαρίσω ἐγώ τώρα.

Καί ὅταν τήν τοποθέτησε, μπῆκε στήν θέσι της θαυμάσια.

Ἔε, ἄφησέ με νά τήν καθαρίσω καλά  ἐγώ τώρα καί θά τήν βάλω στήν θέσι της. Κλεῖσε τό στόμα σου. Βλέπεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος;

Αὐτός ἔφερε τό δακτυλίδι κι αὐτός καθαρίζει τήν πέτρα καί τήν βάζει στήν θέσι της. Ὁ βασιλεύς ἔρχεται τήν τρίτη ἡμέρα, ντυμένος μέ μία φόρμα.

-Μέ γνωρίζεις;

-Σέ γνωρίζω, τήν Μεγαλειότητά σου, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.

-Εἶναι ἕτοιμο τό δακτυλίδι μου;

- Ἕτοιμο, Μεγαλειότατε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.

-Τήν ἔβαλες τήν πέτρα στήν θέσι της;

-Τήν ἔβαλα, Μεγαλειότατε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.

-Σέ βλέπω ἐγώ, πόσο μεγάλος εἶσαι. Φέρε μου τό δακτυλίδι κοντά μου.

Ἔρχεται ὁ βασιλεύς καί ὅταν ἀντίκρυσε τό δακτυλίδι, τό ξανακύτταξε πολύ. Μετά στράφηκε στόν μάστορα  καί τοῦ εἶπε:

-Ἄνθρωπέ μου, τήν πέτρα αὐτή ἐγώ τήν ἔβγαλα ἀπό τήν θέσι της καί τήν ἔχασα στήν θάλασσα καί τώρα τήν βλέπω πάλι στήν θέσι της. Ἀλήθεια ὁμολογῶ κι ἐγώ ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Πῶς τήν εὑρῆκες; Ποιός σοῦ τήν ἔφερε; Πῶς εὑρέθηκε μία τόσο ἀκριβή πέτρα, ὅσο ἀκριβή εἶναι ἡ βασιλεία μου;

-Μεγαλειότατε, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Ἄκουσε, ἡ γυναῖκα μου ἀγόρασε ψάρια ἀπό τήν ἀγορά καί στό στομάχι ἑνός ἀπ᾿ αὐτά εὑρῆκε αὐτή τήν πέτρα.

Τότε ὁ βασιλεύς τοῦ εἶπε:

-Ἀπό σήμερα καί ἐμπρός θά εἶσαι σύμβουλός μου καί θά σέ ἔχω δίπλα μου σέ ὅλη τήν ζωή μου, διότι ἔμαθα ὅτι ἐσύ δέν λέγεις μέ τό στόμα ἀπό συνήθεια τήν φράσι αὐτή «ὁ Θεός εἶναι μεγάλος», ἀλλά τήν λέγεις ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς σου καί ἔχεις δυνατή καί ἀκλόνητη πίστι μέ τήν ὁποία ἐργάζεσαι στόν Θεό. Ἔχεις τόση δυνατή πίστι, ὥστε ἠμπορεῖς νά ἐπιτύχης τό κάθε τι στήν ζωήν σου, διότι ὁ Θεός εἶναι μαζί σου. Δέν πιστεύεις μέ τό στόμα σου, ἀλλά μέ τήν καρδιά σου. Εἶσαι ἕνας ἀληθινός πιστός χριστιανός.

Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τόν ἐπῆρε ὁ βασιλεύς στό παλάτι του σάν σύμβουλό του. Ἔτσι μέ τήν πίστι του στόν Θεό ὅτι εἶναι μεγάλος, αὐτός ὁ ἀργυροχόος ἀξιώθηκε κι ἔγινε ἀπό τόν Θεό μεγάλος ἐπί τῆς γῆς καί στούς οὐρανούς, μετά τόν θάνατό του.

 

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ἦλθε τώρα στόν νοῦ μου ἕνας φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος ἐπῆγε στόν Σωκράτη, πού ἦταν κι αὐτός φιλόσοφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Αὐτός εἶχε μία γυναῖκα πολύ ταλαντοῦχα. Ἄρχισε λοιπόν νά τόν ἐρωτᾶ:

-Κύριε φιλόσοφε, ἔχω μία σπουδαία καί ὄμορφη γυναῖκα.

Ὁ Σωκράτης ἐκείνη τήν στιγμή ἦταν στό τραπέζι του μ᾿ ἕνα μολύβι στό χέρι καί χαρτί καί ἔγραφε ἕνα μηδενικό.

-Ἡ γυναῖκα μου κατάγεται ἀπό μεγάλο γένος. Ὁ παπποῦς της ἦταν ὑπουργός.

Ὁ ἄλλος φιλόσοφος ἔγραψε ἄλλο ἕνα μηδενικό.

-Ἡ γυναῖκα μου εἶναι ὑγιής, ὅπως τό αὐγό. Δέν ἦταν ποτέ ἀσθενής καί οὔτε τώρα τήν ἔχει πειράξει κάποια ἀσθένεια.

Ὁ Σωκράτης ἔγραψε ἕνα ἀκόμη μηδενικό.

-Ἡ γυναῖκα μου εἶναι πολύ μορφωμένη.

-Ὁ Σωκράτης ἔγραψε ἀκόμη ἕνα μηδενικό κοντά στά ἄλλα.

-Ἡ γυναῖκα μου ξέρει νά ἀσχολῆται μέ τό νοικοκυριό τοῦ σπιτιοῦ, νά κάνη διαφόρων εἰδῶν πίττες καί ψωμί ἐπάνω σέ μεγάλο τραπέζι!

Ἔγραψε ὁ φιλόσοφος ἄλλο ἕνα μηδενικό.

-Ἡ γυναῖκα μου γνωρίζει νά κεντᾶ διάφορα κεντήματα, νά ράβη, νά διορθώνη, νά φτιάχνει φανέλλες στήν ραπτομηχανή ἤ καί μέ τό χέρι της. Βλέπεις πόσα ταλέντα ἔχει ἡ γυναῖκα μου;

Ὁ φιλόσοφος ἔγραψε ἀκόμη δίπλα στά ἄλλα ἕνα μηδενικό.

Στό τέλος ἐπρόσθεσε  κι ἕνα ἄλλο σπουδαῖο χάρισμα της:

-Ἡ γυναῖκα μου ἔχει φόβο Θεοῦ καί εἶναι πιστή!

Ὁ Σωκράτης ἔβαλε τώρα τό νούμερο ἕνα (1) μπροστά καί μετά ἀκολουθοῦσαν τά ἕξι (6) μηδενικά. Τό νούμερο ἕνα (1) μαζί μέ ἕξι (6) μηδενικά μᾶς δίνει τόν ἀριθμό ἕνα (1) ἑκατομμύριο. Κατόπιν τοῦ εἶπε:

-Νά, τώρα ἔδωσα ἀξία στήν γυναῖκα σου. Ὄχι, ὅταν μοῦ ἔλεγες ὅτι εἶναι ὡραία καί μορφωμένη καί ὑγιής καί γνωρίζει νά κάνη πολλά ἔργα, διότι ὅταν τῆς λείψη ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, τότε ὅλα τά παραπάνω χαρίσματά της εἶναι πολλά ἀραδιασμένα μηδενικά καί τίποτε ἄλλο, τίποτε ἀπολύτως!

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ἄνδρα, ὅπως μέ τήν γυναῖκα αὐτή καί μέ τόν ὅποιονδήποτε ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη πολλά τάλαντα, μπορεῖ νά ξέρη πολλές κοσμικές τέχνες, μπορεῖ νά γνωρίζη πολλές ἐπιστῆμες, ἐάν ὅμως ἀπουσιάζη ἀπό τήν ζωή του ὁ φόβος καί ἡ πίστις στόν Θεό, τότε τοῦ λείπει τό σχολεῖον τῆς ἄνω σοφίας καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι πλέον τίποτε.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΟΣ ΦΡΑΤΣΕΣΚΟ

Στόν καιρό τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ζοῦσε ἕνας ἅγιος γέροντας, μέ τό ὄνομα Σεραπίων, ὁ ὁποῖος ἐπέρασε ὅλη τήν ζωή του στά βουνά καί στούς ἐρημικούς τόπους. Ἔζησε ἐκεῖ γιά νά γνωρίση τήν ζωή τῶν μεγάλων ἐρημιτῶν καί ἀσκητῶν πού ζοῦσαν μακριά ἀπό τόν κόσμο καί ν

᾿ ἀκολουθήση τήν ἁγία καί θαυμαστή ζωή τους.

Αὐτός ἐπῆγε κάποια ἡμέρα στήν βαθύτερη ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, στόν ἡγούμενο π. Ἰωάννη. Παίρνοντας πρῶτα τήν εὐλογία του, ἐπειδή ἦταν πολύ κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, ἐπῆγε ἐκεῖ δίπλα νά ξεκουρασθῆ. Ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, εἶδε ὅραμα ὅτι ἐμφανίσθηκαν δίπλα του δύο ἡσυχαστές οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Αὐτός εἶναι ὁ ἀββᾶς Σεραπίων». Μετά ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς εἶπε στόν ἄλλον: «Πάτερ Σεραπίων, πολύ ἐκοπίασες στήν ζωήν σου γιά νά σοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός ἁγίους ἀνθρώπους τῆς ἐρήμου καί νά ἀντιγράψης τήν ζωή τους, ἀλλά στόν ἀββᾶ Μᾶρκο, πού κατοικεῖ στό ὄρος Φραντσέσκο τῆς Αἰθιοπίας, ἀκόμη δέν ἔφθασες νά τόν γνωρίσης. Διότι ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τού ἐρημίτες πού κατοικοῦν μακριά ἀπό τόν κόσμο, δέν ἔφθασε κανείς τήν ἀρετή τοῦ ἀββᾶ Μάρκου. Αὐτός ζῆ μέ πολλούς κόπους στήν  ἔρημο 95 χρόνια  καί ἔχει ἡλικία 130 χρόνων. Ἀκόμη μερικοί πού εἶναι μέσα στό φῶς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἐπῆγαν σ᾿ αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι θά ἔλθουν σύντομα νά τόν παραλάβουν στόν οὐρανό.

Αὐτά συζητοῦσαν οἱ δύο ἐμφανισθεντες ἡσυχαστές, δίπλα στόν ἀββᾶ Σεραπίωνα. Ἐκεῖνος ἐξύπνησε, ἀλλά δέν εἶδε κανέναν. Εἶπε τό ὄραμα στόν ἡγούμενο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος καί τοῦ ἀπήντησε: «Παιδί μου, τό ὄραμά σου αὐτό εἶναι θεῖο καί ἀληθινό, ἀλλά πού εἶναι τό βουνό Φρατσέσκο;» Καί εἶπε πάλι στόν ἀββᾶ Σεραπίωνα: «Προσευχήσου γιά μένα, πάτερ».

Καί διηγεῖται στήν συνέχεια ὁ ἀββᾶς Σεραπίων, μετά τήν προσευχή του, «ἀσπάσθηκα τόν γέροντα Ἰωάννη καί ἔφυγα γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἔπρεπε νά διανύσω τόν δρόμο μέ τά πόδια σέ 12 ἡμέρες καί τόν διήνυσα σέ 5 μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ κοπιάζοντας νά περπατῶ ἡμέρα καί νύκτα μέσα στήν ἐρημιά, ὅπου λόγῳ τοῦ καύσωνος ἔκαιγε ἡ ἄμμος τῆς ἐρήμου. Ὅταν ἔφθασα στήν πόλι, ἐρώτησα ἕναν ἔμπορο, πόσο μακριά εἶναι τό βουνό Φρατσέσκο τῆς Αἰθιοπίας. Αὐτός μοῦ ἀπήντησε: «Πάτερ, σοῦ λέγω τήν ἀλήθεια ὅτι εἶναι πολύ μεγάλη αὐτή ἡ ἀπόστασις μέχρι τά σύνορα τῆς Αἰθιοπίας καί μέ τήν γλῶσσα τῶν ὁδοιπόρων εἶναι πορεία μέ τά πόδια 20 ἡμερῶν. Γιά τό βουνό πού μ᾿ἐρωτᾶς εἶναι ἀκόμη μακρύτερα.

Ἀκούοντας αὐτά ἀπό τόν ἔμπορο, μοῦ ἔδωσε νερό σ᾿ ἕνα σκεῦος καί μερικά φοινίκια καί ἔχοντας ἐλπίδα στόν Θεό ξεκίνησα γι᾿ αὐτό τόν σκοπό νά πάω στήν Αἰθιοπία. Ἐπερπάτησα μέσα στήν ἔρημο ἐπί 20 ἡμέρες χωρίς νά συναντήσω μέσα στήν ἔρημο κάποιο θηρίο, οὔτε πτηνό, διότι αὐτή ἡ ἔρημος δέν ἔχει καμμία παρηγορία καί ἀνάπαυσι οὔτε γιά ἀνθρώπους, οὔτε γιά ζῶα καί πτηνά. Βροχή καί δροσιά δέν πέφτει ποτέ σ᾿ αὐτόν τόν τόπο καί δέν εὑρίσκεται τίποτε τό φαγώσιμο. Μετά ἀπό 20 ἡμέρες μοῦ ἐτελείωσε τό νερό καί ἀπό τά φοινίκια μοῦ ἀπέμειναν μερικά καί ἀδυνάτισα πάρα πολύ. Γι᾿αὐτό καί δέν ἠμποροῦσα πλέον νά βαδίσω πιό πέρα, οὔτε καί νά ἐπιστρέψω ὀπίσω. Ἔξαφνα μοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ δύο ἡσυχαστές τούς ὁποίους εἶχα ἰδῆ στό ὄραμά μου πρό ἡμερῶν, ὅταν ἤμουν στόν ἡγούμενο Ἰωάννη. Αὐτοί ἐστάθησαν ἐνώπιόν μου καί μοῦ εἶπαν: «Σήκω καί ἔλα μαζί μας». Ὅταν σηκώθηκα στά πόδια μου, εἶδα τόν ἕνα ἀπ᾿ αὐτούς ὁ ὁποῖος ἐστράφη πρός ἐμένα καί μοῦ εἶπε: «Θέλεις ὀλίγον νά δροσισθῆς;» Ἐγώ τοῦ ἀπήντησα: «Ὅπως θέλεις ἐσύ, πάτερ». Κατόπιν μοῦ ἔδειξε μία ρίζα ἑνός φυτοῦ πού φυτρώνει στήν ἔρημο καί μοῦ εἶπε: «Λάβε καί φάγε ἀπ᾿ αὐτήν τήν ρίζα καί συνέχισε τό ταξίδι σου μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ». Ἔφαγα, λοιπόν, ὀλίγο ἀπ᾿ αὐτήν τήν ρίζα, ἐδυνάμωσα, δροσίσθηκα κι ἔφυγε κάθε στενοχώρια ἀπό τήν ψυχή μου καί χωρίς νά σκέπτομαι ὅτι εἶχα πολύ ἀδυνατήσει. Μετά μοῦ ἔδειξαν τήν ὁδό τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά βαδίσω γιά νά φθάσω στό ὄρος τοῦ Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ. Κατόπιν ἐξαφανίσθηκαν.

Ἐπροχώρησα στόν δρόμο μου καί ἔφθασα μπροστά σ᾿ ἕνα πολύ ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖον μοῦ φαινόταν ὅτι ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό. Πλησιάζοντας αὐτό τό βουνό, ἔβλεπα ἀπό ὑψηλά τήν παραλία τῆς θαλάσσης. Μετά περπάτησα ἑπτά ἡμέρες ἀνεβαίνοντας συνεχῶς αὐτό τό βουνό. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἑβδόμη νύκτα, εἶδα μπροστά μου ἕνα ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβαινε ἀπό τόν οὐρανό πρός τόν ἀσκητή Μᾶρκο καί τοῦ εἶπε: «Εἶσαι μακάριος, ἀββᾶ Μάρκε, καί κάθε τι καλό θά εἶναι πάντοτε ἐπάνω σου. Ἰδού, ἔφερα κοντά σου τόν ἀββᾶ Σεραπίωνα, τόν ὁποῖον ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἡ ψυχή σου, ἐπειδή δέν ἤθελες νά ἰδῆς κάποιον ἀπ᾿αὐτό τό ἀνθρώπινο γένος». Ἀκούοντας αὐτά δέν ταράχθηκα καί προχωρώντας σύμφωνα μέ τό ὄραμα, ἔφθασα στήν σπηλιά στήν ὁποία ζοῦσε ὁ ἄγιος Μᾶρκος.

Ὅταν ἐπλησίασα στήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του, ἄκουσα τόν ἅγιο Μᾶρκο νά διαβάζη στίχους ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί νά λέγη: «ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές...» καί τό ὑπόλοιπον μέρος τοῦ ψαλμοῦ.

«Μακάρια εἶναι καί ἡ δική σου ἡ ψυχή, ὦ Μάρκε, διότι σέ ἐφὐλαξε ὁ Κύριος καί δέν σέ ἄγγιξε ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οὔτε αἰχμαλωτίσθηκε ὁ νοῦς σου ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας. Μακάρια εἶναι τά μάτια σου, τά ὁποῖα δέν παρεπλάνησε ὁ διάβολος μέ τίς ψεύτικες καί πονηρές ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Εὐτυχισμένα νά εἶναι καί τά αὐτιά σου, διότι δέν ἄκουσαν γυναικεία φωνή καί τραγούδια σ᾿ αὐτό τόν ἀπατεῶνα κόσμο. Μακάρια εἶναι καί τά ρουθούνια τῆς μύτης σου, τά ὁποῖα δέν ὠσφράνθηκαν ποτέ τά βρώμικα ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Μακάρια εἶναι καί τά χέρια σου διότι δέν ἄγγιξαν ποτέ κάτι ἀπό τά ἀνθρώπινα ἔργα. Μακάρια εἶναι καί τά πόδια σου, τά ὁποῖα δέν ἐβάδισαν τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στόν θάνατο, οὔτε ὡδήγησαν τά βήματά σου πρός τήν ἁμαρτία, διότι ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ὡδηγήθηκαν στήν αἰώνια ζωή καί ἁγιάσθηκαν μέ τήν γλυκύτητα τῶν ἁγίων ἀγγέλων».

Μετά ἄρχισε νά λέγη τά ἑξῆς πρός τήν ψυχή του: «Ψυχή μου, νά εἶσαι εὐλογημένη και δόξαζε τόν Κύριον μέ ὅλη σου τήν καρδιά στό ἅγιο Ὄνομά του. Εὐλόγησε, ψυχή μου, τόν Κύριο, καί μή λησμονῆς ὅλες τίς εὐεργεσίες του. Γιατί, ψυχή μου, στενοχωρεῖσαι καί γιατί ταράζεσαι;  Μή φοβᾶσαι, διότι δέν θά μπῆς στίς φυλακές τοῦ ἄδου. Οἱ δαίμονες δέν ἠμποροῦν νά κάνουν τίποτε γιά νά σέ κατηγορήσουν, διότι σέ σένα, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει μολυσμός ἁμαρτίας. Θά ἔλθη ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, περικυκλωμένος μ᾿ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται, καί θά σέ λυτρώση. Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού ἔκαμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου του».

Αὐτά καί ἄλλα πολλά λέγοντας ὁ ὅσιος Μᾶρκος ἀπό τήν θεία Γραφή γιά τήν παρηγοριά τῆς ψυχῆς του καί γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς ἐλπίδος του στόν Θεό, ἐξῆλθε ἀπό τήν σπηλιά του καί κλαίγοντας ἀπό χαρά. Μετά ἔκραξε πρός ἐμένα καί μοῦ εἶπε μέ ταπείνωσι: «Ὤ, πόσοι εἶναι οἱ κόποι τοῦ πνευματικοῦ μου τέκνου Σεραπίωνος, ὁ ὁποῖος ἐκοπίασε νά ἰδῆ τήν ἀθλιότητά μου!» Ἀφοῦ μ᾿ εὐλόγησε, μοῦ εἶπε: «95 χρόνια ἐπέρασα σ᾿ αὐτή τήν ἔρημο καί δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο καί μόλις τώρα βλέπω τήν δική σου μορφή, τήν ὁποίαν ἐπεθύμησα πολύ νά ἰδῶ. Πῶς δέν καταβλήθηκες ἀπό τόσους κόπους γιά νά φθάσης σέ μένα; Εἴθε νά σοῦ δώση ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τόν μισθόν σου τήν ἡμἐρα ἐκείνη τῆς κρίσεως, ὅταν θά κρίνη τά ἀνθρώπινα πράγματα».

Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὁ ὅσιος Μᾶρκος, μ᾿ ἐπρόσταξε νά καθήσω κάτω. Ἐγώ ἄρχισα νά τόν ἐρωτῶ γιά τήν ἔνδοξη καί ἄξια ζωή του. Κι αὐτός μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

Ὅπως σοῦ εἶπα, ἔχω ἐδῶ 95 χρόνια, ὅπου ζῶ μέσα σ᾿ αὐτή τήν σπηλιά καί δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο, ἀλλά οὔτε καί θηρία, οὔτε πετεινά, οὔτε ἀνθρώπινο ψωμί ἔφαγα, οὔτε ἔνδυμα ἀνθρώπου ἐφόρεσα ποτέ. Ἐπί 30 χρόνια ἐπέρασα μέ μεγάλη ἄσκησι, πολεμούμενος συνεχῶς ἀπό τήν πεῖνα, τήν δίψα καί προπαντός ἀπό τίς διαβολικές φαντασίες. Τήν περίοδο πού ὑπέφερα ἀπό τήν πεῖνα, ἔφαγα χῶμα καί ἤπια νερό ἀπό τήν θάλασσα, ὅταν ἐβασανιζόμουν ἀπό τήν δίψα. Πολλές φορές μέ περιεκύκλωναν χιλιάδες δαίμονες γιά νά μέ πνίξουν στήν θάλασσα. Ἅλλοτε μέ ἅρπαζαν καί μέ πετοῦσαν κάτω ἀπό τό βουνό αὐτό. Έγώ, ἐσηκωνόμουν καί ἐγύριζα πίσω στήν κορυφή τοῦ ὄρους αὐτοῦ, ἀλλά καί πάλιν οἱ δαίμονες μέ τραβοῦσαν. Δέν ἔμεινε οὔτε τό δέρμα στό σῶμα μου. Ἐνῶ μέ τραβοῦσαν καί μέ κτυποῦσαν, μοῦ ἐφώναζαν: «Φῦγε ἀπό τόν τόπο μας, διότι ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἦλθε νά κατοικήση ἐδῶ. Πῶς ἐτόλμησες ἐσύ καί ἦλθες;»

Μετά ἀπό ἕνα τέτοιο πόλεμο ἐπί 30 χρόνια βασανιζόμενος ἀπό τήν πεῖνα, τήν δίψα, τόν πόλεμο τῶν δαιμόνων, κατόπιν ξεχύθηκε ἐπάνω μου ἡ χάρις καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς θείας του προνοίας ἄλλαξε κἄπως τό σῶμα μου καί ἐφύτρωσαν τρίχες παντοῦ. Ἀκόμη ὁ Θεός μοῦ ἔστελλε καί καθημερινή τροφή.

Παράλληλα, μοῦ ἔδειξε τόν τόπο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τούς τόπους τῶν ψυχῶν τῶν ἁγίων, τήν μακαριότητα πού ὑποσχέθηκε σ᾿ αὐτούς πού ἑτοιμάσθηκαν μέ καλά ἔργα. Εἶδα τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ, τόν καρπό τῆς γνώσεως ἀπό τόν ὁποῖον ἔφαγαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρόγονοί μας. Εἶδα τόν Ἐνώχ, τόν Ἠλία στόν παράδεισο καί δέν ἔμεινε κάτι τό ὁποῖον νά μή μοῦ τό ἔδειξε ὁ Κύριος, ἀπ᾿ ὅσα ἐγώ τοῦ ἐζήτησα».

Κατόπιν ὁ ἀββᾶς Σεραπίων ἐρώτησε τόν μακάριο Μᾶρκο: «Πές μου, πάτερ, πῶς ἔγινε ὁ ἐρχομός σου ἐδῶ;  Καί ὁ ἅγιος ἄρχισε νά τοῦ διηγῆται: «Γεννήθηκα στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐσπούδασα τήν φιλοσοφία. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων μου, μοῦ ἦλθε ἡ ἑξῆς σκέψις μέσα μου: «Θά πεθάνω κι ἐγώ, ὅπως ἀπέθαναν καί οἱ γονεῖς μου. Εἶναι καλλίτερα ν᾿ ἀρνηθῶ τόν κόσμο μέ ἀγαθό λογισμό καί μέ καλή θέλησι, πρίν νά ἔλθη ἡ ὥρα νά τόν ἀποχωρισθῶ, ἔστω καί χωρίς νά τό θέλω». Καί ἀμέσως, βγάζοντας τά ροῦχα μου, ἀγκάλισα ἕνα κορμό ἑνός δένδρου στήν θάλασσα καί κτυπώμενος ἀπό τά κύματα, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἔφθασα σ᾿ αὐτό ἐδῶ τό βουνό».

Λέγοντας ὅλα αὐτά, διηγεῖται ὁ ἀββᾶς Σεραπίων, ἡ νύκτα ἐκείνη ἔγινε ἀπό θεῖο φῶς λαμπρότερη ἀπό τήν ἡμέρα καί εἶδα τό σῶμα του γεμᾶτο παντοῦ ἀπό τρίχες. Ξαφνιάσθηκα καί ἔτρεμα ἀπό τόν φόβο μου, διότι δέν ἠμποροῦσα νά ἰδῶ ποτέ μία τέτοια ἀνθρώπινη μορφή. Δέν ἠμποροῦσα νά ξεχωρίσω ὅτι αὐτή ἡ μορφή μπροστά μου ἦταν ἄνθρωπος, παρά μόνο ἀπό τήν φωνή καί τά λόγια πού ἐξήρχοντο ἀπό τό στόμα του.

Βλέποντάς με νά τρέμω, μοῦ εἶπε: Μήν ἐκπλήττεσαι ἀπό τήν θεωρία τοῦ σώματός μου, διότι εἶναι θνητό, φθαρτό καί προέρχεται ἀπό τό χῶμα.

Κατόπιν μ᾿ἐρώτησε: Ἄρα γε κρατεῖ ὁ κόσμος τόν νόμο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί παλαιότερα;

-Ἐγώ τοῦ ἀπήντησα: Μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ σήμερα εἶναι καλλίτερα ὁ κόσμος ἀπό ὅ,τι ἦταν παλαιότερα.

-Καί πάλι μ᾿ἐρώτησε: Ὑπάρχει ἄραγε ἀκόμη ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων καί οἱ διωγμοί ἐναντίον τῶν χριστιανῶν;

-Τοῦ ἀπήντησα: Μέ τήν βοήθεια τῶν ἁγίων προσευχῶν, ἔπαυσαν οἱ διωγμοί καί δέν ὑπάρχει πλέον ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Γέροντας, ἐχάρηκε πάρα πολύ. Κατόπιν μ᾿ἐρώτησε καί πάλι:

-Ὑπάρχουν ἄραγε ἅγιοι στόν κόσμο γιά νά κάνουν θαύματα, καθώς εἶπε ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο, ὅτι «ἐάν ἔχετε πίστι σάν τόν κόκκο τοῦ σινάπεως, θά εἰπῆτε στό ὄρος νά μεταβῆ σέ ἄλλο τόπο ἤ νά πέση στήν θάλασσα, καί θά γίνεται τό θαῦμα τοῦτο»(πρβλ.Ματθ.17,20). Λέγοντας αὐτόν τόν λόγο ὁ ἅγιος, ξαφνικά τό διπλανό βουνό σηκώθηκε ἀπό τήν θέσι του καί μεταφέρθηκε 5000 πόδια πρός τήν θάλασσα. Βλέποντας ὁ ἅγιος Μᾶρκος τό βουνό νά περπατᾶ, ἐσήκωσε τό χέρι του καί τοῦ εἶπε: «Ἔε βουνό, τί κάνεις τώρα; Δέν σοῦ εἶπα νά σηκωθῆς, ἀλλά ἁπλῶς συνωμιλοῦσα μέ τόν ἀδελφό. Στάσου στήν θέσι σου!» Λέγοντας τά λόγια αὐτά ὁ ἅγιος, τό βουνό ἐπέστρεψε πάλι στήν θέσι του κι ἐγώ ἔπεσα ἀπό τόν θαυμασμό μου καί τόν φόβο μου κάτω στό ἔδαφος.

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος μ᾿ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί μέ σήκωσε. Μοῦ εἶπε: «Πιστεύω, ὅτι δέν εἶδες τέτοια θαύματα σάν αὐτά στήν ζωή σου, γι᾿ αὐτό καί ἐτρόμαξες», κι ἐγώ τοῦ εἶπα: «Ὄχι, πάτερ, δέν εἶδα». Τότε αὐτός στενάζοντας μέ πόνο, ἔκλαυσε καί μοῦ εἶπε: «Ταλαίπωρη γῆ, οἱ χριστιανοί πού κατοικοῦν σέ σένα μόνο κατά τό ὄνομα εἶναι χριστιανοί, ἐνῶ μέ τά ἔργα τους ἀπέχουν μακριά. Εὐλογημένος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μ᾿ ἔφερε σ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο γιά νά μή πεθάνω στήν πατρίδα μου καί νά μή ἐνταφιασθῶ σέ μολυσμένη καί γεμάτη ἀπό ἀμαρτίες γῆ».

Ἀφοῦ ἐπεράσαμε τήν ἡμέρα ἐκείνη μέ ψαλμωδίες ἀπό τούς ψαλμούς καί μέ πνευματικές συνομιλίες, κατόπιν μοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος: «Ἀδελφέ Σεραπίων, νά φᾶμε τώρα κάτι!» Καί ἀμέσως, ὑψώνοντας τά χέρια του στόν οὐρανό, ἄρχισε νά λέγη τόν ἑξῆς ψαλμό: «Ὁ Κύριος θά μέ φυλάξη καί δέν θά μοῦ στερήση τίποτε...». Μετά τό τέλος τοῦ ψαλμοῦ, ἐπιστρέφοντας στήν σπηλιά εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Ἄς μποῦμε τώρα μέσα νά καθήσουμε νά φᾶμε ἀπό τά φαγητά πού μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος». Ἐγώ ἐθαύμασα καί ἐξεπλάγην, διότι ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἶδα ἄλλον στήν σπηλιά, παρά μόνο τόν ὅσιο Μᾶρκο. Ἀφοῦ εἰσήλθαμε στήν σπηλιά, εἶδα ἕνα τραπέζι μέ δύο σκαμνιά, δύο φρέσκα ψωμιά πού ἔλαμπαν σάν τό χιόνι, φροῦτα, δύο φρέσκα ψάρια, καθαρά λαχανικά, ἐλιές, φοινίκια, ἁλάτι καί ἕνα μπουκάλι γεμάτι καθαρό νερό, γλυκύτερο ἀπό τό μέλι. Ἀφοῦ ἐκαθίσαμε, ὁ ἅγιος Μᾶρκος, εἶπε: «Εὐλόγησον, παιδί μου Σεραπίων!» Ἐγώ τοῦ εἶπα: «Συγχώρεσέ με, πάτερ!» Τότε ὁ ἅγιος εἶπε: «Κύριε, εὐλόγησον!» Καί εἶδα ἕνα χέρι ἁπλωμένο ἀπό τόν οὐρανό πλησίον τῆς τραπέζης, τό ὁποῖον εὐλογοῦσε τό τραπέζι μας καί ὅλα, ὅσα εἶχαν παρατεθῆ γιά τό γεῦμα μας.

Ἀφοῦ ἐφάγαμε, εἶπε: «Πάρε, ἀδελφέ, αὐτά ἀπό ἐδῶ! Καί ἀμέσως, σάν νά ἦλθε ἕνα ἀόρατο χέρι καί ἐσήκωσε τό τραπέζι μέ τά ἀποφάγια μας, ἐνῶ ἐγώ ἀποροῦσα γιά δύο πράγματα: Γιά τόν ἀόρατο ὑπηρέτη μας-διότι ἄγγελος τοῦ Κυρίου ὑπηρετοῦσε μ᾿ ἐντολή τοῦ Θεοῦ τόν ἐπίγειο ἄγγελο-,τόν ὅσιο Μᾶρκο, καί δεύτερον ἐθαύμαζα διότι πρώτη φορά σέ ὁλόκληρη τήν ζωή μου ἔφαγα τόσο γλυκά καί νόστιμα φαγητά καί ψωμί. Τότε ὁ ἅγιος Μᾶρκος μοῦ εἶπε: «Εἶδες, ἀδελφέ Σεραπίων, πόσα ἀγαθά ἔστειλε ὁ Θεός στούς δούλους του; Ὅλες τίς
ἡμέρες μοῦ στέλλει ὁ Κύριος ἕνα ψάρι καί ἕνα ψωμί, ἐνῶ σήμερα ἐδιπλασίασε τήν τράπεζα τῶν φαγητῶν μας, διότι ἤσουν καί ἐσύ μαζί μου. Μέ φαγητά σάν αὐτά μέ τρέφει ὁ Κύριος ἀπό τό ἀνέκφραστο ἔλεός του, παρά τήν μεγάλη μου ἐμπάθεια καί κακία. Ἐπί 30 χρόνια, ὅπως σοῦ εἶπα καί προηγουμένως, ζώντας σ᾿ αὐτό τόν τόπο, δέν εὕρισκα νά μασήσω οὔτε μία ρίζα καί ὑπέφερα ἀπό τήν πείνα καί τήν δίψα. Μετά ἀπό ἀνάγκη, ἔτρωγα χῶμα καί ἔπινα πικρό νερό ἀπό τήν θάλασσα, περπατοῦσα γυμνός καί ξυπόλυτος, ὥστε ἔπεσαν τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν μου ἀπό τήν παγωνιά, ἀπό τήν φοβερά θλίψι καί οἱ δαίμονες μέ τραβοῦσαν νά μέ ρίξουν ἀπό τά βράχια κάτω. Ἡ ἥλιος τούς καλοκαιρινούς μῆνες μοῦ ἔκαιγε τό σῶμα καί ἔπεφτα μέ τό πρόσωπο στήν γῆ σάν νεκρός. Ἐνῶ οἱ δαίμονες μέ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν σάν νά μέ εἶχε ἐγκαταλείψει πλήρως ὁ Θεός. Ἀλλά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινα γιά τήν θεία ἀγάπη Του.

Ἀφοῦ ἐπέρασαν τά 30 χρόνια πού πολεμοῦσα μέ τά πάθη μου, μ᾿ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐφύτρωσαν στό σῶμα μου πολλές καί χοντρές τρίχες καί ἔτσι σκεπάσθηκαν ὅλα τά  μέλη τοῦ σώματός μου. Ἀπό τότε οἱ δαίμονες δέν ἠμπόρεσαν πλέον νά μέ πλησιάσουν, ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα δέν μέ ἐβασάνιζαν πλέον, ἡ παγωνιά ὁ καύσωνας καί κάθε θλίψις δέν μέ ἐνωχλοῦσαν πλέον καί ἐκτός ἀπ᾿ὅλα αὐτά, δέν ἀρώστησα πλέον ποτέ μέχρι σήμερα. Ὅμως νά ξέρης ὅτι σήμερα τελειώνει τό νῆμα τῆς ζωῆς μου καί ὁ Θεός σ᾿ἔστειλε ἐδῶ νά ἐνταφιάσης τό ταπεινό μου σῶμα μέ τά ἅγια χέρια σου».

Μετά ἀπό μία ὥρα μοῦ εἶπε καί πάλιν ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Ἀδελφέ Σεραπίων, νά περάσης αὐτή τήν νύκτα χωρίς ὕπνο, διότι θά γίνη ὁ ἀποχωρισμός μας». Ὁπότε καί οἱ δύο σταθήκαμε στήν προσευχή ψάλλοντας καί ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Μετά ἀπ᾿ αὐτά ὁ ἅγιος μοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ Σεραπίων, μετά τήν κοίμησί μου, νά βάλης τό σῶμα μου στήν σπηλιά αὐτή, νά κτίσης τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς καί νά ἐπιστρέψης στόν τόπον σου καί νά μή μείνης ἐδῶ». Ἐγώ κατόπιν προσκυνώντας τόν Ὅσιο, ἄρχισα νά κλαίω καί νά τοῦ ζητῶ συγχώρησι. Τοῦ εἶπα: «Πάτερ, προσευχήσου στόν Θεό γιά νά μέ πάρη μαζί σου καί νά πάω, ὅπου θά πᾶς καί ἐσύ». Καί ὁ ἅγιος μοῦ ἀπήντησε: «Τήν σημερινή ἡμέρα τῆς χαρᾶς μου, μή κλαῖς, ἀλλά περισσότερο νά χαίρεσαι. Γιά σένα εἶναι πρέπον νά ἐπιστρέψης στόν τόπον σου, ἐνῶ ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος σέ ἔφερε ἐδῶ, εὔχομαι, νά σοῦ χαρίση τήν σωτηρία σου γιά τόν κόπο πού ἔκαμες νά ἔλθης σέ μένα. Νά γνωρίζης ἀκόμη ὅτι ἡ ἐπιστροφή σου δέν θά γίνη ἀπό τόν ἴδιο δρόμο ἀπό τόν ὁποῖον ἦλθες σέ μένα. Ἀλλά μ᾿ ἕνα ἀσυνήθιστο ταξίδι θά φθάσης στόν τόπον σου».

Μετά ὁ ὅσιος Μᾶρκος, ἀφοῦ ἐσιώπησε λίγο, συνέχισε νά λέγη: «Ἀδελφέ Σεραπίων, ἡ σημερινή ἡμέρα μοῦ εἶναι πολύ χαρούμενη περισσότερο ἀπ

᾿ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, διότι σήμερα ἀποχωρίζεται ἡ ψυχή μου ἀπό τό ἐμπαθές καί θνητό σῶμα μου καί πηγαίνει ν᾿ ἀναπαυθῆ στούς οὐρανίους τόπους. Σήμερα θ᾿ ἀναπαυθῆ τό σῶμα μου ἀπό τούς πολλούς πόνους καί τούς κόπους του. Σήμερα μέ ὑποδέχεται τό οὐράνιο φῶς τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεώς μου».

Λέγοντας αὐτά, ἡ σπηλιά ἐγέμισε ἀπό ἕνα λαμπρότατο φῶς, πού ἦταν δυνατώτερο κι ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου, ἐνῶ τό βουνό, ὅπου ἦταν ἡ σπηλιά, πληρώθηκε ἀπό μία γλυκυτάτη εὐωδία. Ὁ ὅσιος Μᾶρκος, μ᾿ἐπῆρε ἀπό τό χέρι καί ἄρχισε νά λέγη: «Μεῖνε, σπηλιά μου, ὅπου ἐπέρασα μ᾿ αὐτό τό σῶμα μου ὑπηρετώντας τόν Κύριο σ᾿ αὐτό τόν παροδικό αἰῶνα. Μέχρι τήν κοινή ἀνάστασι θά παραμείνη τό νεκρό σῶμα μου σέ σένα, πού βασανιζόταν ἀπό πόνους, κόπους καί ἄλλες ταλαιπωρίες. Καί τώρα, ἐσύ Κύριε, χώρισε τήν ψυχή μου ἀπό τό σῶμα μου, διότι γιά τήν ἀγάπη σου ὑπέμεινα τήν πεῖνα, τήν δίψα, τήν γυμνότητα, τήν παγωνιά καί τήν θλίψι κάθε ἡμέρας καί κάθε δυσκολία στήν ζωή μου. Ἐσύ ὁ Ἴδιος Δέσποτα, ἔνδυσέ με μέ δόξα κατά τήν φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Δευτέρας παρουσίας Σου. Ἐσεῖς, μάτια μου, τώρα ἀναπαυθῆτε, διότι δέν ἐχορτάσατε ὕπνο νύκτα καί ἡμέρα λόγῳ τῆς προσευχῆς μου πρός τόν Κύριο. Κι ἐσεῖς πόδια μου, ξεκουρασθῆτε τώρα ἀπό τήν ὀρθοστασία τῶν νυκτερινῶν ὡρῶν κατά τίς ὧρες τῶν προσευχῶν μου. Φεύγω ἀπ᾿ αὐτή τήν παροδική ζωή. Ἦλθε ἡ ὥρα μου.

Σέ ὅλους πού παραμένουν ἀκόμη σ᾿ αὐτήν τήν γῆ, τούς εὔχομαι νά εὕρουν τήν σωτηρία τους. Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ ἐρημῖτες, πού περιπλανᾶσθε μέσα στίς σπηλιές καί στά βουνά γιά τόν Θεό!  Εἶθε νά σωθῆτε, ἐσεῖς οἱ ἀσκητές, πού γιά τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὑπομένετε κάθε ταλαιπωρία. Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς πού ἐφαρμόζετε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, οἱ φυλακισμένοι, οἱ καταδιωκόμενοι γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχετε ἄλλη παρηγοριά ἐκτός ἀπό τήν καταφυγή σας στόν ἕνα καί Μοναδικό Θεό! Εἴθε νά σωθῆτε, ἐσεῖς τά μοναστήρια, πού ὑπηρετεῖτε τόν Θεό ἡμέρα καί νύκτα! Εἴθε νά σωθῆτε οἱ ἅγιες τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίες, πού προσφέρετε τήν κάθαρσι τῆς ψυχῆς στούς ἁμαρτωλούς! Εἴθε νά σωθῆτε ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς τοῦ Κυρίου μας, οἱ μεσολαβητές στόν Θεό γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων! Εἴθε νά σωθῆτε, ἐσεῖς τά παιδιά τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, πού ἐλάβατε τό ἅγιο Βάπτισμα! Εἴθε νά σωθῆτε, ὅσοι ἀγαπᾶτε τόν Χριστό, οἱ ὁποῖοι δέχεσθε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, σάν τόν Ἴδιο τόν Χριστό! Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ ἐλεήμονες, διότι εἶσθε ἄξιοι τοῦ θείου ἐλέους! Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ πλούσιοι κατά Χριστόν, ὁ Ὁποῖος θά σᾶς πλουτίση μέ ἀγαθά καί θεάρεστα ἔργα, διότι ἤσασταν πάντοτε οἱ εὐεργέτες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων! Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ πτωχοί κατά Χριστόν, οἱ πιστοί βασιλεῖς καί ἡγεμόνες, πού κρίνετε τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη καί μέ ἐλεήμονα καρδία! Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ ἐρημῖτες, οἱ ταπεινοί στήν καρδιά καί ὅσοι ἀγαπήσατε τούς σωματικούς κόπους γιά τόν Κύριο! Εἴθε νά σωθῆτε, ὅσοι ἀγαπήσατε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Καί σύ, γῆ, προσωρινή μας πατρίδα, καί ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν ἐπάνω σέ σένα, εἴθε νά σωθοῦν μέ τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!»

Ἀφοῦ εἶπε ὅλα αὐτά, ὁ ὅσιος Μᾶρκος, στράφηκε ἔπειτα σέ μένα, μέ ἀσπάσθηκε καί ἐσπρόσθεσε τά ἑξῆς: «Εἴθε νά σωθῆς κι ἐσύ, ἀδελφέ μου Σεραπίων! Ὁ Χριστός γιά τόν Ὁποῖον ὑπέφερες τόν κόπο αὐτόν μέ τήν ἐλπίδα νά φθάσης μέχρις ἐμένα, εἴθε νά σέ πληρώση  τήν ἡμέρα τῆς ἐσχάτης παρουσίας Του. Ἀδελφέ μου Σεραπίων σ᾿ ἐξορκίζω στό Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά μή πάρης κάτι ἀπό τό εὐτελές σῶμα μου, οὔτε ἀκόμη καί μία τρίχα τῆς κεφαλῆς μου, οὔτε καί νά πλησιάσης τό ἔνδυμά μου, πού εἶναι οἱ τρίχες τοῦ σώματός μου μέ τίς ὁποῖες μ᾿ ἐσκέπασε ὁ Κύριος. Ἔτσι ὅπως εἶμαι νά θάψης τό σῶμα μου καί νά μή περάσης πάλι ἀπ᾿ἐδῶ!»

Ἐνῶ ἔλεγε αὐτά τά λόγια ὁ ἅγιος, ἐγώ ἄρχισα νά κλαίω. Ξαφνικά ἀκούσθηκε μία φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Πάρετε τό ἐκλεκτό αὐτό σκεῦος τῆς ἐρήμου, πάρετε καί φέρετε σέ Μένα τόν τέλειο ἐργάτη τῆς δικαιοσύνης, τόν τέλειο χριστιανό, τόν πιστό μου μου δοῦλο! Ἔλα, Μάρκε, ἔλα καί ἀναπαύου στό φῶς τῆς χαρᾶς καί στήν αἰώνια ζωή τοῦ Πνεύματος!» Τότε ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς λόγια πρός ἐμένα: «Ἄς κλίνουμε τά γόνατα, Ἀδελφέ μου!» Ὅταν ἐγονατίσαμε, ἄκουσα μία ἀγγελική φωνή νά λέγη πρός τόν Ὅσιο Μᾶρκο: «Ἄνοιξε τά χέρια σου!» Ἀκούοντας αὐτή τήν φωνή, σηκώθηκα ἀμέσως καί στρέψας τήν ματιά μου πρός αὐτόν, εἶδα τήν ψυχή τοῦ ἁγίου Μάρκου νά ἀποχωρίζεται ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί νά σκεπάζεται ἀπό ἀγγελικά χέρια μέ ἕνα λευκό καί φωτεινό ἔνδυμα καί νά ἀνέρχεται στόν οὐρανό.

Κατόπιν εἶδα μερικές διαβολικές παρατάξεις νά στέκωνται κατά τήν πορεία τῆς ψυχῆς πρός τόν οὐρανό. Ἄκουσα μία ἀγγελική φωνή νά λέγη πρός τούς διαβόλους: «Φύγετε, παιδιά τοῦ σκότους, μακριά ἀπό τήν  μορφή τοῦ φωτός τῆς δικαιοσύνης!» Μετά ἀκούσθηκε μία ἄλλη φωνή νά λέγη: «Λάβετε καί φέρετε ἐδῶ αὐτόν ὁ ὁποῖος κατεντρόπιασε τούς δαίμονες!» Ἀφοῦ ἐπέρασε ἡ ψυχή τοῦ ὁσίου Μάρκου ἀπό τίς δαιμονικές παρατάξεις, χωρίς καθόλου νά ἐμποδισθῆ, καί ἐπλησίαζε στήν ἀνοικτή πύλη τοῦ οὐρανοῦ, εἶδα κάτι παρόμοιο μέ χέρι πού ἁπλώθηκε ἀπό τόν οὐρανό, λαμβάνοντας τήν ἀμόλυντη ψυχή τοῦ Ὁσίου. Κατόπιν ἔφυγε αὐτό τό ὄραμα ἀπό τά μάτια μου καί ἔκτοτε δέν εἶδα τίποτε ἄλλο.

Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἐφρόντισα καί τακτοποίησα τό πάντιμο σῶμα τοῦ ἁγίου καί ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα τήν ἐπέρασα στήν προσευχή. Ὅταν ἐξημέρωσε, ἔκαμα τήν καθιερωμένη προσευχή μου μαζί μέ ψαλμωδίες κατά τήν δύναμί μου μέ δάκρυα χαρᾶς καί ἀφοῦ  ἀσπάσθηκα τό σῶμα του τό ἔβαλα σ᾿ ἕνα μέρος τῆς σπηλιᾶς καί ἔκλεισα τό στόμιο της μέ πέτρες. Μετά ἀπό πολλή προσευχή, κατέβηκα ἀπό τό βουνό, παρακαλώντας τόν Θεό καί καλώντας τόν ἅγιο Μᾶρκο νά μέ βοηθήση γιά νά ἠμπορέσω νά ἔβγω  ἀπ᾿ αὐτή τήν φοβερή καί ἀπάτητη ἔρημο τοῦ δάσους.

Κατά τήν δύσι τοῦ ἡλίου, στάθηκα κάπου νά ἀναπαυθῶ. Τότε ἐμφανίσθηκαν μπροστά μου ἐκεῖνοι οἱ δύο ἡσυχαστές, πού μοῦ εἶχαν ἐμφανισθῆ στήν ἀρχή καί μοῦ εἶπαν: «Εἶναι ἀλήθεια, ἀδελφέ Σεραπίων, ὅτι ἔθαψες σήμερα τό σῶμα ἑνός μακαρίου πατρός, τοῦ ὁποίου δέν εἶναι ἄξιος οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Νά ταξιδεύης τήν νύκτα, διότι ὁ ἀέρας εἶναι δροσερός, ἐνῶ τήν ἡμέρα δέν ἠμπορεῖς, λόγῳ τοῦ καύσωνος». Ἐταξίδευσα μαζί μ᾿ αὐτούς μέχρι τό πρωΐ καί ὅταν ἄρχισε νά ξημερώνη, μοῦ εἶπαν: «Πάτερ Σεραπίων, πήγαινε μέ εἰρήνη στόν δρόμο σου καί προσευχήσου στόν Κύριο καί Θεό!» Πηγαίνοντας ὄχι πολύ μακριά ἀπ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσα τά μάτια μου ζητώντας τόν δρόμο μου καί εἶδα ὅτι εὑρισκόμουν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ πατρός Ἰωάννου, τοῦ μεγάλου ἡγουμένου. Θαυμάζοντας γι᾿ αὐτή τήν ἀόρατη ἄφιξί μου, ἐδόξασα τόν Θεό μέ μεγάλη φωνή.  Καί τότε ἦλθε στόν νοῦ μου ὁ λόγος τοῦ Ὁσίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε εἰπεῖ ὅτι στήν ἐπιστροφή μου δέν θά βαδίσω ἀπό τήν ἴδια ὁδό μέ τήν ὁποία ἦλθα κοντά του. Κατόπιν ἐδόξασα τό Ὄνομα τοῦ Παναγάθου καί Φιλανθρώπου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐλέησε καί μένα τόν ἀνάξιον μέ τίς εὐχές τοῦ πιστοῦ δούλου Του, ὁσίου Μάρκου.

Ἀκούοντας τήν φωνή μου, ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ἦλθε ἔξω νά μέ ὑποδεχθῆ καί εἶπε: «Ὁ ὅσιος Σεραπίων ἐπέστρεψε καί πάλι κοντά μας μέ εἰρήνη»! Κατόπιν διηγήθηκα στόν ἡγούμενο καί τούς μαθητάς του ὅλα ὅσα συνέβησαν καί ὅλοι ἐδόξασαν τόν Θεό, ἐνῶ ὁ ἡγούμενος εἶπε ἀκόμη τά ἑξῆς: «Ἀλήθεια, Ἀδελφέ, ἐκεῖνος ὁ Ὅσιος ἦταν ἕνας τέλειος χριστιανός, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα κατά τό ὄνομα ἀκόμη χριστιανοί καί μέ τά ἔργα μας ἀπέχουμε πολύ μακριά ἀπό τόν ἀληθινό Χριστιανισμό!»

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος συνηθισμένος νά κλέβη, ὡσάν νά ἦταν πολύ πτωχός. Καί πῶς λοιπόν ἦταν κλέπτης; Ἦταν στήν ζωή του καλός νοικοκύρης, εἶχε καλή γυναῖκα καί πιστή χριστιανή καί καλά παιδιά. Εἶχε ἐπίσης δύο βόδια, εἶχε πρόβατα, ἄλογα, γουρούνια, μοσχάρια, πουλερικά, χωράφια, λειβάδια, ἀμπέλια, ἀλλά μέσα του εἶχε ἀναπτυχθῆ, λόγῳ κακῆς ἀνατροφῆς ἀπό τούς γονεῖς του, ἡ μανία τῆς κλοπῆς. Δέν ὑπῆρχε χωριό πού νά μήν ἔκλεβε κάτι. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος συζητοῦσε πολλές φορές μέ τήν γυναῖκα του. Ἡ καλή καί πιστή γυναῖκα του τοῦ ἔλεγε:

-Ἄνθρωπέ μου, ἡ στάμνα δέν πάει μόνη της στό νερό. Εἶναι μεγάλη μας ἐντροπή, ὅταν σέ συλλαμβάνουν γιά κάτι πού ἔκλεψες. Ὅλοι σέ καταδικάζουν γιά τίς κλοπές σου, διότι ἔχεις στό σπίτι σου ὅλα, ὅσα σοῦ χρειάζονται. Γιατί λοιπόν, κλέβεις;

-Γυναῖκα, ἐγώ δέν μπορῶ νά κόψω αὐτή τήν συνήθεια. Μέχρι καί πρόβατα παίρνω ἀπό τόν τάδε χωρικό, ἀπό τόν τάδε ἄνθρωπο, ἀπό τόν τάδε ἰδοκτήτη!

Κἀποτε ἦταν Ἰούλιος μῆνας καί ὁ οὐρανός καθαρός καί τήν νύκτα πανσέληνος σάν ἡμέρα. Αὐτός εἶχε ἔλθει ἀπό τό χωράφι καί εἶδε ἐκεῖ τά δεμάτια τοῦ σιταριοῦ δεμένα καί ἕτοιμα γιά τήν μεταφορά τους στό ἁλώνι.

Τί σκέφθηκε τότε αὐτός; Τί καλά θά εἶναι νά πάω μέ τήν καρότσα μου νά τήν φορτώσω δεμάτια τοῦ σιταριοῦ γιά τήν οἰκογένειά μου! Ἦλθε λοιπόν στό σπίτι, ἑτοίμασε τήν καρότσα καί τά ἄλογα. Ἐπῆρε ἕνα χειρόβολο σανό γιά τά ἄλογα καί ἦταν ἕτοιμος νά ξεκινήση. Ἄρεσε στήν κορούλα του νά πηγαίνει μέ τόν μπαμπᾶ της ἐπάνω στήν καρότσα σέ διάφορες δουλειές τοῦ σπιτιοῦ τους. Ὁπότε τοῦ εἶπε:

-Πατερούλη, πάρε με καί μένα στή καρότσα.

-Θά σέ πάρω!

Ἀμέσως μετενόησε καί τῆς εἶπε:

-Μεῖνε καλλίτερα στό σπίτι μας.

-Ὄχι! Πάρε με μαζί σου. Καί ἄρχισε νά κλαίη ἡ κορούλα.

-Ναί, ἀλλά εἶναι μακρύς ὁ δρόμος!

Ἡ κορούλα ὅμως ἤθελε νά πάη μαζί του γιά νά ἀκούη τό ποδοβολητό τῶν ἀλόγων. Ἤθελε νά πηγαίνη μαζί μέ τόν πατέρα της καί μάλιστα ἐπάνω στήν καρότσα.

Ἀλλά αὐτό, τό νά ἔλθη κοντά καί ἡ κορούλα του, ἦταν ἔργο τῆς θείας Προνοίας, ὅπως θά ἰδοῦμε παρακάτω. Ἦλθε λοιπόν ὁ ἄνθρωπος αὐτός στό ξένο χωράφι γιά νά κλέψη, ὅσα δεμάτια μποροῦσε. Ὁ δρόμος πού ἐβάδιζε ἦταν χωμάτινος καί τά δεμάτια ἦταν κοντά σέ χωράφι πού ἦταν δίπλα στό δάσος.

Ὅταν ἔφθασε, ἐκράτησε μέ τά χαλινάρια τά ἄλογά του, κατέβασε σανό καί τούς ἔδωσε νά τρῶνε καί ἐκεῖνος ἔτρεξε νά ἁρπάξη τά δεμάτια τοῦ σιταριοῦ. Τό κοριτσάκι του ἔμεινε ἐπάνω στήν καρότσα. Ἦταν εἴπαμε πανσέληνος καί τήν νύκτα τά πάντα ἐφαίνοντο ἀπό μακριά. Μαθημένος ὁ κλέπτης ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, πρῶτα ἐκύτταζε δεξιά κι ἀριστερά, μπροστά καί πίσω. Ἐκύτταζε μήπως καί ἀντικρύση κανέναν νυκτερινόν φύλακα καί εἶχε τὀν φόβο μήπως τόν πιάσουν. Τότε σκεπτόταν: «Ἀκόμη κι ἄν εἶναι κάποιος καί κοιμᾶται, τό ἔργο μου θά τελειώση μέ τήν δύναμι τῆς νύκτας. Τήν ἴδια στιγμή ἡ κορούλα του ἐκύτταζε ἀπό μακριά ὅτι ὁ πατέρας της παρατηροῦσε δεξιά κι ἀριστερά πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις καί μέ τό ἄδολο μυαλό της ἀποροῦσε, γιατί ὁ πατέρας της νά κυττάζη πρός κάθε κατεύθυνσι;

Ἀφοῦ αὐτός ἐπιστοποίησε ὅτι δέν ὑπάρχει κανένας πού θά τόν ἔβλεπε, ἐπῆρε μερικά χειρόβολα σιταριοῦ καί ἐρχόταν πρός τήν καρότσα. Ἡ κορούλα του, μέσα ἀπό τήν ὁποία ὡμιλοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐρώτησε τόν πατέρα της:

-Πατερούλη, ἐκύτταζες γιά κάτι;

-Τί νά κυττάξω κορίτσι μου;

-Κάτι θά ἐκύτταζες. Παρατηροῦσες πρός ὅλα τά μέρη, ἀλλά ἐξέχασες νά κυττάξης καί πρός τόν οὐρανό!

-Πῶς εἶπες;

-Γιατί δέν ἐκύτταξες καί πρός τόν οὐρανό γιά νά βρῆς αὐτό πού ζητοῦσες;

Τό κοριτσάκι του δέν ἐρώτησε τόν μπᾶμπᾶ του γιά νά τόν ἐλέγξη, διότι ἐπίστευε ὅτι κάτι καλό θά γυρεύη. Ἀποροῦσε, διότι τόν ἔβλεπε νά ψάχνη κάτι κυττάζοντας δεξιά καί ἀριστερά καί δέν ἐκύτταξε καθόλου νά ζητήση αὐτό πού ἔψαχνε καί ἀπό τόν οὐρανό.

Τά λόγια τῆς κόρης του, ἐπλήγωσαν στήν καρδιά τόν πατέρα της.

Καί πάλι τήν ἐρώτησε νά καταλάβη τί σκεπτόταν ἡ κόρη του.

-Μπαμπᾶ μου, ἐγώ ἐπίστευα ὅτι πρέπει πρῶτα νά κυττάζης πρός τά ἄνω, πρός τόν Θεό μας.

Καί τόσο πολύ τόν ἐδίδαξαν τά λόγια τῆς κορούλας του, ὥστε ἐπέστρεψε τά δεμάτια πού εἶχε φέρει στήν καρότσα. Ἐπέστρεψε στά ἄλογά του, τά ἔζευξε καί πάλι, ἔβαλε τό κορίτσι ἐπάνω καί μέ ἄδεια τήν καρότσα ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Ὅταν ἔφθασε, ἡ γυναῖκα του ἐγνώριζε ὅτι ποτέ δέν ἐπέστρεφε μέ τήν καρότσα ἀδειανή. Εἴτε ἔκλεβε ὀπωρικά, εἴτε σιτάρι, εἴτε κάτι ἄλλο, ἐρχόταν πάντα φορτωμένος. Τόν εἶδε καί ἡ ὥρα πού ἐπέστρεψε ἦταν δύο-τρεῖς ὧρες πρίν νά ξημερώση.

-Ἔε, ἄνθρωπέ μου, τί ἔπαθες; Τί σοῦ συνέβη;

-Γυναῖκα, ὅσες ἡμέρες ἀκόμη ζήσω, δέν θά κλέψω πάλι.

-Τί σοῦ συνέβη; Καλά ἔπαθες. Σέ συνέλαβαν; Αὐτή ἐπίστευε ὅτι τόν συνέλαβαν.

-Σοῦ τό ἔλεγα ἐγώ. Τέτοιος νοικοκύρης καί νά κλέβης!

-Βρέ γυναῖκα, μή φωνάζης. Δέν μ᾿ ἔπιασε κανείς.

-Δέν πιστεύω. Σέ ἔπιασαν. Γιατί λοιπόν ἦλθες μέ τήν καρότσα ἀδειανή;

-Δέν θά κλέψω πάλι, ὅσο θά ζήσω!

-Ἀλλά πές μου τί ἔπαθες;

Αὐτός τῆς ἔδειξε μέ τό δάκτυλό του τό κοριτσάκι τους καί τῆς εἶπε:

-Ἐξ αἰτίας τοῦ κοριτσιοῦ δέν ἠμπόρεσα νά κλέψω.

-Τί σοῦ ἔκανε τό  μικρό μας;

-Ἐξ αἰτίας της δέν θά κλέψω πλέον στόν αἰῶνα. Ἐμίλησε τό Ἅγιο  Πνεῦμα ἀπό τό στόμα της σήμερα.

-Καί τί σοῦ εἶπε τό κορίτσι μας;

-Ἐγώ ἐπῆγα κατά τήν συνήθειά μου στά σπαρτά καί πρίν ἀρχίσω νά μεταφέρω τά χειρόβολα στήν καρότσα, ἐκύτταζα δεξιά κι ἀριστερά, ἐδῶ κι ἐκεῖ. Τό κορίτσι μας μέ εἶδε ἀπό τήν καρότσα καί ὅταν ἔφερα στήν καρότσα τά πρῶτα δεμάτια, μ᾿ ἐρώτησε: «Πατερούλη, ἐκύτταζες ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλά ἐξέχασες νά κυττάξης καί πρός τά ἐπάνω, πρός τόν οὐρανό».

Τότε σκέφθηκα ὅτι εἶμαι ἕνας τρελλός. Ὁ Θεός μοῦ ὁμιλεῖ μέ τό στόμα τοῦ κοριτσιοῦ μας ὅτι ἔπρεπε πρῶτα νά κυττάξω πρός τά ἐπάνω. Ἐάν ἐκύτταζα πρός τόν οὐρανό δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη νά κυττάζω δεξιά κι ἀριστερά ἤ μπροστά καί πίσω, διότι κανένας δέν ἠμπορεῖ νά κρυφθῆ ἀπό τό ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ.

Τά μάτια τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Σολομών, εἶναι ἑκατομμύρια φορές φωτεινότερα ἀπό τόν ἥλιο καί δέν ὑπάρχει τόπος, πού νά μή μπορεῖ νά φθάση καί νά ἐρευνήση ἡ παγγνωσία καί παντοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέγη καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ  μέχρι τόν χωρισμό τοῦ πνεύματος ἀπό τήν ψυχή καί ὄχι μόνο μέχρι τόν χωρισμό τοῦ σώματος ἀπό τήν ψυχή».

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα. Τό πνεῦμα εἶναι στήν μορφή ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ φωτός, τό ὁποῖον μπαίνει στήν καρδιά καί ἀπ᾿ αὐτό μόνον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους, διότι οἱ ἄγγελοι δέν δημιουργήθηκαν «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ», ἀλλά μόνον ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶσα εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐδῶ στήν γῆ: ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός, ὁ λόγος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ ἐνῶ τό ζῶν πνεῦμα εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνεζήτησε τόν ἄνθρωπο πού εἶχε φόβο Θεοῦ καί σκέφθηκε: «Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς δέν θά κλέψω πάλι στόν αἰῶνα. Ναί, τώρα θά πρέπει νά πάω νά τό ἐξομολογηθῶ καί νά δεχθῶ τόν κανόνα γιά ὅ,τι ἔκαμα στήν ζωή μου. Κι ἀκόμη, πρίν κάμω κάτι, θά πρέπει πρῶτα νά κυττάζω στόν οὐρανό, ὅπου ὑπάρχει τό ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό ὁποῖο κανείς δέν μπορεῖ νά ξεφύγη.

Καί πάλι σᾶς λέγω ὅτι ἡ ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Αὐτός εἶναι τό θεμέλιο γιά ὅλα τά καλά ἔργα. Ἡ σοφία ἔχει δύο κεφάλαια: τό πρῶτο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τό ἀνώτερο εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διότι ὅλα τά καλά ἔργα ἀρχίζουν ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τελειώνουν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι σύνδεσμος τελειότητος καί ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλα τά καλά ἔργα.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά φᾶς πολύ φαγητό, δέν σέ ἀφήνει νά καταλύσης τίς ἡμέρες τῆς νηστείας, δέν σέ ἀφήνει νά κάνεις κάποια ἁμαρτία τήν περίοδο τῆς νηστείας ἤ σέ κάποια μεγάλη ἑορτή. Ὁ θεῖος φόβος σοῦ ἐπιβάλλει νά ἔχης ἐγκράτεια, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι ἐπιβεβλημένο καί γιά τούς παντρεμμένους.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά κρίνης, δέν σέ ἀφήνει νά ἐκδικηθῆς τόν πλησίον σου, δέν σέ ἀφήνει νά περιφρονήσης κάποιον πτωχόν, χωρίς νά τόν βοηθήσης. Ὁ θεῖος φόβος σοῦ ὑπενθυμίζει τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως, τῆς γεέννης καί τῆς κολάσεως, τοῦ παραδείσου καί τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τῆς δόξης τῶν δικαίων. Δέν σέ ἀφήνει νά ὑπερηφανευθῆς καί νά προβάλλεσαι μπροστά στούς ἄλλους.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σέ ἀφήνει νά ζηλεύης τόν ἄλλον, νά τόν μισῆς ἤ νά ἔχης πεῖσμα ἤ ἀντιζηλία ἤ ἐκδικητική φλόγα καί νά θέλης νά τόν καταστρέψης. Δέν σέ ἀφήνει νά λέγης ἀστεῖα, νά γελᾶς ἤ νά εἰρωνεύεσαι τόν ἄλλον. Δέν σέ ἀφήνει νά ἀγαπᾶς τήν προβολή, νά ἔχης τήν ἐπιθυμία πῶς νά ἀρέσκεσαι στούς ἄλλους ἀνθρώπους, πῶς νά δοξάζεσαι, νά ὑποκρίνεσαι καί νά σκέπτεσαι πονηρά γιά τούς ἄλλους. Δέν σέ ἀφήνει ὁ θεῖος φόβος νά ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν σου, νά ζῆς μέ ἀναισθησία, ν᾿ ἁμαρτάνης μέ τά μάτια, μέ τήν ἀκοή, μέ τήν ὄσφρησι, μέ τήν γεῦσι μέ τήν ἁφή καί μέ τήν φαντασία. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σέ φυλάγει ἀπό τήν λησμονιά, ἀπό τήν ἄγνοια, ἀπό τήν τεμπελιά καί ἀπό κάθε ἔργο τοῦ σκότους.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σέ βοηθεῖ νά ἁγιάζεσαι κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα. Κι αὐτό δέν εἶναι ἔργο μόνο γιά τούς μοναχούς, ἀλλά παράλληλα ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται καί ἀνάμεσα στούς χριστιανούς τοῦ κόσμου. Ἐπίσης ὁ θεῖος φόβος κάνει τόν ἱερέα μέσα στό Ἱερό Βῆμα νά εἶναι, ὅπως τά τάγματα Σεραφείμ. Ὑπηρετεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί προσέχει νά μή σφάλη σέ κάτι στά ἅγια Μυστήρια, στήν Ἱερά Προσκομιδή καί νά μήν κρατῆ κάποιον ἀντίθετο λογισμό στήν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας.

Ὅταν ἔχης τόν φόβο τοῦ Θεοῦ βλέποντας ἕναν στενοχωρημένον ἄνθρωπο, τρέχεις νά τόν βοηθήσης, νά τοῦ πᾶς φαγητό, νά τοῦ δώσης μία συμβουλή. Πάντοτε ὁ θεῖος φόβος εἶναι ὁ καλός σύμβουλος. Γι᾿ αὐτό καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τιμοῦν καί δοξάζουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εἶναι αὐτός πού φοβᾶται τόν Θεό. Ἄκουσες τί λέγει ὁ ψαλμωδός Δαβίδ; «Μακάριος εἶναι ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος φοβᾶται τόν Θεό καί θέλη ν᾿ ἀκολουθῆ τίς ἐντολές Του».

 

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ;

Παλαιά ζοῦσε ἕνας μοναχός σ᾿ἕνα μοναστήρι καί ἀναρωτιόταν: «Πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια μέσα σέ μία ἡμέρα; Τόσο ὡραία εἶναι στόν παράδεισο καί τόση μεγάλη μακαριότης ὑπάρχει, ὥστε χίλια χρόνια φαίνονται σάν μία ἡμέρα!

Ὁ μοναχός αὐτός ἦταν στό διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία. Προσευχόταν στήν Κυρία Θεοτόκο πολλά χρόνια καί τῆς ἔλεγε: «Ὦ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, παρακάλεσε τόν Σωτῆρα μας Χριστό νά μοῦ δείξη πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια σάν μία ἡμέρα; Διότι γνωρίζω ὅτι ὁ λόγος αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀληθινός». Πράγματι προσευχήθηκε καί μετά ἀπό τρία χρόνια, ἰδού τί τοῦ ἔδειξε ὁ Θεός:

Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἦταν ἐκκλησιαστικός, μετά τήν νυκτερινή ἀκολουθία παρέμεινε μόνος του στήν ἐκκλησία γιά νά διαβάση τούς Χαιρετισμούς τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας τό εἶχε στό χέρι καί τόν σκοῦφο του τόν εἶχε ἀφήσει στό ἀναλόγιο.

Ξαφνικά μπῆκε μέσα στήν ἐκκλησία ἕνας ἀετός καί ἐκάθισε ἐπάνω στό εἰκονοστάσιο (τέμπλο) τοῦ ναοῦ. Ἦταν τόσο ὡραῖος πού δέν εἶχε ἰδῆ στήν ζωή του ἄλλον παρόμοιον. Εἶχε πολλούς χρωματισμούς καί ἐκύτταζε πρός τήν ἐκκλησία.

Ὁ μοναχός, ὅταν εἶδε τόν ὡραῖο αὐτόν ἀετό νά στέκεται ψηλά στό εἰκονοστάσιο, σταμάτησε τήν προσευχή του πλέον καί σκεφτόταν: «Θά πάω γρήγορα νά τόν πιάσω! Ἄν τόν πιάσω, δέν θά μοῦ χρειασθῆ πλέον ἄλλο μεγαλύτερο δῶρο στήν ζωή μου». Ἔτρεξε πρός τόν ἀετό, ἀλλά ἐκεῖνος ἐπέταξε ἀλλοῦ πρός τό μέσον τῆς ἐκκλησίας. Ὁ μοναχός τόν ἀκολούθησε. Ὅταν ἐδοκίμασε καί πάλι νά τόν πιάση ὁ ἀετός ἐπέταξε πρός τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. «Ἀλλοίμονο σέ μένα. Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!» Ὅταν ἅπλωνε τά χέρια του, ὁ ἀετός πετοῦσε ἀλλοῦ, ἀλλά πολύ χαμηλά. Βγῆκαν καί οἱ δύο ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ἀετός ἐπέταξε μακρύτερα πρός τούς κήπους τῆς μονῆς. Ὅταν ἐπλησίασε πρός τά ἐκεῖ ὁ μοναχός, ὁ ἀετός μπῆκε στό δάσος. Ὁ μοναχός ἔτρεξε πρός τά ἐκεῖ, λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!»

Ὅταν ἅπλωσε τά χέρια του πρός τό μέρος τοῦ ἀετοῦ, ἐκεῖνος ἐπέταξε σ᾿ ἕνα ξέφωτο. «Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης. Βοήθησέ με νά τόν πιάσω στά χέρια μου!» Ὅταν ἐπῆγε κοντά του ὁ μοναχός, ὁ ἀετός ἀνέβηκε ἐπάνω σ᾿ ἕνα κλαδί. Τότε ἄρχισε νά κλαίη ὁ μοναχός: «Κύριε, δέν ἤμουν ἄξιος νά τόν πιάσω, κι ἔφυγε». Τόν ἐκύτταζε καί ἔλεγε: «Κύριε, Κύριε, τί ὠραῖο πτηνό εἶναι αὐτό! Δέν εἶδα ποτέ μου τόσο ὡραῖο πτηνό!

Ξαφνικά ὁ ἀετός ἄρχισε νά ψάλλη τόσο μελωδικά πού δέν εἶχε ἀκούσει στήν ζωή του τέτοια μελωδία αὐτός ὁ μοναχός. Σκεπτόταν ὅτι θά ἦταν ἄγγελος μέ τήν μορφή ἀετοῦ. Ἔμεινε ἐκεῖ καί τόν ἄκουγε, ἐνῶ ὁ ἀετός  ἔψαλλε ἐπί 355 χρόνια. Ὁ μοναχός στό διάστημα αὐτό ἐνόμισε ὅτι ἐπέρασε μία ὥρα, διότι δέν εἶχε γεράσει, οὔτε εἶχε κουρασθῆ, οὔτε πεινοῦσε, οὔτε διψοῦσε καί κανείς δέν τοῦ ἔδινε προσοχή.

Μετά, ἀφοῦ ἐπέταξε ὁ ἀετός, ὁ μοναχός ὄντας μέ τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας στό χέρι, σκεπτόταν: «Ἀλλοίμονο σέ μένα, διότι δέν ἐπῆρα τόν σκοῦφο μου καί ἡ ἐκκλησία παρέμεινε ἀνοικτή. Πάω τώρα νά τήν κλειδώσω.

Ἦλθε στό μοναστήρι κρατώντας στό χέρι τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἐγνώριζε τό μονστήρι του. Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκεπασμένη μέ διαφορετικά ὑλικά, τά κελλιά ἦταν ἀλλοιώτικα. Κουβέντιαζε τώρα μέ τόν ἑαυτό του κι ἔλεγε: «Κύριε, ἤ ἐγώ ἔχασα τά μυαλά μου ἤ τό μοναστήρι αὐτό δέν εἶναι δικό μας».

Γνωρίζοντας ὅτι εἶχε σταθῆ ν᾿ ἀκούη τήν μελωδία τοῦ ἀετοῦ μόλις μία ὥρα καί κάτι, ἐπῆγε στόν θυρωρό (πορτάρη) τῆς μονῆς. Εἶδε ὅτι ὁ πορτάρης ἦταν ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, πού τό πρόσωπό του ἔλαμπε. Τοῦ εἶπε:

-Εὐλόγησον, πάτερ! Ποιός δρόμος σ᾿ἔφερε ἀπ᾿ ἐδῶ;

-Πάτερ, πηγαίνω νά κλείσω τήν ἐκκλησία.

-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ; Τόν ἐρώτησε ὁ πορτάρης.

-Ἀπ᾿ ἐδῶ ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.

-Καί ποῦ ἤσουν;

-Μέχρι ἐδῶ κοντά ἤμουν.

-Πάτερ, δέν εἶσαι ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.

-Δέν μέ γνωρίζεις, ἀδελφέ μου; Ἐγώ εἶμαι ὁ τάδε μοναχός. Εἶμαι ἐκκλησιαστικός καί πηγαίνω τώρα νά κλείσω τήν ἐκκλησία!

-Στάσου, πάτερ. Δέν σέ καταλαβαίνω. Πηγαίνω νά εἰδοποιήσω τόν ἡγούμενο.

Ἀλλά ἐκείνη τήν βραδυά ὁ ἡγούμενος εἶδε μία ἀποκάλυψι καί ἄκουσε μία φωνή τρεῖς φορές, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἀνοῖξτε τίς πῦλες τῆς μονῆς γιά νά μπῆ τό περιστέρι τοῦ Κυρίου!»

-Πάτερ, ἦλθε ἕνας γέροντας μοναχός, φωτεινός στό πρόσωπο καί μοῦ ἔλεγε ὅτι θέλει νά κλειδώση τήν ἐκκλησία, διότι εἶναι ἐκκλησιαστικός.

