
(Ὁ ρόλος τῶν Χριστιανῶν εἰς τὸν κόσμον)
Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
5ον
Οὐδέποτε θὰ κάνης κάτι τέτοιο. Ἐσὺ ὁ δίκαιος κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου, δὲν θὰ εἶσαι δίκαιος κι’ ἐδῶ;».
Ἀπαντώντας ὁ Κύριος στὸν Ἀβραάμ, εἶπε: Ἐὰν εὑρίσκονται στὰ Σόδομα πενῆντα δίκαιοι, χάρις σ’ αὐτούς, δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλη καὶ τοὺς κατοίκους της. Ὁ Ἀβραὰμ παίρνει θάρρος καὶ λέει: Ἐπειδὴ ἄρχισα, θὰ μιλήσω ἀκόμα στὸν Κύριό μου. Τὸ τολμῶ, ἂν καὶ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη. Ἂν οἱ δίκαιοι εἶναι λιγότεροι ἀπὸ πενῆντα, καὶ εἶναι σαράντα πέντε, θὰ καταστρέψης τὴν πόλη, ἐπειδὴ λείπουν πέντε;
Ὁ Θεὸς ἀπαντώντας τοῦ εἶπε: Ἂν βρῶ σ’ αὐτὴ 45 δικαίους δὲν θὰ τὴν καταστρέψω. Ὁ Ἀβραὰμ τολμᾶ καὶ πάλι μειώνοντας τὸν ἀριθμὸ τῶν δικαίων σὲ 40, γιὰ νὰ λάβει τὴν διαβεβαίωση πὼς γιὰ χάρη καὶ τῶν 40 δὲν θὰ καταστρέψει τὴν πόλη. Ὁ Ἀβραὰμ συνεχίζει προκαλώντας τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, καὶ κατεβάζει τὸν ἀριθμὸ τῶν δικαίων στοὺς 30, στοὺς 20, στοὺς 10. Γιὰ νὰ λάβει καὶ πάλι τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας Του, πὼς δὲν θὰ καταστρέψει τὴν πόλη, ἔστω κι’ ἂν ὑπάρχουν σ’ αὐτὴ μόνον 10 δίκαιοι. Ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε ἄφωνος.
Ὁ συγκλονιστικὸς αὐτὸς διάλογος ἔλαβε τέλος, «Ἀπῆλθεν ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ Ἀβραάμ, καὶ Ἀβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ…».( Γενεσ. 19. 23-33). Ὁ μόνος δίκαιος ποὺ βρισκόταν στὴν ἁμαρτωλὸ πόλη ἦταν ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Λώτ.
Στοὺς στίχους 23 ἕως 33 τοῦ 19ου κεφαλαίου τῆς Γένεσης ἀναπτύσσεται, λεπτομερῶς, ὁ διάλογος Θεοῦ καὶ Ἀβραάμ. Σ’ αὐτὸν συναγωνίζονται, μὲ εὐγενέστατη ἅμιλλα, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ οἰκειότητα τοῦ δικαίου Ἀβραάμ, πρὸς τὸν Θεό. Κι’ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἡ ἀγαθότης τοῦ Δεσπότου ὑπερβαίνει πάντα λόγον καὶ πᾶσαν ἔννοιαν», καὶ προσθέτει: «Ποῖος ἐξ ἡμῶν ζῶν ἐν μέσῳ ἀνθρώπων θὰ εἶχε τοιαύτην συγκατάβασιν καὶ φιλανθρωπίαν;».
Ὁ Θεὸς ἔπαυσε πλέον νὰ ὁμιλῆ στὸν δίκαιο Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος περίμενε νὰ ἰδῆ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Τώρα θὰ φανερωνόταν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ… Ὁ Θεὸς ἄφησε τὸν Ἀβραάμ, ( τὸν ἄκουσε μὲ προσοχή), νὰ τοῦ πεῖ ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε καὶ ἐξέφραζε τὴν ἐπιθυμία του γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς πόλης. Ὁ Θεὸς σιώπησε, ἀφοῦ προηγουμένως σιώπησε ὁ δοῦλος Του. Ἡ μακροθυμία καὶ ἡ ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ εἶχε φθάσει σὲ ὁριακὸ σημεῖο. Τώρα ἦταν ἡ ὥρα νὰ ἰδῆ καὶ νὰ διδαχθεῖ ὁ πατριάρχης.
Ἔτσι ὁ Θεὸς «καταδίκασε σὲ καταστροφὴ τὶς πόλεις Σόδομα κὰ Γόμορρα καὶ τὶς ἔκανε στάχτη. Κι’ αὐτὸ γιὰ νὰ παραδειγματίζονται ὅσοι στὸ μέλλον δὲν σέβονται τὸ Θεό». (Β΄ Πέτρου 2. 6-7).
