Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Λόγος ἀπολογητικὸς ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων

Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης, Δάσκαλος Γ΄ Ἀρσακείου – Τοσιτσείου Δημοτικοῦ Σχολείου Ἑκάλης

  Ἐπειδὴ οἱ αἱρετικοὶ κατηγοροῦν τοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι εἶναι… εἰδωλολάτρες, θὰ ἐξετάσουμε, ἂν ἡ προσκύνηση ἱερῶν ἀντικειμένων εὐσταθεῖ ἐξ ἀπόψεως ἁγιογραφικῆς καὶ ἱστορικῆς. Ἂς δοῦμε πρῶτα τὸ θέμα μας μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφή.

  Μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουμε παραδείγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βλέπουμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ προσκύνηση προσώπων, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ προσκύνηση  ὑλικοῦ ἀντικειμένου, ὅταν αὐτὴ ἀνάγεται στὴν προσκύνηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἢ  ἑνὸς ἱεροῦ προσώπου1. Στὸν ψαλμὸ 98,  5 διαβάζουμε: «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστι» δηλ. «Δοξολογῆστε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ προσκυνῆστε τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν του, διότι εἶναι ἅγιος». Ὡς ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν τοῦ Κυρίου χαρακτηρίζεται ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης καὶ κυρίως ἡ χρυσὴ πλάκα ποὺ τὴν σκέπαζε. Φυσικά, ἡ προσκύνηση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τῆς χρυσῆς πλάκας τῆς κιβωτοῦ ποὺ ἀνῆκε στὸ Θεό, δὲν σήμαινε ἀπόδοση λατρείας πρὸς τὴ χρυσὴ πλάκα τῆς κιβωτοῦ, ἀλλὰ ἀπόδοση λατρείας πρὸς  τὸ Θεό.

  Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ δεύτερο παράδειγμα: Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, μία φωτεινὴ νεφέλη τοὺς ὁδηγοῦσε. Στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ὅπου περιγράφονται ὅλα αὐτά, στὸ κεφ. 33 στίχος 10 ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς: «Ὅταν ὁ λαὸς ἔβλεπε τὴ στήλη τῆς νεφέλης νὰ στέκεται στὴν εἴσοδο τῆς σκηνῆς, ὁλόκληρος ὁ λαὸς σηκωνόταν καὶ προσ­κυνοῦσε ὁ καθένας στὴν εἴσοδο τῆς σκηνῆς του». Φυσικά, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες προσκυνοῦσαν τὸν στῦλο τῆς νεφέλης, εἶχαν συνείδηση ὅτι δὲν προσκυνοῦσαν  τὴ νεφέλη, ἀλλὰ ὅτι προσκυνοῦσαν καὶ λάτρευαν τὸ Θεό.

  Εἶναι ἐπίσης πολὺ χαρακτηριστικὴ μία σκηνὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς εὐχαριστίες του πρὸς τὸν γιό του τὸν Ἰωσήφ, σκύβει καὶ φιλᾶ τὴν κορυφὴ τοῦ ραβδιοῦ τοῦ Ἰωσήφ, ἀντὶ γιὰ τὸν ἴδιο: «καὶ προσεκύνησεν Ἰσραὴλ (Ἰακὼβ) ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ράβδου αὐτοῦ» (Γέν. 48, 31). Φυσικά, ἡ προσκύνηση ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ τῆς ράβδο ποὺ ἀνῆκε στὸν Ἰωσήφ, δὲ σήμαινε ἀπόδοση τιμῆς  πρὸς τὴ ράβδο τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλὰ ἀπόδοση τιμῆς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Ἰωσήφ.

Ὅπως εἴδαμε ἀπὸ τὰ παραπάνω παραδείγματα, ἡ προσκύνηση δὲν ἀποτελεῖ ἀναγκαστικὰ μόνο πράξη λατρείας, ὅπως λένε οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ καὶ πράξη τιμῆς. Ἡ λατρευτικὴ προσκύνηση ἀνήκει μόνο στὸν Θεό. Ἡ τιμητικὴ προσκύνηση ἀνήκει στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους.2

  Ὅσο ἀφορᾶ στὴν ἱστορικὴ ἐξέταση αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἔχουμε νὰ σημειώσουμε τὰ ἑξῆς: Οἱ εἰκόνες δὲν μπῆκαν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀλλὰ ὑπῆρχαν ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες. Οἱ πρῶτοι χῶροι συγκέντρωσης τῶν χριστιανῶν ἦταν τὰ σπίτια τους. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα, τὰ σπίτια αὐτὰ ποὺ ἔμειναν γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα εὐκτήριοι οἶκοι, ἄρχισαν νὰ ἀλλάζουν, παίρνοντας τὴ μορφὴ τῶν μετέπειτα χριστιανικῶν ναῶν, δηλ. ἕνα δωμάτιο διαμορφώθηκε σὲ βαπτιστήριο καὶ οἱ ἐπιφάνειες τῶν τοίχων διακοσμήθηκαν μὲ θέματα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.3

Ἀνάμεσα στὶς πρῶτες χριστιανικὲς ἀρχιτεκτονικὲς κατασκευὲς τῶν τριῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, συγκαταλέγονται καὶ οἱ ὑπόγειες στοές, οἱ γνωστὲς κατακόμβες. Συχνὰ οἱ κατακόμβες ἦταν διακοσμημένες μὲ τοιχογραφίες. Οἱ τοιχογραφίες περιεῖχαν θέματα  ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, πρόσωπα μαρτύρων ἢ εἶχαν συμβολικὲς παραστάσεις, ὅπως ἡ ἄγκυρα, τὸ πλοῖο, τὸ ψάρι, τὸ περιστέρι, τὸ ἀμπέλι, ὁ Καλὸς Ποιμένας ποὺ συμβόλιζε τὸ Χριστὸ κ.ἄ.

