Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2663
Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν
30 Μαρτίου 2025
«Ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς» (Ἐφ. 2,3), «κατάρας τέκνα!» (Β΄ Πέτρ. 2,14)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Τετάρτη (Δ΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Λίγο ἀκόμη καὶ μπαίνουμε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ν᾽ ἀκούσουμε τὸ «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Θὰ ἑορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ θὰ πανηγυρίσουμε τὴν δοξασμένη ἀνάστασί του.
* * *
Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, μία ἰδέα
ἐσφαλμένη, μιὰ πλάνη καρφωμένη στὸ νοῦ πολλῶν – μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ
τὴν ξερριζώσω. Ἐνῷ θεμέλιο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας εἶνε, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος εἶνε πεπτωκώς, ἔπεσε· ὅτι δὲν εἶνε καρπὸς ὑγιής, ἔχει μέσα του
σκουλήκι, εἶνε ἁμαρτωλός, φέρει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἐν τούτοις
ἀκούγεται φωνὴ ἑνὸς Γάλλου ψευτοφιλόσοφου· Ὄχι, ὁ ἄνθρωπος εἶνε
φύσει ἀγαθός… Αὐτὴ εἶνε ἡ αἵρεσι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεό· μόνος του μπορεῖ ν᾽ ἀνορθωθῇ, νὰ σωθῇ. Τὴν ἰδέα
αὐτὴ ὅλοι οἱ καθηγηταὶ τὴ δέχονται. Εἶνε οἱ λεγόμενοι ἀνθρωπισταί· ἡ
ἰδέα τους λέγεται ἀνθρωπισμός, κ᾽ ἔχει ἐπηρεάσει πολλούς. Ἀκοῦς νὰ
λένε· Καλὸς ὁ ἕνας, καλὸς ὁ ἄλλος…, καλοὶ ὅλοι. Ἐλάχιστοι ἐξαιροῦνται
καὶ ὀρθοφρονοῦν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πρυτανεύει ὁ Τωμαδάκης.
Ὄχι, ἀδελφοί μου· εἴμαστε «τέκνα φύσει ὀργῆς» , εἴμαστε «κατάρας
τέκνα», αὐτὸ λένε οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι (Ἐφ. 2,3. Β΄ Πέτρ. 2,14). Εἶνε
κακὸς ὁ ἄνθρωπος, γεννιόμαστε κακοί· αὐτὴ εἶνε ἡ βάσι τῆς σωτηρίας.
Ἂν ζυγιστοῦμε, θὰ βρεθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς σκάρτοι, ἐλλιπεῖς. «Μανή, θεκέλ,
φάρες»· ζυγίστηκες, μετρήθηκες, βρέθηκες ἐλλιπής (Δαν. 5,25). Μᾶς
χρειάζεται ζυγαριά.
* * *
Ὑπάρχουν 3 ζυγαριές. Τὴν πρώτη τὴ φοβᾶμαι, τὴ δεύτερη τὴ φοβᾶμαι ἐπίσης· ἀλλὰ τὴν τρίτη δὲν τὴ φοβᾶμαι, αὐτὴ τὴν …τρέμω.
● Ἡ πρώτη ζυγαριὰ εἶνε
ἡ κρίσις ποὺ ἔχει ὁ κόσμος γιὰ μᾶς. Δὲν πρέπει νά ᾽μαστε ἀφιλότιμοι.
Μὴ λέμε, Δὲν μ᾽ ἐνδιαφέρει τί λέει ἡ κοινωνία… Αὐτὸς ὁ Κύριός μας
ῥωτοῦσε· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Ματθ. 16,13).
Ὡς ἱεροκήρυκας, σ᾽ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὰ Σερβικὰ σύνορα, εἶπα σὲ κάποιον·
Καλησπέρα, συναμαρτωλὲ ἀδελφέ… Θίχτηκε καὶ θύμωσε. Καὶ ὅμως, ὅπως ἔμαθα
κατόπιν, δὲν ὑπῆρχε κακὸ ποὺ αὐτὸς δὲν τό ᾽χε κάνει.