Τὸ ναυάγιον τοῦ Ἀπ. Παύλου εἰς τὴν Μελίτην
Στὸ βιβλίο «Πράξεις Ἀποστόλων» τῆς Κ.Δ. κεφ. 26-28 περιέχεται ἡ ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐνώπιον τοῦ βασιλέως Ἀγρίππα, καὶ τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του πρὸς τὴν Ρώμη. Μετὰ τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας τοῦ Παύλου, σηκώθηκαν ὁ βασιλιάς, ὁ ἡγεμόνας, ἡ Βερονίκη καὶ ὅσοι κάθονταν μαζί τους. Καθὼς ἔφευγαν ἔλεγαν μεταξύ τους: « Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἔκανε τίποτε, γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ πρέπει νὰ πεθάνει ἢ νὰ φυλακιστεῖ». Ὁ Ἀγρίππας μάλιστα, εἶπε στὸν Φῆστο: «Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπολυθεῖ, ἂν δὲν εἶχε ζητήσει νὰ δικαστεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα».
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὰ παρέδωσαν τὸν Παῦλο σὲ ἕνα ἀξιωματικὸ ὀνόματι Ἰούλιο, μὲ τὴν φροντίδα τοῦ ὁποίου θὰ μεταφερόταν στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ δικαστεῖ ἀπ’ τὸν Καίσαρα. Ἐπιβιβάστηκαν σ’ ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ Ἀδραμύττιο καὶ ξεκίνησαν. Παρέπλευσαν τὴν Κύπρο, πέρασαν ἀπ’ τὸ πέλαγος τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Παμφυλίας καὶ κατέληξαν στὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Ἐκεῖ ἐπιβιβάστηκαν σὲ πλοῖο ποὺ θὰ πήγαινε στὴν Ἰταλία. Ταξίδευαν ἀργὰ λόγῳ δυσκολιῶν ἀπὸ τὶς ἄσχημες καιρικὲς συνθῆκες. Μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφτασαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης.
Ὁ Παῦλος τοὺς προειδοποίησε ὅτι «τὸ ταξίδι θὰ γίνει μὲ ταλαιπωρία καὶ μεγάλη ζημιά, ὄχι μόνο γιὰ τὸ φορτίο καὶ τὸ πλοῖο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ ζωή μας». Δυστυχῶς δὲν ἄκουσαν τὴ συμβουλή του. Ξανοίχτηκαν στὸ πέλαγος, ὅπου συνάντησαν μεγάλη θαλασσοταραχή. Ἔριξαν στὴ θάλασσα τὸ φορτίο καὶ τὸν ἐξοπλισμὸ τοῦ πλοίου. Ἡ κακοκαιρία συνεχιζόταν καὶ μαζί της χανόταν κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Ἀπ’ τὴν μεγάλη θλίψη τους δὲν ἤθελαν νὰ φᾶνε τίποτα. Τότε ὁ Παῦλος στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς εἶπε: «Ἔπρεπε, ᾦ ἄνδρες, νὰ μὲ εἴχατε ἀκούσει καὶ νὰ μὴ ξεκινούσαμε ἀπὸ τὴν Κρήτη. Ἔτσι θὰ εἴχαμε γλυτώσει ἀπ’ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία καὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζημιά. Τώρα, ὅμως, σᾶς συνιστῶ νὰ μὴ χάσετε τὸ θάρρος σας. Κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ χαθεῖ, παρὰ μόνο τὸ πλοῖο. Τὴν περασμένη νύκτα, μοῦ φανερώθηκε ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκω καὶ τὸν ὑπηρετῶ, καὶ μοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι Παῦλε· Πρέπει νὰ ἐμφανισθεῖς στὸν αὐτοκράτορα.. Κι’ ἔτσι ὁ Θεός, γιὰ χάρη σου θὰ σώση ὅλους ὅσοι εἶναι μαζί σου στὸ πλοῖο. Γι’ αὐτὸ νὰ ἔχετε θάρρος ἄνδρες. Γιατί ἔχω ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ ὅτι θὰ γίνη, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Πρέπει νὰ προσαράξουμε σὲ κάποιο νησί».