-Ἄνοιξέ του τήν πόρτα παιδί μου, μεγάλο μυστήριο εἶναι αὐτό σήμερα! Ἐλᾶτε μαζί μέ μένα.

Ὅταν ἔφθασε στόν ἡγούμενο, τόν ἐρώτησε:

-Πάτερ, μέ γνωρίζεις ἐμένα;

-Ὄχι, Γέροντα.

-Τό μοναστήρι αὐτό τό γνωρίζεις;

-Ὄχι δέν τό γνωρίζω πλέον. Τήν ἐκκλησία τήν γνωρίζω, ἀλλά δέν εἶναι ὅπως ἦταν παλαιότερα. Ἔχει ἄλλη στέγη.

-Ἀπό ποῦ καί πότε ἀνεχώρησες, πάτερ;

Ὁ ἡγούμενος ἔδωσε ἐντολή νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ καί συγκεντρώθηκε στήν ἐκκλησία ὅλη ἡ συνοδία τῶν πατέρων ἀποτελουμένη ἀπό 300 μοναχούς. Κατόπιν ἔφερε αὐτόν τόν μοναχόν στό μέσον, μπροστά ἀπό τό εἰκονοστάσιο, γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι οἱ μοναχοί καί τόν ἐρώτησε:

-Πάτερ, γνωρίζεις κάποιον ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς μοναχούς;

-Ὁ Θεός εἶναι ζωντανός, δέν γνωρίζω οὔτε ἕναν, τοῦ ἀπήντησε ὁ παράξενος μοναχός.

-Ἐσεῖς τόν γνωρίζετε αὐτόν τόν μοναχό;  Τούς ἐρώτησε ὁ ἡγούμενος.

-Οὔτε ἐμεῖς τόν γνωρίζουμε, τοῦ ἀπήντησαν.

-Πάτερ, έάν λέγης ὅτι ἀνεχώρησες ἀπ᾿ἐδῶ πρίν μία ὥρα, ποιός ἦταν ἡγούμενος;

-Ὁ ἀββᾶς Ἱλαρίων.

-Ποιός ἦταν ἐκκλησιαστικός.

-Ὁ ἀββᾶς Ἀμβρόσιος.

-Ποιός ἦταν οἰκονόμος.

-Ὁ ἀββᾶς  Κυριακός.

-Ποιός ἦταν Βηματάρης;

-Ὁ ἀββᾶς Γερόντιος .

Τότε τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος:

-Μεγάλο μυστήριο ἀποκαλύφθηκε σ᾿ ἐμᾶς σήμερα. Νά ἔλθη ἀμέσως ἐδῶ ὁ ἀρχειοφύλακας τοῦ μοναστηριοῦ. Τοῦ εἶπε: «Πήγαινε καί φέρε ἐδῶ τά ἀρχεῖα τῆς μονῆς πρίν ἀπό μερικές ἐκατοντάδες χρόνια καί ζήτησε τά στοιχεῖα πού μᾶς λέγει αὐτός ὁ μοναχός.

Ἐζήτησε ὁ μοναχός αὐτός τά ἀρχεῖα καί τά στοιχεῖα πού ζητοῦσαν πρίν ἀπό 50 χρόνια. Τά ἀνεζήτησαν πρίν ἀπό 200 χρόνια, πρίν ἀπό 300 χρόνια καί δέν τά εὑρῆκαν. Τά ἀνεζήτησαν στά 355 χρόνια καί εὑρέθηκαν μπροστά σέ ἐκπλήξεις.

-Πάτερ, πότε ἀνεχώρησες ἀπό τήν μονή;

-Πρέπει νά ἦταν πρίν μιάμισυ ὥρα.

-Πάτερ, ποιό ἦταν τό θέμα γιά τό ὁποῖο προσευχόσουν στόν Θεό;

-Ἐγώ προσευχόμουν πολύ καιρό καί ἐδιάβαζα καί προσευχές στήν Κυρία Θεοτόκο γιά νά μοῦ δείξη ὁ Σωτήρ αὐτό πού εἶναι γραμμένο στόν ψαλμό ὅτι χίλια ἔτη ἐνώπιόν σου, Κύριε, ὁμοιάζουν σάν μία ἡμέρα πού ἐπέρασε χθές τό βράδυ!

-Πάτερ, ἰδού ὅτι ὁ Πανάγιος καί Πανάγαθος Θεός  σοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς σου. Δέν ἤθελες νά πιστεύσης ἤ μᾶλλον ἐπίστευσες, ἀφοῦ πρῶτα ἔζησες αὐτό τό μέγα μυστήριο. Ἰδού ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού βγῆκες ἔξω ἀπό τό μοναστήρι, ἐπέρασαν 355 χρόνια!

Ὁ Γέροντας ἄρχισε νά κλαίη. Ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε:

-Βλέπεις, πάτερ, τί μεγάλο μυστήριο σοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, ἐπειδή προσευχήθηκες σ᾿ Αὐτόν μέ πίστι;  Ἐάν ἐπέρασαν 355 χρόνια μέσα σέ μία ὥρα, τώρα πιστεύεις ὅτι χίλια χρόνια εἶναι σάν μία ἡμέρα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

-Πιστεύω, πάτερ!

 Τότε ὁ ἡγούμενος διέταξε ἕνα ἱερέα νά ἐνδυθῆ γρήγορα τά ἱερά ἄμφιά του καί τοῦ ἔφερε νά κοινωνήση τά Πανάχραντα Δῶρα μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν μοναχῶν.

Ὁ Γέροντας κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μετά εἶπε:

-Πατέρες, συγχωρέστε με, διότι μεγάλο θάμβος ἔχει καταπλήξει τήν ψυχή μου. Τό φῶς τοῦ προσώπου του ἦταν ὅπως τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ἀφοῦ ἐζήτησε ἀπ᾿ ὅλους συγχώρησι, ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο μέσα στήν ἐκκλησία.

Καί μετέβη σίγουρα στόν παράδεισο, στίς αἰώνιες ὀμορφιές, τίς ὁποῖες κανείς δέν εἶδε, οὔτε ἠμπορεῖ νά τίς περιγράψει, διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτά τά ὁποῖα δέν εἶδε μάτι ἀνθρώπου, οὔτε αὐτί τά ἄκουσε καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέν μπῆκαν. Αὐτά τά ἑτοίμασε ὁ Θεός σ᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν». Εἴθε νά ἀξιώση ὁ Θεός κι ἐμᾶς ν᾿ἀπολαύσουμε αὐτές τίς οὐράνιες ὡραιότητες μέ τίς προσευχές τῆς Παναχράντου Μητρός Του καί ὅλων τῶν ἁγίων Του. Ἀμήν.

 

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πιστεύω στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, σέ ὅλους τούς ἁγίους, στόν φύλακα ἄγγελό μου, πού εἶναι καί φύλακας τῆς ζωῆς μου καί στήν ὁσιότητά σας, τίμιε πάτερ, καί ἐπιθυμῶ νά εἰπῶ ὅλα τά ἁμαρτήματά μου ἀπό τήν τελευταία ἐξομολόγησί μου μέχρι σήμερα:

Κάνω τό κακό καί δέν κάνω μέ εὐλάβεια τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στό στῆθος μου, στενοχωρώντας ἔτσι τόν Χριστό.

Δέν κάνω τόν σταυρόν μου τό βράδυ, ὅταν ξαπλώνω, οὔτε τό πρωΐ, ὅταν ξηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι, ὅταν κάθομαι στό τραπέζι γιά τό φαγητό, ὅταν τελειώνω τό φαγητό μου, ὅταν ξεκινῶ γιά τό σχολεῖο μου καί ὅταν περνῶ ἔξω ἀπό μία ἐκκλησία.

Δέν ξέρω ἀπό στήθους τήν προσευχή τό «Πάτερ ἡμῶν..», τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό «Πιστεύω...», οὔτε ἄλλες προσευχές γιά μικρά παιδιά.

Δέν λέγω τό «Πάτερ ἡμῶν...», ἤ ἄλλες προσευχές ὅταν πρόκειται νά ξαπλώσω, οὔτε, ὅταν σηκώνομαι, οὔτε καί ὅταν κάθομαι γιά φαγητό.

Δέν κάνω προσκυνητές ἤ μεγάλες μετάνοιες τό βράδυ καί τό πρωΐ, ὅπως μέ διδάσκει ἡ μητέρα μου καί ὁ παπᾶς τῆς ἐκκλησίας μας.

Δέν διαβάζω προσευχές ἀπό τό βιβλίο τῶν προσευχῶν γιά τήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Κυρία Θεοτόκο καί γιά ὅλους τούς Ἁγίους.

Δέν φορῶ πάντοτε στόν λαιμό μου τόν σταυρό μου, οὔτε, ὅταν πηγαίνω στό σχολεῖο καί στήν ἐκκλησία, οὔτε, ὅταν πηγαίνω νά κοιμηθῶ στό κρεββάτι μου.

Δέν γνωρίζω ἀπέξω τίς προσευχές, ὅπως τό «Βασιλεῦ Οὐράνιε, τό «Ἅγιος ὁ Θεός....» ,τόν 50ον Ψαλμό, τό «Ἅξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς...», οὔτε τίς προσευχές πρό καί μετά τό φαγητό.

Ἔφαγα χωρίς νά κάνω προσευχή, οὔτε νά εὐχαριστήσω τόν Θεό, μετά τό φαγητό μου.

Δέν ὑπακούω ἐνίοτε τούς γονεῖς μου, ἰδιαίτερα τήν μητέρα μου καί κάνω συνήθως τό θέλημά μου.

Δέν ἀκούω τίς γιαγιάδες μου, τόν νουνό μου, τόν ἱερέα καί τούς δασκάλους τοῦ σχολείου μου.

Ἔκλεψα χρήματα ἀπό τό σπίτι, ἀπό τίς τσέπες τῶν ρούχων τῶν γονιῶν μου, ἀπό τούς παπποῦδες καί ἀπό τά ἄλλα ἀδέλφια μου.

Δέν εἶπα στούς γονεῖς μου ὅτι ἔκλεψα χρήματα ἤ ἄλλα πράγματα, οὔτε τούς τά παρέδωσα, οὔτε τί ἔκαμα καί τί ἀγόρασα μέ τά χρήματα πού ἔκλεψα ἤ τί ἔκαμα τά κλεμμένα ἀντικείμενα.

Ἔτρωγα γλυκά στά κρυφά τίς ἡμέρες τῆς νηστείας Τετάρτη καί Παρασκευή, χωρίς τήν ἄδεια τῶν γονέων μου.

Ἐλύπησα τήν μαμά καί τόν μπαμπᾶ μου κι ἐκεῖνοι μ᾿ ἐκτύπησαν, ἐνῶ ἐγώ δέν ἐζήτησα συγχώρησι, οὔτε τούς ὑποσχέθηκα ὅτι θά τούς ἀκούω.

Τσακώθηκα καί κτυπήθηκα μέ τά ἄλλα ἀδέλφια μου, μέ τούς συμμαθητές μου καί μέ παιδιά τοῦ παγνιδιοῦ μας, τά ὁποῖα τά κατέκρινα, τά ἀγρίεψα καί τά κτύπησα μέ γροθιά, μέ τά πόδια μου, μέ πέτρες ἤ μέ τό ξύλο καί δέν ζήτησα συγχώρησι ἀπ᾿ αὐτά.

Δέν ἀσπάσθηκα τό χέρι τῆς μητέρας μου, τοῦ πατέρα μου καί τῶν παππούδων μου τό βράδυ, τό πρωΐ καί ὅταν ἔφευγα γιά τό σχολεῖο καί ὅταν ἐπήγαινα στήν ἐκκλησία νά κοινωνήσω. Μάλιστα δέν τούς ἐζήτησα συγγνώμη πού τούς ἔχω τόσο πολύ στενοχωρήσει.

Δέν εὐχαριστῶ καθημερινά τόν Θεό καί τούς γονεῖς μου πού μοῦ ἔδωσαν τήν ζωή, πού φροντίζουν γιά μένα, πού μοῦ δίνουν  φαγητό, πού μέ περιποιοῦνται, πού μέ στέλλουν στό σχολεῖο γιά νά μαθαίνω γιά τήν ἁγία πίστι μας καί γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Κυριακές καί ἑορτές σηκώνομαι πολύ ἀργά, δέν προσεύχομαι στόν Θεό, δέν κάνω οὔτε λίγες μετάνοιες, δέν πηγαίνω μαζί μέ τούς γονεῖς μου στήν θεία Λειτουργία, ἀλλά τρώγω ὅ,τι θέλω τό πρωΐ, κυττάζω τηλεόρασι καί κατόπιν πηγαίνω νά παίξω μέ ἄλλα παιδιά.

Ἐνίοτε πηγαίνω νά κοιμηθῶ χωρίς καθόλου νά προσκυνήσω τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας, χωρίς νά προσευχηθῶ, ἀλλά τά ἴδια κάνω καί μετά τόν ὕπνο.

Ὅταν πηγαίνω μέ τούς γονεῖς μου στήν ἐκκλησία, δέν ἔχω ὑπομονή νά μείνω μέσα στίς ἱερές ἀκολουθίες, οὔτε προσέχω τίς εὐχές, ἀλλά ἐξέρχομαι ἔξω γιά παιγνίδι μέ ἄλλα παιδιά.

Πηγαίνω στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ πρῶτα φάω φαγητό καί μετά παίρνω τό ἀντίδωρο, ξεχνώντας ὅτι αὐτό εἶναι ἁμαρτία καί ἔτσι στενοχωρῶ τόν Χριστόν μας. Στίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, μοῦ δίνει ἡ μητέρα μου νηστήσιμα φαγητά κι ἐγώ στό σχολεῖο τρώγω στά κρυφά ἀρτύσμα γλυκά, σοκολάτες, παγωτά, αὐγά, κρέας, τυρόπιττες, χωρίς νά τά λέγω ὅλα αὐτά στόν ἱερέα καί στούς γονεῖς μου.

Ἐξομολογοῦμαι στόν ἱερέα μόνο, ὅταν μέ ὑποχρεώνει ἡ μητέρα μου καί πηγαίνω νά κοινωνήσω τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, χωρίς προσευχή καί νηνστεία.

Μετά τήν θεία Κοινωνία κτυπήθηκα μέ παιδιά τῆς παρέας μου, τά ἔριξα κάτω, τούς ὡμίλησα ἄσχημα, ξεχνώντας ὅτι μέ βλέπει ὁ Θεός καί ὅτι κατεπάτησα τίς ἐντολές τοῦ ἱερέως καί τῶν γονέων μου.

Δέν βοηθῶ τούς γονεῖς μου στίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, στό χωράφι καί τούς πικραίνω μέ τίς ἀπαιτήσεις καί τήν σκληροκαρδία μου. Μέ καλοῦν νά πάω κοντά τους κι ἐγώ τρέχω νά εὕρω τούς φίλους καί τά παιγνίδια μας.

Πάω στό σχολεῖο, ἤ στούς φίλους, στό χωριό ἤ στήν πόλι, χωρίς νά πάρω ἄδεια ἀπό τούς γονεῖς μου, οὔτε νά τούς εἰπῶ τήν ἀλήθεια ποῦ ἤμουν καί τί ἔκαμα.

Φεύγω στά κρυφά ἀπό τό σχολεῖο, περιφρονώντας τά μαθήματά μου καί τά γραπτά μου χωρίς νά λέγω στούς γονεῖς μου κάθε τι πού κάνω ἀπό φόβο ἤ καί ἀπό ἀδιαφορία.

Μαθαίνω κακά πράγματα ἀπό τήν τηλεόρασι, φτιάχνω αἰσθηματικά σκίτσα, βλέπω ἄσχημες ταινίες καί μένω τίς νύκτες μέχρι ἀργά στήν  τηλεόρασι, χωρίς τήν ἄδεια τῶν γονέων μου καί μετά πηγαίνω νά ξαπλώσω, χωρίς προσευχή.

Διαπληκτίζομαι μέ ἀγόρια καί κορίτσια, ὁμιλῶ πολύ, λέγω ψέμματα καί προτρέπω καί τ᾿ ἄλλα τά παιδιά νά κάνουν τό κακό.

Εἶδα τόν πατέρα μου νά εἶναι μεθυσμένος, νά καπνίζη, νά μαλώνη καί νά καταδικάζη τήν μαμά μου καί προσπάθησα νά κάνω κι ἐγώ ὅ,τι κάνουν  κι αὐτοί.

Ἄρχισα νά καπνίζω στά κρυφά, νά κλέβω, νά κρίνω τούς ἄλλους νά ἀπουσιάζω ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἐπίσης λέγω ψέμματα, λέγω ἄσχημα καί χυδαῖα λόγια καί δέν ὑπακούω τούς γονεῖς καί διδασκάλους μου.

Ἐδημιούργησα φιλίες μέ ἄλλα κακά ἀγόρια καί κορίτσια, τά ὁποῖα μ᾿ ἐδίδαξαν νά φεύγω στά κρυφά ἀπό τό σπίτι, νά κάνω ἄσχημα πράγματα καί νά μήν ἀκούω πλέον κανέναν.

Δέν τιμῶ ὅπως πρέπει τούς γονεῖς μου, τούς ἱερεῖς, τούς διδασκάλους μου, τούς συγγενεῖς μου καί τούς ἀναδόχους μου, οὔτε τούς ἀσπάζομαι τό χέρι.

Αὐτά καί ἄλλα περισσότερα ἁμαρτήματα ἔκαμα καί παρακαλῶ, πάτερ, νά μέ συγχωρήσετε, νά μέ λύσετε μέ τήν εὐχή τῆς συγχωρήσεως καί προσευχηθῆτε στόν Θεό γιά μένα τόν ἁμαρτωλό καί ὑπόσχομαι μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά μή κάνω πάλι αὐτά τά ἁμαρτήματα, νά ἐκτελέσω τόν κανόνα πού θά μοῦ βάλετε καί νά κάνω πάλι μία καλή καί καινούργια ἀρχή.

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Πανάγιε Θεέ μου, ἐσύ πού εἶσαι ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς σοφίας καί τῆς ἀγαθότητος, ὁ Δημιουργός ὅλων τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων, ἄκουσε τήν προσευχή μας ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρός Ἐσένα μέ πολλή ταπείνωσι. Ἐνδυνάμωσε, Ἀγαθέ, τούς πολιτικούς καί ἐκκληστιαστικούς μας ἡγέτες. Βοήθησέ τους νά σκέπτωνται τά καλά καί ὠφέλιμα πράγματα τόσο γιά τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν Χώρα μας. Προστάτευσέ μας ἀπό τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς γιά νά ἠμποροῦμε νά ὁδηγούμεθα στήν ὁδό τῆς σωτηρίας μας μέ εἰρήνη καί μέ ἀγάπη.

Καί σ᾿ ἐμᾶς τά παιδιά, φώτισε τόν νοῦ μας γιά νά κατανοοῦμε τίς διδασκαλίες σου, νά φυλάττουμε τίς ἐντολές σου καί νά κάνουμε τό θέλημά Σου τό ἅγιο. Διότι μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά ὠφελήσουμε τούς ἑαυτούς μας, τούς γονεῖς, τούς ἀδελφούς μας, τίς ἀδελφές μας καί τόν λαόν μας, ὅπου μαζί τους κι ἐμεῖς ζοῦμε. Βοήθησέ μας νά δίνουμε χαρά καί εὐχαρίστησι στούς διδασκάλους μας καί στούς εὐεργέτες μας καί νά ἐκπληρώνουμε ὅλες τίς ὑποχρεώσεις μας πρός τήν Χώρα μας, πρός τό σχολεῖο μας, πρός τήν οἰκογένειά μας καί πρός τόν κάθε πλησίον μας. Δέξου, Χριστέ μας, τήν προσευχή μας αὐτή πού τήν κάνουμε γονατιστοί μπροστά Σου σάν ἕνα εὐωδιαστό θυμίαμα ἐνώπιόν Σου.

Στεῖλε τήν πλούσια χάρι Σου ἐπάνω μας καί ἀξίωσέ μας νά περνοῦμε μέ εὐταξία καί προσοχή τήν περίοδο τῶν σχολικῶν  μας μαθημάτων. Δίδαξέ μας νά μαθαίνουμε καί νά ἐργαζώμεθα μέ σοφία σέ κάθε προσπάθεια τῆς ζωῆς μας καί νά δοξάζεται ἔτσι τό Πανάγιο Ὄνομά Σου στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ

Κύριε καί Θεέ μας, Ἐσύ, πού εὐλογεῖς καί ἀναπτύσονται τά λουλούδια, τά χορτάρια καί κάθε τί τό ἐπίγειο μέ τήν θερμότητα τοῦ ἡλίου Σου καί τήν ἀνθρώπινη ψυχή μέ τήν φλόγα τῆς ἀγάπης Σου. Ἐσύ, πού ἐδημιούργησες τά πάντα ἀπό καλωσύνη, ὅσα εἶναι στόν οὐρανό καί ὅσα εἶναι στήν γῆ καί τά διατηρεῖς ὅλα μέ τήν ἀγάπη σου καί τό ἔλεός Σου, χορήγησε τήν πολλήν Σου εὐσπλαγχνία Κύριε, καί στήν ἀδύνατη καί ταπεινή ψυχή μου, ἡ ὁποία σέ προσκυνεῖ, τήν ἀγαθότητα καί τήν θεία Χάρι Σου, τήν ἀγάπη καί τό ἔλεός Σου πρός τούς γονεῖς μου, πρός τούς παπποῦδες μου καί πρός ὅλους, ὅσοι κοπιάζουν γιά μένα καί μέ βοήθησαν ἐνίοτε μέ τήν συμβουλή τους καί τήν καλωσύνη τους.

Κάνε, Κύριε, ν᾿ ἀνατέλλη ἀπό τήν ψυχή μου σάν ἕνας λαμπρός ἥλιος ἡ ἀγάπη μου γι᾿ αὐτούς, ὥστε ὅλοι τούς νά αἰσθάνωνται τήν ἀφθονοπάροχη παρηγοριά σου καί τήν  βοήθειά σου πού πηγάζει ἀπό Σένα καί ξεχύνεται ἐπάνω τους μέ τήν εἰλικρινῆ μου ἀγάπη καί προσευχή.

Σοῦ ὁμιλῶ, Πατέρα μου, ἀπό τήν παιδική μου καρδιά καί γνωρίζω ὅτι Ἐσύ ξέρεις πολύ καλά τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας καί ὅτι δέν θά φύγης ἀπό τήν καρδιά μου, πού εἶναι τόσο ὑποχρεωμένη γι᾿ αὐτούς πού τώρα σέ παρακαλῶ. Χάρισέ μου, Κύριε, σοφία γιά νά μή ξεχνῶ τίποτε, οὔτε στίς στενοχώριες τῆς ζωῆς, οὔτε στίς δοκιμασίες, οὔτε στίς χαρές τήν θεία διδασκαλία σου, ὅτι οἱ εὐλογίες τῶν γονέων στηρίζουν τά θεμέλια τῶν οἴκων τῶν παιδιῶν τους καί ὅτι τό στεφάνι τῶν γερόντων εἶναι τά παιδιά καί ἐγγόνια τους καί δόξα τῶν παιδιῶν τους εἶναι οἱ γονεῖς τους.

Γι᾿ αὐτό σέ παρακαλῶ, Κύριε, ἔνδοξε βασιλεῦ καί πανάγαθε πάτερ, ἐνίσχυσέ με νά προκόψω ἐνώπιόν τους μέ θεμέλιο Ἐσένα καί ἔχοντας ἐντροπή ἐνώπιον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, διότι μέ τήν καθαρότητα ἀπό κάθε κακία, μέ τήν ἐκπλήρωσι τοῦ κάθε ἀγαθοῦ, μέ τήν φυγή ἀπό κάθε ἀμαρτία καί μέ τήν δίψα γιά κάθε ἀρετή ἡ ζωή μου θά εἶναι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου καί τῶν συγγενῶν μου. Διότι Ἐσύ, Κύριε, εἶσαι πού κάποτε εἶπες: «Ἀφῆστε τά παιδιά νά ἔλθουν σέ Μένα, διότι γι᾿ αὐτά εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Καί ἔβαλες τά ἄχραντά Χέρια Σου ἐπάνω στά κεφάλια τους καί τά εὐλόγησες. Ἐσύ ὁ ἴδιος, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, στεῖλε ἀπό τόν οὐρανό τήν πλούσια εὐλογία Σου γιά μένα τόν δοῦλον σου καί βοήθησέ με νά δίνω χαρά στούς γονεῖς μου καί νά περπατῶ στά δικά σου τά ἅγια μονοπάτια, ἐπιτελώντας πάντοτε ὅ,τι εἶναι καλό καί εὐάρεστο σέ Σένα, διότι Ἐσύ εἶσαι εὐλογημένος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ

Κύριε,σέ παρακαλῶ, εὐλόγησε τ᾿ ἀδέλφια μου (τόν ἀδελφό ἤ τήν ἀδελφή μου) καί τίς ἀδελφές μου δίνοντάς τους ὑγεία, μακροζωΐα καί τήν θεία Χάρι Σου γιά νά βαδίζουν τήν ὁδόν Σου καί νά κάνουν αὐτά πού θά εἶναι σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Σου. Δός μας, Κύριε, ἀπό τώρα καί μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς μας, νά ζοῦμε μέ ἀγάπη μεταξύ μας καί μέ ἀμοιβαία ἐκτίμησι. Διότι δέν ὑπάρχει καλλίτερο καί ὡραιότερο πρᾶγμα, ἀπό τό νά ζοῦν μαζί οἱ ἀδελφοί! Γι᾿ αὐτό, Κύριε, ἄκουσε τήν προσευχή μας καί νά ἔλθη πλούσια σ᾿ ἐμᾶς τό ἔλεός Σου, διότι Ἐσύ εἶσαι Ἀγαθός καί φιλάνθρωπος καί σέ Σένα ἀναπέμπουμε δόξα, στόν Πατέρα, στόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀμήν.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

 ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(+1998

 

 

Μετάφρασις

Μοναχός

Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

Ἐπήγαινα κάποτε μέ τόν τραῖνο ἀπό τήν πόλι Φωσκάνη στήν πόλι Μπακέου. Ἐπειδή ἤμουν ἄρρωστος ἀπό τήν καρδιά μου καί μή μπορώντας νά ὑπομένω τό κάπνισμα τῶν ἄλλων, ἔβγαλα εἰσιτήριο πρώτης θέσεως, ὅπου ἦταν ἕνα βαγόνι γιά μή καπνιστές. Ἐπλήρωσα λίγα χρήματα περισσότερα, ἀλλά ἤμουν ἥσυχος καί δέν εἶχα πρόβλημα μέ τόν καπνό. Ἐταξίδευα μόνος μου σ᾿ αὐτό τό βαγόνι, ἀλλά καί δέν ἤξερα ποιός μετά ἀπό λίγο θά ἔλθη κοντά μου. Ἐπῆρα τήν θέσι καί τό κάθισμά μου καί περίμενα τήν ὥρα μέχρι ν᾿ἀναχωρήση τό τραῖνο.

Ὅταν τό τραῖνο ἦταν ἕτοιμο νά ξεκινήση, σηκώθηκα καί μπῆκα γιά λίγο στό βαγόνι πού ἦταν οἱ ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς ὑπηρεσίας. Ἐγώ δέν ἤξερα τί βαθμούς εἶχαν, διότι ὅταν ἐγώ ἤμουν στόν στρατό στά νειᾶτα μου, τότε εἶχαν μέ σειρήτια τούς διαφόρους βαθμούς τους, ἐνῶ τώρα ἔχουν τά ἀστέρια. Ἦταν ἀκόμη καί ἕνας ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀνθυπασπιστής μέ τήν γυναῖκα του καί μέ τό παιδάκι τους. Τήν γυναῖκα του τήν μετέφερε ἀπό τό νοσοκομεῖο τοῦ Ἰασίου. Πιάνοντας μαζί του γιά λίγο κουβέντα, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ἐγώ εἶμαι ὁπλοποιός καί ὑπεύθυνος τοῦ ὁπλοστασίου τοῦ στρατοῦ, τῆς ἀεροπορικῆς ὑπηρεσίας». Καταγόταν ἀπό τά μέρη Ποντολένι.

Ἐγώ ὄντας μοναχός καί ἀνάμεσα σέ μία ὁμάδα ἀξιωματούχων τοῦ στρατοῦ, ἐσκεπτόμουν: τί διάλογο ἠμπορῶ νά κάνω ἐγώ μ᾿ αὐτούς; Ἤμουν ἐκεῖ ἀφοσιωμένος στήν προσευχή μου καί ἐκαθόμουν  μέ ἡσυχία, διότι ἐγνώριζα ὅτι ἔχω νά ταξιδεύσω δύο φορές μ᾿ αὐτούς. Ἕνα ταξίδι μου μέχρι τήν πόλι Μπακέου καί μέ ἄλλο τραῖνο γιά τήν κωμόπολι Ταρκέου. Ἐπήγαινα στόν π. Κασσιανό, τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Ταρκέου καί στόν π. Ἰανουάριο.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, μικρός στήν ἡλικία καί κοντός, δέν σιωποῦσε καί ἔλεγε διάφορα ἀστεῖα.

-Κυττᾶξτε σήμερα τό τραῖνο θά πάη καλά στό ταξίδι του, διότι ἔχουμε κι ἕνα παπᾶ μαζί μας!

-Ξέρεις, εἶπε ὁ ἄλλος, λένε, πώς ὅταν παρουσιάζεται παπᾶς μπροστά σου, ὅλα σοῦ πᾶνε κατά διαβόλου! Αὐτό τώρα ὅμως δέν εἶναι σωστό, διότι τό τραῖνο πάει καλά μέ τόν παπᾶ μέσα. Ὑπάρχουν ξέρετε καί δεισιδαιμονίες, ὅπως: «Εἴθε νά μή συναντήσης μπροστά σου παπᾶ, γιατί θά πάθης κακό». Ἐγώ τούς ἄκουα μέ τό στόμα μου κλειστό.

-Τί ἀφέλεια ὑπάρχει καί σ᾿ αὐτούς τούς παππάδες! Αὐτοί λένε ὅτι ὅλη ἡ οἰκουμένη θά γίνη μία γενεά (ποίμνη) καί μέ ἕνα ποιμένα  μέ λευκά γένεια. Αὐτός, ὅπως λένε, ἔκανε τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί τά βουνά καί τήν θάλασσα...Ἀκοῦστε, εἶπε ἕνας ἄλλος, ἐπειδή εἶναι καί παππᾶς ἐδῶ, νομίζω ὅτι εἶναι καλόν νά λέμε τέτοιες διηγήσεις γιά τόν Θεό.

-Ἀκούσατε; Ἕνας «γενάρχης»!

Ἕνας ἦλθε καί ἐκάθισε δεξιά ἀπό μένα.

-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ;

Ἀντί νά τούς εἰπῶ, ὅτι εἶμαι ἀπό τήν Μονή Συχαστρία, τούς εἶπα ὅτι εἶμαι ἀπό τήν μονή Νεάμτσου, διότι αὐτή ἡ μονή εἶναι παλαιά καί πιό ξακουστή στόν κόσμο.

-Ποῦ πηγαίνεις;

-Μέχρι ἐκεῖ στήν σκήτη Ταρκέου.

-Ἐγώ εἶμαι ἀπό τήν κοινότητα Χρεάσκα τῆς ἐπαρχίας Ντοροχόϊ.

-Νομίζω ὅτι ἦταν αὐτός πού ἔλεγε τά παραπάνω εἰρωνικά λόγια. Ἁπλώνει τό χέρι του νά μοῦ δώσει κεράσια. Ἦταν ἡ ἐποχή παραγωγῆς τῶν κερασιῶν.

-Σᾶς εὐχαριστῶ!

-Πάτερ, ποῦ εἶναι ἡ γενέτειρά σας;

-Κατάγομαι ἀπό τό χωριό Σουλίτσα τοῦ νομοῦ Μποντοσάνι.

-Ἔε, δέν εἴμεθα καί πολύ μακριά. Εἴμεθα ἀπό τόν ἴδιο νομό.

Ἔτσι ἀρχίσαμε τήν συζήτησι. Μεσολάβησε ἄλλος καί μ᾿ἐρώτησε:

-Πάτερ, μή στενοχωρηθῆτε, τί εἶσθε; Ἱερεύς, καθηγητής, δάσκαλος. Τί εἶσθε;

-Εἶμαι ἕνας ἁπλός μοναχός. Πηγαίνω κι ἐγώ πιό πέρα, μέχρι τό Μπακέου.

-Ἄκουσες γιά ὅλα τά ἰδικά μας. Τώρα εἴμεθα κι ἐμεῖς περίεργοι νά μάθουμε γιά τόν Θεό! Τί λένε τά βιβλία σας γιά τόν Θεό; Τά πάντα γιά τόν Θεό γράφονται στήν Βίβλο πού εἶναι καί δικό σας βιβλίο, ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν οὐρανό, τήν γῆ, τόν κόσμο, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε ἄλλη θεωρία γιά τόν κόσμο.

-Κυττᾶξτε, ἀδελφοί μου. Κατ᾿ ἀρχήν νά ἔχω τόν λόγο τῆς τιμῆς σας ὅτι δέν θά στενοχωρηθῆτε μέ ὅσα, θά ἀκούσετε. Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁπλός μοναχός, ἀλλά, ἐάν ἀρχίσω νά διηγοῦμαι γιά τόν Θεό, αὐτό τό τραῖνο θά πρέπει νά ταξιδεύση τρεῖς φορές ὁλόκληρη τήν ὑδρόγειο σφαῖρα καί τότε μόνο θά ἠμπορέσω νά τελειώσω. Τόσα πολλά ἔχω νά εἰπῶ γιά τόν Θεό!

-Ἀκοῦστε, λοιπόν, τί θά μᾶς εἰπῆ ὁ παπᾶς, ἔλεγαν μεταξύ τους!

-Εἶχαν μία μεγάλη περιέργεια. Πρίν ἀρχίσω νά τούς ὁμιλῶ γιά τόν Θεό, τούς εἶπα ὅτι θά τούς τραγουδήσω ἕνα τραγούδι τοῦ Θεοῦ. Δέν θά εἶναι μεγάλο, τούς εἶπα.

-Πάτερ, κρατοῦμε τόν λόγο της τιμῆς μας. Καί τρελλός νά εἶσαι δέν θά στενοχωρηθοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως θέλουμε νά σ᾿ ἐρωτήσουμε. Ἔχουμε τήν ὡραία εὐκαιρία νά συνομιλήσουμε μ᾿ ἕνα μοναχό. Εἴμεθα ἀρχηγοί τοῦ κράτους καί ὅλοι πᾶμε μέχρι τήν πόλι Μπακέου. Τί λέτε ἐσεῖς, πάτερ;

Τό τραῖνο δέν ἔχει ἀκόμη ξεκινήσει. Ὅταν ἀνεχώρησε, σηκώθηκα καί ἔκαμα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Αὐτοί ὄχι. Δική τους δουλειά.

Τότε σηκώθηκε ἕνας. Ἦταν ταγματάρχης. Ἐγώ δέν τό ἤξερα, ἀλλά μοῦ τό εἶπαν ὅτι εἶχε ἕνα ἀστέρι καί ἕνα γαλόνι, λόγῳ τῆς πολυχρονίου ὑπηρεσίας του. Τούς λέγω:

-Νά μέ συγχωρῆτε. Ἐμπήκατε σ᾿ αὐτό βαγόνι μόνο ἀνώτεροι ἀξιωματικοί τοῦ κράτους, ἀλλά ὑπηρέτησα κι ἐγώ στόν στρατό, τήν ἐποχή πού οἱ ἀξιωματικοί μας εἶχαν τούς  βαθμούς τους μέ σειρῆτια. Ἐγώ αὐτούς τούς ἀστερίσκους δέν γνωρίζω τί δηλώνουν, διότι βλέπω ὅτι ἔχετε δύο καί τρία ἀστέρια στούς ὤμους σας. Μή στενοχωρηθῆτε, διότι δέν γνωρίζω τούς βαθμούς σας, διότι στήν μονή πού μένω εἶμαι ἕνας ἄχρηστος καλόγερος!

-Πάτερ, μοῦ αὐτοπαρουσιάσθηκαν μόνοι τους λέγοντας, ἐγώ εἶμαι διοικητής, ἐγώ εἶμαι ὑποδιοικητής, ἐγώ εἶμαι ταγματάρχης καί ἐγώ εἶμαι καπετάνιος.

Ὁ ταγματάρχης εἶπε τά ἐξῆς ἐν συνεχείᾳ:

-Πάτερ, πρόσεξε, θέλω νά σοῦ εἰπῶ κάτι. Δέν εἶναι ἕνας παραλογισμός νά πιστεύουμε ἐμεῖς σέ κάτι πού δέν φαίνεται; Ἐσεῖς λέγετε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλά τόν εἶδε κάποιος κάποτε τόν Θεό; Εἶναι μία ἀνοησία νά πιστεύη κάποιος σέ κάτι πού δέν τό βλέπει!  Νά μοῦ εἰπῆς ποιός τόν εἶδε καί μπορεῖ νά πιστεύση ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος σέ κάτι πού δέν τό εἶδε.

-Κύριοι, λέγω, σᾶς εἶπα ἀπό τήν ἀρχή μοῦ δίδετε τόν λόγο τῆς τιμῆς σας, ὅτι δέν θά στενοχωρηθῆτε; Λοιπόν, ἀπό τώρα ἀρχίζουμε μία πολύ  σοβαρή συζήτησι!

-Ναί, πάτερ, κρατοῦμε τήν ὑπόσχεσίν μας.

-Σᾶς βλέπω ἔξυπνους άνθρώπος καί μπροστά σας αἰσθάνομαι σάν ἕνας ἀνόητος, ἀλλά ἄς ἀρχίσουμε νά διηγούμεθα γιά τόν Θεό. Εἴμεθα ὅλοι ἄνθρωποι καί σάν ἄνθρωποι θά μιλήσουμε. Ἀκοῦστε με, κύριοι: Ἔχω ἀπό τήν ἀρχή νά σᾶς εἰπῶ ὅτι ὅλοι ἐσεῖς πού εἶσθε στό βαγόνι σήμερα, ὅλοι εἶσθε τρελλοί!

-Ἀκοῦτε, τί λέγει αὐτός ὁ παπᾶς, ὅτι εἴμεθα τρελλοί!

-Πῶς, παππᾶ, μᾶς θεωρεῖς τρελλούς; Ἐμεῖς εἴμεθα ἀξιωματικοί!

-Βλέπω ὅτι εἶσθε. Ἐάν δέν ἔχω δίκαιο, στόν πρῶτο σταθμό τοῦ τραίνου, παραδώστε με στήν ἀστυνομία. Ἀλλά πρῶτα θέλω νά σᾶς ἐξηγήσω γιατί σᾶς θεωρῶ τρελλούς.

Μοῦ εἶπαν: Λέγε μόνο τί πιστεύεις γιά τόν Θεό! Μή σταματᾶς νά λέγης ὅ,τι ξεκινήσεις γιά τόν Θεό ἀπό ἐδῶ καί πέρα.

Χάρηκα γιά τά λόγια τους αὐτά.

-Πρῶτα θά σᾶς εἰπῶ τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα στό Ψαλτήριο, πού εἶναι βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ 13 καί τοῦ 52. «Εἶπε ἄφρων (ἀνόητος) μέσα ἀπό τήν καρδιά του, ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός!

Δεύτερον. Εἶπες ἡ ἀφεντιά σου, ἔλα πιό κοντά μου, ὅτι εἶναι ἀνοησία νά πιστεύης γιά κάτι πού δέν φαίνεται;

-Ναί, ἐγώ τό εἶπα.

-Ἀλλά ἐγώ σᾶς εἶπα ὅτι ὅλοι σας δέν ἔχετε μυαλό. Ὅλοι εἶσθε τρελλοί. Ξέρετε γιατί; Ἔχω δίκαιο νά σᾶς ὀνομάζω τρελλούς.

-Γιατί εἴμεθα τρελλοί;

-Διότι ἐγώ δέν εἶδα τόν νοῦ κανενός οὐδέποτε! Ὁπότε, δέν εἶναι μία ἀνοησία νά πιστεύω ὅτι ἔχετε μυαλό, ἀφοῦ ποτέ δέν τό εἶδα; Ἐάν λέγετε ὅτι δέν εἶσθε τρελλοί, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ δείξετε τό μυαλό σας. Ποῦ εἶναι ὁ νοῦς σας; Πῶς νά πιστεύσω ἐγώ ὅτι ἔχετε νοῦ, ἐάν δέν δεχθῆτε νά  μοῦ τόν δείξετε νά τόν ἰδῶ νά πιστεύσω κι ἐγώ ὅτι ἔχετε νοῦ;

-Κυττᾶξτε ὁ παππᾶς μᾶς ἔβαλε «στόν τοῖχο».

Γελοῦσαν μεταξύ τους κυττάζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἡ συζήτησις ἦταν καί ὡραία καί σοβαρή καί εὐτράπελη.

-Κλεῖσε τό στόμα σου ἐσύ, ἔλεγες ὁ ἕνας. Βρέ ἀνόητε, δέν ἔθεσες καλά τό ἐρώτημα ἀπό τήν ἀρχή, τοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας κακολογοῦσε τόν ἄλλον.

-Πῶς νά πιστεύσω ὅτι ἔχετε μυαλό, ἀφοῦ ὅση ὥρα εἶμαι ἐδῶ, δέν τό εἶδα; Οὔτε τό δικό σας μυαλό εἶδα, οὔτε τό δικό μου. Πῶς εἶναι ἄραγε; Ἄσπρο, μαῦρο, κόκκινο, πράσινο; Τί σχῆμα ἔχει; Τετραγωνικό, ἑξαγωνικό, ὀρθογώνιο; Ἐάν μοῦ δείξετε τίς ἰδιότητες τοῦ νοῦ, τότε ἐγώ θά πιστεύσω ὅτι ἔχετε νοῦ, ἀλλά, ἀφοῦ δέν τόν εἶδα, δέν μπορῶ ἀκόμη νά πιστεύσω ὅτι ἔχετε!

Ὁ Θεός εἶναι νοερά ὕπαρξις, λογική καί ὅπως δέν ἠμπορεῖτε νά ἰδῆτε τόν νοῦν σας, ἔτσι δέν ἠμπορεῖτε νά ἰδῆτε καί τόν Θεό. Καί ἡ ψυχή μας ὁμοιάζει μέ τόν Θεό: ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, ἔτσι ὅπως τήν ἔπλασε ὁ Θεός.

-Κύτταξε τώρα, πάτερ! Μπορεῖς νά μᾶς εἰπῆς κάτι σχετικό μέ τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου;

-Οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦν σ᾿ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη πιστεύουν ὅτι ἔχουν μυαλό. Δέν εἶναι ἔτσι; Πιστεύουν ὅτι ἔχουν μυαλό, χωρίς ὅμως νά τό ἔχουν ἰδεῖ ποτέ. Ἰδού ἕνα ἐπιχείρημα ὅτι ὅλος κόσμος πιστεύει ὅτι ἔχει μυαλό! Καί ἐσεῖς πιστεύετε καί ἐγώ, ἀλλά δέν τόν εἴδαμε ποτέ.

Ἀλλά τήν ζωή σας, τήν εἴδατε ποτέ; Ποιός εἶδε τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου; Καί μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ποιός λέγει ὅτι εἶναι νεκρός, ἐνῶ εἶναι ζωντανός καί ἔχει ζωή; Ποιός ἀπό ἐσᾶς ἔχει ζωή;

-Πῶς δἐν ἔχουμε ζωή, ἀφοῦ εἴμεθα ζωντανοί, πάτερ;

-Ἐγώ δέν πιστεύω ὅτι ἔχετε. Οὔτε νοῦν, οὔτε ζωή ἔχετε, διότι δέν τά βλέπω. Καί δέν εἶναι μία τρέλλα νά πιστεύω σέ κάτι πού δέν φαίνεται;

-Γιά κυττᾶξτε τόν παππᾶ, μᾶς λέγει τώρα ὅτι εἴμεθα ὄχι μόνο τρελλοί, ἀλλά καί νεκροί. Δέν ἔχουμε δηλαδή οὔτε μυαλό, οὔτε ζωή!

-Ἐάν δέν τήν βλέπουμε, δέν εἶναι λοιπόν μία τρέλλα νά πιστεύουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ζωή;

-Ἀλλά τί σημαίνει ζωή, πάτερ;-

-Πολύ καλά. Ἀπό τίς ἐκδηλώσεις της πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει, παρότι δέν τήν βλέπουμε.

Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ποιές εἶναι οἱ ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο;

Καί ἀμέσως ἄρχισα νά λέγω ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.

-Ἡ ἀφεντιά σας, ἔχετε φαντασία;

-Ναί.

-Τήν εἴδατε κάποτε; Ὄχι! Ἔχετε ὀργή; Τήν εἴδατε κάποτε;  Ἔχετε σκέψεις καί λογισμούς; Τούς εἴδατε κάποτε; Ἔχετε τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ; Ἔχετε ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς πού λέγονται τό ἐπιθυμητικό καί τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου;

Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτά, ἔχετε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι: Ὁ λογισμός, ἡ ἀπόφασις, ἡ ὀργή, ὁ διαλογισμός, ἡ λύπη, ἡ χαρά; Εἴδατε κάποτε ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι οἱ ψυχικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου;

Μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾿εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ὄχι κατά τήν ἐξωτερική μορφή, ἀλλά μόνο κατά τήν ἐσωτερική, τήν ψυχική μορφή.

Ἰδού πόσες δυνάμεις ἔχει ἡ ψυχή μας! Καί ποτέ δέν εἶδε ὁ ἄνθρωπος τήν ὀργή του, τό λογικό του, τήν πεῖνα, τήν χαρά, τήν λύπη, τήν φαντασία, τήν ἐλευθερία του, τήν ζωή του, τόν νοῦ του! Κι ὅμως ὅλα αὐτά ὑπάρχουν! Καί στήν φιλοσοφία διδάσκονται ὅτι ὑπάρχουν  ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἀλλά κανείς δέν εἶδε τήν ψυχή του, οὔτε τήν ψυχή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων!

-Τί λέτε ἐσεῖς; Δέν εἶναι ἔτσι;

-Πῶς δέν εἶναι;

-Ἐάν δέν εἶχες ψυχή, δέν θά ἠμποροῦσες νά μιλήσης μαζί μου! Δέν ἠμπορεῖς νά ζήσης οὔτε ἕνα λεπτό χωρίς τόν Θεό, ἄν δέν εἶχες τήν ζωή. Ὅλες οἱ ἰδιότητες τῆς ψυχῆς πού ἀπαριθμήσαμε, εἶναι τό κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος! Ἐάν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μορφή καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐδῶ στήν γῆ, σημαίνει τήν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς μέ τά τρία χαρακτηριστικά της: τόν νοῦ, τόν λόγο καί τό πνεῦμα.

Εἶδες κάποτε τόν λόγο; Εἶδες τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖον ὁμιλεῖς; Ἰδού ποιές εἶναι οἱ δυνάμεις καί οἱ ἀόρατες ἰδιότητες τῆς ψυχῆς καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ!  Καί ἐσεῖς δέν εἴδατε βέβαια αὐτές τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἀλλά πιστεύετε καί τό ζῆτε καθημερινά, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπιθυμία, λογική, ἐλεύθερη θέλησι, ζωή, νοῦ, φαντασία κλπ.

-Εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς: Θά ἦταν καλλίτερα νά σιωπούσαμε. Δέν τοποθετήσαμε καλά τό πρόβλημά μας ἀπό τήν ἀρχή. Αὐτός πρέπει νά εἶναι διευθυντής ἐκκλησιαστκῆς σχολῆς!

-Ὄχι, κύριε, νά μᾶς εἰπῆ ὁ παππᾶς τήν ἀλήθεια! Βλέπεις ὅτι ὅλοι πιστεύουμε σ᾿ αὐτά καί δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχη αὐτές τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν τίς βλέπουμε! Τοῦ ἀπήντησε ἕνας ἄλλος.

-Καί ἐσύ εἶπες μία ἀνοησία νά πιστεύης σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο δέν βλέπεις! Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τρελλοί, ἀλλά ἐμεῖς δέν πιστεύουμε κάτι πού δέν τό βλέπουμε.

Σηκώθηκε ἀπό ἀνάμεσά τους ἕνας γιατρός:

-Πάτερ, ἐγώ εἶμαι ταγματάρχης γιατρός. Κάνω ἐγχειρήσεις καί βυθίζω  τό νυστέρι μέσα στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, κόπτω σάρκες, χειρουργῶ ἐπί 30 χρόνια καί δέν εὑρῆκα πουθενά τήν ψυχή! Καί πῶς νά πιστεύσω ὅτι ὑπάρχει, οὔτε τήν εὑρῆκα μέ τό νυστέρι μου;

Δεῖξε μου καί μένα ποῦ εἶναι ἡ ψυχή!

-Ἡ ἀφεντιά σου εἶσαι γιατρός;

-Ναί.

Καί γι᾿ αὐτό δέν πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει ψυχή, διότι δέν τήν εἶδες;

-Ναί.

-Ἐσεῖς σάν γιατρός καί κάθε γιατρός πιστεύετε ὅτι ὑπάρχει πόνος στόν ἄνθρωπο;

-Ὑπάρχει, πάτερ, διότι, ὅταν τραυματίζεται ὁ ἄνθρωπος, πονεῖ καί τρέχει τό αἷμα.

-Ναί, τραυματίζεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά φαίνεται πουθενά ὁ πόνος μέ τά μάτια;

-Ὄχι, αὐτό δέν φαίνεται!

-Καί θέλεις νά ἰδῆς τήν ψυχή! Καί τόν πόνο, πού εἶναι μία ἀντίδρασι τοῦ σώματος, φυσική στόν ἄνθρωπο, δέν τόν βλέπεις καί ὅμως τόν ὁμολογεῖς ὅτι ὑπάρχει. Ἀφοῦ λοιπόν, δέν ἠμπορεῖς νά ἰδῆς τόν πόνο, δέν ἠμπορεῖς νά ἰδῆς καί τήν ψυχή. Καί μάλιστα τήν πνευματική ὕπαρξι τῆς ψυχῆς.

-Ἄκουσε τώρα καί σύ μέ τήν ἰατρική σου σοφία, ὅτι λέγεις ἀνοησίες, πού ἔχουν παραλύσει τό κεφάλι σου! Εἶπες ὅτι δέν εἶδες τόν πόνο, ἔε; Ἀλλά καί ποιός διάβολος εἶδε τόν πόνο; Ὅμως ὅλος ὁ κόσμος πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ὁ πόνος.

-Ἔε, δέν μιλᾶς ἐσύ; Ποιός σοῦ ἐστούπωσε τό στόμα;

-Ἐγώ ἔδιωξα πλέον τόν διάβολο ἀπ᾿ ἐδῶ!

-Ναί, εἶναι ὡραῖα, κύριε, νά διηγούμεθα κι ἐμεῖς στούς ἄλλους. Πές μας ἀκόμη κάτι ἄλλο, πάτερ!

Τότε ἄρχισε ὁ ἕνας: Πάτερ, πάντοτε ἐγνωρίζαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης. Κύτταξε, οἱ Ρῶσσοι ἔκαναν ἕνα δορυφόρο, ὁ ὁποῖος περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν γῆ τρεῖς φορές μέ τόν ἀστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν καί προσγειώθηκε ὁμαλά πάλι στήν γῆ.

-Καί τί σημαίνει αὐτό;

-Αὐτά εἶναι τά ἐπιτεύγματα καί οἱ πρόοδοι τῆς ἐπιστήμης, χωρίς τήν συμμετοχή τῆς θρησκείας.

-Τίποτε δέν ἐκάνατε!

-Ὁρῖστε μας, αὐτός ὁ παππᾶς εἶναι ἐνάντια στήν ἐπιστήμη! Πάτερ, μοιάζετε μέ ἐκεῖνον πού ἦταν «κόντρα» στόν Γαλιλλαῖο!

-Περιμένετε νά σᾶς εἰπῶ! Ξέρετε τί ἐκάνατε ἐσεῖς; Εἴδατε μέλι ἀπ᾿ αὐτό τό μελίσσι; Μία μέλισσα, πού ἔζησε στήν κυψέλη της μετά βγῆκε ἔξω καί ξαναγύρισε μέσα στήν φωλιά της. Καί νομίζετε ὅτι τό ἔμαθε αὐτό ὅλος ὁ κόσμος!

-Ἀκοῦστε, τί λέγει αὐτός ὁ παππᾶς!

-Ὁ Θεός ἔκαμε ὅλο τό Ἡλιακό καί πλανητικό σύστημα καί ὁ κάθε πλανήτης ἀπέχει ἀπό τόν ἄλλον  δισσεκατομμύρια χιλιόμετρα. Πρέπει λοιπόν νά δοξάζουμε τόν Θεό, ὅπως λέγει τό Ψαλτήριο τοῦ Δαβίδ: «Οἱ ούρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγέλλει τό στερέωμα». Οἱ ἀστροναύτες Ἰσαάκ Νεύτων καί ὁ Κέπλερ καθώς καί ἄλλοι σοφοί, ἐγνώρισαν τόν Θεό μόνον ἀπό τίς σπουδές τους ἐπάνω στά οὐράνια ἀστρικά σώματα καί φαινόμενα.

Οἱ οὐρανοί μᾶς διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔκαμε τίποτε στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης. Ἐπῆρε ἕνα κουταλάκι νερό ἀπό τόν εἰρηνικό ὠκεανό καί ἰσχυρίζεται ὅτι τόν ἤπιε ὅλον. Αὐτός ὁ ὠκεανός ἔχει 17.000 χιλ. μῆκος καί 18.000 φάρδος, ἐνῶ τό βάθος του φθάνει μέχρι τά 11 χλμ., πού εἶναι τό βαθύτερο βάθος στόν κόσμο. Καί ὁ ἄνθρωπος ἐπῆρε ἕνα κουταλάκι νερό καί εἶπε ὅτι, ἰδού, ἤπια ὅλον τόν Εἰρηνικό Ὠκεανό. Αὐτό τό ἔργο ἔκαμε μόνο ὁ ἄνθρωπος!

Πέραν ἀπ᾿ αὐτά, ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδειξε μόνο τήν παντοδυναμία Του σ᾿ αὐτά τά μεγάλα ἔργα, ἀλλά καί στά πιό μικρά. Ἕνας βασιλεύς τῆς Γαλλίας ἐκάλεσε μία γυναῖκα ξυλογλύπτη, πού ἦταν διάσημη καί τῆς εἶπε νά φτιάξη τήν μορφή του, σάν καβαλλάρη ἐπάνω στό ἄλογό του, ἔτσι ὅπως ἦταν. Ἐκείνη ἔκαμε τό σχέδιο καί τοῦ εἶπε: «Ἰδού εἶμαι ἕτοιμη νά κάνω τήν μεγαλειότητά Σου». Καί ἐπῆρε ἕνα κομμάτι μάρμαρο καί ἐσμίλευσε τόν βασιλέα ἀκριβῶς, ὅταν ἐπήγαινε στόν πόλεμο μέ τό ἄλογό του καί στήν λοιπή φυσική του ζωή. Καί τότε ὁ βασιλεύς τῆς ἔδωσε ἕνα δίπλωμα ἀριστείας μέ τό ὁποῖο τήν ἐπαινοῦσε ὅτι ἦταν ἡ μαγαλύτερη μαρμαρογλύπτρια. Καί τῆς εἶπε: «Τώρα δέν εἶναι μεγάλο ἔργο νά σμιλεύση κάποιος τήν μορφή ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά θά εἶναι μεγάλο, ἐάν μπορέση νά τήν κάνη σέ σμικρογραφία (μινιατοῦρα). Θέλω νά γίνη ἡ μορφή μου μέ τό ἄλογό μου στήν πιό μικρή μορφή, ὅσο εἶναι δυνατόν».

Ἐκεῖ στό ἐργαστήριο ἦταν ἕνας ἄλλος γλύπτης πού ἐδούλευε στήν  μινιατοῦρα. Αὐτός εἶδε ὅτι ὁ βασιλεύς εἶχε στό δακτυλίδι του μία ὡραία πέτρα, μεγάλης ἀξίας καί  εἶπε: «Κάνω ἐγώ γιά τήν Μεγαλειότητά Σου, ἀλλά δός μου τήν πέτρα αὐτή ἀπό τό δακτυλίδι σου». «Καί τί ἔχεις νά κάνης μ᾿ αὐτήν; Εἶναι πολύ ἀκριβή! Ἐάν τήν χάσης, δέν πρόκειται νά τήν πληρώσης, οὔτε μέ ὁλόκληρο τό ἔθνος σου».

Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἐάν τήν χάσω, καλά, ἐάν δέν τήν χάσω, θά κάνω τήν μορφή σου ἀπ᾿ αὐτή τήν πέτρα». Πῶς μπορεῖς νά τό κάνης αὐτό;» «Αὐτό εἶναι δική μου δουλειά». Ἔπιασε ἐκεῖνος καί τοῦ ἔκανε ἀπ᾿ αὐτή τήν πέτρα ἕνα ὠρολόγιο. Τέλειο ὠρολόγιο, ὅπως εἶναι καί λειτουργοῦν ὅλα τά ὠρολόγια τοῦ κόσμου. Καί ἐπάνω στό καπάκι τοῦ ὠρολογιοῦ ἔφτιαξε τήν μορφή τοῦ βασιλέως. Αὐτός ἦταν γλύπτης ἀληθινός! Τότε ὁ βασιλεύς τοῦ εἶπε: «Αὐτό ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλη τήν βασιλεία μου! Καί τώρα πέστε μου ἐμένα ἄν αὐτό δέν εἶναι μεγαλοφυΐα!

-Σίγουρα, πάτερ, ἐκεῖνος ὁ γλύπτης ἐδούλευσε σέ μινιατοῦρα. Ποιός δέν μπορεῖ νά κάνη κάτι τό μεγάλο; Ἀλλά νά κάνη κάποιος ἕνα τόσο μικρό καί λεπτό ἔργο!....

-Ἔτσι κάνει καί ὁ Θεός. Δείχνει τήν δύναμί του ὄχι μόνο στά μεγάλα, ἀλλά καί στά μικρά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Σκεφθῆτε ὅτι μέσα σ᾿ἕνα αὐτί ὑπάρχουν 8 ἐξάκις ἑκατομμύρια ἄτομα. Ἀστρονομικός ἀριθμός καί νά σκεφθοῦμε ὅτι ἕνα (1) ἑξάκις ἑκατομμύρια εἶναι τό νούμενο ἕνα (1) μέ 21 μηδενικά. Αὐτά τά ἄτομα γιά νά τά μετρήση ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ζήση 250.000 χρόνια, πού ὑπολογίζεται περισσότερο ἀπό ἕνα δισσεκατομμύριο δευτερόλεπτα. Ὁπότε, πέστε μου, τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δική του γνῶσι καί ἐπιστήμη σήμερα;

Ὅταν λοιπόν, βλέπουμε τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, σέ μιά μικρογραφία (μινιατοῦρα) νά ἐργάζεται τόσα ἀνεκλάλητα καί ἀκατάληπτα πράγματα στόν ἀνθρώπινο νοῦ, ὅταν βλέπουμε ὅτι καί στόν μικρόκοσμο ὑπάρχει ἡ κίνησις τῶν στοιχείων, τά ὁποῖα εἶναι ἀόρατα μέ τό γυμνό μάτι τοῦ ἀνθρώπου, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἀπ᾿ Αὐτόν καί δι᾿ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτὀν τά πάντα ἐδημιουργήθηκαν.

-Ἀδελφοί, δέν ἠμπορεῖτε οὔτε μία φορά νά ἀνοιγοκλείσετε τά μάτια σας, χωρίς τόν Θεό!

-Ἀλλά γιατί, πάτερ;

-Ἡ ζωή μας εἶναι ἀπό τόν Θεό, τόν χορηγό τῆς ζωῆς μας καί ἐάν πεθάνη κάποιος, ἔστω καί νά θέλη, μπορεῖ νά κρατήση τά μάτια του ἀνοικτά; Ὄχι βέβαια....

Βλέπω ὅτι πλησιάζουμε στόν σταθμό τῆς πόλεως Μπακέου καί πρέπει νά κατέβω.

-Πάτερ, ἐάν εἶναι δυνατόν μή κατεβαίνης. Αἰσθανόμεθα ἄσχημα νά ἀποχωρισθοῦμε.

Σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια ὅτι μερικοί μέ ἀσπάσθηκαν στά μάγουλά μου, ἐνῶ ἄλλοι μοῦ ἔδιναν κεράσια καί ἄλλοι καραμέλλες. Ἄλλοι μοῦ ἔδωσαν καί ὀνόματα γιά μνημόνευσι στήν ἐκκλησία.

-Πάτερ, θέλουμε νά σοῦ γράψουμε, ἀλλά νά μᾶς εἰπῆς τί ἐσπούδασες; Πρέπει νά εἶσαι διευθυντής ἤ ἕνας καθηγητής ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς.

-Ἐγώ  θά σᾶς εἰπῶ, ἀλλά νά μέ πιστεύσετε! Εἶμαι ἕνας τσοπάνης καί φύλακας τῶν προβάτων ἑνός μοναστηριοῦ.

-Καί ποῦ πηγαίνεις τώρα;

-Πηγαίνω σέ μία σκήτη. Σᾶς εἶπα, ὅτι εἶμαι τσοπάνης, ἀλλά, ἐάν θέλετε νά συνομιλήσετε μ᾿ ἕνα ἡγούμενο ἑνός μοναστηριοῦ ἤ μ᾿ ἕνα ἐπίσκοπο, θά ἰδῆτε ὅτι τά ξέρουν καλλίτερα αὐτά ἀπό μένα.

-Ἀλλοίμονό μας, τζάμπα ζοῦμε! Εἴμεθα ἀνόητοι!  Πόσα ἐμάθαμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν μοναχό!

Τούς εἶπα πολλά γιά τ᾿ ἀστέρια, γιά τήν κίνησι τοῦ πλανητικοῦ συστήματος. Τούς εἶπα γιά τούς ἀνέμους, πού ὑπάρχουν μέν, ἀλλά δέν φαίνονται, γιά τά ζώδια καί γιά τίς ἀποστάσεις τους ἀπό τόν ἥλιο  καί γιά ἄλλα φαινόμενα ἀστρικά. Ἤθελα νά τούς εἰπῶ ἀπό τήν Ἑξαήμερο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιά τήν ζωή τῶν μεγάλων ψαριῶν, γιά τήν ζωή τῶν ἀνθέων, γιά τήν κίνησι  τῶν οὐρανίων ἀστέρων, ἀλλά ἐχωρίσαμε μέ πολύ πόνο στήν καρδιά.

-Κύριοι, μέ προκαλέσατε σ᾿ αὐτή τήν συζήτησι, γιά τήν ὁποίαν δέν εἶχα ἑτοιμασθῆ καθόλου νά μιλήσω. Συγχωρέστε με καί πηγαίνετε μέ ὑγεία. Εὔχομαι νά γίνετε στρατηγοί. Κι ἐγώ πηγαίνω στήν δουλειά μου!

Ἀλλάξαμε ἐμεῖς τραῖνο. Μόνο ὁ ἀνθυπασπιστής ἦλθε μέ τήν γυναῖκα του μαζί μου, διότι καταγόταν ἀπό τήν κοινότητα Ποντολένι. Ἐκάθισαν δίπλα μου.

Μοῦ εἶπε ἐκεῖνος: «Πάτερ, ἀπό τότε πού γεννήθηκα δέν εἶχα ἀκούσει, ὅσα μᾶς εἴπατε σήμερα στό τραῖνο. Νά γνωρίζης ὅτι ἔμεινε κάτι στήν καρδιά ὅλων μας. Αὐτοί ὅπου καί νά πηγαίνουν, θά διηγοῦνται ὅτι συνωμίλησαν μ᾿ ἕνα μοναχό, τσοπάνη. Ἐμίλησες στήν καρδιά μας γιά τόν Θεό μέ κάθε ἐπιχείρημα. Θά μείνη γιά πάντα στό νοῦ μου αὐτός ὁ διάλογος, ὅσο θά ζῶ.

 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ

Ἐδῶ καί χίλια περίπου χρόνια, ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1078-1081) ἵδρυσε μία ἐκκλησία, σχεδόν ὅσο τήν Ἁγία Σοφία. Ἡ εἴδησις γιά τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἔγινε πρίν ἀπό ἀρκετούς μῆνες γιά νά τό πληροφορηθοῦν ἐγκαίρως οἱ ἄνθρωποι, διότι τότε δέν εἶχαν αὐτοκίνητα, ἀεροπλάνα ἤ τραῖνα.

Ἡ μετάφορά τους γινόταν μέ καρότσες πού τίς τραβοῦσαν βόδια, ἄλογα καί γαϊδούρια, διότι τότε εἶχε ἀπό τά ζῶα αὐτά ὅλος ὁ κόσμος. Ἐταξίδευαν ἔτσι ἀρκετούς μῆνες γιά νά φθάσουν στόν προορισμό τους ἀπό τόσο μακριά. Ἔπαιρναν μαζί τους καί σανό γιά τά ζῶα τους. Εἱδοποιήθηκαν, λοιπόν, γιά τά ἐγκαίνια αὐτοῦ τοῦ νοῦ καί ἑτοιμάσθηκε κι ἕνας χῶρος ἀπέναντι ἀπό τήν ἐκκλησία γιά τήν διαμονή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς ἦλθαν πατριάρχες, 40 μητροπολίτες, χιλιάδες ἱερεῖς γι᾿ αὐτή τήν αὐτοκρατορική ἐκκλησία. Ἄρχισαν καί οἱ ἄνθρωποι νά ἔρχωνται κατά χιλιάδες μέ τά ζῶα τους. Μερικοί ἔφεραν χαλιά, ἄλλοι κεντήματα, ἄλλοι λάδι καί κρασί, ἄλλοι ἀλεύρι καί κεριά. Ὁ καθένας ἔφερε ὅ,τι ἠμποροῦσε.

Τότε ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι μία γριά, ἡλικίας 93 ἐτῶν, ἡ ὁποία ὠνομαζόταν Ἀναστασία. Ἦταν χήρα ἀπί 50 χρόνια καί μετέβαινε πάντοτε στήν ἐκκλησία νά προσευχηθῆ στόν Θεό. Κατοικοῦσε στήν ἄκρη τῆς πόλεως, ἀκριβῶς δίπλα στόν δρόμο ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν οἱ καρότσες μέ τά βόδια γιά τήν τελετή τῶν ἐγκαινίων τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλά ἦταν πολύ στενοχωρημένη. Ἔμενε σ᾿ ἕνα μικρό καλυβόσπιτο, δέν εἶχε χρήματα, δέν εἶχε λάδι, οὔτε ἀλεύρι γιά νά μεταφέρη κάτι κι αὐτή στήν ἐκκλησία. Εἶχε ὅμως ἕνα δρεπάνη καί μία ρόκα μέ τό μαλλί.

Αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν πτωχή ἀπό ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά πλούσια στήν πίστι της πρός τόν Χριστό. Τόν χειμῶνα ἔγνεθε καί ἔφτιαχνε κάποιο ροῦχο γιά τούς ἀνθρώπους, ἐνῶ  τό καλοκαίρι ἐπήγαινε μέ τό δρεπάνι στά σπαρτά καί ἐδούλευε σ᾿ αὐτούς πού εἶχαν νά θερίσουν ἤ συγκέντρωνε τά στάχυα πίσω ἀπό τούς θεριστάδες. Ἔβαζε κατόπιν στάχυα ἐπάνω σ᾿ ἕνα σεντόνι χοντρό, τά κτυποῦσε καί ἔπαιρνε λίγο καρπό. Ἔτσι λίγο-λίγο ἐδούλευε καί ἔβγαζε ἕνα σακκί σιτάρι γιά τόν ἑαυτόν της. Ἔτσι ζοῦσε ἡ πτωχειά χήρα Ἀναστασία!

Περνῶντας ἀπέξω ἀπό τό σπιτάκι της οἱ καρότσες μέ τόν κόσμο γιά τήν γιορτή, μερικές ἦταν φορτωμένες ἀπό τρόφιμα. Ἕβλεπε ὅμως ὅτι ἄλλες δέν εἶχαν πολλά πράγματα, οὔτε καί πολύ σανό γιά τά ζῶα. Τί σκέφθηκε ἡ καϋμένη!  «Χρήματα δέν ἔχω, χαλάκια δέν ἔχω, λάδι δέν ἔχω, τίποτε δέν ἔχω. Θά πάω κι ἐγώ ἕνα δεμάτι χόρτο γιά τά ζῶα τους»!  Ἐπῆρε τό δρεπάνι κι ἕνα σχοινί, ἀλλά δέν ἤξερε ποῦ νά πάη γιά νά κόψη τό χορτάρι, διότι δέν εἶχε δικό της χωράφι. Ποῦ νά κόψη λοιπόν γιά νά μή βλάψη κανέναν!  Ἐπῆγε στό σύνορο μεταξύ δύο χωραφιῶν. Ἐκεῖ ἐβλάστανε ἕνα εἶδος χόρτου, πού ὠνομαζόταν ἀγρόπυρο, τό ὁποῖον μάλιστα ἐμπόδιζε καί τήν συγκομιδή τῶν σπαρτῶν.

Ἔκοψε ἡ γιαγιά μία ἀγκαλιά χορτάρι, τό ἔδεσε σάν ἕνα μικρό φορτίο καί ἐπῆγε στήν ἐκκλησία. Ἐκεῖ εἶχαν συγκεντρωθῆ χιλιάδες καρότσες καί τά βόδια τά εἶχαν ἀφήσει ἐλεύθερα. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἔφεραν στά χέρια τους λάδι καί ἀλεύρι. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἡ γιαγιά ἕνα ζευγάρι βόδια τά ὁποῖα εἶχαν φάει τόν δικό τους σανό. Δέν εἶχαν πλέον ἄλλο τίποτε καί ἐκύτταζαν μέ βλέμμα περιπλανόμενο, ἐάν κάποιος θά τούς ἔφερνε ἄλλη τροφή, ἀλλά κανείς δέν ἐρχόταν.

Ἡ γιαγιά Ἀναστασία ἔλυσε τό δέμα της, τό κατέβασε ἀπό τήν ὠμοπλάτη της καί τό ἔδωσε στά βόδια. Καί εἶπε: «Κύριε, δέξαι τό χιρόβολο αὐτό ἀπό χόρτα, διότι δέν εἶχα τί νά φέρω στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας καί συγχώρεσέ με διότι δέν τό ἔκοψα ἀπό τό δικό μου τό χωράφι!» Καί κλαίγοντας ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ πρίν εἶχε δώσει τό χορτάρι στά βόδια.

Ὅταν εἶδε τόσο κόσμο καί τόσα ἀφιερώματα, διότι ἡ ἐκκλησία ἦταν στολισμένη σάν νύμφη μέ τά πολλά δῶρα καί τά στολίδια της, ἐπῆγε στίς εἰκόνες, τελευταία ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες, νά προσκυνήση. Γριά πονεμένη μέ πρόσωπο χαραγμένο ἀπό τά γεράματα, μέ ἕνα παλιό μαῦρο μαντήλι στό κεφάλι, μέ τσαρούχια στά καλαμένια πόδια της, καμπουριασμένη, νά πῶς προσευχόταν στόν Θεό:

-Κύριε, συγχώρεσέ με, διότι δέν ἔφερα κανένα δῶρο στήν ἐκκλησία σου!  Δέν ἔχω τίποτε. Ὁ βασιλεύς εἶναι βασιλεύς καί στήν γῆ καί θά εἶναι καί στόν οὐρανό! Ἀλλά ἐγώ, ἡ πτωχή, δέν εἶχα χρήματα, δέν εἶχα νά φέρω κάτι...

Προσευχόταν μέ δάκρυα.

Ἦλθε καί ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης μέ τήν συνοδία του, μέ τούς σωματοφύλακές του μέ ὅλη τήν βασιλική ἀκολουθία. Στό κεφάλι του φοροῦσε τό χρυσό στέμμα του, τό ὁποῖον λαμποκοποῦσε ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καί ἦταν ἐνδεδυμένος μέ κόκκινα βασιλικά ροῦχα καί μέ χλαμύδα.

Τώρα ἀνέβαινε τά σκαλιά. Πρίν νά μπῆ στήν ἐκκλησία, ὁ πρωτοσπαθάριος τοῦ βασιλέως, πού ἐκαλεῖτο Πέτρος, τοῦ ἔδειξε τήν ἐπιγραφή πού ἦταν πάνω ἀπό τήν πόρτα εἰσόδου: «Μεγαλειότατε, προσέξτε τήν ἐπιγραφή. Σᾶς ἀρέσει;» Εἴδατε σέ ἐκκλησίες, σέ μοναστήρια, σέ ἱστορικά μνημεῖα ὅτι γράφονται οἱ κτήτορές τους πάνω ἀπό τίς εἰσόδους τῶν θυρῶν τους.

Ἦταν μία μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, ὅπου εἶχαν γραφτῆ τά ἑξῆς μέ χρυσᾶ γράμματα: Στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἵδρυσα αὐτήν τήν ἁγία ἐκκλησία μέ ἔξοδά μου, ἐγώ ὁ βασιλεύς Νικηφόρος Βοτανειάτης». Καί ὁ πρωτοσπαθάριός του, τόν ἐρώτησε: «Σᾶς ἀρέσει;»

-Πάρα πολύ. Τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ἐπιγραφή.

Καί εἰσῆλθαν στήν ἐκκλησία ὁ βασιλεύς μέ πολλούς στρατηγούς γιά νά ἰδοῦν πῶς στολίσθηκε ἡ ἐκκλησία γιά τά ἐγκαίνιά της τήν ἑπόμενη ἡμέρα. Εἶχαν ἁγιογραφηθῆ ὡραῖες εἰκονογραφίες, εἶχαν τοποθετηθῆ ἐπίχρυσες εἰκόνες, ὡραῖα κουρτινάκια, χρυσᾶ  καλύμματα, πολυκάνδηλα, κιβώτια, ἱερά ποτήρια, Εὐαγγέλια καί ὅτι, ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητο.

Ἡ γιαγιά Ἀναστασία, ἡ ὁποία ἔφερε σάν δῶρο ἕνα δεμάτι χόρτα ἦταν ἐκεῖ καί ἔκλαιγε μπροστά στίς εἰκόνες.

Τήν στιγμή ἐκείνη ἄγγελος Κυρίου ἄλλαξε τήν ἐπιγραφή τοῦ βασιλέως. Ἔγραψε πολύ πιό ὡραία καί μέ χρυσᾶ γράμματα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἵδρυσα αὐτή τήν ἱερά ἐκκλησία μέ ὅλα τά ἔξοδά μου, ἐγώ ἡ χήρα Ἀναστασία».

Οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά διαβάζουν:

-Τί γράφει ἐκεῖ ἐπάνω στήν ἐπγραφή;

Τί γράφει;

-Κυττᾶξτε, ὅτι μία γυναῖκα ἵδρυσε τήν ἐκκλησία!

-Ἀλλά πρίν, ὅταν μπῆκε μέσα ὁ βασιλεύς ἦταν γραμμένο τό ὄνομά του!

-Ἀλλοίμονο, ἐάν τό ἀκούσει καί τό ἰδῆ ὁ βασιλεύς!

Ἡ σκάλα εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἐκκλησία καί δέν μποροῦσε κανείς νά εἰπῆ ὅτι κάποιος ἀνέβηκε καί ἄλλαξε κάτι ἀπό τήν ἐπιγραφή.