Ἑπομένως ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν ἦταν δεμένη μὲ τὴν τέχνη τῆς εἰκονογραφίας ἀπὸ τὰ πρῶτα κιόλας βήματα τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο.

Αὐτὰ ὡς πρὸς τὶς κατηγορίες τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ»4 πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους.

Ἂς δοῦμε τώρα τί ἔχουμε νὰ ἀπαντήσουμε ὡς πρὸς τὶς κατηγορίες περὶ εἰδωλολατρίας τῶν ἄλλων ἐκκλησιομάχων.5

Εἰδωλολατρία εἶναι νὰ λατρεύεις ἕνα ἀντικείμενο ὡς Θεό. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲ θεωροῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι εἴδωλο, Θεός. Θεωροῦμε τὴν εἰκόνα ὡς σύμβολο τῶν εἰκονιζόμενων προσώπων. Ἐπίσης δὲ θεωροῦμε ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι εἴδωλο, Θεός. Θεωροῦμε τὸ Σταυρὸ ὡς σύμβολο τῆς θυσίας Τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἑπομένως ἡ προσκύνηση καὶ ὁ ἀσπασμὸς τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ Σταυροῦ δὲν ἔχει λατρευτικὸ χαρακτήρα (δηλ. λατρείας τῆς ὕλης), ἀλλὰ εἶναι καθαρὰ συμβολική.6

Ἐπίσης, μία ἄλλη  βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ χριστιανικῆς εἰκόνας καὶ  ἀρχαίου εἰδώλου εἶναι ὅτι οἱ χριστιανικὲς εἰκόνες ἀναπαριστοῦν πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ὑπήρξαν πραγματικά, ἐνῷ τὰ ἀρχαῖα εἴδωλα ἀποτελοῦν ὁμοιώματα  θεῶν ποὺ ὑπῆρξαν φανταστικὰ (δηλ. ὑπῆρξαν μόνο στὴ φαντασία).

Καλὰ θὰ κάνουν οἱ διάφοροι ἐκκλησιομάχοι, τόσο οἱ παγανιστές, ὅσο καὶ οἱ μαρξιστές, προτοῦ ἐκτοξεύουν τόσο εὔκολα τὶς συκοφαντίες τους ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, νὰ σκεφτοῦν καλύτερα ποιοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ εἰδωλολάτρες.

Κι ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τοὺς δωδεκαθεϊστές, οἱ ὁποῖοι διαμαρτύρονται, ὅταν ἀποκαλοῦνται εἰδωλολάτρες. Ὁ ὅρος εἰδωλολατρία, ὅπως εἴπαμε καὶ προηγουμένως, δηλώνει τὸ συνηθέστατο γεγονὸς τῆς λατρείας ἀγαλμάτων ποὺ εἰκονίζουν ποικιλώνυμες θεότητες. Οἱ ἐθνικοὶ λάτρευαν κατὰ κυριολεξία τὰ εἴδωλα, ἀφοῦ πίστευαν ὅτι σὲ αὐτὰ κατοικοῦσε τὸ λατρευόμενο πνεῦμα, συγχέοντας τὸ πνεῦμα μὲ τὸ ἀντικείμενο ποὺ ἀπεικόνιζε τὸ πνεῦμα. Ἑπομένως ἦταν ὄντως εἰδωλολάτρες.7

Ἂς ἔλθουμε τώρα στοὺς μαρξιστές. Ἡ ἔννοια εἰδωλολατρία δὲν ἔχει μόνο ἔννοια κυριολεκτική, ἀλλὰ καὶ μεταφορική. Μὲ τὸν ὅρο αὐτό, ἐννοοῦμε καὶ τὴν ὑπερβολικὴ ἀφοσίωση σὲ κάποιο πρόσωπο, τὴν προσωπολατρία. Ἀλλὰ οἱ μαρξιστὲς εἶναι κατ’ ἐξοχὴν προσωπολάτρες. Τὸ ταριχευμένο λείψανο τοῦ Λένιν στὴν Κόκκινη Πλατεῖα τῆς  Μόσχας, μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ ἄθεοι περνοῦσαν, γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν, τί ἄλλο φανερώνει;

Ὁ Λένιν ἦταν ὁ θεός τους. Ἀλλὰ καὶ ὁ Στάλιν ὅσο ζοῦσε λατρευόταν σὰν θεός. Τὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς του διδάσκονταν νὰ προσεύχονται στὸν Στάλιν καὶ νὰ περιμένουν ἀπὸ αὐτὸν τὸ καθημερινό τους ψωμάκι! Ἑπομένως ὁ μαρξισμὸς ἀποτελεῖ μία σύγχρονη μορφὴ εἰδωλολατρίας8.