Ἡ περιπέτεια συνεχίστηκε. Τὸ πλοῖο ἔπεσε σὲ βράχια καὶ διαλύθηκε ἀπ’ τὴ σφοδρότητα τῶν κυμάτων. Ὅλοι, ὅμως, σώθηκαν ἀπ’ τὸν πνιγμό. Αὐτό, ἡ σωτηρία τους, ἦταν τὸ δῶρο ποὺ χάρισε ὁ Θεὸς στὸν Παῦλο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀποστολὴ δὲν εἶχε ἀκόμα ὁλοκληρωθεῖ. Καμία θύελλα ἢ τρικυμία δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίση τὴν ἐπικοινωνία τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνήκουν, οὔτε τὶς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν λαό του.
Ὁ Παῦλος συνταξίδευε μὲ τοὺς ἄλλους δούλους, κατάδικους, στρατιῶτες σ’ ἕνα πλοῖο ἀπεριποίητο καὶ ἀκάθαρτο. Κι’ ὅμως ὁ ἄγγελος βρέθηκε στὸ πλευρό του. Τὸν προειδοποίησε, τοῦ προεῖπε ὅτι: α) τὸ πλοῖο θὰ ξεπέσει σ’ ἕνα νησὶ καὶ θὰ καταστραφεῖ, καὶ β) αὐτὸς (ὁ Παῦλος) «Καίσαρι δεῖ παραστῆναι». Ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στὸν Παῦλο τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι θὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη καὶ θὰ παρουσιαστεῖ στὸν αὐτοκράτορα.
Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ λύσσα τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, οἱ μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του, δὲν μποροῦν νὰ ὑπερισχύσουν τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, μέχρις ὅτου αὐτοὶ ὁλοκληρώσουν τὴν μαρτυρία τους καὶ ἐπιτελέσουν τὸ ἔργο, τὴν ἀποστολὴ ποὺ τοὺς ἀνατέθηκε. Ὁ Παῦλος πρέπει τώρα νὰ διασωθεῖ, διότι ἔχει ἀκόμα ἔργο νὰ ἐπιτελέση. Αὐτὸ ἐνισχύει τοὺς πιστοὺς δούλους τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εὑρίσκονται ἐν μέσῳ δυσκολιῶν καὶ ἐμποδίων.
Ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν ὅτι: ἐφ’ ὅσον ἔχουν νὰ ὁλοκληρώσουν κάποια θεία ἀποστολή, ὁ Θεὸς θὰ ἀγρυπνεῖ γιὰ τὴν διατήρηση καὶ τὴν προστασία τους, ὁσοιδήποτε κι’ εἶναι οἱ κίνδυνοι ποὺ ἀπειλοῦν νὰ τὴν ματαιώσουν. Εἶναι ὡς νὰ τοὺς λέγει ὁ Κύριος: «Σοὶ ἐδόθη ὡς δῶρον, ὡς εὔνοια καὶ χάρις». Στὸν Παῦλο δὲν εἶπε μόνον αὐτό, ἀλλὰ προσθέτει: Αὐτοὶ μὲν (οἱ συνταξιδιῶτες σου) ἀξίζει νὰ πεθάνουν, γιατί δὲν ἄκουσαν τὴν συμβουλή σου. Πλὴν ὅμως γιὰ χάρη σου σῴζονται.
Ἀσφαλῶς, ὁ Παῦλος εἶχε προσευχηθεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν συνταξιδιωτῶν του. Κι’ αὐτοὶ χαρίστηκαν σ’ αὐτόν. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δείχνει ὁ Κύριος, ποία καὶ πόσο μεγάλη εὐλογία μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο εἶναι οἱ δίκαιοι, οἱ εὐσεβεῖς, οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, οἱ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Ἡ θαυμαστὴ σωτηρία τῶν ἐπιβατῶν τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐλογία ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ κόσμος ἀπὸ τὴν παρουσία, τὴ ζωή καὶ προσφορὰ τῶν ἁγίων, τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων ἀνάμεσά του, δὲν ἀποτελεῖ, δὲν εἶναι λόγος ὑπερηφανείας γιὰ αὐτούς, τοὺς εὐσεβεῖς. Ἀλλὰ διδάσκει τὸ χρέος τοῦ κόσμου «ἵνα πείθωνται τοῖς ὑπ’ αὐτῶν λεγομένοις». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδεικνύει πόσο ἀβάσιμος, ψεύτικος εἶναι ὁ λόγος περὶ εἱμαρμένης καὶ τύχης. Νά, λοιπόν, λέγει ὁ Χρυσόστομος, «ἂν οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου δὲν σώζονταν χάριν τοῦ Παύλου, τότε ὅλοι θὰ εἶχαν χαθεῖ μαζὶ μ’ αὐτόν. Ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς λύτρωσε, τιμώντας ἔτσι τὸν δίκαιο (Παῦλο)».