-Ἄλλωστε μόλις τώρα μπῆκε ὁ βασιλεύς στήν ἐκκλησία καί τήν ἐδιάβασε. Ποιός ἠμποροῦσε τόσο γρήγορα νά ἀλλάξη τά λόγια; Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα!

Οἱ ἄνθρωποι πού εἶδαν αὐτό τό θαῦμα ἐφοβοῦντο νά τό εἰποῦνε στόν βασιλέα καί ἐπῆγαν στόν βοηθό του,  τόν Πέτρο, δηλ. θά ἐλέγαμε σήμερα στόν ὑπουργό τῶν ἐσωτερικῶν.

-Κύτταξε, ἐξοχώτατε, τί μεγάλο θαῦμα συνέβη ἐκεῖ ἐπάνω! Κύτταξε τί εἶναι γραμμένο στήν ἐπιγραφή!

-Νά ἰδοῦμε καλλίτερα. Ναί, μᾶλλον ἔχετε δίκαιο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα! Περιμένετε νά καλέσω τόν βασιλέα! Ἡ Μεγαλειότης σας ἠμπορεῖτε νά ἔλθετε μέχρι τόν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας;

Ὁ βασιλεύς ὑπήκουσε, διότι εἶχε ἐμπιστοσύνη στόν μεγάλο αὐτόν σύμβουλόν του.

Ἐπῆγε ἐκεῖ κοντά. Ὅταν τό ἀντίκρυσε τό θαῦμα αὐτό, ἔμεινε ἔκθαμβος:

-Μά, μόλις πρίν λίγα λεπτά ἐμπήκαμε στήν ἐκκλησία καί ἡ ἐπιγραφή εἶχε τό ὄνομά μου! Τί συμβαίνει;

-Πιστεύω ὅτι ἦταν δικό σου τό ὄνομα, ὦ βασιλεῦ. Ὅλος ὁ κόσμος τό ξέρει. Ἀλλά κύτταξε τί εἶναι γραμμένο τώρα!

-Ἀλλοίμονο σέ μένα τόν ἁμαρτωλό! Ἐδῶ εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα! Κανένας δέν ἠμποροῦσε νά τό κάνη αὐτό, παρά μόνον ὁ Θεός! Ἔχασα τήν εὐλογία τῆς ἐκκλησίας, διότι τήν ἵδρυσα μέ ὑπερηφάνεια! Καί ὁ Θεός τήν ἔδωσε σέ κάποια χήρα γυναῖκα!

Συγκέντρωσε τούς αὐλικούς καί συμβούλους του καί τούς εἶπε:

-Δέν θά γίνουν τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας μέχρι νά μάθουμε ποιά εἶναι αὐτή ἡ χήρα Ἀναστασία! Ὅταν τήν βροῦμε, τότε θά ἁγιασθῆ ὁ ναός στό ὄνομα ἐκείνης, διότι σ᾿ αὐτήν τήν ἔδωσε τήν ἐκκλησία ὁ Θεός, διότι εἶναι ἀνώτερη καί μεγαλύτερη ἀπό μένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἔδωσε διαταγή νά σταλῆ μήνυμα σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία του καί νά ἀναζητηθῆ ἡ χήρα Ἀναστασία.

Ἀλλά ὁ Θεός, ὅταν θέλει νά ἀποκαλύψη ἕνα πρᾶγμα γρήγορα, τό ἀπεκάλυψε σέ μιά ἄλλη χήρα, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τήν Ἀναστασία καί εὑρισκόταν ἀνάμεσα στόν κόσμο.

-Γιατί ἐρωτᾶτε;

-Ζητοῦμε τήν χήρα Ἀναστασία, τήν τάδε, τήν ὁποία γυρεύει ὁ βασιλεύς.

-Τήν χήρα Ἀναστασία ἐγώ τήν γνωρίζω! Μένει στήν ἄκρη τῆς πόλεώς μας σ᾿ ἕνα καλυβόσπιτο.

-Ἀλήθεια, γιαγιά; Ἄϊντε, πᾶμε νά πληροφορήσης καί τόν βασιλέα.

-Καί εἶπε στόν βασιλέα τόν τόπο, ὅπου εὑρισκόταν ἡ χήρα Ἀναστασία. Ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες μέ τ᾿ ἄλογά τους νά τήν ἀναζητήσουν καί νά τήν φέρουν στήν ἐκκλησία.

-Κρυφθῆτε καί μήν τήν τρομάξετε. Νά τῆς πῆτε ὅτι ὁ βασιλεύς δίνει στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς χῆρες ἀπό ἕνα ὡραῖο σκεῦος. Νά μή φοβηθῆ καί νά ἔλθη κι αὐτή νά πάρη τό δῶρο της. Αὐτά τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.

Ἡ ἀποστολή τῶν καβαλλαρέων στρατιωτῶν πραγματοποιήθηκε. Ἔφθασαν γρήγορα στήν ἄκρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀναζητοῦσαν.

Ἐκεῖ συνάντησαν μερικά παιδιά, τά ὁποῖα ἔπαιζαν μέ τούς κύκλους.

-Ἔε, παιδιά, δέν γνωρίζετε ἐδῶ, ποῦ μένει ἡ γιαγιά Ἀναστασία;

Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα, τούς εἶπε:

-Ἡ γιαγιά Ἀναστασία μένει ἐκεῖ στόν κῆπο.

Τώρα εἶναι στό σπίτι;

-Ὄχι δέν εἶναι. Ἐπῆγε μ᾿ ἕνα δεμάτι χόρτα στήν πλάτη της ἐκεῖ στήν ἐμποροπανήγυρι.

Τά παιδιά δέν ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ θά γινόταν τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας. Ἐνόμιζαν ὅτι θά γίνη ἐμποροπανήγυρις.

-Ἄς ἰδοῦμε πρῶτα, μήπως εἶναι στό σπίτι της.

Ἔφθασαν ἐκεῖ στήν πόρτα του καλυβιοῦ της καί τί νά ἰδοῦν! Τί κλειδωνιές καί μάνδαλοι ἦταν ἐκεῖ! Αὐτή πού δέν εἶχε τίποτε μέσα, ἦταν τόσο φοβισμένη καί εἶχε τόσες κλειδωνιές καί σύρτες! Αὐτά ἦταν σημεῖο ὅτι ἡ γιαγιά δέν ἦταν μέσα. Παρότι δέν εἶχε κάτι νά τῆς κλέψουν, εἶχε κλειδωμένο τό καλυβάκι της μέ τόσες κλειδωνιές! Κατάλαβαν ὅτι εὑρισκόταν στά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας.

Ἐπέστρεψαν οἱ στρατιῶτες καί ἔδωσαν ἀναφορά στόν  βασιλέα:

-Μεγαλειότατε, προσκυνοῦμεν. Εὑρήκαμε τό καλυβάκι της στήν ἄκρη τῆς πόλεως. Τά παιδιά μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ γιαγιά Ἀναστασία εἶναι ἐδῶ ἀνάμεσα στόν κόσμο. Τότε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:

-Ἐάν τήν εὕρωμεν θά εἶναι μεγάλο θαῦμα αὐτό γιά ἐμᾶς!

Ἡ χήρα ἐκείνη γυναῖκα, ἡ ὁποία ὑπέδειξε τό σπίτι τῆς Ἀναστασίας, συγκέντρωσε κοντά της κἄπου 15 γυναῖκες καί τούς εἶπε: «Ἀναζητοῦμε τήν κουμπάρα Ἀναστασία, τήν θέλει ὁ βασιλεύς». Αὐτές τήν ἀνεζήτησαν μέσα στόν κόσμο καί μία γυναῖκα ἦλθε καί εἶπε στίς ἄλλες τά ἑξῆς: «Ἡ γιαγιά Ἀναστασία προσεύχεται ἐκεῖ μπροστά στίς εἰκόνες».

Τότε τήν ἐπῆραν καί τήν μετέφεραν στόν βασιλέα.

-Ἀλοίμονο σέ μένα. Φοβοῦμαι τί μέ θέλει;

Σιώπα, τῆς εἶπαν οἱ ἄλλες, θέλει νά μᾶς δώση ἕνα δῶρο.

Καί συγκεντρώθηκαν μπροστά στόν βασιλέα κἄπου 30 χῆρες. Ἡ χήρα Ἀναστασία ἦταν ἀνάμεσα στίς ἄλλες. Ὁ βασιλεύς καθόταν στόν θρόνο του μέ τό χρυσό στέμμα στό κεφάλι του καί γύρω του ἡ βασίλισσα, οἱ στρατηγοί του καί οἱ ἄχοντες τῆς Χώρας.

Τότε μία γυναῖκα τούς εἶπε: «Αὐτή ἡ μικρούτσικη γιαγιά πού εἶναι στό μέσον καί ἔχει κατεβασμένο τό κεφάλι της. Αὐτή εἶναι ἡ χήρα Ἀναστασία.

Ὁ βασιλεύς ἔβγαλε τό στέμμα του καί τό κρατοῦσε στά γόνατά του.

Ἡ χήρα Ἀναστασία ἦλθε κοντά του φοβισμένη, ἀλλά ὁ βασιλεύς τῆς εἶπε:

-Μή φοβᾶσαι, γιαγιά. Πῶς ὀνομάζεσαι;

-Ἀναστασία.

Μή φοβᾶσαι, διότι ἀξιώθηκες μεγάλης τιμῆς ἀπό τίν Θεό! Τί δῶρο ἔφερες τό πρωΐ στήν ἐκκλησία;

-Δέν ἔφερα κανένα δῶρο, Μεγαλειότατε, διότι εἶμαι φτωχειά.

Αὐτή δέν ἐθεωροῦσε ποτέ ὅτι ἕνα δεμάτι χόρτο γιά τά βόδια εἶναι δῶρο στόν Θεό!

-Γιαγιά Ἀναστασία, ἔφερες ἕνα μεγάλο δῶρο στήν ἐκκλησία. Ἔφερες ἕνα δεμάτι χόρτα μέ τό ὁποῖον μοῦ ἐπῆρες τήν ἐκκλησία μου!

-Ναί, ἔφερα, ἀλλά δέν τό θεωρῶ ἀφιέρωμα στόν Θεό, διότι τό ἔκοψα ἀπό τά σύνορα τοῦ χωραφιοῦ ἑνός ἀνθρώπου.

Ἐθεωροῦσε ὅτι καί τό χόρτο πού ἔφερε δέν εἶναι ἀπό δικό της χωράφι!

-Γιαγιά Ἀναστασία, τό χειρόβολο τῶν χόρτων πού ἔφερες ἀξίζει περισσότερο ἀπό τά ἑκατομμύρια χρήματα τά ὁποῖα ἐξώδευσα γιά τήν ἵδρυσι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας!

Αὐτή φοβήθηκε ὅτι ὁ βασιλεύς θά διατάξη τώρα νά τήν τιμωρήσουν.

-Τήν ἐκκλησία πού ἔκτισα μέ τόσες δαπάνες δέν εἶναι πλέον κτισμένη ἀπό μένα καί ἀπό τά χρήματα τοῦ βασιλείου μου, ἀλλά ἀπό σένα γιαγιά. Ἰδού τό ὄνομά σου εἶναι γραμμένο στήν ἐπιγραφή! Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς:

-Πάρτε αὐτή τήν γιαγιά μέ σεβασμό καί νά τήν τοποθετήσετε δίπλα μου. Ἀπό σήμερα αὐτή θά εἶναι ἡ μητέρα μου. Χάρηκα πολύ πού τήν  βρῆκα!

Τήν ἐπῆγαν στό μέρος πού ἦταν ἡ ἐπιγραφή καί ἕνας ὑπηρέτης ἐδιάβασε τήν ἐπιγραφή. Ἡ ἴδια δέν ἤξερε νά διαβάζη. Ὅμως ἄκουσε τί ἔγραφε.

Ἡ γιαγιά διαμαρτυρήθηκε καί εἶπε: «Ἐγώ δέν ἔγραψα ἐκεῖ τό ὄνομά μου». Φοβήθηκε ὅτι θά τήν ἐνοχοποιήσουν.

-Μή φοβᾶσαι, γιαγιά Ἀναστασία, ἄγγελος Κυρίου ἔγραψε ἐκεῖ τό ὄνομά σου. Τό δεμάτι μέ τά χόρτα ἦταν ἀνώτερο καί πολυτιμώτερο ἀπ᾿ ὅλα τά θησαυροφυλάκια πού ἐγώ ἄνοιξα γιά νά κτίσω τήν ἐκκλησία αὐτή. Ὁ Θεός λοιπόν ἤθελε νά γραφῆ τό ὄνομά σου στήν ἐπιγραφή καί νά μείνη  ἐκεῖ στόν ἅπαντα αἰῶνα.

Αὐτή ἡ καημένη, ἐξεπλάγη καί δέν μιλοῦσε καθόλου. Ὅλοι ἐθάυμαζαν κι ἔλεγαν: «Μέγα θαῦμα αὐτό».

Τήν δεύτερη ἡμέρα οἱ πατριάρχες καί ὅλος ὁ κλῆρος ἐτέλεσαν τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ, πού ἐπῆρε τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.

Ὅταν ἐκοιμήθη ἡ ὁσία αὐτή γιαγιά Ἀναστασία, ὁ βασιλεύς διέταξε καί τήν ἔθαψαν μέσα στό Ἅγιο Βῆμα μέ τήν ἑξῆς ἐπιγραφή: «Ἐδῶ ἡ ἐκκλησία πού κτίσθηκε μέ θέλημα Θεοῦ, ἀφιερώθηκε διά θαύματος στήν χήρα Ἀναστασία, ἡ ὁποία εἶναι θαμμένη ἐδῶ».

Ὁ Θεός ἐδόξασε τήν Ἀναστασία, γιά τήν πολλήν της ταπείνωσι καί ἐπῆγε χορτάρι στήν ἐκκλησία γιά τά ζῶα, διότι δέν εἶχε τίποτε ἄλλο νά χαρίση στόν Θεό!

Θέλω νά εἰπῶ κι ἐγώ τά ἑξῆς γιά τήν ἐλεημοσύνη: Ὅταν, ἄνθρωπέ μου, δέν μπορεῖς νά κάνης κάτι μεγάλο, πρόσφερε τό μικρό, ὅ,τι ἔχεις. Ἡ ἐλεημοσύνη ἑνωμένη μέ τήν ταπείνωσι ἀνεβαίνει σάν φλόγα πυρός ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος λέγει: «Ὁ Θεός δέν βλέπει τήν ποσότητα τοῦ δώρου πού προσφέρουμε στόν ἄλλον, ἀλλά τήν διάθεσι μέ τήν ὁποία τό προσφέρουμε». Ἔστω κι ἄν δώσης ἕνα μικρό δῶρο, ἀλλά μέ ταπείνωσι καί μέ τήν σκέψι ὅτι θέλεις, ἀλλά δέν μπορεῖς νά δώσης κάτι περισσότερο, αὐτό εἶναι ἀληθινή ἐλεημοσύνη».

 

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Στήν ἀνατολή εἶναι μία μεγάλη χώρα, πού λέγεται Ἰνδία μέ ἑκατομμύρια λαό, γεμάτη ἀπό ἀγαθά καί φροῦτα, περισσότερο ἀπο ἄλλες χῶρες πού περιβάλλονται ἀπό θάλασσα καί εἶναι πλησίον μέ τήν Κίνα. Αὐτή ἡ χώρα στήν ἀποστολική ἐποχή δέχθηκε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ, ἀλλά τελικά παρέμεινε στήν εἰδωλολατρεία, διότι πολλοί σκληροί ἄνθρωποι δέν δέχθηκαν τήν σωτηριώδη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας.

Στήν χώρα αὐτή τώρα ἱεραπόστολοι τῆς Ἐκλησίας μας κηρύττουν τόν Χριστόν μας μέ πολύ ζῆλο. Ἕνας ζηλωτής ἱεραπόστολος κατώρθωσε νά ὁδηγήση στήν ὀρθόδοξη πίστι μερικές οἰκογένειες ἰνδῶν, οἱ ὁποῖοι πρίν προσκυνοῦσαν τόν Βράχμα Κρίσνα. Στόν τόπο ἐκεῖνον τῶν νέων χριστιανῶν, ὁ ἱεραπόστολος ὕψωσε ἕνα ξυλόγλυπτο σταυρό μέ τόν Κύριο σταυρωθέντα σέ φυσικές διαστάσεις καί τόν ἐστόλισε πολύ ὡραία.

Αὐτοί πού εἶχαν πιστεύσει στόν Χριστό, προσκυνοῦσαν τόν Σταυρό του καί τόν σταυρωθέντα Κύριό μας. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ περισσότεροι, περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ νά χλευάσουν καί κτυπήσουν τούς χριστιανούς, διότι ἐπίστευσαν στόν Χριστό.

Αὐτοί οἱ ἄπιστοι ἐπῆγαν κοντά στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ καί Τόν περιγελοῦσαν καί τόν ἔφτυναν, κτυπώντας Τον μέ ρόπαλα καί λερώνοντας τόν σταυρό μέ ἀκαθαρσίες.

Ὅταν αὐτές οἱ κακές τους πράξεις ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἦταν στό ἀποκορύφωμά τους, ὁ Χριστός ἔστρεψε τό Πρόσωπό Του δεξιά, τούς ἀντίκρυσε καί τούς ἐρώτησε: «Γιατί μέ περιγελᾶτε;» Ὅταν αὐτοί εἶδαν ὅτι Αὐτός πού τόν ἔφτυναν, ἔστρεψε τό πρόσωπό Του σάν νά ἦταν ζωντανός καί τούς ἐρώτησε γιατί τόν περιγελοῦν, μερικοί ἀπέθαναν ἀπό τόν φόβο τους, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔφυγαν γρήγορα καί ἐπῆγαν στούς διδασκάλους τους καί τούς εἶπαν:

-Ἐλᾶτε νά ἰδῆτε ἕνα θαῦμα! Ἐμεῖς κτυπᾶμε καί διακωμοδοῦμε τόν Χριστό καί Τόν εἴδαμε νά ἀνοίγη τά μάτια του, τό στόμα Του καί νά μᾶς ἐρωτᾶ: «Γιατί μέ παριγελᾶτε;».

Ἐπῆγαν μαζί μέ τούς θρησκευτικούς διδασκάλους τους στόν σταυρό καί, ὅταν εἶδαν τόν Χριστό νά ἔχη στρέψη τό πρόσωπό Του δεξιά, ἐξεπλάγησαν καί ὅλοι ἐβαπτίσθηκαν. Πολύς φόβος ἐκυρίευσε τούς ἀνθρώπους πού ἔμεναν σ᾿ αὐτόν τόν τόπο. Καί σήμερα ἐκεῖ πού ἦταν ὁ ἐσταυρωμένος, ἔχουν κτίσει τόν καθεδρικό ναό τους. Καί αὐτός ὁ σταυρός, ὅπου ὁ Χριστός ἔστρεψε δεξιά τήν Μορφή του, εἶναι μέσα στό ἱερό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας.

Ἔτσι ὁ Σωτήρ ἐπέκρινε αὐτούς πού Τόν εἰρωνεύοντο μόνο καί μόνο γιά νά τούς ὁδηγήση στήν ὁδό τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας.

Ἐάν, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστός ἐζωντάνεψε ἐπάνω στόν σταυρό Του γιά νά φέρη στήν σωτηρία τούς ἀνθρώπους, σκεφθῆτε, τί θά γίνη, ὅταν θά ἔλθη ἐπάνω σέ σύννεφα καί θά προπορεύεται ὁ Σταυρός Του μέ πολλή δόξα καί μέ τίς ἄπειρες δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων γιά νά κρίνη ὅλο τόν κόσμο;

 

 

 

(Κάτω ἀπό τό σκίτσο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου εἶναι τά κάτωθι λόγια γραμμένα)

Ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης εἶναι ἕνας ἀπό τούς Δώδεκα Μαθητάς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΓΟ ΚΥΝΩΠΑ

Ἔχω νά σᾶς εἰπῶ τώρα μία ἱστορία μέ τόν ἅγιο Εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Αὐτός ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σέ πολλές χῶρες. Ὅταν ἔφθασε στήν νῆσο Πάτμο τῆς Ἑλλάδος, εὑρῆκε ἐκεῖ πολλούς πού προσκυνοῦσαν τόν ψεύτικο θεό Δία, διότι τότε ὅλος ὁ κόσμος προσκυνοῦσε τά εἴδωλα.

Στήν νῆσο αὐτή ζοῦσε ἕνας μεγάλος μάγος, πού ἔμενε στήν ἔρημο, τόν ὁποῖον καλοῦσαν Κύνωπα. Καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ νησιοῦ ἔλεγαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ θεός τους, διότι μέ δαιμονική δύναμι, ἔκανε μεγάλες μαγεῖες διαφόρων εἰδῶν πού ἐφαίνοντο στά μάτια τῶν ἀνθρώπων σάν «θαύματα». Αὐτόν τόν μάγο τόν ὑπηρετοῦσαν χιλιάδες δαίμονες γιά νά μπορῆ νά κάνη τά μαγικά του τεχνάσματα μέ δαιμονική δύναμι καί μέ ἄλλους μεγάλους μάγους.

Ὅταν ἔφθασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐκεῖ, ἄρχισε νά κηρύττη τό Εὐαγγέλιο μέ τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν Χάρι Του ἔκαμε καί θαύματα, διότι ὁ Χριστός εἶχε δώσει σέ ὅλους τούς Ἀποστόλους Του αὐτό τό χάρισμα, ὅταν τούς εἶπε: «Μέ τό Ὄνομά Μου θά διώχνετε δαιμόνια, θά ἀνασταίνετε νεκρούς, θά ὁμιλῆτε ξένες γλώσσες....(πρβλ Μάρκ.16,17).

Πολύς κόσμος ἐπίστευσε στό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Πολλοί ἦσαν οἱ ἀσθενεῖς πού ἐθεραπεύοντο, μερικοί ἀνασταίνοντο καί πολλά θαύματα ἐγένοντο μέ τήν δύναμι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δαίμονες ἐκδιώκοντο καί μόνο μέ τόν λόγο τοῦ Ἁγίου τό εἰδωλεῖον τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνος κατεδαφίσθηκε. Πολλοί ἀπό τούς ἀνθρώπους, βλέποντας αὐτά τά θαυμάσια, ἐπίστευαν καί ἐβαπτίζοντο.

Τότε πολλοί εἰδωλολάτρες ἐπῆγαν στήν ἔρημο, στόν μάγο τους τόν Κύνωπα, ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ, καί τοῦ εἶπαν: -Δέσποτα, ἦλθε στήν πόλι μας ἕνας Μαθητής Ἐκείνου πού σταυρώθηκε, καί ὀνομάζεται Ἰωάννης. Κάνει θαύματα καί μεγάλα σημεῖα, ἀνασταίνει νεκρούς, θεραπεύει ἀσθενεῖς, δίνει τό φῶς στούς τυφλούς, θεραπεύει δαιμονισμένους καί πολύς κόσμος πιστεύει σ᾿ αὐτόν.

Τότε αὐτός τούς εἶπε, ὠργισμένος:

-Γά πολλά χρόνια ζῶ ἐδῶ, χωρίς νά ἐξέλθω καί θά πρέπει τώρα ἄραγε νά βγῶ νά κοπιάσω γι᾿ αὐτόν τόν ἀνόητον καί τιποτένιον; Πηγαίνετε στήν πόλι κι ἐγώ θά στείλω ἕνα ἄγγελο μας νά τόν πιάση, νά τόν φέρη ἐδῶ νά τόν καταδικάσω αἰώνια.

Τήν δεύτερη ἡμέρα ἔστειλε ἕνα δικό του μάγο ὑπηρέτη σ᾿ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα δαιμονικά πνεύματα διατάζοντάς τον νά τοῦ φέρη τήν ψυχή τοῦ Ἰωάννου.

Πηγαίνοντας ὁ διάβολος στό σπίτι τοῦ Ἰωάννου, στάθηκε πρῶτα ἔξω. Ἀλλά γνωρίζοντας ὁ Ἅγιος ἐκ τῶν προτέρων γι᾿ αὐτόν, ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ εἶπε:

-Σέ διατάζω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά ἐξέλθης ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι καί νά μοῦ εἰπῆς γιά ποιά αἰτία ἦλθες σέ μένα.

-Οἱ εἰδωλολάτρες ἐπῆγαν στόν Κύνωπα καί τόν παρεκάλεσαν νά ἔλθη στήν πόλι νά τόν σκοτώση, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἤθελε, ἀλλά ἔστειλε ἐμένα νά πάρω τήν ψυχή του.

Τότε εἶπε ὁ Ἅγιος πρός αὐτόν τόν διάβολον:

-Γιατί τόν ἀκοῦτε αὐτόν;

-Ὅλη ἡ δύναμις τοῦ σατανᾶ εἶναι σ᾿ αὐτόν καί ἔχει σοφία μαζί μέ τούς μεγαλυτέρους τούς δικούς μας καί ἐμεῖς μ᾿ αὐτόν εἴμεθα καί ὁ Κύνωπας μᾶς ἀκούει κι ἐμεῖς τόν ὑπακούουμε.

Κατόπιν τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος:

-Ἐγώ, Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σέ διατάζω, πονηρό καί ἀκάθαρτο πνεῦμα, νά μή μπῆς πάλι μέσα στά σπίτια τῶν ἀνθρώπων, οὔτε νά ἐπιστρέψης στόν Κύνωπα, ἀλλά νά φύγης ἔξω καί μακριά ἀπ᾿ αὐτό τό νησί. Καί ἀμέσως ὁ διάβολος ἔφυγε ἔξω ἀπό τήν νῆσο Πάτμο.

Βλέποντας ὁ Κύνωπας ὅτι ὁ διάβολος δέν ἐπέστρεψε πίσω, ἔστειλε ἄλλον διάβολον, ἀλλά κι αὐτός ἔπαθε τά ἴδια. Κατόπιν ἔστειλε ἄλλα δύο μεγάλα πνεύματα τοῦ σκότους καί τά διέταξε τό ἕνα πνεῦμα νά μπῆ στόν Ἰωάννη καί τό ἄλλο νά σταθῆ ἔξω καί νά φέρη τό μαντᾶτο.

Μπαίνοντας στό δωμάτιο τοῦ Ἰωάννου ὁ ἕνας διάβολος, ἔπαθε τά ἴδια μέ τούς προηγουμένους, ἐνῶ ὁ δεύτερος διάβολος στεκόταν ἀπέξω. Βλέποντας ὅλα αὐτά μέ τόν πρῶτον, ἔτρεξε στόν Κύνωπα καί τοῦ εἶπε τί συνέβη.

Τότε ὁ μάγος Κύνωπας ἀγρίεψε πολύ καί κτύπησε τρεῖς φορές τά χέρια του καλώντας τό πλήθος τῶν δαιμόνων πού τόν ἀκολουθοῦσαν. Ἐκάλεσε τούς δαίμονες πού ἦταν στά σύννεφα καί τούς ἔστειλε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τῆς  πόλεως.

Ὁ κόσμος ἄρχισε νά δαιμονίζεται ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων καί καλοῦσε τόν μάγο:

-Ἔε Κύνωπα, εἶσαι μεγάλος θεός μας! Ἦλθε ἐδῶ ἕνας ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἐσταυρωμένου καί κάνει μεγάλα θαύματα καί σημεῖα.

Ὅταν εἶδαν ὅλα αὐτά, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πιστεύσει στόν Χριστόν, ἐφοβήθηκαν καί ἔλεγαν: «Ἀλλοίμονο καί ὁ δικός τους μάγος εἶναι μεγάλος! Κυττᾶξτε τον ἔρχεται ἀπό ψηλά! Πράγματι, τόν ἔφερναν οἱ δαίμονες στά χέρια τους μέσα ἀπό τά σύννεφα. Ὁ Κύνωπας ὄντας ὠργισμένος, ἄρχισε νά τούς ὑβρίζη:

-Ἄνθρωποι τυφλοί, γιατί τόσο γρήγορα πιστέψατε σ᾿ Αὐτόν;  Ἀκοῦστε ἐμένα! Ἐάν κάνη θαύματα ὁ Ἰωάννης, νά κάνη θαύματα σάν αὐτά πού κάνω κι ἐγώ!

Καί ἦλθε ἐκεῖ πού ἐκήρυττε ὁ ἅγιος Ἰωάννης:

-Γιατί μπῆκες στήν χώρα μου, Ἰωάννη καί κάνεις θαύματα καί κηρύττεις γιά Ἕναν ἑβραῖο Ἐσταυρωμένον, ὁ Ὁποῖος δέν ἠμπόρεσε οὔτε τόν ἑαυτό του νά σώση; Τί νομίζεις, ὅτι μόνο ἐσύ κάνεις θαύματα; Θά σοῦ δείξω ἐγώ τί μπορῶ νά κάνω!

Καί ὁ Κύνωπας ἐκάλεσε ἕναν νέον τοῦ ὁποίου εἶχε πεθάνει ὁ πατέρας:

-Ποῦ εἶναι ὁ πατέρας σου;

-Ἀπέθανε.

-Μέ ποιόν τρόπο ἀπέθανε;

-Ἦταν ναυτικός καί πνίγηκε στήν θάλασσα.

Καί ὁ Κύνωπας εἶπε στόν ἅγιο Ἰωάννη:

-Τώρα νά σοῦ δείξω τήν δύναμί σου, Ἰωάννη, γιά νά πιστέψουν αὐτοί οἱ δέκα πού σέ ἀκολουθοῦν, πῶς θά βγῆ ζωντανός ὁ πατέρας αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, πού ἀπέθανε στή  θάλασσα πρό ἐτῶν.

Καί ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: -Δέν μ᾿ ἔστειλε ἐμένα ὁ Χριστός νά ἀνασταίνω νεκρούς ἀπό τή θάλασσα, ἀλλά ἀνθρώπους πού βασανίζονται ἀπό ἐσᾶς νά τούς ὁδηγῶ στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

Καί τότε εἶπε ὁ Κύνωπας ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων:

-Μακάρι καί τώρα νά πιστεύσετε σέ μένα, διότι ὁ Ἰωάννης εἶναι ἀπατεῶνας καί σᾶς ἐξαπατᾶ. Πιάστε τον καί κρατῆστε τον μέχρις ὅτου φέρω τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ ζωντανόν. Προσέξτε, τόν φέρω ἐγώ τώρα ἀμέσως!

Καί κρατήθηκε ὁ Ἰωάννης ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Ὁ Κύνωπας ἐκτύπησε μέ τά παλαμάκια του τρεῖς φορές καί βυθίστηκε μέσα στήν θάλασσα. Καί οἱ δαίμονες πού τόν ὑπηρετοῦσαν τώρα ἦσαν μαζί του.

Καί σέ μιά στιγμή βλέπουμε ὅτι ἐξῆλθε ὁ μάγος ἀπό τήν θάλασσα μεταφέροντας τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλά δέν ἦταν ὁ πατέρας του. Ἦταν μία διαβολική φαντασία.

Καί τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν καί εἶπαν:

-Εἶσαι μεγάλος, Κύνωπα θεέ μας!

Καί ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους αὐτούς μόνον ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔβλεπε ὅτι αὐτός πού ἀναστήθηκε ἦταν πράγματι ἕνας διάβολος καί ὄχι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ.

Καί τότε εἶπε ὁ μάγος στόν νεαρό:

-Κύτταξε, αὐτός δέν εἶναι ὁ πατέρας σου;

Καί ὁ νέος τοῦ ἀπήντησε: -Ναί, κύριε, ἀκριβῶς αὐτός εἶναι.

Κατόπιν ἦλθε ἡ γυναῖκα καί τά ἄλλα παιδιά αὐτοῦ τοῦ ψευδοαναστημένου πατέρα καί τόν ἀγκάλιαζαν.

Καί ἐπροσκύνησαν ὅλοι τόν μάγο. Μάλιστα ἤθελαν νά σκοτώσουν τόν Ἰωάννη, ἀλλά τούς ἐμπόδισε ὁ Κύνωπας, λέγοντάς τους: «Ὅταν ἰδῆτε θαύματα μεγαλύτερα ἀπό τά δικά μου, τότε νά βασανίσετε τόν Ἰωάννη».

Κατόπιν εἶπε σέ μία γυναῖκα:

-Γυναῖκα, ποῦ εἶναι τά παιδιά σου;

-Τά παιδιά μου πνίγηκαν  μέ τό καράβι πηγαίνοντας γιά τήν Κύπρο, ἐδῶ καί δύο χρόνια.

-Νά σοῦ τά φέρω κι αὐτά νά τά ἰδῆς;

Ἐκτύπησε τρεῖς φορές παλαμάκια, ἔπεσε μέσα στήν θάλασσα καί ἔβγαλε ἔξω τά παιδιά αὐτῆς τῆς γυναίκας.

-Σοῦ φιλοῦμε τό χέρι, μαμά! Νά προσκυνᾶτε τόν θεό Κύνωπα, διότι αὐτός μᾶς ἔβγαλε ἀπό τά βάσανα τῆς κολάσεως καί μᾶς ἔφερε ἐδῶ!

Καί ἡ μαμά τους τά ἐφίλησε, ἀλλά δέν ἔβλεπε ὅτι ἐπροσκύνησε τούς δαίμονες.

Μετά ἐκάλεσε ὁ μάγος ἕναν ἄλλον, τοῦ εἶπε:

-Ἐσύ δέν εἶχες παιδί;

-Ναί, κύριε, ἀλλά ἀπό ἀντιζηλία τόν ἐσκότωσε κάποιος.

Καί ἔκραξε ὁ μάγος καλώντας μέ τ᾿ ὄνομά του τόν σκοτωμένον καί ἀμέσως αὐτός στάθηκε μπροστά στόν πατέρα του. Καί εἶπε ὁ Κύνωπας σ᾿ αὐτόν:

-Κύτταξε, εἶναι αὐτός ὁ γυιός σου;

-Ναί, κύριε, αὐτός εἶναι.

Ὅταν εἶδαν οἱ ἄνθρωποι αὐτά, ἄρχισαν νά κραυγάζουν δυνατά:

-Κύνωπα εἶσαι μεγάλος καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερος θεός ἀπό σένα!

Καί εἶπε ὁ Κύνωπας στόν ἅγιο Ἰωάννη:

-Γιατί ἐκπλήττεσαι, Ἰωάννη;

-Καί ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε:

 -Ἐγώ δέν ἐκπλήττομαι ἀπ᾿ αὐτά.

Καί ὁ μάγος τοῦ ἀπήντησε:

-Θά ἰδῆς μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ αὐτά καί τότε θά θαυμάσης καί δέν θά πεθάνης μέχρις ὅτου φρίξης ἀπό τά σημεῖα καί τά θαύματά μου.

Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τοῦ εἶπε:

-Τά σημεῖα σου ὅλα θά καταστραφοῦν, διότι ὅλα ὅσα κάνεις εἶναι διαβολικές μαγεῖες!

Ὅταν ἄκουσαν τά λόγια αὐτά οἱ εἰδωλολάτρες, ὥρμησαν νά συλάβουν καί κτυπήσουν τόν Ἅγιον. Τόν ἔπιασαν καί τόν ἐκτύπησαν δυνατά μέχρις ὅτου ἐπίστευσαν ὅτι ἀπέθανε.

Αὐτοί πού εἶχαν πιστεύσει στόν Χριστό, κυριεύθησαν ἀπό φόβο λέγοντες: «ἐάν θά σκοτώσουν τόν διδάσκαλό μας, τότε θά σκοτώσουν κι ἐμᾶς».

Τότε ὁ Κύνωπας ἄρχισε νά κραυγάζη:

-Ἄθλιοι! Βλέπετε τί ἔργα ἔκαμα ἐγώ καί τί ἔκαμε ὁ Ἰωάννης! Καί πῶς ἐπιστεύσατε σ᾿ αὐτόν; Νά τόν ἀφήσετε ἄταφον νά τόν φᾶνε τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ! Ἐγώ, εἴδατε, ἔχω μεγαλύτερη δύναμι ἀπ᾿ αὐτόν!

Καί ἀπομακρύνθηκαν ὅλοι ἀπό ἐκεῖ, ἀφήνοντας τόν Ἅγιον πεσμένον κάτω στό ἔδαφος.

Καί ἦλθε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καί ἐσκούντησε τόν Ἅγιο λέγοντάς του: «Ἰωάννη, σήκω καί κήρυξε τόν Χριστόν!» Καί ἄρχισε νά κηρύττη, ὅπως καί πρῶτα, ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες ἐπῆγαν καί εἶπᾶν στόν μάγο καί διδάσκαλό τους:

-Ἰωάννη, αὐτόν πού ἐμεῖς ἐσκοτώσαμε πρίν ἀπό τρεῖς ἡμέρες, κηρύττει τώρα δυνατά καί ὅλος ὁ κόσμος πιστεύει σ᾿ αὐτόν.

Ὅταν ἄκουσε ὁ Κύνωπας ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀναστήθηκε καί ἄρχισε νά κηρύττη δίπλα στήν  θάλασσα, ἐπῆγε ἐκεῖ μέ ἐκείνους τούς διαβόλους, τούς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι θεωροῦσαν ὅτι ἀναστήθηκαν. Εἶπε στόν Ἅγιο:

-Ἰωάννη, νομίζεις θά σέ φοβηθῶ, ἐπειδή πιστεύεις ὅτι ἀναστήθηκες; Καλοί μου ἄνθρωποι, ξέρετε ὅτι τό πλοῖο πού βυθίσθηκε αὔτανδρο εἶχε μέσα κἄπου 400-500 ἀνθρώπους;

-Κυττᾶξτε. Ἐγώ τώρα ἀμέσως πηγαίνω κάτω στό πλοῖο καί θ᾿ ἀναστήσω ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους!

Ἐκτύπησε τά παλαμάκια τρεῖς φορές ὁ Κύνωπας καί βυθίσθηκε στήν θάλασσα γιά ν᾿ ἀνεβάση ὁλόκληρο τό πλοῖο μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Οἱ δαίμονες πού τόν ὑπηρετοῦσαν ἦταν τώρα ὅλοι μαζί του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Κύνωπας βυθίσθηκε στήν θάλασσα, ἐπῆρε τόν Τίμιο Σταυρό καί εἶπε:

-Ἐδῶ νά βυθισθῆ ὅλη ἡ δύναμις τοῦ σατανᾶ!

Καί ξαφνικά φουρτούνιασε ὑπερβολικά ἡ θάλασσα, ὑψώθηκαν  δυνατοί ἄνεμοι καί δέν ἐξῆλθε ἀπό τήν θάλασσα ὁ μάγος, ἀλλά παρέμεινε ἐκεῖ στόν βυθό τῆς θαλάσσης.

Οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν δίπλα στήν παραλία της θαλάσσης καί ἐπερίμεναν τόν Κύνωπα, μαζί μ᾿ αὐτούς τούς ψευδοαναστημένους, εἶπαν:

-Δέν τρῶμε τίποτε μέχρι νά ἔλθη ὁ θεός μας!

Ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης τούς εἶπε:

-Αὐτός δέν θά ἔλθη πλέον ποτέ, διότι τόν ἔστειλα ἐγώ στόν βυθό τῆς κολάσεως.

Καί ἐπερίμενε ὁ λαός νά ἔλθη ὁ μάγος μέ τό πλοῖο καί τούς 500 πνιγμένους ἀνθρώπους, ἀλλά ματαίως. Ἔμειναν ἐκεῖ καί ἐπερίμεναν τρεῖς ἡμέρες, ὥστε ἄρχισαν νά πεθαίνουν ἀπό τήν πεῖνα.

Ἡ θάλασσα ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἔκανε παφλασμό, ὅπως γίνεται σέ θαλασσοταραχή, διότι οἱ δαίμονες ἐγκατέλειψαν τόν Κύνωπα, ὁ ὁποῖος καί ἔμεινε στόν βυθό τῆς θαλάσσης. Ὅλοι ἐπερίμεναν καί ἔλεγαν: «Δέν θά βρῆ ἄραγε τρόπο ὁ Κύνωπας νά ἔλθη πάλι! Οὔτε μόνος του, οὔτε καί μέ ἄλλους παρέα; Ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τούς ἔλεγε:

-Βλέπετε ὅτι σᾶς ἐξαπατοῦσε; Βλέπετε τώρα τίς ἀπάτες τους; Βλέπετε, ὅτι δέν ἠμπόρεσε οὔτε τόν ἑαυτό του νά σώση; Καί τώρα αὐτούς πού ἀνέστησε τούς γνωρίζετε ποιοί εἶναι;

-Τούς γνωρίζουμε, ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς.

-Λοιπόν ἄς ἐρωτήσουμε αὐτούς πού ἀναστήθηκαν, ἐάν πράγματι εἶναι οἱ νεκροί σας!

Καί ὁ ἅγιος τούς ἐρώτησε:

-Μέ τήν δύναμι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σᾶς δένω νά μοῦ πῆτε ποιοί εἶσθε ἐσεῖς;

-Ἐμεῖς εἴμεθα δαίμονες πού ὑπηρετοῦμε τόν Κύνωπα γιά πολλά τώρα χρόνια!

Τότε ἄρχισε νά ἐρωτᾶ τούς ψευδοαναστημένους: «Ἐσύ δέν εἶσαι ὁ πατέρας τοῦ νεαροῦ, πού πνίγηκες; Καί ἐσεῖς δέν εἶσθε τά παιδιά τῆς μητέρας σας πού σᾶς ὑποδέχθηκε μέ τόση ἀγάπη;...»

Καί τούς διέταξε λέγοντας τά ἑξῆς ὁ ἅγιος Ἰωάννης:

-Νά δείξετε γιά λίγο, ὅπως ἀκριβῶς εἶσθε, ἀλλά ὄχι μέ πολύ φρικιαστικές μορφές, διότι θά πεθάνη ὁ κόσμος ἀπό τόν φόβο του. Ἔτσι, θά ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι τίς ἀληθινές μορφές σας!

Καί πράγματι ἐμφανίσθηκαν σάν κάτι φοβερά θηρία πού, ὅταν ἐφύσηξαν καί οὔρλιαξαν πρός τούς ἀνθρώπους, ὅλοι μονομιᾶς ἔπεσαν στό ἔδαφος.

-Ἀλλοίμονό μας, ἅγιε Ἰωάννη, ν᾿ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι αὐτοί ἀπό κοντά μας!

Ἔβγαζαν σπινθῆρες ἀπό τά ρουθούνια τους, ἀπό τό στόμα τους ἔβγαινε φωτιά, εἶχαν νύχια σουβλερά καί, ὅταν ἐμούγκριζαν, οἱ ἄνθρωποι ἐτρόμαζαν καί ἔτρεχαν νά γλυτώσουν...Ἦταν δαίμονες!

-Βλέπετε, ποιούς ἐσεῖς ἐπροσκυνούσατε; Τούς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἐπιστεύσατε ὅτι ὁ Κύνωπας ἀνέστησε τούς νεκρούς σας, ἀλλά εἴδατε ποιοί ἦσαν!

-Ἀλλοίμονό μας, νά φύγουν ἀπό κοντά μας γιατί χανόμεθα!

Ὁ ἅγιος τούς καταράσθηκε νά ὑπάγουν στήν κόλασι καί οἱ ἄνθρωποι ἔκτοτε δέν τούς εἶδαν πάλι.

Βλέπετε, πῶς ἐξαπατοῦσε ὁ διάβολος τούς ἀνθρώπους; Εἴδατε πόσες χιλιάδες δαίμονες ὑπηρετοῦσαν ἕνα μάγο; Ἀλλά μπροστά στήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν μποροῦν νά πράξουν οἱ μάγοι. Αὐτός ἦταν ὁ πόλεμος πού εἶχε ὁ ἅγιος Ἰωάννης μέ τόν μάγο Κύνωπα στήν νῆσο Πάτμο. Τότε οἱ ἄνθρωποι ἐπίστευσαν στόν Χριστό καί ὁ Ἅγιος συνέχισε νά κάνη θαύματα καί μεγαλύτερα ἀκόμη. Ἔτσι χειροτόνησε ἐπισκόπους, ἱερεῖς καί ὅλος ὁ λαός ἔγιναν χριστιανοί.

Τί θέλω νά σᾶς εἰπῶ; Ἔτσι θά ἔλθουν μάγοι καί στόν δικό μας τόν καιρό τοῦ ἀντιχρίστου. Προσέχετε. Νά κάνετε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι τό δυνατώτερο ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας μας, καί θά τρέμη ὁλόκληρος ὁ ἅδης καί δέν θά μπορεῖ νά σᾶς νικήση κανείς.

Ἔτσι, μήν ἐμπιστεύεσθε τήν ζωήν σας στούς μάγους, διότι αὐτοί εἶναι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του! Οἱ μάγοι εἶναι στήν ὑπηρεσία τῶν δαιμόνων.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔγραψε τήν Ἀποκάλυψι στήν Πάτμο, βιβλίο πού γράφει γιά τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Σωτῆρος μας στόν κόσμο. Μέ τό βιβλίο αὐτό τελειώνει ἡ Καινή Διαθήκη.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΓΟ ΚΥΝΩΠΑ

 

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

 

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

 ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(+1998

 

 

 

 

Μετάφρασις

Μοναχός

Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Ο ΠΛΑΚΙΔΑΣ

Μία ἀπό τίς ἀόρατες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παντοδυναμία Του, διά τῆς ὁποίας γνωρίζει τά πάντα καί φροντίζει γι᾿ αὐτά.

Ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης τῶν καρδιῶν μας. Αὐτός μᾶς γνωρίζει καί πρίν νά γεννηθοῦμε. Γνωρίζει καί βλέπει τίς σκέψεις τοῦ νοῦ καί τά συναισθήματα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπό τό βάπτισμα καί μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, οἱ φύλακες ἄγγελοί μας γνωρίζουν τά ἔργα καί τούς λογισμούς μας, καλούς καί κακούς. Αὐτοί μετροῦν τά βήματά μας πού κάνουμε πρός τήν ἐκκλησία, πρός τήν μετάνοια, πρός τήν ἐπίσκεψι τῶν ἀσθενῶν ἤ γιά τήν ἐπιτέλεσι καί τῶν κακῶν μας ἔργων. Ἀλλά καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, μᾶς συνοδεύουν οἱ φύλακες ἄγγελοί μας, μαζί μέ τά καλά καί τά κακά μας ἔργα μέχρι τόν θρόνο τῆς κρίσεως, ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου Δικαστοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας.

Ἡ ἄπειρη καί ἀκατάληπτη γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἰσδύει μέσα στίς  καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί ἐάν βλέπει μία νικημένη καί ταραγμένη καρδιά, ἡ ὁποία ἔσφαλε ἐνώπιόν Του, δέν τήν τιμωρεῖ, ἀλλά μέ τό ἔλεός Του καί τήν Χάριν Του τήν φωτίζει καί τήν καθοδηγεῖ στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Διότι γνωρίζουμε ἀπό τήν θεία Γραφή ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀντίθετος καί ἐχθρικός στούς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στούς ταπεινούς μόνο δίνει τήν Χάρι Του. Ἐάν δέν ἀναζητήσουν τό ἔλεος καί τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ αὐτοί πού σφάλλουν καί οἱ ταπεινοί στήν καρδιά δέν εἶναι ἕτοιμοι νά ἐπιστρέψουν κοντά Του, τότε κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν θά ἠμπορέση νά σωθῆ, δεδομένου, κατά τήν μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς «ὅλοι σφάλλουμε καθημερινά»  καί «κανείς δέν εἶναι δίκαιος καί καλός ἐκτός μόνον ἀπό τόν Θεό».

Ἔτσι  ὁ Θεός καλεῖ τούς ταπεινούς στήν πίστι, στήν προσευχή στήν ἐκπλήρωσι τῶν καλῶν ἔργων, στήν εἰρήνευσι μαζί Του, στόν ἁγιασμό καί στήν πνευματική τελείωσί τους. Τούς καλεῖ ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, τούς καλεῖ στήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, στήν εὐτυχία καί τήν αἰώνια δόξα, τούς καλεῖ στήν βασιλεία μαζί Του, πού εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἡ ἱστορία πού θά σᾶς διηγηθῶ εἶναι ἀληθινή. Θά διδαχθοῦμε πολλά καί κυρίως τό ἔργο τῆς ἀγάπης καί τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἄνθρωπο.

Στόν καιρό τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐδιώκοντο οἱ χριστιανοί. Τότε ζοῦσε ἔνας χριστιανός μέ τό ὄνομα Πλακίδας. Ἦταν στρατηγός στό ἐπάγγελμα.

Καταγόταν ἀπό περιφανές καί ἔνδοξο γένος, ἀπό πλουσίους γονεῖς. Ἦταν τόσο γενναῖος στούς πολέμους, ὥστε, ἀκόμη καί ὅταν ἄκουαν τό ὄνομά του οἱ ἐχθροί, ἐτρόμαζαν. Ἀκόμη ἦταν διδάσκαλος τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ στήν τέχνη τοῦ πολέμου καί σ᾿ ὅλους τούς πολέμους ἔδειχνε μεγάλη ἀνδρεία ἀκόμη κι ἀπό τόν καιρό τοῦ βασιλέως Τίτου (79-81), ἐνῶ κατόπιν τιμήθηκε πολύ περισσότερο ἀπό τόν βασιλέα Τραϊανό (98-117).

Ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρης καί προσκυνοῦσε τούς ψεύτικους θεούς, ἀλλά ἡ ζωή καί τά ἔργα του ἦταν χριστιανικά. Δηλαδή ἔτρεφε τούς πεινασμένους, ἐνέδυε τούς γυμνούς, βοηθοῦσε τούς ἐμπεσόντες σέ κινδύνους καί ἐλευθέρωνε πολλούς δούλους καί φυλακισμένους. Καί ἀκόμη πολύ περισσότερο χαιρόταν, ὅταν μποροῦσε νά κάνη κάποιο καλό ἔργο στούς ἄλλους, δίνοντας χέρι βοηθείας στούς κινδυνεύοντες, παρά ὅταν νικοῦσε μέ τό σπαθί του τούς ἐχθρούς. Ζοῦσε σάν ἕνας ἄλλος Κορνήλιος, ὅπως μᾶς διηγεῖται τό βιβλίο «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε ὅλα τά καλά ἔργα, χωρίς ὅμως νά ἔχει γνωρίσει τόν Χριστό. Ἀλλά αὐτό, ζωή χωρίς τόν Χριστό εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς!

Ἔτσι ὁ Πλακίδας καί ἡ γυναῖκα του ἦσαν πολύ καλοί καί ἐλεήμονες πρός ὅλους, ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Τούς ἀπόμενε μόνο μία μεγάλη ἀνάγκη. Νά γνωρίσουν τόν ἀληθινό Θεό, τόν ὁποῖον τιμοῦσαν μέ τά ἔργα τους, ὄχι ὅμως μέ τήν καρδιά τους, διότι δέν τόν ἐγνώριζαν ἀκόμη.

Ἔτσι, ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ Ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί δέν παραβλέπει αὐτούς πού κάνουν τά καλά ἔργα, δέν παρέβλεψε κι αὐτόν τόν ἐνάρετο ἄνδρα καί δέν τόν ἄφησε νά χαθῆ στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας. Τόν ἐκάλεσε, διότι ἀπ᾿ ὅλα τά ἔθνη καλεῖ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται. Τοῦ ἔδειξε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας μέ τόν ἑξῆς θαυμαστό τρόπο:

Μία ἡμέρα ὁ Πλακίδας ἐπῆγε, κατά τήν συνήθειά του, γιά κυνήγι ἀγρίων ζώων μέ τούς δούλους του. Ἐκεῖ εὑρῆκε ἕνα κοπάδι ἀπό ἐλάφια. Μέ τά ἄλογά τους ὅλη ἡ ὁμάδα τῶν κυνηγῶν ἀκολουθοῦσαν τό κοπάδι τῶν ἐλαφιῶν. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ἕνα μεγαλύτερο ἐλάφι, τό ὁποῖον ὁ Πλακίδας ἤθελε, ἄν μποροῦσε νά τό πιάση ζωντανό. Ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πολλούς δούλους του καί ἀκολουθοῦσε πλέον τό ἐλάφι αὐτό μέ ὀλίγους στρατιῶτες του. Ὁ Πλακίδας ἔχοντας πιό δυνατό ἄλογο μπῆκε μέσα στό δάσος, διότι πρός τά ἐκεῖ κατευθύνθηκε τό ἐλάφι. Ὅσο καί νά ἔτρεχε ὀπίσω του, δέν μποροῦσε νά τό πλησιάση, διότι τό ἐλάφι πέρασε ἕνα φαράγγι καί ἀνέβηκε ἐπάνω σέ μία πέτρα ὑψηλή καί ἐκύτταζε ἀπό μακριά τόν στρατηγό. Ὁ Πλακίδας πλησίασε ὅσο μποροῦσε καί σκεπτόταν νά τό κτυπήση μέ τό βέλος του. Στάθηκε ἀπέναντί του καί τό ἐκύτταζε κουρασμένος καί προβληματισμένος. Βλέποντας τό ζῶο, τοῦ ἀπεκαλύφθηκε ὡς ἑξῆς ὁ Ἰησοῦς Χριστός:

Φάνηκε ἕνας φωτεινός σταυρός ἀνάμεσα στά κέρατα τοῦ ζώου καί ἐπάνω στόν σταυρό ἔβλεπε ἀπό μακριά ὁ Πλακίδας τόν Χριστόν έσταυρωμένον. Παρεξενεύθηκε ἀπ᾿ αὐτό τό ὄραμα καί ταυτόχρονα ἄκουσε μία φωνή πού τοῦ ἔλεγε:

-Γιατί μέ διώχνεις, Πλακίδα;

Καί ἀμέσως, μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν θεϊκή φωνή, ἔπεσε ἀπό τόν φόβο του κάτω ἀπό τό ἄλογο σάν νεκρός. Κατόπιν, ἀφοῦ συνῆλθε λίγο καί στάθηκε στά πόδια του, ἐρώτησε:

-Καί ποιός εἶσαι Σύ, Κύριε, πού μέ καλεῖς μέ τό ὄνομά μου;

-Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, πού γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἔγινα ἄνθρωπος, μέ τό θέλημά Μου σταυρώθηκα καί ὑπέμεινα τά βάσανα ἐπάνω στόν σταυρό Μου. Ἐσύ, χωρίς νά μέ γνωρίζεις, μέ τιμᾶς μέ τά καλά σου ἔργα καί τίς ἐλεημοσύνες σου, πού φθάνουν μέχρι τόν θρόνο Μου καί ἦλθα ἀπό ἀγάπη νά ὁδηγήσω καί σένα στήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό σοῦ φανερώθηκα μέ αὐτό τό ζῶο γιά νά Μέ γνωρίσης καί νά ἑνωθῆς μέ τούς πιστούς δούλους Μου, διότι δέν θέλω, ἄνθρωπος πού κάνει δίκαια ἔργα, νά παραμένη μέσα στίς παγίδες τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ διαβόλου.

Ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπό τό ἔδαφος ὁ Πλακίδας, δέν εἶδε γύρω του κανέναν καί εἶπε:

-Τώρα, Κύριε, πιστεύω ὅτι σύ εἶσαι ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί ὁ Ποιητής ὅλης τῆς δημιουργίας. Λοιπόν, Ἐσένα προσκυνῶ καί ἀπό σήμερα δέν θά ἔχω ἄλλο  Θεόν, ἐκτός ἀπό Ἐσένα. Δίδαξέ με τί νά κάνω!

Καί ἄκουσε καί πάλι  τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ πού τοῦ ἔλεγε:

-Νά πᾶς σ᾿ ἕνα χριστιανό ἱερέα νά βαπτισθῆς καί μετά ἐκεῖνος θά σέ διδάξη τήν ὁδό τῆς σωτηρίας σου.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Πλακίδας ἐγέμισε ἀπό χαρά καί ταπείνωσι καί γονατίζοντας προσκυνοῦσε μέ δάκρυα τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἀποκαλύφθηκε, καί Τόν εὐχαριστοῦσε. Χαιρόταν πνευματικά διότι ἀξιώθηκε αὐτοῦ τοῦ μεγάλου δώρου, μέ τό ὁποῖο ὡδηγήθηκε στήν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στήν ἀληθινή ὁδό τῆς σωτηρίας. Μετά, ἀνεβαίνοντας τό ἄλογό του, ἐπέστρεψε μέ τήν συνοδία του χαρούμενος, χωρίς νά πληροφορήση κανέναν γι᾿ αὐτό πού τοῦ συνέβη.

Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του, ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως τήν γυναῖκα του καί τῆς εἶπε ὅλα αὐτά πού εἶδε. Τότε καί ἐκείνη τοῦ εἶπε:

-Κι ἐγώ τήν περασμένη νύκτα, ἄκουσα κάποιον πού μοῦ ἔλεγε: «Ἐσύ καί ὁ ἄνδρας σου καί τά παιδιά σας θά ἔλθετε αὔριο σέ Μένα καί θά Μέ γνωρίσετε. Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, πού δίνω τήν σωτηρία σ᾿ αὐτούς πού μ᾿ ἀγαποῦν». Ὁπότε λοιπόν, ἄς μή καθυστεροῦμε, ἀλλά ἄς πᾶμε νά κάνουμε αὐτά πού διέταξε ὁ Χριστός.

Ἀφοῦ ἐξημέρωσε ἐκείνη ἡ νύκτα, ὁ Πλακίδας διέταξε τούς δούλους του νά ψάξουν νά εὕρουν κάποιον χριστιανό ἱερέα. Νά τοῦ γνωστοποιήσουν ὅτι τόν ζητεῖ ὁ στρατηγός Πλακίδας. Πράγματι οἱ στρατιῶτες ἐπέστρεψαν καί ἔδωσαν τίς ἀπαραίτητες πληροφορίες γιά τόν ἱερέα. Κατόπιν ὁ Πλακίδας μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά τους ἐπῆγαν στό σπίτι τοῦ ἱερέως π. Ἰωάννου, ἔτσι ὠνομαζόταν,  καί τοῦ εἶπαν τά πάντα λεπτομερῶς, πῶς τούς ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός καί ἐζήτησαν νά λάβουν τό ἅγιο Βάπτισμα.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ ἱερεύς, ἐδόξασε τόν Θεό, πού συνάζει ἀπό τά ἔθνη τούς ἐναρέτους δούλους Του καί τούς ἐδίδαξε τήν ἁγία πίστι, λέγοντάς τους τίς βασικές ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κατήχησι, τούς ἐβάπτισε στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στό Βάπτισμά του ὁ Πλακίδας ἐπῆρε τό ὄνομα Εὐστάθιος, ἡ γυναῖκα του τό ὄνομα Θεοπίστη καί τά παιδιά τους ὠνομάσθηκαν Ἀγάπιος καί Θεόπιστος.

Μετά ὁ ἱερεύς τούς ἔδωσε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί τούς εὐλόγησε νά γυρίσουν στό σπίτι τους μέ εἰρήνη λέγοντάς τους:

-Ὁ Θεός νά εἶναι μαζί σας, Αὐτός πού σᾶς ἐφώτισε μέ τό φῶς τῆς γνώσεώς Του καί σᾶς ἐκάλεσε γιά τήν κληρονομία τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Αὐτοί ἐπῆγαν στό σπίτι τους ἀναγεννημένοι ἀπό τήν χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί μέ μία ἀπερίγραπτη χαρά, διότι  εἶχαν φωτισθῆ οἱ ψυχές τους καί εἶχαν γεμίσει ἀπό μία ἀνεκλάλητη γλυκύτητα, ὥστε ἠσθάνοντο ὅτι εὑρίσκοντο στόν οὐρανό καί ὄχι ἐπάνω στήν γῆ.

Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀνεβαίνοντας  στό ἄλογο ὁ Εὐστάθιος, ἐπῆρε καί μερικούς πιστούς δούλους του καί ἐπῆγε στόν τόπο, ὅπου τοῦ ὡμίλησε ὁ Χριστός γιά νά Τόν εὐχαριστήση γιά τήν ἀνείπωτη χαρά πού ἔλαβε. Φθάνοντας ἐκεῖ, εἶπε στούς δούλους του:

-Πηγαίνετε νά κυνηγήσετε κι ἐγώ ἔχω μιά ἄλλη δουλειά.

Κατέβηκε ἀπό τό ἄλογο, ἔπεσε κάτω στό ἔδαφος καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τό ἄπειρο ἔλεός Του, διότι Τόν εὐλόγησε μέ τό φῶς τῆς ἁγίας πίστεως, καθώς καί ὅλη τήν οἰκογένειά του. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή καί ἐμπρός ἐμπιστεύθηκε στά χέρια τοῦ Κυρίου τά πάντα ἔχοντας τήν ἐλπίδα του σ᾿ Αὐτόν καί ἄφησε τήν ζωή του νά τήν κατευθύνη ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Του. Ὅπως ΕΚΕΙΝΟΣ θέλει καί γνωρίζει.

Τότε ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τούς πειρασμούς καί τίς περιπέτειες πού θά γνωρίση στήν ζωή του. Ἰδού ἀκριβῶς τί τοῦ εἶπε:

-Εὐστάθιε, πρέπει νά φανοῦν τά ἔργα τῆς πίστεώς σου σέ Μένα, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σου καί ἡ ἀγάπη σου σέ Μένα. Αὐτά ἀποκαλύπτονται ὄχι μέσα στόν πλοῦτο τῆς ζωῆς, στίς ἀπολαύσεις καί στήν κενή δόξα τοῦ ἀξιώματος, ἀλλά μέσα ἀπό τήν πτωχεία καί τούς πειρασμούς. Γι᾿ αὐτό θά δοκιμάσης πολλούς πειρασμούς καί κινδύνους, ὅπως παλαιότερα ὁ Ἰώβ, διότι θά πρέπει νά δοκιμασθῆτε σάν τό χρυσάφι στήν φωτιά. Καί στό τέλος ἀπό Μένα θά λάβης τό στεφάνι τῆς ἄνω ζωῆς ἀπό τά χέρια Μου.

Καί ὁ Εὐστάθιος τοῦ εἶπε:

-Κύριε, ἰδού εἶμαι ἐνώπιόν Σου, κάνε μέ μένα ὅ,τι ὁρίζεις. Εἶμαι ἕτοιμος νά δεχθῶ μέ κάθε εὐχαρίστησι ὅ,τιδήποτε ἔλθη ἀπό τά χέρια Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος. Τιμωρεῖς σάν Πατέρας μέ τό ἔλεός Σου, ὅταν τό πλάσμα Σου δέν δέχεται τήν πατρική σου ἐντολή. Ἀλήθεια, εἶμαι ἕτοιμος νά ὑποφέρω σάν ἕνας δοῦλος Σου καί νά ὑπομείνω κάθε δοκιμασία πού θά ἔλθη ἐπάνω μου, μόνο νά μείνη ἡ παντοδύναμη βοήθειά Σου κοντά μου.

Καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Ἰησοῦ:

-Πότε θέλεις νά δεχθῆς τίς δοκιμασίες: τώρα ἤ τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς σου;

Καί ὁ Εὐστάθιος τοῦ ἀπήντησε:

-Κύριε, ἐάν δέν μπορῶ νά περάσω τούς πειρασμούς, δός μου τώρα νά ὑπομείνω τούς κινδύνους, μόνο νά μοῦ στείλης τήν βοήθειά Σου νά μή μέ νικήση ἡ κακία μου, ἀλλά νά μείνω πάντα αἰχμαλωτισμένος ἀπό τήν ἀγάπη Σου.

Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε:

-Ἔχε θάρρος, Εὐστάθιε καί ἡ Χάρις Μου θά εἶναι μαζί σου καί θά σέ σκεπάζη! Ὅταν θά φθάσης στό βάθος τῆς ταπεινώσεως, ἐγώ θά σέ ἀνυψώσω καί θά σέ δοξάσω, ὄχι μόνο στόν οὐρανό ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων Μου, ἀλλά καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, διότι, μετά ἀπ᾿ αὐτούς τούς πολλούς πειρασμούς, ἐγώ θά σέ παρηγορήσω καί στίς πρώτες θέσεις τῆς βασιλείας θά σέ ἐπαναφέρω. Ἀλλά ἐσύ μήν χαρῆς ἀπό τήν ἐφήμερη κοσμική δόξα, διότι τό ὄνομά σου εἶναι γραμμένο στούς καταλόγους τοῦ οὐρανοῦ.

Αὐτά συνωμίλησε ὁ Εὐστάθιος μέ τόν ἀόρατο Θεό στό δάσος καί ἡ ψυχή του ἐγέμισε ἀπό μία θεία χαρά καί ἱκανοποίησι. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του μέ φλογισμένη τήν καρδιά του ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, δέν ἐκράτησε μυστική αὐτή τήν συνομιλία του, ἀλλά τήν ἀνεκοίνωσε καί στήν γυναῖκα του. Τῆς εἶπε ὅτι θά ἔλθουν κατεπάνω τους πολλές συμφορές καί στενοχώριες, τίς ὁποῖες θά πρέπει νά τίς ὑπομείνουν μέ ἀνδρεία γιά τόν Κύριο. Ἐάν θά ὑπομείνουν ὅλα αὐτά τά βάσανα, τότε ὁ Κύριος θά τούς ξαναδώση τήν χαρά στήν ζωή τους καί τήν ἀπόλαυσι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ἀκούοντας αὐτά ἡ σοφή γυναῖκα του, τοῦ εἶπε:

-Ἄς γίνει στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο νά παρακαλοῦμε νά μᾶς δίνει τήν ἀγαθότητά Του καί πολλή ὑπομονή.

Ἔτσι ἄρχισαν νά ζοῦν σάν πιστοί χριστιανοί ἀγωνιζόμενοι μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς καί κάθε καλό ἔργο μέ ἐπιμέλεια, περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἔκαμαν πρίν βαπτισθοῦν. Ὁ Θεός τούς καθωδηγοῦσε μέ τήν Χάρι Του καί τούς ἐγέμιζε τίς ψυχές μέ θεία ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀναξιοπαθούντας καί φορτωμένους μέ τά βιοτικά τους προβλήματα, διότι δέν ἦσαν λίγοι στήν μεγάλη αὐτή ρωμαϊκη πρωτεύουσα.

Ὅμως μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἄρχισαν νά ἐκπληρώνωνται τά ὅσα τούς ἀπεκάλυψε πρό καιροῦ ὁ Κύριος.

Ἔτσι, μέ παραχώρησι Θεοῦ, ἦλθαν ἀσθένειες καί ὁ θάνατος στό σπίτι τους. Ὑπηρέτες καί δοῦλοι τους καί τά ζῶα τους ἀσθενοῦσαν καί ἀπέθνησκαν μπροστά ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους. Μετά ἀπό λιγο καιρό ἀπέθαναν σχεδόν ὅλοι οἱ δοῦλοι τους, τά ζῶα τους, μικρά καί μεγάλα πού εἶχαν στό σπίτι τους. Ἀκόμη ληστές ἐμπῆκαν τήν νύκτα μέσα καί ἔκλεψαν τό νοικοκυριό τους. Ἐάν εἶχε ἀκόμη ἀπομείνει κι ἕνας δοῦλος ζωντανός, μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια, ἔπεφτε πεθαμένος στό πάτωμα.

Σέ λίγο καιρό αὐτός ὁ ἔνδοξος πλούσιος καί εὐεργέτης τῶν πτωχῶν, ἐπτώχυνε ὁ ἴδιος. Ἀλλά δέν ἀγανάκτησε, οὔτε στενοχωρήθηκε ἀπ᾿ αὐτά τά παθήματά του. Ὅλα ὅσα τοῦ συνέβαιναν γύρω του δέν διαμαρτυρόταν, ἀλλά εὐχαριστοῦσε τόν Κύριο σάν ἕνας νέος Ἰώβ. Καί ἔλεγε: «Ὁ Κύριος μοῦ τά ἔδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τά ἐπῆρε. Καθώς ἤθελε ὁ Κύριος, ἔτσι καί ἔγιναν. Ἄς εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον».

Ἀκόμη ἔδινε κουράγιο καί στήν γυναῖκα του γιά νά μή στενοχωριέται μέ τίς δοκιμασίες πού τούς κτυποῦσαν συνεχῶς. Ἀλλά ἐκείνη τόν παρηγοροῦσε περισσότερο καί οἱ δυό τους μαζί ὑπέμεναν τά πάντα μέ εὐχαρίστησι ἐμπιστευόμενοι στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί παρηγορούμενοι ὅτι ἡ ἐλπίδα τους στόν Χριστό δέν θά τούς ἐντροπιάση.

Ἔτσι λοιπόν, βλέποντας ὁ Εὐστάθιος τόν ἑαυτό του πτωχόν καί ἄσημον σκέφθηκε ν᾿ ἀπομακρυνθῆ ἀπ᾿ ὅλους τούς γνωστούς του καί μέ τήν οἰκογένειά του νά πάη σέ μία ἄλλη ξένη χώρα, μακριά ἀπό τήν πατρίδα του, ὅπου ὅλοι τόν ἐγνώριζαν. Ἐκεῖ σκεπτόταν, θά συνεχίση νά ὑπηρετῆ τόν Κύριο καί νά ζῆ μέ ταπείνωσι γιά τήν σωτηρία του στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀφοῦ συνεζήτησαν τό θέμα αὐτό μέ τήν γυναῖκα του καί τελικά συμφώνησαν, ἀπεφάσισαν ἡ ἔξοδός τους ἀπό τήν πόλι τῆς Ρώμης νά γίνη νύκτα. Ἔτσι καί ἔκαμαν. Παίρνοντας κρυφά λίγα προσωπικά τους ἀντικείμενα, ὅ,τι τούς ἀπέμειναν, τά δύο παιδιά τους, ἄλλαξαν καί τά βασιλικά τους ροῦχα φορώντας πτωχικά καί χωριάτικα καί χάθηκαν μέσα στήν νύκτα. Θά ἠμποροῦσε ὁ Εὐστάθιος ὄντας ὁ ἴδιος ἀπό περιφανές γένος νά δημιουργήση καί πάλι τά ἴδια καί περισσότερα ἀγαθά, ἀλλά ἄφησε τά πάντα καί τό σπίτι καί τήν πατρίδα του γιά νά γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πόθος τους ἦταν νά γίνουν ἀκόμη καί σκουπιδιαραῖοι, μόνο νά μή χάσουν τήν βοήθεια καί τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Προτίμησαν νά ζοῦν ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους, χωρίς τήν παραμικρή ἀνθρώπινη ἀπό κἄπου ὑποστήριξι.

Ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς τους εἰδοποίησαν στ᾿ἀνάκτορα ὅτι ὁ στρατηγός Πλακίδας κρύφθηκε μέ τήν οἰκογένειά του καί δέν ξέρει κανείς πού εὑρίσκεται. Ἀποροῦν ὅλοι καί ὁ βασιλεύς ἰδιαίτερα τί συνέβη μέ τόν ἀνδρεῖο στρατηγό. Ἐσκέπτοντο μήπως τούς ἐσκότωσαν κάποιοι ἀπό τούς ἐχθρούς του; Καί δέν ἤξερε κανείς νά εἰπῆ κάτι γιά τήν ὑπόθεσι μέ τήν οἰκογένεια αὐτή. Ὁπότε ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως ἔτρεχαν στήν περιοχή πού ἔμενε ὁ στρατηγός νά ἐξετάσουν καί νά μάθουν ποῦ εὑρίσκεται. Κανείς βέβαια δέν ἐγνώριζε τά σχέδια καί τόν νοῦν τοῦ Θεοῦ. Ἤ ποιός εἶναι σύμβουλός Του;

Ἐτσι, ὁ Εὐστάθιος εὑρεθείς σέ κάποιο ἄγνωστο τόπο μέ τήν οἰκογένειά του, εἶπε στήν γυναῖκα του:

-Μέχρι πότε θά ζοῦμε ἔτσι; Πᾶμε καλλίτερα πιό μακριά, γιά νά μή μᾶς γνωρίση κανείς καί προκαλέσουμε πόνο καί θλίψι στούς ἀνθρώπους μέ τήν κατάντια μας.

Παίρνοντας, λοιπόν, τά παιδιά τους ἐπῆραν τήν ὁδό πρός τά μέρη τῆς Αἰγύπτου. Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἔφθασαν στή θάλασσα.

Ἐκεῖ στό λιμάνι εὑρῆκαν κάποιο πλοῖο πού θά ἐπήγαινε γιά τήν Αἴγυπτο. Μπῆκαν μέσα καί ἄρχισαν νά ταξιδεύουν. Ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου ἦταν πολύ βάρβαρος ἄνθρωπος. Βλέποντας τήν γυναῖκα τοῦ Εὐσταθίου ὅτι ἦταν ὡραία, σκέφθηκε πονηρά στήν καρδιά του θέλοντας νά τήν πάρη δική του ἀπό τόν πτωχό τόν ἄνδρα της. Ὁπότε, ὅταν ἔφθασαν στό λιμάνι στό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατέβουν ἀπό τό πλοῖο, ὁ καπετάνιος ἐπῆρε τήν γυναῖκα τοῦ Εὐσταθίου στό δωμάτιό του ἀντί γιά τά εἰσιτήριά τους. Ὁ Εὐστάθιος ἀντιθέτως δέν ἤθελε νά τήν δώση, ἀλλά καί δέν μποροῦσε νά κάνη τίποτε περισσότερ. Ἔτσι ὁ βάρβαρος ἐκεῖνος βγάζοντας τό σπαθί του, ἀπείλησε νά σκοτώση τόν Εὐστάθιο καί νά πετάξη τό κεφάλι του στήν θάλασσα. Καί δέν ὑπῆρχε κανείς νά βοηθήση τόν Εὐστάθιο. Ἄρχισε νά κλαίη. Ἔπεσε στά πόδια αὐτοῦ τοῦ βαρβάρου ἀνθρώπου καί τόν παρακαλοῦσε νά μήν τόν χωρίση ἀπό τήν σύζυγό του. Ἀλλά καί πάλι δέν ἐπέτυχε τίποτε, διότι αὐτός ὁ παράνομος τοῦ εἶπε μέ ὀργή:

-Ἤ θά κλείσης τό στόμα σου, ἐάν θέλης νά ζήσης, ἤ θά πεθάνης ἀμέσως τώρα μέ τό σπαθί μου καί ἡ θάλασσα θά γίνη ὁ τάφος σου.

Τότε ὁ Εὐστάθιος ἐξῆλθε ἀπό τό πλοῖο κλαίγοντας καί ἀναστενάζοντας μέ τά δύο παιδιά του. Ὁ πηδαλιοῦχος ἀπεμάκρυνε τό πλοῖο ἀπό τό λιμάνι, ἐσήκωσε τά πανιά καί ἀπομακρυνόταν άπό τήν ξηρά. Τί φοβερός ἦταν αὐτός ὁ χωρισμός μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ!