Μὴ μένεις στὴ γνώμη ποὺ ἔχεις σὺ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ νομίζεις
πὼς εἶσαι καλός. ῾Ρώτα τί λένε γιὰ σένα ἡ γειτονιά σου, ἡ οἰκογένειά
σου, ὁ ὑπηρέτης σου, ὁ στρατιώτης σου, ὁ φρουρὸς ἀστυνομικός. Ὁ
Ναπολέων εἶπε· «Οὐδείς μέγας καὶ οὐδείς τέλειος μεταξὺ τῶν
θαλαμηπόλων του». Κι ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ ἔλεγε· «Καλύτερα νὰ μᾶς ἀκοῦνε
παρὰ νὰ μᾶς βλέπουν»· γιατὶ ὅλοι, ἀπὸ κοντά, κάτι «χάνουμε». Οὔτε
αὐτὸς ὁ ἥλιος δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ κηλῖδες.
● Ἡ δεύτερη ζυγαριὰ
εἶνε τὸ θεάρεστο «Ἑαυτοὺς πειράζετε» (νὰ ἐξετάζετε δηλαδὴ τὸν ἑαυτό
σας) τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Β΄ Κορ. 13,5), τὸ σοφὸ «Ἔνδον σκάπτε» τῶν
ἀρχαίων, καὶ τὸ ·περίφημο «Γνῶθι σαυτόν» τοῦ Σωκράτη.
Ἔχουν συμβῆ στὴν ἱστορία δύο κατακλυσμοί. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ φυσικός, στὰ
χρόνια τοῦ Νῶε, τὸν ὁποῖο κακῶς ὡρισμένοι ἀμφισβητοῦν· ἔχουμε τεκμήρια,
ὅτι π.χ. βρίσκονται σὲ κορυφὲς ἀπολιθώματα θαλασσίων ὀργανισμῶν. Ὁ
ἄλλος κατακλυσμὸς εἶνε ὁ ἠθικός, ποὺ γιὰ νὰ βροῦμε τὰ ἴχνη του πρέπει νὰ
κάνουμε ἐνδοσκόπησι. Στρέφοντας πρὸς τὰ ἐντός μας τὸν προβολέα τῆς
αὐτοεξετάσεως ἐκεῖνο ποὺ θὰ διακρίνουμε εἶνε οἱ συνέπειες τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Στὴν Τοσκάνη ἕνας ζωγράφος βρῆκε ἕνα παιδάκι σωστὸ ἀγγελούδι, τὸ
ζωγράφισε καὶ κράτησε τὸ πορτραῖτο του· ὅταν τὸν τάραζε κάτι
δυσάρεστο, τὸ ἀτένιζε καὶ ἠρεμοῦσε. Μετὰ ἀπὸ χρόνια χρειάστηκε πάνω
στὴ δουλειά του ν᾽ ἀναζητήσῃ μιὰ πολὺ ἄσχημη μορφή· βρῆκε λοιπὸν ἕναν
ἄντρα –ποῦ ἀλλοῦ– στὶς φυλακές. Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ φανταστῇ τὴν
ἔκπληξί του ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο! τὸ
ἀθῷο παιδὶ εἶχε γίνει ἕνας σκληρὸς ἐγκληματίας. Ποιός ἔφταιγε γι᾽
αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἀλλοίωσι; Ποιός ἄλλος, ὁ ἴδιος, ἡ συνείδησί του. Ἔβαλε
δίπλα – δίπλα τὰ δύο πορτραῖτα καὶ ἔγραψε· στὸ ἕνα «Τὸ κάλλος τοῦ
οὐρανοῦ», στὸ ἄλλο «Ἡ ἀσχημία τῆς κολάσεως».