Σημειώσεις:

1. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς  Συνόδου στὴ Νίκαια τὸ ἔτος 787 μ.Χ. ἀποφάνθηκε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία δὲν σχετίζεται μὲ τὴν εἰκόνα ὡς ὑλικὸ ἀντικείμενο, ἀλλὰ ἀπευθύνεται στὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο.  2. Περισσότερα βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ἄρθρα -μελέται – ἐπιστολαί, τόμ. Α΄, Ἐν Ἀθήναις 1981, σελ. 535 – 540. Ἐπίσης, Ἀρχιμανδρίτου Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου, Διαλογικὴ Συζήτησις Εὐαγγελικῶν καὶ Ὀρθοδόξων, ἔκδ. Πουρνάρα, σελ. 197 – 220. 3. Ἕνας τέτοιος εὐκτήριος οἶκος τοῦ 230 μ.Χ. ἀνασκάφτηκε στὴ Δούρα  Εὐρωπό, στὴ Μεσοποταμία. Βλ. ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαροὺς – Μπριτάννικα, τόμος 61, σελ. 270. 4.Ἡ κακοποίηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τοὺς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τους τὸ ὄνομα. Οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ὅτι στηρίζονται στὸ χωρίο «γίνεσθέ μοι μάρτυρες» (Ἡσ. μγ΄10 ). Ἀλλὰ ὁ στίχος δὲ λέει «νὰ ὀνομάζεστε μάρτυρές μου» ἢ «ὀνομάζεστε μάρτυρές μου», ἀλλὰ «γίνετε μάρτυρές μου». Ἡ λέξη λοιπὸν «μάρτυρες» δὲν εἶναι κύριο ὄνομα, ὅπως θέλουν νὰ τὸ παρουσιάζουν οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἑταιρείας «Σκοπιά».  Περισσότερα βλ. Ἀρχιμανδρίτου Γερβασίου Ραπτοπούλου, Αἱρέσεις στὴν Ἑλλάδα, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, σελ. 20 – 29. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀρχικὰ δὲν ὀνομάζονταν ἔτσι. Ἡ πρώτη τους ὀνομασία ἦταν «Σπουδαστὲς τῶν Γραφῶν». Τὸ 1931 ἄλλαξαν γνώμη καὶ ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Μερικὲς δεκαετίες ἀργότερα ἄλλαξαν πάλι γνώμη προσθέτοντας καὶ τὸ ὄνομα «Χριστιανοί». Ἀλλὰ πόσο Χριστιανοὶ εἶναι οἱ «Μ.τ.Ι.», ὅταν στὰ ἔντυπά τους ἔχουν ἀντικαταστήσει τὰ ἀρκτικόλεξα π.Χ ( πρὸ Χριστοῦ ) καὶ  μ.Χ. ( μετὰ Χριστὸ ) ἀπὸ τὰ ἀρκτικόλεξα Π.Κ.Χ. ( πρὸ Κοινῆς Χρονολογίας ) καὶ Κ.Χ. ( Κοινῆς Χρονολογίας ); Οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ δὲ διαγράφουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τὸ ἀγαποῦν καὶ τὸ θεωροῦν ἀνώτερο ὅλων τῶν ἄλλων ὀνομάτων (Πράξ. δ΄12). 5. Μόνο οἱ ἐχθροὶ τῆς Πίστης εἶναι δυνατὸν νὰ μισοῦν τὶς εἰκόνες. Κατὰ τὸ πρῶτο ξέσπασμα τῆς ρωσικῆς ἐπανάστασης στὴν ὀρθόδοξη Ρωσία, χιλιάδες βυζαντινὲς εἰκόνες, πραγματικὰ ἀριστουργήματα τέχνης, καταστράφηκαν. Οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦσαν ἔκφραση τῆς θρησκευτικῆς πίστης τοῦ λαοῦ καὶ σὰν τέτοιες ἔπρεπε νὰ καταστραφοῦν. Οἱ ἄθεοι κομμουνιστὲς ὡς νέοι εἰκονομάχοι, ἤθελαν νὰ στερήσουν τὸ ρωσικὸ λαὸ ἀπὸ ἕνα βασικὸ πνευματικό του στήρι­γμα. 6. Βλ. Ἐπισκόπου Ἀχελῴου Εὐθυμίου, Ἀθῷος, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σελ. 182 – 185. 7. Βλ. σχετικὰ «Νεοπαγανισμός, ἡ ἀπειλὴ ἀπὸ τὸ παρελθόν», ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, σελ.  32 – 36. 8. Περισσότερα γιὰ τὴ θεοποίηση τῶν ἡγετῶν τοῦ μαρξισμοῦ, βλ. Νικολάου Βασιλειάδη, Τὸ λυκόφως τοῦ μαρξισμοῦ, ἔκδ. Ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1981, σελ. 240 – 254.

https://orthodoxostypos.gr