Ὁ Εὐστάθιος μέ τά παιδιά του ἀπό τή  ξηρά καί ἡ γυναῖκα του μέσα ἀπό τό καράβι ἀλληλοκυττάζοντο γιά λίγο καί ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι. Ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά περιγράψη τόν πόνο, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς τους; Ἀφοῦ τό καράβι χάθηκε ἀπό τά μάτια του, ὁ Εὐστάθιος μέ δύο παιδιά τους προχώρησαν χωρίς νά ξέρουν ποῦ πηγαίνουν. Ἤξερε ὁ Εὐστάθιος ὅτι τώρα ὁ Θεός τόν δοκίμαζε στήν πίστι του, διότι μέ τήν ὑπομονή σ᾿ αὐτές τίς συμφορές θά φθάση στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἀκόμη δέν εἶχε τελειώσει ἡ συμφορά του μέ τήν ἁρπαγή τῆς γυναίκας του καί μεγαλύτεροι ἀπό τούς πρώτους πειρασμοί τόν ἐπερίμεναν. Βαδίζοντας στή  ξηρά μέ τά δύο παιδιά συνάντησε στόν δρόμο του ἕνα ποτάμι, πού κατέβαζε ὁρμητικά τά νερά του. Δέν ὑπῆρχε γέφυρα καί ἔπρεπε ὅμως νά περάση ἀπέναντι. Λόγῳ τῶν ὁρμητικῶν νερῶν δέν μποροῦσε νά πάρη στά χέρια του καί τά δύο παιδιά του καί νά περάση κολυμβώντας στήν ἄλλη ὄχθη. Καί τί ἔκανε;

Ἄφησε στήν μία ὄχθη τό ἕνα παιδί, ἅρπαξε τό ἄλλο καί μπῆκε στό ποτάμι μέ σκοπό νά τό περάση ἀπέναντι. Τό ἄφησε καί ἐπέστρεφε νά πάρη καί τό ἄλλο. Ὅταν εἶχε φθάσει στήν μέση τοῦ ποταμοῦ, τό παιδί του ἐκραύγασε δυνατά. Σηκώνοντας τά μάτια του ψηλά καί βλέποντας πίσω, εἶδε ἕνα λιοντάρι, πού ἅρπαξε τό παιδί καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο.

Ὁ Εὐστάθιος στεκόταν καί ἐφώναζε μέ πολλή θλίψι. Ἐκύτταζε τό θηρίο πού εἶχε τό ἕνα παιδί του στό στόμα του καί ἐξαφανιζόταν πρός τό δάσος. Κατόπιν ἐπέστρεψε πίσω γιά νά πάρη τό ἄλλο παιδί πού ἄφησε. Πρίν ἀκόμη πατήση στήν ἄλλη ὄχθη, εἶδε ταραγμένος ἕνα λύκο πού ἦλθε καί ἅρπαξε τό παιδί του καί ἔφυγε γιά τό δάσος.

Κτυπημένος τώρα ὁ στρατηγός μέ δοκιμασίες ἀπό κάθε μεριά ἐστέναζε καί πνιγόταν στά δάκρυά του. Ποιός νά περιγράψη τούς πόνους τῆς καρδιᾶς του, τά ἀναφυλλητά του καί τά ποτάμια δάκρυά του; Πρῶτα στερήθηκε τήν γυναῖκα του, ἡ ὁποία τόν παρηγοροῦσε στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς του. Κατόπιν ἔχασε τά παιδιά του στά ὁποῖα ἤλπιζε ὅτι μελλοντικά θά τοῦ συμπαρασταθοῦν στίς περιπέτειές του. Εἶναι θαῦμα πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔμεινε ζωντανός καί δέν ἔκανε κάτι κακό στήν ζωή του. Πῶς δέν πνίγηκε καί ὁ ἴδιος, ὅταν ἔχασε τά παιδιά του καί ἦταν σχεδόν στό μέσον τοῦ ποταμοῦ;  Ὅμως τόν ἐνδυνάμωνε στήν ὑπομονή ἡ δεξιά τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Αὐτός τοῦ ἔδωσε αὐτούς τούς πειρασμούς, Αὐτός θά τοῦ δώση τώρα καί τήν ὑπομονή.

Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό ποτάμι, στάθηκε ἔξω καί ἔκλαυσε ἀρκετά. Κατόπιν ἐπῆρε τόν δρόμο συνεχίζοντας νά κλαίη. Ἔπαιρνε κουράγιο μόνο μέ τήν σκέψι στόν Παράκλητο Θεό στόν Ὁποῖον ἐπίστευε καί γιά τόν Ὁποῖον τά πάντα ὑπέφερε. Καί δέν ἐγόγγυσε κατά τοῦ Θεοῦ νά τοῦ εἰπῆ:

-Ἰδού, Θεέ μου, μέ κάλεσες μέ τήν γυναῖκα μου νά σέ γνωρίσουμε καί τήν ἔχασα ἀπό τήν ζωή μου. Ποιά ὠφέλεια ἔχω πλέον νά πιστεύω, ἀφοῦ εἶμαι σέ πιό χειρότερη κατάστασι ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἔτσι, Ἐσύ ἀγαπᾶς τούς χριστιανούς σου ὥστε νά χωρίζονται ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί νά διαλύωνται;

Τίποτε ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀπελπιστικές σκέψεις δέν κράτησε στόν νοῦ του αὐτός ὁ δίκαιος καί ὑπομονετικός ἄνδρας, ἀλλά, ταπεινούμενος, προσκύνησε τόν Θεό καί Τόν εὐχαρίστησε  γι᾿ αὐτή τήν δοκιμασία του.

Καί ὁ Θεός πού τά πάντα κάνει γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας, καθώς εἶδε τόν Ἰωνᾶ ἀβλαβῆ μέσα στήν κοιλία τοῦ κήτους, ἔτσι καί τά παιδιά πού ἀρπάχθηκαν ἀπό τά θηρία, τά διεφύλαξε ὑγιῆ στά στόματά τους. Διότι τό λιοντάρι τρέχοντας μέ τό παιδί στό στόμα του, δέν τό ἐτραυμάτισε καθόλου. Ὅταν ἔφθασε στό δάσος, τό εἶδαν μερικοί τσοπάνηδες καί ἔτρεξαν μέ ρόπαλα νά τό φθάσουν. Τό λιοντάρι ἄφησε τό παιδί κάτω καί ἔτρεξε νά γλυτώση μέσα στό δάσος.

Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν λύκο. Καθώς μετέφερε τό παιδί στό δάσος, τόν εἶδαν μερικοί γεωργοί καί φωνάζοντας τόν κυνήγησαν τρέχοντας πίσω του. Κι αὐτό τό θηρίο ἄφησε τό παιδί ὑγέστατο καί μπῆκε στό δάσος.

Αὐτοί οἱ τσοπάνηδες καί γεωργοί κατήγοντο ἀπό τό ἴδιο χωριό καί ἐπῆραν τά παιδιά στά σπίτια τους νά τά μεγαλώσουν.

Ὁ Εὐστάθιος δέν ἤξερε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἐβάδιζε στόν δρόμο του καί ἐνίοτε εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τήν ὑπομονή του καί ἄλλοτε νικώμενος ἀπό τήν φύσι, ἔκλαιγε καί ἔλεγε:

-Ἀλλοίμονο σέ μένα, τόν κάποτε πλούσιο καί τώρα πτωχόν καί γυμνόν! Ἀλλοίμονό μου τόν κάποτε φημισμένο καί τώρα ξένο καί ἄγνωστον! Ἤμουν ἕνα ὤριμο φροῦτο καί τώρα ἕνα ξερόκλαδο. Τό σπίτι μου ἦταν περιτριγυρισμένο ἀπό δούλους καί τώρα ἔμεινα μόνος καί σ᾿ ἔρημο τόπο! Μή μέ ἀφήνης, Κύριε, μή μέ παραβλέπης Παντεπόπτα, μή μέ ξεχνᾶς Πανάγαθε βασιλεῦ! Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης μέχρι τέλους! Ἐνθυμοῦμαι τά λόγια σου, Κύριε, πού μοῦ εἶπες, ὅταν μοῦ ἐμφανίσθηκες, ὅτι θά μέ δοκιμάσης σάν τόν Ἰώβ.

Ἀλλά σέ μένα συνέβησαν περισσότερα ἀπό ὅ,τι στόν Ἰώβ. Διότι αὐτός ἀλήθεια στερήθηκε τήν περιουσία του καί τήν τιμή του, άλλά ἔμενε τουλάχιστον στήν κοπριά, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι σέ ξένη χώρα καί δέν γνωρίζω ποῦ βαδίζω. Αὐτός εἶχε φίλους πού τόν παρηγοροῦσαν, ἐνῶ δική μου παρηγοριά ἦταν τά παιδιά μου τά ὁποῖα τ᾿ ἅρπαξαν τά θηρία καί ἔφυγαν γιά τήν ἔρημο. Κι αὐτός βέβαια ἔχασε τά παιδιά του, ἀλλά τοῦ ἔμεινε ἡ γυναῖκα του γιά νά αἰσθάνεται κάποια παρηγοριά καί ἀνακούφισι. Ὅμως ἡ καλή μου σύζυγος ἔπεσε στά χέρια τοῦ βαρβάρου ἐκείνου ἀνθρώπου κι έγώ σάν τό καλάμι τῆς ἐρήμου κτυπιέμαι ἀπό τήν χιονοθύελλα τῶν συμφορῶν μου.

Κύριε, μήν ὀργισθῆς ἐξ αἰτίας μου, πού κράζω μέ πικρία μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κράζω σάν ἄνθρωπος, ἀλλά ἐνίσχυσέ με Παράκλητε Ἀγαθέ καί καθοδηγέ στόν δρόμο τῆς ζωῆς μου. Σέ Σένα ἐλπίζω. Στήν ἀγάπη Σου καταφεύγω, παρότι καίγομαι ἀπό τήν φωτιά τῆς στενοχώριας μου καί κτυπιέμαι ἀπ᾿ ὅλους τούς δυνατούς ἀνέμους τῆς ζωῆς μου.

Κράζοντας ἔτσι μέ στεναγμούς καί δάκρυα ἔφθασε σέ κάποιο χωριό πού λεγόταν Βαντίσις. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ὑπηρετῆ τούς ἀνθρώπους κάνοντας κάθε δουλειά μόνο γιά νά τρώγη ἀπό τούς κόπους του. Ἐδούλευε γεωργικές ἐργασίες, χωρίς νά τίς ἔχει συνηθίσει καί χωρίς νά ξέρη τούς ἀνθρώπους. Μετά παρεκάλεσε τούς ἀνθρώπους ἐκείνου τοῦ χωριοῦ νά δουλέψη σάν φύλακας νυκτερινός στά χωράφια τους καί σάν τσοπάνης. Ἔτσι τοῦ ἔδιναν καί λίγο μισθό.

Ἔτσι ἔζησε στό χωριό 15 χρόνια σέ μεγάλη πτώχεια καί ταπείνωσι καί μέσα σέ πολλούς κόπους, διότι ἀπό τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του ἤθελε νά τρώγη τό ψωμί του. Γιά τά καλά του ἔργα καί τίς ἀσκήσεις του ποιός νά τά διηγηθῆ;  Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νά νομίζη σέ μιά πτώχεια καί ξενητειά σάν αὐτή, ὅτι δέν εἶναι συνηθισμένο ν᾿ ἀσχολῆται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τά δάκρυα, τίς ἀγρυπνίες καί τούς στεναγμούς τῆς καρδίας. Ἀλλά μ᾿ αὐτή τήν εὐσεβῆ ζωή ὁ Εὐστάθιος  ὕψωνόταν μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του στόν Θεό, ἀπ᾿ ὅπου ἐλάμβανε παρηγοριά στίς δοκιμασίες του. Τά παιδιά του ἐμεγάλωναν σ᾿ ἕνα ἄλλο κοντινό χωριό, ἀλλά αὐτός δέν ἤξερε γι᾿ αὐτά τίποτε, οὔτε τά παιδιά ἐγνώριζαν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, παρότι ζοῦσαν στό ἴδιο χωριό, διότι εἶχαν παραληφθῆ ἀπό διαφορετικές οἰκογένειες.

Καί ἡ γυναῖκα του διαφυλάχθηκε ἀπό Θεό μά θαυμαστό τρόπο. Ὅταν τήν ἄρπαξε ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος, κτυπήθηκε ἀπό κάποιο ἀνερμήνευτο πόνο καί φθάνοντας στόν προορισμό του, ἀπέθανε καί τήν ἄφησε ἀνέγγιχτη. Ἔτσι ἡ γυναῖκα του ζοῦσε εἰρηνικά, χωρίς πειρασμούς κερδίζοντας τήν τροφή της μέ τούς κόπους τῶν χεριῶν της.

Τόν καιρό ἐκεῖνο ἔγινε πόλεμος ἀπό δύο ἔθνη ἐναντίον τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί σκοτώθηκαν πολλοί. Κατελήφθησαν φρούρια καί σύρθηκαν πολλοί στρατιῶτες στήν αἰχμαλωσία. Τότε ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας Τραϊανός ἦταν πολύ ὠργισμένος καί ἐνθυμηθείς τόν γενναῖο στρατηγό του Πλακίδα, εἶπε:

-Ἐάν θά ἦταν ἐδῶ ὁ Πλακίδας μας δέν θά μᾶς ἐξευτέλιζαν οἱ ἐχθροί μας. Αὐτός ἦταν φοβερός μπροστά στούς ἐχθρούς καί τό ὄνομά του ἄν ἄκουαν οἱ ἐχθροί, ὅτι ἦταν γενναῖος, θά ἐτρόμαζαν.

Καί ἀποροῦσε ὁ αὐτοκράτορας μέ ὅλους τούς αὐλικούς του, διότι δέν ἤξεραν ποῦ εἶναι ὁ Πλακίδας μέ τήν οἰκογένειά του. Ἔλαβαν τήν ἀπόφασι νά στείλουν ἀγγελιαφόρους σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς βασιλείας του γιά νά τόν ἀναζητήσουν. Τούς εἶπε τά ἑξῆς, πρίν ἀναχωρήσουν:

-Ἐάν κάποιος ἀπό ἐσᾶς  θά εὕρη τόν Πλακίδα μου, θά τόν τιμήσω μέ μεγάλη τιμή καί θά τοῦ δώσω πολλά δῶρα.

Τότε δύο καλοί στρατιῶτες, ὁ Ἀντίοχος καί ὁ Ἀκάκιος, πού ἦταν ἀπό παλιά καί χριστιανοί, φίλοι τοῦ Πλακίδα καί ζοῦσαν στήν αὐλή του, τοῦ εἶπαν:

-Κράτιστε βασιλεῦ, σ᾿ἐμᾶς νά ἀναθέσης νά εὕρουμε αὐτόν τόν ἄνθρωπο διότι ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη σ᾿ ὁλόκληρη τήν ρωμαϊκή μας αὐτοκρατορία. Ἀκόμη καί μέχρι τά σύνορά μας θά τόν ἀναζητήσουμε.

Χάρηκε ὁ βασιλεύς γι᾿ αὐτή τήν φιλοπονία τους καί τούς ἔστειλε ἀμέσως. Βγαίνοντας ἐκεῖνοι ἔξω ἀπό τήν πόλι, πέρασαν μέσα ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπαρχίες, μέσα ἀπό τά φρούρια, τά χωριά καί τίς πολιτεῖες ψάχνοντας γιά τόν ἀγαπημένο τους στρατηγό. Παντοῦ, ὅπου ἐπήγαιναν, ἐρωτοῦσαν ἐάν γνωρίζουν κάποιον ἄνθρωπον μέ τά τάδε καί τά τάδε χαρακτηριστικά.

Ἔτσι ἐπλησίασαν καί στό χωριό στό ὁποῖο ζοῦσε ὁ Εὐστάθιος. Τότε ἔβοσκε τά πρόβατα στό λειβάδι. Πέρασαν ἀπό κοντά του καί ἐκεῖνος τούς ἐγνώρισε, διότι παλαιότερα ἦταν στρατιῶτες του. Χάρηκε πού τούς εἶδε καί ἔκλαιγε ἀπό τήν χαρά του.

Ὅταν ἔφθασαν αὐτοί κοντά του, τοῦ εὐχήθηκαν γιά τήν ὑγεία του, κατά τήν συνήθεια, καί τόν ἐρώτησαν:

-Τί χωριό εἶναι αὐτό καί ποιός εἶναι ὁ ἀρχηγός του;

-Μετά ἄρχισαν νά τόν ἐρωτοῦν:

-Μήπως ἐδῶ εἶναι κάποιος ξένος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή εἶναι ἔτσι περίπου (τοῦ περιέγραφαν τήν  μορφή του) καί ὀνομάζεται Πλακίδας;

Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:

-Γιά ποιά αἰτία τόν ἀναζητᾶτε;

-Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:

-Εἶναι φίλος καί γιά πολύ καιρό δέν τόν ἔχουμε πάλι ἰδεῖ καί δέν γνωρίζουμε ποῦ εὑρίσκεται μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ἐάν μᾶς εἰπῆς ποιός εἶναι αὐτός, θά σοῦ δώσουμε πολύ χρυσό καί δῶρα.

Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:

-Δέν τόν ξέρω, οὔτε γνωρίζω αὐτόν τόν Πλακίδα. Ἴσως τόν γνωρίζουν τά ἀφεντικά τοῦ σπιτιοῦ μου πού μένω. Σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε στό χωριό καί ν᾿ ἀναπαυθῆτε στό καλύβη μου, διότι βλέπω ὅτι καί ἐσεῖς καί τ᾿ ἄλογά σας εἶσθε κουρασμένοι ἀπό τήν ὁδοιπορεία. Ὁπότε ἀναπαυθῆτε σέ μένα καί κατόπιν θά ἐρωτήσετε ἐάν κάποιος ἀπό τό χωριό μας γνωρίζει αὐτόν πού ἀναζητεῖτε.

Αὐτοί ἔκαναν ὑπακοή. Ἐπῆγαν μαζί του στό χωριό, ἀλλά δέν τόν ἀνεγνώρισαν. Αὐτός τούς ἐγνώρισε πολύ καλά καί ἔτρεχαν δάκρυα χαρᾶς ἀπό τά μάτια του, πού προσπαθοῦσε νά τά συγκρατήση γιά νά μή τόν γνωρίσουν ἀμέσως.

Καί στό χωριό ἐκεῖνο ἦταν ἕνας καλός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε δώσει στέγη καί διατροφή στόν Πλακίδα. Σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἔστειλε τούς στρατιῶτες μέ τήν παράκλησι νά τούς φιλοξενήση. Καί ἀκόμη τοῦ εἶπε ὁ Πλακίδας:

-Θά σέ πληρώσω μέ τήν δουλειά μου γιά ὅσα ἔξοδα θά κάνης γιά τήν φιλοξενία αὐτῶν τῶν δύο στρατιωτῶν, διότι εἶναι γνωστοί μου.

Καί ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ἦταν ἐκ φύσεως καλός καί τόν παρεκάλεσε καί ὁ Πλακίδας, δέχθηκε τούς ξένους μέ πολλή ἀγάπη καί τούς φιλοξένησε ἀφθονοπάροχα. Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἐξυπηρέτησε δίνοντάς τους ψωμί καί τούς ἔλεγε κάτι σχετικό μέ τήν παλαιά του ζωή στήν Ρώμη. Τόν νικοῦσε ἡ φύσις καί ἔτρεχαν καί πάλι δάκρυα ἀπό τά μάτια του. Ὅμως τά ἔκρυβε γιά νά μή γίνη ἀμέσως γνωστός. Ἄλλοτε ἔβγαινε ἔξω, ἔκλαιγε, ἐσκούπιζε τά δάκρυά του καί ἐπέστρεφε γιά νά ἐξυπηρετήση τούς στρατιῶτες του σάν δοῦλος καί σάν τελευταῖος χωριάτης.

Οἱ στρατιῶτες του, κυττάζοντας συχνά τήν μορφή του, ἄρχιζαν λίγο λίγο νά πιστεύουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀναζητούμενος καί σέ κάποια στιγμή εἶπαν μεταξύ τους: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τόν Πλακίδα ἤ μᾶλλον αὐτός εἶναι», καί ἔλεγαν ἀκόμη. «Νά ἐρευνήσουμε ἐάν ὑπάρχη ἴχνος μιᾶς βαθειᾶς πληγῆς στό γόνατό του, πού ἔλαβε σ᾿ ἕνα πόλεμο. Ἐάν εὑρεθῆ αὐτή ἡ οὐλή, τότε αὐτός εἶναι ὁ Πλακίδας πού ἀναζητοῦμε».

Παρακολουθώντας καλά εἶδαν τήν οὐλή τῆς πληγῆς του καί πετάχτηκαν ἀμέσως ἀπό τό τραπέζι. Ἔπεσαν στά πόδια του λέγοντάς του:

-Σύ εἶσαι ὁ Πλακίδας τόν ὁποῖον ἀναζητοῦμε! Ἐσύ εἶσαι ὁ ἀγαπητός φίλος τοῦ βασιλέως, πού στενοχωριέται τώρα τόσα χρόνια γιά σένα! Ἐσύ εἶσαι ὁ διακεκριμένος στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὁ διοικητής γιά τόν ὁποῖον κλαίουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες!

Τότε ὁ Εὐστάθιος γνωρίζοντας ὅτι ἦλθε ἡ προθεσμία τήν ὁποίαν ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν ἐπαναφέρη καί πάλι στήν διοίκησι τοῦ στρατοῦ καί θά τόν τιμήση, ὅπως πρῶτα, τούς εἶπε:

-Ἐγώ, εἶμαι ἀδελφοί, αὐτός πού ζητεῖτε. Εἶμαι ὁ Πλακίδας μέ τόν ὁποῖον ἐπολεμήσατε μαζί γιά πολλά χρόνια. Ἐγώ εἶμαι ὁ στρατηγός σας, ὁ καλός σας φίλος καί τώρα πτωχός, ἀνάξιος καί ἄγνωστος.

Καί ἔγινε μεγάλη χαρά ἀνάμεσά τους καί  δάκρυα ἔσταζαν ἀπό τά μάτια τους. Ἐσηκώθηκαν, τόν ἀγκάλιασαν καί τόν καταφιλοῦσαν.

Κατόπιν εἶχαν φέρει τά ἐπίσημα στρατιωτικά του ἐνδύματα νά τά φορέση. Τοῦ ἔδωσαν τά γράμματα τοῦ βασιλέως καί τόν παρεκάλεσαν νά πάη μαζί τους γρήγορα στόν βασιλέα, λέγοντάς του:

Ἰδού οἱ ἐχθροί μας ἐπανεστάτησαν καί πάλι ἐναντίον τῆς αὐτοκρατορίας μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλος γενναῖος, ἐκτός ἀπό σένα γιά νά τούς κατατροπώση καί νά τούς ἐκδιώξη ἔξω ἀπό τά σύνορά μας.

Ἀκούοντας ὅλα αὐτά ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ καί οἱ καλεσμένοι του ἐξεπλάγησαν καί μετέφεραν τό μήνυμα αὐτό σέ ὅλο τό χωριό τους. Τότε ὅλοι ἔλεγαν:

-Τί μεγάλος ἄνθρωπος ζοῦσε στό χωριό μας!

Θεωροῦσαν ἕνα μεγάλο θαῦμα καθώς ἔβλεπαν τόν Εὐστάθιο, τόν πρώην τσοπᾶνο, νά εἶναι τώρα ντυμένος τήν ἐπίσημη στρατιωτική του στολή σάν στρατηγός. Οἱ δύο στρατιῶτες, Ἀντίοχος καί Ἀκάκιος, ἔλεγαν στόν κόσμο τίς νικηφόρες μάχες καί τίς καλωσύνες πού εἶχε κάνει αὐτός ὁ στρατηγός.

Ἀκούοντας οἱ χωριᾶτες ὅτι ὁ Εὐστάθιος ἦταν ἕνας τόσο ἀξιοτίμητος στρατιωτικός ἡγέτης τῶν ρωμαϊκῶν στρατευμάτων, ἐθαύμαζαν καί ἔλεγαν:

-Πῶς αὐτός ὁ γενναῖος ἄνδρας, ἦλθε ἐδῶ καί ἔγινε δοῦλος μας στίς δουλειές μας;

Κι ἔπεφταν μπροστά του καί τόν προσκυνοῦσαν λέγοντας:

-Γιατί δέν μᾶς εἶπες τίποτε, Ἐξοχώτατε, γιά τό μεγάλο γένος σου καί γιά τά πολλά σου καί ἐξαίσια ἔργα; Ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέσης διότι δέν σέ ἐγνωρίζαμε καί δέν σέ ἐτιμήσαμε, ὅπως σοῦ ἄξιζε.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνοντο ἐντροπή γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ἐγνώριζαν, ἀλλά τοῦ συμπεριφέροντο σάν δοῦλο.

Κατόπιν ἀνεχώρησαν μέ τ᾿ ἄλογά τους καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ τούς ξεπροβόδησαν μέχρι τά σύνορα τοῦ χωριοῦ τους μέ πολλή τιμή. Πηγαίνοντας στόν δρόμο τους τόν ἐρωτοῦσαν γιά τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του κι αὐτός τούς εἶπε μέ τήν σειρά ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν συμβῆ. Ἀκούοντας αὐτά οἱ στρατιῶτες ἔκλαιγαν γι᾿ αὐτά τά σπάνια βάσανά του. Ἐπίσης κι αὐτοί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ βασιλεύς ἦταν πολύ στενοχωρημένος γι᾿ αὐτόν. Ὄχι μόνον ὁ βασιλεύς, ἀλλά ὅλο τό στράτευμα ἐλυποῦντο γιά τήν ἀπώλειά του. Ὄχι μετά ἀπό πολλές ἡμέρες ἔφθασαν στήν Ρώμη καί εἶπαν στόν βασιλέα ὅτι ἔρχονται μέ τόν στρατηγό Πλακίδα. Ὁ βασιλεύς τούς δέχθηκε μέ πολλή τιμή, μέ ὅλους τούς ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ του. Ἀσπάσθηκε τόν στρατηγό καί τόν ἐρώτησε τί τοῦ συνέβη καί ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του μέ τήν  γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ὅλοι τόν ἄκουαν μέ πολλή συγκίνησι.  Τότε ὁ βασιλεύς ἔδωσε τήν πρώτη τιμητική θέσι δεξιά του, τοῦ ἐχάρισε πολύ πλοῦτο καί περιουσία, περισσότερα ἀπό ὅ,τι εἶχε παλαιότερα καί ὅλοι στήν Ρώμη ἐχαίροντο γιά τήν ἀνεύρεσί του καί τόν ἐρχομό του. Κατόπιν ὁ βασιλεύς τόν παρεκάλεσε νά πάη στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν βαρβάρων καί μέ τήν γνωστή γενναιότητά του νά προστατεύση τήν βασιλεία του ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν καί νά ἐλευθερώση τά κυριευμένα φρούρια.

Ὁ Εὐστάθιος ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τούς στρατιῶτες του καί εἶδε ὅτι δέν ἦσαν ἀρκετοί γιά τόν πόλεμο αὐτόν, εἶπε στόν βασιλέα νά διατάξη πρός ὅλα τά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας του νά ἔλθουν νέοι πιό δυνατοί στήν Ρώμη γιά νά καταταχθοῦν στό στράτευμα. Καί ἔγιναν ὅλα, ὅπως ἐζήτησε ὁ Πλακίδας.

Μεταξύ τῶν νέων ἦλθαν καί τά δύο παιδιά του, ὁ Ἀγάπιος καί ὁ Θεόπιστος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεγαλώσει καί ἦταν ὡραῖοι στήν ὄψι καί στό σῶμα ὑψηλοί καί δυνατοί. Ὅταν ἔφθασαν στήν Ρώμη, τούς εἶδε ὁ διοικητής καί τούς ἀγάπησε πολύ. Κι αὐτό διότι ἡ ἴδια ἡ πατρική φύσις κλίνει ἀναιπαίσθητα πρός τά παιδιά καί νικᾶται ἀπό τήν ἀγάπη τους. Καί ὁ Εὐστάθιος μή γνωρίζοντας ὅτι αὐτά εἶναι φυσικά παιδιά, τά ἀγάπησε σάν παιδιά του κι αὐτά ἐστέκοντο πάντοτε ἐνώπιόν του. Τά καλοῦσε νά τρώγουν μαζί του στό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ, διότι τοῦ ἄρεσαν πάρα πολύ.

Στήν συνέχεια ὁ Εὐστάθιος ἐπῆγε στόν πόλεμο καί κατατροπώνοντας τούς ἐχθρούς, ἔδωσε δόξα στόν Θεό γιά τήν βοήθειά Του. Καί ὄχι μόνο φρούρια καί χῶρες αἰχμαλωτισμένες ἀπελευθέρωσε, ἀλλά καί ὅλη τήν  ἔκτασι τῶν ἐχθρῶν κατέλαβε καί αἰχμαλώτισε τούς στρατιῶτες των καί τούς ἐκμηδένισε. Ὁ Κύριος ἔτσι τοῦ ἔδειξε τώρα, πιό πολύ ἀπό παλαιότερα, τήν βοήθειά Του καί τήν χάριν Του.

Ἀφοῦ ἐτελείωσε ὁ πόλεμος καί ἐπέστρεψε ὁ Εὐστάθιος εἰρηνικά στήν βάσι του, τοῦ συνέβη κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του νά σταθμεύση σ᾿ ἕνα χωριό, πού ἦταν πολύ ὡραῖο δίπλα σ᾿ ἕνα ποτάμι. Καί ἐπειδή τοῦ ἄρεσε ἀνέκαθεν ἕνας τέτοιος τόπος γιά ἀνάπαυσι, σταμάτησε ἐκεῖ γιά τρεῖς ἡμέρες μέ τήν συνοδία του. Ὁ Θεός ἤθελε μ᾿ αὐτό τόν τρόπο νά τόν φέρη σέ γνωριμία στό σπίτι ἑνός δούλου του, μέ τήν γυναῖκα του καί τούς γυιούς του, ὅπου καί συγκεντρώθηκαν σ᾿ αὐτό τόν τόπο ὅλοι οἱ διασκορπισμένοι. Ἡ γυναῖκα του ζοῦσε σ᾿ αὐτό τό χωριό καί εἶχε καλλιεργήσει ἕνα κῆπο ἀπό τόν ὁποῖον μέ πολύ κόπο ἐκέρδιζε τήν τροφή της ὅλες τίς ἡμέρες της.

Σύμφωνα μέ τό προκατασκευασμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀγάπιος καί ὁ Θεόπιστος, μή γνωριζοντας τήν μητέρα τους, ἔμεναν στήν σκηνή τους δίπλα στόν κῆπο τῆς μητέρα τους. Διότι κι αὐτοί μεγάλωσαν σ

᾿ ἕνα χωριό, εἶχαν τήν σκηνή τους καί πολλή ἀγάπη μεταξύ τους ταιριασμένοι στίς σκέψεις, καί στούς λογισμούς σάν ἀδελφοί κατά σάρκα. Ἀλλά ἀκόμη δέν ἤξεραν ὅτι εἶναι κατά σάρκα ἀδέλφια, ὅτι ρέει τό ἴδιο αἷμα στό σῶμα τους, ὅτι δηλαδή ἦσαν ἀδελφοί. Ὁπότε ἐξάπλωσαν νά κοιμηθοῦν δίπλα στόν κῆπο τῆς μητέρα των.

Μία ἡμέρα πού ἐδούλευε ἀπόγευμα ἡ μητέρα των στόν κῆπο, ἄκουσε συζήτησι τῶν στρατιωτῶν πού ἐκοιμοῦντο δίπλα στόν κῆπο της μέσα στίς σκηνές τους. Στήν συζήτησι ἐρώτησαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἀπό ποιό ἔθνος καί γένος εἶναι. Ὁ μαγαλύτερος εἶπε στόν μικρότερο:

Ἐγώ, θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρός, ὁ πατέρας μου ἦταν διοικητής ὅλου τοῦ στρατοῦ τῆς Ρώμης. Ἀλλά δέν ξέρω γιατί ἄφησε τό στράτευμα. Κατόπιν μέ τήν μαμά καί ἐμένα καί μέ τόν ἀδελφό μου μικρότερον ἀπό μένα κατά δύο χρόνια, ἐφθάσαμε μέχρι τήν θάλασσα, ὅπου εὑρήκαμε ἕνα καράβι. Ταξιδεύοντας μέ τό καράβι ἐφθάσαμε σέ κάποιο λιμάνι. Τότε δέν ξέρω γιατί ἡ μαμά μου ἔμεινε μέσα στό πλοῖο, ἐνῶ ὁ πατέρας μου μέ ἐμᾶς τά δύο παιδιά του βγήκαμε ἀπό τό πλοῖο καί βαδίζαμε. Μόνο αὐτό θυμᾶμαι ὅτι ὁ πατέρας μου ἔκλαιγε πάρα πολύ γιά τήν μαμά πού ἔμεινε στό πλοῖο. Καί ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου ἀκολουθούσαμε τόν μπαμπᾶ μας κλαίγοντας. Ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ ἕνα ποταμό, ὁ πατέρας μου μέ ἄφησε ἐμένα στήν ὄχθη καί ἐπῆρε τό μικρότερο ἀδελφό μου στήν ὠμοπλάτη του γιά νά τόν μεταφέρη στήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Ἀφοῦ τόν ἄφησε καί ἐπέστρεφε πρός ἐμένα, ἕνα λιοντάρι τρέχοντας μέ ἅρπαξε καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο. Μερικοί τσοπάνηδες μ᾿ ἔβγαλαν ἀπό τό στόμα του καί ἐμεγάλωσα κοντά τους σ᾿ αὐτό τό χωριό πού καί ἐσύ μεγάλωσες.

Τότε ὁ νεώτερος τινάχθηκε ὄρθιος, τόν ἀγκάλιασε μέ χαρά καί μέ δάκρυα καί τοῦ εἶπε:

-Ἀλήθεια, εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, διότι ἀπ᾿ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μοῦ λέγεις, ἐνθυμοῦμαι τά ἴδια καί ἐγώ. Τό εἶδα μέ τά μάτια μου, ὅταν σέ ἅρπαξε τό λιοντάρι καί μένα τήν ἴδια ὥρα μέ ἐδάγκωσε ἕνας λύκος, ἀλλά μερικοί γεωργοί μέ ἐγλύτωσαν.

Ἀφοῦ ἀναγνωρίσθηκαν μεταξύ τους ὅτι ἦσαν ἀδέλφια ἀγκαλιάζοντο καί ἦταν πολύ χαρούμενοι. Ἔκλαιγαν ἀπό πολλή χαρά καί ὁ ἕνας ἀσπαζόταν τόν ἄλλον.

Ἀκούοντας ἐκεῖ κοντά ἡ μητέρα τους τήν συζήτησι αὐτή, ἐθαύμαζε. Ὕψωνε τά χέρια της στόν οὐρανό, ἐστέναζε καί ἔκλαιγε. Ἐγνώρισε ὅτι αὐτοί οἱ νέοι ἦταν παιδιά της καί ἡ καρδιά της γλυκάθηκε μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς πίκρες πού τήν  βρῆκαν στήν ζωή της μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν γυναῖκα λογική, δέν ἐτόλμησε ν᾿ ἀποκαλυφθῆ στά παιδιά χωρίς κάποια ἀπόδειξι γιά τήν ἀγία πίστι στόν Χριστό. Ἦταν πτωχή καί ντυμένη μέ πτωχά καί χωριάτικα ροῦχα, ἐνῶ αὐτοί ἦταν στρατιῶτες ἐκλεκτοί καί ἀξιοτίμητοι. Καί ἐθεώρησε καλλίτερο νά πάη στόν διοικητή τους καί νά τόν παρακαλέση κοντά μέ τό στράτευμά του νά ἐπιστρέψη κι αὐτή τήν Ρώμη καί ἐκεῖ θά εἶναι καλλίτερα νά κάνη τήν γνωριμία μέ τά παιδιά της καί νά μάθη γιά τόν μπαμπᾶ τους, ἐάν εἶναι ζωντανός ἤ ὄχι. Ὁπότε ἐπῆγε καί στάθηκε μπροστά στόν στρατηγό τοῦ στρατοῦ καί μέ τήν συνήθη προσκύνησι, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

-Σέ παρακαλῶ, κράτιστε, νά μοῦ δώσης τήν ἄδεια νά ἔλθω κι ἐγώ δίπλα στό στράτευμά σου καί νά φθάσω στήν Ρώμη, διότι εἶμαι ρωμαία καί αἰχμαλωτίσθηκα ἀπό τούς βαρβάρους σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν περιοχή δεκαέξι χρόνια. Τώρα ἐπειδή εἶμαι ἐλεύθερη, μένω σέ ἄλλη χώρα καί ὑπομένω μεγάλη δυστυχία.

Ἐπειδή ὁ Εὐστάθιος ἦταν πολύ ἐλεήμων, ἀμέσως συγκινήθηκε ἀπό τήν παράκλησί της καί τῆς ἔδωσε τήν ἄδεια χωρίς φόβο νά ἐπιστρέψη στήν πατρική της κατοικία καί στόν τόπο της. Τότε ἡ γυναῖκα καθώς στεκόταν ἀντίκρυζε προσεκτικά τόν διοικητή. Τόν ἐγνώρισε ὅτι εἶναι ὁ ἄνδρας της καί εἶχε ἐκπλαγῆ μή μπορώντας νά μιλήση. Ἀλλά ὁ Εὐστάθιος δέν τήν ἐγνώρισε. Ἡ γυναῖκα του φοβόταν ν᾿ ἀποκαλυφθῆ τώρα μπροστά του. Τόν ἐγνώρισε διότι εἶδε τήν δόξα πού εἶχε καί παλαιότερα μέ τούς πολλούς στρατιῶτες, πού ἐστέκοντο μέ σεβασμό καί ὑπακοή μπροστά του. Ἐνῶ ἐκείνη ἦταν  πτωχοντυμένη καί ἀδύνατη ἀπό τούς κόπους της. Ἐπῆρε τά μάτια της ἀπό ἐπάνω του καί παρεκάλεσε τόν Δεσπότη καί Θεό πῶς θά δημιουργηθῆ στό ἐγγύς μέλλον αὐτή ἡ γνωριμία μαζί του.

Κατόπιν εὑρίσκοντας τόν κατάλληλο χρόνο, μπῆκε ἀνάμεσα στόν διοικητή, ὁ ὁποῖος βλέποντάς την, τήν ἐρώτησε:

-Τί ἐπιθυμεῖτε ἀκόμη ἀπό μένα, γερόντισσα;

-Ἐκείνη, ἀφοῦ τόν ἐπροσκύνησε, τοῦ εἶπε:

-Σέ παρακαλῶ, κράτιστε, νά μήν ὀργισθῆς μέ ἐμένα, τήν δούλη σου, διότι ἔχω νά ἐρωτήσω ἕνα πρᾶγμα τήν ἐξοχότητά σου. Νά μέ ἀνεχθῆς λοιπόν, λίγο γιά ν᾿ ἀκούσης ἐμέ τήν δούλη σου.

-Καλά, λέγε μου, τῆς εἶπε ἐκεῖνος.

Ἄρχισε νά τοῦ ἀρθρώνη τά ἑξῆς:

-Ἄχ, δέν εἶσαι ἐσύ ὁ Πλακίδας πού στό βάπτισμά σου ἐπῆρες τό ὄνομα Εὐστάθιος; Ἄχ, δέν εἶδες ἐσύ τόν Χριστό ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀνάμεσα στά κέρατα μιᾶς ἐλαφίνας; Δέν ἐξῆλθες ἐσύ διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ρώμη μέ τήν γυναῖκα σου καί τά δύο παιδιά σου, τόν Ἀγάπιον καί τόν Θεόπιστον; Δέν ἅρπαξε διά τῆς βίας ἀπό τά χέρια σου ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος καπετάνιος τήν γυναῖκα σου, ἡ ὁποία εἶμαι ἐγώ στ᾿ ἀλήθεια;

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Εὐστάθιος σάν νά ἐξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο καί γνωρίζοντας ἀμέσως τήν γυναῖκα του, σηκώθηκε καί ἔμειναν ἀγκαλιασμένοι γιά ἀρκετή ὥρα κλαίοντες ἀπό χαρά. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη χαρά τῆς ζωῆς τους. Κατόπιν ὁ Εὐστάθιος τῆς εἶπε:

-Νά δοξάσουμε καί νά εὐχαριστήσουμε τόν Χριστό καί Σωτῆρα μας, ὁ Ὁποῖος δέν ἀπεμάκρυνε τό ἔλεός Του ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά, καθώς μᾶς ὑποσχέθηκε, μετά τίς περιπέτειές μας, θά μᾶς παρηγορήση, ὅπως καί τό ἔκαμε.

Ἀφοῦ ἐσταμάτησε τά δάκρυα τῆς χαρᾶς του ὁ Εὐστάθιος, ἡ γυναῖκα του τόν ἐρώτησε:

-Ἀλλά ποῦ εἶναι τά παιδιά μας;

-Κι αὐτός ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, τῆς ἀπήντησε:

-Τά ἄγρια θηρία τά ἔφαγαν καί τά δύο.

Τότε ἡ γυναῖκα του, τοῦ εἶπε:

 -Μή λυπᾶσαι, ἀφέντη μου. Καθώς μᾶς ἐβοήθησε ὁ Θεός καί συναντηθήκαμε ἐμεῖς καί γνωρισθήκαμε, ἔτσι θά μᾶς βοηθήση νά βροῦμε καί τά παιδιά μας.

Καί τότε αὐτός τῆς εἶπε:

-Μά σοῦ εἶπα ὅτ φαγώθηκαν ἀπό τά θηρία.

Τότε αὐτή ἄρχισε νά τοῦ λέγη ὅ,τι ἄκουσε τήν προηγούμενη ἡμέρα, ὅταν ἐδούλευε στόν κῆπο της καί οἱ δύο στρατιῶτες πού συνωμιλοῦσαν μεταξύ τους, κατάλαβε ὅτι εἶναι τά παιδιά τους.

Ὁ Εὐστάθιος ἐκάλεσε ἀμέσως τούς δύο νεαρούς καί τούς ἐρώτησε:

-Ἀπό ποιό ἔθνος εἶσθε, ποῦ γεννηθήκατε καί ποῦ ἐμεγαλώσατε;

Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:

-Ἐμεῖς, Κράτιστε, ἐμείναμε ὀρφανοί ἀπό τούς γονεῖς μας καί πολύ λίγα πράγματα κρατᾶμε στόν μυαλό μας. Ὅμως ἐνθυμούμεθα ὅτι ὁ πατέρας μας ἦταν στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὅπως εἶσαι ἐσύ ἡ μεγαλειότης σου, καί δέν ξέρουμε γιατί ὁ πατέρας μας βγῆκε ἀπό τήν Ρώμη μέ τήν μητέρα μας καί μ᾿ἐμᾶς τούς δύο καί, ἀφοῦ ἐπλεύσαμε τήν θάλασσα μέ τό πλοῖο, ἡ μητέρα μας ἔμεινε μέσα, χωρίς νά ξέρουμε γιατί, καί ὁ πατέρας μας κλαίοντας γι᾿ αὐτή τήν συμφορά του, πλησίασε μ᾿ ἐμᾶς ἕνα ποτάμι. Θέλοντας νά τό περάση, ἐπῆρε τόν ἀδελφό μου τόν πέρασε ἀπέναντι καί ἐγύρισε νά πάρη καί μένα, ἀλλά θηρία ἅρπαξαν καί μένα καί τόν ἀδελφό μου καί ἔφυγαν γρήγορα γιά τό δάσος. Χωρικοί ὅμως κυνήγησαν τά θηρία καί μᾶς ἄφησαν κάτω. Τότε μᾶς ἐπῆραν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί μᾶς ἐμεγάλωσαν στά σπίτια τους.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Εὐστάθιος, ἀνεγνώρισε ἀμέσως τά παιδιά του καί, ἀφοῦ τά ἀγκάλιασε, ἔκλαιγε μαζί τους ἀπό χαρά. Τότε ἔγινε μεγάλη χαρά στό στρατόπεδο τοῦ στρατηγοῦ, ὅπως παλιά ἔγινε καί στήν Αἴγυπτο, ὅταν ὁ Ἰωσήφ γνωρίσθηκε μέ τ᾿ἀδέλφια του. Καί διαδόθηκε αὐτή ἡ εὐχάριστη εἴδησις σέ ὅλα τά στρατόπεδα καί ἦλθαν πολλοί ἄνθρωποι νά χαροῦν γι᾿ αὐτή τήν μεγάλη συνάντησι. Δέν ἐχαίροντο τώρα γιά τήν νίκη τους κατά τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά πολύ περισσότερο γι᾿ αὐτή τήν ἀνεύρεσί τους.

Ἔτσι παρηγόρησε ὁ Θεός τούς πιστούς δούλους Του. Διότι Αὐτός ἀπέθανε καί ἐπιτρέπει τούς πλουσίους νά γίνωνται πτωχοί, οἱ δοξασμένοι νά πέφτουν χαμηλά καί οἱ ταπεινοί νά χαίρωνται καί νά δοξάζωνται. Ὅταν ὁ Εὐστάθιος ἐπέστρεψε ἀπό τόν πόλεμο χαρούμενος γιά τήν νίκη του καί γιά τήν ἀνεύρεσι τῆς γυναίκας του καί τῶν παιδιῶν του, τότε, πρίν νά φθάση ἀκόμη στήν Ρώμη, ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Τραϊνός καί στήν θέσι του ἀνέλαβε ὁ Ἀδριανός (117-138), ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ κακός, διότι μισοῦσε τούς καλούς καί ἐδίωκε τούς χριστιανούς.

Ἔτσι μπαίνοντας ὁ Εὐστάθιος στήν πόλι μέ χαρά καί πολλή δόξα, καθώς ἦταν συνήθεια τῶν μεγάλων ρωμαίων στρατηγῶν καί μεταφέροντας μαζί του πλῆθος ἀπό αἰχμαλώτους καί ἄπειρα λάφυρα, ἔγινε δεκτός μέ τιμές βασιλέως ἀπ᾿ ὅλους τούς ρωμαίους. Τόν ἐτίμησαν πρεπόντως γιά τήν ἀνδρεία καί γενναιοψυχία του περισσότερο ἀπό παλαιότερα.

Ὅμως ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει σ᾿ αὐτό τόν ἄστατο καί παροδικό κόσμο νά τιμῶνται καί δοξάζωνται οἱ δοῦλοι του μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους μ᾿ αὐτή τήν κενόδοξη καί ἐφήμερη δόξα, τούς ἑτοίμασε αἰώνια καί ἀναλλοίωτη δόξα καί τιμή στούς οὐρανούς.

Ὅπως ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στούς δούλους του ἀπό ἐνωρίτερα τήν πίκρα τῶν δοκιμασιῶν πού θά τούς συμβοῦν καί κατόπιν τούς ὑποσχέθηκε ὅτι θά λάβουν πάλι στόν κόσμο τήν ἴδια δόξα καί τιμή, ἔτσι (τούς ἀπεκάλυψε) καί τήν δόξα τοῦ μαρτυρίου τους γιά νά μποῦν στόν παράδεισο. Ὄχι μετά ἀπό πολύ καιρό, τούς ἐπανέφερε ὁ Θεός στήν ἀτιμία καί στήν δοκιμασία, τήν ὁποίαν καί ὑπέμειναν μέ γλυκύτητα χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί συνέβη; Ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν βασιλεύς Ἀδριανός ἤθελε νά προσφέρη θυσία στούς θεούς του νά τούς εὐχαριστήση γιά τήν νίκη πού εἶχε ἐπάνω στούς ἐχθρούς των. Ἔτσι ἐμπῆκε αὐτός μέ τούς μεγάλους στρατιωτικούς του στόν εἰδωλικό ναό, ἀλλά ὁ Εὐστάθιος στάθηκε ἔξω.

Καί προέτρεψαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ ναοῦ τούς ἄρχοντές του νά προσκυνήσουν τούς θεούς τους, ἀλλά ὁ Εὐστάθιος μέ ὅλους, ὅσους δέν ἤθελαν, ἀρνήθηκε νά μπῆ στόν ναό. Τότε αὐτοί ἐπῆγαν νά διαμαρτυρηθοῦν πρός τόν βασιλέα.

Καί ὁ βασιλεύς τόν ἐρώτησε:

-Γιατί δέν θέλεις νά εἰσέλθης μαζί μας στόν εἰδωλικό ναό καί νά εὐχαριστήσης τούς θεούς; Πρέπει καί σύ νά εὐχαριστήσης τά εἴδωλά μας, διότι ὄχι μόνο στόν πόλεμο σέ διαφύλαξαν ἀκέραιο καί ὑγιῆ καί σοῦ ἐχάρισαν τήν νίκη ἐπάνω στούς ἐχθρούς, ἀλλά ἀκόμη σοῦ ἀπεκάλυψαν τήν γυναῖκα σου καί τά παιδιά σου.

Ὁ Εὐστάθιος τοῦ ἀπήντησε:

-Εἶμαι χριστιανός καί μοναδικός Θεός μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τόν Ὁποῖον τιμῶ, Τόν εὐχαριστῶ καί Τόν προσκυνῶ, διότι Αὐτός μοῦ ἔδωσε τά πάντα: τήν ὑγείαν, τήν  νίκην, τήν γυναίκα μου καί τά παιδιά μου. Ἐνῶ τά ἄψυχα καί ἀναίσθητα εἴδωλα σου δέν τά προσκυνῶ ποτέ.

Καί ἐπέστρεψε ὁ Εὐστάθιος στό σπίτι του. Ὁ βασιλεύς ὠργίσθηκε ἐναντίον του καί συλλογίσθηκε μέ ποιό τρόπο θά τόν ἐκδικηθῆ γι᾿ αὐτή τήν ἀτιμία πού ἔδειξε στούς θεούς του. Καί πρῶτα πρῶτα, ἔδιωξε ἀπό κοντά του τούς γενναίους στρατιωτικούς βοηθούς του καί διέταξε στόν καθένα νά σταθῆ ἐνώπιόν του. Μετά διέταξε τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του νά τόν πιέζουν νά δεχθῆ νά προσφέρη θυσία στά εἴδωλα. Καί, ἐάν δέν ἠμπορέσουν  νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν πίστι του στόν Χριστό, τότε θά γίνη τροφή τῶ  θηρίων.

Καί ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ὁ ἔνδοξος καί γενναῖος στρατιώτης, ἐπήγαινε στήν παλαίστρα καταδικασμένος σέ θάνατο, χωρίς νά ντρέπεται γιά τήν νέα ἀτιμία οὔτε νά φοβᾶται τόν  θάνατον γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καθώς εἶχε ἀρχίσει μέ ζῆλο νά ὑπηρετῆ τόν Χριστόν, ἔτσι μέ τόν ἴδιο ζῆλο ποθοῦσε νά τελειώση τήν ζωή του ὁμολογώντας τό ἅγιο Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον πάντων. Καί ἔβαλε μπροστά πρῶτα τήν ἀξιοτίμητη γυναῖκα του, μετά τά δύο παιδιά του γιά νά μή φοβηθοῦν τόν μαρτυρικό θάνατο, διά τοῦ ὁποίου θά λάβουν τόν στέφανο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Παρόμοια κι αὐτοί μεταξύ τους, ὁ ἕνας ἐνίσχυε μέ λόγια τόν ἄλλον καί μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀνταμοιβῆς, γιά ὅσα θά λάβουν στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι᾿ αὐτό καί ἐβάδιζαν στόν  θάνατο μέ χαρά σάν σέ διασκέδασι.

Καί μέ διαταγή τοῦ βασιλέως ἐξαπόλυσαν ἐναντίον  τους τά λιοντάρια, τά ὁποῖα δέν τούς ἐτραυμάτισαν. Κάθε λιοντάρι πού ἔτρεχε πεινασμένο ἐναντίον τους, ὅταν ἐπλησίαζε κοντά τους, τούς προσκυνοῦσε καί ἐπέστρεφε στό κλουβί του. Ἀκόμη καί ἡ φυσική ἀγριότητα τῶν ζώων ἄλλαζε σέ μία θαυμαστή ἡμερότητα, παρότι ὁ βασιλεύς τά προκαλοῦσε νά ὁρμήσουν ἐπάνω τους. Τελικά, ἐπειδή τά θηρία δέν τούς ἐνώχλησαν, μέ διαταγή τοῦ βασιλέως, κλείσθηκαν στήν φυλακή. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀπεφάσισε νά θερμάνη ἕνα φοῦρνο καί νά πετάξη μέσα ὅλη τήν ἁγία οἰκογένεια τοῦ Εὐσταθίου. Ἀλλά, ἀντί νά τούς κατακαύση ἡ φωτιά, τούς ἐδρόσιζε, ὅπως συνέβη τοῦτο τό περιστατικό καί μέ τούς τρεῖς χαλδαίους νέους. Ὁ Θεός ἔδωσε ἕνα ἄλλο πνεῦμα δρόσου στήν φωτιά, ἡ ὁποία καί δέν τούς ἐπείραξε καθόλου.

Αὐτοί ἐδόξαζαν καί δοξολογοῦσαν τόν Θεό ὄντες μέσα στόν φοῦρνο. Καί προσευχόμενοι ἔδωσαν τίς ψυχές τους στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἐπέρασαν στήν αἰώνια βασιλεία Του. Τήν Τρίτη ἡμέρα ἐπῆγε στόν φοῦρνο ὁ εἰδωλολάτρης βασιλεύς Ἀδριανός, θέλοντας νά ἰδῆ τήν στάκτη ἀπό τά σώματα τῶν μαρτύρων. Ἀλλά, ἀνοίγοντας τήν θύρα τοῦ φούρνου, εὑρῆκε τά ἅγια σώματά τους ὁλόκληρα καί ἀνέπαφα σάν νά ἦταν ζωντανά, ὡσάν νά ἐκοιμοῦντο γεμάτα ἀπό μία ὑπεθαύμαστη εὐωδία, ὥστε ἀπόρησε καί ὁ λαός πού ἐκεῖ τότε παρίστατο καί εἶπαν:

-Μέγας εἶναι ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν! Αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός Θεός καί δέν ὑπάρχει ἄλλος σάν Αὐτόν.

Ὁ βασιλεύς ἐπέστρεψε μέ ἐντροπή στό παλάτι του καί ὅλος ὁ λαός τόν κατεδίκαζε γιά τήν κακία του, διότι ἐφόνευσε ματαίως ἕνα τέτοιο στρατηγό σάν τόν Πλακίδα, ὁ ὁποῖος διοικοῦσε ἀπό στρατιωτικῆς πλευρᾶς ὅλη τήν αὐτοκρατορία. Κατόπιν οἱ χριστιανοί ἐτίμησαν τά σώματα τῶν μαρτύρων καί τά ἔθαψαν μέ πολλή τιμή δοξάζοντες καί εὐχαριστοῦντες τόν Θεόν.

Ἐγώ σᾶς εἶπα αὐτή τήν ἁγία ἱστορία γιά νά σᾶς ἀποδείξω μέ ποιόν τρόπο ὁ Κύριος Θεός καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός ἐκάλεσε στήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί τῆς ἀληθείας αὐτούς τούς ἐκλεκτούς δούλους του καί τούς ἐχάρισε τά αἰώνια ἀγαθά του.

 

ΟΙ ΕΠΤΑ ΝΕΟΙ ΠΑΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙ ΕΦΕΣΟ

Ὁ Σωτήρας μας Χριστός εἶπε στό Εὐαγγέλιο: «Αὐτός ὁ ὁποῖος πιστεύει σέ Μένα, κι ἄν ἀκόμη πεθάνη, θά ζήση». Δηλαδή, κάποιος πού πεθαίνει στό σῶμα, δέν σημαίνει ὅτι πεθαίνει καί ἡ ψυχή του.

Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐκήρυξε δυνατά καί ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ἀδελφοί, γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀπέθαναν, δέν θέλω νά τούς ἀγνοῆτε, γιά νά μή λυπῆσθε ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐλπίδα». Ποιοί εἶναι αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα; Εἶναι αὐτοί πού πιστεύουν ὅτι μαζί μέ τό σῶμα πεθαίνει καί ἡ ψυχή καί ὅτι οὐδέποτε θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί τους καθώς συμβαίνει καί μέ τούς εἰδωλολάτρες καί ὅλους τούς λαούς, πού δέν πιστεύουν στόν Χριστό καί στήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν.

Ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀναστήθηκε. Ὁμοίως πιστεύουμε ὅτι «ὁ Θεός αὐτούς πού ἐκοιμήθησαν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ, θά τούς φέρει (στήν κοινή Ἀνάστασι) μαζί Του. Διότι, ἐάν ἀποθάναμε μαζί μέ τόν Χριστό πιστεύουμε ὅτι καί θά ζήσουμε μαζί Του».

Ἔτσι λοιπόν καθαρώτερα μᾶς φανερώνονται αὐτές οἱ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι αὐτοί πού πεθαίνουν ἔχοντας τήν πίστι στόν Χριστό, δέν εἶναι «νεκροί», ὅπως δέν μποροῦμε νά εἰποῦμε σ᾿ἕνα ἄνθρωπο πού κοιμᾶται, ὅτι εἶναι νεκρός. Ἔτσι, κι αὐτοί πού κοιμήθηκαν ἐν Χριστῶ, δέν ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι εἶναι νεκροί, ἀλλά κοιμισμένοι. Αὐτοί, κατά τήν τελική Κρίσι, θ᾿ἀναστηθοῦν καί ὁ Χριστός θά ὁμολογήση ἐνώπιον τοῦ Πατρός γιά τήν ἀληθινή πίστι καί γιά τά καλά τους ἔργα. Ἔτσι ἐκοιμήθησαν ἑκατομμύρια ἅγιοι κιαί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν καί ὡμολόγησαν τόν Χριστό καί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι νεκροί, ἀλλά κοιμηθέντες ἐν Χριστῶ μέχρι τήν κοινή ἀνάστασι.

Καί τώρα θά φέρουμε ἀπό τούς Βίους τῶν Ἁγίων μία ἱερά καί ἀληθινή ἱστορία διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός μᾶς ἔδειξε κατά τρόπο θαυμαστό τήν σωματική ἀνάστασι αὐτῶν πού ἐκοιμήθησαν ἐν Χριστῶ.

Ὅταν ὁ εἰδωλολάτρης βασιλεύς Δέκιος εἶχε στήν ἐξουσία του τά σκῆπτρα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας (249-251), ἐπῆγε στήν πόλι Καρταγίνα τῆς Ἐφέσου, κυριευμένος ἀπό πολύ μῖσος  ἐναντίον τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν. Τότε ὅλα τά πλήθη τῶν ἀνθρώπων συγκεντρώνοντο μέ τήν ἐντολή του στήν πόλι Ἔφεσο, γιά νά προσφέρουν θυσία στούς ψεύτικους θεούς τους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόταν ἐν διωγμῶ, ὥστε πολλοί δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, κληρικοί καί λαϊκοί, ἐκρύβοντο ὁ καθένας ὅπου μποροῦσε, φοβούμενοι τά τρομερά βασανιστήρια. Ἐνῶ ὁ βασιλεύς, σκοτισμένος στόν νοῦ, ἔβαλε τά εἴδωλα στό μέσον τῆς πόλεως καί προσέφερε ἀκάθαρτες θυσίες.

Πρῶτα διέταξε τούς ἀνωτέρους καί μεγαλυτέρους τῆς πόλεως μαζί μέ τόν ἴδιον νά προσφέρουν θυσία στούς θεούς. Ἔτσι ποτίσθηκε τό χῶμα ἀπό τό αἷμα τῶν σφαγιασθέντων ζώων, ἐνῶ ὁ καπνός καί ἡ κνίσα ἀπό τίς θυσίες ἐγέμιζαν τόν ἀέρα. Τήν τρίτη ἡμέρα, ὁ βασιλεύς διέταξε νά συλάβουν ὅλους τούς χριστιανούς καί νά τούς ἀναγκάσουν νά θυσιάσουν στούς θεούς. Ἔτσι οἱ χριστιανοί ἀναζητοῦντο παντοῦ. Καί ἐξήρχοντο διά τῆς βίας ἀπό τά σπίτια τους, ἀπό τίς σπηλιές καί ἀπό τά κατώγεια μέ ἀτιμία καί μέ τήν ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅπου τό μέγα πλῆθος τοῦ λαοῦ γιά νά προσφέρουν θυσία στά εἴδωλα. Ὅσοι ἀπό τούς χριστιανούς ἦταν μικρόψυχοι καί ἐφοβοῦντο τά βάσανα, ἔπεφταν ἀπό τήν πίστι καί προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ἀκούοντας ἤ βλέποντας οἱ ἄλλοι χριστιανοί αὐτή τήν πτῶσι τῶν Ἀδελφῶν τους, ἔκλαιγαν καί ἐλυποῦντο. Αὐτοί πού ἦταν δυνατοί στήν πίστι καί μεγάλοι στήν καρδιά, ἐπήγαιναν χωρίς φόβο σέ ὅλα τά βάσανα, ὑπομένοντας διαφόρους θανάτους μένοντας μέ ἀνδρεία κοντά στόν Κύριο καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Καί ἦταν πολλοί οἱ βασανιζόμενοι, ἀπό τά σώματα τῶν ὁποίων ἔτρεχε ποτάμι τό αἷμα καί βαφόταν τό χῶμα. Κατόπιν τά σώματα τῶν φονευθέντων καί βασανισθέντων  ἐρίχνοντο ἄλλα σέ σκουπιδότοπους, ἄλλα δίπλα στούς δρόμους, ἄλλα τά κρεμοῦσαν μέ σχοινιά ἀπό τούς τοίχους τῆς πόλεως, ἐνῶ τά κεφάλια τους τά ἔβαζαν μπροστά καί πάνω ἀπό τίς πόρτες τῶν τειχῶν τῶν πόλεων-φρουρίων. Ἔτσι τά ἔτρωγαν τά ἁρπακτικά πτηνά πού πετοῦσαν πάνω ἀπό τό φρούριο. Οἱ κρυφοί χριστιανοί ἐστενοχωροῦντο, διότι δέν ἠμποροῦσαν νά πάρουν καί θάψουν τά σώματα τῶν μαρτύρων, διότι πολλά εἶχαν καταφαγωθῆ ἀπό τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Καί παρεκάλουν μέ πόνο τόν Θεό ὑψώνοντας τά χέρια τους νά λυτρωθῆ ἡ Ἐκκλησία ἀπ᾿ αὐτούς τούς διωγμούς.

Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν στήν Ἔφεσο ἑπτά νέοι, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν στόν Χριστό καί ἦταν βαπτισμένοι. Ὑπηρετοῦσαν στόν ρωμαϊκό στρατό καί ἔμεναν μακριά ἀπό τέτοιες θρησκευτικές τελετές, διότι τίς ἀήδιαζαν. Δέν ἤθελαν νά βλέπουν ἀνθρώπους νά προσκυνοῦν τόν διάβολο ἀντί τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἦταν ρωμαῖοι πολίτες ἔνδοξοι στόν κόσμο καί ἀξιοτίμητοι. Τά ὀνόματά τους ἦταν: Μαξιμιλιανός, Ἰάλβλιχος, Μαρτινιανός, Ἰωάννης, Διονύσιος, Ἐξακουστωδιανός καί Ἀντώνιος.

Ἦταν γεννημένοι ἀπό διαφορετικούς γονεῖς, ἀλλά ἦταν μία ψυχή λόγῳ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τους στόν Χριστό. Ζοῦσαν μαζί μέ προσευχή, νηστεία καί διαφύλαξι τοῦ νοῦ ἀπό κακούς λογισμούς.

Βλέποντας κάθε ἡμέρα τί διωγμούς καί βάσανα προξενοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες πρός τούς χριστιανούς, πονοῦσαν στήν ψυχή τους, ἐστέναζαν καί ἔκλαιγαν. Ἰδιαίτερα, ὅταν ὁ βασιλεύς μέ ὅλους σχεδόν τούς ἀνθρώπους ἐπήγαιναν γιά θυσία στούς θεούς τους, οἱ χριστιανοί ἐδιώκοντο καί μπαίνοντες στίς χριστιανικές ἐκκλησίες τους, ἔπεφταν κάτω στό ἔδαφος καί παρακαλοῦσαν τόν Χριστό νά τούς βοηθήση. Ἀκόμη ἔβαζαν χῶμα στό κεφάλι τους καί προσηύχοντο μέ στεναγμούς.

Μάλιστα ἐκεῖνον τόν  καιρό ὁ καθένας ἐπρόδιδε τόν φίλο του, ἐάν ἦταν χριστιανός. Τότε ἀδελφός ὡδηγοῦσε ἀδελφόν στόν θάνατο, πατέρας τόν γυιό του καί γυιός τόν πατέρα καί κανείς δέν ἔκρυβε τόν πλησίον του, ἔστω καί νά τόν ἔβλεπε γονατιστόν νά προσεύχεται στόν Χριστό.

Μερικοί στρατιῶτες τοῦ βασιλέως ψάχνοντας νά εὕρουν αὐτούς πού δέν ἤθελαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἄκουσαν ὅτι ὑπάρχουν καί ἑπτά νέοι, πού βγῆκαν ἀπό τήν ἐκκλησία τους, ὅπου προσηύχοντο. Ἐπῆγαν στόν τύραννο καί τοῦ εἶπαν:

-Βασιλεῦ, εἴθε νά ζῆς στούς αἰῶνες! Καλεῖς αὐτούς πού εἶναι μακριά καί τούς ἀναγκάζεις νά θυσιάζουν, ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχουν δίπλα σου καί ἄλλοι πού ἀδιαφοροῦν γιά τά προστάγματά σου, τά περιγελοῦν καί κρατοῦν γερά τήν χριστιανική τους πίστι.

Ὁ βασιλεύς γέμισε ἀπό ὀργή καί τούς ἐρώτησε:

-Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἐναντιωθῆ στίς βασιλικές μου διαταγές;

-Καί οἱ κατάσκοποι εἶπαν: Ὁ Μαξιμιλιανός εἶναι γυιός τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἐπαρχίας καί ἄλλοι ἕξι ἄρχοντες τῆς πόλεως, ἀξιοτίμητοι στόν ρωμαϊκό στρατό.

Τότε ἀμέσως ὁ βασιλεύς ἔδωσε ἐντολή νά συληφθοῦν καί νά σταθοῦν δεμένοι μέ ἁλυσίδες ἐνώπιόν του. Ἔτσι συνελήφθησαν καί ὡδηγήθηκαν οἱ νεαροί ἐνώπιόν του. Ὁ τύραννος τούς ἐρώτησε:

-Γιατί δέν εἴσασταν μαζί μας στήν γιορτή τῶν θεῶν μας, ὅπου προσκλήθηκαν ὅλοι οἱ λαοί τῆς βασιλείας μας στήν προσκύνησι τῶν θεῶν μας;  Λοιπόν, πλησιάστε τώρα νά προσφέρετε τήν θυσία σας, ἔστω κι ἄν δέν ἤλθατε μόνοι σας.

Τοῦ ἀπήντησε τά ἑξῆς ὁ ἅγιος Μαξιμιλιανός:

-Ἐμεῖς πιστεύουμε στόν Ἕνα Θεόν τόν Βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τοῦ Ὁποίου μεγάλη εἶναι ἡ δόξα στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Σ᾿ Αὐτόν προσφέρουμε θυσία τήν ὁμολογία μας καί τίς προσευχές μας κάθε ὥρα καί στιγμή. Ἀλλά τέτοιες ἀκάθαρτες θυσίες στά εἴδωλά σας δέν προσφέρουμε γιά νά μή μολυνθοῦνε οἱ ψυχές μας.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ βασιλεύς, διέταξε νά τούς βγάλουν τίς στρατιωτικές τους ζῶνες, πού ἦταν γι᾿ αὐτούς σημεῖο τιμῆς καί δόξης, λέγοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιοι νά εἶναι βασιλικοί στρατιῶτες, διότι ἀρνοῦνται τά προστάγματα τῶν θεῶν μας καί τοῦ βασιλέως. Ἀλλά βλέποντας καί τήν καλωσύνη τῶν μορφῶν τῶν νέων, τούς εἶπε:

-Δέν εἶναι ὀρθόν νά χαθῆ αὐτή ἡ νεότης σας μέ τά βάσανα. Λοιπόν, ὄμορφοι νέοι μου, σᾶς δίνω προθεσμία νά σκεφθῆτε. Προτιμῆσθε τό συμφέρον σας καί προσκυνᾶτε στούς θεούς μας καί μετά θά εἶσθε ἐλεύθεροι στἠν ζωή σας.

Λέγοντάς τους αὐτά, διέταξε νά τούς λύσουν τίς ἁλυσίδες καί τούς ἄφησε ἐλεύθερους μέχρι τῆς προθεσμίας πού τούς εἶπε. Ὁ ἴδιος ἐπῆγε σέ ἄλλη πόλι γιά νά ἐπιστρέψη καί πάλι στήν Ἔφεσο.

Οἱ ἑπτά νέοι συνωμίλησαν μεταξύ τους καί ἀπεφάσισαν: Νά φύγουμε ἀπ᾿ αὐτή τήν πόλι μέχρις ὅτου ἐπιστρέψει ὁ βασιλεύς καί νά εἰσέλθουμε σέ μιά μεγάλη σπηλιά, πού εἶναι στά μέρη πρός ἀνατολικά τῆς πόλεως.

Ἐπῆραν χρήματα μαζί τους, ἀγόρασαν ψωμί γιά τόν δρόμο τους καί σέ λίγες ἡμέρες ἀνέβηκαν στό βουνό πού λέγεται Ὄχλον. Ἐκεῖ μπῆκαν μέσα σέ μιά σπηλιά. Ἔμειναν ἐκεῖ πολλές ἡμέρες, δοξάζοντας ἀκατάπαυστα τόν Θεό καί προσευχόμενοι γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καί νά τούς βοηθήση στήν ὁμολογία τοῦ παναγίου Ὀνόματός Του. Ἔτσι θά ἠμποροῦν χωρίς φόβο νά σταθοῦν μπροστά στόν τύραννο καί νά ὑπομείνουν μέ ἀνδρεία τά βάσανά τους γιά νά κερδίσουν ἀπό τόν Κύριο τόν στέφανο τῆς νίκης.

Ὁ Ἰάμβλιχος, ὁ νεώτερος ἀπό ὅλους, πού εἶχε καί τό διακόνημα, θά ἐλέγαμε νά φροντίζη γιά τά τροφή τῶν ἄλλων, τούς ἐπρότεινε νά πάη στήν πόλι καί ν᾿ ἀγοράση τρόφιμα. Πράγματι ἐπῆγε στήν πόλι. Πρίν ξεκινήση, ἄλλαξε τά ροῦχα του μέ ἁπλᾶ χωριάτικα γιά νά μή γνωρισθῆ ὅτι εἶναι στρατιώτης τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Ἕνα μέρος ἀπό τά χρήματα ἐμοίρασε στούς πτωχούς καί μέ τά ὑπόλοιπα ἀγόρασε τρόφιμα. Ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ ἐρώτησε νά μάθη πότε θά ἔλθη ὁ βασιλεύς ἀπό τήν ἄλλη πόλι. Τοῦ εἶπαν ὅτι ἐπέστρεψε καί τήν δεύτερη ἡμέρα εἶχε διατάξει νά γίνη θυσία στούς θεούς. Μάλιστα ἀναζητοῦσε καί τούς ἑπτά νέους πού τούς εἶχε ἀφήσει προσωρινά ἐλεύθερους ν᾿ἀποφασίσουν τί θά κάνουν.

Τότε ὁ Ἰάμβλιχος φοβήθηκε πάρα πολύ καί ἔτρεξε ἀμέσως στήν σπηλιά, στούς φίλους του καί τούς ἔφερε λίγο ψωμί. Τούς εἶπε ὅλα, ὅσα γίνονται στήν πόλι καί ὅτι καταζητοῦνται ἀπό τόν βασιλέα.

Ἀκούοντας τά λόγια του ὅλοι ἐγέμισαν ἀπό φόβο καί πέφτοντας μέ τά πρόσωπά τους στήν γῆ, μέ δάκρυα καί στεναγμούς παρακαλοῦσαν τόν Θεό ἐμπιστευόμενοι τήν ζωή τους στήν βοήθειά Του καί στό ἔλεός Του. Μετά ὁ Ἰάμβλιχος σηκώθηκε καί ἑτοίμασε φαγητό, ψωμί καί ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τό βράδυ. Ἔφαγαν ὅλοι καί ἐνισχύθηκαν σωματικά γιά νά εἶναι ἕτοιμοι γιά τά βασανιστήρια. Κατόπιν συζήτησαν μεταξύ τους ἐνισχύοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά νά ὑπομείνουν ἀνδρείως τά παθήματά τους γιά τόν Χριστόν. Μετά εὐχαρίστησαν καί ἐδόξασαν τόν Θεό καί ἀποκοιμήθηκαν λίγο. Λόγῳ τῆς τρομάρας καί ἀγωνίας πού εἶχαν στήν ψυχή τους, κουρασμένοι ἔπεσαν  νά κοιμηθοῦν μέσα στήν σπηλιά τους.

Ἀλλά ὁ Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος Θεός, ὁ Ὁποῖος κάνει τό πᾶν γιά τό ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας Του καί φροντίζει γιά τούς ἐκλεκτούς δούλους Του, διέταξε  αὐτούς τούς νέους νά κοιμηθοῦν μ᾿ ἕνα παράξενο καί θαυμαστό ὕπνο. Ἤθελε νά κάνη δι᾿ αὐτῶν στό μέλλον ἕνα μεγάλο θαῦμα καί νά πιστεύσουν αὐτοί πού ἀπιστοῦσαν γιά τήν  ἀνάστασι τῶν νεκρῶν.

Γι᾿ αὐτό αὐτοί οἱ νέοι ἐκοιμήθηκαν μέ τόν ὕπνο τοῦ θανάτου. Οἱ ψυχές τους εἶχαν δοθῆ στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τά σώματά τους, ἔτσι ὅπως ἀποκοιμήθηκαν, ἔμειναν μέσα στήν σπηλιά ἀδιάφθορα καί ἀναλλοίωτα.

Τήν δεύτερη ἡμέρα ὁ βασιλεύς ἀναζητοῦσε αὐτούς τούς νέους καί μή γνωρίζοντας ποῦ κρύβονται, εἶπε στούς αὐλικούς του:

-Αἰσθάνομαι καλωσύνη γι᾿ αὐτούς τούς ἑπτά νέους, διότι εἶναι ἀπό ἔνδοξο γένος καί πολύ ὡραῖοι στήν ὄψι. Νομίζω, ἐπειδή φοβήθηκαν τήν ὀργή μας, ἔφυγαν καί κἄπου κρύφθηκαν. Ἀλλά ἡ πατρική μας καρδιά εἶναι ἕτοιμη νά τούς παρηγορήση καί, ἐάν μετανοήσουν, θά ἐπιστρέψουν ὁριστικά στούς θεούς μας.

Ἕνας ἀπό τούς αὐλικούς του, τοῦ εἶπε:

-Μή λυπῆσαι, ὑπερβολικά, ὦ βασιλεῦ, γιά τούς νέους αὐτούς πού εἶναι ἐναντίον σου καί ἐναντίον τῶν θεῶν μας, διότι ἄκουσα ὅτι δέν ἐμετανόησαν, ἀλλά ἔγιναν πιό βλάσφημοι πρός τούς θεούς μας. Ἐμοίρασαν πολύ χρυσό καί ἄργυρο στούς πτωχούς γυρίζοντας στά δρομάκια τῆς πόλεως καί μετά ἔγιναν ἄφαντοι. Ἐάν θέλης νά καλέσουμε τούς γονεῖς τους καί μέ λίγα βάσανα πού θά τούς δώσουμε θά τούς ἀναγκάσουμε νά μᾶς εἰποῦν ποῦ εἶναι τά παιδιά τους.

Τότε ὁ βασιλεύς διέταξε ἀμέσως νά ἀνευρεθοῦν καί ἔλθουν ἐνώπιόν του οἱ γονεῖς τους. Ὅταν ἦλθαν, τούς εἶπε:

-Ποῦ εἶναι τά παιδιά σας, ὦ ὑβριστές τῶν θεῶν μας; Πέστε μας τήν ἀλήθεια, διότι θά διατάξω ἀντί αὐτῶν νά χαθῆτε ἐσεῖς. Σίγουρα τούς ἐδώσατε χρήματα καί τούς ἐστείλατε κἄπου γιά νά μήν ἔλθουν πάλιν πλέον ἐνώπιόν μου.