Ἀθῷο πλάσμα θεωροῦμε τὸ παιδί. Πλησίασε ὅμως καὶ ἐρεύνησε τὴν παιδικὴ
ψυχή. Θὰ δῇς ἰδιοτέλεια (γι᾽ αὐτὸ μαζεύει κοντά του τὸ φαῒ κι ὅ,τι ἄλλο
τοῦ ἀρέσει), πεῖσμα (πέφτει κάτω, χτυπιέται, φωνάζει), μανία
καταστροφῆς. Ἕνα μικρὸ ἀρεσκόταν νὰ βασανίζῃ μὲ σαδισμὸ ζῷα· κι ὅταν
μεγάλωσε, ἡ μικρὴ κοινωνία τοῦ νησιοῦ τους συνταράχτηκε ἀπὸ ἕνα
ἔγκλημά του· αὐτὸς δηλαδή, ποὺ μικρὸς κρεμοῦσε τὰ γατιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα,
τώρα κρέμασε τὸν …πατέρα του! (ἐδῶ πιθανὲς συνυπεύθυνοι εἶνε οἱ
ταινίες). Ἕνα ἄλλο νήπιο ζήλευε τόσο φθονερά, ὥστε βλέποντας τὴ μητέρα
του νὰ θηλάζῃ τὸ μικρότερο ἀδελφάκι του κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του καὶ
ἔσκασε!
Ὁ ῾Ρουσὼ λέει, ὅτι τὸ παιδὶ ἔχει φιλαυτία καὶ φθόνο. Εἶνε τιγράκι. Τὸ
μεγαλώνουν μὲ ἐπαίνους, τὸ ἐκθειάζουν ὡς προσωπικότητα, τὸ διαμορφώνουν
ἐγωιστικά, τὸ μαθαίνουν νὰ δικαιολογῇ τὸν ἑαυτό του, νὰ μὴν
παραδέχεται σφάλμα του, νὰ λέῃ καὶ ἀνόητα ψέματα· (ἐνῷ ὁ μικρὸς ἔφαγε
κρυφὰ τὸ γλυκό, στὴ μάνα ποὺ ῥωτάει ποιός τό ᾽φαγε, λέει· Ἡ γάτα).
Γονεῖς, ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται ὁ χαρακτήρας τοῦ παιδιοῦ. Εἶστε διατεθειμένοι
νὰ κοπιάσετε γιὰ τὴ σωστὴ ἀγωγή του; νὰ ἀξιώσετε ἀπὸ τὴν πολιτεία νὰ
κλείσουν τὰ φθοροποιὰ θεάματα; Εἴμαστε ὑπαίτιοι ἂν αὔριο μᾶς διαδεχθῇ
μία γενεὰ κατώτερη, ἀνάξια νὰ πρεσβεύῃ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντὶ νά ᾽μαστε
ἑνωμένοι στὸν ἀγῶνα, διαιρεθήκαμε σὲ φατρίες, ὁ ἕνας τοῦ τάδε κι ὁ
ἄλλος τοῦ τάδε· δὲν μαζευόμαστε νὰ στήσουμε μιὰ ἀγωγὴ ὀρθόδοξη.
Πρὸ ἐτῶν ὁ ῾Ρῶσος Κροῦστσεφ, παρὰ τὴν ἀθεΐα τῆς Μόσχας, ὅταν τοῦ
ἔδειξαν στὸ Χόλλυγουντ πορνικὲς ταινίες, κάλυψε τὰ μάτια του
ἀρνούμενος νὰ δῇ – ὑπάρχει φωτογραφία του. Στὴν περίπτωσι ἐκείνη ὁ
ἄθεος τήρησε τὸ θεϊκὸ ῥητὸ «Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ
ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118,37), «ἔβαλε τὰ γυαλιά» σὲ «Χριστιανούς».
Ὅσο κανεὶς προχωρεῖ στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης
ἀθλιότητος, διακρίνει καλύτερα. Ἂς ῥωτήσουμε λοιπὸν αὐτοὺς ποὺ
εὐρέστησαν στὸ Θεό, πῶς ἔνιωθαν ἐνώπιόν Του. ῾Ρωτᾶμε τὸν ᾽Αβραὰμ καὶ μᾶς
λέει· «Ἐγώ εἰμι γῆ (=χῶμα) καὶ σποδός (=στάχτη)» (Γέν. 18,27).
Ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, καὶ διαβάζουμε· «Ἔα δέ, ἄνθρωπος σαπρία
(=σαπίλα) καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ (=σκουλήκι)» (Ἰὼβ 25,6). ῾Ρωτᾶμε τὸν
προφήτη Ἠσαΐα καὶ μᾶς λέει· «Ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ
δικαιοσύνη ἡμῶν» (Ἠσ. 64,6), ὅτι ὅλη ἡ ἀρετή μας εἶνε σὰν ἕνα βρωμερὸ
κουρέλι. Καὶ ἂν ῥωτήσουμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, στὴν ἀρχὴ λέει ὅτι εἶνε «ὁ
ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων» (μικροῦ κύκλου· ·Α΄ Κορ. 15,9)· μετὰ λέει ὅτι
εἶνε «ὁ ἐλαχιστότερος πάντων τῶν ἁγίων» (κατώτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς
Χριστιανούς· Ἐφ. 3,8)· καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του λέει, ὅτι εἶνε ὁ
πρῶτος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τοῦ κόσμου (βλ. Α΄ Τιμ. 1,15). Ἔτσι
ἔνιωθαν οἱ ἅγιοι.
* * *
● 3η ζυγαριά.
Ἡ μία ζυγαριά, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ γνώμη τοῦ κόσμου, ἡ δεύτερη εἶνε ἡ
φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας. Καὶ τρίτη εἶνε ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ· τί θ᾽
ἀποφασίσῃ γιὰ μᾶς ὁ Θεός; Αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ ὅλα. Θὰ μᾶς
κρίνῃ ἀξίους τῆς βασιλείας του, ἢ θὰ μᾶς πῇ ὅτι εἴμαστε τέκνα ὀργῆς καὶ
κατάρας.
Τὸ χαρακτηριστικὸ ποιό εἶνε· ὅσο κανείς προχωρεῖ στὴν ἀρετὴ καὶ γίνεται
Χριστιανός, τόσο ἀποκτᾷ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλῆς του φύσεως.
Ἕνα ποτήρι νερὸ φαίνεται καθαρό· ἂν ὅμως τὸ πᾶμε στὸ χημεῖο, ἔχει ἑκατομμύρια ζουζούνια.
Ἔτσι εἶνε ὁ ψυχικός μας κόσμος. Ὅσο προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἁγιότητα, τόσο
λαμβάνει ἐπίγνωσιν τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ λέει· «Ἐκ τῶν κρυφίων μου
καθάρισόν με» (Ψαλμ. 18,13).
Ἰδού τὸ μυστήριο. Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ σὲ ἐπαινέσῃ καὶ ἐγκωμιάσῃ, ἀλλὰ
μὴν ὑπολογίζεις οὔτε στὴν κρίσι τοῦ κόσμου οὔτε στὴν κρίσι τῆς
συνειδήσεώς σου. Μόνο ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐνδιαφέρῃ, ἐκείνου ποὺ
θὰ μᾶς δικάσῃ στὸ τέλος.
Ξερω ὅτι πολλοὶ καὶ ἀπὸ σᾶς βλέπετε ἄθλια θεάματα, καὶ στὸ βάθος τῆς
συνειδήσεώς σας παίζεται κωμῳδία καὶ θεομπαιξία. Ἐρωτῶ λοιπόν· θ᾽
ἀντέξουμε στὸν ἄλλο κόσμο βλέποντας νὰ προβάλλεται σὰν ἕνα φὶλμ μπροστὰ
σὲ ὅλους ἡ ἀτομική μας ζωή, ἀπὸ τὰ μικρά μας χρόνια μέχρι τέλους, ὅτι
κάναμε, εἴπαμε, σκεφτήκαμε;
Κόσμε, δὲν σὲ λογαριάζω. Μόνο τὴν κρίσι τοῦ Θεοῦ φοβᾶμαι. Τὴν ἡμέρα
ἐκείνη ἀνοῖξτε βουνὰ καὶ πελάγη νὰ μὲ κρύψετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἀρνίου
τοῦ ἐσφαγμένου· ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνα αἰῶνος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(12-4-1964 Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν, αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 βράδυ) Τρεῖς ζυγαριὲς
Ἀπομαγνητοφωνημένη ἑσπερινὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ.
Πηγῆς 44 βράδυ τὴν 12-4-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις …-2-2025.