Οἱ γονεῖς τοῦ ἀπήντησαν:

-Ὦ Βασιλεῦ, ἐπικαλούμεθα τήν ἐπιείκιά σου, ἄκουσέ μας χωρίς νά ὀργίζεσαι. Ἐμεῖς δέν εἴμεθα ἐναντίον τῆς βασιλείας σου καί τίς ἐντολές σου δέν περιφρονοῦμε, οὔτε παύουμε νά προσφέρουμε θυσία στούς θεούς μας. Γιατί λοιπόν ν᾿ ἀποθάνουμε; Ἐάν τά παιδιά μας ἐπανεστάτησαν, δέν τά ἐδιδάξαμε ἐμεῖς νά κάνουν αὐτά, οὔτε τούς ἐδώσαμε χρυσό καί ἄργυρο, ἀλλά μόνοι τους παίρνοντας στά κρυφά χρήματα ἀπό ἐμᾶς, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τούς ἄλλους καί φεύγοντας σ᾿ ἕνα βουνό κρύφθηκαν μέσα σέ μιά μεγάλη σπηλιά.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ βασιλιᾶς διέταξε νά κτίσουν μέ πέτρες τήν σπηλιά, λέγοντας:

-Ἐπειδή δέν μετενόησαν καί δέν ἐπιστρέφουν στούς θεούς μας καί δέν δέχονται νά σταθοῦν μπροστά μας, διατάζω νά χαθοῦν μέσα στήν σπηλιά πεθαίνοντας ἀπό τήν πεῖνα καί τήν δίψα μέσα στό σκοτάδι τῆς σπηλιᾶς.

Βέβαια ὁ βασιλεύς καί οἱ αὐλικοί του δέν ἤξεραν ὅτι αὐτοί οἱ νέοι εἶχαν κοιμηθῆ ἐν Κυρίῳ καί ἐνόμιζαν ὅτι ἦταν ζωντανοί.

Ἀφοῦ ἐργάτες τοῦ βασιλέως ἔκτισαν μέ πέτρες τήν πόρτα της σπηλιᾶς, δύο χριστιανοί, ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως ἔγραψαν σέ μία πλάκα μυστικά τό πάθος καί τά ὀνόματα αὐτῶν τῶν μαρτύρων σέ μία χάλκινη ἐπιγραφή.

Κατόπιν εἶπαν οἱ χριστιανοί μεταξύ τους: «Μπορεῖ κἄποτε, ἐάν θέλη ὁ Θεός νά ἐπισκεφθῆ τούς δούλους Του, πρίν ἀπό τήν μέλλουσα ἀνάστασι πάντων, ν᾿ ἀνοιχθῆ ἡ σπηλιά καί νά εὑρεθοῦν τά λείψανά τους. Τότε οἱ ἄνθρωποι θά γνωρίσουν τά ὀνόματά τους ἀπ᾿ αὐτή τήν ἐπιγραφή καί θά μάθουν ὅτι ἀπέθαναν ἀπό τήν πεῖνα γιά τόν Χριστόν μέσα σ᾿ αὐτή τήν κτισμένη σπηλιά.

Καί μετά ἀπό πολύ καιρό ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Δέκιος καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν ἐβασίλευσαν ἄλλοι βασιλεῖς, διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού χάθηκαν κι αὐτοί στόν καιρό τους. Καί μετά ἀπό 200 περίπου χρόνια ἐβασίλευσε ὁ πιστός βασιλεύς Θεοδόσιος ὁ Μικρός στήν Κωνσταντινούπολι (408-450). Τότε ἐμφανίσθηκαν μερικοί αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπίστευαν στήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Ὄχι μόνο λαϊκοί, ἀλλά καί μερικοί ἐπίσκοποι εἶχαν πέσει σ᾿ αὐτή τήν πλάνη.

Μερικοί ἀπό τούς αἱρετικούς ἔλεγαν ὅτι μετά τόν θάνατο δέν θά ὑπάρχη στούς ἀνθρώπους κανένα εἶδος παρηγορίας τους, διότι πεθαίνει τό σῶμα, πεθαίνει καί ἡ ψυχή καί τά δύο αὐτά ἐκμηδενίζονται. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι μόνο τά σώματα στόν τάφο φθείρονται καί χάνονται, ἐνῶ οἱ ψυχές θά λάβουν τόν μισθό τους, χωρίς τά σώματα ποτέ νά ἀναστηθοῦν. Διότι, ἐρωτοῦσαν πῶς θά ἠμπορέσουν τά σώματα ν᾿ ἀναστηθοῦν, ἀφοῦ εἶναι χιλιάδες χρόνια πεθαμένα καί οἱ σάρκες τους λειωμένες; Αὐτές εἶναι αἱρετικές διδασκαλίες, διότι αὐτοί οἱ αἱρετικοί δέν πιστεύουν στόν λόγο τοῦ Κυρίου πού λέγει στό Εὐαγγέλιο ὅτι «οἱ νεκροί θ᾿ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὅσοι τήν ἀκούσουν θ᾿ἀναστηθοῦν..». Ἀκόμη λέγει σέ μιά προφητεία του ὁ προφήτης Δανιήλ: «Αὐτοί πού κοιμοῦνται στό χῶμα τῆς γῆς θά σηκωθοῦν, μερικοί γιά τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἄλλοι γιά νά κατακριθοῦν καί ἐντροπιασθοῦν αἰώνια». Ἀκόμη μᾶς λέγει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ: «Ἰδού, ἐγώ θ᾿ἀνοίξω τόν τάφο σας καί θά σᾶς ἀναστήσω ἀπό τά μνήματά σας, ἐσᾶς τόν λαόν μου».

Χωρίς νά γνωρίζουν τήν ἀληθινή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπροκάλεσαν πολλή ταραχή. Καί ὁ βασιλεύς Θεοδόσιος ἦταν πολύ ὀργισμένος, βλέποντας ἀναστάτωσι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Παρεκάλεσε τόν Θεό μέ νηστεία καί δάκρυα σάν Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας Του πού εἶναι, νά ἐπιφέρη τήν εἰρήνην ἀνάμεσα στούς πιστούς. Καί ὁ Πολυέλεος Κύριος, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει νά πλανηθῆ κανένας ἀπό τήν ἀληθινή πίστι καί νά χαθῆ, ἄκουσε τήν προσευχή τοῦ βασιλέως καί τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα τῶν χριστιανῶν του καί ἀπεκάλυψε σέ ὅλους μέγα μυστήριο μέ τό νά ἀποδεικνύεται ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν καί ἡ αἰώνιος ζωή. Αὐτό τό μυστήριο ἀποκαλύφθηκε κατά τόν ἑξῆς τρόπο:

Ἕνας ἄνδρας, ὀνόματι Ἀδόλιος, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε ἰδιοκτήτης τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦταν ἡ σπηλιά ἐκείνη πού εἶχε μέσα φυλακισμένους τούς ἑπτά νέους, εἶχε ἕνα πρόγραμμα. Εἶχε κτίσει ἐκεῖ κοντά τήν ἀγροκατοικία του καί ἤθελε κατόπιν νά κτίση καί ἕνα σταῦλο γιά τά πρόβατά του. Οἱ ἐργάτες του ξεκίνησαν τά θεμέλια καί ἔπαιρναν πέτρες ἀπ᾿ αὐτές πού ἦταν κοντά στό στόμιο τῆς σπηλιᾶς. Μάλιστα χωρίς νά ξέρουν ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε σπηλιά, ἔπαιρναν πέτρες καί ἀπό τό στόμιό της. Τότε διεπίστωσαν ὅτι φάνηκε τό ἄνοιγμα μιᾶς μεγάλης σπηλιᾶς.

Ἐκεῖνον τόν καιρό ὁ Κυριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού ἀνέστησε τόν φίλο Του Λάζαρο μετά άπό τέσσαρεις ἡμέρες, ἀνέστησε κι αὐτούς τούς ἑπτά νέους, ἀφοῦ εἶχαν κοιμηθῆ 192 χρόνια. Τούς ἀνέστησε μέ τήν θεία Του δύναμι καί ἐξουσία πού ἔχει ἐπάνω στίν  θάνατο. Οἱ νέοι ἐξύπνησαν καί ἐδόξασαν τόν Θεό, χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι ἐκοιμήθησαν 192 χρόνια. Ἐνόμισαν ὅτι ἐκοιμήθηκαν μόνο μία νύκτα.  Τά ροῦχα τους ἦταν ἀνέπαφα ἀπό τόν χρόνο, τά σώματά τους ἀδιάφθορα, ἀκόμη καί οἱ μορφές του ἦταν φωτεινές μέ ὑγεία καί νεανική λαμπρότητα. Ἐκάθισαν καί συζητοῦσαν γιά τήν ὀργή τοῦ βασιλέως καί γιά τόν διωγμό πού συνέχιζε κατά τῶν χριστιανῶν. Ἐθεωροῦσαν ὅτι εἶναι ὁ Δέκιος πρίν περίπου 200 χρόνια, ὁ βασιλεύς καί ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν. Καί κυττάζοντας πρός τόν νεώτερον, τόν Ἰάμβλιχον, τόν ἐρώτησαν ἐάν ἄκουσε κάτι στήν πόλι γιά νά τούς τό κοινοποιήση. Καί ὁ Ἰάμβλιχος τούς ἀπήντησε:

-Αὐτά πού σᾶς εἶπα χθές τό βράδυ θά σᾶς τά ὑπενθυμίσω καί τώρα. Ὁ βασιλεύς διέταξε σήμερα ὅλοι οἱ πολίτες νά εἶναι ἕτοιμοι γιά νά θυσιάσουν. Ὅσον ἀφορᾶ γιά ἐμᾶς, διέταξε νά μᾶς ἀναζητήσουν, ὥστε μαζί μέ ὅλους ἐνώπιόν του νά προσφέρουμε τήν θυσία. Ἐάν ἀρνηθοῦμε, θά μᾶς βασανίσουν.

Τότε ὁ Μαξιμιλιανός εἶπε ἐνώπιον ὅλων:

-Ἀδελφοί, νά εἴμεθα ἕτοιμοι νά ἐξέλθουμε γιά νά μᾶς ἰδοῦν καί νά σταθοῦμε μέ ἀνδρεία ἐνώπιον τοῦ Δεκίου. Γιατί νά στεκώμεθα ἐδῶ σάν κάτι φοβισμένες γυναικοῦλες;  Νά ἐξέλθουμε καί χωρίς φόβο νά ὁμολογήσουμε ἐνώπιον τοῦ ἐπιγείου βασιλέως τόν οὐράνιο Βασιλέα, τόν ἀληθινό Θεό μας, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί γιά τήν ἀγάπη Του νά ὑπομείνουμε μέχρι θανάτου!  Νά δώσουμε τίς ψυχές μας γι᾿ Αὐτόν. Νά μή φοβηθοῦμε τόν θνητόν αὐτόν τύραννον καί τά πρόσκαιρα βάσανα γιά νά μή χάσουμε τήν αἰώνια ζωή τήν ὁποίαν περιμένουμε ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί σύ, ἀδελφέ Ἰάμβλιχε, φρόντισε νά ἐξασφαλίσης τροφή γιά τήν καθορισμένη ὥρα τοῦ φαγητοῦ μας. Πάρε χρήματα καί πήγαινε στήν πόλι καί ἀγόρασε ψωμί περισσότερο ἀπό ὅ,τι χθές, διότι χθές μᾶς ἔφερες λίγο καί ἐπεινάσαμε. Ἀκόμη προσπάθησε νά μάθης τί διέταξε γιά ἐμᾶς ὁ Δέκιος καί γύρισε γρήγορα γιά νά ἐνισχυθοῦμε μέ τήν τροφή καί μετά νά ἐξέλθουμε ἀπ᾿ἐδῶ νά δώσουμε δόξα στόν Χριστό μας μέ τά βάσανά μας, τά ὁποῖα καί θά ὑπομείνουμε μέ τήν βοήθειά Του.

Ἔτσι, ὁ Ἰάμβλιχος ἐπῆρε χρήματα καί ἐπῆγε στήν πόλι πολύ πρωΐ, ὅταν ἄρχισε κιόλας νά ξημερώνη.

Ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπό τήν σπηλιά ὁ Ἰάμβλιχος, εἶδε τίς πέτρες νά ἔχουν πέσει κάτω καί ἀπόρησε. Καί σκεπτόταν μόνος του καί ἔλεγε μέ τόν ἑαυτό του:

-Τί εἶναι αὐτά καί πότε τά ἔβαλαν; Διότι τό βράδυ δέν ἦταν αὐτές οἱ πέτρες:

Κατεβαίνοντας ἀπό τό βουνό, ἐπήγαινε μέ πολύ φόβο μέσα στήν πόλι, μήπως κάποιος τόν γνωρίσει καί τόν καταγγείλη στόν βασιλέα.

Πλησιάζοντας στίς πύλες τῆς πόλεως καί ὑψώνοντας τά μάτια του ψηλά, εἶδε πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τόν Τίμιο Σταυρό, τοποθετημένο κατά ἕνα ὡραῖο τρόπο. Μετά ὁπουδήποτε ἔστρεφε τά μάτια του ἔβλεπε ἄλλα κτίρια καί σπίτια καί ἀποροῦσε. Μετά ἐπῆγε σέ μία ἄλλη πόρτα τοῦ φρουρίου τῆς πόλεως καί εἶδε καί πάλι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί δέν καταλάβαινε τί εἶχε συμβῆ! Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τίς πύλες τοῦ φρουρίου καί ἔβλεπε παντοῦ σταυρούς, εὑρισκόταν σέ μεγάλη ἔκπληξι. Κατόπιν, ἐπιστρέφοντας στήν πρώτη πόρτα ἀπό τήν ὁποίαν μπῆκε, ἔλεγε στόν ἑαυτό του:

-Τί εἶναι αὐτά ἐδῶ πέρα! Τό βράδυ δέν ὑπῆρχε πουθενά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, παρά μόνο στά κρυφά τό φοροῦσαν οἱ χριστιανοί στό στῆθος τους. Τώρα ἔχει τοποθετηθῆ ψηλά στίς πόρτες τῆς πόλεως καί στούς τοίχους τοῦ φρουρίου! Βλέπω καλά ἤ βλέπω ὄνειρο! Μήπως αὐτά εἶναι φαντασία μου ἀπό ὄνειρο, πού εἶδα;

Κατόπιν δίνοντας κουράγιο στόν ἑαυτό του, μπῆκε στήν πόλι καί πηγαίνοντας σιγά σιγά, ἄκουσε πολλούς πού μιλοῦσαν γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη ἐξεπλάγη καί ἔλεγε μέ τόν ἑαυτό του:

-Χθές κανείς δέν τολμοῦσε νά καλέση φανερά μέ τό Ὄνομά Του τόν Ἰησοῦ Χριστό καί πῶς τώρα δοξάζεται ἀπό τόσα στόματα ἀνθρώπων; Αὐτή εἶναι ἡ πόλις Ἔφεσος ἤ κάποια ἄλλη, διότι τά ντουβάρια τοῦ τείχου της εἶναι διαφορετικά καί οἱ ἄνθρωποι ντυμένοι μέ ἄλλα ροῦχα!

Πηγαίνοντας λίγο πιό πέρα, ἐρώτησε ἕναν ἄνθρωπο:

-Πῶς ὀνομάζεται αὐτή ἡ πόλις;

-Αὐτή εἶναι ἡ Ἔφεσος.

Ὁ Ἰάμβλιχος δέν ἐπίστευσε καί ἔλεγε μέ τόν λογισμό του:

-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πλανήθηκα. Δέν πιστεύω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Ἔφεσος. Λοιπόν, ἐμένα μ᾿ἐνδιαφέρει νά πάρω γρήγορα ψωμί γιά νά μή χάσω τά μυαλά μου τελείως ἀπό τήν πλάνη μου.

Πλησιάζοντας ἕναν πωλητή ψωμιοῦ, τοῦ ἐζήτησε ν᾿ἀγοράση καί τοῦ ἔδωσε τά χρήματά του. Ὁ φούρναρης ἐπῆρε τά χρήματα (ἀπό ἄργυρο) καί εἶδε ὅτι εἶχαν πολύ μεγαλύτερη ἀξία καί ὅτι ἐπάνω ὑπῆρχε ἡ μορφή ἑνός πολύ παλαιοῦ βασιλέως, τοῦ Δεκίου. Μαζεύτηκαν γύρω τους πολύς κόσμος καί συζητοῦσαν ποῦ τά βρῆκε αὐτά τά χρήματα ὁ νέος. Ἄλλοι ἔλεγαν στά αύτιά ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, ὅτι αὐτός ὁ νέος βρῆκε θησαυρό παλαιῶν χρημάτων.

Βλέποντάς τους ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος νά ψιθυρίζουν, ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του, ἐπειδή ἐνόμιζε ὅτι εἶναι γνωστός σ᾿ αὐτούς καί θά τόν πιάσουν νά τόν ὑπάγουν στόν αὐτοκράτορα Δέκιο. Ὁπότε εἶπε πρός αὐτούς:

-Σᾶς παρακαλῶ, ἀφῆστε αὐτά τά χρήματά μου, διότι ἐγώ δέν θέλω ν᾿ ἀγοράσω τίποτε.

Ἀλλά αὐτοί τόν ἔπιασαν καί τόν ἐρωτοῦσαν:

-Πές μας ἀπό ποῦ εἶσαι καί πῶς εὑρῆκες αὐτόν τόν θησαυρό τῶν παλαιῶν βασιλέων; Δός μας καί σ᾿ἐμᾶς λίγο ἄργυρο καί δέν θά τό ποῦμε σέ κανέναν. Ἐάν δέν θέλεις νά μᾶς δώσεις, τότε θά σέ δώσουμε στόν δικαστή.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος καί χωρίς ἀκόμη νά καταλαβαίνει τί τοῦ συμβαίνει, ἀποροῦσε καί σιωποῦσε. Ὅμως οἱ ἄνδρες τοῦ ἔλεγαν καί πάλι:

-Αὐτός ὁ θησαυρός δέν μπορεῖ νά μείνη μυστικός, ἀλλά λέγε μας παλαιότερα πού ἐργάσθηκες;

Ὅμως δέν ἤξερε τί νά τούς ἀπαντήση καί στεκόταν ἐκεῖ σάν μουγγός. Τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι, τόν ἐπῆραν ἀπό τήν ζώνη του καί τραβώντας τον μέ ἄγριους μορφασμούς καί φωνές τόν ἔφεραν στό μέσον της ἀγορᾶς. Διαδόθηκε παντοῦ ἡ πληροφορία ὅτι ἕνας νέος ἔχει συληφθῆ, διότι εὑρῆκε θησαυρό. Συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοί, κυττάζοντάς τον στό πρόσωπο καί λέγοντας μεταξύ τους:

-Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ξένος καί δέν τόν εἴδαμε ποτέ ἄλλη φορά. Ὁ Ἅγιος ἤθελε νά τούς εἰπῆ ὅτι δέν εὑρῆκε κανένα θησαυρό, ἀλλά δέν μποροῦσε νά ὁμιλήση ἀπό τήν πολλή του ἔκπληξι καί τόν θαυμασμό πού τόν δικακατεῖχε.

Κυττάζοντας ὅλους τούς ἀνθρώπους μιά καί δυό ματιές, ἤθελε νά ἰδῆ κάποιον, τόν ὁποῖον νά ἐγνώριζε ἤ κάποιον ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του-τόν πατέρα, τήν μητέρα του ἤ κάποιον δοῦλο του, ἀλλά δέν ἐγνώριζε κανέναν. Ἀπ᾿ αὐτό τόν λόγο, ἀποροῦσε ἀκόμη περισσότερο, διότι χθές ὅλοι τοῦ ἦταν γνωστοί. Ἦταν υἱός ἐνδόξου πατρός καί σήμερα, μετά ἀπό μία ἡμέρα, δέν ἐγνώριζε κανέναν! Καί μαθεύτηκε ἡ σύλληψίς του σέ ὁλόκληρη τήν πόλι καί ἄφθασε ἡ εἴδησις μέχρι τ᾿ αὐτιά τοῦ διοικητοῦ τῆς πόλεως καί τοῦ ἐπισκόπου Στεφάνου, οἱ ὁποῖοι μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν στιγμή ἦταν μαζί καί συνωμιλοῦσαν. Ὁπότε καί οἱ δύο διέταξαν νά φέρουν τόν νέον ἐνώπιόν των.

Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἰάμβλιχος συνελήφθη καί ὡδηγεῖτο στούς ἄρχοντες, ἐνόμισε ὅτι τόν πᾶνε στόν βασιλέα Δέκιο. Ἐκύτταζε δεξιά καί ἀριστερά ἄν θά ἰδῆ κάποιον γνωστόν του, ἀλλά κανείς! Τόν μετέφεραν στόν διοικητή καί στόν Ἐπίσκοπο, οἱ ὁποῖοι ἐπῆραν τά χρήματα ἀργύρου ἀπό τά χέρια του καί εἶδαν πράγματι ὅτι ἦταν ἀπό παλαιούς βασιλεῖς. Κατόπιν ὁ διοικητής ἐρώτησε τόν νέον:

-Ποῦ εἶναι ὁ θησαυρός τόν ὁποῖον εὑρῆκες, διότι αὐτά τά ἀργυρᾶ χρήματα ἔχουν μεγάλη ἀξία.

Ὁ Ἰάμβλιχος τοῦ ἀπήντησε:

-Δέν ξέρω τί εἴδους θησαυρός εἶναι αὐτός. Αὐτό μόνο γνωρίζω ὅτι ἀπό τήν περιουσία τοῦ πατέρα μου ἔχω αὐτά τά χρήματα, καθώς εἶναι συνήθεια νά ὑπάρχουν αὐτά τά χρήματα στήν πόλι καί μάλιστα στούς ἐμπόρους. Ὅμως ἀπορῶ καί δέν καταλαβαίνω ἀπό ποῦ μοῦ ἦλθε αὐτή ἡ δυστυχία;

Ὁ διοικητής τόν ἐρώτησε:

-Ἀπό ποῦ εἶσαι;

Ὁ ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: Νομίζω ὅτι εἶμαι ἀπ᾿ αὐτή τήν πόλι.

Ὁ διοικητής τόν ἐρώτησε καί πάλι: Ποιός εἶναι ὁ πατέρας σου; Εἶναι κάποιος ἐδῶ πού νά σέ γνωρίζη; Ἄς ἔλθη νά μᾶς διαβεβαιώση γιά σένα καί κατόπιν βλέπουμε!

Ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος εἶπε τό ὄνομα τοῦ πατέρα του, τῆς μητέρας του, τῶν παππούδων του, τῶν ἀδελφῶν του καί τῶν λοιπῶν συγγενῶν του, ἀλλά δέν ἐγνώριζε κάτι γι᾿ αὐτούς. Τότε ὁ διοικητής τοῦ εἶπε:

-Δέν λέγεις τήν ἀλήθεια, ἀλλά ψεύδεσαι, διότι μᾶς λέγεις ὀνόματα ξένα καί ἀσυνήθιστα, τά ὁποῖα δέν ἀκούσαμε ἄλλη φορά.

Τότε ὁ Ἅγιος, ἐπειδή δέν καταλάβαινε τί τοῦ εἶχε συμβῆ, σιωποῦσε καί εἶχε τό κεφάλι του κάτω. Μερικοί ἔλεγαν ὅτι εἶναι τρελλός, ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δέν εἶναι.

Τότε ὁ διοικητής ἄρχισε μέ πιό σκληρά λόγια νά τόν ἐρωτᾶ:

-Πῶς ἠμποροῦμε νά σέ πιστεύσουμε, ὅταν μᾶς λέγεις ὅτι αὐτά τά χρήματα εἶναι περιουσία τοῦ πατέρα σου; Ὅταν στά χρήματα αὐτά ὑπάρχει ἡ μορφή καί τό ὄνομα τοῦ παλαιοῦ βασιλέως Δεκίου; Ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἐπέρασαν πολλά χρόνια καί τά σημερινά νομίσματα εἶναι τελείως διαφορετικά ἀπό αὐτά τά παλαιά. Ἄρα γε οἱ γονεῖς σου εἶναι τόσο γέροντες, ὥστε νά ἐνθυμοῦνται τόν βασιλέα Δέκιο, ὁ ὁποῖος ἔζησε πολύ παλιά καί κρατοῦν μαζί τους δικά του νομίσματα; Ἐσύ εἶσαι νέος, καί δέν ἔχεις συμπληρώσει τά 30 χρόνια σου, καί θέλεις μέ τίς πονηριές σου νά ξεγελάσης τούς γέροντες καί τούς σοφούς τῆς πόλεως Ἐφέσου; Θά σέ πετάξω στήν φυλακή καί θά σέ κτυπήσω καί δέν θά σέ ἀφήσω μέχρις ὅτου θά μοῦ εἰπῆς τήν ἀλήθεια, ποῦ εὑρίσκεται ὁ θησαυρός πού βρῆκες.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος, φοβήθηκε ἀπό τήν ἀγριότητα τοῦ διοικητοῦ καί ἀποροῦσε πού ἄκουσε γιά τόν Δέκιο, ὅτι ἦταν βασιλεύς ἐκεῖ πρίν ἀπό πολλά χρόνια πρίν. Ὁπότε κατεβάζοντας τό κεφάλι του κάτω, τοῦ εἶπε:

-Σᾶς παρακαλῶ, κύριοί μου, νά μοῦ ἀπαντήσετε σέ κάτι πού θά σᾶς ἐρωτήσω, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα σᾶς λέγω σᾶς τά λέγω μέ καλή θέλησι καί μέ εἰλικρίνεια: Ἄρα γε ὁ Δέκιος εἶναι βασιλεύς σ᾿ αὐτή τήν πόλι; Ἀπέθανε ἤ ζῆ;

Καί ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ ἀπήντησε: Δέν ὑπάρχει, παιδί μου, βασιλεύς μ᾿ αὐτό τό ὄνομα στήν χώρα μας αὐτή. Μόνο στούς παλαιούς καιρούς ὑπῆρχε αὐτός ὁ βασιλεύς. Τώρα βασιλεύς μας εἶναι ὁ εὐσεβής χριστιανός Θεοδόσιος.

Τότε ὁ Ἰάμβλιχος εἶπε:

-Σᾶς παρακαλῶ, κύριοί μου, πᾶμε μαζί στό βουνό, στήν σπηλιά, ὅπου μένουμε μέ ἄλλους ἕξι νέους γιά νά γνωρίσετε καί ἀπ᾿ αὐτούς ὅτι εἶναι ἀληθινά, αὐτά τά ὁποῖα σᾶς λέγω. Διότι φεύγοντας τήν ὀργή τοῦ βασιλέως Δεκίου, πρίν ἀπό μερικές ἡμέρες ἐμπήκαμε σ᾿ αὐτή τήν σπηλιά καί κρυφθήκαμε. Ἐν τῶ μεταξύ τόν Δέκιο, πού μπῆκα στήν πόλι χθές, δέν τόν εἶδα. Ὁπότε ἀκόμη δέν ξέρω, εἶναι αὐτή ἡ πόλις ἡ Ἔφεσος ἤ κάποια ἄλλη;

Τότε ὁ Ἐπίσκοπος σκέφθηκε πολύ καί μετά τόν ἐρώτησε:

-Ὁ Θεός θέλει μέσῳ αὐτοῦ τοῦ νέου νά μᾶς ἀποκαλύψη κάποιο μεγάλο μυστήριο.

Μετά εἶπε πρός τόν διοικητή:

-Νά πᾶμε κι ἐμεῖς μαζί του γιά νά δοῦμε τί θαυμαστό ἔργο ἔχει νά μᾶς ἀποκαλύψη ὁ Θεός.

Τότε ὁ Ἐπίσκοπος καί ὁ διοικητής σηκώθηκαν ἀμέσως, ἐπῆραν τόν νεαρό καί πλῆθος κόσμου ἀπό πίσω τους καί ξεκίνησαν γιά τό βουνό. Φθάνοντας ἐκεῖ καί στήν σπηλιά, μπῆκε μέσα πρῶτα ὁ Ἰάμβλιχος, ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐστάθησαν στό στόμιο τῆς σπηλιᾶς, ὅπου βρῆκαν καί τήν χάλκινη ἐπιγραφή πού ἔγραφε γιά τό μαρτύριό τους, τά ὀνόματά τους καί τήν χρονολογία τοῦ τέλους τους. Διαβάζοντας τό μαρτύριό τους οἱ πάντες ἐξεπλάγησαν καί ἐδόξασαν τόν Θεό μέ μεγάλη φωνή.

Κατόπιν εὑρῆκαν τούς ἁγίους νά κάθωνται κάτω μέ πολλή χαρά, μέ τά πρόσωπά τους λαμπερά ἀπό τό φῶς τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό μία νεανική ὀμορφιά. Βλέποντάς τους ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ διοικητής καί ὅλος ὁ λαός, τούς ἐπροσκύνησαν μέχρι κάτω καί ἐδόξασαν τόν Θεό, πού ἀξιώθηκαν νά ἰδοῦν αὐτό τό θαυμαστό μυστήριο. Κατόπιν οἱ νεαροί μάρτυρες εἶπαν στό πλῆθος τοῦ κόσμου γιά τόν τύραννο Δέκιο, γιά τούς διωγμούς πού ἔκαμε ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Τότε ἀμέσως ὁ Ἐπίσκοπος καί ὁ διοικητής ἔστειλαν ἕνα γράμμα στόν εὐσεβέστατο βασιλέα Θεοδόσιο, γράφοντάς του:

-Μεγαλειότατε, νά διατάξης νά ἔλθη γρήγορα μία ὁμάδα ἐμπίστων καί εὐσεβῶν ἀνθρώπων γιά νά ἰδοῦν ἕνα θαῦμα πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Θεός τίς ἡμέρες αὐτές τῆς βασιλείας σου. Στίς ἡμέρες ἀποδείχθηκε περίτρανα μέ θαῦμα ἡ ἀλήθεια περί τῆς ἀναστάσεως τῶν πάντων στά σώματα ἑπτά νέων πού ἀναστήθηκαν μετά ἀπό 192 χρόνια.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ βασιλεύς Θεοδόσιος, χάρηκε πάρα πολύ καί ἀμέσως  ἑτοιμάσθηκε νά ἔλθη ὁ ἴδιος. Ἔτσι μέ τούς αὐλικούς του καί πολύ λαό ἔφθασαν στήν Ἔφεσο καί ἔγινε ὑποδοχή ἀπό τούς Ἐφεσίους μέ πολλή τιμή, καθώς τούς ἔπρεπε. Ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ διοικητής καί οἱ ἄλλοι μετέφεραν τόν βασιλέα καί τήν συνοδία του στήν σπηλιά, στήν ὁποία μπαίνοντας μέσα καί βλέποντας τούς Ἁγίους σάν ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, ἔπεσαν στά πόδια τους, τούς ἐπροσκύνησαν καί ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:

-Ἀξιοσέβαστοι νέοι, στά πρόσωπά σας, νομίζουμε ὅτι βλέπουμε τόν Ἴδιο τόν Βασιλέα μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Δεσπότη καί οὐράνιο Βασιλέα μας, ὁ Ὁποῖος ἔκραξε μόνο μέ τήν φωνή του τόν φίλο Του Λάζαρο καί τόν ἀνέστησε γιά νά ἐπιβεβαιωθῆ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Διότι κάποτε, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶναι στά μνήματα, θ᾿ ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί θ᾿ ἀναστηθοῦν.

Ὁ βασιλεύς γονάτισε μπροστά τους καί ἐδόξαζε τόν Θεό πού ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς μεγάλης εὐλογίας.

Κατόπιν οἱ νέοι ἁπλώνοντας τά χέρια τους ἐσήκωσαν τόν βασιλέα ἀπό τήν γῆ, ὁ ὁποῖος φιλοῦσε τά χέρια τους καί ἔκλαιγε ἀπό χαρά.

Τότε ὁ ἅγιος Μαξιμιλιανός εἶπε πρός τόν βασιλέα:

-Ἀπό τώρα ἡ βασιλεία σου θά εἶναι δυνατή, λόγῳ τῆς δυνατῆς πίστεώς σου στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος θά σέ διαφυλάττη ἀπό κάθε κακό γιά τό ὄνομά του τό ἅγιον. Νά πιστεύης ὅτι γιά σένα μᾶς ἀνέστησε ἐμᾶς ὁ Θεός, γιά νά κηρύξη στόν κόσμο γιά τήν κοινή ἀνάστασι τῶν πάντων.

Γιά ἀρκετή ὥρα συνωμίλησαν οἱ Ἅγιοι μέ τόν βασιλέα καί ἄλλες πνευματικές διδαδκαλίες τοῦ εἶπαν, ἐνῶ ὁ βασιλεύς μέ τόν ἀρχιερέα καί τούς ἄρχοντες καί ὅλος ὁ λαός τούς ἄκουαν μέ πολλή γλυκύτητα.

Καί ὁ βασιλέυς συμμετεῖχε στό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ τους ἐπί ἑπτά ἡμέρες, ἀλλά καί στήν προσευχή τους. Μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς συζητήσεις καί τήν θεωρία τῶν γλυκυτάτων προσώπων τους, οἱ νέοι ἔκλιναν κάτω τίς ἱερές κεφαλές τους καί κατόπιν τό σῶμα τους καί ἐκοιμήθησαν τόν αἰώνιο ὕπνο, κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ βασιλεύς στεκόμενος δίπλα σ᾿ αὐτούς, ἔκλαυσε πολύ μέ ὅλη τήν συνοδία του. Κατόπιν διέταξε νά κατασκευάσουν ἑπτά φέρετρα ἀπό χρυσό καί ἄργυρο, στά ὁποῖα νά τοποθετήσουν τά ἱερά σώματά τους.

Ἐκείνη τήν νύκτα οἱ Ἅγιοι παρουσιάσθηκαν σέ ὄραμα στόν βασιλέα καί τοῦ εἶπαν νά τούς ἀφήση νά κοιμηθοῦν κάτω στό χῶμα, ὅπως εἶχαν κοιμηθῆ καί παλαιότερα καί ὄχι μέσα σέ ἀργυροεπίχρυσα φέρετρα. Κατόπιν συγκεντρώθηκε πολύς λαός μέ πολλούς ἐπισκόπους καί ἱερεῖς καί ἐτέλεσαν λαμπρά ἑορτή ἐπί τῆ δευτέρᾳ κοιμήσει τῶν ἁγίων μαρτύρων. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ βασιλεύς ἐμοίρασε πολλές ἐλεημοσύνες στούς πτωχούς, ἀπηλευθέρωσε φυλακισμένους, ὅταν ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολι χαιρόμενος ἔτσι ὁ ἴδιος καί δοξάζοντας τόν Θεό, τόν Ὁποῖον εἴθε καί ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί νά Τόν τιμοῦμε καί δοξάζουμε μαζί δηλαδή τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.  Ἀμήν.

 

 

 

 

 

 

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

 ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(+1998

 

 

Μετάφρασις

Μοναχός

Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 

ΤΡΕΙΣ ΕΣΕΙΣ  ΤΡΕΙΣ ΕΜΕΙΣ, ΕΛΕΗΣΑΤΕ ΚΙ ΕΜΑΣ

Ἔχω νά σᾶς εἰπῶ, ἀγαπητά μου παιδιά, μία ἱστορία γιά τήν δύναμι τῆς προσευχῆς.

Κάποτε ἐπῆγε ἕνα καράβι στά Ἱεροσόλυμα. Εἶχε ἀναχωρήσει μέ μερικές ἑκατοντάδες ἀνθρώπους γιά τούς Ἁγίους Τόπους καί γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Κατά τήν πορείαν, κάποιος ἄνθρωπος τοῦ καραβιοῦ ἐκραύγαζε μέσα στό καράβι:

-Ποῦ θά ἀγκυροβολήσουμε, διότι πρέπει νά ἐπισκευάσουμε τό καράβι;

-Καί ὅταν ἀμέριμνοι ἀνοίχτηκαν στό πέλαγος, εἶδαν ἕνα ἔρημο νησί.

-Ἐκεῖ στό νησί ἀγκυροβολοῦμε, εἶπε ὁ καπετάνιος.

Καί ἐπλησίασαν τό νησί. Τό βάθος τότε τῆς θαλάσσης ἦταν 20 μέτρα. Ἐκρέμασαν τίς ἄγκυρες, ἐσταμάτησαν καί ἐπέρασν μέ τίς βάρκες στό νησάκι.

Ἦταν ἕνα νησάκι μέ δάσος καί μέ μικρές πεδιάδες. Οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν ἀπό τό καράβι, μέχρι νά ἐπισκευάσουν τό πλοῖο, διότι τήν δεύτερη ἡμέρα τό πρωΐ ἔπρεπε νά πλεύσουν ἀκόμη πιό μακριά. Καί ἄρχισαν νά περπατοῦν τό νησί γιά νά ἰδοῦν τί εἴδους ἔδαφος ἔχει. Εἶχε διάφορα λουλούδια, διαφόρων εἰδῶν πουλιά, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἰδεῖ ποτέ στήν χώρα τους. Οἱ ἄνθρωποι ἐκάθισαν κάτω, ἑτοίμασαν κάτι γιά τό φαγητό τους, ἔφαγαν καί μετά σηκώθηκαν.

Ὅταν ἐσηκώθηκαν, εἶδαν ξαφνικά τρεῖς γυμνούς ἄνδρες. Ἔτρεχαν ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλον καί ἔλεγαν:

-Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς!

Αὐτά μόνο ἤξεραν νά λέγουν. Τά λόγια αὐτά τά ἔλεγαν στήν γλῶσσα τῶν καραβιῶν καί ἦταν κατανοητά.

-Τί νά εἶναι αὐτοί ἄρα γε;

-Ἴσως νά εἶναι μερικοί ἄγριοι ἄνθρωποι τοῦ νησιοῦ.

-Ἄϊντε νά τούς πιάσουμε.

Καί ἐπῆγαν πολλοί ἄνθρωποι μέ σχοινιά καί μέ ὅ,τι ἠμποροῦσαν.

-Ἄϊντε νά τούς πιάσουμε. Τί εἴδους ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί ἐδῶ;

Δέν εἶδαν γυναῖκες, μόνο εἶδαν τρεῖς ἄνδρες πού ἔτρεχαν ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλον καί ἔλεγαν αὐτά τά λόγια. Μετά  μπῆκαν στό δάσος καί περιεφέροντο ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καί οί ναυτικοί τούς ἔπιασαν αὐτούς τούς τρεῖς καί τούς παρέδωσαν στόν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ. Τοῦ εἶπαν: «Ἐπιάσαμε αὐτούς τούς ἀγρίους ἀνθρώπους». Καί  ἐκεῖνος τούς ἐρώτησε:

-Ἀπό ποῦ εἶσθε ἐσεῖς; Ἀπό πότε μένετε ἐδῶ;

Ἀλλά κι αὐτοί πού τούς ἔπιασαν, εἶδαν μέ τά μάτια τους ὅτι αὐτοί οἱ τρεῖς ἄγριοι ἄνθρωποι ἔκλαιγαν μέ στεναγμούς κι ἔλεγαν μόνο αὐτή τήν φράσι. Ἴσως νά εἶχαν ξεχάσει τήν γλῶσσα τους καί ἐνεθυμοῦντο μόνο αὐτές τίς λέξεις: «-Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς! Ἀλλά ἠμποροῦσαν νά ὁμιλήσουν μέ δυσκολία. Ὁπότε  τούς εἶπαν:

-Ἐναυάγησε ἕνα καράβι κοντά σ᾿ αὐτό τό νησάκι πρίν ἀπό 30 χρόνια. Ἐμεῖς τότε εἴμασταν παιδιά καί λυτρωθήκαμε μέ κάποιες σανίδες. Ἦταν καί οἱ γονεῖς μας στό πλοῖο, ἀλλά τώρα ἔχουν πεθάνει. Ζοῦμε ἐδῶ γιά τόσα χρόνια!

 -Καί τί εὑρίσκετε νά φᾶτε;

-Εὑρήκαμε ἐδῶ φαγητό. Εἶναι μερικά δένδρα τοῦ νησιοῦ πού δίνουν σπόρους, καλλιεργοῦμε κι ἐμεῖς κάτι καί ζοῦμε.

Τότε οἱ ναυτικοί τούς ἄφησαν ἀπό τά δικά τους φαγητά πού εἶχαν μαζί τους. Μετά τούς ἐρώτησαν γιά τήν ζωή τους. Ὅταν εἶδαν αὐτοί ὅτι δέν πρόκειται νά τούς κάνουν κάτι κακό, ἐκάθοντο ἥσυχοι. Καί ὁ καπετάνιος τούς ἐρώτησε:

-Ἐμεῖς αὔριο ἀναχωροῦμε. Δέν θέλετε νά ἔλθετε μαζί μας;

-Ἐμεῖς δέν πᾶμε πουθενά, ἀλλά θέλουμε νά μείνουμε ἐδῶ. Ἔχουμε ἐδῶ ὅ,τι χερειαζόμεθα καί εἴμεθα εὐτυχεῖς.

Ἤθελαν νά μείνουν ἐκεῖ μέχρι τόν θάνατό τους.

-Ἀλλά τί λόγια εἶναι αὐτά τά ὁποῖα ἐπαναλαμβάνετε πάντοτε;

-Ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπό τούς γονεῖς μας, ὅταν εἴμασταν μικρά παιδιά ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι τρεῖς. Ὁ Ἕνας καλεῖται Πατήρ, ὁ Ἄλλος Υἱός καί ὁ Τρίτος Ἅγιο Πνεῦμα.

Αὐτοί δέν ἤξεραν ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά σέ τρία Πρόσωπα.

-Καί σκεφθήκαμε ὅτι ἐάν αὐτοί εἶναι στόν οὐρανό καί ἐμεῖς εἴμεθα στήν γῆ, τότε ἐμεῖς εἴπαμε ὅτι ἔτσι πρέπει νά προσευχώμεθα: «Αὐτοί οἱ Τρεῖς πού εἶναι στόν οὐρανό νά ἐλεήσουν κι ἐμᾶς  πού εἴμαστε ἐδῶ κάτω στήν  γῆ». Ὁπότε μόνο αὐτή τήν προσευχή ξέρουμε: «Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς!».

Στό καράβι ἐταξίδευε γιά τούς Ἁγίους Τόπους κι ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε:

-Καημένοι μου, οὔτε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ, τό «Πάτερ ἡμῶν δέν γνωρίζετε...»;

Καί εἶπε ὁ Ἐπίσκοπος στούς δέκα ἱερεῖς του πού εἶχε στό καράβι:

-Ἀϊντε, ἀφοῦ θά μείνουμε μία νύκτα ἐδῶ, ἄς διδάξουμε αὐτούς τήν Κυριακή Προσευχή: «Πάτερ ἡμῶν...».

Καί ἄρχισαν οἱ ἱερεῖς τό ἔργο τους.

-Προσέχετε νά προσεύχεσθε ὅπως ἐμεῖς.

-Πῶς νά προσευχώμεθα;

-Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...καί τά ὑπόλοιπα.

Τούς ἐδίδαξαν οἱ ἱερεῖς, ἐνῶ τό πρωΐ τό πλοῖο ἀφοῦ ἐπεσκευάσθηκε, ἀνεχώρησαν. Ἐκεῖνοι οἱ ἀσκητές εἶχαν μάθει λίγο ἀπό τό «Πάτερ ἡμῶν...». Τό καράβι εἶχε ἀπομακρυνθῆ κι ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς εἶπε στόν ἄλλον:

 -Ἐγώ τό ἐξέχασα. Τό ἐξέχασες καί σύ;

-Ναί τό ἐξέχασα. «Πάτερ ἡμῶν...», καί πῶς λέμε παρακάτω;

-Ἄϊντε πᾶμε πίσω ἀπό τό καράβι, διότι δέν ἔχει φύγει πολύ μακριά. Νά μᾶς διδάξουν πάλι οἱ ἱερεῖς τό «Πάτερ ἡμῶν...», διότι τό έξεχάσαμε.

Καί ἄρχισαν νά τρέχουν ἐπάνω στά θαλάσσια νερά σάν νά περπατοῦν στήν ξηρά καί μέ τό χέρι τους ἔκαναν νοήματα στό πλοῖο νά σταματήση.

-Στάσου, στάσου πιά!

Ὅταν τούς εἶδαν ἐκεῖνοι ἀπό τό πλοῖο ὅτι οἱ τρεῖς γυμνοί περπατοῦσαν ἐπάνω στό νερό, ἐξεπλάγησαν.

-Τί εἶναι αὐτοί; Φαντάσματα; Ἄγγελοι; Δαίμονες; Τί εἶναι αὐτοί, τέλος πάντων; Κυττᾶξτε, περπατοῦν ἐπάνω στό νερό. Κύριε ἐλέησον!

Τό καράβι ἐλάττωσε τήν ταχύτητα καί ἐκεῖνοι τό πλησίασαν. Βγῆκε ὁ ἱερεύς καί τούς ἐρώτησε:

-Τί γίνεται μέ ἐσᾶς;

-Ἐξεχάσαμε τό «Πάτερ  ἡμῶν...». Πῶς νά τό λέμε; «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...». Μετά τί λέμε;

Ὅταν ὁ ἱερεύς καί ὅλος ὁ κόσμος εἶδε ὅτι αὐτοί περπατοῦν ἐπάνω στά νερά σάν ἄγγελοι, ὅπως περπατοῦσε καί ὁ Χριστός ἐπάνω στά νερά τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, τούς εἶπε:

-Νά μή λέτε οὔτε τό «Πάτερ ἡμῶν...».

-Τότε τί νά λέγωμεν. Πῶς νά προσευχώμεθα.

-Ὅπως ἐλέγατε μέχρι τώρα. Γυρίστε πίσω καί νά λέτε τήν εὐχή πού ἠξέρατε: «Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, ἐλεήσατε κι ἐμᾶς!». Ἐάν περπατᾶτε ἐπάνω στά νερά, μή ἐρωτᾶτε νά μάθετε ἄλλη προσευχή, παρά μόνο αὐτή πού σᾶς ἁγίασε μέχρι τώρα!

Τότε πιάσθηκαν ἀπό τά χέρια καί οἱ τρεῖς καί περπατῶντας ἐπάνω στά νερά ἔλεγαν τήν δική τους εὐχή μέ πολλή χαρά, μέχρι πού ἔφθασαν στό νησί τους. Τόσο μεγάλοι ἅγιοι ἦσαν. Αὐτοί δέν ἤξεραν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἤξεραν μόνο γιά Ἕνα Θεό σέ τρία Πρόσωπα. Τόσα ἠμποροῦσαν νά μάθουν. Ἀλλά, ὅταν ἔλεγαν αὐτή τήν εὐχή τήν ἔλεγαν μέ τήν καρδιά τους.

Βλέπετε τί θαύματα συμβαίνουν στόν κόσμο; Μερικοί ἅγιοι μετεκίνησαν ἀκόμη καί βουνά μέ τήν προσευχή τους, ἄλλοι ἀνέστησαν νεκρούς καί ἄλλοι πολλοί ἔκαμαν θαύματα μέ τήν προσευχή τους.

Ἐμεῖς ξέρουμε τό «Πάτερ ἡμῶν...», τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό «Παναγία Τριάς...», ἔχουμε ἱερεῖς, ἐκκλησίες, ἀλλά δέν ἔχουμε πίστι καί τήν καθαρότητα τῶν Ἁγίων μας.

Ἡ πίστις μας εἶναι ἀληθινή καί ἀναμφίβολη, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι μολυσμένος  ἀπό τήν ἁμαρτία, τούς κακούς λογισμούς καί τά κακά ἔργα. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε οὔτε νά προσευχηθοῦμε, οὔτε ἔχουμε τόν νοῦ μας στόν Θεό, δέν ἠμποροῦμε νά κάνουμε τίποτε καλό, ὠφέλιμο πού νά εἶνα μόνιμο, διότι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας εἶναι αἰχμαλωτισμένα ἀπό τό μῖσος τήν ἀπιστία, τήν πονηρία καί τήν ὑπερηφάνεια.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶχαν μία δυνατή πίστι στόν Θεό. Μία πίστι εἰλικρινῆ, καθαρή, ἁπλοϊκή, προερχομένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ταπείνωσι καί τήν προσευχή καί ἐνίοτε χωρίς πολλές γνώσεις, οἱ ὁποῖες ρίχνουν συχνά τόν ἄνθρωπο στό ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφανείας.

Αὐτοί εἶχαν νοῦν καί καρδίαν καθαράν. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, στούς ὁποίους ἀναπαυόταν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι᾿ αὐτό καί ἔκαναν καί θαύματα. Εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ καθαρότης τῆς καρδίας!  Αὐτήν τήν καθαρότητα καί ὁ Χριστός ἐπήνεσε καί τήν ἐπρόσταξε καί σ᾿ἐμᾶς ὅταν μᾶς εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί στήν καρδιά, διότι αὐτοί θά ἰδοῦν τόν Θεόν». Ἄς καθαρίσουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τίς καρδιές μας ἀπό κάθε ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας. Μόνον ἔτσι, θ᾿ ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τά χαρίσματα τῶν Ἁγίων καί τήν αἰώνια ζωή.

 

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑΧΕΙΑ ΒΟΗΘΟΣ ΜΑΣ

Ἔχω νά σᾶς εἰπῶ μιά ἱστοριούλα γιά νά ξέρετε πόσο γρήγορα ἔρχεται νά βοηθῆ ἡ Κυρία Θεοτόκος αὐτούς πού τήν ἔχουν σάν Μητέρα τους, πιστεύουν σ᾿ αὐτήν καί τήν καλοῦν πάντοτε σέ βοήθειά τους.

Μία πολύ πιστή καί εὐσεβής γυναῖκα, ἡ ὁποία ἔμεινε χήρα ἀπό νέα, μέ δύο παιδιά-δεδομένου ὅτι ὁ ἄνδρας της εἶχε πεθάνει στόν πόλεμο-,εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο, τήν ὁποία τιμοῦσε ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς της διαβάζοντας τούς Χαιρετισμούς της μέ δάκρυα ἐνώπιον τῆς σεπτῆς Εἱκόνος της ὅπου προσευχόταν πολύ. Ἐδίδασκε καί τά παιδιά της ἀπό μικρά νά τήν προσκυνοῦν, νά λέγουν τό «Πάτερ ἡμῶν...», τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί κάθε φορά συχνά εὐχές καί προσευχές πρός τήν Παναγία μας.

Καί τά παιδιά, σάν μικρά πού ἦταν, τήν ἐρωτοῦσαν:

-Μητέρα ποιά εἶναι αὐτή πού εἶναι στήν εἰκόνα;

Καί ἐκείνη τούς ἀπαντοῦσε:

-Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή σας Μητέρα.

-Ἀλλά ἐσύ δέν εἶσαι ἡ ἀληθινή μας μητέρα;

-Κι αὐτή τούς ἔλεγε: -Ὄχι, ἡ ἀληθινή σας μητέρα εἶναι στούς οὐρανούς καί ὀνομάζεται Μητέρα Παναγία.

-Ποιό εἶναι ἐκεῖνο τό παιδάκι πού τό κρατεῖ στήν ἀγκαλιά της; Τήν ἐρωτοῦσαν.

-Εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τόν Ὁποῖον ἐγέννησε μέ τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος.

Ἔτσι ἐδίδασκε ἡ δυστυχισμένη αὐτή μητέρα τά παιδάκια της μέσα ἀπό τήν καρδιά της ποιά εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί ὅτι Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή τους Μητέρα. Γι᾿ αὐτό τά παιδιά, ὅταν ἐσηκώνοντο κάθε πρωΐ ἀπό τό κρεββάτι, πρῶτα ἐπήγαιναν νά μιλήσουν μέ τήν  Μητέρα τους. Ἔκαναν μπροστά της μερικές μετάνοιες, ἔλεγαν τό «Πάτερ ἡμῶν...» καί μετά ἔλεγαν προσευχές πρός τήν Μητέρα τους, τήν Παναγία τιμώντας την, ἄν καί ἦταν τόσο μικρά, ἀνάλογα μέ τό μυαλό πού εἶχαν στήν ἡλικία τους αὐτή.

Κάποτε ἡ πονεμένη αὐτή γυναῖκα ἔπρεπε νά πάη νά θερίση στό χωράφι καί δέν εἶχε σέ ποιόν ν᾿ἀφήση τά παιδιά της. Συνήθως τά ἄφηνε μόνα τους κλειδωμένα μέσα στό σπίτι της. Ἔτσι καί τώρα, τά ἐκάλεσε, τούς ἄφησε φαγητό καί τούς εἶπε:

-Θά μείνετε μόνα σας στό σπίτι. Ἐγώ πηγαίνω στό χωράφι, διότι ἔχω πολλή δουλειά νά θερίσω.

-Καί τά παιδιά της, τήν ἐρώτησαν:

-Καί ἐμεῖς μέ ποιόν θά μείνουμε;

-Νά, νά μείνετε μέ τήν Μητέρα σας-καί τούς ἔδειξε τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας- μπροστά στήν ὁποία ἦταν ἀναμμένο καντήλι. Ἀκόμη τούς εἶπε: Ἡ Μητέρα σας παραμένει μαζί σας καί σᾶς προστατεύει, ἀλλά νά εἶσθε προσεκτικοί. Νά προσεύχεσθε, ὅταν ἔχετε ἀνάγκη στήν ψυχή σας, νά τήν παρακαλῆτε κι Αὐτή θά σᾶς προστατεύη.

Ἔκανε καί ἡ ἴδια τρεῖς μετάνοιες στήν Παναγία, λέγοντας:

-Κυρά μου Παναγία, σκέπασε τά παιδιά μου, διότι δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά δικά σου.

Τά παιδιά ἐπίστευσαν ἀκράδαντα ἀπό τήν μητέρα τους ὅτι δέν θά μείνουν μόνα τους, ἀλλά θά μείνουν μέ τήν Μητέρα τους τήν Παναγία, πού μένει στούς οὐρανούς. Καί ἔφυγε γρήγορα γιά τό χωράφι, ἀφοῦ ἐκλείδωσε τό σπίτι της, ἀφήνοντας μέσα τά παιδιά της. Τά παιδιά, ὅταν προσηύχοντο, ὁ νοῦς τους ἐπήγαινε στό παιγνίδι. Ἔτσι ἐξέχασαν τίς συμβουλές τῆς μάννας τους. Προσευχήθηκαν  λίγο καί κατόπιν παρασύρθηκαν ἀπό τό παιγνίδι καί ἄρχισαν νά παίζουν μέ τήν φωτιά. Ἡ μητέρα τους, ὅπως εἴπαμε, τά ἐκλείδωσε μέσα στό σπίτι γιά νά μή τριγυρνοῦν ἔξω, γνωρίζοντας ὅτι μετά ἀπό μισή ἡμέρα θά ἐγύρζε στό σπίτι.

Παίζοντας τά παιδιά μέ τήν φωτιά, ἄναψε τό σπίτι ὁλόκληρο καί καιγόταν. Πρῶτα εἶδαν ὅτι ἐπῆραν φωτιά τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ, τά χαλιά καί ὅ,τι ὑπῆρχε ἐπάνω σ᾿ αὐτά. Κατέφυγαν πρός τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Πιάσθηκαν μέ τά χέρια τους ἀπό τήν Εἰκόνα της καί ἐκραύγαζαν: «Μητέρα, Μητέρα, μή μᾶς ἀφήνης!  Φωτιά!

Ἦταν μεσημέρι καί ἔκανε πολλή ζέστη ἔξω. Τό σπίτι εἶχε ἀπό παντοῦ κυριευθῆ στίς φλόγες. Οἱ γείτονες ἔτρεξαν καί μέ ὅ,τι μποροῦσαν, προσπαθοῦσαν νά σβήσουν τήν φωτιά.

Ἡ γυναῖκα αὐτή ἄκουσε στό χωράφι γιά τήν φωτιά στό σπίτι της, διότι κάποιος τήν εἰδοποίησε. Ὁπότε ἔτρεχε ἀλαφιασμένη κλαίγοντας καί φωνάζοντας:

-Ἀλλοίμονο σέ μένα, γιατί ἄφησα τά παιδιά μου μοναχά τους στό σπίτι!

Ὅταν ἔφθασε στά σύνορα τοῦ χωριοῦ, ἐρώτησε ἄλλους:

-Κάηκε ὁλόκληρο τό σπίτι μου;

-Ναί, τῆς εἶπαν, κάηκε τό σπίτι σου. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι νά τήν σβήσουν, ἀλλά δέν ἐπρόλαβαν.

Τότε ἐκείνη ἔκραζε πρός τήν Κυρία Θεοτόκο, ἀπελπισμένη:

-Κυρά μου Παναγία, πῶς ἄφησες τά παιδιά μου νά καοῦν; Ἐγώ τά ἐμπιστεύθηκα σέ Σένα!

Κλαίοντας καί ἀναστενάζοντας πλησίασε στό καμμένο σπίτι της καί ἔκανε σάν τρελλή. Οἱ ἄνθρωποι ἔτρεξαν νά τήν συναντήσουν καί τῆς εἶπαν:

-Μή φοβᾶσαι, γυναῖκα, καί μήν ὀργίζεσαι ὑπέρμετρα, διότι ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐπροστάτευσε τά παιδιά σου. Ἔλα νά ἰδῆς τό θαῦμα της.

Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι της, εἶδε ὅλο τόν κόσμο νά βλέπουν ἕνα μεγάλο θαῦμα. Τό σπίτι εἶχε καεῖ ὅλο, ἀλλά ἡ πλευρά τοῦ σπιτιοῦ στήν ὁποία ἦταν ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἦταν ἀπείραχτη καί τά παιδιά της κρατοῦσαν ἀπό δεξιά κι ἀριστερά τήν Εἰκόνα καί ἔκραζαν:

-Μητέρα μας, Μητέρα μας!

Βλέποντας τό θαῦμα αὐτό ἡ χαροκαμμένη ἐκείνη γυναῖκα, κατέβασε τήν εἰκόνα καί μέ μεγάλη εὐγνωμοσύνη τήν εὐχαριστοῦσε τήν Θεοτόκο, διότι ἔσωσε τά παιδιά της ἀπό βέβαιο θάνατο.

Αὐτό τό θαῦμα σᾶς τό εἶπα γιά νά σᾶς δείξω ὅτι ἡ Μητέρα Παναγία προστατεύει ἀπό κάθε κινδύνους, αὐτούς οἱ ὁποῖοι τήν πιστεύουν σάν Μητέρα τους καί σάν μεγάλη Προστάτιδα τῆς ζωῆς τους.

Νά ἔχετε αὐτή τήν πίστι πάντοτε καί νά μή περάση οὔτε μία ἡμέρα χωρίς νά διαβάσετε τούς Χαιρετισμούς ἤ τήν Παράκλησίν της. Μπροστά σέ κάθε δυσκολία καί στενοχώρια πού θά ἔλθη στήν ζωή σας νά καλῆτε τήν Κυρία Θεοτόκο μέ ὅλη τήν καρδιά σας καί χωρίς ἀμφιβολία θά εἶναι κοντά σας νά σᾶς βοηθήση μέ τίς δυνατές της προσευχές πρός τόν Υἱόν της, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

Νά ξέρετε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, κάτω ἀπό τόν οὐρανό, πού νά ἔθεσε στήν ζωή του ὅλη τήν ἐλπίδα του στήν Κυρία Θεοτόκο καί νά ἐπέστρεψε ἐντροπιασμένος. Χάρις στήν γρήγορη βοήθειά της καί στίς προσευχές της ζοῦμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή μέ εἰρήνη, προστασία, ἀνακούφισι ἀπό τούς πόνους καί ἰδιαίτερα στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας δέν θά μᾶς ἀφήση ἀβοήθητους ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τήν ἡμέρα τῆς Μελλούσης Κρίσεως θά παρακαλέση τόν Γλυκύτατον Υἱόν της καί θά τοῦ εἰπῆ: «Κύριε Θεέ καί Υἱέ μου, αὐτή ἡ ψυχή εἶναι ταλαιπωρημένη, ἔστω καί νά ἔσφαλε, ἀλλά πάντοτε μέ παρακαλοῦσε καί μοῦ ζητοῦσε νά πρεσβεύω σέ Σένα γι᾿ αὐτήν. Συγχώρησέ την καί ἐλέησέ την». Ἔτσι μέ τίς προσευχές τῆς Μητέρας μας Παναγίας θά κερδίσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας καί στήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἀμήν.

 

ΑΠΟ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων γεννήθηκε στήν νῆσο Κύπρο. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι, ἐνῶ αὐτός ἦταν ταπεινός καί ἀγαθός στήν καρδιά. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν τσοπάνης προβάτων καί ἔκαμε μία τιμημένη ζωή καί μέ φόβο Θεοῦ. Τόσο πολύ ἀγάπησε τόν Θεό, ὥστε τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς ἐπιτελέσεως θαυμάτων, διότι ἐθεράπευε κάθε εἴδους ἀρρώστειες καί ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα ἀπό τούς ἀνθρώπους μόνο μέ τόν λόγο του. Γι᾿ αὐτό καί τόν ἐξέλεξαν ἐπίσκοπο στήν ὀνομαστή πόλι Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου, τήν ἐποχή τῆς βασιλείας στήν Κωνσταντινούπολι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἔκανε πολλά θαύματα, ἀπό τά ὁποῖα θά μνημονεύσουμε μερικά.

Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἦταν τόσο ταπεινός, ὥστε, ἀκόμη καί ὅταν ἦταν ἀρχιερεύς καί θαυματουργός, δέν θεωροῦσε ἐντροπή του νά ἔχη καί τήν στάνη τῶν ζώων του καί ἐκοπίαζε ὁ ἴδιος γιά τούς ἄλλους.

Μία φορά ἐπήδησαν ληστές μέσα στήν μάνδρα πού ἦταν τά πρόβατά του γιά νά κλέψουν  μερικά ἀπ᾿ αὐτά. Ὁ Θεός, ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν φίλο Του Σπυρίδωνα καί τόν βοηθοῦσε νά ἔχη κάτι ἀπό τήν περιουσία του, ἔδεσε τούς ληστές μέ δυνατά καί ἀόρατα δεσμά, ὥστε δέν ἦταν δυνατόν νά γλυτώσουν. Ἔτσι παρέμειναν δεμένοι μέχρι τό πρωΐ.

Ἀφοῦ ἐξημέρωσε ἦλθε ὁ Ἅγιος στά πρόβατά του καί βλέποντας τούς ληστές δεμένους καί ἀκίνητους, μέ τήν προσευχή του τούς ἔλυσε. Μετά τούς ἐδίδαξε νά μήν ἐπιθυμοῦν κάτι ἀπό τήν περιουσία τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά τρέφωνται ἀπό τούς κόπους τῶν χεριῶν τους. Στό τέλος τούς ἔδωσε ἕνα κριάρι καί τούς εἶπε:

-Πάρτε αὐτό γιά νά μή φύγετε ἄπρακτοι γιά τόν κόπο πού ἐκάνατε νά ἔλθετε σέ μένα καί ἐμείνατε ὅλη τήν νύκτα δεμένοι. Κατόπιν τούς ἄφησε νά φύγουν μέ εἰρήνη.

Τόση χάρις καί ἔλεος ὑπῆρχε ἐπάνω στόν ἄνθρωπο αὐτόν, ὥστε τόν καιρό τοῦ καλοκαιριοῦ, ὅπου ὁ καύσωνας εἶναι πολύ δυνατός, στό κεφάλι του αἰσθανόταν μία δροσιά, πού κατέβαινε ἀπό ψηλά. Λόγῳ τῆς ἁπλότητός του ἐξερχόταν στήν κατάλληλη ἐποχή μαζί μέ ἄλλους θεριστές νά θερίση κι αὐτός τά δικά του σπαρτά καί ἐδούλευε μέ τά ἴδια του τά χέρια. Καί ἠμποροῦσε νά βλέπη ὁ καθένας, τήν ὥρα τοῦ καλοκαιριοῦ πού ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ὅτι ἐκεῖνος αἰσθανόταν μία οὐράνια δροσιά πάνω στό κεφάλι του. Ὅλοι οἰ ἄλλοι ἐθαύμαζαν γιά τό θαῦμα αὐτό.

Κάποτε ἔγινε μία μεγάλη πεῖνα καί δυστυχία στήν Κύπρο, ὥστε πολλοί ἄνθρωποι καί ζῶα ἐξ αἰτίας τῆς δίψας καί τῆς πείνας ἀπέθνησκαν. Βλέποντας αὐτή τήν συμφορά ὁ ἅγιος Σπυρίδων, παρεκάλεσε τόν Θεό ὑψώνοντας τά χέρια του ψηλά στόν οὐρανό μέχρις ὅτου ἔπεσε ἄφθονη βροχή. Ὄχι μόνο ποτίσθηκε ἡ γῆ, ἀλλά ἔγιναν καί πλημμύρες καί πολλοί ἄνθρωποι κινδύνευσαν νά πνιγοῦν.

Ἄλλη φορά ἔβρεχε τόσο πολύ, πού πλημμύρισαν οἱ δρόμοι καί πολλά σπίτια. Καί πάλι ὁ ἅγιος Σπυρίδων προσευχήθηκε στόν Θεό. Ἀμέσως σταμάτησε ἡ βροχή, ὁ καιρός ἔγινε καθαρός καί βγῆκε ὁ ἥλιος χαρίζοντας ζέστη καί φωτισμό.

Μετά ἀπό μερικά χρόνια ἔγινε πάλι ξηρασία καί ἦλθε μεγάλη πεῖνα στήν Κύπρο μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Νησιοῦ. Τότε ἕνας πλούσιος, τσιγκούνης καί ἄπιστος, εἶχε τίς ἀποθῆκες του γεμᾶτες ἀπό σιτάρια, ἀλλά δέν ἤθελε νά κάνη ἐλεημοσύνη, ἔστω καί μέ κάπιοα χαμηλή τιμή, ἀλλά ἐπερίμενε ν᾿ ἀνέβη ἡ τιμή τοῦ σιταριοῦ. Καί ἀφοῦ ἡ πεῖνα διαδόθηκε παντοῦ, τότε ὁ πλούσιος ἄρχισε νά πωλῆ τό σιτάρι του πολύ ἀκριβά. Τότε ἦλθε σ᾿ αὐτόν ἕνας πτωχός καί τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τόν ἐλεήση μέ λίγο σιτάρι γιά νά μή πεθάνη ἀπό τήν πεῖνα αὐτός, ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά του. Ἐπειδή ἦταν ἀνελεήμων καί χρηματολάτρης δέν δέχθηκε νά ἐλεήση τόν πτωχόν καί τοῦ εἶπε:

-Νά πᾶς νά φέρης χρήματα καί θά σοῦ δώσω.

Τότε ἐκεῖνος ὁ πτωχός ἐπῆγε στόν ἅγιο Σπυρίδωνα μέ δάκρυα καί τοῦ εἶπε γιά τήν σκληροκαρδία ἐκείνου τοῦ ἄσπλαγχνου πλουσίου. Τότε ὁ μεγάλος ἱεράρχης τοῦ εἶπε:

-Μή κλαῖς, ἀδελφέ, διότι τό πρωΐ θά πᾶς σ᾿ ἐκεῖνον τόν πλούσιο, θά τόν παρακαλέσης καί θά σοῦ δώση σιτάρι, χωρίς νά πληρώσης. Ἀλλά ὁ πτωχός ἐπῆγε στό σπίτι του λυπημένος καί ἀδιάφορος γιά τά λόγια τοῦ Ἁγίου.

Τήν νύκτα μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἔπεσε πολλή βροχή στήν γῆ. Τότε οἱ ἀποθῆκες τοῦ φιλάργυρου καί ἀνελεήμονος πλουσίου, ἐπειδή ἦταν κοντά στόν δρόμο, ὅπου περνοῦσε τό νερό, γκρεμίσθηκαν καί τό σιτάρι σκορπίσθηκε, διότι μεταφέρθηκε στά δρομάκια καί μέσα στίς αὐλές τῶν σπιτιῶν τῶν ἀνθρώπων.

Βλέποντας ὁ πλούσιος ὅτι ὅλο τό σιτάρι του σκορπίσθηκε μέσα σέ ὅλη τήν πόλι, ἔτρεξε καί παρακαλοῦσε τούς ἀνθρώπους νά τοῦ φέρουν πίσω τό σιτάρι γιά νά μή γίνη πάμπτωχος. Ἀλλά οἱ πτωχοί βλέποντας τό σιτάρι μέσα στίς αὐλές τους, ἐγέμισαν τά σεντούκια τους καί ἐγλύτωσαν ἀπό τήν  πεῖνα.

Παρόμοια ἔκαμε καί ἐκεῖνος ὁ πτωχός πού ἔφυγε ἀπαγοητευμένος ἀπό τόν Ἅγιο, νομίζοντας ὅτι τόν περιέπαιξε. Συγκέντρωσε ἀρκετό σιτάρι καί ἐγλύτωσε ἀπό τόν κίνδυνο νά πεθάνη μέ τήν οἰκογένειά του. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἐπαίδευσε ὁ Θεός τόν ἀνελεήμονα ἐκεῖνον πλούσιον, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐπρονόησε γιά τόν πτωχόν ἐκεῖνον καί γι᾿ ἄλλους δυστυχισμένους καί τούς ἐπαρηγόρησε μέ ψωμί, ὅπως εἶχε προφητεύσει ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα ὁ Ἅγιος.

Ἕνας γεωργός, γνωστός στόν Ἅγιο, ἐπῆγε ἐκεῖνον τόν δύσκολο καιρό τῆς πείνας στόν πλούσιο, πού εἶχε καί ἄλλες ἀποθῆκες σιτάρι, καί τοῦ ἐζήτησε βοήθεια, μέ τήν ὑπόσχεσι στήν περίοδο τοῦ θερισμοῦ νά ἐργασθῆ στά κτήματά του δωρεάν. Ἀλλά αὐτός ὁ πλούσιος, ἐπειδή δέν διδάχθηκε τίποτε ἀπό τά παθήματά του, ἔκλεισε τήν καρδιά του μπροστά καί σ᾿ αὐτόν τόν πτωχόν. Δέν ἤθελε ν᾿ἀκούση γιά τήν παράκλησί του. Μάλιστα τοῦ εἶπε: «Χωρίς νά μέ πληρώσης, δέν θά πάρης ἀπό μένα οὔτε ἕνα σπυρί σιτάρι». Ἀκούοντας τά λόγια αὐτά, ἔτρεξε κλαίγοντας στόν ἅγιο Σπυρίδωνα λέγοντας γιά τήν δυστυχία του. Ὁ Ἅγιος τόν παρηγόρησε μέ τά λόγια του, τοῦ εἶπε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι του καί νά τόν περιμένη.

Τήν δεύτερη ἡμέρα ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος στόν γεωργό καί τοῦ ἔδωσε ἕνα σβῶλο ἀπό χρυσάφι λέγοντάς του:

-Πήγαινε, ἀδελφέ, στόν πλούσιο, τόν ἔμπορο τοῦ σιταριοῦ, καί δός του αὐτό τό κομμάτι τοῦ χρυσοῦ γιά νά σοῦ δώση ὡς δάνειο σιτάρι γιά τήν οἰκογένειά σου. Καί ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ θερισμοῦ καί θ᾿ ἀποκτήσης δικό σου σιτάρι, τότε θά τό ἐπιστρέψης τό ἀνάλογο σιτάρι στόν πλούσιο θά πάρης τόν χρυσόν καί θά μοῦ τό φέρης.

Παίρνοντας ὁ πτωχός τόν χρυσό ἀπό τά χέρια τοῦ Ἀρχιερέως ἐπῆγε στόν πλούσιο. Ὅταν εἶδε ἐκεῖνος τόν χρυσόν, χάρηκε πολύ καί ἀμέσως τοῦ ἔδωσε σάν δανεικό σιτάρι γιά τίς ἀνάγκες του. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν δύσκολη περίοδο, ὁ γεωργός ἔδωσε τό ἀνάλογο σιτάρι στόν πλούσιο ἐπῆρε τόν χρυσόν καί μέ εὐχαριστίες τόν ἔδωσε στόν Ἅγιο. Τότε ὁ Ἅγιος ἐπῆρε τόν χρυσόν τόν ἔβαλε στόν κῆπο του, ἐφώναξε καί τόν γεωργό καί τοῦ εἶπε:

-Ἔλα, ἀδελφέ, σέ μένα γιά νά δώσουμε σ᾿ Αὐτόν πού μᾶς τό ἔδωσε μέ δάνειο.

Μπαίνοντας στόν κῆπο καί βάζοντας τόν χρυσό δίπλα στόν φράκτη, εἶπε:

-Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ἐσύ πού ἔπλασες τά πάντα μόνο μέ τόν λόγο σου, δώσε διαταγή καί αὐτό τό κομμάτι τοῦ χρυσοῦ νά ἐπιστρέψη στήν μορφή πού ἦταν προηγουμένως γιά νά γνωρίση κι αὐτός ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος πόση φροντίδα ἔχεις γιά ἐμᾶς καί νά διδαχθῆ στήν πρᾶξι τί εἶναι αὐτό πού εἶναι γραμμένο στήν Ἁγία Γραφή: «Ὅσα ἠθέλησε ὁ Κύριος, τά ἔπραξε».

Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν προσευχή του, ἀμέσως ὁ χρυσός ἄρχισε νά κινῆται καί νά γυρίζη ὅπως ἦταν πρίν, δηλαδή νά γίνεται ἕνα φίδι. Διότι ὁ ἅγιος διέταξε ἕνα φίδι νά γίνη χρυσός γιά νά βοηθήση ἐκεῖνον τόν πτωχό, καί τώρα διέταξε νά ἐπανέλθη πάλι στήν φυσική του κατάστασι καί νά γίνη πάλι φίδι. Μετά τό φίδι ἐμπῆκε στήν φωλιά του. Ὁ γεωργός ἐπέστρεψε κι αύτός στό σπίτι του εὐχαριστῶντας τόν Ἅγιο καί ἔκθαμβος γιά τό μεγάλο θαῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον ἔκαμε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου.

Κάποτε ἄλλοτε ἦλθε στόν ἅγιο Σπυρίδωνα ἕνας ἄνθρωπος, θέλοντας ν᾿ ἀγοράση ἀπό τό κοπάδι του ἑκατό γίδια. Ὁ ἔμπορος ἐμέτρησε 99 γίδια καί ἔδωσε τήν τιμή στόν Ἅγιο, ἀλλά ἐπῆρε καί τήν ἑκατοστή χωρίς νά τήν πληρώση. Ὅταν ἐπήγαινε γιά τό σπίτι του ὁ Ἅγιος, ἐκείνη ἡ γίδα πού δέν δόθηκε τό ἀντίτιμό της στόν Ἅγιο, ἐγύρισε πίσω. Ὁ ἔμπορος τήν ἔδιωχνε νά πηγαίνη μπροστά μέ τά ἄλλα γίδια, τήν τραβοῦσε ἀπό τά κέρατα, ἀλλά μέ κανένα τρόπο. Ὁπότε ἡ γίδα ἀποσπάσθηκε βίαια ἀπό τό κοπάδι καί μπῆκε πάλι στήν στάνη τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ ἔμπορος τήν ἀκολούθησε. Τήν ἅρπαξε καί τήν ἔβαλε ἐπάνω στούς ὤμους του καί ξεκίνησε νά φύγη. Ὅμως ἡ γίδα τόν κτυποῦσε μέ τά κέρατά της, ἐσφάδαζε, ὥστε ν᾿ἀποροῦν καί ἐκεῖνοι πού ἦταν ἐκεῖ κοντά. Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων καταλαβαίνοντας μέ τόν θεῖο φωτισμό τί εἶχε συμβῆ, εἶπε στόν ἔμπορο μέ πραότητα:

-Παιδί μου, δέν ἐπλήρωσες αὐτή τήν γίδα, γι᾿αὐτό σέ κλωτσάει καί δέν θέλει νά ἔλθη κοντά σου.

Πράγματι ἐκεῖνος αἰσθάνθηκε πολλή ἐντροπή. Ὡμολόγησε τήν ἁμαρτία του καί ἐζήτησε συγχώρησι. Δίνοντας τήν τιμή στόν Ἐπίσκοπο, ἐπῆρε τήν γίδα, ἡ ὁποία πλέον ἐπήγαινε μπροστά μόνη της, ἀκολουθώντας τώρα στόν νέο ἀφέντη της.

Κάποτε ἔγινε σύναξι τῶν ἐπισκόπων στήν Ἀλεξάνδρεια, διότι ὁ πατριάρχης ἐκάλεσε ὅλους τούς ἐπισκόπους τοῦ πατριαρχείου του, μέ τήν ἔγκρισι καί προσευχή ὅλων νά συντρίψουν καί ἐξαφανίσουν ὅλα τά εἴδωλα τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἀφοῦ ἔκαμαν πολλή προσευχή στόν Θεό, ἔπεσαν μόνα τούς ὅλα τά εἴδωλα ἀπό ὅλη τήν πόλι καί τά περίχωρα καί μόνο ἕνα ὀνομαστό εἴδωλο παρέμεινε ὄρθιο στήν θέσι του.

Προσευχήθηκε καί πάλι ὁ πατριάρχης μέ τήν συνοδία του γιά ἐκεῖνο τό εἴδωλο ἐπί μία νύκτα καί εἶδε ἕνα ὄραμα, στό ὁποῖο μία φωνή τοῦ εἶπε νά μή λυπῆται διότι δέν γκρεμίσθηκε ἐκεῖνο τό εἴδωλο. Θά πρέπει νά στείλη μήνυμα νά ἔλθη ἀπό τήν Κύπρο ὁ ἐπίσκοπος Σπυρίδων τῆς πόλεως Τριμυθοῦντος διότι τό εἴδωλο αὐτό θά σωριασθῆ κάτω μόνο μέ τήν προσευχή του.

Ἀμέσως ὁ πατριάρχης ἔστειλε γράμμα στόν ἅγιο Σπυρίδωνα μέ ἄνθρωπο καί  μέ τήν παράκλησι νά ἔλθη γρήγορα στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀφοῦ ἔλαβε καί ἐδιάβασε τό γράμμα αὐτό ὁ Ἅγιος, χωρίς καθυστέρησι μπῆκε σ᾿ ἕνα πλοῖο καί ξεκίνησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια ἐκπληρώνοντας τήν ἐπιθυμία τοῦ πατριάρχου.

Ὅταν ἐπάτησε τό πόδι του ὁ ἅγιος Σπυρίδων στήν ἀκτή τῆς πόλεως Ἀλεξανδρείας, ἀμέσως τό εἴδωλο γκρεμίσθηκε κάτω. Ἀπ᾿ αὐτό τό περιστατικό κατάλαβε ὁ λαός ὅτι ἦλθε στήν Ἀλεξάδρεια ὁ ἅγιος. Πῶς τό ἤξερε; Ὁ πατριάρχης μετά ἀπό τό ὄραμα πού εἶδε καί τό μήνυμα πού ἐπῆρε, εἶπε τά ἑξῆς στούς ἄλλους ἐπισκόπους: «Ἀγαπητοί μου φίλοι, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος πλησιάζει». Ἐξῆλθαν ὅλοι στήν  παραλία νά τόν ὑποδεχθοῦν μέ τιμή καί ἐχάρησαν γιά τόν ἐρχομό του.

Τήν ἐποχή ἐκείνη ἐμφανίσθηκε ἡ αἵρεσις (σφαλερά διδασκαλία) τοῦ Ἀρείου
ὁ ὁποῖος ἐπλήγωσε πολλούς καί ἐτάραξε τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦταν κτίσμα, ὁπότε δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Βλέποντας ὁ ἅγιος βασιλεύς Κωνσταντῖνος τόν κίνδυνο αὐτόν τῆς αἱρέσεως ἀπεφάσισε νά συγκληθῆ σύνοδος στήν πόλι Νίκαια, ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι γιά νά στερεωθῆ ἡ ἀλήθεια καί νά καταδικασθῆ ὁ ἱερεύς Ἄρειος. Ὁπότε ἔπρεπε νά συγκεντρώση καί ὁ Ἄρειος τούς δικούς του ὁπαδούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι τούς δικούς τους γιά νά ἀρχίση ὁ διάλογος στήν σύνοδο. Ἀπό τήν πλευρά τῶν ὀρθοδόξων ἦταν 318 Πατέρες ἐπίσκοποι καί μερικοί θαυματουργοί, ἄλλοι προσφάτως ἐξελθόντες ἀπό τίς φυλακές καί ἀπό τόν θάνατο, λόγῳ τοῦ τελευταλίου διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ.

Τότε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔστειλε γράμμα καί στόν ἅγιο Σπυρίδωνα, τόν ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, διότι ἐγνώριζε ὅτι εἶναι μέγας θαυματουργός, νά ἔλθη κι αὐτός στήν σύνοδο, παρότι ἦταν γέροντας.

Κανέναν δέν ἐφοβοῦντο τόσον οἱ Ἀρειανοί, ὅσον τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ἁγίου Νικολάου καί τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Αὐτοί ἦταν οἱ λαμπρότεροι καί ἁγιώτεροι.

Ὅταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔλαβε καί ἐδιάβασε τό γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος, ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως γιά τό ταξίδι. Εἶπε στόν διάκονό του, τόν Τριφφύλιο:

-Παιδί μου, ἔλαβα γράμμα ἀπό τόν βασιλέα μας νά πᾶμε στήν Νίκαια γιά νά πολεμήσουμε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Καί ὁ διάκονος τοῦ εἶπε:

-Πάτερ, εἶσθε γέροντας στήν ἡλικία καί γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ, ἔχουμε νά διανύσουμε ἑκατοντάδες χιλιόμετρα.

-Παιδί μου, τό πρωΐ ἑτοίμασε τά ἄλογα καί τόν σανό τους καί ἄς πᾶμε στόν Βασιλέα!

Ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶχε στόν σταῦλο του μόνο δύο ἄλογα. Αὐτά τότε ἀντικαθιστοῦσαν καί τίς μηχανές, καί τά τρακτέρια, καί τά αὐτοκίνητα καί τά ἀεροπλάνα πού εἶναι μέσα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε μόλις τό 1814 ἀνεκαλύφθηκε τό τραῖνο μέ ἀτμομηχανή στήν Ἀγγλία. Καί ἡ πρώτη γραμμή πού διήνυσε ἦταν τό 1829 ἀπό τήν πόλι Μάντζεστερ στήν Λίβερπουλ. Τότε οἱ Ἐγγλέζοι εἶχαν τό πρῶτο τραῖνο στόν κόσμο. Μέχρι τότε κανείς δέν ἤξερε τί ἦταν τό τραῖνο. Ἡ μεταφορά τῶν προϊόντων τους ἐγένοντο μέ τά βόδια, τά ἄλογα καί τά γαϊδούρια. Αὐτά ἦταν ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος.

Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψουμε στά δικά μας. Ὅταν ἔμαθαν οἱ Ἀρειανοί ὅτι θά ἔλθη στήν σύνοδο ὁ Ἐπίσκοπος Σπυρίδων, ἐταράχθηκαν. Σκέφθηκαν πῶς νά ματαιώσουν τό ταξίδι του. Φανατικοί ὁπαδοί του πού ζοῦσαν τότε καί στήν Κύπρο, ἀπεφάσισαν νά μποῦν τήν νύκτα στόν  σταῦλο τοῦ Ἁγίου καί νά σκοτώσουν τά δύο ἄλογά του. Καί πράγματι διέπραξαν αὐτό τό φονικό ἔργο.

Τό πρωΐ ὁ Ἅγιος εἶπε στόν διάκονό του:

-Πήγαινε παιδί μου, φέρε τά ἄλογα καί τόν σανό του, τώρα πού εἶναι πρωΐ νά ξεκινήσουμε γιά τό μεγάλο ταξίδι μας.

Ἦταν δύο ὧρες πρίν ξημερώσει. Ἐπῆγε στόν σταύλο καί εὑρῆκε τά ζῶα σκοτωμένα.

-Πάτερ, ἀλλοίμονό μας, κακοί ἄνθρωποι ἐσκότωσαν τ

᾿ ἄλογά μας.

Καί ὁ Γέροντας Ἐπίσκοπος εἶπε στόν ὑποτακτικό του:

Αὐτοί οἱ ἀρειανοί τό ἔκαμαν αὐτό τό ἔργο γιά νά μή πᾶμε στήν σύνοδο. Πήγαινε καί βάλε τό κεφάλι τους στήν θέσι τοῦ σώματός τους καί ἔρχομαι κι ἐγώ.

Ἀκόμη δέν εἶχε ξημερώσει. Ὁ ὑποτακτικός του, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, ἐφήρμοσε τό ἄσπρο κεφάλι στό μαῦρο ἄλογο καί τό μαῦρο κεφάλι στό ἄσπρο ἄλογο.Ὅταν ἔφθασε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἐκεῖ, τόν ἐρώτησε:

-Παιδί μου, ἔβαλες τά κεφάλια τους στά σώματα τῶν ἀλόγων;

-Τά ἔβαλα, Πάτερ.

-Ποῦ εἶναι;

-Νά, ἐδῶ.

Ἦταν ὅμως σκοτάδι καί δέν ἔβλεπε τί ἔκανε.

Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε:

-Νά εἶσαι δεδοξασμένος Κύριε, Ἐσύ πού ἔδωσες ζωή σέ ὁλόκληρη τήν κτίσι τώρα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀμέσως τά ἄλογα ἀναστήθηκαν καί κλωτσοῦσαν τό ἕνα τό ἄλλο.

Δέσε τή καρότσα πίσω στά ἄλογα, παιδί μου!

Δέν εἶχε ἰδεῖ ὅτι ἔχει κάνει λάθος μέ τά χρώματα τῶν κεφαλιῶν τῶν ἀλόγων. Ὁπότε εἶπε στόν Γέροντά του:

-Γέροντα, ἔκαμα κάποιο λάθος. Ἔβαλα κοντά τό κεφάλι τοῦ ἄσπρου ἀλόγου στό μαῦρο ἄλογο καί τό ἀντίθετο.

-Ἄφησέ τα αὐτά, παιδί μου, ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός! Ἄϊντε, ξεκινᾶμε μέ τοῦ Χριστοῦ μας τήν εὐλογία.

Καί καθώς ἐπήγαιναν, ἐξημέρωσε σέ δύο ὧρες. Οἱ Ἀρειανοί εἶδαν τό μαῦρο κεφάλι κολλημένο στό ἄσπρο ἄλογο καί τό ἄσπρο κεφάλι στό μαῦρο ἄλογο καί παρεξενεύθηκαν. Ἔλεγαν μεταξύ τους γεμᾶτοι ἀπορία:

-Ἰδού, βλέπετε ὅτι ἐκόψατε τό κεφάλι τοῦ ἀλόγου. Ποιοῦ ἀλόγου;

-Ναί, ναί, τά ἐκόψαμε.

-Ἀλλά κυττᾶξτε μπροστά σας τά ἄλογα! Πῶς ἀναστήθηκαν; Αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος τά ἀνέστησε. Ὅταν ἔλθη στήν σύνοδο, θά μᾶς κάνη σκόνη. Εἶναι μέγας θαυματουργός ἅγιος!

Ὅταν ἔφθασαν στήν σύνοδο εἶχαν φθάσει ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ Βασιλεύς ἦταν στόν  θρόνο του καί δίπλα ἡ βασίλισσα. Οἱ Πατέρες 318, ὁλόκληρος στρατός μέ τάξι. Ἐκάθοντο σέ καθίσματα ἕνας δίπλα στόν ἄλλον. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔφθασε τελευταῖος. Ἦλθε καί στρατός μέ στρατηγούς γιά τήν ἐπιτήρησι τῆς τάξεως.

Ὁ Ἅγιος ἦλθε μέ ψάθινο σκοῦφο, μέ ἕνα μάλλινο ἐπανωφόριο καί μέ τσαρούχια στά πόδια.

Οἱ ἀξιωματικοί τῆς φρουρᾶς τόν ἔβαλαν νά καθίση τελευταῖος λόγῳ τῆς χωριάτικης περιβολῆς του. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς γελοῦσαν. Τότε ὁ διάκονος τούς εἶπε:

-Κύριοι, ὁ ἐπίσκοπος Σπυρίδων εἶναι ἀπό τήν πόλι Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου. Νά, καί ἡ πρόσκλησις πού ἔχει ἀπό τόν βασιλέα. Στό ἐπάγγελμά του εἶναι τσοπάνης καί μόνο τίς κυριακές πηγαίνει νά λειτουργήση σάν ἐπίσκοπος.

Ὅταν ἄκουσαν οἱ ἀρειανοί ὅτι ἦλθε ὁ γέρο Ἐπίσκοπος Σπυρίδων, ἐθορυβήθησαν. Ὅταν ἔμαθαν καί γιά τό θαῦμα ἀναστάσεως τῶν ἀλόγων, τότε εἶπαν: «Αὐτός θά ἀποδείξη ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια».

Ὅταν τόν εἶδε ὁ βασιλεύς, κατέβηκε κάτω ἀπό τόν θρόνο του. Ἔβγαλε τό βασιλικό του στέμμα καί τόν ἐπροσκύνησε. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίσκοπο έξεπλάγησαν. Καί ὁ Ἄρειος ταράχθηκε μέ τούς ὁπαδούς του καί εἶπε: «Ποιός εἶναι πού κι αὐτός ὁ βασιλεύς ἐγονάτισε μπροστά του καί ἀσπάσθηκε τά πόδια του;

Ὁ βασιλεύς ἔδωσε στόν Ἅγιο θρόνο νά καθίση δίπλα του καί τοῦ εἶπε:

-Κάθισε ἐδῶ, πάτερ Σπυρίδων! Πρόσεξε τί λέγουν αὐτοί, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τῆς ἰδίας οὐσίας μέ τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ὅτι εἶναι ἕνα ἐκλεκτό κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους, ἀλλά ὄχι ὅτι εἶναι καί Θεός. Γι᾿ αὐτό συγκεντρωθήκαμε ὅλοι ἐδῶ γιά νά δείξουμε τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὄχι κάτι ἄλλο, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εὑρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο. Τί λέγεις ἡ ἁγιότης σου;

Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶπε:

-Μεγαλειότατε, πρίν ἀκόμη ἀρχίσουμε νά μιλᾶμε γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα, νά προσευχηθοῦμε.

Πράγματι ὅλοι τόν ἄκουσαν. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὁ βασιλεύς καί ἡ βασίλισσα γονάτισαν. Ὅταν προσευχήθηκαν, ἔτρεμε τό χῶμα κάτω ἀπό τά πόδια τους. Μετά ἐκάθισαν ὅλοι τους. Μετά ὁ βασιλεύς εἶπε στούς ἀρειανούς:

-Νά φέρετε ἐδῶ μπροστά κάποιον ἰδικόν σας, πού εἶναι ὁ πιό μορφωμένος καί ὁ πιό ἔξυπνος γιά νά διαλεχθῆ μέ τούς ὀρθοδόξους.

Οἱ Ἀρειανοί καυχήθηκαν ὅτι ἔχουν μητροπολίτες πολύ μορφωμένους. Ἀκόμη εἶχαν καί ἕναν ἄλλον μεγάλο φιλόσοφο ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε πολλές γλῶσσες καί ἦταν πολύ ἔξυπνος. Γι᾿ αὐτόν ἐκαυχᾶτο πολύ ὁ Ἄρειος καί ἔλεγε: «Ἀφῆστε, αὐτόν δέν θά ἠμπορέσουν νά τόν νικήσουν οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν ἀρχίζει νά ὁμιλῆ».

Ἐστάθηκε αὐτός στό μέσον καί τούς έρώτησε:

-Μέ ποιόν θά διαλεχθῶ ἐγώ;

Στάθηκε ἀπέναντί του ὁ γέροντας ἐπίσκοπος Σπυρίδων.

-Τί μ᾿ αὐτόν τόν τσαρουχοφόρο θά μιλήσω; Μ᾿ αὐτόν τόν γεροντᾶκο; Γιατί τόν ἀφήσατε καί ἦλθε αὐτός ἐδῶ;

Ὅταν τόν ἄκουσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί εἶπε:

-Νά κλείση τό στόμα σου, πού ὁμιλεῖ βλάσφημα λόγια κατά τήν ἀληθείας.

Καί πράγματι ὁ φιλόσοφος μουγγάθηκε.

-Ιμ ιμ, ιμ....Δέν ἠμποροῦσε νά μιλήση.

Ὁ Ἄρειος ἐρώτησε:

-Τί συνέβη, λοιπόν τώρα;

-Μουγγάθηκε, τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι. Δέν εἴπατε ἐσεῖς ὅτι ἐάν ἔλθη αὐτός ὁ Γέρντας, θά μᾶς κάνη σκόνη;

Καί ὅλοι οἱ παριστάμενοι εἶχαν ἐκπλαγῆ. Εἶδε τό θαῦμα καί ὁ βασιλεύς καί εἶπε:
 Μεγάλο θαῦμα εἶναι αὐτό!». Ἐκεῖνος ὁ φιλόσοφος ἦταν μουγγός, ἀλλά πολύ ἔξυπνος. Ὁ βασιλεύς εἶπε:

-Δέν ἔχουμε νά κάνουμε τώρα μέ ἀνθρώπους φιλοσόφους, πού ξέρουν πολύ καλά τήν θεωρία! Ὁ Σπυρίδων δέν «τό ἐπῆρε ἐπάνω του» γιά τό θαῦμα πού ἔγινε. Δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολλούς διαλόγους, λόγια καί ἀποδείξεις».

Ἔτσι ἐργάζεται ὁ Θεός, μέσῳ τῶν ταπεινῶν. Ὁ μουγγός φιλόσοφος ἔγραψε καί ἔδωσε ἕνα γράμμα του στόν ἄγιο Σπυρίδωνα. Τοῦ ἔγραφε: «Ἅγιε Σπυρίδων, ἐάν μοῦ ἐλευθερώσης τήν γλῶσσα, μέχρι τόν θάνατό μου θά ὑπερασπίζω τήν Ὀρθοδοξία καί δέν θά μιλήσω ποτέ ἐναντίον της».

Ὁ ἅγιος Σπυρίδων τοῦ ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ λέγοντάς του:

-Νά σοῦ λύση τώρα ὁ Χριστός τήν γλῶσσα σου γιά νά προστατεύσης τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκες.

Καί ἄρχισε νά ὁμιλῆ ὁ φιλόσοφος καί, ὅπως εἶπε, ἐπέρασε στήν παράταξι τῶν ὀρθοδόξων, λέγοντας ἐνώπιον πάντων:

-Καλά εἶπε ὁ Σωτήρας Χριστός ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι στά λόγια, ἀλλά στήν δύναμι τοῦ θαύματος.  Αὐτός ἦλθε μέ τήν δύναμι τῆς θεότητός Του. Δέν εἶναι ἐδῶ λόγια καί λόγια, ἀλλά ἔργα. Δέν θά εἰπῶ ποτέ πάλι ὅτι ὁ Ἄρειος ἔχει δίκαιο.

Τότε στάθηκε στό μέσον ἄλλος φιλόσοφος τοῦ Ἀρείου καί εἶπε: «Ἐάν αὐτός νικήθηκε, εἴμεθα κι ἐμεῖς πού θ᾿ ἀγωνισθοῦμε γιά τίς ἀλήθειες τοῦ διδασκάλου μας Ἀρείου». Καί ἐρώτησε στρεφόμενος πρός τόν Ἅγιο

-Πάτερ Σπυρίδων, πῶς μπορεῖ νά εἶναι Ἕνας Θεός καί ταυτόχρονα τρεῖς μέ μία ὕπαρξι καί σ᾿ ἕνα θρόνο, μέ μία ἐξουσία; Πῶς ταυτόχρονα Ἕνας καί Τρεῖς;

-Πῶς εἶναι τρεῖς; Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά σέ τρία Πρόσωπα. Βλέπε καί τόν ἥλιο. Εἶναι τρεῖς ἥλιοι; Ὄχι, ἀλλά ἔχει τρεῖς ἰδιότητες, τρεῖς ἐμφανίσεις. Εἶναι ὁ δίσκος, τό φῶς καί ἡ θερμότης.

Ἀκόμη δέν ἤθελε ὁ Ἅγιος νά τόν κατατροπώση μονομιᾶς. Ὁπότε τοῦ εἶπε ὁ φιλόσοφος:

-Πῶς εἶναι, πάτερ Σπυρίδων, Ἕνας ὁ Θεός καί ταυτόχρονα τρεῖς;

-Δέν εἶναι τρεῖς. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός σέ τρία Πρόσωπα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Ἁγία Τριάς.

Ἐκεῖ κοντά εὑρῆκε ὁ Ἅγιος μία κεραμίδα. Τήν ἐπῆρε στά χέρια του καί εἶπε στόν φιλόσοφο:

-Δώσε προσοχή καί ἔλα πιό κοντά μου!

Καί σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Σπυρίδων καί εἶπε:

-Ἐσύ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἕνας σέ τρία Πρόσωπα;

-Δέν ἠμπορῶ νά τό καταλάβω αὐτό.

Ὁ ἅγιος εἶχε στά χέρια του τή κεραμίδα. Τοῦ εἶπε τοῦ φιλοσόφου νά προσέξη τώρα πολύ.

-Πόσα σώματα ἔχω, κύριε φιλόσοφε, στά χέρια μου τώρα;

-Ἔχεις ἕνα, τήν κεραμίδα.

-Τότε ὁ Ἅγιος ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τό δεξιό του χέρι καί στό ἀριστερό κρατοῦσε τήν κεραμίδα. Κατόπιν εἶπε:

-Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀμέσως ἡ φωτιά μέ τήν ὁποία ψήθηκε ἡ κεραμίδα ἀνέβηκε ψηλά, τό χῶμα ἀπό τό ὁποῖον φτιάχθηκε ἡ κεραμίδα ἔμεινε στό χέρι του καί τό νερό μέ τό ὁποῖο ἀναμείχθηκε τό χῶμα ἔτρεξε κάτω στό ἔδαφος. Κατόπιν τοῦ εἶπε:

-Ἰδού, ἡ φωτιά εἶναι σύμβολο τοῦ Πατρός, ἡ λάσπη συμβολίζει τόν Υἱό, ἐνῶ τό νερό πού ἔτρεξε εἶναι τό σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ξεχύθηκε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τί λέγεις τώρα;

Μέ τό θαῦμα αὐτό ἐνίκησε τόν φιλόσοφο τοῦ Ἀρείου.

Μέχρι τώρα σᾶς διηγήθηκα μερικά ἀπό τά θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἄς ἀγαποῦμε κι ἐμεῖς τόν ἅγιο Σπυρίδωνα καθώς καί ὅλους τούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ καί ν᾿ ἀκολουθοῦμε τήν ἁγία Πίστι μας. Ν᾿ἀγαπᾶμε τίς ἀρετές τους μέ τίς ὁποῖες ἀγάπησαν κι αὐτοί τόν Θεό καί νά τίς ἐφαρμόζουμε στήν ζωή μας γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου ζωῆς μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.

 

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΤΟ ΧΑΛΙ

Στήν Κωνσταντινούπολι ζοῦσε ἕνας γέροντας μέ τό ὄνομα Νικόλαος. Ἦταν μόνος μέ τήν γυναῖκα του, διότι δέν εἶχαν ἀποκτήσει παιδιά. Αὐτοί σέ ὅλη τήν ζωή τους, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἐπήγαιναν ἀπό τό πρωΐ στήν ἐκκλησία, ἔκαναν ἐλεημοσύνες, συμμετεῖχαν στίς ἀκολουθίες, ἔφτιαχναν κεριά, θυμίαμα, πρόσφορα. Ἔκαναν ὅ,τι ἠμποροῦσαν.

Καί τώρα πού ἦταν γεροντάκια καί πτωχοί συνέχιζαν τό ἴδιο τυπικό τους. Ἐρχόταν κάθε χρόνο ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου κι αὐτοί δέν εἶχαν μέ τί νά κάνουν τήν γιορτή τους, ὅταν ἐγύριζαν ἀπό τήν ἐκκλησία στό σπίτι, δηλαδή δέν εἶχαν νά στρώσουν τραπέζι γιά τούς πτωχούς νά εὐχαριστήσουν καί ἐκεῖνοι τόν Θεό. Ἔτσι ἔλεγε ἡ γιαγιά στόν παπποῦ:

-Ἔε, Νικόλαε, τί νά κάνουμε τώρα ἐμεῖς πού εἴμεθα πτωχοί καί γεροντάκια; Ἰδού, ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου καί δέν ἔχουμε τίποτε: οὔτε χρήματα, οὔτε τρόφιμα.

-Τί νά κάνουμε ἐμεῖς γιά νά γιορτάσουμε κι αὐτό τόν χρόνο τόν ἅγιο Νικόλαο; Μπορεῖ τόν ἑπόμενο χρόνο νά μήν εἴμαστε, διότι ἰδού πλησιάζουμε στόν θάνατο.

Καί ἠσθάνοντο καί οἱ δυό τους ἄσχημα, διότι δέν εἶχαν χρήματα.

Τότε ἡ γιαγιά ἄνοιξε ἕνα μπαοῦλο, ὅπου μέσα ὑπῆρχε ἕνα χαλί ἀπό τήν προῖκα της, τό ὁποῖον δέν τό ἐγνώριζε ὁ παπποῦς, διότι τό εἶχε κρύψει ἀπό τότε πού παντρεύθηκε. Ἦταν πάρα πολύ ὡραῖο. Τό κρατοῦσε ἐκεῖ μέ 2-3 ἄλλα ὑφάσματα γιά τόν ἐνταφιασμό της.

-Ἀπό ποῦ τό βρῆκες, γυναῖκα, αὐτό τό χαλί;

-Ἔε, τό διατηροῦσα ἀπό τότε πού ἤμουν νύμφη.

-Πήγαινε καί πώλησέ το. Μέ ὅσα θά πάρουμε, θά κάνουμε τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου.

-Μά, γερόντισσα, αὐτό εἶναι πολύ βαρύτιμο χαλί. Ἀλλά δέσε το σέ μία μαγκούρα καί πήγαινέ το, ὅπου μπορεῖς νά τό ἰδοῦν. Ἀλλά πόσο κοστίζει αὐτό τό χαλί;

-Ὅταν ἤμουν νέα, μοῦ ἔδιναν δέκα χρυσα φλωριά καί δέν τό πωλοῦσα. Ἀλλά τώρα, ἐάν μᾶς δώσουν ἀκόμη καί ἕνα θά τό δώσουμε. Μετά μέ τά χρήματα πού θά πάρουμε θά πᾶς ν᾿ἀγοράσης πρόσφορα, κρασί καί κεριά γιά τήν πανήγυρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατάλαβες; Ὅσα θά σοῦ δώσουν, θά τά πάρης. Νά μή τό φέρης πίσω, διότι δέν ξέρουμε τοῦ χρόνου θά ζοῦμε. Θέλω τοῦ ἁγίου Νικολάου νά κάνουμε κάτι, διότι πόσα θαύματα μᾶς ἔχει κάνει ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί πόσο μᾶς ἐβοήθησε στήν ζωή μας!

Καί ἐπῆρε ὁ παπποῦς τό χαλί, τό ἐκρέμασε στήν μαγκούρα του καί ἐπῆγε στήν ἀγορά. Ἦταν ἐμποροπανήγυρις. Ἐπέρασε ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἐκεῖ κοντά στεκόταν καί τό ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί κατόπιν ἔφθασε στήν  ἀγορά. Ἐκεῖ ὁ ἕνας πωλοῦσε φασόλια, ὁ ἄλλος ἀλεύρι, ὁ ἄλλος βόδια, ὁ ἄλλος γουρούνια, ὁ ἄλλος ἄλογα, ὁ ἄλλος πρόβατα κλπ.

Ἦλθε ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, εὐλαβής σ᾿ αὐτόν πού εἶχε τό χαλί.

-Γιά πούλημα τό ἔχεις τό χαλί, κουμπάρε;

-Ναί, γιά πούλημα.

Καί πόσο κοστίζει;

-Ἡ γυναῖκα μου, μοῦ εἶπε, ὅτι, ὅταν ἦταν νέα, αὐτό τό χαλί ἐκόστιζε 10 χρυσά φλωριά, ἀλλά μοῦ εἶπε νά τό δώσω εὐθυνότερα, διότι ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη. Ἔρχεται ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου καί δέν ἔχουμε τίποτε.

-10 χρυσά φλωριά, εἶπες;

-Ναί.

Ὁ παπποῦς εἶδε τόν πελάτη του νά βγάζη γρήγορα 10 λίρες ἀπό τό κομπόδεμά του, τοῦ ἔδωσε τά χρήματα, ἐπῆρε τό χαλί καί ἔφυγε. Ὅταν εἶδε στά χέρια του 10 χρυσά φλωριά, εἶπε παραξενεμένος: «Τί μεγάλη πίστι, πού ἔχει ἡ γερόντισσά μου! Κύτταξε, Κύριε, 10 χρυσά φλωριά στά χέρια μου!

Ἀλλ᾿ αὐτός πού ἀγόρασε τό χαλί ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἀλλά ὁ παπποῦς δέν τόν ἐγνώρισε. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, ἔλεγαν στόν παπποῦ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἀγορᾶς πού ἦταν σ᾿ ἐκεῖνο τό μονοπάτι:

-Ἔε, παπποῦ, φαντασίες βλέπεις; Γιατί πρό ὀλίγου μιλοῦσες μόνος σου;

Διότι αὐτοί τόν ἔβλεπαν καί τήν φωνή του ἄκουαν, ἀλλά δέν ἔβλεπαν καθόλου τόν ἅγιο Νικόλαο. Ὅμως ὁ παπποῦς δέν καταλάβαινε τί τόν ἐρωτοῦσαν καί ἔφυγε ἀπό τήν ἀγορά γιά νά πάη ν᾿ἀγοράση ὀψώνια. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἐπῆρε τό χαλί καί ἀμέσως τό ἐπῆγε στήν γιαγιά, στό σπίτι της. Ἐκτύπησε τήν πόρτα. Βγῆκε ἔξω ἡ γιαγιά καί εἶδε ἕνα γέροντα μέ τό χαλί στά χέρια του.

-Τί εἶναι αὐτό;

-Κουμπάρα, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος, ὁ ἄνδρας σου ἦταν  φίλος μου ἀπό τήν νεότητά του καί ἐπέρασα ἀπό τήν ἀγορά  καί τόν εἶδα μέ τό χαλί αὐτό τό χέρι του. Μοῦ εἶπε νά σοῦ τό φέρω, διότι αὐτός θά καθυστεστηρήση λίγο στήν ἀγορά.

Καί λέγοντας αὐτά, ὁ Ἅγιος ἔγινε ἄφαντος.  Ἡ γιαγιά ἐπῆρε τό χαλί. Βλέποντας τόν σεβάσμιο αὐτό Γέροντα μέ τό φωτεινό του πρόσωπο, ἀπό τόν φόβο καί τόν θαυμασμό της, δέν ἐτόλμησε νά τόν ἐρωτήση: «Ἐσύ ποιός εἶσαι;»

Ἄναψε τήν σόμπα, γιά τόν ἄνδρα της πού θά ἐρχόταν σέ λίγο ἀπό τήν ἀγορά καί περίμενε. Νομίζοντας ὅτι ἐξέχασε τήν συμβουλή της γιά τά ἀναγκαῖα γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἦταν στενοχωρημένη.

-Τί τοῦ εἶπα ἐγώ, κι αὐτός μοῦ γύρισε τό χαλί πίσω στό σπίτι; Τοῦ εἶπα νά τό πωλήση ἔστω καί μέ λιγώτερα.

Ἐπῆρε τό χαλί καί μπῆκε στό σπίτι της πολύ στενοχωρημένη. Ἐμουρμούριζε κατά τοῦ ἀνδρός της: «Τί ἀπρόκοπτο ἄνδρα ἔχω ἐγώ; Τί τοῦ εἶπα ἐγώ καί τί ἔκανε ἐκεῖνος;  Νά δώση τό χαλί ὅσο κι ὅσο γιά ν᾿ ἀγοράσουμε κάτι γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἰδού τί ἔκανε! Μοῦ ἐγύρισε πάλι πίσω τό χαλί!

Ἐγκρίνιαζε τώρα μόνη της ἡ γιαγιά. Δέν ἤθελε νά ἰδῆ τό χαλί καί πάλι στό σπίτι της. Εἶχε ἀνάψει ὁ ζῆλος της γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τρέχουν οἱ ὧρες καί ἀκόμη δέν ἑτοίμασε πρόσφορο γιά τόν Ἅγιο. Οὔτε κεριά, θυμίαμα κλπ.

Ὁ παπποῦς μέ τά χρήματα πού ἐπῆρε ἀγόρασε δύο τσουβάλια διάφορα πράγματα: Ἀλεύρι, κεριά, θυμίαμα, λάδι, κρασί γιά τήν ἐκκλησία καί ὅ,τι ἄλλο ἤξερε ἀπαραίτητο γιά τήν πανήγυηρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἐπέστρεψε κατά τό βραδάκι στό σπίτι του, φορτωμένος τά ὀψώνια του.

Ἡ γιαγιά-γυναῖκα του δέν εἶδε τί εἶχε ἐπάνω στίς πλάτες του, ἀλλά ἄρχισε νά τόν γκρινιάζη:

-Ἔτσι, ἔε; Τί σοῦ εἶπα νά κάνης καί τί ἔκανες; Φῦγε ἀπό μένα σήμερα. Γιατί ἐλησμόνησες νά φροντίσης  γιά ὅσα σοῦ εἶπα γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου; Τί νά σοῦ εἰπῶ, βρέ παλιόγερε; Δέν σοῦ εἶπα νά δώσης τό χαλί ὅσο κι ὅσο; Γιατί μοῦ ἔστειλες τό χαλί καί πάλι στό σπίτι;

Ὁ παπποῦς-ἄνδρας της-δέν ἤξερε τί ἔλεγε ἡ γυναῖκα του.

-Γερόντισσα, γιά ποιό χαλί μοῦ λές; Τί εἶναι αὐτά πού λές; Δέν βλέπεις μέ πόσα πράγματα ἦλθα στό σπίτι μας;

-Καί τί ἔχεις ἐκεῖ στά σακκούλια σου;

-Ἀγόρασα, ὅσα μοῦ εἶπες, γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου.

-Καί γιατί ἔστειλες τό χαλί στό σπίτι μας;

-Δέν τό σοῦ τό ἔστειλα πίσω!  Ἦλθε καί τό ἀγόρασε ἕνας γέροντας. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι στά νειᾶτα σου ἐκόστιζε 10 χρυσά φλωριά, ἐκεῖνος ἔβγαλε καί μοῦ τίς ἔδωσε. Καί δέν ἐδαπάνησα γιά τά ὀψώνιά μας οὔτε δύο λίρες. Τ᾿ ἄλλα χρήματα τά ἔχω. Νά, κύτταξέ τα:

-Καί τότε τό χαλί μας γιάτι ἦλθε στό σπίτι μας;

-Δέν ξέρω. Ποιός σοῦ τό ἔφερε;

-Μοῦ τό ἔφερε ἕνας φωτεινός στό πρόσωπο γέροντας καί μοῦ εἶπε ὅτι παλαιότερα ἦταν δικός σου φίλος καί ὅτι ἐσύ τόν παρεκάλεσες νά φέρη τό χαλί στό σπίτι μας.

-Καί πῶς ἦταν;

-Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος γέροντας στήν ἡλικία, μέ ἄσπρα γένεια, μέ ὁσιακή μορφή καί πολύ πρᾶος στό πρόσωπό του.

Τότε τό ἀντελήφθηκε ὁ παπποῦς, καί τῆς εἶπε τῆς κυρᾶς του:

-Ἀλλοίμονο σέ μένα, ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος. Αὐτός μοῦ τό ἀγόρασε. Ἐγώ ἐπῆρα ἀπ᾿ αὐτόν τά χρήματα, ἀγόρασα τά ψώνια μας κι αὐτός ἦλθε ἀμέσως καί σοῦ ἔφερε τό χαλί στό σπίτι μας. Μέγα θαῦμα!

Καί ἄρχισε νά κλαίη ἡ γιαγιά ἀπό τήν χαρά της.

-Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔκανε τέτοιο ἔλεος σ᾿ ἐμᾶς.

Κι ἔφτιαξε ἡ γιαγιά κουλουράκια, πίττες καί ἄλλα φαγητά γιά τόν ἅγιο Νικόλαο καί τά ἐπῆγε ὅλα στήν ἐκκλησία. Καί ἔκαναν μία γιορτή τόσο λαμπρά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε στήν ζωή τους. Τούς ἐπερίσευσαν καί οκτώ χρυσά νομίσματα.

Ἰδού πῶς βοηθοῦν οἱ Ἅγιοι αὐτούς πού τούς τιμοῦν!

 

ΠΩΣ ΛΥΤΡΩΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ΕΡΓΑΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Ἕνας Ἕλληνας βασιλεύς εἶχε πόλεμο μέ τούς Πέρσες. Πάντοτε οἱ Ἕλληνες βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου εἶχαν πόλεμο μέ τούς Πέρσες, διότι κατοικοῦσαν στά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἦταν ἕνας πολύ δυνατός πόλεμος μεταξύ δύο βασιλειῶν δυναμικῶν. Καί τότε οἱ Πέρσες δέν ἐνίκησαν μέν τούς Ἕλληνες, ἐπῆραν ὅμως πλῆθος αἰχμαλώτων τούς ὁποίους ἔστελλαν κατόπιν σέ καταναγκαστικές ἐργασίες. Γιά νά χαθοῦν, τούς ἔβαλαν καί ἐργάζοντο σέ μία σήραγγα μέ σκοπό νά φτιάξουν μία στέρνα.

Στήν σήραγγα αὐτή ἔστειλαν νά ἐργασθοῦν πολλοί αἰχμάλωτοι, ἔτσι ὥστε, ὅταν κατολισθήση ἡ σήραγγα νά γίνη ὁ τόπος αὐτός καί ὁ τάφος τους. Τότε δέν ὑπῆρχε ἕνας ἔμπειρος μηχανικός γιά νά κτίση καλά τήν σήραγγα, ὅπως γίνεται σήμερα. Οἱ δυστυχισμένοι ἕλληνες αἰχμάλωτοι ἐργάζοντο  σκληρά, διότι εἶχαν κοντά τους καί τούς ἐπιστάτες τους. Καί ὅταν εἶχαν φθάσει σέ μιά ἀρκετά μεγάλη ἀπόστασι σκάβοντας μέσα στήν γῆ, μιά καλή ἡμέρα, ἐνῶ ἐργάζοντο, βρρρρρ. Ἔπεσε ἡ σήραγγα καί τά χώματα ὅλα ἐπάνω τους. Ἀπέθαναν σχεδόν ὅλοι. Ἀλλά, κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ, στό βάθος τῆς σήραγγας, ἔπεσαν δύο μεγάλοι βράχοι ταυτόχρονα. Στάθηκαν ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλον μέ ἑνωμένες τίς κορφές τους, ὁπότε ἔμεινε κενό τό κάτω μέρος ἀνάμεσά τους. Καί ἐκεῖ μποροῦσαν νά σωθοῦν πολλοί, ἀλλά μόνο ἕνας βρέθηκε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Ἀλλά καί ποιό τό ὄφελος; Ἔμενε μόνος του μέσα στό σκοτάδι. Κρύο, σκοτάδι καί ὑγρασία, διότι ἦταν στήν κοιλιά τοῦ βουνοῦ. Σκεπτόταν μόνος του: «Ἄρα γε θά μέ βγάλουν ἀπό ἐδῶ μέσα αὐτοί οἱ εἰδωλολάτρες; Ἄν ὑπῆρχε τρόπος νά γνωστοποιηθῆ σέ κάποιον ἡ σωτηρία μου, θά ἐφρόντιζαν νά πετάξουν τά χώματα καί νά μέ βγάλουν. Ἄν κανείς δέν σκέπτεται ὅτι μπορεῖ νά εὑρεθοῦν καί ζωντανοί μερικοί, τότε ποιό τό ὄφελος νά ἐλπίζω; Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτό μᾶς ἔφεραν ἐδῶ γιά νά μᾶς θανατώσουν. Θά μείνω ἐλπίζοντας μόνο στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἰδεμή θά πεθάνω ἐδῶ ἀπό τό κρῦο, τήν δίψα, τήν πεῖνα καί τό πηκτό σκοτάδι». Ἔτσι, ἄρχισε νά προσεύχεται δυνατά.

Ὅταν ἐτελείωσε ὁ πόλεμος, ἕνας ἀπό τούς στρατευμένους  ἐπιστρέφοντας στό χωριό του μετά τήν συντριβή καί ἧττα τῶν Περσῶν, μία γυναῖκα τόν ἐρώτησε:

-Τόν ἄνδρα μου δέν τόν εἶδες πουθενά;

Αὐτός τῆς εἶπε: «Ὁ ἄνδρας σου πιάσθηκε ἀπό τούς Πέρσες μαζί μέ ἄλλους καί πιστεύω ὅτι ἔχει πεθάνει».

Ἡ πιστή ἐκείνη γυναῖκα ἐγνώριζε τό τυπικό γιά νά κάνη κηδεία κόλλυβα κ.λπ.. Ἀλλά τί σκέφθηκε; Θά τοῦ κάνω κόλλυβα, ἐάν μάθω ὅτι ἀπέθανε καί κατόπιν θά τοῦ κάνω τά μνημόσυνα καί τό 40ήμερο. Καί τί ἔκανε κατόπιν ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα;

Ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ἄνδρας της ἀπέθανε, ἄρχισε νά πηγαίνη στήν ἐκκλησία πρόσφορο, ἕνα μπουκάλι κρασί (νᾶμα) καί μερικά κεράκια γιά νά κάνη τήν μνημόνευσι. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσις καί ὁ ἱερεύς ἔκανε τήν μνημόνευσι τῶν νεκρῶν.

Ἐκεῖνο τόν καιρό αὐτός ὁ καημένος στεκόταν στήν προσευχή μέσα στήν σπηλιά τῆς σήραγγας, περιμένοντας ὥρα τήν ὥρα νά πεθάνη. Ἔπαιρνε τήν τελευταία του ἀναπνοή μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό σκοτάδι, ὅταν ἔκανε καί τήν τελευταία του προσευχή: «Κύριε, ἐάν Ἐσύ ἐφρόντισες νά σωθῶ κάτω ἀπ᾿ αὐτές τίς δύο πέτρες, Ἐσύ καί πάλι, ἐάν θέλης, μπορεῖς νά μέ βγάλης ἀπό ἐδῶ μέσα. Ἄς γίνη ὅμως τό θέλημά Σου». Προσευχόταν ὁ καημένος μέ ὅλη του τήν  καρδιά μέσα σ᾿ αὐτό τό σκοτάδι, παρότι ἤξερε ὅτι σέ λίγο δέν θά ζῆ πιά.

Ἐνῶ ἀκόμη προσευχόταν, ξαφνικά εἶδε καί ἦλθε δίπλα του ἕνας νέος, πού εἶχε στό χέρι του ἕνα μπουκαλάκι κρασί, μερικά ἀναμμένα κεριά καί ἕνα πρόσφορο.

Εἶχε σχεδόν λιποθυμήσει. Δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του. Ἦταν πεθαμένος ἀπό τήν πεῖνα.

-Σήκω, ἀδελφέ, καί πάρε νά φᾶς πρόσφορο, νά πιῆς καί κρασί. Σοῦ ἔφερα καί ἀρκετά κεράκια ἀναμμένα.

Ὁ καημένος ἐξεπλάγη πού εἶδε αὐτόν τόν νεαρόν:

-Κύριε, Ἐσύ εἶσαι ὁ Σωτήρας μας Χριστός;

-Ὄχι. Ἐγώ εἶμαι ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ζωῆς σου κι αὐτά σοῦ τά ἔστειλε ἡ γυναῖκα σου σήμερα στήν ἐκκλησία καί ὁ Θεός μέ διέταξε, ἐπειδή εἶσαι στήν ζωή, νά σοῦ τά φέρω. Ἐάν ἤσουν νεκρός, θά ἤσουν τώρα μέσα στό αἰώνιο φῶς. Ἀλλά, ἐπειδή εἶσαι στήν ζωή, ὁ Θεός μ᾿ ἔστειλε νά σ᾿ἐνισχύσω μέ τήν τροφή αὐτή.

Αὐτός δέν τολμοῦσε νά ἀγγίξη αὐτά. Καί ὁ ἄγγελος τῆς ψυχῆς του, τοῦ εἶπε:

-Ἔε, σέ παρακαλῶ πάρε νά ἐνισχυθῆς γιά νά μή πεθάνης.

Αὐτός ἐπῆρε κουράγιο καί ἄρχισε νά τρώγη. Καί πάλι σκεπτόταν μέσα στό μυαλό του: «Ἡ γυναῖκα μου μοῦ κάνει τά μνημόσυνα, κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξι, δηλαδή τίς 40 ἡμέρες. Τώρα ξέρω ὅτι μετά ἀπό 40 ἡμέρες ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ σέ μένα. Ἀλλά, μετά ἀπό σήμερα τί θά γίνη μέ μένα;

Δέν εἶδε πάλι τόν ἄγγελο του. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε πάλι ὁ ἄγγελος καί τοῦ ἔφερε τήν ἴδια τροφή. Ἔτσι ἐπέρασαν ἄλλες 20 ἡμέρες

Στίς 20 ἡμέρες ἡ γυναῖκα του, ἔχοντας πολλή πτώχεια στό σπίτι, διότι εἶχε καί παιδιά, ἐπῆγε ν᾿ ἀφήση τήν ἀγελάδα της στό κοπάδι. Καί πηγαίνοντας τήν ἀγελάδα τό πρωΐ, τό κοπάδι ἤδη εἶχε φύγει ἀπό τό χωριό κι ἔπρεπε τώρα νά τήν πάη στήν πεδιάδα, ὅπου εἶχε φθάσει τό κοπάδι. Τήν μετέφερε μακριά, ἀλλά ἤθελε νά πάη καί στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἄργησε πολύ καί εἶπε μέ τό μυαλό της: «Ἄσε, θά πάω μέ τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία αὔριο, διότι σήμερα δέν ἔχω καιρό». Καί τήν ἴδια ἡμέρα δέν ἔφερε τίποτε στόν ἐργάτη αὐτόν ὁ Ἄγγελος.

Καί ἄρχισε νά κλαίη καί νά λέγη:

-Ἀλλοίμονο σέ μένα! Ἴσως ἡ γυναῖκα μου ἐξέχασε σήμερα νά μοῦ στείλη κάτι. Ὁπότε τώρα θά ἀποθάνω ἀπό τήν πεῖνα!

Ἀλλά ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα, δέν ἐπῆγε τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία, τά ἐπῆγε ὅμως τήν δεύτερη ἡμέρα.

Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἔφερε περισσότερα κεριά, δύο μπουκάλια κρασί, δύο πρόσφορα. Καί τοῦ εἶπε:

-Ἡ γυναῖκα σου χθές ἦταν μέ τήν ἀγελάδα στό κοπάδι καί δέν εἶχε χρόνο νά πάη στήν ἐκκλησία, ἀλλά σήμερα μετέφερε δύο πρόσφορα καί δύο μπουκάλια κρασί καί ἐγώ τά ἔφερα ὅλα σέ σένα.

Καί χάρηκε πολύ αὐτός ὁ χριστιανός, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ γυναῖκα του ἔχει στόν νοῦ της νά κάνη κάθε ἡμέρα μνημόσυνα. Ἔκανε τήν  προσευχή του καί ἔφαγε. Καί δέν εἶδε τόν Ἄγγελο γιατί ἤδη εἶχε φύγει.

Μετά σκεπτόταν: «Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν τόσο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία δείχνεις σέ μένα πού εἶμαι ἐδῶ κάτω στά χώματα! Πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω ἐγώ; Τί ἠμπορῶ ἐγώ, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, νά κάνω γιά Σένα γιά νά σ᾿ εὐχαριστήσω; Καί μετά σκεπτόταν: «Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναῖκα μου κάνει τά μνημόσυνά μου κάθε ἡμέρα μέχρι τίς 40 ἡμέρες. Μετά ἀπό τήν προθεσμία αὐτή, τί θά κάνω ἐγώ ἐδῶ; Πῶς θά ζήσω; Θά ἀποθάνω....

Καί πάλι ἔλεγε μέσα του: «Ἐσύ, Κύριε, πού ἔβαλες στήν σκέψι τῆς γυναίκας μου νά μοῦ μεταφέρη πρόσφορο καί κρασί στήν ἐκκλησία, βοήθησέ νά βγῶ κι ἀπό ᾿δῶ μέσα, διότι Ἐσύ μπορεῖς νά κάνης τά πάντα. Ἐνῶ, ἐάν θ᾿ἀποθάνω στίς 40 ἡμέρες, συγχώρεσέ με γιά τίς ἁμαρτίες μου».

Ἔτσι ἡ γυναῖκα του συνέχιζε κάθε ἡμέρα νά κάνη τά μνημόσυνά του καί ὁ Ἄγγελος τά ἐπήγαινε νά ζήση στήν σπηλιά του, κάτω ἀπό τά χώματα.

Μετά ἀπό 40 ἡμέρες, ἐνῶ στεκόταν σέ προσευχή, ἦλθε ὁ Ἄγγελός του μέ μία φλογίνη ρομφαία. Διέσχισε τό βουνό στά δύο, ἐπῆρε τόν ἐργάτη καί τόν μετέφερε στό σπίτι του, στήν Ἑλλάδα, ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τό σπίτι του.

Ἐκείνη τήν στιγμή μόλις ἐπέστρεφε ἡ γυναῖκα του ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὅταν τόν εἶδε, ἔβαλε τίς φωνές λέγοντας:

-Ἀλλοίμονό μου, ποιός εἶναι αὐτός;

Ὅταν τόν εἶδε καλά ὅτι ἦταν ὁ ἄνδρας της, ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ἐρώτησε:

-Ἄνθρωπέ μου, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ἐγώ ἄκουσα ὅτι ἤσουν πεθαμένος καί σοῦ ἔκαμα μνημόσυνα ἐπί 40 ἡμέρες κάθε ἡμέρα!

Αὐτός τῆς εἶπε: -Μά τήν ἀλήθεια, μεγάλη καλωσύνη ἔδειξες σέ μένα! Καί τῆς εἶπε ἀκριβῶς, τί τοῦ συνέβη. Καί οἱ δυό τους ἐχάρησαν καί ἐξεπλάγησαν.

Ὅταν ἀκούσθηκε καί ἀλλοῦ αὐτό τό θαῦμα, ὁ ἱερεύς ἐκάλεσε αὐτόν τόν στρατιώτη νά ὑπάγουν μαζί στόν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς καί νά τοῦ εἰπῆ τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως συνέβησαν. Καί τοῦ διηγήθηκε τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή. Ἔτσι ἀπό τότε γράφθηκε αὐτή ἡ ἱστορία γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς τί δύναμι πού ἔχει ἡ προσευχή.

Ἔτσι κι ἐμεῖς, πόσες ἄραγε φορές προσευχήθηκαν καί θυσιάσθηκαν γιά ἐμᾶς οἱ γονεῖς μας, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μας;  Πόσες φορές μέ τήν προσευχή καί τά δάκρυα τους μᾶς ἐπανέφεραν πάλι τήν ὑγεία μας, μᾶς ἐβοήθησαν στίς δυσκολίες της ζωῆς μας, μᾶς ἐνίσχυσαν στήν πίστι καί μᾶς ἐκράτησαν μέ τίς συμβουλές τους κοντά στόν Χριστό; Νά προσευχώμεθα καί ἐμεῖς για τούς γονεῖς μας, γιά τούς ἀσθενεῖς καί γι᾿ αὐτούς πού εἶναι σέ κινδύνους. Νά προσευχώμεθα γιά τούς πτωχούς, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά τούς ζωντανούς καί τούς ἀποθαμένους, γιά τήν διατήρησι τῆς ἁγίας Πίστεώς μας καί εἴθε ὅλους μας νά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη πατρική Του ἀγάπη. Ἀμήν.

 

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

 ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(+1998

 

 

Μετάφρασις

Μοναχός

Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ

Σήμερα, ἀγαπητά μου παιδιά, ἔχω νά σᾶς διηγηθῶ, γιά ἕνα μεγάλο καί φοβερό θαῦμα τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρος καί Τροπαιοφόρου καί Θαυματουργοῦ.

Ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλι Λύδδα, ὅπου ἔχει ταφῆ τό πάνσεπτο σῶμα του, εἶναι μία πόλις πού λέγεται Βηρυττός, δίπλα στό ὄρος Λίβανος. Δίπλα στήν πόλι αὐτή ὑπῆρχε μία μεγάλη πηγή στήν ὁποία κατοικοῦσε ἕνα μεγάλο καί φοβερό ἑρπετό. Κάθε φορά πού ἔβγαινε ἔξω ἀπό τήν φωλιά του, πού ἦταν δίπλα στήν πηγή, ἔπιανε ἀνθρώπους καί τούς ἔτρωγε. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι ἁρματώθηκαν καί πλησίασαν ἐκεῖνο τό μέρος μέ τήν ψυχή στό στόμα ἀπό τόν φόβο τους γιά νά τό σκοτώσουν. Ἀλλά, μόνο καί μόνο τό ἄκουσμα ὅτι τό θηρίο ἐξερχόταν, ἔτρεμαν ἀπό τόν φόβο τους καί ἔτρεχαν νά γλυτώσουν. Ἀρκετοί εἶχαν συληφθῆ ἀπό τό θηρίο αὐτό καί εἶχαν γίνη τροφή του.

Γιά τήν πόλι ἐκείνη ἡ παρουσία αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἦταν μεγάλη πληγή, συμφορά καί δοκιμασία.

Ἔτσι μία ἡμέρα, φθάνοντας ἄνθρωποι στήν πόλι ἐκείνη, ἐπῆγαν στόν βασιλέα καί τοῦ εἶπαν:

-Τί νά κάνουμε, βασιλεῦ, διότι χανόμεθα ὅλοι μας ἀπ

᾿ αὐτό τό θηρίο.

Αὐτό τό ὁποῖο θά μέ συμβουλεύσουν οἱ θεοί μας, θά τό εἰπῶ καί σ᾿ἐσᾶς, τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.

Ἔτσι, οἱ δαίμονες πού κατοικοῦσαν μέσα στά εἴδωλα καί ἤθελαν τήν ἀπώλεια τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, ἔδωσαν μία κατάλληλη συμβουλή στόν βασιλέα: Ἐάν θέλουν νά μή χαθοῦν ὅλοι, νά δίνουν στόν θηρίο κάθε ἡμέρα ἕνα ἀπό τά παιδιά τους, ἀγόρι ἤ κορίτσι γιά τρώγη αὐτό τό θηρίο. Καί ὁ βασιλεύς εἶπε κατόπιν:

-Ὅταν θά ἔλθη ἡ σειρά καί σέ μένα, παρότι ἔχω μόνο μία κόρη, τί νά κάνω; Θά τήν δώσω, νά γλυτώσω ἐγώ!

Καί δέχθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αὐτή τήν βασιλική συμβουλή, μᾶλλον νά τήν ὀνομάσουμε διαβολική. Ἔτσι μέ νόμο πλέον, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μικροί καί μεγάλοι, ἔδιναν τά παιδιά τους μέ τήν σειρά κάθε ἡμέρα καί ἕνα γιά τροφή στό θηρίο. Κάθε ἡμέρα, ἀφοῦ ἐστόλιζαν τό παιδί, ἀγόρι ἤ κορίτσι, τό ἄφηναν δίπλα στήν πηγή. Ἐξερχόταν τό θηρίο καί ἔτρωγε τό ἕτοιμο θήραμά του. Οἱ συγγενεῖς τῶν παιδιῶν αὐτῶν κάθε ἡμέρα θρηνοῦσαν μέ σπαρακτικές φωνές καί ἔκλαιαν γιά τόν χαμό τους.

Ἀφοῦ ἦλθε ἡ σειρά ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως, ἦλθε καί ἡ σειρά τοῦ βασιλέως. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἶπαν:

-Ἰδού, βασιλεῦ, ὅλοι ἐμεῖς σύμφωνα μέ τή  ἀπόφασί σου, ἐδώσαμε τά παιδιά μας, τροφή στό θηρίο καί τώρα τελειώνει ἡ σειρά μας. Τί μᾶς συμβουλεύεις νά κάνουμε τώρα;

Καί ὁ βασιλεύς τούς ἀπήντησε:

-Θά δώσω κι ἐγώ τήν κόρη μου, παρότι δέν ἔχω ἄλλη καί μετά θά κάνουμε ὅ,τι θά μᾶς εἰποῦν οἱ θεοί μας.

Ἀφοῦ ἐκάλεσε ὁ βασιλεύς τήν κόρη του, τήν διέταξε νά στολισθῆ, ὅπως πρέπει, ἄν καί ἦταν πολύ λυπημένος κι ἔκλαιγε γιά τόν χαμό της.

Ἔμεινε στό παλάτι του μέ τούς αὐλικούς του κλαίοντας καί θρηνώντας καί τήν κόρη του ἔστειλε νά περιμένη ἔξω ἀπό τήν πηγή, γιά νά γίνη κατάβρωμα τοῦ θηρίου.

Ὅμως, σύμφωνα μέ τήν πρόνοια τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, σωματικά καί ψυχικά, ἐπέρασε ἀπό ἐκεῖ ὁ μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος ἐπάνω στό ἄλογό του κρατῶντας κοντάρι στό χέρι του. Βλέποντας τήν βασιλοπούλα ντύμενη σάν νύμφη, ἔξω ἀπό τήν πηγή, νά κλαίη καί νά στενάζη, τήν ἐρώτησε:

-Γιατί στέκεσαι ἐδῶ καί κλαῖς;

Καί αὐτή τοῦ εἶπε: Καλό μου παλληκάρι, φύγε γρήγορα ἀπ᾿ ἐδῶ γιά νά μή πεθάνης μαζί μέ μένα.

Καί ὁ Ἅγιος τήν ἐρώτησε πάλι πιό δυνατά:

-Μή φοβᾶσαι, κόρη μου, ἀλλά πές μου τί περιμένεις καί γιατί σέ κυττάζει ὅλος ὁ κόσμος ἀπό μακριά;

Καί ἡ βασιλοπούλα τοῦ εἶπε:

-Ἐκλεκτέ μου νέε, σέ βλέπω γενναῖον καί γεροδεμένον, ἀλλά γιατί θέλεις νά πεθάνης μαζί μέ μένα; Φῦγε γρήγορα ἀπό τόν τόπο αὐτόν.

Καί ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε:

-Δέν θά φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ μέχρις ὅτου μοῦ εἰπῆς τήν ἀλήθεια. Γιατί παραμένεις ἐδῶ καί κλαῖς; Ποιόν περιμένεις;

Ἡ κόρη τοῦ βασιλέως τοῦ εἶπε μέ τήν σειρά ὅλη τήν ἀλήθεια γιά τό θηρίο καί γιά τόν ἑαυτό της. Καί μετά εἶπε πρός αὐτήν ὁ Ἅγιος Γεώργιος:

-Μή φοβᾶσαι, κόρη μου, κι ἐγώ στό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου, τοῦ Ἀληθινοῦ, θά σέ λυτρώσω ἀπό τό θηρίο αὐτό.

-Καλό μου παλληκάρι, μή θέλεις νά χαθῆς καί σύ μαζί μου. Καλλίτερα φῦγε νά λυτρωθῆς ἀπό τόν πικρό θάνατο. Φθάνει νά χαθῶ μόνο ἐγώ. Φῦγε. Δέν θά γλυτώσης ἀπό τά δόντια τοῦ θηρίου.

Μετά ἀπό τά λόγια αὐτά τῆς κόρης, φάνηκε τό θηρίο μέσα στά νερά τῆς πηγῆς. Κατά τήν συνήθειά του, βλέποντας τήν κόρη, ἐσύριξε μέ δυνατή κραυγή. Τότε ἡ κόρη εἶπε στόν Ἅγιο:

-Φῦγε, ἄνθρωπε, ἰδού τό θηρίο ἔρχεται.

Τότε ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί καλώντας τόν Κύριο εἰς βοήθειαν, εἶπεν:

-Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος κι ἀμέσως ἐκάρφωσε μέ τό κοντάρι του τό θηρίο ἐπάνω στήν ράχη του. Τό κτύπησε στόν λαιμό του καί ἀπό τήν πληγή ἔβγαινε πολύ αἷμα. Καί τό ἄλογό του πατοῦσε τό θηρίο μέ τά πόδια του.

Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό ἄθλημά του ὁ Ἅγιος διέταξε τήν κόρη νά δέση μ᾿ ἕνα σχοινί τό θηρίο ἀπό τό κεφάλι του καί νά τό φέρη σάν ἕνα σκυλί ἔξω καί νά τό ὁδηγήση πρός τήν πόλι. Τότε ὅλος ὁ λαός βλέποντας τό θηρίο νά τό τραβᾶ ἡ παρθένος, ἔφριξε ἀπό τόν φόβο του.

Τότε ὁ ἅγιος Γεώργιος εἶπε πρός αὐτούς:

-Μή πλέον φοβῆσθε, ἀλλά νά ἐλπίζετε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί πιστεύετε σ᾿ Αὐτόν, διότι Αὐτός μ᾿ ἔστειλε σέ σᾶς νά σᾶς λυτρώσω ἀπ᾿ αὐτό τό θαλάσσιο θηρίο.

Κατόπιν ὁ Ἅγιος ἔκοψε μέ τό σπαθί του τόν λαιμό τοῦ θηρίου μέσα στό κέντρο τῆς πόλεως. Κατόπιν τό ἐπῆραν οἱ ἄνθρωποι καί τό ἐπέταξαν μέσα στήν φωτιά.

Τότε ὁ βασιλεύς τῆς πόλεως ἐκείνης καί ὅλος ὁ λαός ἐπίστευσαν στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθηκαν. Καί ἐβαπτίσθηκαν 25.000 ἄνδρες χωρίς νά ὑπολογισθοῦν οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά τους.

Σ᾿ ἐκεῖνον τόν τόπο κατόπιν κτίσθηκε μεγάλη καί ὡραία ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας καί πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ὁ ὁποῖος ἐλύτρωσε αὐτήν τήν παρθένον ἀπό τόν ὁρατόν ἐκεῖνον δράκοντα.

Ἔτσι φυλάττει καί ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας κάθε ἄνθρωπο ἀπό τόν ἀόρατον δράκοντα διάβολο, πού θέλει νά ὁδηγήση τούς πάντες στήν κόλασι. Ἔτσι ὁ ἅγιος Γεώργιος καί τότε καί τώρα καί σέ κάθε καιρό ἔρχεται βοηθός σ᾿ αὐτούς πού τόν ἐπικαλοῦνται μέ τήν καρδιά τους καί μέ δυνατή πίστι.

Αὐτός θά συνεχίση νά κάνη θαύματα μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς εὐλαβεῖς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τούς ἀγῶνες καί τά ἀθλήματά του καί τόν καλοῦν πάντοτε σέ βοήθεια, διότι ὁ Ἅγιος Αὐτός καί κάθε Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἔχει μεγάλη παρρησία πρός τόν Χριστό μας.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΟΡΑΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ἦταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος εὐλαβής πού ὠνομαζόταν Ἀγαθόνικος. Αὐτός εἶχε διδαχθῆ, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, νά λέγη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ὕμνο αὐτό: «Θεοτόκε, Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Ἀργότερα ἔκανε μιά ζωή μέ πολλές φροντίδες καί ἔλεγε σπανιώτερα αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά ἔπαυσε νά τόν λέγη.

Ὁ Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἔστειλε στό σπίτι του ἕναν ἐρημίτη ἀπό τήν Θηβαΐδα γιά νά τόν ἐλέγξη διότι ἐξέχασε αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ Ἀγαθόνικος ἀπήντησε στόν ἐρημίτη μοναχό ὅτι ἔπαυσε νά τόν λέγη, διότι, παρότι τόν ἔλεγε γιά πολλά χρόνια, ὅμως δέν εὑρῆκε καμμία ὠφέλεια. Τότε ὁ ἐρημίτης τοῦ εἶπε: «Φέρε στόν νοῦ σου τυφλέ καί ἀχάριστε, πόσες φορές σέ ἐβοήθησε αὐτή ἡ δοξολογική προσευχή καί σέ ἔσωσε ἀπό διάφορους πειρασμούς      ! Θυμήσου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη παιδί, πῶς λυτρώθηκες ἀπό πνιγμό κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο!  Ἐνθυμήσου, ὅταν σέ ἐκτύπησαν πολλοί γείτονες σέ μία λακκούβα πού εἶχες πέσει κι ὅμως ἔμεινες ἀτραυμάτιστος! Θυμήσου ἀκόμη, ὅταν ταξίδευες κάποτε μέ κάποιον φίλον σου, ἐπέσατε καί οἱ δυό σας ἀπό τήν καρότσα! Αὐτός ἔσπασε τό πόδι του καί σύ δέν ἔπαθες τίποτε. Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ φίλος σου εἶναι κάτω ἀδύνατος ἀπό μία ἀσθένεια, ἐνῶ ἐσύ εἶσαι ὑγιής καί δέν αἰσθάνεσαι κανένα πόνο;

Καί, ὅταν τοῦ ἔφερε στήν μνήμη ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔργα, στό τέλος τοῦ εἶπε: «Νά ξέρης ὅτι ὅλες αὐτές οἱ δυστυχίες καί ἀτυχίες πού ἦλθαν στήν ζωήν σου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στήν μικρή σου αὐτή δοξολογική προσευχή, τήν ὁποίαν ἔλεγες κάθε ἡμέρα ἐνώπιόν της. Δώσε λοιπόν προσευχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ». Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἀγαθόνικος καί δέν ἄφησε πάλι αὐτή τήν προσευχή.

Οὔτε ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε νά περνᾶ μία ἡμέρα χωρίς νά προσευχηθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν προσευχή μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο κι ἔτσι θά φυλαγώμεθα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς στήν ζωή μας.

 

Στό σκίτσο τῆς σελίδος 22 τοῦ 5ου βιβλίου εἶναι τά ἑξῆς γραμμένα κάτω ἀπ᾿ αὐτό:

«Μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θα τρώγης τό ψωμί σου» (Γένεσις 3,19)

 

ΕΥΛΟΓΙΟΣ Ο ΛΑΤΟΜΟΣ

Ζοῦσε κάποτε στήν Αἴγυπτο ἕνας ἅγιος ἐρημίτης, μέ τό ὄνομα Δανιήλ. Αὐτός κάποτε ἐπῆγε στήν πόλι νά πωλήση τά ἔργα τῶν χεριῶν του. Καί ἐκεῖ ἦταν ἄνθρωπος μέ τό ὄνομα Εὐλόγιος, ὁ ὁποῖος ἔσπαζε πέτρες ὅλη τήν ἡμέρα καί δέν γευόταν τίποτε μέχρι τό βράδυ. Ὅταν ἐρχόταν τό βραδάκι, περπατοῦσε σέ ὅλη τήν πόλι καί ὅσους ξένους εὕρισκε, τούς ἔφερε στό σπίτι του, τούς ἔπλενε τά πόδια μέ τά χέρια του, τούς ἐτάϊζε καί κατόπιν ἀπό τά ἀποφάγια τους ἔτρωγε καί ἐκεῖνος καί τά περισσεύμετα τά ἔριχνε στά σκυλιά. Ὁπότε, πηγαίνοντας ὁ Δανιήλ νά πωλήση τό ἐργόχειρό του στήν πόλι ἐκείνη, ἐβράδυασε. Καί ὁ Εὐλόγιος ἐπῆρε αὐτόν καί ἄλλους ξένους στό σπίτι του. Τούς ἔπλυνε τά πόδια τους καί τούς ἐφιλοξένησε. Αὐτό τό ἔκαμε καί σ᾿ αὐτόν στόν μοναχό καί σέ ἄλλους ἐρημίτες.

Ὁπότε βλέποντας ὁ Δανιήλ τίς καλωσύνες του, ἐθαύμασε καί ἄρχισε νά νηστεύη μέχρι μία ἑβδομαδα, παρακαλώντας τόν Θεό γι᾿ αὐτόν γιά νά τοῦ δώση ὁ Θεός περισσότερη περιουσία καί νά μπορεῖ ἔτσι νά τρέφη περισσότερους ξένους.

Νηστεύοντας καί προσευχόμενος ἐπί τρεῖς καί πλέον ἑβδομάδες ἀδυνάτισε, ὥστε μόλις πού ζοῦσε καί, ἰδού, εἶδε τόν Κύριον, ὁ Ὁποῖος ἦλθε καί μέ τήν θεία Του παρουσία καί ἱεροπρέπεια τοῦ εἶπε:

-Τί συμβαίνει, πάτερ Δανιήλ;

-Ὑποσχέθηκα στόν Θεό νά μή φάγω ψωμί, τοῦ εἶπε ὁ ἐρημίτης, μέχρι νά μέ ἀκούσης γιά τόν λιθοκόπτην Εὐλόγιον, νά τοῦ δώσης πολύν πλοῦτον γιά νά μπορεῖ νά ἀναπαύει καί περισσοτέρους ἀνθρώπους.

-Δέν εἶναι ἀνάγκη, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Εἶναι καλλίτερα νά εὑρίσκεται ὅπως εἶναι τώρα.

-Ὄχι, Κύριε, ἐάν θά τοῦ δώσης περισσότερα, ὅλοι θά δοξάζουν τό Ὄνομά Σου τό ἅγιο.

Καί τοῦ ἀπήντησε καί πάλιν ὁ Κύριος:

-Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅτι καλά εἶναι ὅπως εἶναι μέχρι τώρα. Ὅμως, ἐάν θέλης νά τοῦ δώσω, τότε ἐσύ νά κάνης ἐγγύησι γιά τήν ψυχή του γιά νά σωθῆ, ἀφοῦ θά ἔχη περισσότερη περιουσία.

-Ἀπό τά χέρια μου νά ζητήσης τήν ψυχή του, Κύριε, μόνο θέλω νά τοῦ πολλαπλασιάσης τήν περιουσία του.

Ὁπότε ἀμέσως ὁ Δανιήλ εἶδε σέ ὄραμα δύο νέους πού ἦλθαν καί ἄφησαν στόν κόρφο τοῦ Εὐλογίου πολύ χρυσό καί ὅσο πιό πολύ τοῦ ἔδιναν, τόσο καί ὁ κόρφος του γινόταν πιό εὐρύχωρος. Ὅταν σηκώθηκε ἀπό τόν ὕπνο, ἐγνώρισε ὅτι ἦταν ἀπό τήν προσευχή τοῦ ἐρημίτου Δανιήλ πρός τόν Κύριον, τό Ὁποῖον καί ἐδόξασε.

Τήν ἄλλη, ὅταν ὁ Εὐλόγιος ἐξῆλθε κατά τήν συνήθειά του νά ἐργασθῆ, ἐκτύπησε σέ μία πέτρα καί ἄκουσε ἕνα ὑπόκωφο ἦχο. Καί πάλιν ἐκτύπησε καί ἀνοίχθηκε μία ὀπή. Ἐκτύπησε καί πάλι καί εὑρέθηκε μπροστά σέ ἕνα μεγάλο δοχεῖο μέ χρυσά νομίσματα. Ἐξεπλάγη καί ἀναρωτήθηκε:

-Τί νά κάνω τώρα; Δέν γνωρίζω. Θά πάρω πρῶτα αὐτά τά χρήματα στό σπίτι μου, θά τό μάθη ὁ σπιτονοικοκύρης μου, θά πρέπει νά τοῦ δώσω, θά ἔχω πειρασμούς....Θά τά βάλω κἄπου πού νά μή ξέρη κανείς καί ἀγοράζοντας ζῶα θά λέγω ὅτι μεταφέρω πέτρα μέ αὐτά νά τήν πουλάω.

Ἔτσι, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τό ἔργο αὐτό πού ἔκαμε κάθε ἡμέρα γιά τούς ξένους, μπῆκε μέσα σ᾿ἕνα πλοῖο καί ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολι. Τότε ἦταν ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου.

Ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν στά βασίλεια. Ἔδωσε ἄφθονο χρυσό στόν βασιλέα καί τούς αὐλικούς του καί ἀμέσως ἔγινε μέγας ἀξιωματοῦχος τῆς πόλεως. Ἀγόρασε μεγάλα σπίτια, τά ὁποῖα ὠνομάζοντο «τοῦ Αἰγυπτίου».

Μετά ἀπό δύο χρόνια εἶδε καί πάλιν ὁ Δανιήλ τόν Κύριο σέ ὄραμα. Τότε ἐνθυμήθηκε γιά τόν Εὐλόγιο καί ἐρώτησε τόν ἑαυτό του:

-Ἄραγε ποῦ νά εὑρίσκεται ὁ Εὐλόγιος;

Καί ἀμέσως εἶδε τόν Εὐλόγιο νά εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, νά τόν ἔχουν αἰχμαλωτίσει οἱ δαίμονες, νά τοῦ δείχνουν ποῦ ἔχουν νά τόν βασανίζουν γιά τήν πλεονεξία του καί γιά τήν τσιγκουνιά του.

Ἀφοῦ ἐξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο ὁ Δανιήλ, κατάλαβε ὅτι ἡ περιουσία πού τοῦ ἔδωσε μέ τήν προσευχή του ὁ Θεός, τόν ὡδήγησε στήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του. Τότε εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:

-Ἀλλοίμονο σέ μένα, τόν ἁμαρτωλό, τί ἔπαθα! Ἔχασα κι ἐγώ τήν ψυχή μου!

Ἀμέσως σηκώθηκε ὁ Δανιήλ καί ἐπῆγε στήν πόλι, ὅπου ἐδούλευε στίς πέτρες ὁ Εὐλόγιος, γιά νά πωλήση τό ἐργόχειρό του. Ἐκεῖ περίμενε κατά τήν συνήθειά του νά ἔλθη ὁ Εὐλόγιος καί νά τόν πάη στό σπίτι του, άλλά κανείς δέν ἦλθε νά τόν πάρη. Τότε, ἀφοῦ σηκώθηκε, παρεκάλεσε μία γερόντισσα, λέγοντάς της:

-Σέ παρακαλῶ, μητερούλα, δός μου καί μένα λίγο ψωμί νά φάγω, διότι δέν ἔφαγα σήμερα.

Καί αὐτή ἐπῆγε βιαστικά ἐκεῖ δίπλα τοῦ ἐπῆρε ψωμί καί κάτι βραστό καί τοῦ ἔδωσε. Καί ἐνῶ καθόταν καί ἔτρωγε, ἐρώτησε τήν γερόντισσα:

-Πές μου, μητερούλα, δέν ὑπάρχει στήν πόλι κάποιος ἄνθρωπος πού νά φοβᾶται τόν Θεόν καί νά ὑποδέχεται τούς ξένους στούς σπίτι του;

-Κι αὐτή τοῦ εἶπε:

-Πάτερ καί δέσποτά μου, εἴχαμε ἐδῶ ἕναν νεαρόν, πού δουλειά του εἶχε νά σπάζη πέτρες, ὁ ὁποῖος εἶχε πολλή εὐσπλαγχνία γιά τούς ξένους. Αὐτός, ἄν ἦταν ἐδῶ, θά σέ βοηθοῦσε τώρα καί θά σέ φιλοξενοῦσε σπίτι του, ἀλλά ὁ Θεός, βλέποντας τά καλά του ἔργα, τοῦ ἔδωσε πολλή περιουσία καί ἄκουσα γι᾿ αὐτόν ὅτι τώρα εἶναι πρῶτος τῆς συγκλήτου στά ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁπότε, ἀκούοντας αὐτά ὁ Δανιήλ, εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:

-Ἐξ αἰτίας μου συνέβη αὐτό καί ἐγώ εἶμαι τώρα ἡ αἰτία τῆς ψυχικῆς του ἀπωλείας.

Καί μπαίνοντας σ᾿ ἕνα καράβι, ἐπῆγε στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐρωτώντας εὑρῆκε τό σπίτι τοῦ Εὐλογίου. Στεκόταν ἔξω καί περίμενε μέχρι ἐκεῖνος νά βγῆ ἔξω ἀπό τό σπίτι του.

Καί πράγματι σέ λίγο τόν εἶδε νά βγαίνη ἔξω μέ πολλή ὑπερηφάνεια, περικυκλωμέος ἀπό πολλούς δούλους. Τοῦ εἶπε δυνατά:

-Ἐλέησόν με, διότι ἔχω νά σοῦ εἰπῶ κάτι σοβαρό.

Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἤθελε οὔτε νά τόν κυττάξη, μάλιστα οἱ δοῦλοι του ἄρχισαν νά τόν κτυποῦν. Καί ὁ Δανιήλ ἐπῆγε σέ ἄλλο τόπο καί ἐκεῖ τόν παρακαλοῦσε νά τόν συναντήση γιά κάποιο θέμα. Τότε ὁ Εὐλόγιος εἶπε νά τόν κτυπήσουν ἀκόμη περισσότερο. Ἔτσι, ἐστάθηκε ὁ Δανιήλ σχεδόν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἄρχοντος Εὐλογίου περί τίς τέσσαρεις ἑβδομάδες, χειμαζόμενος ἀπό τήν κακοκαιρία καί τό χιόνι, ἀπό τήν βροχή καί τά κρῦα καί χωρίς νά ἠμπορεῖ νά ὁμιλήση μαζί του. Ἐπειδή στενοχωρήθηκε πολύ, κατέφυγε στήν ἐκκλησία καί πιάσθηκε μέ δάκρυα ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Παρακαλώντας τοῦ ἔλεγε:

-Κύριε, συγχώρεσέ με γιά τήν ἐγγύησι πού ἔδωσα γιά τήν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Λέγοντας τά λόγια αὐτά ἀπό τήν κούρασι καί τήν στενοχώρια του, ἀποκοιμήθηκε. Καί ίδού, ἀκούσθηκε ἕνας δυνατός θόρυβος, σάν νά ἐρχόταν ἡ βασίλισσα. Δεξιά καί ἀριστερά της τήν ἀκολουθοῦσαν πολλοί ἄνθρωποι. Τότε αὐτός ἔκραξε πρός Αὐτήν καί τῆς εἶπε:

-Ἐλέησόν με, Βασίλισσα.

-Τί θέλεις; Τοῦ ἀπήντησε ἡ βασίλισσα.

-Τόν συγκλητικόν Εὐλόγιον, τῆς εἶπε ὁ π. Δανιήλ, τόν ἔβαλα στήν δική μου εὐθύνη καί ἐγγυήθηκα γιά τήν σωτηρία του. Σέ παρακαλῶ ἐλευθέρωσέ με σήμερα ἀπ᾿ αὐτόν τόν δεσμόν τῆς ἐγγυήσεως.

Καί αὐτή τοῦ εἶπε:

-Δέν ἀνακατεύθηκα ἐγώ σ᾿ αὐτή τήν ὑπόθεσι, ἀλλά καθώς γνωρίζεις, ἐσύ τώρα νά ἐκπληρώσης τήν ἐγγύησί σου γι᾿ αὐτόν.

Καί ἀφοῦ ἐξύπνησε καί σηκώθηκε ὁ Δανιήλ, εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:

-Θά ἦταν προτιμώτερο νά πεθάνω, ἀλλά δέν θ᾿ἀπομακρυνθῶ ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Εὐλογίου, μέχρις ὅτου συνομιλήσω μαζί του.

Καί ἐπῆγε πάλι μπροστά ἀπό τήν πόρτα τοῦ Εὐλογίου καί, ὅταν ἐκεῖνος ἐρχόταν ὁ Δανιήλ τοῦ ἐκραύγασε. Τρέχοντας κοντά του ἕνας ἀπό τούς δούλους του μ᾿ ἕνα ρόπαλο, τόσο πολύ τόν ἐκτύπησε, ὥστε ἐσφάδαζε ἀπό τούς πόνους κάτω στό δάπεδο. Τότε μέ πολλή ἀγανάκτησι εἶπε πρός τόν ἑαυτό του:

-Θά πάω καί πάλι πίσω στήν Αἴγυπτο καί θά εἰπῶ στόν Θεό νά σώση τόν Εὐλόγιο μέ ὅποιον τρόπο γνωρίζει.

Ἔτσι λοιπόν, ἐμπῆκε μέσα σ᾿ ἕνα καράβι γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐξ αίτίας τῆς στενοχώριας του κα΄τῶν τραυματων του, ἔπεσε σάν νεκρός καί ἀποκοιμήθηκε στό κατάστρωμα τοῦ πλοίου. Καί εἶδε ὄνειρο ὅτι ἦταν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τόν ἐκύτταζε μέ ὀργή. Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος:

-Γιατί δέν πηγαίνεις νά ἐκπληρώσης τήν ἐγγύησί σου;

Διέταξε σέ δύο πού ἐπήγαιναν μπροστά Του νά τόν δέσουν καί νά τόν κτυπήσουν ἀρκετά. Καί μετά τοῦ εἶπαν:

-Νά μήν ἀρχίζης νά κάνης ἕνα ἔργο πού εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου γιά νά μή χαλάσης τίς σχέσεις σου μέ τόν Θεό!

Μετά ἀμέσως φάνηκε σάν ἕνα τζάμι καί ἦλθε ἡ βασίλισσα. Καί βλέποντάς την ὁ Δανιήλ, ἐτόλμησε καί εἶπε πρός Αὐτήν μέ χαμηλή φωνή:

-Σῶσε με, Δέσποινα τοῦ κόσμου.

-Κα’ι τί θέλεις; Τοῦ εἶπε Ἐκείνη.

-Εἶμαι δεμένος ἐδῶ γιά τήν ἐγγύησι πού ἔδωσα γιά τήν σωτηρία τοῦ Εὐλογίου, τῆς ἀπήντησε ὁ Δανιήλ.

-Ἰδού ἐγὠ τώρα θά προσευχηθῶ γιά σένα.

Καί πράγματι εἶδε ὁ ἐρημίτης Δανιήλ τήν Βασίλισσα, ὅτι ἐπῆγε καί ἄρχισε νά παρακαλῆ τόν Χριστόν.

-Τότε ὁ Χριστός εὐσπλαγχνίσθηκε καί εἶπε στόν Δανιήλ:

-Οὐδέποτε νά κάνης ἕνα τέτοιο ἔργο σάν αὐτό.

Καί ὁ πατήρ Δανιήλ: -Ναί, Δέσποτα. Εἶχα προσευχηθῆ ἐγώ στήν ἀρχή γι᾿ αὐτόν ὅτι θά μποροῦσε νά κάνη περισσότερα καλά ἔργα. Ἀλλά ἔσφαλα, Δέσποτα, συγχώρεσέ με.

-Κατόπιν διέταξε ὁ Κύριος νά τόν λύσουν καί τοῦ εἶπε:

-Νά πᾶς στό κελλί σου καί Ἐγώ θά σᾶς φέρω τόν Εὐλόγιο, στήν πρώτη του ἐργασία καί κατάστασι. Ἐσύ μή φροντίζης γι᾿ αὐτό.

Μετά ἀπ᾿ αὐτόν τόν διάλογο, ἐξύπνησε ὁ Δανιήλ. Χάρηκε πολύ διότι λυτρώθηκε ἀπό τήν ἐγγύησι πού εἶχε δώσει γιά τόν Εὐλόγιο καί εὐχαρίστησε τόν Πανάγιο Θεό.

Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἀκούσθηκε ὅτι ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Ἰουστῖνος καί στήν θέσι του ἐγκαταστάθηκε ἄλλος βασιλεύς. Αὐτός ἄρχισε νά διώχνη τούς παλαιούς ἄρχοντες. Ἄλλους ἀπ᾿ αὐτούς τούς έφόνευσαν καί ἀπό ἄλλους ἔκλεψαν τίς περιουσίες τους. Τά ἴδια ἔκαμαν καί στόν Εὐλόγιο. Μόλις ἐπρόλαβε καί μπῆκε στό καράβι καί ἔφυγε ζωντανός ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι. Εἶχε διατάξει ὁ νέος βασιλεύς, ὁπουδήποτε τόν εὕρουν νά τόν σκοτώσουν.

Ἔτσι ὁ Εὐλόγιος ἐπέστρεψε στήν πρώτη του πατρίδα καί στήν δουλειά του. Ἐφόρεσε τά παλιά του ροῦχα καί ζοῦσε πτωχικά, ὅπως πρῶτα.

Καί συγκεντρώθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως νά τόν ἰδοῦν καί τοῦ ἔλεγαν:

-Ἀκούσαμε ὅτι ἔφθασες καί ἔγινες μεγάλος ἀξιωματοῦχος τοῦ παλατίου στήν σύγκλητο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Κι αὐτός γιά νά μή προδοθῆ καί τόν πιάσουν, τούς ἀπαντοῦσε:

-Ἐάν μέ ἔκαναν ἐμένα μεγάλο αὐλικό, δέν θά μέ ἐβλέπατε ἐδῶ, διότι εἶναι ἄλλος Αἰγύπτιος, πού ἀκούσατε, ὁ ὁποῖος ἔγινε μεγάλος τῆς Συγκλήτου. Δέν ἤμουν ἐγώ, ἀλλά εἶχα πάει νά προσκυνήσω τούς Ἁγίους Τόπους.

Ἀλλά, ἐλθών στόν ἑαυτό του, ἔλεγε:

-Ταπεινέ Εὐλόγιε, τώρα πήγαινε, πάρε τά ἐργαλεῖα σου νά δουλεύσης, διότι ἐδῶ δέν εἶναι Κωνσταντινούπολι, γιά νά μή χάσης καί τό κεφάλι σου.

Στήν συνέχεια, παίρνοντας τά ἐργαλεῖα του καί πῆγε στό νταμάρι, ὅπου καί παλαιότερα εἶχε βρῆ τό μπαοῦλο μέ τά χρήματα, νομίζοντας ὅτι θά βρῆ καί ἄλλα. Κτυπώντας τήν πέτρα ἕξι φορές, δέν εὑρῆκε τίποτε. Τότε ἄρχισε νά θυμᾶται τίς τροφές καί ὅλα τά ἀπολαυστικά φαγητά, τά ὁποῖα εἶχε στό παλάτι καί τήν φαντασία τῆς κοσμικῆς ὑπερηφάνειας καί πάλι τότε ἔλεγε στόν ἑαυτό του:

-Σήκω καί δούλευε, Εὐλόγιε, διότι ἐδῶ εἶναι Αἴγυπτος.

Κατόπιν, σιγά σιγά εὐαρέστησε τόν Σωτῆρα καί τήν Παναγία Δέσποινά μας μέ αὐτή τήν ταπεινή καί πάλι ἐργασία του. Καί ὅταν ἔφθασε τό βράδυ, ἰδού καί πάλι ὁ Εὐλόγιος ἔψαχνε στούς δρόμους νά εὕρη ξένους, πού τούς καλοῦσε γιά νά τούς φιλοξενήση.

Τότε μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνέπεσε νά ἔλθη καί ὁ ἐρημίτης Δανιήλ στήν πόλι καί βλέποντάς τον, ἀναστέναξε καί τοῦ εἶπε μέ δάκρυα:

-«Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Ἀλήθεια, Κύριε, τούς πτωχούς κάνεις πλουσίους καί τούς πλουσίους ταπεινούς καί οἱ δικαιοσύνες Σου δέν ἔχουν τέλος.

Καί παίρνοντάς τον ὁ Εὐλόγιος τόν Δανιήλ καί ἄλλος ξένους στό σπίτι του τούς ἔπλυνε τά πόδια καί τούς ἔστρωσε τραπέζι φαγητοῦ. Ἀφοῦ ἔφαγαν, τόν πῆρε ὁ Δανιήλ παράμερα καί τοῦ εἶπε:

-Πῶς εὑρέθηκες ἐδῶ, ἀδελφέ Εὐλόγιε;

-Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: -Προσευχήσου γιά μένα, ἀββᾶ, διότι εἶμαι πτωχός, μή ἔχοντας τίποτε στόν  κόσμο.

Καί ὁ Δανιήλ τοῦ ἀπήντησε: -Δέν ἔχεις τίποτε ἀπ᾿ αὐτά τά ὁποῖα εἶχες;

Ὁ Εὐλόγιος τοῦ ἀπήντησε: -Τί νά ἔχω;  Σέ σκανδάλισα κἄποτε μ᾿ αὐτά.

Τότε ὁ Δανιήλ τοῦ διηγήθηκε ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα προηγήθηκαν στήν ζωή του. Κλαίγοντας, ὁ Εὐλόγιος τοῦ εἶπε:

-Προσευχήσου, ἀββᾶ, νά μοῦ στείλη ὁ Θεός ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά νά πορεύομαι ἀπό τώρα.

Καί ὁ πατήρ Δανιήλ τοῦ εἶπε:

-Σοῦ λέγω ἀλήθεια, παιδί μου, νά μήν ἐλπίζης νά σοῦ ἐμπιστευθῆ κάτι ὁ Θεός, ὅσο θά εἶσαι σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ἐκτός ἀπό τόν μισθό τῶν κόπων σου.

Καί, ἀφοῦ τοῦ εὐχήθηκε ὅλα τά καλά, ὁ Δανιήλ ἐπέστρεψε στήν ἔρημο καί ὁ Εὐλόγιος ἔμεινε ἐκεῖ νά σπάζη πέτρες δεχόμενος τούς ξένους, ὅπως παλαιότερα, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Καί ζώντας μέχρι τά ἑκατό χρόνια, δέν ἄφησε αὐτή τήν ἐργασία, διότι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τήν δύναμι μέχρις ὅτου ἐσυμπλήρωσε τό ταξίδι της ζωῆς του μέ ἀγαθά ἔργα καί ἀρετές.

Σᾶς εἶπα γιά τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, διότι μᾶς διδάσκει ὅτι ὄχι ὁ πλοῦτος, οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε τά πολλά χρήματα, οὔτε τά πολλά φαγοπότια, τά ποτά καί ὅλα τά ἄλλα ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο νά δουλεύση γιά τήν σωτηρία του, ἀλλά ὅταν εἶναι εὐχαριστημένος μ᾿ αὐτά πού ἔχει, ὅταν κάνη καλά ἔργα, κατά τήν δύναμί του. Διότι μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτοί οἱ ὁποῖοι θέλουν νά πλουτίσουν, πέφτουν σέ πειρασμούς, σέ παγίδες καί σέ πολλές ἀκατάλληλες ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους στήν καταστροφή καί στήν ἀπώλεια.

 

Στήν σελίδα 45 τοῦ 5ου βιβλίου κάτω ἀπό ἕνα σκίτσο ὑπάρχει ἡ ἑξῆς φράσις:

«Εἶναι καλόν γιά μένα, πού μέ ἐταπείνωσες γιά νά μάθω, Κύριε, τά δικαιώματά Σου». (Ψαλμ.118,71).

Στήν σελίδα 46 (τήν ἑπόμενη) ἀναγράφεται:  Ὁ ἅγιος Προφήτης Δανιήλ.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΝΙΗΛ

Ἀκούσατε ποτέ, παιδιά μου, γιά τόν προφήτη Δανιήλ καί τούς τρεῖς νέους, τόν Ἀνανία, τόν Ἀζαρία καί τόν Μισαήλ πού εὑρέθηκαν αἰχμάλωτοι στήν Βαβυλῶνα; Προήρχοντο ἀπό βασιλικό γένος τῆς Ἱερουσαλήμ, γενναῖα παλληκάρια, τά ὁποῖα μεγάλωσαν στό παλάτι κατά τόν καιρό τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ. Μεταφέρθηκαν σάν αἰχμάλωτοι στήν Βαβυλῶνα καί, ἐπειδή ἦταν νεαροί, ὡραῖοι στήν ὄψι καί σοφοί, τούς ἔβαλαν στήν αὐλή τοῦ βασιλέως νά εἶναι ἀνώτεροι ἀπό ὅλο τό γένος τῶν Χαλδαίων. Ἐνῶ ὁ Δανιήλ ἀξιώθηκε νά γίνη μεγάλος σύμβουλος τῶν βασιλέως Ναβουχοδονόσορος.

Αὐτός ὁ βασιλεύς ἦταν σάν ἕνα μαστίγιο τοῦ Θεοῦ γιά νά παιδεύη τούς ἀνθρώπους πού ζοῦσαν στήν ἐπικράτειά του, ἐπάνω στήν γῆ. Αὐτός τότε ἐξουσίαζε 127 ἔθνη καί ἦταν μεγάλος λάτρης τῶν εἰδώλων. Στήν τραπεζαρία τοῦ παλατίου του ὑπῆρχαν ὅλα τά κρέατα καί τά ἐκλεκτά ποτά, διότι αὐτός ἦταν τότε ὁ μεγαλύτερος βασιλεύς ἐπάνω στήν γῆ.

Ὅταν τού ἔφεραν αὐτούς τούς νέους στό παλάτι του, διέταξε ὁ βασιλεύς νά τούς δώσουν νά φάγουν ἀπό τό τραπέζι του. Αὐτοί ὅμως εἶπαν ὅτι δέν τρώγουν. Προτιμοῦν νά πεθάνουν, παρά νά φάγουν ἀπό τά κρέατα πού προσφέρθηκαν προηγουμένως θυσία στούς δαίμονες.

Τότε ὁ μεγάλος ὑπηρέτης τῆς τραπεζαρίας, τούς εἶπε:

Λοιπόν, ἐάν δέν μπορεῖτε νά φᾶτε ψωμί καί κρέας ἀπό τόν τραπέζι τοῦ βασιλέως, θά ἀδυνατίσετε καί ὁ βασιλεύς θά θεωρήση ἔνοχο ἐμένα καί θά δώση διαταγή νά κόψουν τό κεφάλι μου καί τό δικό σας.

Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:

-Ναί, στούς ἄλλους νέους ὁ βασιλεύς νά τούς δίνει κρέατα καί ποτά ἀπό τό τραπέζι τοῦ παλατίου του, ἀλλά ἐμεῖς θά τρώγουμε ἐπί δέκα ἡμέρες φροῦτα καί σπόρους. Μετά, ἄν θέλη, νά μᾶς βάλη ἀπέναντι ἀπ᾿ αὐτούς τούς νέους πού κρεοφαγοῦν, θά ἰδῆ ὅτι ἐμεῖς θά εἴμεθα πιό ὄμορφοι καί δέν θά εἴμεθα ἀδύνατοι διότι θά τρῶμε φροῦτα καί ξηρούς καρπούς.

Καί ὁ τραπεζάρης ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπαν οἱ τρεῖς νέοι. Καί, ὅταν ἐστάθησαν ἀπέναντι τοῦ βασιλέως, πράγματι ἦταν πιό ὄμορφοι ἀπό ἄλλους νέους, ὅπως ἀκοῦμε καί στήν εὐχή τῶν Κολλύβων, πού διαβάζεται συχνά στήν ἐκκλησία: «Κύριε, Ἐσύ πού τούς τρεῖς νέους καί τόν Δανιήλ τούς ἐχόρτασες μέ τούς καρπούς τῶν ἀγαθῶν σου καί ἐφάνησαν ὡραιότεροι ἀπό τούς ἄλλους πού ἐτρέφοντο μέ πολλές ἄλλες ἀπολαύσεις...».

Ἀλλά γιατί ἦταν ὡραιότεροι; Διότι δέν ἐνισχύθηκαν μέ κρέας καί ποτά, ἀλλά μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν προσευχή καί τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους. Καί ἔδωσε ὁ Θεός σ᾿ αὐτούς τούς τέσσαρεις νέους ὀξύνοια καί σοφία, ἐνῶ στόν Δανιήλ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς ἐπεξηγήσεως τῶν ὀνείρων.

Καί εἶπε ὁ βασιλεύς νά μείνουν δίπλα του. Κι αὐτοί  ἔμειναν καί πολλά θαύματα ἔκαναν, ἀπό τά ὁποῖα νά σᾶς διηγηθῶ τώρα μερικά.

Στό 18ο ἔτος τῆς βασιλείας του ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔφτιαξε ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό χρυσό, τό ὁποῖον εἶχε ὕψος 60 πήχεις, δηλ.29 μέτρα στήν πεδιάδα Δέϊρα στήν χώρα τῆς Βαβυλῶνος. Καί ἔστειλε ὁ βασιλεύς σέ ὅλα τά μέρη τῆς βασιλείας του ἀγγελιαφόρους νά εἰδοποιήσουν τόν λαό του νά ἔλθουν ὅλοι καί νά προσκυνήσουν τήν μορφή του. Καί ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν ἡγεμόνες, σύμβουλοι, τύραννοι καί ὅλοι οἱ ἄρχοντες καί ὑπηρέτες τῶν θεῶν του γιά νά προσκυνήσουν τό δικό του εἴδωλο. Δίπλα στό πελώριο αὐτό εἴδωλο, ἔκτισαν καί ἕνα φοῦρνο, γιά νά πετάξουν ἐκεῖ, ὅποιον ἀρνηθῆ νά προσκυνήση τόν βασιλέα. Οἱ κήρυκες ἔκραζαν παντοῦ καί ἔλεγαν:

-Ἐσεῖς, λαοί, τήν ὥρα πού θά ἀκούσετε τήν φωνή τῆς σάλπιγγας, τῆς φλογέρας τοῦ λαούτου καί τοῦ τυμπάνου καί κάθε ἄλλης φωνῆς ἀπό ὄργανα νά πέσετε καί νά προσκυνήσετε τό χρυσό αὐτό εἴδωλο τοῦ βασιλέως. Καί ὅποιος δέν γονατίση νά προσκυνήση, τήν ἴδια ὥρα θά ρίχνεται στήν ἀναμμένη κάμινο.

Καί ὅταν ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι τίς φωνές τῶν μουσικῶν ὀργάνων, ἐπροσκύνησαν τήν χρυσή μορφή τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος. Τότε ἐπλησίασαν μερικοί ἄνδρες Χαλδαῖοι τόν βασιλέα καί τοῦ κατήγγειλαν ὅτι μερικοί νέοι, οἱ Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μισαήλ δέν προσκυνοῦν τό εἴδωλό του. Τότε ὁ βασιλεύς ἐκάλεσε τούς νέους καί τούς ἐρώτησε, ἐάν εἶναι ἀληθινά αὐτά πού ἔμαθε. Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:

-Ὁ Θεός μας, τόν Ὁποῖον ὑπηρετοῦμε, εἶναι στούς οὐρανούς. Αὐτός ἔχει τήν δύναμι νά μᾶς βγάλη ἀπό τό καμίνι τῆς φωτιᾶς καί νά μᾶς γλυτώση ἀπό τά βασιλικά σου χέρια. Ἰδού, γνωρίζεις, βασιλεῦ, ὅτι δέν θά ὑπηρετήσουμε τούς θεούς σου, οὔτε θά προσκυνήσουμε τό δικό σου εἴδωλο.

Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορας ἀγρίεψε πολύ καί ξεκίνησε ἐναντίον αὐτῶν τῶν τριῶν νέων, λέγοντας στούς ὑπηρέτες του:

-Νά κάψετε τό καμίνι ἑπτά φορές περισσότερο, μέχρις ὅτου κοκκινίσει ὅλο.

Κατόπιν διέταξε μερικούς δυνατούς ἄνδρες του νά δέσουν τούς νέους καί νά τούς ρίξουν μέσα στό ἀναμμένο καμίνι. Καί, ὅταν τούς ἐπέταξαν μέσα, ἡ φλόγα τῆς φωτιᾶς πετάχθηκε ἔξω ἀπό τό καμίνι καί ἔκαψε αὐτούς πού τούς κατηγοροῦσαν στόν βασιλέα. Οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι, δεμένοι ὅπως ἦταν, ἐρίχθηκαν στό μέσον τῆς καμίνου καί ἦταν γύρω τους φωτιά καί αὐτοί δοξολογοῦσαν καί ἀνυμνοῦσαν τόν Θεό τους. Οἱ συκοφάντες τους, πού ἦταν καί οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως, δέν ἔπαυαν νά προσθέτουν καί ἄλλα ξύλα, πίσσα καί κάρβουνα στό καμίνι. Καί ἡ φλόγα τῆς φωτιᾶς ἔφθασε στό ὕψος τῶν 49 πήχεων, ὥστε ἔκαυσε κι αὐτούς πού ἦταν γύρω ἀπ᾿ αὐτήν. Ἀλλά Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς νέους καί διεσκόρπισε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς. Ἡ φλόγα μετετράπη σέ δροσιά καί δέν ἄγγιξε τούς νέους, οὔτε στά κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτό οἱ νέοι ἔμεναν μέσα στήν φωτιά ψάλλοντες καί δοξολογοῦντες τόν Θεό, χωρίς κάποια στενοχώρια ἤ ἀγωνία γιά τήν ζωή τους.

Ἰδού πῶς ἔψαλλαν τόν Θεό:

-Εὐλογημένος νά εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ Ὑπερένδοξος καί Ὑπερυψούμενος στούς αἰῶνες. Διότι, ὅλα ὅσα ἔκαμες, Κύριε, γιά ἐμᾶς, εἶναι δίκαια καί τά ἔργα σου εἶναι ἀληθινά καί οἱ δρόμοι σου ἀληθινοί...Ὅλες αὐτές οἱ δοξολογίες τῶν νέων εὑρίσκονται στό βιβλίο τοῦ προφήτου Δανιήλ.

Ἀκούοντας ὁ Ναβουχοδονόσορας νά ψάλλουν αὐτοί οἱ τρεῖς νέοι μέσα στό καμίνι, ἐξεπλάγη καί ἀποροῦσε. Ἔπειτα σηκώθηκε γρήγορα καί εἶπε στούς ἄρχοντές του:

-Ἄρα γε δέν ἐρίξαμε τρεῖς νέους μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς;

-Καί τοῦ ἀπήντησαν οἱ αὐλικοί του:

Ἀλήθεια, βασιλεῦ, τρεῖς ἐρίξαμε.

Καί ὁ Βασιλεύς τούς εἶπε:

-Ἰδού, ἐγώ βλέπω τέσσαρεις νέους ἄνδρες λυμένους, πού περπατοῦν μέσα στό μέσον τῆς καμίνου καί δέν ἔχουν πάθει τήν παραμικρά βλάβη, ἐνῶ ἡ μορφή αὐτοῦ τοῦ τετάρτου νέου εἶναι λαμπρά καί ὁμοιάζει μέ θεόν.

Τότε ἦλθε ὁ Ναβουχοδονόσορας στό στόμιο τῆς καμίνου καί εἶπε:

-Δοῦλοι τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ἐξέλθετε ἀπό τήν φωτιά καί ἐλᾶτε ἐδῶ.

Καί ἐξῆλθαν οἱ νέοι ἀπό τό μέσον τῆς φωτιᾶς. Τότε συγκεντρώθηκαν τοπάρχες, μικροί ἡγεμόνες καί σωματοφύλακες τοῦ βασιλέως γιά νά τούς ἰδοῦν καί πῶς δέν ἐκάησαν τά σώματά τους, οὔτε ἀκόμη τά μαλλιά τῶν κεφαλιῶν τους. Ἀκόμη δέν εἶχαν τήν μυρωδιά τῆς καμίνου, ἀλλά μία ἀλλοιώτικη εὐωδία. Τότε ὁ βασιλεύς ἐπροσκύνησε τόν Θεό μπροστά τους καί εἶπε:

Εὐλογημένος νά εἶναι ὁ Θεός πού ἔστειλε σ᾿ αὐτούς τούς νέους τόν ἄγγελό Του καί ἔσωσε τούς δούλους Του, οἱ ὁποῖοι ἤλπιζαν σ᾿ Αὐτόν. Κι ἐγώ διατάζω τώρα ὅλος ὁ λαός, τά γένη, τά ἔθνη καί κάθε γλῶσσα, πού θά βλασφημήση τό Ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγηθῆ στήν ἀπώλεια καί τά σπίτια τους θά λεηλατηθοῦν, διότι δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, ὁ Ὁποῖος ἠμπορεῖ νά σώση.

Καί οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι ἀπήλαυσαν μεγάλων τιμῶν ἀπ᾿ὅλους τούς ἀνθρώπους, γι᾿ αὐτή τήν πίστι τους μέχρι θανάτου στόν ἀληθινό Θεό.

Μετά τόν Ναβουχοδονόσορα ἐβασίλευσε ὁ Δαρεῖος, ὁ ὁποῖος καί κράτησε τόν Δανιήλ πολύ χρόνο κοντά του. Αὐτός ὁ βασιλεύς διώρισε στήν βασιλεία του 120 ἐπάρχους καί τόν Δανιήλ ἀνώτερον ἀπ᾿ ὅλους, διότι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν ἐπάνω του. Οἱ ἔπαρχοι αὐτοί ζητοῦσαν νά εὕρουν κάποια ἐνοχή στόν Δανιήλ, ἀλλά δέν εὕρισκαν οὔτε ἐνοχή, οὔτε κάποια ἁμαρτία, διότι ἦταν πιστός στόν Θεό.

Τότε σκέφθηκαν νά τόν συλλάβουν ὡς ἑξῆς. Ἐπῆγαν στόν βασιλέα καί τοῦ εἶπαν:

-Μεγάλε βασιλεῦ Δαρεῖε, νά ζῆς στούς αἰῶνες. Νά γνωρίζης ὅτι συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ ἔπαρχοι τοῦ ἀπεράντου κράτους σου γιά νά πάρης μία βασιλική ἀπόφασι: Ὅποιος θά κάνη προσευχή σέ ἄλλο θεό, ἤ σέ ἄλλο ἄνθρωπο, ἐκτὀς ἀπό σένα, νά ρίχνεται στόν λάκκο τῶν λεόντων γιά τροφή τους. Ὁπότε δώσε τήν διαταγή αὐτή, ἔτσι ὥστε νά μή τήν καταπατᾶ κανείς.

Τότε ὁ βασιλεύς Δαρεῖος, μή κατανοώντας τήν πονηρή συμβουλή τους, διέταξε καί ἔγραψε αὐτή τήν ἐντολή.

Ὅταν ὁ Δανιήλ ἄκουσε αὐτή τήν ἐντολή, μπῆκε στό δωμάτιό του καί τρεῖς φορές τήν ἡμέρα προσευχόταν στόν Θεό, ὅπως ἔκανε καί παλαιότερα. Τότε μερικοί ἄνδρες πού τόν παρακολουθοῦσαν, τόν εἶδαν νά κάνη προσευχή στόν Θεό του. Ἀμέσως ἦλθαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί τοῦ εἶπαν:

-Ἔνδοξε βασιλεῦ, δέν διέταξες, κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος προσκυνεῖ  ἄλλον θεόν, ἐκτός ἀπό σένα, νά ρίχνεται στόν λάκκο των λεόντων;

Καί ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:

-Εἶναι ἀληθινός αὐτός ὁ λόγος μου καί ἡ ἐντολή ἔχει δοθῆ.

Τότε τοῦ εἶπαν οἱ συκοφάντες:

-Ὁ Δανιήλ δέν ὑποτάσσεται στίς ἐντολές σου, διότι τρεῖς φορές τήν ἡμέρα κάνει προσευχή στόν δικό του Θεό.

Ὅταν ἄκουσε ὁ βασιλεύς αὐτόν τόν λόγο ἐθύμωσε πολύ, ἀλλά, ἐπειδή ἀγαποῦσε τὀν Δανιήλ, προσπάθησε νά τόν γλυτώση ἀπό τήν τιμωρία. Ἀλλά ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες εἶπαν στόν βασιλέα:

-Νά γνωρίζης, ὦ βασιλεῦ, ὅτι ὅλες τίς ἐντολές πού κάνεις νά μή τίς ἀλλάζης.

Τότε ὁ βασιλεύς διέταξε νά μεταφέρουν καί ρίξουν τόν Δανιήλ στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. Ἀκόμη εἶπε ὁ βασιλεύς στόν Δανιήλ:

-Ὁ Θεός σου τόν Ὁποῖον καί ὑπηρετεῖς πάντοτε, Αὐτός νά σέ σώση ἀπό τά λιοντάρια.

Ἔτσι ἔφεραν μία πέτρα καί τήν ἔβαλαν στό στόμιο τοῦ λάκκου καί ἄνοιξε. Κατόπιν ἐσφράγισε μέ τό δακτυλίδι του καί τά δακτυλίδια τῶν αὐλικῶν του γιά νά μή κάνουν κάποιο μεγαλύτερο κακό στόν Δανιήλ οἱ συκοφάντες του. Ἦταν δηλαδή εἶδος ὅρκου. Μ᾿ αὐτό τόν ὅρκο εἶχε μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη ὁ βασιλεύς στά θηρία, παρά στούς πονηρούς καί κακούς ἀνθρώπους. Μετά ἐπῆγε ὁ βασιλεύς στό παλάτι του καί ἐξάπλωσε νηστικός, διότι ἦταν πολύ στενοχωρημένος. Ἀλλά ὁ Θεός ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων καί δέν τόν ἐστενοχώρησαν τόν Δανιήλ.

Ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ βασιλεύς τό πρωΐ ἀπό τό κρεββάτι του, ἐπῆγε βιαστικά στόν λάκκο καί ἔκραζε ἔξω μέ δυνατή φωνή:

-Δανιήλ, δοῦλε τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ὁ Θεός σου τόν Ὁποῖον πάντοτε ὑπηρετεῖς ἠμπόρεσε νά σέ λυτρώση ἀπό τά στόματα τῶν λεόντων;

Καί ὁ Δανιήλ ἀπήντησε στόν βασιλέα:

-Βασιλεῦ, νά ζῆς στόν αἰῶνα, ὁ Θεός μου ἔστειλε τόν ἄγγελό Του καί ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων καί δέν μέ ἐπείραξαν, διότι ἔζησα μέ δικαιοσύνη ἐνώπιόν Του καί δέν ἔπραξα καμμία ἁμαρτία ἤ σφάλμα ἐνώπιόν σου.

Τότε ὁ βασιλεύς χάρηκε πολύ γιά τόν Δανιήλ. Κατόπιν διέταξε καί τόν ἔβγαλαν ἀπό τά θηρία καί δέν εἶχε καμμία πληγή ἐπάνω του, διότι ἐπίστευε στόν Θεό του. Μετά διέταξε ὁ βασιλεύς νά συγκεντρωθοῦν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συκοφάντησαν τόν Δανιήλ. Μέ ἐντολή του ρίχτηκαν στά θηρία, καθώς οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά τους.

Πρίν ἀκόμη φθάσουν κάτω στήν σπηλιά, τούς κατέφαγαν τά λιοντάρια καί ἔσπασαν ὅλα τά κόκκαλά τους. Τότε ὁ βασιλεύς Δαρεῖος ἔγραψε  σέ ὅλο τόν λαό καί στά γένη πού κατοικοῦσαν στήν ἐπικράτειά του:

Εἴθε νά ζῆτε μέ πολλή  εἰρήνη. Ἔδωσα ἐντολή σέ ὅλη τήν βασιλεία μου ὅτι θά πρέπει ὁ κάθε ἄνθρωπος νά φοβᾶται καί νά τρέμη τόν Θεό τοῦ Δανιήλ, διότι Αὐτός εἶναι Ἀληθινός καί αἰώνιος Θεός καί τῆς βασιλείας Του δέν ὑπάρχει τέλος, διότι πράττει σημεῖα καί θαύματα στόν οὐρανό καί στήν γῆ καί πρόσφατα έλύτρωσε τόν Δανιήλ ἀπό τά στόματα τῶν λεόντων.

Ἀπ᾿ αὐτό τό θαῦμα εἶχε ὁ βασιλεύς μεγάλη εὐλάβεια καί τιμή στόν Δανιήλ, ὅσο σέ κανέναν ἄλλον καί τόν ἔδειξε παντοῦ ὅτι εἶναι ὁ καλλίτερος φίλος του. Παρόμοια εἶχε σέ τιμή καί ἀγάπη καί τούς ἄλλους τρεῖς νέους, τόν Ἀνανία, τόν Ἀζαρία καί τόν Μισαήλ.

Μετά τόν βασιλέα αὐτόν τόν διαδέχθηκε ὁ Κῦρος ὁ Πέρσης, ὁ ὁποῖος εἶχε κι αὐτός τόν Δανιήλ σέ μεγάλη τιμή, τόν εἰχε πολύ κοντινό βοηθό του, ὁ ὁποῖος καί διέταζε τόν λαό. Ἔτσι ὁ Δανιήλ δοξάσθηκε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους φίλους τοῦ βασιλέως.

Τότε ἦταν ἕνα εἴδωλο στούς βαβυλωνίους, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἦταν Βήλ καί ἐξώδευαν γιά τό εἴδωλο αὐτό πολύ σιτάρι, 40 πρόβατα καί 7 βαρέλια κρασί.

Ὁ βασιλεύς τό τιμοῦσε τό εἴδωλο αὐτό καί ἐπήγαινε κάθε φορά νά τό προσκυνήση. Ὅμως ὁ Δανιήλ προσκυνοῦσε τόν δικό του Θεό. Ὁπότε εἶπε μία ἡμέρα σ᾿ αὐτόν ὁ βασιλεύς:

-Γιατί καί σύ δέν προσκυνεῖς τόν θεό Βήλ;

Καί ἐκεῖνος  τοῦ εἶπε:

-Δέν προσκυνῶ εἴδωλα πού εἶναι φτιαγμένα ἀπό ἀνθρώπινα χέρια, ἀλλά προσκυνῶ τόν ζωντανό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔκτισε τήν γῆ καί τόν οὐρανό καί δεσπόζει ἐπάνω σέ κάθε ἄνθρωπο.

Καί ὁ βασιλεύς τοῦ εἶπε:

-Καί δέν πιστεύεις ὅτι ὁ Βήλ εἶναι ζωντανός θεός;

Καί ὁ Δανιήλ τοῦ ἀπήντησε γελῶντας:

-Μήν ἀπατᾶσαι, ὦ βασιλεῦ, διότι αὐτό πού προσκυνεῖς εἶναι χῶμα καί ἐξωτερικά ἀπό χαλκό καί δέν ἔφαγε καί δέν ἤπιε ποτέ.

Τότε ὁ βασιλεύς ὠργισμένος, ἐκάλεσε τούς εἰδωλολάτρες ὑπηρέτες του καί τούς εἶπε:

-Ἐάν δέν μοῦ πῆτε ποιός τρώγει αὐτά τά κομμάτια κρέατα, θά πεθάνετε, ἐνῶ, ἐάν θά ἀποδείξετε ὅτι ὁ Βήλ τρώγει αὐτά τά τρόφιμα κρέατα κλπ, τότε θα πεθάνη ὁ Δανιήλ, διότι ἐβλασφήμησε τόν θεό Βήλ.

Καί εἶπε ὁ Δανιήλ στόν βασιλέα:

-Νά γίνη κατά τήν ἐντολήν σου, βασιλεῦ.

Καί ἦταν 70 ὑπηρέτες στόν θεό Βήλ, ἐκτός ἀπό τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τους. Ἐτσι, ἐπῆγαν ὁ βασιλεύς μέ τόν Δανιήλ ὄπισθεν τοῦ Βήλ, ἐνῶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βήλ τούς εἶπαν:

-Ἰδού ἐμεῖς ἐξερχόμεθα ἔξω, ἐνῶ ἐσύ, βασιλεῦ, βάλε τά κρέατα καί τό κρασί, κλείδωσε τίς πόρτες καί σφράγισέ τες μέ τό δακτυλίδι σου καί ἄς ἔλθουμε αὔριο. Ἐάν δέν βρῆς ὅλα τά κρέατα τοῦ Βήλ, τότε νά πεθάνουμε ἐμεῖς.

Ἐνῶ αὐτοί εἶχαν κάνει ἄλλη μυστική εἴσοδο κάτω ἀπό τό τραπέζι τῶν κρεάτων καί ἔμπαιναν πάντοτε ἀπό ἐκεῖ καί ἔτρωγαν τά κρέατα. Καί, ὅταν αὐτοί ἐξῆλθαν, ὁ βασιλεύς ἔβαλε τά κρέατα στόν Βήλ, ὁ Δανιήλ διέταξε τούς ὑπηρέτες του νά φέρουν στάκτη καί τήν ἐκοσκίνισαν ἐπάνω σέ ὅλα τά σφαχτά, ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί ἐξελθόντες, ἔκλεισαν τίς πόρτες, τίς ἐσφράγισαν μέ τό δακτυλίδι τοῦ βασιλέως καί ἔφυγαν.

Οἱ ὑπηρέτες ὅμως εἰσῆλθαν τήν νύκτα, κατά τήν συνήθειά τους, μέ τίς γυναῖκες τους καί τά παιδιά τους καί τά ἔφαγαν καί τά ἤπια ὅλα. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε ὁ βασιλεύς μέ τόν Δανιήλ στό τόπο τῶν θυσιῶν καί εἶπε:

-Δανιήλ, οἱ σφραγίδες εἶναι ἀπείραχτες;

Κι αὐτός ἀπήντησε:

-Ναί, βασιλεῦ, εἶναι καλά μανταλωμένες οἱ πόρτες.

Καί ἀμέσως, ὅταν ἄνοιξαν τίς πόρτες, βλέποντας ὁ βασιλεύς στά τραπέζια, ἔκραξε μέ μεγάλη φωνή:

-Θεέ Βήλ, εἶσαι μεγάλος καί δέν ὑπάρχει καμμία πονηρία σέ σένα.

Τότε ὁ Δανιήλ ἐγέλασε καί εἶπε στόν βασιλέα:

-Κύτταξε, κάτω τό δάπεδο.

Τότε ὁ βασλεύς εἶπε:

-Βλέπω πατήματα ἀπό ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά.

Ὄντας ὠργισμένος ὁ βασιλεύς, διέταξε καί ἔπιασαν ὅλους τούς ὑπηρέτες τῶν εἰδώλων μέ τίς γυναῖκες τους καί τά παιδιά τους. Αὐτοί τοῦ ἀπεκάλυψαν τήν μυστική πόρτα, ἀπό τήν ὁποία ἔμπαιναν καί ἔτρωγαν τά κρέατα τῶν θυσιῶν. Καί τούς ἐθανάτωσε ὅλους ο βασιλεύς, ἐνῶ τό εἴδωλο τό ἐγκρέμισε.

Ἐκεῖ ὑπῆρχε κι ἕνας δράκοντας τόν ὁποῖον προσκυνοῦσαν οἱ Βαβυλώνιοι καί εἶπε ὁ βασιλεύς στόν Δανιήλ:

-Ἄρα γε και γι᾿ αὐτό θά εἰπῆς ὅτι εἶναι ἀπό χαλκό;

-Τότε ὁ Δανιήλ ἐπῆρε πίσσα, ξύγκι καί μαλλιά, τά ἔβρασε μαζί καί κατόπιν τά ἔριξε στό στόμα τοῦ δράκοντος, τό ὁποῖον  τρώγοντας αὐτά, ἔσκασε.

Καί τότε εἶπε ὁ Δανιήλ:

Βλέπετε τώρα ποιόν θά προσκυνᾶτε;

Ἀκούοντας οἱ ὑπηρέτες τοῦ δράκοντος αὐτά, ὠργίσθηκαν καί ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τοῦ βασιλέως λέγοντες:

-Ὁ βασιλεύς δέχθηκε τήν πίστι τοῦ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος τοῦ κατάστρεψε τόν θεό Βήλ, ἐσκότωσε τόν δράκοντα καί ἐθανάτωσε τούς ὑπηρέτες μέ τίς οἰκογένειές τους.

Βλέποντας μετά τόν βασιλέα, τοῦ εἶπαν:

-Δός μας τόν Δανιήλ. Ἐάν ὄχι, θά σέ  σκοτώσουμε ἐσένα καί ὅλη τήν οἰκογένειά σου.

Βλέποντας ὁ βασιλεύς ὅτι ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του, ὄντες ἀγανακτισμένοι, τούς ἔδωσε τόν Δανιήλ κι αὐτοί τόν πέταξαν στόν λάκκο τῶν λεόντων, ὅπου ἔμεινε 6 ἡμέρες. Καί ἦταν μέσα στόν λάκκο ἑπτά λέοντες, στούς ὁποίους ἔδιναν κάθε ἡμέρα δύο κατάδικους, εἴτε δύο πρόβατα. Ἀλλά τότε δέν τούς ἔδωσαν τίποτε γιά νά φᾶνε μέ μανία τόν Δανιήλ. Ὅμως ὁ Θεός ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων, ὅπως καί τήν πρώτη φορά. Καί ἦταν ὁ Δανιήλ στόν λάκκο μ᾿ αὐτά, τά ὁποῖα ἐστέκοντο δίπλα του σάν τά ἀρνάκια. Τότε ὁ προφήτης Ἀββακούμ ἦταν στήν Ἰουδαία καί ἐπήγαινε στήν πεδιάδα νά δώση τροφή στούς πεινασμένους. Καί εἶπε ὁ ἄγγελος Κυρίου στόν Ἀββακούμ:

-Πήγαινε φαγητό στήν Βαβυλῶνα στόν Δανιήλ, πού εὑρίσκεται τώρα στόν λάκκο μέ τά λιοντάρια.

-Κύριε, τοῦ εἶπε ὁ Ἀββακούμ, τήν Βαβυλώνα δέν τήν εἶδα ποτέ, οὔτε τόν λάκκο μέ τά λιοντάρια δέν ξέρω ποῦ εἶναι.

Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου τόν ἔπιασε καί τόν κατέβασε ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ καί κρατώντας τον ἀπό τά μαλλιά τοῦ κεφαλιοῦ του, τόν ἄφησε σέ μιά στιγμή ἐπάνω ἀπό τόν λάκκο τῶν λεόντων.

Καί ὁ Ἀββακούμ ἐφώναξε:

-Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε τό φαγητό σου πού σοῦ στέλλει τώρα ὁ Θεός!

-Καί ὁ Δανιήλ τοῦ εἶπε:

-Μέ θυμήθηκες καί μένα, Κύριε, καί δέν ἄφησες αὐτούς πού σέ ἀγαποῦν!

Καί σηκώθηκε ὁ Δανιήλ ἐπῆρε τό φαγητό του καί τό ἔφαγε. Μετά ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐπανέφερε τόν Ἀββακούμ καί πάλι στόν τόπο του.

Ὁ βασιλεύς  ἦλθε τήν ἑβδόμη ἡμέρα νά θρηνήση τόν Δανιήλ, ἀλλά, φθάνοντας ἐπάνω ἀπό τήν σπηλιά καί κυττάζοντας μέσα, εἶδε τόν Δανιήλ νά κάθεται. Τόν ἔκραξε ὁ βασιλεύς μέ μεγάλη φωνή:

-Ὁ Θεός  τοῦ Δανιήλ εἶναι μεγάλος καί δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός σάν καί Αὐτόν.

Κατόπιν ἔβγαλε τόν Δανιήλ, ἐνῶ τούς ἐνόχους τούς ἔριξε στόν λάκκο καί τούς ἔφαγαν τά λιοντάρια.

Ὁ Δανιήλ λοιπόν ρίχτηκε στά λιοντάρια δύο φορές καί παρέμεινε ἀνέπαφος ἀπ᾿ αὐτά. Οἱ τρεῖς νέος πετάχτηκαν μέσα στό καμίνι καί δέν τούς ἄγγιξε ἡ φωτιά οὔτε τά μαλλιά τους, παρότι τό ὕψος τῆς φλόγας εἶχε φθάσει τούς 49 πήχεις. Γιατί; Διότι ἡ πίστις, ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή τούς έγλύτωσε ἀπό τήν φωτιά, ἐνῶ ὁ Δανιήλ μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΟΝΤΑΡΙ

Ὁ Ἀδάμ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν μία εὐωδία στόν παράδεισο σάν οἰκοδεσπότης ὅλων τῶν κτισμάτων, ὥστε καί λέοντες καί λεοπάρδαλοι, τίγρεις καί πάνθηρες, ὅταν τόν ὠσμίζοντο, ἤρχοντο δίπλα στά πόδια του καί τόν ἀνεγνώριζαν γιά βασιλέα τους. Καί ὅλη ἡ λογική κτίσις ἦταν ὑποταγμένη στόν βασιλέα πού τόν ἔπλασε ἐπάνω ἀπ᾿ὅλα αὐτά ὁ Θεός. Ὅμως ἔχασε ὁ Ἀδάμ αὐτή τήν θαυμαστή ἐπικοινωνία, ὅταν ἔσφαλε καί ὁ Θεός τόν ἔβγαλε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο γιά τήν ἀνυπακοή του. Τώρα τόν ἀπόγονο τοῦ ἀνθρώπου, τό λεοντάρι θέλει νά τόν σκοτώση, ἡ τίγρης θέλει νά τόν ξεσχίσει καί ὅλα τά ἄγρια ζῶα θέλουν νά τοῦ κάμουν κακό. Κι ἔμεινε στόν ἄνθρωπο μόνο μία φλόγα ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως παραμένει μία σπίθα μέσα στήν στάκτη, ἀπό τήν ὁποία ἀνυψώθηκε ὁ Ἀδάμ πάλι μέ τήν Ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό τά ζῶα φοβοῦνται ἀκόμη τόν ἄνθρωπο καί πολλά ἀπ᾿ αὐτά τόν μισοῦν, ἀπό τότε πού ἔπεσε ἀπό τήν ὑπακοή του πρός τόν Θεόν Πατέρα. Καί αὐτά παρεκτράπησαν ἀπό τήν ὑπακοή του.

Ἀλλά καί τώρα ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνη σάν τόν Ἀδάμ, πρίν ἀπό τήν πτῶσι του, ὅπως ἦταν ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης, τόν ὁποῖον ὑπηρετοῦσε γιά πολλά χρόνια, ἤ τόν ἅγιο Ἀντώνιο καί ἄλλους ἕνα λιοντάρι. Ἄλλοι ἅγιοι ζοῦσαν μαζί μέ ἀρκοῦδες, μέ φίδια, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας.

Τώρα θά ἀναφερθοῦμε στήν ἱστορία τοῦ ἁγίου Γερασίμου καί πῶς ἔζησε ἐπί χρόνια ἔχοντας βοηθό του ἕνα λεοντάρι.

Ὁ ἅγιος Γεράσιμος ἦταν μεγάλος ἐρημίτης καί ζοῦσε κάποτε στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ. Συνάντησε ἕνα λιοντάρι πού ἦταν τραυματισμένο στό πόδι του ἀπό ἕνα ἀγκάθι καί πονοῦσε. Ἐκύτταζε τό λεοντάρι τόν ὅσιο γέροντα μέ μάτια ἤμερα καί, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά μιλήση, ὅμως μέ τήν ταπεινή του μορφή καί δείχνοντας τό πόδι του, τόν παρακαλοῦσε νά τό θεραπεύση. Ὁ Γέροντας βλέποντάς το σ᾿ αὐτή τήν ἀνάγκη, γονάτισε καί ἔβγαλε ἀπό τό πόδι τοῦ θηρίου τό ἀγκάθι.

Κατόπιν ἐκαθάρισε τήν πληγή, τῆς ἔβαλε κάποια ἀλοιφή έκείνου τοῦ καιροῦ καί ἄφησε τό ζῶο νά πάρη τόν δρόμο του. Τό λιοντάρ, ἀφοῦ θεραπεύθηκε, δέν ἤθελε νά ἐγκαταλείψη τόν Γέροντα, ἀλλά περπατοῦσε σάν μαθητής του ἀπό πίσω του, ὁπουδήποτε καί νά ἐπήγαινε.

Καί ἐθαύμαζε ὁ Γέροντας γι᾿ αὐτή τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ ζώου. Ἀπό τότε τό ἔτρεφε ο Γέροντας δίνοντάς του μερικές φορές ψωμί καί ἄλλοτε φακές καί φροῦτα. Καί εἶχαν οἱ πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου Γερασίμου ἕνα γαϊδουράκι μέ τό ὁποῖο μετέφεραν τό νερό ἀπό τόν ποταμό γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν.

Καί διέταξε ὁ Γέροντας τό λεοντάρι νά προσέχη τό γαϊδουράκι. Νά τό τραβᾶ ἀπό τό καπίστρι μέχρι τό ποτάμι καί νά γυρίζη πίσω τραβώντας το. Κάποια ἡμέρα ἐφύλαγε τό λεοντάρι τό γαϊδουράκι, τό ὁποῖον ἔβοσκε χορτάρι. Ἀλλά λόγῳ καύσωνος τό λεοντάρι κοιμήθηκε λίγο, κοντά στό ζῶο. Ἐπέρασε ἀπό ἐκεῖ ἐρχόμενος ἀπό τήν Ἀραβία ἕνας ἄραβας μέ τήν καμήλα του. Εἶδε μόνο του τό γαϊδουράκι, χωρίς τσοπάνη, τό ἅρπαξε καί τό ἐπῆρε κοντά του μέ τά ἄλλα ζῶα του.

Ὅταν τό λεοντάρι ἐξύπνησε, ἀναζητοῦσε τό γαϊδουράκι καί δέν τό εὕρισκε. Κατόπιν ἦλθε στόν ἀββᾶ Γεράσιμο λυπημένο καί στενοχωρημένο, διότι εἶχε χάσει τό ζῶο. Βλέποντας ὁ Γέροντας τόν λέοντα ἐνόμισε ὅτι ἀγρίεψε καί ἔφαγε τό γαϊδουράκι. Ὁπότε τοῦ εἶπε:

-Ποῦ εἶναι τό γαϊδουράκι;

-Καί ὁ λέοντας στεκόταν σάν ἄνθρωπος, χωρίς νά μπορῆ νά μιλήση. Μόνο ἐκύτταζε κάτω.

Ὁ Γέροντας καί πάλι τόν έρώτησε:

-Μήπως τό ἔφαγες; Εὐλογημένος νά εἶναι ὁ Θεός, διότι ἀπό σήμερα ἐσύ θά κάνης τίς δουλειές τοῦ γαϊδουριοῦ, γιά τίς ἀνάγκες τῆς μονῆς.

Καί ἀπό τότε μέ ἐντολή τοῦ Γέροντος, οἱ ἀδελφοί ἐφόρτωναν τά βαρέλια τοῦ νεροῦ στήν ράχη τοῦ λεονταριοῦ, ὅπως καί παλαιότερα στό γαϊδουράκι, γιά νά μεταφέρουν νερό ἀπό τό ποτάμι.

Κάποια ἡμέρα ἦλθε στόν Γέροντα ἕνας στρατιώτης γιά προσευχή. Βλέποντας τό λεοντάρι νά μεταφέρη νερό καί μαθαίνοντας τήν αἰτία, ἔδωσε τρία χρυσᾶ νομίσματα στούς πατέρες μέ τήν παράκλησι ν᾿ ἀγοράσουν ἕνα γαϊδουράκι  γιά τίς ἀνάγκες τους καί τό λιοντάρι νά τό ἀφήσουν ἐλεύθερο.

Καί μετά ἀπό λίγο χρόνο, ὁ ἔμπορος ἐκεῖνος ἀπό τήν Ἀραβία, πού εἶχε πάρει τό γαϊδουράκι, ἐπῆγε πάλι μέ τίς καμῆλες του στήν ἁγία πόλι ἱερουσαλήμ νά πωλήση σιτάρι, ἔχοντας μαζί του κι αὐτό τό γαϊδουράκι. Ἀφοῦ ἐπέρασε ἀπό τόν Ἰορδάνη, κατά σύμπτωσι, τόν συνάντησε τό λιοντάρι, τό ὁποῖον βλέποντας τό γαϊδουράκι μαζί μέ τίς καμῆλες, τό ἐγνώρισε καί μουγγρίζοντας ξαφνικά, ὥρμησε σ᾿ αὐτό. Ὁ ἔμπορος καί οἱ συνοδοιπόροι του, βλέποντας τό λιοντάρι, ἐτρόμαξαν καί ἔφυγαν  πρός ἄλλην κατεύθυνσιν.

Τό λιοντάρι πιάνοντας μέ τό στόμα του τό γαϊδουράκι ἀπό τό σχοινί του, τό ἔφερε στόν  Γέροντα μαζί μέ τρεῖς καμῆλες δεμένες πίσω ἀπ᾿ αὐτό, φορτωμένες μέ σιτάρι μουγγρίζοντας ἀπό χαρά, διότι βρέθηκε τό γαϊδουράκι πού εἶχε κλέψει ὁ ἔμπορος.

Τότε γελῶντας ὁ Γέροντας εἶπε πρός τούς ἀδελφούς:

-Ματαίως ἐμάλωσα καί ἐνοχοποίησα τόν λέοντα, νομίζοντας ὅτι αὐτός ἔφαγε τό γαϊδουράκι μας.

Καί ὠνόμασε τόν λέοντα ἀπό τότε Ἰορδάνη. Ἀπό τότε πολλές φορές ἐπήγαινε τό λιοντάρι στόν Γέροντα καί παίρνοντας τήν τροφή του ἀπό τά χέρια, δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μοναστήρι γιά πέντε χρόνια. Ὅταν ὁ Γέροντας μετέβη πρός τόν Κύριον καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τούς πατέρες, κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ, τό λιοντάρι δέν ἦταν στήν κηδεία του στό μοναστήρι. Ὅταν ἐπέστρεψε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ἀνεζήτησε τόν Γέροντά του. Καί ὁ μοναχός Σαββάτιος, μαθητής τοῦ Γέροντος Γερασίμου, βλέποντας τόν λέοντα στενοχωρημένον, τοῦ εἶπε:

-Ἔε Ἰορδάνη, ὁ Γέροντάς μας μᾶς ἄφησε ὀρφανούς καί ἐπῆγε στόν Κύριο.

Κατόπιν τοῦ ἔδωσε τροφή λέγοντάς του:

-Νά, πάρε καί φάγε!

Ἀλλά τό λιοντάρι δέν ἤθελε νά φάη τροφή. Εἶχε μία ἀνησυχία, διότι ἀναζητοῦσε τόν Γέροντα, βρυχόταν πολύ δυνατά καί ἔτρεχε μέσα ἔξω.

Τότε ὁ π. Σαββάτιος καί οἱ ἄλλοι πατέρες τό ἐχάϊδευσαν στόν ὦμο καί τοῦ εἶπαν:

-Ἔφυγε ὁ Γέροντάς μας πρός τόν Κύριο καί ἄφησε τώρα ἐμᾶς!

Ἀλλά δέν ἠμποροῦσαν νά τό καταπραΰνουν ἀπό τίς φωνές του. Καί ὅσο οἱ πατέρες ἐνόμιζαν ὅτι τό καθησυχάζουν μέ τά λόγια τους, τόσο ἐκεῖνο ἐμούγγριζε καί ἔβγαζε μεγάλες φωνές, ἄλλοτε δυνατές καί ἄλλοτε θρηνητικές.Ἦταν πολύ στενοχωρημένο διότι δέν ἔβλεπε τόν Γέροντα.

Τότε τοῦ εἶπε ὁ ἀββᾶς Σαββάτιος:

-Ἐάν δέν πιστεύεις, πᾶμε μαζί καί θά ἰδῆς ποῦ εἶναι θαμμένος ὁ Γέροντάς μας.

Καί παίρνοντάς το, ἐπῆγαν μαζί στόν τάφο τοῦ ὁσίου Γερασίμου, πού ἦταν μόνο πέντε βήματα ἔξω από τήν ἐκκλησία.

Ἀφοῦ στάθηκε ἐκεῖ δίπλα στόν τάφο ὁ ἀββᾶς Σαββάτιος, εἶπε πρός τόν λέοντα:

-Ἰδού ἐδῶ μέσα εἶναι ὁ Γέροντάς μας!

Κατόπιν τό λιοντάρι ἔκλινε τά γόνατά του ἐπάνω στό μνῆμα, δίπλα στόν ἀββᾶ Σαββάτιο, καί ἔκλαιγε κι αὐτό.

Βλέποντας τό λιοντάρι τόν ἀββᾶ Σαββάτιο νά κτυπᾶ τό κεφάλι του στό χῶμα, ἐμούγγριζε δυνατά. Καί μετά ἀπέθανε ἐπάνω στό μνῆμα τοῦ Γέροντος Γερασίμου.

Αὐτό ἔγινε, διότι ἤθελε νά μᾶς δείξη ὁ Θεός, πόση ὑπακοή εἶχαν τά θηρία πρός τόν Ἀδάμ στόν παράδεισο, πρίν τήν παρακοή του καί τήν ἔξωσί του ἀπό ἐκεῖ. Ἰδού πόσο θαυμαστά καί ἄφθονα εἶναι τά χαρίσματα τά ὁποῖα δίνει ὁ Θεός σ᾿ αὐτόν πού ταπεινώθηκε καί πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τά ζῶα, τά ἐρπετά καί οἱ ἴδιοι οἱ δαίμνες, ἐάν ταπεινωθοῦν, ἀναγνωρίζουν τόν ἕνα Θεόν κατά χάριν, ὅπως ἦταν ὁ πρόγονός μας Ἀδάμ στόν παράδεισο.

Ἀπ᾿ αὐτό φαίνεται πόσο εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός ἀπό τήν ζωή τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου. Ἀπό τήν νεότητά του μέχρι τά γεράματά του ὑπηρετοῦσε τόν Κύριο μέ ζῆλο καί ἐπέρασε στήν αἰώνια ζωή, ὅπου μαζί μέ τούς ἁγίους ἀναπαυόμενος δοξάζει τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΚΤΟΝ

 

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

 ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

(+1998

 

Μετάφρασις

Μοναχός

Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 

ΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΝ ΚΑΙ ΕΠΕΙΝΑΣΑΝ

Στήν σελίδα 4 τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς φράσις κάτω ἀπό τό σκίτσο:

«Ἄνθρωποι πού ἦταν πλούσιοι ἐπείνασαν, ἐνῶ αὐτοί πού ἀναζητοῦν τόν Κύριο, δέν θά στερηθοῦν ἀπό κανένα ἀγαθό».

 

Ἀκοῦτε σέ κάθε ἀγρυπνία, πού γίνεται καί ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας, νά ψάλλεται μέ δυνατή φωνή ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ ὁ κάτωθι στίχος: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ».

Γνωρίζετε, γιατί ψάλλεται αὐτός ὁ στίχος; Δέν ξέρετε, ἔε; Ἄϊντε τώρα νά σᾶς τό εἰπῶ:

Παλαιά ἦταν ἕνας βασιλεύς, ὁ ὁποῖος ἐπῆγε νά ἐπισκεφθῆ τήν βασιλεία του. Καί πορευόμενος, ἔφθασε σ᾿ ἕνα μοναστήρι καί μπῆκε μέσα στήν ἐκκλησία. Ἦταν ἐκεῖ μερικοί μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἔψαλλαν στόν χορό, ὅπως γίνεται καί στίς δικές μας ἀκολουθίες. Καί διαβάζοντας λοιπόν αὐτοί, ἔφθασαν καί στόν ψαλμό 33, στόν στίχο 10, ὅπου γράφεται: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Ἄρεσε στόν βασιλέα τό μοναστήρι, τό τυπικό τῆς ἐκκλησίας, οἱ ἀκολουθίες, ἀλλά τά λόγια αὐτά ἀπό τόν ψαλμό 33 δέν τοῦ ἄρεσαν. Διότι αὐτός σάν βασιλεύς ἦταν πλουσιώτερος ἀπό ὅλους, εἶχε σπίτια καί ζῶα καί τσοπάνηδες καί ὅλοι τόν ἐφοβοῦντο καί τόν τιμοῦσαν σάν δεσπότη τους. Ὁ λαός τόν τιμοῦσε σάν βασιλέα, οἱ μουσικόλαλοι τόν ἔψαλλαν, οἱ ὑπουργοί του ἐγονάτιζαν μπροστά του μέχρι τό ἔδαφος, οἱ στρατηγοί τόν ἐπαινοῦσαν, ὁ στρατός τοῦ ἔδινε δῶρα καί διαδήματα, στήν τράπεζα φαγητοῦ εἶχε τά πάντα, φαγητά καί ἀκριβά ποτά, παλάτια μέ πολλά δωμάτια, καταστόλιστα ἐνδύματα, πολύτιμες ἅμαξες μέ στολισμένα ἄλογα, τά ὁποῖα δέν εἶχε κανείς ἄλλος καί μεγάλη ἐλευθερία, σάν βασιλεύς πού ἦταν.

Ἀλλά γιά νά πτωχύνη καί νά πεινάση αὐτός, δέν μποροῦσε ποτέ νά τό σκεφθῆ, οὔτε καί ἤθελε νά τό βάλη στό μυαλό του. Καί εἶπε σ᾿ αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦσαν, διότι ἦταν συνηθισμένος νά διατάζη καί ὅλοι νά τόν ὑπακούουν.

-Νά σταματήση αὐτή ἡ ἀνάγνωσις. Γιατί διαβάζεται μέσα στήν ἐκκλησία; Ἀπό τώρα διατάζω νά μή διαβασθῆ ποτέ στήν ἐκκλησία αὐτός ὁ στίχος. Ὅποιος δέν ἀκούει αὐτή τήν ἐντολή μου, νά τιμωρῆται ἀμέσως σάν ἀντίπαλος τῆς βασιλείας μου.

Καί ἀμέσως σταμάτησαν τήν ἀνάγνωσι καί ἔστειλαν στρατιωτικές ἀποστολές σέ ὅλα τά μέρη τῆς βασιλείας του νά ἀναγγείλλουν αὐτή τήν ἐντολή του. Ἀλλά βλέπετε τώρα πῶς ὁ Θεός κανόνισε νά πάρη τά διδάγματά του κι αὐτός ὁ βασιλεύς.

Δέν πέρασε πολύς καιρός ἀπό τότε πού διέταξε αὐτή τήν προσταγή καί ἐπῆγε σέ μία λίμνη νά κάνη τό μπάνιο του, διότι ἦταν καλοκαίρι καί ἤθελε νά δροσισθῆ. Ἐπῆγε σ᾿ αὐτήν τήν λίμνη μέ τήν ἀκολουθία του, τήν ἅμαξά του, μέ μουσική καί φιλαρμονική, μέ πολύ κόσμο, μέ λουλούδια, μέ παρελάσεις, σάν μέγας βασιλεύς πού ἦταν. Ἔφθασε ἐκεῖ στήν λίμνη, ἀπεκδύθηκε ἀπό τά βασιλικά ροῦχα του καί ἀπό τό στέμμα του καί  μπῆκε στό νερό νά κολυμβήση.

Τοῦ ἦλθε ὁ λογισμός νά μπῆ πιό βαθειά στήν λίμνη, ὅπου ἦταν καί ἕνα νησάκι. Ἐκεῖ στάθηκε κάτω ἀπό τόν καυστικό ἥλιο. Καί τί συνέβη; Τήν ὥρα πού ἐκεῖνος καθόταν μέσα στό νερό καί οἱ αὐλικοί του τόν ἐπερίμεναν στήν ὄχθη, ἀντί αὐτοῦ ἐμφανίσθηκε μέ τήν μορφή του, ἕνας ἄγγελος Κυρίου. Ἐφόρεσε ὁ ἄγγελος τά βασιλικά του ροῦχα καί ὅλοι ἀνεχώρησαν γιά τό παλάτι. Ὁ ἄγγελος εἶχε τήν μορφή τοῦ βασιλέως, πού ἐπέστρεφε τώρα μέ τούς αὐλικούς του, τούς κιθαρωδούς καί ὅλους τούς συμβούλους του, ἐνῶ ὁ ἀληθινός βασιλεύς παρέμενε μέσα στήν λίμνη κοντά στό νησάκι.

Ὅταν ἦλθε τό βράδυ καί ἐχόρτασε ἀπό τό μπάνιο του ὁ βασιλεύς, ἦλθε κι αὐτός στήν ὄχθη, ὅπου ἤξερε ὅτι τόν περίμενε ἡ ἀκολουθία του, ἀλλά ἐκεῖ δυστυχῶς δέν ἦταν κανείς. Καί ὁ βασιλεύς ἦταν ἀκόμη βρεγμένος μέ τά ροῦχα τοῦ μπάνιου του. Εἶχε βραδυάσει καί ἄρχισε νά κάνη κρῦο. Αἰσθανόταν ἀκόμη καί τήν ἀνάγκη νά φάη κάτι καί νά πιῆ. Ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε ἐπί πλέον στό κεφάλι του καί μερικά μεγάλα κουνούπια γιά νά τόν ἐνοχλοῦν.

Στεκόταν λοιπόν στήν ὄχθη καί δέν ἤξερε τί νά κάνη πρῶτα: νά ὀργισθῆ, διότι τόν ἄφησαν μόνον του καί ἔφυγαν; Νά διώχνη τά κουνούπια; Νά ζητήση κάτι νά φάη ἤ κάποιο ροῦχο ν᾿ἀλλάξη καί νά σκεπασθῆ, λόγῳ τοῦ κρύου; Αἰσθανόταν ἀκόμη καί ἐντροπή, βασιλεύς αὐτός καί νά εἶναι σχεδόν γυμνός.

Βασανιζόταν λοιπόν μ᾿ αὐτά τά προβλήματά του, ὁπότε ἐπέρασε ἀπό ἐκεῖ ἕνας γέροντας ἀσκητής καί ὁ βασιλεύς στάθηκε μπροστά του. Βλέποντάς τον μέσα στήν νύκτα ὁ ἀσκητής ταράχθηκε καί ἤθελε νά φύγη, γιατί ἐνόμισε ὅτι εἶναι φάντασμα πού βγῆκε ἀπό τήν λίμνη. Ὁ βασιλεύς ἔκραξε ἔτρομος:

-Στάσου, μήν φεύγης, διότι δέν εἶμαι ἄνθρωπος κακός. Μή φοβᾶσαι ἀπό μένα. Ἐπέρασαν ἀπό ἐδῶ μερικοί ληστές, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἐπῆραν τά ροῦχα μου καί γι᾿ αὐτό εἶμαι τώρα ἔτσι, ὅπως μέ βλέπεις. Δός μου σέ παρακαλῶ ἕνα ὑποκάμισο, ἐάν ἔχης, γιά νά μπορέσω νά πάω στό σπίτι μου, διότι πολύ βασανίζομαι ἐδῶ.

Καί ὁ γέροντας ἀσκητής τοῦ ἔδωσε ἕνα παλαιό δικό του ἔνδυμα, γεμᾶτο ἀπό μπαλώματα, ἀλλά ἦταν καλλίτερο ἀπό τό τίποτε γιά νά τόν ζεστάνη καί νά μή περπατᾶ γυμνός. Καί ἐπῆγε ὁ βασιλεύς ντυμένος σάν ἕνας ζητιᾶνος καί ὅσοι τόν ἔβλεπαν γελοῦσαν, μή γνωρίζοντας ποιός εἶναι. Καί περπατώντας ὁ βασιλεύς γιά τήν πόλι, οἱ ἄνθρωποι ἀπεμακρύνοντο ἀπό κοντά του, διότι τόν θεωροῦσαν κάποιον ληστή, ἄλλοι τόν περιγελοῦσαν καί τά σκυλιά τόν ἀκολουθοῦσαν. Καί μόνο αὐτός ἤξερε πῶς ἔφθασε στό κοντινό χωριό σ᾿ἕνα ὑπάλληλό του, τόν ὁποῖο εἶχε διορίσει ἐκεῖ ὡς φύλακα στά σύνορα τοῦ χωριοῦ του. Αὐτός ἀνῆκε στήν χορωδία τῶν κιθαρωδῶν πού τόν εἶχαν μεταφέρει μέχρι τήν λίμνη. Θέλοντας νά μπῆ ὁ βασιλεύς στήν αὐλή αὐτοῦ τοῦ δικοῦ του ἀνθρώπου, οἱ φύλακες καί οἱ ἐργάτες τόν ἔδιωχναν καί τόν περιγελοῦσαν.

-Τί ζητεῖς ἐσύ, ζητιᾶνε ἐδῶ; Χαμένε!

Θέλω νά συνομιλήσω μέ τόν ἄρχοντά σας, τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.

-Ἀλλά ἐσύ δέν κυττάζεις τόν ἑαυτό σου πῶς εἶσαι ντυμένος; Καί τέτοια ὥρα νύκτα ἔρχεσαι στό ἀφεντικό μας! Φῦγε ἀπ᾿ ἐδῶ πρίν νά πάρουμε τά ρόπαλα καί σέ σπάσουμε στό ξύλο!

Δέν ἄφησαν τόν βασιλέα νά μπῆ μέσα. Ἐκεῖνος ὅμως τόν ἔκραζε μέ δυνατή φωνή ἀπό ἔξω. Τόν ἄκουσε τό ἀφετνικό καί ἀνεγνώρισε τήν φωνή τοῦ βασιλέως, ἀλλά δέν ἀντιλαμβανόταν τί ζητοῦσε τέτοια ὥρα ἐκεῖ, διότι αὐτός (μέ τήν μορφή τοῦ ἀγγέλου) εἶχε πάει μέ τήν ἀκολουθία του ἐνωρίτερα στό παλάτι. Καί βγῆκε στό μπαλκόνι νά ἰδῆ ποιός εἶναι. Καί εἶδε ἕνα ζητιᾶνο, πού τόν καλοῦσε μέ τό ὄνομά του. Ὅμως, ὅταν ἐπλησίασε περισσότερο, εἶδε ὅτι ἦταν ὁ βασιλεύς.

-Γιατί ἐκάνατε αὐτό τό παιγνίδι σέ μένα; Τόν ἐρώτησε ὁ βασιλεύς ὀργισμένος. Πῶς μέ ἀφήσατε μέσα στό νερό σχεδόν γυμνόν καί ἐφύγατε ὅλοι σας; Νά ξέρετε ὅτι αὔριο θά κόψω τά κεφάλια ὅλων σας.

Ὁ ἄρχοντας τό χωριοῦ δέν καταλάβαινε τί ἔπαθε ὁ βασιλεύς, διότι ἐγνώριζε ὅτι αὐτός τόν ἔφερε μαζί μέ ὅλους τούς αὐλικούς ἀπό τήν λίμνη στό παλάτι. Ἀλλά δέν ἦταν σίγουρος ὅτι ἦταν αὐτός ὁ βασιλεύς ἤ κάποιος ἄλλος πού τοῦ ὁμοίαζε καί ἤθελε νά τόν διακωμωδίση, διότι εἶχε φορέσει καί τά βασιλικά του ροῦχα!

Σκέφθηκε νά τόν διώξη, ἀλλά φοβήθηκε μήπως αὐτός εἶναι ἀληθινά ὁ βασιλεύς, διότι ἡ φωνή καί ἡ μορφή του ἦταν δικά του, ἀλλά μέ τό ζωστικό αὐτό τό μπαλωμένο τόν ἔβλεπε πρώτη φορά. Δέν ἐγνώριζε τί νά κάνη, διότι ἤξερε πολύ καλά ὅτι τόν συνώδευσε μέ τά μουσικά ὄργανα μέχρι τό παλάτι του καί μέ ἄλλους στρατιῶτες. Καί ἐρώτησε τόν βασιλέα, τόν ὁποῖον καί κατηγοροῦσε:

-Ἔε, βασιλεῦ, δέν ἐπήγαμε ὅλοι  μαζί στό παλάτι σου; Δέν ἐφόρεσες τήν πορφύρα σου καί ἔβαλες τό στέμμα καί τό δακτυλίδι σου;  Δέν σέ δέχθηκαν καί στά ἄλλα τά χωριά μέ μουσικά ὄργανα καί μέ λουλούδια;

Καί δέν καταλάβαιναν οὔτε ὁ ἕνας, οὔτε ὁ ἄλλος τί συνέβη. Ὁπότε, ὁ σπιτονοικοκύρης, ἄφησε τόν βασιλέα σπίτι του καί ἔτρεξε στό παλάτι νά ἰδῆ τί συμβαίνει. Ὅταν ἔφθασε ἐζήτησε νά συναντηθῆ μέ τόν βασιλέα διότι ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη. Ἐξῆλθε πρός συνάντησί του ἡ βασίλισσα, πρός τήν ὁποίαν εἶπε:

-Θέλω νά μιλήσω μέ τόν βασιλέα, διότι εἶναι ἕνα θέμα πολύ σοβαρό.

-Δέν γίνεται, ἀναπαύεται τώρα. Τόν ἄφησα ἤδη στό κρεββάτι του.

-Ξυπνῆστε τον, διότι πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὁμιλήσω μαζί του.

Τότε ἐπῆγε ἡ βασίλισσα νά τόν ξυπνήση, ἀλλά ὅταν ἐπῆγε ἐκεῖ, δέν ἦταν κανείς στό κρεββάτι, παρά μόνο τά ροῦχα.

-Ἀλλοίμονο, δέν εἶναι ὁ βασιλεύς πουθενά.

Τότε τῆς εἶπε ὁ πρόεδρος καί φύλακας τοῦ χωριοῦ:

-Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι αὐτός πού ἦλθε σέ μένα στό σπίτι μου, ἀλλά φαίνεται ὅτι ἔχασε τά μυαλά του. Ἦλθε ντυμένος σάν ἕνας ζητιᾶνος καί μοῦ λέγει γιατί δέν τόν περιμέναμε νά βγῆ ἀπό τό μπάνιο του καί τόν ἀφήσαμε μέσα στό νερό.

Τότε ἐπῆγαν ὅλοι στόν βασιλέα καί τόν ἔφεραν στό παλάτι.

Αὐτός, ὅπως ἦταν κουρασμένος, ἀμέσως ἔπεσε στί κρεββάτι. Στόν ὕπνο του τοῦ ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε:

-Γιατί ἀπηγόρευσες νά διαβάζεται στίς ἐκκλησίες ὁ λόγος τοῦ Κυρίου; «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν...»; Ἐσύ δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ Θεός  σέ ἔκαμε βασιλέα κι Αὐτός σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά σέ βγάλη ἀπό τήν βασιλεία σου; Εἶδες πόσο γρήγορα ἐπτώχυνες, ἐάν δέν ἔχης τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου;

Καί σωφρονίσθηκε ὁ βασιλεύς καί ἀμέσως ἔδωσε ἐντολή σ᾿ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς βασιλείας του νά ἐπανέλθη αὐτός ὁ στίχος τοῦ 33 ψαλμοῦ σέ κάθε ἀγρυπνία καί σέ κάθε ἀρτοκλασία. Μάλιστα ἔδωσε ἐντολή νά ψάλλεται τρεῖς φορές καί δυνατά νά ἀκούουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι: ««Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ».

Ἐμεῖς νά γνωρίζουμε ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε: περιουσίες, μυαλό, γνώσεις, βαθμούς, ὑγεία καί τιμή ὅλα εἶναι δωρεές τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅπως μᾶς τά ἔδωσε, ἔτσι μπορεῖ σέ κάθε στιγμή καί νά μᾶς τά πάρη, ἐάν δέν Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα αὐτά καί γιά τήν πατρική πρόνοιά Του.

Ἀκόμη πρέπει νά ξέρουμε ὅτι δέν φέρει ὁ πλοῦτος τήν εὐτυχία, ἀλλά εὐτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θ᾿ ἀποκτήση τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, διότι αὐτός θά γίνη μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους τούς βασιλεῖς τοῦ κόσμου καί θά ζήση στόν ἄπειρο αἰῶνα μέ τόν Θεό καί μέ τούς Ἁγίους Του πάντοτε.

 

ΝΑ ΜΗ ΚΡΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΤΟΥΣ ΖΩΗ

 ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Τήν ἡμέρα ἐκείνη, κατά τήν ὁποίαν θά κρίνη ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους δέν θά ἀναζητήση οὔτε βασιλικά στέμματα, οὔτε ὑψηλά ἀξιώματα. Θά ζητήση τίς καρδιές μας. Ὁ πιό ταπεινός χωριάτης, ὁ πιό «καραβοτσακισμένος» ἀπό τά βάσανα τῆς ζωῆς ἄνθρωπος, αὐτός πού φυλάγει κάποια στάνη μέ πρόβατα καί προσεύχεται μέ δάκρυα στόν Θεό ἤ εἶναι φυλακισμένος καί προσεύχεται ἤ εἶναι κάπου ξενητεμένος, ἤ ἀσθενής στό κρεββάτι, ἤ εἶναι μία δυστυχισμένη χήρα, στήν ὁποία δέν ἀνοίγει κανείς τήν πόρτα καί κάθεται μέ τά παιδιά της μέσα στήν δυστυχία καί τήν πτώχεια της, ἀλλά προσεύχεται στόν Θεό, ὅλοι αὐτοί τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θά εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τούς βασιλεῖς τοῦ κόσμου, τούς σημερινούς καί τούς αὐριανούς.

Ἦταν κάποτε ἕνας  ἔνδοξος καί μεγάλος βασιλεύς, πού ἔτρεχε στόν δρόμο μέ μία χρυσῆ ἅμαξα. Εἶχε γύρω του καί ὅλους τούς αὐλικούς του, ὅπως ἁρμόζει σ᾿ ἕνα βασιλέα. Ταξιδεύοντας ὅλοι αὐτοί στήν γωνία τοῦ δρόμου συνάντησαν δύο ἄνδρες, ἐνδυομένους μέ ξεσχισμένα καί βρώμικα ροῦχα, ἀλλά μέ τίς μορφές τους χαρούμενες καί φωτεινές. Ὁ βασιλεύς τούς ἀνεγνώρισε ὅτι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁποίων εἶχαν λειώσει καί καταμαρανθῆ τά σώματα ἀπό τήν νηστεία, ἀπό τούς ἀσκητικούς κόπους καί ἀπό τήν ἀϋπνία. Ὅταν τούς εἶδε ἐκεῖνος ὁ βασιλεύς, ἐπήδηξε κάτω ἀπό τήν ἅμαξα καί ἔπεσε γονατιστός μπροστά στά πόδια τους γιά νά τούς προσκυνήση. Κατόπιν σηκώθηκε, τούς ἐπῆρε τό χέρι καί τό ἀσπάσθηκε μέ σεβασμό. Ἀλλά οἱ φίλοι καί συνεργάτες του, δέν ἐχάρησαν μ᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του καί ἔλεγαν μεταξύ τους:

-Δέν πρέπει αὐτός, πού εἶναι βασιλεύς, καί ἔχει τόση τιμή, νά κάμνη τέτοια πράγματα.

Ἀλλά δέν ἐτολμοῦσαν νά τό εἰποῦν τοῦ βασιλέως. Ὅμως ὁ βασιλεύς εἶχε ἕνα ἀδελφό καί οἱ ἄλλοι αὐλικοί τοῦ εἶπαν:

-Σέ παρακαλοῦμε νά εἰπῆς στό βασιλέα μας ἄλλη φορά νά μήν ἐξευτελίζη τήν τιμή του καί τό βασιλικό του στέμμα.

Ὁπότε αὐτός τό εἶπε στόν βασιλέα, ἀλλά αὐτός τόν κατέκρινε γιά τήν ἀπερισκεψία του καί τήν ἀνοησία του καί τόν ἔδιωξε ἀπό κοντά του. Ὁ βασιλεύς εἶχε συνήθεια, ὅταν ἐπρόκειτο νά τιμωρήση κάποιον μέ θάνατο, νά στέλλη στήν πόρτα του ἕναν ἀγγελιοφόρο, ὁ ὁποῖος νά τόν εἰδοποιῆ μέ τήν σάλπιγγα. Καί ἐκεῖνος πού θά ἄκουγε τήν φωνή τῆς σάλπιγγος ἔξω ἀπό τό σπίτι του νά γνωρίζη ὅτι τήν δεύτερη ἡμέρα δέν θά ὑπάρχη στόν κόσμο.

Ἔτσι, ὅταν ἐβράδυασε, ἔστειλε ὁ βασιλεύς τόν ἀγγελιοφόρο μέ τήν σάλπιγγα νά σαλπίση ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἀδελφοῦ του. Καί ἐκεῖνος πού θ᾿ ἄκουγε τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου, θά ἔχανε κάθε ἐλπίδα γιά τήν ζωή του καί ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα ἦταν σέ ἀγωνία καί μέ λογισμούς ἀπελπισίας.

Ὁπότε τακτοποίησε τό σπίτι του καί ἑτοίμασε τά πάντα μέ τάξι, διότι ἐγνώριζε ὅτι πρόκειται νά πεθάνη. Τό πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσε, ἐφόρεσε μαῦρα καί πένθιμα ροῦχα. Τό ἴδιο ντύθηκε ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά τους. Κι αὐτός ἐπῆγε στό κρεββάτι τοῦ βασιλέως κλαίγοντας καί στενάζοντας μέ πολύ πόνο.

Ὅταν τόν εἶδε ὁ βασιλεύς νά κλαίη μέ τόσο πόνο, τόν ἐκάλεσε κοντά του σ᾿ ἕνα ἐσωτερικό δωμάτιο καί τοῦ εἶπε:

-Ἔε, ἄνθρωπε, ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε! Ἐάν φοβᾶσαι τόσο πολύ τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου καί τόν ἀδελφό σου ὁ ὁποῖος εἶναι ἄνθρωπος σάν καί σένα, στόν ὁποῖον δέν ἔσφαλες σέ τίποτε, οὔτε εἶσαι ἔνοχος σέ κάτι, τότε πῶς κατηγορεῖς ἐμένα, ὅτι ἀσπάσθηκα μέ ταπείνωσι τούς ἀγγελιοφόρους τοῦ Θεοῦ μου, οἱ ὁποῖοι μοῦ ὑπενθυμίζουν τόν θάνατο καί τήν φοβερή κρίσι τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο  ἀπό ὅ,τι ἡ σάλπιγγα τοῦ θανάτου; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ κι ἔχω σφάλλει στήν ζωή μου καί ἔχω κάνει μεγάλες ἁμαρτίες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τώρα θέλω νά σοῦ δείξω τήν ἀνοησία σου καί σέ ἐτρόμαξα μ᾿ αὐτό τό εἶδος τῆς σάλπιγγας τοῦ θανάτου.

Καί ὁ ἀδελφός του εἶπε στόν βασιλέα:

-Συγχώρεσέ με, διότι ἤμουν ἀπερίσκεπτος καί σέ κατέκρινα, χωρίς φόβο καί σύνεσι.

-Σέ λίγο, τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς, θά δείξω τήν ἀνοησία καί τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι σέ προέτρεψαν νά ἔλθης νά μιλήσης σέ μένα.

Καί ἀφοῦ τόν παρηγόρησε τόν ἀδελφό του καί τόν ἐδίδαξε τήν πνευματική σοφία καί σύνεσι, τόν ἄφησε νά πάη στό σπίτι του. Κατόπιν τόν ἐπρόσταξε νά φτιάξη δύο ξύλινα κιβώτια. Τό ἕνα τό ἐκάλυψε ὁλόκληρο μέ φύλλο χρυσοῦ καί ἔβαλε μέσα κόκκαλα καί τό ἐσκέπασε μέ ἐπίχρυσο καπάκι. Τό ἄλλο τό ἄλειψε μέ πίσσα ἐξωτερικά καί τό ἐγέμισε μέ πολύτιμες πέτρες καί μαργαριτάρια καί μέ ἄλλα θαυμαστά πράγματα καί μυρωδικά. Κατόπιν τό περιετύλιξε μέ ἕνα πλεκτό ἀπό τρίχες γίδας.

Κατόπιν ἐκάλεσε ὁ βασιλεύς τούς ἄρχοντές του καί τούς φίλους τους, τούς ὁποίους εἶχε μαλώσει καί ἔβαλε ἐνώπιόν τους αὐτά τά κιβώτια καί τούς εἶπε νά ἐκτιμήσουν πόσα θά πληρώσουν γι᾿ αὐτό, πού ἔχει ἐπικαλυφθῆ μέ φύλλο χρυσοῦ καί πόσο θά πληρώσουν γιά ἐκεῖνο πού ἔχει ἐξωτερικά ἕνα στρῶμα πίσσας. Αὐτοί ἔδωσαν περισσότερα χρήματα γιά τό κουτί πού ἦταν ἐξωτερικά ἐπενδεδυμένο μέ φύλλα χρυσοῦ, πιστεύοντας ὅτι μέσα ὑπάρχουν θησαυροί καί ἀκριβά πράγματα καί βασιλικά ἐνδύματα, ἐνῶ στό ἄλλο τό ἀλειμμένο ἐξωτερικά μέ πίσσα, δέν τοῦ ἔδωσαν καμμία ἀξία. Τότε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:

-Ἤξερα πολύ καλά ὅτι θά εἰπῆτε ἔτσι, ὅπως εἴπατε! Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό σωστό. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματά του ἕνα πρᾶγμα ἤ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά νά βλέπουμε τί πρᾶγμα εἶναι μέσα, ἐάν δηλαδή αὐτό τό ἐωτερικό εἶναι ἀξιοτίμητο ἤ ἄξιο περιφρονήσεως.

Καί εἶπε ὁ βασιλεύς ν᾿ἀνοίξουν τό ὁλόχρυσο ἐξωτερικά κουτί. Ὅταν τό ἄνοιξαν, ἐξῆλθε ἀπό μέσα μία ἄσχημη μυρωδιά καί εἶδαν ὅτι ἦταν πράγματα ἀξιοκαταφρόνητα.

Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς:

-Ἔτσι ὁμοιάζουν οἱ ἐνδεδυμένοι μέ ἀκριβά καί ὡραῖα ροῦχα, ὑπερηφανευόμενοι γιά τήν πολλήν περιουσία καί τήν δόξα τους, ἐνῶ μέσα στήν καρδιά τους εἶναι γεμᾶτοι ἀπό κακά ἔργα, ἁμαρτωλά καί βρώμικα.

Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς ν

᾿ ἀνοίξουν καί τό κουτί πού ἦταν  ἀλειμμένο μέ πίσσα. Ὅταν τό ἄνοιξαν ἐξῆλθε ἀπό μέσα μία ὡραία μυρωδιά καί εἶδαν ὅτι ἦσαν θαυμαστά πράγματα, ἀκριβά καί ὡραῖα. Ὁπότε εἶπε ὁ βασιλεύς πρός αὐτούς:

-Αὐτά τά κιβώτια γνωρίζετε μέ τί παρομοιάζουν; Ὁμοιάζουν μέ δύο ταπεινούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐνδεδυμένοι μέ σχισμένα ροῦχα καί ξεραμένα τά μάγουλά τους, κίτρινα τά πρόσωπά τους ἀπό τήν ἄσκησι καί τούς κόπους, τῶν ὁποίων ἐσεῖς ἐκυττάξατε τήν μορφή τους ἐξωτερικά καί ἐμένα μέ κατεκρίνατε, ἐπειδή τούς ἐπροσκύνησα μέχρι τοῦ ἐδάφους. Ἐνῶ ἐγώ κατανοώντας καί γνωρίζοντας μέ τά ἐσωτερικά μου μάτια τήν καθαρότητα καί τήν λαμπρότητα τῶν ψυχῶν τους, ὅτι ἦταν θαυμαστές καί ἁγιώτερες ἀπό ὅ,τι τό στέμμα μου καί ἡ βασιλική τιμή μου καί ὅτι ἡ δόξα μου ἐνώπιόν τους δέν εἶναι τίποτε, τούς ἐπλησίασα καί τούς ἐπροσκύνησα μέχρι ἐδάφους ζητῶντας τήν εὐλογία τους.

Ἔτσι τούς ἐδίδαξε ὁ σοφός βασιλεύς νά μή ζητοῦν τήν ἀξία τοῦ κάθε πράγματος καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπό τά ἐξωτερικά του, ἀλλά ἀπό τά ἐσωτερικά του πρῶτα γνωρίσματα.

Παρόμοια νά κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ καλός καί σοφός βασιλεύς καί νά τιμοῦμε τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτοί εἶναι ἀδελφοί Του. Διότι ὁ Θεός στήν κρίσι δέν θά ἐξετάση τήν ἐξωτερική ὄψι, ὅπως εἶπε καί ὁ προφήτης Σαμουήλ, ὅταν ἐξέλεξε γιά βασιλέα τόν Δαβίδ.

Ὁ Θεός ἐξετάζει καί τώρα τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τότε τήν ἡμέρα τῆς ἐσχάτης Κρίσεως. Τότε θά δοξασθοῦν οἱ ταπεινοί, οἱ περιφρονημένοι, οἱ περιγελώμενοι, οἱ διωγμένοι γιά τήν θεία δικαιοσύνη, οἱ πτωχοί στό πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι τά ἔργα τους εἶναι ἐλεεινά καί ἄχρηστα, οἱ ζητοῦντες τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτοί δηλαδή πού ἐπιθυμοῦν νά ἐφαρμόζεται στόν κόσμο ἡ θεία δικαιοσύνη καί ὅλους ὅσους ἐμακάρισε ὁ Κύριος. Τότε θά μακαρισθοῦν οἱ περιφρονημένοι, αὐτοί πού ἐπίστευαν ὅτι ἦταν τό σκουπίδι τῆς κοινωνίας.

Οἱ ἀνόητοι καί περιφρονημένοι τοῦ κόσμου θά ἐντροπιάσουν τούς σοφούς. Οἱ μικροί καί ἀδύνατοι θά ἐντροπιάσουν τούς ἰσχυρούς. Γι᾿ αὐτούς λέγει ὁ Σωτῆρας μας ὅτι οἱ τελευταῖοι θά γίνουν πρῶτοι. Αὐτούς τούς ὁποίους ἐμεῖς θεωροῦμε ἀσήμαντους καί ἀποτυχημένους τῆς ζωῆς, ἐπειδή προσεύχονται στόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά τους, θά λάμψουν περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐνῶ οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου καί οἱ δυνατοί τῆς γῆς θά εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν πιστεύσουν στόν Θεό. Καί θά γίνουν ὅλες αὐτές οἱ ἀλλαγές καί ἐκπλήξεις, διότι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί ἡ δικαιοσύνη του μένει στόν αἰῶνα.

 

Στήν σελίδα 30 τοῦ 6ου βιβλίου τό σκίτσο γράφει:

Ὁ ἅγιος ἐρημίτης Ὀνούφριος ὁ Μέγας

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Ἦταν κάποτε ἕνας βασιλεύς τῆς Περσίας, γνωστός στούς ἱστορικούς Ναρσίτας, ὁ ὁποῖος ἔζησε, ὅταν στήν Ρώμη ἐβασίλευε ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Διοκλητιανός. Αὐτός ὁ Ναρσίτας ἀπό τά ἔργα του γνωριζόταν ὅτι ἦταν εἴτε ἐξ ὁλοκλήρου χριστιανός, ἤ δέν ἦταν καί πολύ μακριά μέ τά ἔργα του ἀπό τόν Χριστιανισμό, διότι εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἱστορία ὅτι μερικοί ἀπό τούς βασιλεῖς τῆς Περσίας ἦταν πλησιέστερα στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ μέ τά ἔργα τους.

Ἔτσι αὐτός ὁ βασιλεύς ζώντας πολλά χρόνια μέ τήν βασίλισσά του καί μή ἔχοντας παιδιά ἐξ αἰτίας του, ἐπεθύμησε πάρα πολύ νά προσευχηθῆ ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του στόν Θεό γιά νά τοῦ χαρίση ἕνα παιδί. Ἔτσι, ἀκούοντας ὁ Θεός τήν προσευχή του, μετά ἀπό πολλά χρόνια ἡ βασίλισσα ἔμεινε ἔγκυος στόν μακάριο Ὀνούφριο, τόν μεγάλο αὐτόν ἀσκητή τῆς ἐρήμου, φίλο καί ἐραστή τοῦ Θεοῦ.

Ἐπειδή ὁ διάβολος μισεῖ τό ἀνθρώπινο γένος, βλέποντας τά καλά τά
ὁποῖα ἐγένοντο καί θέλοντας νά τά ἐμποδίση, παρουσιάσθηκε μέ τήν μορφή ἑνός ξένου στόν βασιλέα καί τοῦ εἶπε:

-Βασιλεῦ, νά γνωρίζης ὅτι τό μωρό πού κυοφορήθηκε στήν κοιλία τῆς βασίλισσας δέν εἶναι ἀπό σένα, ἀλλά ἀπό κάποιον δοῦλον σου. Ἐάν θέλης νά γνωρίσης τήν ἀλήθεια, νά κάνης αὐτό πού θά σοῦ εἰπῶ: Ὅταν γεννηθῆ τό παιδί, νά διατάξης νά ἀναφθῆ μία μεγάλη φωτιά καί νά ρίξουν τό παιδί μέσα καί, ἐάν δέν καεῖ, αὐτό θά εἶναι σημεῖο ὅτι τό παιδί αὐτό εἶναι δικό σου ἀληθινά. Ἐάν ὅμως καεῖ, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι δέν ἦταν δικό σου.

Ἔτσι ὁ βασιλεύς πιστεύοντας στά διαβολικά αὐτά λόγια, ὠργίσθηκε πάρα πολύ καί ἐμάλωσε σκληρά τήν βασίλισσα. Ὅμως ἔκρυβε μέσα του ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ διάβολος γιά νά γίνη γνωστό τό γεγονός στόν κατάλληλο καιρό. Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ὁ καιρός τῆς γεννήσεως ἡ βασίλισσα ἐγέννησε ἀγόρι. Κι ἐνῶ ὁ βασιλεύς σάν ἄνδρας, θά ἔπρεπε νά χαρῆ γιά τό νεογέννητο ἀγόρι του, ὠργίσθηκε πολύ καί ταράχθηκε. Ἅρπαξε τό παιδί καί τό ἐπέταξε στήν φωτιά. Ὁ Παντοδύναμος Θεός, ὁ Ὁποῖος φυλάγει τά νήπια μέ τήν θαυμαστή Του δύναμι, προστάτευσε κι αὐτό τό παιδί ἀπό τήν φωτιά ὁλόκληρο καί ἀπείραχτο ἀπό τίς φλόγες.

Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἄλλο θαυμαστό ἔργο τελέσθηκε. Διότι τό μωρό, ὅταν ἦταν μέσα στήν φωτιά, ὕψωσε τά χεράκια του πρός τόν Θεό καί προσευχήθηκε. Ὅταν εἶδε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ἐξεπλάγη καί κατάλαβε ὅτι ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν διάβολο. Βγάζοντας τό μωρό ἀνέπαφο ἀπό τήν φωτιά, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στόν βασιλέα καί τόν ἐμάλωσε διότι ἐπίστευσε στήν πονηρή πρότασι τοῦ διαβόλου. Ἀμέσως ὁ ἄγγελος διέταξε νά βαπτισθῆ τό παιδάκι καί νά τό ὀνομάσουν Ὀνούφριο, κατόπιν νά τό φέρουν στήν ἔρημο, ὅπου θά τό καθοδηγήση ὁ Θεός, διότι εἶναι θέλημά Του τό παιδί αὐτό νά γίνη μέγας ἐραστής καί ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ βασιλεύς ἀμέσως σηκώθηκε καί παίρνοντας στήν ἀγκαλιά του τό παιδί, σύμφωνα μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ, τό ἔφερε στήν ἔ ρημο τῆς Αἰγύπτου.

Ὅταν τό μετέφερε στήν ἔρημο, τόν συνάντησε μία ἐλαφίνα, πού στάλθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά διαθρέψη τό μωρό μέ τό γάλα της, ὅσο θά πηγαίνη στόν δρόμο ὁ πατέρας του. Βαδίζοντας δίπλα στόν βασιλέα ἡ ἐλαφίνα, ξαφνκά ἔπεσε κάτω γιά νά δώση γάλα στό μωρό. Τότε ὁ πατέρας τοῦ μωροῦ βλέποντας αὐτό τό θαῦμα, ἐθαύμασε γιά τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἔκραξε μέ θαυμασμό:

-Τώρα ἐγνώρισα ὅτι τό παιδί μου θά γίνη μεγάλος φίλος καί ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ.

Βαδίζοντας ἀρκετό δρόμο ἀκόμη, ἔφθασαν στά σύνορα τῆς Θηβαΐδος στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου. Φθάνοντας στήν πόλι Ἐρμούπολι, εὑρῆκαν ἕνα μοναστήρι, ὄχ μακριά ἀπό τήν πόλι, σ᾿ ἕνα ἐξαιρετικό καί ὡραῖο τόπο.

Αὐτό τό μοναστήρι ἐκαλεῖτο τοῦ Ἐρίτου καί εἶχε περί τούς 100 ἐναρέτους μοναχούς. Καί διέταξε ὁ Θεός στόν βασιλέα ν᾿ ἀφήση ἐκεῖ τόν γυιό του.

Τότε ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἐθαύμασε γιά τόν ἐρχομό τοῦ βασιλέως ἀπό τήν Περσία. Τόν ὑποδέχθηκε μέ μεγάλη τιμή. Μετά ὁ βασιλεύς διηγήθηκε στόν ἡγούμενο μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες γιά τό μωρό καί ὅτι μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στό μοναστήρι του.

Ἀκούοντας ὅλα αὐτά ὁ ἡγούμενος μέ ἔκπληξι, εἶπε στόν βασιλέα:

-Πῶς καί ποιός ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ νά διαθρέψη τό μωρό αὐτό τό ὁποῖον ἔχει ἀνάγκη ἀπό γάλα μητρικό, διότι στό μοναστήρι μας δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη γυναῖκα;

Καί ὁ βασιλεύς τοῦ ἀπήντησε:

-Καθώς μέχρι τώρα τό διέθρεψε ὁ Θεός στέλλοντας μία ἐλαφίνα κοντά μου κατά τήν διαδρομή μου μέχρι ἐδῶ, ἔτσι καί ἀπ᾿ἐδῶ καί ἐμπρός θά τό θρέψη ἡ ἴδια ἡ ἐλαφίνα, ὅσο θά χρειάζεται τό γάλα γιά νά μεγαλώση.

Ἔτσι ὁ βασιλεύς ἀφήνοντας τό παιδί του στόν Θεό καί ἐμπιστεύοντάς το στόν πάτερ ἡγούμενο, ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Ἡ ἐλαφίνα στάθηκε δίπλα ἀπό τό μοναστήρι καί ἔτρεφε μέ τό γάλα της τό μωρό μέχρι τήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν.

Ἀφοῦ συμπληρώθηκαν τρία χρόνια, ἡ ἐλαφίνα ἀνεχώρησε γιά τήν ἔρημο νά ζήση μέ τά ἄλλα ἐλάφια. Ἀφοῦ τό παιδί ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν ἑπτά ἐτῶν, συχνά ἐπήγαινε στήν τράπεζα καί ζητώντας ἕνα κομμάτι ψωμί ἐπήγαινε στό ντουβάρι τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ἦταν ἐκεῖ ζωγραφισμένη μία εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία κρατοῦσε στήν άγκαλιά της τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Πλησιάζοντας ὁ μικρός Ὀνούφριος τήν εἰκόνα, ὄντας ἀθῶος καί ἅγιος, μιλοῦσε ζωντανά μέ τόν Χριστό πού ἦταν στήν εἰκόνα. Καί τοῦ ἔλεγε τοῦ μικροῦ Χριστοῦ ὁ Ὀνούφριος:

-Καί Σύ εἶσαι μικρός, ὅπως εἶμαι κι ἐγώ. Ὅμως ἐγώ πηγαίνω στήν τράπεζα, ζητῶ ψωμί ἀπό τόν τραπεζάρη καί τρώγω, ἀλλά ἐσύ δέν τρώγεις ποτέ. Γιατί βασανίζεσαι ἔτσι, μή τρώγοντας τίποτε; Ἰδού, λάβε τό μερίδιό μου καί φάγε.

Καί τό Νήπιο ὁ Χριστός, ἅπλωσε τά χέρια Του καί ἐπῆρε ἀπό τόν Ὀνούφριο τό ψωμί, τό ὁποῖον καί ἄρχισε νά τό τρώγη.

Τό θαῦμα αὐτό ἔγινε ὄχι μόνο μία ἤ δύο ἀλλά πολλές φορές. Βλέποντας ὁ τραπεζάρης νά μπαίνη τό παιδί στήν τραπεζαρία καί νά παίρνη ψωμί συχνά, ἄρχισε νά τό παρακολουθῆ ποῦ τό πηγαίνει. Βλέποντάς το ὅτι ἔμπαινε κάθε φορά στήν ἐκκλησία καί στεκόταν ἔξω ὅπου ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδινε τό ψωμί του στόν Χριστούλη.

Βλέποντας αὐτό τό θαῦμα ὁ τραπεζάρης εἰδοποίησε τόν ἡγούμενο καί ὅλους τούς παλαιούς πατέρες καί τούς ἀνεκοίνωσε τό θαῦμα.

Τότε ὁ ἡγούμενος εἶπε στόν τραπεζάρη:

-Ὅταν ὁ μικρός Ὀνούφριος θά ζητήση ψωμί ἀπό σένα, νά μή τοῦ δώσης, ἀλλά νά τό ἐρωτήσης: «Πήγαινε νά ζητήσης ψωμί ἀπ᾿ Αὐτόν πού τοῦ ἔδωσες ἐσύ τόσες φορές».

Πράγματι ὁ τραπεζάρης ἔκαμε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος.

Τότε τό παιδί, ὄντας πεινασμένο, ἐπῆγε κλαίγοντας μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί εἶπε στό Νήπιο Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦταν σάν ζωντανός στήν εἰκόνα:

-Ὁ τραπεζάρης δέν θέλει νά μοῦ δώση ψωμί καί τώρα ἐγώ πεινῶ. Δός μου Ἐσύ, διότι ἐγώ σοῦ ἔδωσα πολλές φορές.

Καί ἀμέσως ὁ Χριστός τοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ψωμί, φρέσκο καθαρό καί ὡραῖο, ἄσπρο σάν τό χιόνι καί ζεστό. Καί ἦταν τό κομμάτι τοῦ ψωμιοῦ τόσο μεγάλο, ὥστε μόλις μετά δυσκολίας μποροῦσε νά τό μεταφέρη ὁ μικρός Ὀνούφριος. Ἐπῆγε στόν ἡγούμενο κατ᾿ εὐθεῖαν λέγοντάς του μέ παιδική χαρά:

-Ἰδού, ὁ Χριστός μοῦ ἔδωσε ψωμί!

Θαυμάζοντας ὁ ἡγούμενος γιά τό θαῦμα αὐτό, ἐκάλεσε τούς πατέρες καί τούς ἔδειξε τό θαυμαστό ψωμί καί διέταξε στόν τραπεζάρη νά διηγῆται τό θαῦμα σέ ὅποιον ἔβλεπε νά ἔρχεται στό μοναστήρι. Ἐρωτήθηκε κατόπιν ὁ Ὀνούφριος ἀπό τούς Πατέρες καί τούς εἶπε ὅτι ἀληθινά τοῦ ἔδωσε τό ψωμί μέ τό χέρι Του ὁ μικρός Χριστός. Τότε οἱ πατέρες ἄρχισαν νά εὐχαριστοῦν καί δοξολογοῦν τόν Χριστό πού ἔκαμε τέτοιο θαῦμα μέ τόν μικρόν Ὀνούφριον. Μετά ἔκοψαν τό ψωμί αὐτό σέ μικρά τεμάχια καί ἐπῆραν ὅλοι γιά εὐλογία.

Ἔζησε ἀκόμη ὁ Ὀνούφριος λίγα χρόνια στό μοναστήρι καί μετά κατώκησε στό βάθος τῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀξιώθηκε νά τοῦ φέρη ψωμί ἄγγελος Κυρίου. Ἀπό ἐκεῖ σέ ἡλικία 100 έτῶν μετατέθηκε στόν Κύριο καί ἀνῆλθε ἡ ψυχή του μέ πολλή δόξα στούς ούρανούς.

 

ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πανάγαθο, πανάγιο, παντοδύναμο, πάνσοφο καί πάμφωτο Πνεῦμα, τό ὁποῖον φωτίζει τόν ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο. Εἶναι τό Πνεῦμα πού φέρει φῶς στόν νοῦ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πού βαπτίζεται στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἐμεῖς ἀπό τό ἱερό Βάπτισμα ἀνήκουμε στήν ζῶσα Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν λέγει ἔτσι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Ἐσεῖς εἶσθε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας. Ὅταν ἔχουμε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τότε ὁ νοῦς μας εἶναι φωτεινός καί ἔχουμε ἀγαθούς λογισμούς. Ὄντως αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ φωτός καί τῆς ἁγιωσύνης ἀπομακρύνεται ἀπό ἐμᾶς ὅταν τό στενοχωροῦμε. Μέ κάτι πού στενοχωρούμεθα ἐμεῖς, στενοχωροῦμε ταυτόχρονα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό διώχνουμε ἀπό ἐπάνω μας. Ἐμεῖς διώχνουμε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό ἐπάνω μας μέ τίς ἁμαρτίες μας. Μπορεῖ νά μείνη σ᾿ἕνα σκοτεινό τόπο τό φῶς; Ὄχι, βέβαια. Ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν μπορεῖ νά μείνη ἐκεῖ ὅπου γίνονται τά ἔργα  τοῦ σκότους, διότι ὁ Χριστός εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ φωτός.

Τί μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Νά ἀρνηθοῦμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ἐνδυθοῦμε τά ἐνδύματα τοῦ φωτός. Ποιά εἶναι τά ἔργα τοῦ σκότους; Οἱ ἁμαρτίες. Ὅτι τά ἔργα τοῦ σκότους εἶναι οἱ ἁμαρτίες, ἔρχεται στόν νοῦ μας ὁ σκοτεινός ἄνθρωπος, ὁ ταραγμένος, ὁ ἀσθενής, ὁ τυφλός στήν πνευματική ζωή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τό κακό, λυπᾶται καί ἀπομακρύνεται σιγά σιγά ἀπό κοντά του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁ φύλακας ἄγγελός του καί στήν θέσι τους ἔρχεται ὁ διάβολος καί τό κακό πνεῦμα. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει μέ ὅλη τήν καρδιά του στήν  μετάνοια, μισεῖ τά κακά του ἔργα καί ἀποφασίζει νά μήν λυπήση πάλι στόν Θεό μέ τίς ἁμαρτίες του. Τότε χαίρεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ, ἐπιστρέφει κοντά του ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ψυχῆς του καί ἀπομακρύνεται ἀπό κοντά του τό κακό καί πονηρό πνεῦμα.

Τώρα ἔχω νά σᾶς εἰπῶ ἕνα παράδειγμα ἀπό τό ὁποῖο θά καταλάβετε πώς τό ἁμάρτημα τῆς λαιμαργίας σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδηγεῖ νά κάνει ἀπερίσκεπτα ἔργα.

Ἕνας ἄνθρωπος κάποτε ἔφτιαξε μία παγίδα καί τήν ἔβαλε κάτω σέ κάτι χορτάρια γιά νά πιάση πουλιά. Ὅταν τήν τοποθέτησε, ἔπιασε ἕνα ἀηδόνι τό ὁποῖο ἔχει ἕνα θαυμάσιο μελώδημα καί ἤθελε νά τό σκοτώση γιά νά τό φάη.

Αὐτό τό σοφό καί ἔξυπνο πουλί, τοῦ ἔδωσε φωνή ὁ Θεός καί ἐμίλησε σάν ἄνθρωπος. Εἶπε τά ἑξῆς στόν κυνηγό:

-Ἔε, ἄνθρωπε, ἐάν θά μέ σκοτώσης, τί ὄφελος θά ἔχης ἀπό μένα; Βλέπεις πόσο μικρούτσικο εἶμαι, ὁπότε μήν ἐλπίζης ὅτι θά γεμίσης τήν κοιλιά σου μέ τό δικό μου κρέας. Ἐάν θά μέ ἐλευθερώσης, ἐγώ θά σοῦ δώσω τρία μαθήματα, τά ὁποῖα, ἄν τά φυλάξης, θά σοῦ εἶναι ὠφέλιμα σέ ὅλη σου τήν ζωή.

Ἐκεῖνος ὁ κυνηγός ἐθαύμασε πολύ ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια καί τοῦ εἶπε τοῦ πουλιοῦ ὅτι ἐάν θ᾿ ἀκούση τίς διδασκαλίες του, τότε θά τό ἐλευθερώση. Ὁπότε τό ἀηδόνι στάθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε:

-Ἄνθρωπε, δέν πρέπει νά εἶσαι λαίμαργος, διότι ἡ λαιμαργία σκοτίζει τόν νοῦν. Κατόπιν μήν ἁπλώνης σέ τίποτε, σέ ὅ,τι δέν μπορεῖς νά τό πιάσης. Καί νά μή πιστεύης ποτέ στά ψέμματα. Αὐτές τίς τρεῖς διδασκαλίες νά φυλάξης καί θά ὠφεληθῆς πολύ.

Καί ἐθαύμασε πολύ αὐτός ὁ κυνηγός μέ τά λόγια τοῦ ἀηδονιοῦ καί τό ἀπελευθέρωσε ἀπό τό κλουβί. Ἀλλά αὐτό τό ἀηδόνι, ὄντας σοφό ἀπό τόν Θεό, ἤθελε νά ἰδῆ ἐάν αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὠφελήθηκε ἔστω καί λίγο ἀπ᾿ αὐτές τίς διδασκαλίες του ἤ ὄχι. Ἄρχισε νά πετᾶ ψηλά, ὅπου δέν μποροῦσε νά φθάση ὁ κυνηγός καί τοῦ εἶπε:

Ὤ, πόσο κακός γίνεται ὁ ἄνθρωπος χωρίς συμβουλή καί χωρίς μυαλό! Ἔε, ἄνθρωπε, πόση περιουσία ἔχασες σήμερα, διότι στήν κοιλιά μου εἶναι ἕνα μεγάλο μαργαριτάρι, σάν τό αὐγό τοῦ ἀετοῦ!

Ὁ κυνηγός, ὅταν ἄκουσε αὐτό τόν λόγο τοῦ ἀηδονιοῦ, λυπήθηκε πάρα πολύ διότι ἐλευθέρωσε τό πουλί. Προσπάθησε καί πάλι νά τό πιάση. Καί τοῦ εἶπε μέ πονηρία:

-Ἔλα στό σπίτι μου καί θά σέ φιλοξενήσω καλά καί πάλι θά σέ ἀφήσω νά φύγης.

Καί τό ἀηδόνι τοῦ ἀπήντησε:

-Ἤθελα νά ἰδῶ τί διδάχθηκες ἀπ᾿ αὐτά πού σοῦ εἶπα καί σοῦ ἔδειξα μέ τό ἔργο τί παθαίνει αὐτός πού δέν ἀκούει καί δέν ἐκπληρώνει τά λόγια τῆς σοφίας. Καί ἰδού τώρα ἐγνώρισα ὅτι δέν διδάχθηκες τίποτε ἀπό τό μάθημα πού σοῦ ἔδωσα.

Πρῶτα σοῦ εἶπα νά μήν εἶσαι λαίμαργος, διότι ἡ λαμαργία σκοτίζει τόν νοῦ, ἀλλά ἐσύ τώρα ἄκουσες γιά τό μαργαριτάρι καί προσπάθησες καί πάλι νά μέ πιάσης. Ἔτσι μοῦ ἔδειξες ὅτι σκοτίσθηκες στόν νοῦ, ἔκανες ὅ,τι ἔκανες μέ ἀπερισκεψία καί ἀνοησία καί κατεπάτησες ἀκόμη ἄλλες δύο συμβουλές μου πού σοῦ ἔδωσα.

Δέν σοῦ εἶπα νά μήν ἁπλώνης νά πιάσης ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖς νά τό πιάσης;  Καί ἰδού, δέν σκέφθηκες ὅτι ἐγώ πετῶ στόν αἰθέρα, ὅπου ἐσύ δέν μπορεῖς νά μέ φθάσης καί ἀναπηδοῦσες πρός ἐμένα. Καί ἐνῶ εἶδες ὅτι δέν μπορεῖς νά μέ φθάσης, ἡ λαιμαργία σοῦ προκάλεσε ὀργή. Ἀλλά ἀκόμη σέ ἔκαμε ψεύτη καί πονηρό γιά νά μέ ἐξαπατήσης καί νά μέ πιάσης.

Ἄραγε δέν σοῦ εἶπα ἐγώ κι αὐτό ὅτι δέν πρέπει νά πιστεύης σέ ψέμματα; Καί ἰδού τώρα ἔμαθα ὅτι ὁ νοῦς σου σκοτίσθηκε τελείως, διότι ἐπίστευσες ὅτι στήν κοιλιά μου ὑπάρχει ἕνα μαργαριτάρι, μεγαλύτερο ἀπό τό σῶμα μου καί δέν συλλογίσθηκες ὅτι ἐγώ εἶμαι μικρότερο ἀπό τό αὐγό τοῦ ἀετοῦ.

Λοιπόν, ζήτησε, ὦ ἄνθρωπε, νά κατευθύνης τήν ζωή σου καί νά μή κάνης ἔργα ἐντροπῆς γιά νά μή πέσης καί στά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα.

Αὐτά τοῦ εἶπε τό ἀηδόνι καί ἐπέταξε καί πάλι ψηλά, ἐνῶ ὁ κυνηγός ἔμεινε

ἐντροπιασμένος γιά τήν ἔλλειψι πνευματικῆς του σοφίας.

Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά αἰχμαλωτιζώμεθα ἀπό τήν λαιμαργία, οὔτε καί ἀπό ἄλλα πάθη, διότι τότε ὁ νοῦς μας σκοτίζεται καί θά στερηθοῦμε τοῦ φωτός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε σίγουρα θά πέσουμε καί σέ ἄλλα ἁμαρτήματα, ὅπως στήν ὀργή, στήν ταραχή, στήν πονηρία, στήν ὀκνηρία, στό ψεῦδος καί στήν κακία. Ἀκόμη τά ψέμματα τῶν ἄλλων θά τά πιστεύσουμε ὡς ἀληθινά μέ εὐκολία, διότι στόν νοῦ μας δέν θά ὑπάρχει τό φῶς τῆς ἀληθείας.

Λοιπόν, νά ἔχουμε μέσα μας μεγάλο φόβο Θεοῦ καί νά προσέχουμε νά μή πέσουμε στό σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐάν ἀπό τήν ἀπροσεξία καί ἐπιπολαιότητά μας, γλυστρᾶμε πρός κάποιο ἁμάρτημα, νά διώχνουμε ἀπό μέσα μας τό σκοτάδι μέ τήν ἐγκατάλειψι τῶν κακῶν ἔργων καί μέ ἀποφασιστικότητα γιά νά μή λυπήσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τίς ἁμαρτίες μας. Ἐάν τό λυπήσουμε, τότε μέ τήν ἐξομολόγησι, τήν προσευχή καί τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ θά ἐπανέλθουμε καί πάλι κοντά στήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μέ τήν ἐπιτέλεσι τῶν καλῶν ἔργων, ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἁμαρτωλός καί νά εἶναι, ἔρχεται στό φῶς τῆς γνώσεως καί πλησιάζει τόν Θεό καί ἀπό ἄνθρωπος σκοτεινός καί ἁμαρτωλός γίνεται ἐκλεκτό δοχεῖο τοῦ Θεοῦ καί υἱός τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί στήν καρδιά του ἀκτινοβολεῖ τό φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΤΕΛΩΝΗΣ

Στά μέρη τῆς Ἀφρικῆς ζοῦσε κάποτε ἕνας τελώνης μέ τό ὄνομα Πέτρος. Ἦταν πολύ τσιγκούνης, διότι οὐδέποτε εἶχε ἐλεήσει τούς πτωχούς, οὔτε ποτέ σκεπτόταν τόν θάνατο καί οὔτε ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία. Ἔτσι αὐτός, ἐβούλωνε τά αὐτιά του, μπροστά σ᾿ αὐτούς πού τοῦ ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη. Καί ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά φροντίζει γιά τήν σωτηρία ὅλων, μέ μία καλωσύνη τοῦ Πέτρου τόν ἔφερε στήν σωτηρία. Καί ἰδού πῶς:

Κάποια φορά  ἀρκετοί πτωχοί καί πεινασμένοι ἐστέκοντο σ᾿ ἕνα δρομάκι καί ἄρχισαν νά ἐπαινοῦν τούς  ἐλεήμονες καί νά προσεύχωνται στόν Θεό γι᾿ αὐτούς, ἐνῶ κατηγοροῦσαν τούς ἀνελεήμονες. Ἔφθασε αὐτός ὁ λόγος τῶν πτωχῶν καί στά αὐτιά τοῦ Πέτρου γιά τόν ὁποῖον ἔλεγαν ὅτι εἶναι μέγας τσιγκούνης καί ὅτι διώχνει κάθε πτωχό πού θά πάη νά τοῦ ζητήση ψωμί.

Καί μεταξύ τους οἱ πτωχοί ἐρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἐάν ἐπῆραν ποτέ ψωμί ἀπό τά χέρια τοῦ Πέτρου. Καί ὅλοι ἔλεγαν ὅτι δέν ἐπῆρε κανένας ἀπ᾿ αὐτόν κάτι. Μετά σηκώθηκε ἕνας πτωχός ἀνάμεσά τους καί τούς εἶπε:

-Τί μοῦ δίνετε καί ἐγώ θά πάω τώρα νά πάρω ἀπ᾿αὐτόν ἐλεημοσύνη;

Καί ἔβαλαν στοίχημα μεταξύ τους. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι δέν θά πάρη καμμία ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ αὐτόν τόν τελώνη, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ πτωχός τούς εἶπε ὅτι θά τούς τό δώσει διπλό, ὅ,τι καί νά τοῦ δώση ὁ τελώνης.

Ἐπῆγε λοιπόν ὁ πτωχός καί στάθηκε στήν πόρτα τοῦ Πέτρου. Βγῆκε κάποια στιγμή ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του ὁ Πέτρος μέ τό γαϊδουράκι του φορτωμένο ψωμιά. Ὁ πτωχός, ὅταν τόν εἶδε, ἄρχισε νά τοῦ βάζη μετάνοιες καί τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη κλαίγοντας.

Τότε ὁ Πέτρος, γνωστός γιά τήν δυστροπία του, ἔψαχνε νά βρῆ κάτι γιά νά τραυματίση τόν πτωχό καί μέ βία νά τόν ἀπομακρύνη. Καί μή εὑρίσκοντας μία πέτρα, ἅρπαξε ἀπό τά τσουβάλια ἕνα ψωμί καί τό πέταξε στόν πτωχό γιά νά τόν κτυπήση. Καί πράγματι τόν κτύπησε στό μάγουλο. Τότε ὁ πτωχός ἐπῆρε τό ψωμί στά χέρια του καί ἐπῆγε χαρούμενος στούς συντρόφους του, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Πέτρος μέ τά ἴδια του τά χέρια τοῦ ἔδωσε αὐτό τό ψωμί καί ὅλοι ἐδόξασαν τόν Θεό, διότι ὁ Πέτρος ἔγινε ἐλεήμων.

Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀσθένησε ὁ Πέτρος καί ἐπλησίασε πρός τόν θάνατον. Εἶδε ὄραμα καί εἶδε τόν ἑαυτό του νά τόν καλοῦν στήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἦταν μία ζυγαριά. Στό ἕνα μέρος της ἔβαζαν τά καλά τους ἔργα οἱ ἄνθρωποι καί κυκλικά ὑπῆρχε πλῆθος δαιμόνων, ἐνῶ στό ἄλλο μέρος ἐστέκοντο πλῆθος φωτεινῶν ἀγγέλων. Ὁπότε οἱ δαίμονες ἔβαλαν ὅλα τά κακά του ἔργα πού εἶχε κάνει στήν ζωή του ὁ Πέτρος ἐπάνω στήν μπαλάντζα. Οἱ ἄγγελοι δέν εὑρῆκαν τίποτε ἀπό τά καλά ἔργα τοῦ Πέτρου γιά νά τό βάλουν πρός τό μέρος τους. Ἐστέκοντο οἱ ἄγγελοι λυπημένοι καί ἔλεγαν ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον:

-Ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε ἐδῶ!

Τότε εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς:

-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἔχουμε τίποτε, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο τό ψωμί πού ἔδωσε ὁ Πέτρος στόν Χριστό (στόν πτωχό), πρίν ἀπό δύο ἡμέρες, ἔστω καί χωρίς τήν θέλησί του!

Ἔτσι ἔβαλαν τό ψωμί στό ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς καί ἔγειρε πρός τό μέρος τῶν ἀγγέλων. Τότε εἶπαν οἱ ἄγγελοι πρός τόν Πέτρο τόν Τελώνη:

Πήγαινε, πτωχέ Πέτρε, καί πρόσθεσε καί ἄλλο ψωμί ἐπάνω σ᾿ αὐτό πού ἔδωσες στόν πτωχό προχθές γιά νά μήν ἁρπάξουν τήν ψυχή σου οἱ σκοτεινοί δαίμονες καί σέ ρίξουν στά αἰώνια βάσανα!

Ὅταν ἐξύπνησε ὁ Πέτρος, ἦταν ὅλος ταραγμένος καί ἱδρωμένος ἀπό τό ὄραμα πού εἶδε. Ὅταν ἦλθε στόν ἑαυτό του σκεπτόταν τί ἦταν αὐτά πού εἶδε. Ἐκατάλαβε ὅτι τό ὄραμα δέν ἦταν φαντασία του, ἀλλά ἀληθινό, διότι εἶδε ὅλες τίς ἁμαρτίες του πού εἶχε κάνει ἀπό τήν νεότητά του, τίς ὁποῖες τώρα εἶχε ξεχάσει. Εἶδε ὅτι ὅλα τά κακά του τά ἔβαλαν οἱ δαίμονες ἐπάνω στήν πλάστιγγα. Καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του παραξενεμένος:

-Ἐάν ἕνα ψωμί πού ἐπέταξα καί ἐκτύπησα στό μάγουλό του τόν πτωχό, μέ βοήθησε τόσο πολύ, ὥστε δέν μ᾿ ἐπῆραν οἱ δαίμονες μέ τό μέρος τους, πόσο πολύ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη μέ πραότητα καί ἐπιμέλεια θά πρέπει νά κάνω καί νά μοιράσω τά πλούτη μου ἀνάμεσα στούς πτωχούς γιά νά βρῶ ἔλεος ἀπό τόν Κύριο;

Καί ἀπό τότε ἄρχισε νά κάνη πολλή ἐλεημοσύνη, ὥστε δέν ἤθελε νά κρατήση τίποτε γιά τόν ἑαυτό του, καθώς θά ἰδοῦμε καί παρακάτω.

Κάποια φορά πηγαίνοντας στό τελωνεῖο του γιά τήν δουλειά του, τόν συνάντησε ἕνας καπετάνιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πτωχύνει καί εἶχε μείνει χωρίς κάτι, ἐξ αἰτίας τοῦ ναυαγίου τοῦ πλοίου του. Πέφτοντας ἐκεῖνος στά πόδια τοῦ Πέτρου τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί τό ροῦχο του γιά νά σκεπάση τήν γυμνότητά του, διότι εἶχε πολλή παγωνιά.

Τότε ὁ Πέτρος, ἐπειδή εἶχε ἀρνηθῆ τελείως τήν κακή συνήθεια τῆς τσιγκουνιᾶς, ἔβγαλε τό ἐπανωφοριό του, πού ἦταν πολύτιμο καί βαρύτιμο, καί τοῦ τό ἔδωσε. Ὁ καραβοκύρης ντροπιάσθηκε πού ὁ ἄνθρωπος ἔβγαλε τό παλτό του, τόσο ἀκριβό καί τοῦ τό ἔδωσε. Τό ἐπῆρε εὐχαριστῶντας καί τό ἐπῆγε σ᾿ ἕναν ἔμπορο γιά νά τό πωλήση. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν δουλειά του ὁ Πέτρος, ἐπέρασε ἀπό τήν ἀγορά καί εἶδε τό παλτό του νά κρέμεται γιά πώλησι. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ καί πηγαίνοτας στό σπίτι του δέν ἔφαγε τίποτε ἀπό τήν θλίψι του. Κλειδώθηκε στό σπίτι του καί κλαίοντας καί στενάζοντας, εἶχε στραφῆ πρός τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε: «Δέν δέχθηκε ὁ Θεός τήν ἐλεημοσύνη μου! Δέν ἤμουν ἄξιος γιά νά μέ μνημονεύη ἐκεῖνος ὁ πτωχός!»

Ἔτσι πληγωμένος ψυχικά καί λυπημένος ἔπεσε νά κοιμηθῆ λίγο καί ἰδού, εἶδε κάποιον ὡραῖον στήν ὄψι καί λαμπρότερον ἀπό τόν ἥλιον, πού εἶχε σταυρό στό κεφάλι του καί φοροῦσε τό ροῦχο πού εἶχε δώσει χθές στόν καπετάνιο τόν πτωχό. Τόν ἐρώτησε τόν Πέτρο ἐκεῖνος ὁ φωτόμορφος νέος:

-Γιατί κλαῖς καί στενάζεις, ἀδελφέ;

Κι αὐτός τοῦ ἀπήντησε:

-Πῶς νά μή κλαίω, Δέσποτά μου, διότι αὐτά πού δίνω στούς πτωχούς, πού Ἐσύ μοῦ τά δίνεις, αὐτοί πηγαίνουν καί τά πωλοῦν στήν ἀγορά.

Τότε τοῦ εἶπε Αὐτός πού τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ καί ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός:

-Ἄραγε γνωρίζεις τό ροῦχο, τό ὁποῖον Ἐγώ φορῶ τώρα;

Καί ὁ τελώνης τοῦ ἀπήντησε:

-Ναί, Δέσποτα, τό γνωρίζω ὅτι ἦταν τό δικό μου, μέ τό ὁποῖο ἐνέδυσα τόν γυμνόν καραβοκύρη.

-Τότε τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:

-Μή λυπῆσαι, διότι ἀπό τήν ὥρα πού τό ἔδωσες στόν πτωχό, Ἐγώ τό ἐπῆρα καί τό φορῶ, καθώς τώρα μέ βλέπεις. Ὁπότε νά δοξάζης Ἐμένα γι᾿ αὐτή τήν καλή ἀλλαγή, διότι ἐνέδυσες Ἐμένα, τόν παγωμένο ἀπό τό κρῦο.

Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπό τόν ὕπνο του ὁ τελώνης, ἐθαύμασε καί πάλι καί ἄρχισε νά μακαρίζη τούς πτωχούς, λέγοντας πρός τόν ἑαυτό του: «Ἐάν οἱ πτωχοί εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Θεός εἶναι ζωντανός, βάζω τώρα αὐτή τήν ἐντολή στόν ἑαυτό μου: «Νά μή πεθάνω μέχρι νά γίνω κι ἐγώ ἕνας σάν κι αὐτούς τούς πτωχούς».

Ὁπότε ἀμέσως ἐμοίρασε ὅλη τήν περιουσία του στούς πτωχούς καί ἐλευθέρωσε τούς δούλους του. Καλῶντας ἕνα δοῦλο, τοῦ εἶπε:

-Ἔχω νά σοῦ εἰπῶ ἕνα μυστικό, τό ὁποῖον νά τό φυλάξης, διότι, ἐάν δέν μοῦ ὑπακούσης καί δέν φυλάξης τήν ἐντολή μου, νά ξέρης ὅτι θά σέ πωλήσω στούς εἰδωλολάτρες.

Καί ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε:

-Ὅλα, ὅσα μέ διατάξεις, Δέσποτα, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τά κάμω.

Καί ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε:

-Ἄς πᾶμε στήν ἁγία πόλι Ἱερουσαλήμ νά προσκυνήσουμε τόν Ζωηφόρο Τάφο τοῦ Χριστοῦ μας καί ἐκεῖ νά μέ πωλήσης ἐμένα σέ κάποιον ἀνάμεσα στούς χριστιανούς καί τήν ἀξία μου σέ χρήματα νά τά μοιράσης στούς πτωχούς καί σύ μετά ἀπ᾿ αὐτό τό ἔργο θά εἶσαι γιά πάντα ἐλεύθερος.

Ἐξεπλάγη ὁ δοῦλος ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀλλόκοτη ἀπόφασι τοῦ ἀφεντικοῦ του καί δέν ἤθελε νά τόν ὑπακούση. Καί τοῦ εἶπε:

-Εἶμαι ὑποχρεωμένος νά πάω μαζί σου στήν Ἁγία Πόλι σάν ἕνας δοῦλος σου, ἀλλά γιά νά σέ πωλήσω, ἐσένα τόν άφέντη μου, δέν γίνεται. Δέν μπορῶ νά κάνω ποτέ αὐτό τό ἔργο.

Καί ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε:

-Ἐάν ἐσύ δέν μέ πωλήσης, νά ξέρης ὅτι θά σέ πωλήσω ἐγώ ἐσένα στούς εἰδωλολάτρες, καθώς καί προηγουμένως σοῦ εἶπα.

Ἔφθασαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐπροσκύνησαν τόν Πανάγιο Τάφο καί ὅλους τούς Ἁγίους Τόπους, εἶπε ὁ Πέτρος πρός τόν δοῦλο του:

-Πώλησέ με τώρα ἐμένα, γιά νά μή σέ πωλήσω ἐγώ στούς βαρβάρους καί μείνης στά χέρια τους αἰχμάλωτος μέχρι θανάτου σου.

Ὁπότε, βλέποντας ὁ δοῦλος τήν ἀμετακίνητη ἀπόφασι τοῦ κυρίου του, τοῦ ἔκανε ὑπακοή. Καί ἄλλαξαν μεταξύ τους τά ροῦχα τους. Ὁ Πέτρος ἐφόρεσε τοῦ δούλου του καί ὁ δοῦλος τοῦ ἀφεντικοῦ του. Ἀφοῦ εὑρῆκε ὁ δοῦλος ἕναν ἄνθρωπο θεοφοβούμενο, ἀργυροχόο στόν ἐπάγγελμα μέ τό ὄνομα Ζώϊλο, τοῦ εἶπε:

-Ἄκουσέ με, ἀδελφέ Ζώϊλε, καί ἀγόρασε ἀπό μένα ἕναν καλόν δοῦλον. Δέν θά εὕρης ἄλλον καλλίτερον ἀπ᾿ αὐτόν καί δέν θά μετανοιώσης, ἐπειδή τόν ἀγόρασες.

Βλέποντας ὁ ἀργυροχόος τόν Πέτρο ὅτι δέν δείχνει νά ξέρη ἀπό ἐργασία, εἶπε στόν δοῦλο τοῦ Πέτρου:

-Ἀδελφέ, θέλω νά μέ πιστεύσης ὅτι ἔχω πτωχύνει καί δέν ἔχω νά σοῦ δώσω γι᾿ αὐτόν.

Καί ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε:

-Νά γνωρίζης ἀπό μένα ὅτι εἶναι πολύ ἐργατικός καί πολύ πιστός χριστιανός. Ὑπακούει σέ ὅ,τι τόν διατάξεις καί τελειώνει τά πάντα μέ βιασύνη. Δανείσου τά χρήματα ἀπό κάποιον καί ἀγόρασέ τον διότι εἶναι πολύ καλός καί ὁ Θεός θά σέ εὐλογῆ μέσῳ αὐτοῦ.

φοῦ ἐπίστευσε στά λόγια του ὁ Ζώϊλος, ἐπῆρε ἀπό κάποιον φίλο του χρήματα 30 χρυσᾶ φλωρία καί ἀγόρασε τόν Πέτρο ἀπό τόν δοῦλο του μή γνωρίζοντας τό μεγάλο μυστήριο.

Ἔτσι, παίρνοντας τά χρήματα αὐτά ὁ δοῦλος, ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολι, χωρίς νά εἰπῆ τίποτε σέ κανέναν γιά ὅ,τι εἶχε γίνει καί τά χρήματα τά ἐμοίρασε στούς πτωχούς, κατά τήν ἐντολή τοῦ ἀφεντικοῦ του Πέτρου.

Ἀπό τότε ὁ Πέτρος ὑπηρετοῦσε τόν Ζώϊλο δουλεύντας σκληρά, παρότι δέν ἦταν συνηθισμένος ἀπό παλαιότερα. Ἄλλοτε ἐζύμωνε κι ἔκανε ψωμί στόν φοῦρνο, ἄλλοτε ἐκαθάριζε τό ἀποχωρητήριο τοῦ σπιτοῦ τοῦ Ζώϊλου καί ἄλλοτε έδούλευε στόν κῆπο, σκάβοντας τήν γῆ. Καί μέ ἄλλες ἀκόμη ταλαιπωρίες καί ἀσκήσεις ἐβασάνιζε τό σῶμα του καί ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωσι. Ἔτσι, βλέποντας ὁ Ζώϊλος ὅτι τό σπίτι του εὐλογήθηκε μέ τά ἔργα τοῦ δούλου του, διότι ἦλθε πολύς πλοῦτος στό σπίτι, ἀγάπησε τόν Πέτρο καί αἰσθανόταν ἐντροπή γιά τήν μεγάλη ταπείνωσι τοῦ δούλου του. Κάποια ἡμέρα τοῦ εἶπε:

-Ἀδελφέ Πέτρε, θέλω νά σέ ἐλευθερώσω ἀπό σήμερα κιόλας καί ἀπ᾿ ἐδῶ καί ἐμπρός θά σέ ἔχω σάν ἀδελφό μου!

Ἀλλά αὐτός δέν ἤθελε νά ἐλευθερωθῆ, ἀλλά νά παραμείνη δοῦλος του. Καί τόν ἔβλεπε κανείς νά τόν περιγελοῦν οἱ ἄλλοι δοῦλοι, ἄλλοι νά τόν κτυποῦν  καί νά τό  στενοχωροῦν μέ διάφορους τρόπους. Αὐτός ὅμως ὑπέμενε τά πάντα μέ σιωπή. Μία νύκτα ὁ Πέτρος εἶδε στό ὄνειρό του μέ τήν μορφή τοῦ
ἡλίου τόν Σωτῆρα Χριστόν, ὁ Ὁποῖος κρατοῦσε 30 χρυσᾶ ἀργύρια στά χέρια του καί τοῦ εἶπε:

-Μή στενοχωριέσαι, Πέτρε, διότι Ἐγώ δέχθηκα τήν θυσία σου. Ἀγωνίσου ἀκόμη μέχρι τότε πού θέλω Ἐγώ!

Μετά ἀπό μερικά χρόνια μερικοί ἀργυροχόοι ἦλθαν ἀπό τήν Ἀφρική στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους. Αὐτούς ἐκάλεσε ὁ Ζώϊλος, τό ἀφεντικό τοῦ Πέτρου, γιά νά τούς φιλοξενήση.

Καί ἐνῶ ἐφιλοξενοῦντο στό σπίτι του, ἄρχισαν νά κυττάζουν τόν Πέτρο καί ἔλεγαν μεταξύ τους:

-Πόσο ὁμοιάζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Πέτρο τόν Τελώνη!

Ὁ Πέτρος τούς ἄκουσε καί κρύφθηκε γιά νά μή τόν γνωρίσουν.

Αὐτοί ὅμως τόν ἀνεγνώρισαν καί ἄρχισαν νά συζητοῦν μέ τόν Ζώϊλο:

-Κύριε Ζώϊλε, ἔχουμε νά εἰποῦμε κάτι μόνο σέ σένα: Νά ξέρης ὅτι μεγάλος ἄνθρωπος σέ ὑπηρετεῖ στό σπίτι σου, διότι ἀλήθεια αὐτός εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος κάποτε εἶχε μεγάλη δύναμι στήν Ἀφρική καί πολλούς δούλους. Μετά ἀπελευθέρωσε ὅλους τούς δούλους του κι αὐτός ἐξαφανίσθηκε. Θά ἤθελα νά τόν πάρω καί νά τό πάω πίσω, διότι στενοχωρήθηκε πολύ ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεώς μας, διότι τοῦ ἦταν πολύ ἀπαραίτητος καί μέχρι τώρα δέν ἤξερε κανείς ποῦ εὑρίσκεται.

Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Πέτρος  στεκόταν ἔξω καί ἄκουγε αὐτά τά λόγια τους. Ἀφήνοντας κάτω τό βάζο τό ὁποῖον μετέφερε σ᾿ αὐτούς, ἔτρεξε πρός τήν πόρτα τῆς αὐλῆς μέ σκοπό νά φύγη.

Ἀλλά ὁ πορτάρης ἦταν μουγγός καί κωφός ἀπό τήν γέννησί του καί μόνο μέ νεύματα ἄνοιγε καί ἔκλεινε τήν πόρτα. Ἐπειδή βιαζόταν νά φύγη ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πέτρος, εἶπε στόν μουγγό:

-Βιάζομαι στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξε τήν πόρτα νά φύγω.

Καί ἀμέσως μέ τόν λόγο αὐτόν τοῦ Πέτρου, ὁ μουγγός θαυματουργικά θεραπεύθηκε.

Ὡμίλησε, λοιπόν, ὁ μουγγός καί τοῦ εἶπε:

-Ναί, δέσποτα, θ᾿ ἀνοίξω γρήγορα.

Ἀμέσως ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὁ Πέτρος ἐξῆλθε. Μετά ἐπῆγε ὁ πρώην μουγγός στό ἀφεντικό του καί ὡμιλοῦσε ἐνώπιον ὅλων. Ὅλοι τους ἐθαύμαζαν πού τόν ἔβλεπαν νά ὁμιλῆ καί νά ἀκούη. Μετά, ἀφοῦ σηκώθηκε, ἀνεζήτησε τόν Πέτρο, ἀλλά δέν τόν εὑρῆκε. Καί ὁ πρώην μουγγός τούς εἶπε:

-Βλέπετε ποιός εἶναι ὁ μεγάλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε: «Στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σοῦ ζητῶ, ἄνοιξέ μου τήν πόρτα». Καί ἀμέσως εἶδα ὅτι ἀπό τό στόμα μου ἐξῆλθε μία φλόγα σάν φωτιά καί ἄρχισα νά ὁμιλῶ.

Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό θαῦμα, σηκώθηκαν ὅλοι τους καί ἔτρεξαν νά τόν συναντήσουν καί νά τόν φέρουν πίσω, ἀλλά δέν τόν εὑρῆκαν. Τότε ὅλοι, ὅσοι ἔμεναν στό σπίτι τοῦ Ζώϊλου, ἦσαν στενοχωρημένοι γιά πολύ καιρό καί ἔλεγαν: «Πῶς δέν ἠξέραμε ἐμεῖς ἀπό πολύ ἐνωρίτερα ὅτι αὐτός ἦταν μεγάλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» Καί ἐδόξασαν τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔχει πολλούς κρυφούς ἐκλεκτούς Του ἐπάνω στήν γῆ.

Ἀποφεύγοντας ὁ Πέτρος τήν δόξα τοῦ κόσμου, ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἔζησε μέ πολλή ταπείνωσι μέχρι τήν κοίμησί του πρός Κύριον, στόν Ὁποῖον ἀνήκει κάθε δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

 

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

Γεράσιμος ὁ κατά Χριστός σαλός ἔζησε στήν Ρουμανία, ἔξω ἀπό τήν μονή Νεάμτσου, στήν σκήτη (μονύδριον) Βοβιντένια. Ἔμενε σέ μία μισογκρεμισμένη καλύβα. Εἶχε πάντα τήν πόρτα κλειδωμένη καί ἔμπαινε κι ἔβγαινε ἀπό τό σπασμένο τζάμι τοῦ παραθύρου. Δέν ἦταν σοβατισμένο τό καλύβι του. Ἄναβε φωτιά στό μέσον τοῦ χωμάτινου δαπέδου, ἐνῶ τό καλοκαίρι ἔβγαζε τά ροῦχα του καί ἄφηνε νά τόν τσιμποῦν τά κουνούπια τοῦ δάσους, τά ὁποῖα ἦταν καί πολύ μεγάλα. Τό πρωΐ ἔμπαινε ἀπό τό τζάμι στό καλύβι του καί ἐδιάβαζε τό ψαλτήριο. Ὁ κόσμος τόν εἶχε ὀνομάσει: «Ὁ Γεράσιμος ὁ διά Χριστόν σαλός, πού ζῆ στήν ἄκρη τοῦ δάσους».

Περπατοῦσε μέ ἀσκέπαστο τό κεφάλι του, ξυπόλυτος καί μόνο μέ ἕνα χοντρό ζωστικό, γεμᾶτο ἀπό τρύπες. Τό μεσημέρι ἔπαιρνε ἕνα καλάθι ξύλα, πηδοῦσε από τό παράθυρο καί ἐρχόταν κάτω στό μοναστήρι. Ὅταν ἐπλησίαζε, ἄρχιζε νά λέγη διάφορα ἀκατανόητα λόγια: «στό ἀρχονταρίκι, στήν ἀποθήκη, στό τυροκομεῖο μέ τά καρύδια, τά λουλούδια, τά κοκκόρια....».

Ἐρχόταν μέ τόν κάδο τοῦ τυριοῦ στό χέρι μέσα στό μαγειρεῖο καί ἤθελε νά τοῦ βάλουν ἐκεῖ μέσα φαγητό γιά νά φάη. Καί ἤθελε νά τοῦ βάζουν ὅλα ἐκεῖ μέσα: ζυμάρι ἀπό καλαμποκάλευρο (μπαζίνα), ψωμί, σοῦπα, ἐλιές... Ὅταν ἔφευγε, τούς ἔλεγε καί πάλι διάφορα ἀκατανόητα λόγια καί οἱ ἄλλοι μοναχοί γελοῦσαν μαζί του.

Μία φορά εἶχε ἔλθει μία ἀντιπροσωπεία ἀρχιερέων ἀπό τήν Ἐλλάδα. Τό μοναστήρι Νεάμτσου εἶναι τό μεγαλύτερο στήν Ρουμανία καί κάθε ἀντιπροσωπεία περνᾶ πρῶτα ἀπ᾿ αὐτή τήν Μονή. Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τότε ἦτο ὁ π. Μακάριος. Ὁ Γεράσιμος ἦλθε μέ τόν κάδο πού στραγγίζουν τό τυρί καί χωρίς νά ἔχη κάποια διακονία, ἄρχισε νά τούς λέγη διάφορα ἀσυνάρτητα λόγια.

-Τί ἔχει αὐτός ὁ μοναχός, εἶναι ἄρρωστος; Ἐρώτησαν οἱ ξένοι.

-Ναί, ἔχει κάποια βλάβη στό μυαλό του.

Καί ἕνας ἀπό τούς Πατέρες τοῦ εἶπε:

-Σιώπα ἐπί τέλους, πάτερ, ν᾿ ἀκούσω τούς μητροπολίτες πού εἶναι ξένοι καί ἦλθαν σήμερα κοντά μας νά μᾶς τιμήσουν μέ τήν παρουσία τους.

Τότε σταμάτησε καί ἐπέστρεψε στό κελλί του ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια: Ἰδού σιωπῶ, ἰδού σιωπῶ! Ἰδού σιωπῶ, ἰδού σιωπῶ!

Ἔζησε περίπου 90 χρόνια. Ὅλοι τόν ἤξεραν «Γεράσιμος ὁ σαλός». Τήν νύκτα ἀναχωροῦσε γιά τό δάσος γυμνός γιά νά τόν τσιμπᾶνε τά κουνούπια καί οἱ σκνίπες, χωρίς νά κοιμᾶται καί τό πρωΐ ἐπέστρεφε μπαίνοντας ἀπό τό παράθυρο μέσα, ὅπου καί κοιμόταν λίγο καί μετά προσευχόταν.

Ὅταν ἀπέθανε, τόν εὑρῆκαν οἱ πατέρες μ᾿ ἕνα σταυρό στό χέρι καί μέ ἕνα χαρτί στό χέρι. Κι αὐτό τό χαρτί  ἔγραφε: «Συγχωρέστε με, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί, γιά τά σκάνδαλα τά ὁποῖα σᾶς προξενοῦσα. Μή παύετε νά προσεύχεσθε γιά μένα, τόν ἁμαρτωλό, διότι δέν ἠμπόρεσα νά εὐαρεστήσω τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους ἐσκανδάλισα. Γεράσιμος ὁ ἁμαρτωλός».

Αὐτός ἦταν ὁ ὅσιος Γεράσιμος ὁ διά Χριστόν σαλός. Ἀλλά πόσοι ἅγιοι ἦταν διά Χριστόν σαλοί; Δέν βλέπετε στούς Βίους τῶν Ἁγίων; Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ ἅγιος Συμεών...Αὐτοί ἐμφανίζοντο σάν τρελλοί γιά νά τούς περιγελᾶ καί κατακρίνει ὁ κόσμος. Μέ τόν τρόπο αὐτόν κατετρόπωσαν τήν ὑπερηφάνεια καί ἀπέκτησαν  τήν ταπείνωσι, τήν ὁποίαν ἀγάπησε ὁ Χριστός.

Καί ὅταν ἔθαψαν τόν π. Γεράσιμο, ἀκοῦστε τί μέγα θαῦμα ἔγινε. Ὁ τάφος του μέ ὅλους πού ἦταν ἐκεῖ γύρω ἔτρεμε ἐπί τρεῖς φορές. Αὐτό ἔγινε μόνο ἐκεῖ στόν τάφο του καί ὄχι πιό μακριά. Μετά ἀπό 20 χρόνια, ὅταν ἔβγαλαν τά ὀστᾶ του ἦταν κίτρινα σάν τό κερί.

Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι πολλοί μοναχοί ἁγίασαν στά μοναστήρια τους διά μέσου τῶν αἰώνων. Στήν μονή Νεάμτσου ἁγίασε καί ὁ ὅσιος ἡγούμενος Παΐσιος Βελιτσικόβσκυ, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 1770 καί εἶχε πάνω ἀπό 1000 ὑποτακτικούς του μοναχούς ἀπό διάφορα ἔθνη, ρουμάνους, ἕλληνες, ρώσσους, βουλγάρους κλπ.

 ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ, ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, (+1998) "ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ", Μετάφρασις Μοναχός  Δαμασκηνός Γρηγοριάτης (2010)

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου