Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Ο ΠΛΑΚΙΔΑΣ

(σημ. ΙΧΘΥΣ: Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 20 Σεπτεμβρίου.)

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Μία ἀπό τίς ἀόρατες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παντοδυναμία Του, διά τῆς ὁποίας γνωρίζει τά πάντα καί φροντίζει γι᾿ αὐτά.

Ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης τῶν καρδιῶν μας. Αὐτός μᾶς γνωρίζει καί πρίν νά γεννηθοῦμε. Γνωρίζει καί βλέπει τίς σκέψεις τοῦ νοῦ καί τά συναισθήματα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπό τό βάπτισμα καί μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, οἱ φύλακες ἄγγελοί μας γνωρίζουν τά ἔργα καί τούς λογισμούς μας, καλούς καί κακούς. Αὐτοί μετροῦν τά βήματά μας πού κάνουμε πρός τήν ἐκκλησία, πρός τήν μετάνοια, πρός τήν ἐπίσκεψι τῶν ἀσθενῶν ἤ γιά τήν ἐπιτέλεσι καί τῶν κακῶν μας ἔργων. Ἀλλά καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, μᾶς συνοδεύουν οἱ φύλακες ἄγγελοί μας, μαζί μέ τά καλά καί τά κακά μας ἔργα μέχρι τόν θρόνο τῆς κρίσεως, ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου Δικαστοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας.

Ἡ ἄπειρη καί ἀκατάληπτη γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἰσδύει μέσα στίς  καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί ἐάν βλέπει μία νικημένη καί ταραγμένη καρδιά, ἡ ὁποία ἔσφαλε ἐνώπιόν Του, δέν τήν τιμωρεῖ, ἀλλά μέ τό ἔλεός Του καί τήν Χάριν Του τήν φωτίζει καί τήν καθοδηγεῖ στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Διότι γνωρίζουμε ἀπό τήν θεία Γραφή ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀντίθετος καί ἐχθρικός στούς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στούς ταπεινούς μόνο δίνει τήν Χάρι Του. Ἐάν δέν ἀναζητήσουν τό ἔλεος καί τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ αὐτοί πού σφάλλουν καί οἱ ταπεινοί στήν καρδιά δέν εἶναι ἕτοιμοι νά ἐπιστρέψουν κοντά Του, τότε κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν θά ἠμπορέση νά σωθῆ, δεδομένου, κατά τήν μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς «ὅλοι σφάλλουμε καθημερινά»  καί «κανείς δέν εἶναι δίκαιος καί καλός ἐκτός μόνον ἀπό τόν Θεό».

Ἔτσι  ὁ Θεός καλεῖ τούς ταπεινούς στήν πίστι, στήν προσευχή στήν ἐκπλήρωσι τῶν καλῶν ἔργων, στήν εἰρήνευσι μαζί Του, στόν ἁγιασμό καί στήν πνευματική τελείωσί τους. Τούς καλεῖ ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, τούς καλεῖ στήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, στήν εὐτυχία καί τήν αἰώνια δόξα, τούς καλεῖ στήν βασιλεία μαζί Του, πού εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἡ ἱστορία πού θά σᾶς διηγηθῶ εἶναι ἀληθινή. Θά διδαχθοῦμε πολλά καί κυρίως τό ἔργο τῆς ἀγάπης καί τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἄνθρωπο.

Στόν καιρό τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐδιώκοντο οἱ χριστιανοί. Τότε ζοῦσε ἕνας χριστιανός μέ τό ὄνομα Πλακίδας. Ἦταν στρατηγός στό ἐπάγγελμα.

Καταγόταν ἀπό περιφανές καί ἔνδοξο γένος, ἀπό πλουσίους γονεῖς. Ἦταν τόσο γενναῖος στούς πολέμους, ὥστε, ἀκόμη καί ὅταν ἄκουαν τό ὄνομά του οἱ ἐχθροί, ἐτρόμαζαν. Ἀκόμη ἦταν διδάσκαλος τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ στήν τέχνη τοῦ πολέμου καί σ᾿ ὅλους τούς πολέμους ἔδειχνε μεγάλη ἀνδρεία ἀκόμη κι ἀπό τόν καιρό τοῦ βασιλέως Τίτου (79-81), ἐνῶ κατόπιν τιμήθηκε πολύ περισσότερο ἀπό τόν βασιλέα Τραϊανό (98-117).

Ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρης καί προσκυνοῦσε τούς ψεύτικους θεούς, ἀλλά ἡ ζωή καί τά ἔργα του ἦταν χριστιανικά. Δηλαδή ἔτρεφε τούς πεινασμένους, ἐνέδυε τούς γυμνούς, βοηθοῦσε τούς ἐμπεσόντες σέ κινδύνους καί ἐλευθέρωνε πολλούς δούλους καί φυλακισμένους. Καί ἀκόμη πολύ περισσότερο χαιρόταν, ὅταν μποροῦσε νά κάνη κάποιο καλό ἔργο στούς ἄλλους, δίνοντας χέρι βοηθείας στούς κινδυνεύοντες, παρά ὅταν νικοῦσε μέ τό σπαθί του τούς ἐχθρούς. Ζοῦσε σάν ἕνας ἄλλος Κορνήλιος, ὅπως μᾶς διηγεῖται τό βιβλίο «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε ὅλα τά καλά ἔργα, χωρίς ὅμως νά ἔχει γνωρίσει τόν Χριστό. Ἀλλά αὐτό, ζωή χωρίς τόν Χριστό εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς!

Ἔτσι ὁ Πλακίδας καί ἡ γυναῖκα του ἦσαν πολύ καλοί καί ἐλεήμονες πρός ὅλους, ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Τούς ἀπόμενε μόνο μία μεγάλη ἀνάγκη. Νά γνωρίσουν τόν ἀληθινό Θεό, τόν ὁποῖον τιμοῦσαν μέ τά ἔργα τους, ὄχι ὅμως μέ τήν καρδιά τους, διότι δέν τόν ἐγνώριζαν ἀκόμη.

Ἔτσι, ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ Ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί δέν παραβλέπει αὐτούς πού κάνουν τά καλά ἔργα, δέν παρέβλεψε κι αὐτόν τόν ἐνάρετο ἄνδρα καί δέν τόν ἄφησε νά χαθῆ στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας. Τόν ἐκάλεσε, διότι ἀπ᾿ ὅλα τά ἔθνη καλεῖ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται. Τοῦ ἔδειξε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας μέ τόν ἑξῆς θαυμαστό τρόπο:

Μία ἡμέρα ὁ Πλακίδας ἐπῆγε, κατά τήν συνήθειά του, γιά κυνήγι ἀγρίων ζώων μέ τούς δούλους του. Ἐκεῖ εὑρῆκε ἕνα κοπάδι ἀπό ἐλάφια. Μέ τά ἄλογά τους ὅλη ἡ ὁμάδα τῶν κυνηγῶν ἀκολουθοῦσαν τό κοπάδι τῶν ἐλαφιῶν. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ἕνα μεγαλύτερο ἐλάφι, τό ὁποῖον ὁ Πλακίδας ἤθελε, ἄν μποροῦσε νά τό πιάση ζωντανό. Ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πολλούς δούλους του καί ἀκολουθοῦσε πλέον τό ἐλάφι αὐτό μέ ὀλίγους στρατιῶτες του. Ὁ Πλακίδας ἔχοντας πιό δυνατό ἄλογο μπῆκε μέσα στό δάσος, διότι πρός τά ἐκεῖ κατευθύνθηκε τό ἐλάφι. Ὅσο καί νά ἔτρεχε ὀπίσω του, δέν μποροῦσε νά τό πλησιάση, διότι τό ἐλάφι πέρασε ἕνα φαράγγι καί ἀνέβηκε ἐπάνω σέ μία πέτρα ὑψηλή καί ἐκύτταζε ἀπό μακριά τόν στρατηγό. Ὁ Πλακίδας πλησίασε ὅσο μποροῦσε καί σκεπτόταν νά τό κτυπήση μέ τό βέλος του. Στάθηκε ἀπέναντί του καί τό ἐκύτταζε κουρασμένος καί προβληματισμένος. Βλέποντας τό ζῶο, τοῦ ἀπεκαλύφθηκε ὡς ἑξῆς ὁ Ἰησοῦς Χριστός:

Φάνηκε ἕνας φωτεινός σταυρός ἀνάμεσα στά κέρατα τοῦ ζώου καί ἐπάνω στόν σταυρό ἔβλεπε ἀπό μακριά ὁ Πλακίδας τόν Χριστόν έσταυρωμένον. Παρεξενεύθηκε ἀπ᾿ αὐτό τό ὄραμα καί ταυτόχρονα ἄκουσε μία φωνή πού τοῦ ἔλεγε:

-Γιατί μέ διώχνεις, Πλακίδα;

Καί ἀμέσως, μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν θεϊκή φωνή, ἔπεσε ἀπό τόν φόβο του κάτω ἀπό τό ἄλογο σάν νεκρός. Κατόπιν, ἀφοῦ συνῆλθε λίγο καί στάθηκε στά πόδια του, ἐρώτησε:

-Καί ποιός εἶσαι Σύ, Κύριε, πού μέ καλεῖς μέ τό ὄνομά μου;

-Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, πού γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἔγινα ἄνθρωπος, μέ τό θέλημά Μου σταυρώθηκα καί ὑπέμεινα τά βάσανα ἐπάνω στόν σταυρό Μου. Ἐσύ, χωρίς νά μέ γνωρίζεις, μέ τιμᾶς μέ τά καλά σου ἔργα καί τίς ἐλεημοσύνες σου, πού φθάνουν μέχρι τόν θρόνο Μου καί ἦλθα ἀπό ἀγάπη νά ὁδηγήσω καί σένα στήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό σοῦ φανερώθηκα μέ αὐτό τό ζῶο γιά νά Μέ γνωρίσης καί νά ἑνωθῆς μέ τούς πιστούς δούλους Μου, διότι δέν θέλω, ἄνθρωπος πού κάνει δίκαια ἔργα, νά παραμένη μέσα στίς παγίδες τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ διαβόλου.

Ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπό τό ἔδαφος ὁ Πλακίδας, δέν εἶδε γύρω του κανέναν καί εἶπε:

-Τώρα, Κύριε, πιστεύω ὅτι σύ εἶσαι ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί ὁ Ποιητής ὅλης τῆς δημιουργίας. Λοιπόν, Ἐσένα προσκυνῶ καί ἀπό σήμερα δέν θά ἔχω ἄλλο  Θεόν, ἐκτός ἀπό Ἐσένα. Δίδαξέ με τί νά κάνω!

Καί ἄκουσε καί πάλι  τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ πού τοῦ ἔλεγε:

-Νά πᾶς σ᾿ ἕνα χριστιανό ἱερέα νά βαπτισθῆς καί μετά ἐκεῖνος θά σέ διδάξη τήν ὁδό τῆς σωτηρίας σου.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Πλακίδας ἐγέμισε ἀπό χαρά καί ταπείνωσι καί γονατίζοντας προσκυνοῦσε μέ δάκρυα τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἀποκαλύφθηκε, καί Τόν εὐχαριστοῦσε. Χαιρόταν πνευματικά διότι ἀξιώθηκε αὐτοῦ τοῦ μεγάλου δώρου, μέ τό ὁποῖο ὡδηγήθηκε στήν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στήν ἀληθινή ὁδό τῆς σωτηρίας. Μετά, ἀνεβαίνοντας τό ἄλογό του, ἐπέστρεψε μέ τήν συνοδία του χαρούμενος, χωρίς νά πληροφορήση κανέναν γι᾿ αὐτό πού τοῦ συνέβη.

Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του, ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως τήν γυναῖκα του καί τῆς εἶπε ὅλα αὐτά πού εἶδε. Τότε καί ἐκείνη τοῦ εἶπε:

-Κι ἐγώ τήν περασμένη νύκτα, ἄκουσα κάποιον πού μοῦ ἔλεγε: «Ἐσύ καί ὁ ἄνδρας σου καί τά παιδιά σας θά ἔλθετε αὔριο σέ Μένα καί θά Μέ γνωρίσετε. Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, πού δίνω τήν σωτηρία σ᾿ αὐτούς πού μ᾿ ἀγαποῦν». Ὁπότε λοιπόν, ἄς μή καθυστεροῦμε, ἀλλά ἄς πᾶμε νά κάνουμε αὐτά πού διέταξε ὁ Χριστός.

Ἀφοῦ ἐξημέρωσε ἐκείνη ἡ νύκτα, ὁ Πλακίδας διέταξε τούς δούλους του νά ψάξουν νά εὕρουν κάποιον χριστιανό ἱερέα. Νά τοῦ γνωστοποιήσουν ὅτι τόν ζητεῖ ὁ στρατηγός Πλακίδας. Πράγματι οἱ στρατιῶτες ἐπέστρεψαν καί ἔδωσαν τίς ἀπαραίτητες πληροφορίες γιά τόν ἱερέα. Κατόπιν ὁ Πλακίδας μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά τους ἐπῆγαν στό σπίτι τοῦ ἱερέως π. Ἰωάννου, ἔτσι ὠνομαζόταν,  καί τοῦ εἶπαν τά πάντα λεπτομερῶς, πῶς τούς ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός καί ἐζήτησαν νά λάβουν τό ἅγιο Βάπτισμα.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ ἱερεύς, ἐδόξασε τόν Θεό, πού συνάζει ἀπό τά ἔθνη τούς ἐναρέτους δούλους Του καί τούς ἐδίδαξε τήν ἁγία πίστι, λέγοντάς τους τίς βασικές ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κατήχησι, τούς ἐβάπτισε στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στό Βάπτισμά του ὁ Πλακίδας ἐπῆρε τό ὄνομα Εὐστάθιος, ἡ γυναῖκα του τό ὄνομα Θεοπίστη καί τά παιδιά τους ὠνομάσθηκαν Ἀγάπιος καί Θεόπιστος.

Μετά ὁ ἱερεύς τούς ἔδωσε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί τούς εὐλόγησε νά γυρίσουν στό σπίτι τους μέ εἰρήνη λέγοντάς τους:

-Ὁ Θεός νά εἶναι μαζί σας, Αὐτός πού σᾶς ἐφώτισε μέ τό φῶς τῆς γνώσεώς Του καί σᾶς ἐκάλεσε γιά τήν κληρονομία τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Αὐτοί ἐπῆγαν στό σπίτι τους ἀναγεννημένοι ἀπό τήν χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί μέ μία ἀπερίγραπτη χαρά, διότι  εἶχαν φωτισθῆ οἱ ψυχές τους καί εἶχαν γεμίσει ἀπό μία ἀνεκλάλητη γλυκύτητα, ὥστε ἠσθάνοντο ὅτι εὑρίσκοντο στόν οὐρανό καί ὄχι ἐπάνω στήν γῆ.

Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀνεβαίνοντας  στό ἄλογο ὁ Εὐστάθιος, ἐπῆρε καί μερικούς πιστούς δούλους του καί ἐπῆγε στόν τόπο, ὅπου τοῦ ὡμίλησε ὁ Χριστός γιά νά Τόν εὐχαριστήση γιά τήν ἀνείπωτη χαρά πού ἔλαβε. Φθάνοντας ἐκεῖ, εἶπε στούς δούλους του:

-Πηγαίνετε νά κυνηγήσετε κι ἐγώ ἔχω μιά ἄλλη δουλειά.

Κατέβηκε ἀπό τό ἄλογο, ἔπεσε κάτω στό ἔδαφος καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τό ἄπειρο ἔλεός Του, διότι Τόν εὐλόγησε μέ τό φῶς τῆς ἁγίας πίστεως, καθώς καί ὅλη τήν οἰκογένειά του. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή καί ἐμπρός ἐμπιστεύθηκε στά χέρια τοῦ Κυρίου τά πάντα ἔχοντας τήν ἐλπίδα του σ᾿ Αὐτόν καί ἄφησε τήν ζωή του νά τήν κατευθύνη ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Του. Ὅπως ΕΚΕΙΝΟΣ θέλει καί γνωρίζει.

Τότε ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τούς πειρασμούς καί τίς περιπέτειες πού θά γνωρίση στήν ζωή του. Ἰδού ἀκριβῶς τί τοῦ εἶπε:

-Εὐστάθιε, πρέπει νά φανοῦν τά ἔργα τῆς πίστεώς σου σέ Μένα, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σου καί ἡ ἀγάπη σου σέ Μένα. Αὐτά ἀποκαλύπτονται ὄχι μέσα στόν πλοῦτο τῆς ζωῆς, στίς ἀπολαύσεις καί στήν κενή δόξα τοῦ ἀξιώματος, ἀλλά μέσα ἀπό τήν πτωχεία καί τούς πειρασμούς. Γι᾿ αὐτό θά δοκιμάσης πολλούς πειρασμούς καί κινδύνους, ὅπως παλαιότερα ὁ Ἰώβ, διότι θά πρέπει νά δοκιμασθῆτε σάν τό χρυσάφι στήν φωτιά. Καί στό τέλος ἀπό Μένα θά λάβης τό στεφάνι τῆς ἄνω ζωῆς ἀπό τά χέρια Μου.

Καί ὁ Εὐστάθιος τοῦ εἶπε:

-Κύριε, ἰδού εἶμαι ἐνώπιόν Σου, κάνε μέ μένα ὅ,τι ὁρίζεις. Εἶμαι ἕτοιμος νά δεχθῶ μέ κάθε εὐχαρίστησι ὅ,τιδήποτε ἔλθη ἀπό τά χέρια Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος. Τιμωρεῖς σάν Πατέρας μέ τό ἔλεός Σου, ὅταν τό πλάσμα Σου δέν δέχεται τήν πατρική σου ἐντολή. Ἀλήθεια, εἶμαι ἕτοιμος νά ὑποφέρω σάν ἕνας δοῦλος Σου καί νά ὑπομείνω κάθε δοκιμασία πού θά ἔλθη ἐπάνω μου, μόνο νά μείνη ἡ παντοδύναμη βοήθειά Σου κοντά μου.

Καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Ἰησοῦ:

-Πότε θέλεις νά δεχθῆς τίς δοκιμασίες: τώρα ἤ τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς σου;

Καί ὁ Εὐστάθιος τοῦ ἀπήντησε:

-Κύριε, ἐάν δέν μπορῶ νά περάσω τούς πειρασμούς, δός μου τώρα νά ὑπομείνω τούς κινδύνους, μόνο νά μοῦ στείλης τήν βοήθειά Σου νά μή μέ νικήση ἡ κακία μου, ἀλλά νά μείνω πάντα αἰχμαλωτισμένος ἀπό τήν ἀγάπη Σου.

Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε:

-Ἔχε θάρρος, Εὐστάθιε καί ἡ Χάρις Μου θά εἶναι μαζί σου καί θά σέ σκεπάζη! Ὅταν θά φθάσης στό βάθος τῆς ταπεινώσεως, ἐγώ θά σέ ἀνυψώσω καί θά σέ δοξάσω, ὄχι μόνο στόν οὐρανό ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων Μου, ἀλλά καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, διότι, μετά ἀπ᾿ αὐτούς τούς πολλούς πειρασμούς, ἐγώ θά σέ παρηγορήσω καί στίς πρώτες θέσεις τῆς βασιλείας θά σέ ἐπαναφέρω. Ἀλλά ἐσύ μήν χαρῆς ἀπό τήν ἐφήμερη κοσμική δόξα, διότι τό ὄνομά σου εἶναι γραμμένο στούς καταλόγους τοῦ οὐρανοῦ.

Αὐτά συνωμίλησε ὁ Εὐστάθιος μέ τόν ἀόρατο Θεό στό δάσος καί ἡ ψυχή του ἐγέμισε ἀπό μία θεία χαρά καί ἱκανοποίησι. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του μέ φλογισμένη τήν καρδιά του ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, δέν ἐκράτησε μυστική αὐτή τήν συνομιλία του, ἀλλά τήν ἀνεκοίνωσε καί στήν γυναῖκα του. Τῆς εἶπε ὅτι θά ἔλθουν κατεπάνω τους πολλές συμφορές καί στενοχώριες, τίς ὁποῖες θά πρέπει νά τίς ὑπομείνουν μέ ἀνδρεία γιά τόν Κύριο. Ἐάν θά ὑπομείνουν ὅλα αὐτά τά βάσανα, τότε ὁ Κύριος θά τούς ξαναδώση τήν χαρά στήν ζωή τους καί τήν ἀπόλαυσι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ἀκούοντας αὐτά ἡ σοφή γυναῖκα του, τοῦ εἶπε:

-Ἄς γίνει στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο νά παρακαλοῦμε νά μᾶς δίνει τήν ἀγαθότητά Του καί πολλή ὑπομονή.

Ἔτσι ἄρχισαν νά ζοῦν σάν πιστοί χριστιανοί ἀγωνιζόμενοι μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς καί κάθε καλό ἔργο μέ ἐπιμέλεια, περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἔκαμαν πρίν βαπτισθοῦν. Ὁ Θεός τούς καθωδηγοῦσε μέ τήν Χάρι Του καί τούς ἐγέμιζε τίς ψυχές μέ θεία ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀναξιοπαθούντας καί φορτωμένους μέ τά βιοτικά τους προβλήματα, διότι δέν ἦσαν λίγοι στήν μεγάλη αὐτή ρωμαϊκη πρωτεύουσα.

Ὅμως μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἄρχισαν νά ἐκπληρώνωνται τά ὅσα τούς ἀπεκάλυψε πρό καιροῦ ὁ Κύριος.

Ἔτσι, μέ παραχώρησι Θεοῦ, ἦλθαν ἀσθένειες καί ὁ θάνατος στό σπίτι τους. Ὑπηρέτες καί δοῦλοι τους καί τά ζῶα τους ἀσθενοῦσαν καί ἀπέθνησκαν μπροστά ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέθαναν σχεδόν ὅλοι οἱ δοῦλοι τους, τά ζῶα τους, μικρά καί μεγάλα πού εἶχαν στό σπίτι τους. Ἀκόμη ληστές ἐμπῆκαν τήν νύκτα μέσα καί ἔκλεψαν τό νοικοκυριό τους. Ἐάν εἶχε ἀκόμη ἀπομείνει κι ἕνας δοῦλος ζωντανός, μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια, ἔπεφτε πεθαμένος στό πάτωμα.

Σέ λίγο καιρό αὐτός ὁ ἔνδοξος πλούσιος καί εὐεργέτης τῶν πτωχῶν, ἐπτώχυνε ὁ ἴδιος. Ἀλλά δέν ἀγανάκτησε, οὔτε στενοχωρήθηκε ἀπ᾿ αὐτά τά παθήματά του. Ὅλα ὅσα τοῦ συνέβαιναν γύρω του δέν διαμαρτυρόταν, ἀλλά εὐχαριστοῦσε τόν Κύριο σάν ἕνας νέος Ἰώβ. Καί ἔλεγε: «Ὁ Κύριος μοῦ τά ἔδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τά ἐπῆρε. Καθώς ἤθελε ὁ Κύριος, ἔτσι καί ἔγιναν. Ἄς εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον».

Ἀκόμη ἔδινε κουράγιο καί στήν γυναῖκα του γιά νά μή στενοχωριέται μέ τίς δοκιμασίες πού τούς κτυποῦσαν συνεχῶς. Ἀλλά ἐκείνη τόν παρηγοροῦσε περισσότερο καί οἱ δυό τους μαζί ὑπέμεναν τά πάντα μέ εὐχαρίστησι ἐμπιστευόμενοι στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί παρηγορούμενοι ὅτι ἡ ἐλπίδα τους στόν Χριστό δέν θά τούς ἐντροπιάση.

Ἔτσι λοιπόν, βλέποντας ὁ Εὐστάθιος τόν ἑαυτό του πτωχόν καί ἄσημον σκέφθηκε ν᾿ ἀπομακρυνθῆ ἀπ᾿ ὅλους τούς γνωστούς του καί μέ τήν οἰκογένειά του νά πάη σέ μία ἄλλη ξένη χώρα, μακριά ἀπό τήν πατρίδα του, ὅπου ὅλοι τόν ἐγνώριζαν. Ἐκεῖ σκεπτόταν, θά συνεχίση νά ὑπηρετῆ τόν Κύριο καί νά ζῆ μέ ταπείνωσι γιά τήν σωτηρία του στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀφοῦ συνεζήτησαν τό θέμα αὐτό μέ τήν γυναῖκα του καί τελικά συμφώνησαν, ἀπεφάσισαν ἡ ἔξοδός τους ἀπό τήν πόλι τῆς Ρώμης νά γίνη νύκτα. Ἔτσι καί ἔκαμαν. Παίρνοντας κρυφά λίγα προσωπικά τους ἀντικείμενα, ὅ,τι τούς ἀπέμειναν, τά δύο παιδιά τους, ἄλλαξαν καί τά βασιλικά τους ροῦχα φορώντας πτωχικά καί χωριάτικα καί χάθηκαν μέσα στήν νύκτα. Θά ἠμποροῦσε ὁ Εὐστάθιος ὄντας ὁ ἴδιος ἀπό περιφανές γένος νά δημιουργήση καί πάλι τά ἴδια καί περισσότερα ἀγαθά, ἀλλά ἄφησε τά πάντα καί τό σπίτι καί τήν πατρίδα του γιά νά γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πόθος τους ἦταν νά γίνουν ἀκόμη καί σκουπιδιαραῖοι, μόνο νά μή χάσουν τήν βοήθεια καί τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Προτίμησαν νά ζοῦν ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους, χωρίς τήν παραμικρή ἀνθρώπινη ἀπό κἄπου ὑποστήριξι.

Ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς τους εἰδοποίησαν στ᾿ἀνάκτορα ὅτι ὁ στρατηγός Πλακίδας κρύφθηκε μέ τήν οἰκογένειά του καί δέν ξέρει κανείς πού εὑρίσκεται. Ἀποροῦν ὅλοι καί ὁ βασιλεύς ἰδιαίτερα τί συνέβη μέ τόν ἀνδρεῖο στρατηγό. Ἐσκέπτοντο μήπως τούς ἐσκότωσαν κάποιοι ἀπό τούς ἐχθρούς του; Καί δέν ἤξερε κανείς νά εἰπῆ κάτι γιά τήν ὑπόθεσι μέ τήν οἰκογένεια αὐτή. Ὁπότε ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως ἔτρεχαν στήν περιοχή πού ἔμενε ὁ στρατηγός νά ἐξετάσουν καί νά μάθουν ποῦ εὑρίσκεται. Κανείς βέβαια δέν ἐγνώριζε τά σχέδια καί τόν νοῦν τοῦ Θεοῦ. Ἤ ποιός εἶναι σύμβουλός Του;

Ἐτσι, ὁ Εὐστάθιος εὑρεθείς σέ κάποιο ἄγνωστο τόπο μέ τήν οἰκογένειά του, εἶπε στήν γυναῖκα του:

-Μέχρι πότε θά ζοῦμε ἔτσι; Πᾶμε καλλίτερα πιό μακριά, γιά νά μή μᾶς γνωρίση κανείς καί προκαλέσουμε πόνο καί θλίψι στούς ἀνθρώπους μέ τήν κατάντια μας.

Παίρνοντας, λοιπόν, τά παιδιά τους ἐπῆραν τήν ὁδό πρός τά μέρη τῆς Αἰγύπτου. Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἔφθασαν στή θάλασσα.

Ἐκεῖ στό λιμάνι εὑρῆκαν κάποιο πλοῖο πού θά ἐπήγαινε γιά τήν Αἴγυπτο. Μπῆκαν μέσα καί ἄρχισαν νά ταξιδεύουν. Ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου ἦταν πολύ βάρβαρος ἄνθρωπος. Βλέποντας τήν γυναῖκα τοῦ Εὐσταθίου ὅτι ἦταν ὡραία, σκέφθηκε πονηρά στήν καρδιά του θέλοντας νά τήν πάρη δική του ἀπό τόν πτωχό τόν ἄνδρα της. Ὁπότε, ὅταν ἔφθασαν στό λιμάνι στό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατέβουν ἀπό τό πλοῖο, ὁ καπετάνιος ἐπῆρε τήν γυναῖκα τοῦ Εὐσταθίου στό δωμάτιό του ἀντί γιά τά εἰσιτήριά τους. Ὁ Εὐστάθιος ἀντιθέτως δέν ἤθελε νά τήν δώση, ἀλλά καί δέν μποροῦσε νά κάνη τίποτε περισσότερο. Ἔτσι ὁ βάρβαρος ἐκεῖνος βγάζοντας τό σπαθί του, ἀπείλησε νά σκοτώση τόν Εὐστάθιο καί νά πετάξη τό κεφάλι του στήν θάλασσα. Καί δέν ὑπῆρχε κανείς νά βοηθήση τόν Εὐστάθιο. Ἄρχισε νά κλαίη. Ἔπεσε στά πόδια αὐτοῦ τοῦ βαρβάρου ἀνθρώπου καί τόν παρακαλοῦσε νά μήν τόν χωρίση ἀπό τήν σύζυγό του. Ἀλλά καί πάλι δέν ἐπέτυχε τίποτε, διότι αὐτός ὁ παράνομος τοῦ εἶπε μέ ὀργή:

-Ἤ θά κλείσης τό στόμα σου, ἐάν θέλης νά ζήσης, ἤ θά πεθάνης ἀμέσως τώρα μέ τό σπαθί μου καί ἡ θάλασσα θά γίνη ὁ τάφος σου.

Τότε ὁ Εὐστάθιος ἐξῆλθε ἀπό τό πλοῖο κλαίγοντας καί ἀναστενάζοντας μέ τά δύο παιδιά του. Ὁ πηδαλιοῦχος ἀπεμάκρυνε τό πλοῖο ἀπό τό λιμάνι, ἐσήκωσε τά πανιά καί ἀπομακρυνόταν άπό τήν ξηρά. Τί φοβερός ἦταν αὐτός ὁ χωρισμός μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ!

Ὁ Εὐστάθιος μέ τά παιδιά του ἀπό τή  ξηρά καί ἡ γυναῖκα του μέσα ἀπό τό καράβι ἀλληλοκυττάζοντο γιά λίγο καί ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι. Ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά περιγράψη τόν πόνο, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς τους; Ἀφοῦ τό καράβι χάθηκε ἀπό τά μάτια του, ὁ Εὐστάθιος μέ δύο παιδιά τους προχώρησαν χωρίς νά ξέρουν ποῦ πηγαίνουν. Ἤξερε ὁ Εὐστάθιος ὅτι τώρα ὁ Θεός τόν δοκίμαζε στήν πίστι του, διότι μέ τήν ὑπομονή σ᾿ αὐτές τίς συμφορές θά φθάση στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἀκόμη δέν εἶχε τελειώσει ἡ συμφορά του μέ τήν ἁρπαγή τῆς γυναίκας του καί μεγαλύτεροι ἀπό τούς πρώτους πειρασμοί τόν ἐπερίμεναν. Βαδίζοντας στή  ξηρά μέ τά δύο παιδιά συνάντησε στόν δρόμο του ἕνα ποτάμι, πού κατέβαζε ὁρμητικά τά νερά του. Δέν ὑπῆρχε γέφυρα καί ἔπρεπε ὅμως νά περάση ἀπέναντι. Λόγῳ τῶν ὁρμητικῶν νερῶν δέν μποροῦσε νά πάρη στά χέρια του καί τά δύο παιδιά του καί νά περάση κολυμβώντας στήν ἄλλη ὄχθη. Καί τί ἔκανε;

Ἄφησε στήν μία ὄχθη τό ἕνα παιδί, ἅρπαξε τό ἄλλο καί μπῆκε στό ποτάμι μέ σκοπό νά τό περάση ἀπέναντι. Τό ἄφησε καί ἐπέστρεφε νά πάρη καί τό ἄλλο. Ὅταν εἶχε φθάσει στήν μέση τοῦ ποταμοῦ, τό παιδί του ἐκραύγασε δυνατά. Σηκώνοντας τά μάτια του ψηλά καί βλέποντας πίσω, εἶδε ἕνα λιοντάρι, πού ἅρπαξε τό παιδί καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο.

Ὁ Εὐστάθιος στεκόταν καί ἐφώναζε μέ πολλή θλίψι. Ἐκύτταζε τό θηρίο πού εἶχε τό ἕνα παιδί του στό στόμα του καί ἐξαφανιζόταν πρός τό δάσος. Κατόπιν ἐπέστρεψε πίσω γιά νά πάρη τό ἄλλο παιδί πού ἄφησε. Πρίν ἀκόμη πατήση στήν ἄλλη ὄχθη, εἶδε ταραγμένος ἕνα λύκο πού ἦλθε καί ἅρπαξε τό παιδί του καί ἔφυγε γιά τό δάσος.

Κτυπημένος τώρα ὁ στρατηγός μέ δοκιμασίες ἀπό κάθε μεριά ἐστέναζε καί πνιγόταν στά δάκρυά του. Ποιός νά περιγράψη τούς πόνους τῆς καρδιᾶς του, τά ἀναφιλητά του καί τά ποτάμια δάκρυά του; Πρῶτα στερήθηκε τήν γυναῖκα του, ἡ ὁποία τόν παρηγοροῦσε στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς του. Κατόπιν ἔχασε τά παιδιά του στά ὁποῖα ἤλπιζε ὅτι μελλοντικά θά τοῦ συμπαρασταθοῦν στίς περιπέτειές του. Εἶναι θαῦμα πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔμεινε ζωντανός καί δέν ἔκανε κάτι κακό στήν ζωή του. Πῶς δέν πνίγηκε καί ὁ ἴδιος, ὅταν ἔχασε τά παιδιά του καί ἦταν σχεδόν στό μέσον τοῦ ποταμοῦ;  Ὅμως τόν ἐνδυνάμωνε στήν ὑπομονή ἡ δεξιά τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Αὐτός τοῦ ἔδωσε αὐτούς τούς πειρασμούς, Αὐτός θά τοῦ δώση τώρα καί τήν ὑπομονή.

Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό ποτάμι, στάθηκε ἔξω καί ἔκλαυσε ἀρκετά. Κατόπιν ἐπῆρε τόν δρόμο συνεχίζοντας νά κλαίη. Ἔπαιρνε κουράγιο μόνο μέ τήν σκέψι στόν Παράκλητο Θεό στόν Ὁποῖον ἐπίστευε καί γιά τόν Ὁποῖον τά πάντα ὑπέφερε. Καί δέν ἐγόγγυσε κατά τοῦ Θεοῦ νά τοῦ εἰπῆ:

-Ἰδού, Θεέ μου, μέ κάλεσες μέ τήν γυναῖκα μου νά σέ γνωρίσουμε καί τήν ἔχασα ἀπό τήν ζωή μου. Ποιά ὠφέλεια ἔχω πλέον νά πιστεύω, ἀφοῦ εἶμαι σέ πιό χειρότερη κατάστασι ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἔτσι, Ἐσύ ἀγαπᾶς τούς χριστιανούς σου ὥστε νά χωρίζονται ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί νά διαλύωνται;

Τίποτε ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀπελπιστικές σκέψεις δέν κράτησε στόν νοῦ του αὐτός ὁ δίκαιος καί ὑπομονετικός ἄνδρας, ἀλλά, ταπεινούμενος, προσκύνησε τόν Θεό καί Τόν εὐχαρίστησε  γι᾿ αὐτή τήν δοκιμασία του.

Καί ὁ Θεός πού τά πάντα κάνει γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας, καθώς εἶδε τόν Ἰωνᾶ ἀβλαβῆ μέσα στήν κοιλία τοῦ κήτους, ἔτσι καί τά παιδιά πού ἀρπάχθηκαν ἀπό τά θηρία, τά διεφύλαξε ὑγιῆ στά στόματά τους. Διότι τό λιοντάρι τρέχοντας μέ τό παιδί στό στόμα του, δέν τό ἐτραυμάτισε καθόλου. Ὅταν ἔφθασε στό δάσος, τό εἶδαν μερικοί τσοπάνηδες καί ἔτρεξαν μέ ρόπαλα νά τό φθάσουν. Τό λιοντάρι ἄφησε τό παιδί κάτω καί ἔτρεξε νά γλυτώση μέσα στό δάσος.

Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν λύκο. Καθώς μετέφερε τό παιδί στό δάσος, τόν εἶδαν μερικοί γεωργοί καί φωνάζοντας τόν κυνήγησαν τρέχοντας πίσω του. Κι αὐτό τό θηρίο ἄφησε τό παιδί ὑγιέστατο καί μπῆκε στό δάσος.

Αὐτοί οἱ τσοπάνηδες καί γεωργοί κατήγοντο ἀπό τό ἴδιο χωριό καί ἐπῆραν τά παιδιά στά σπίτια τους νά τά μεγαλώσουν.

Ὁ Εὐστάθιος δέν ἤξερε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἐβάδιζε στόν δρόμο του καί ἐνίοτε εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τήν ὑπομονή του καί ἄλλοτε νικώμενος ἀπό τήν φύσι, ἔκλαιγε καί ἔλεγε:

-Ἀλλοίμονο σέ μένα, τόν κάποτε πλούσιο καί τώρα πτωχόν καί γυμνόν! Ἀλλοίμονό μου τόν κάποτε φημισμένο καί τώρα ξένο καί ἄγνωστον! Ἤμουν ἕνα ὥριμο φροῦτο καί τώρα ἕνα ξερόκλαδο. Τό σπίτι μου ἦταν περιτριγυρισμένο ἀπό δούλους καί τώρα ἔμεινα μόνος καί σ᾿ ἔρημο τόπο! Μή μέ ἀφήνης, Κύριε, μή μέ παραβλέπης Παντεπόπτα, μή μέ ξεχνᾶς Πανάγαθε βασιλεῦ! Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης μέχρι τέλους! Ἐνθυμοῦμαι τά λόγια σου, Κύριε, πού μοῦ εἶπες, ὅταν μοῦ ἐμφανίσθηκες, ὅτι θά μέ δοκιμάσης σάν τόν Ἰώβ.

Ἀλλά σέ μένα συνέβησαν περισσότερα ἀπό ὅ,τι στόν Ἰώβ. Διότι αὐτός ἀλήθεια στερήθηκε τήν περιουσία του καί τήν τιμή του, ἀλλά ἔμενε τουλάχιστον στήν κοπριά, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι σέ ξένη χώρα καί δέν γνωρίζω ποῦ βαδίζω. Αὐτός εἶχε φίλους πού τόν παρηγοροῦσαν, ἐνῶ δική μου παρηγοριά ἦταν τά παιδιά μου τά ὁποῖα τ᾿ ἅρπαξαν τά θηρία καί ἔφυγαν γιά τήν ἔρημο. Κι αὐτός βέβαια ἔχασε τά παιδιά του, ἀλλά τοῦ ἔμεινε ἡ γυναῖκα του γιά νά αἰσθάνεται κάποια παρηγοριά καί ἀνακούφισι. Ὅμως ἡ καλή μου σύζυγος ἔπεσε στά χέρια τοῦ βαρβάρου ἐκείνου ἀνθρώπου κι έγώ σάν τό καλάμι τῆς ἐρήμου κτυπιέμαι ἀπό τήν χιονοθύελλα τῶν συμφορῶν μου.

Κύριε, μήν ὀργισθῆς ἐξ αἰτίας μου, πού κράζω μέ πικρία μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κράζω σάν ἄνθρωπος, ἀλλά ἐνίσχυσέ με Παράκλητε Ἀγαθέ καί καθοδηγέ στόν δρόμο τῆς ζωῆς μου. Σέ Σένα ἐλπίζω. Στήν ἀγάπη Σου καταφεύγω, παρότι καίγομαι ἀπό τήν φωτιά τῆς στενοχώριας μου καί κτυπιέμαι ἀπ᾿ ὅλους τούς δυνατούς ἀνέμους τῆς ζωῆς μου.

Κράζοντας ἔτσι μέ στεναγμούς καί δάκρυα ἔφθασε σέ κάποιο χωριό πού λεγόταν Βαντίσις. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ὑπηρετῆ τούς ἀνθρώπους κάνοντας κάθε δουλειά μόνο γιά νά τρώγη ἀπό τούς κόπους του. Ἐδούλευε γεωργικές ἐργασίες, χωρίς νά τίς ἔχει συνηθίσει καί χωρίς νά ξέρη τούς ἀνθρώπους. Μετά παρεκάλεσε τούς ἀνθρώπους ἐκείνου τοῦ χωριοῦ νά δουλέψη σάν φύλακας νυκτερινός στά χωράφια τους καί σάν τσοπάνης. Ἔτσι τοῦ ἔδιναν καί λίγο μισθό.

Ἔτσι ἔζησε στό χωριό 15 χρόνια σέ μεγάλη πτώχεια καί ταπείνωσι καί μέσα σέ πολλούς κόπους, διότι ἀπό τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του ἤθελε νά τρώγη τό ψωμί του. Γιά τά καλά του ἔργα καί τίς ἀσκήσεις του ποιός νά τά διηγηθῆ;  Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νά νομίζη σέ μιά πτώχεια καί ξενητειά σάν αὐτή, ὅτι δέν εἶναι συνηθισμένο ν᾿ ἀσχολῆται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τά δάκρυα, τίς ἀγρυπνίες καί τούς στεναγμούς τῆς καρδίας. Ἀλλά μ᾿ αὐτή τήν εὐσεβῆ ζωή ὁ Εὐστάθιος  ὑψωνόταν μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του στόν Θεό, ἀπ᾿ ὅπου ἐλάμβανε παρηγοριά στίς δοκιμασίες του. Τά παιδιά του ἐμεγάλωναν σ᾿ ἕνα ἄλλο κοντινό χωριό, ἀλλά αὐτός δέν ἤξερε γι᾿ αὐτά τίποτε, οὔτε τά παιδιά ἐγνώριζαν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, παρότι ζοῦσαν στό ἴδιο χωριό, διότι εἶχαν παραληφθῆ ἀπό διαφορετικές οἰκογένειες.

Καί ἡ γυναῖκα του διαφυλάχθηκε ἀπό Θεό μά θαυμαστό τρόπο. Ὅταν τήν ἄρπαξε ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος, κτυπήθηκε ἀπό κάποιο ἀνερμήνευτο πόνο καί φθάνοντας στόν προορισμό του, ἀπέθανε καί τήν ἄφησε ἀνέγγιχτη. Ἔτσι ἡ γυναῖκα του ζοῦσε εἰρηνικά, χωρίς πειρασμούς κερδίζοντας τήν τροφή της μέ τούς κόπους τῶν χεριῶν της.

Τόν καιρό ἐκεῖνο ἔγινε πόλεμος ἀπό δύο ἔθνη ἐναντίον τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί σκοτώθηκαν πολλοί. Κατελήφθησαν φρούρια καί σύρθηκαν πολλοί στρατιῶτες στήν αἰχμαλωσία. Τότε ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας Τραϊανός ἦταν πολύ ὠργισμένος καί ἐνθυμηθείς τόν γενναῖο στρατηγό του Πλακίδα, εἶπε:

-Ἐάν θά ἦταν ἐδῶ ὁ Πλακίδας μας δέν θά μᾶς ἐξευτέλιζαν οἱ ἐχθροί μας. Αὐτός ἦταν φοβερός μπροστά στούς ἐχθρούς καί τό ὄνομά του ἄν ἄκουαν οἱ ἐχθροί, ὅτι ἦταν γενναῖος, θά ἐτρόμαζαν.

Καί ἀποροῦσε ὁ αὐτοκράτορας μέ ὅλους τούς αὐλικούς του, διότι δέν ἤξεραν ποῦ εἶναι ὁ Πλακίδας μέ τήν οἰκογένειά του. Ἔλαβαν τήν ἀπόφασι νά στείλουν ἀγγελιαφόρους σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς βασιλείας του γιά νά τόν ἀναζητήσουν. Τούς εἶπε τά ἑξῆς, πρίν ἀναχωρήσουν:

-Ἐάν κάποιος ἀπό ἐσᾶς  θά εὕρη τόν Πλακίδα μου, θά τόν τιμήσω μέ μεγάλη τιμή καί θά τοῦ δώσω πολλά δῶρα.

Τότε δύο καλοί στρατιῶτες, ὁ Ἀντίοχος καί ὁ Ἀκάκιος, πού ἦταν ἀπό παλιά καί χριστιανοί, φίλοι τοῦ Πλακίδα καί ζοῦσαν στήν αὐλή του, τοῦ εἶπαν:

-Κράτιστε βασιλεῦ, σ᾿ἐμᾶς νά ἀναθέσης νά εὕρουμε αὐτόν τόν ἄνθρωπο διότι ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη σ᾿ ὁλόκληρη τήν ρωμαϊκή μας αὐτοκρατορία. Ἀκόμη καί μέχρι τά σύνορά μας θά τόν ἀναζητήσουμε.

Χάρηκε ὁ βασιλεύς γι᾿ αὐτή τήν φιλοπονία τους καί τούς ἔστειλε ἀμέσως. Βγαίνοντας ἐκεῖνοι ἔξω ἀπό τήν πόλι, πέρασαν μέσα ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπαρχίες, μέσα ἀπό τά φρούρια, τά χωριά καί τίς πολιτεῖες ψάχνοντας γιά τόν ἀγαπημένο τους στρατηγό. Παντοῦ, ὅπου ἐπήγαιναν, ἐρωτοῦσαν ἐάν γνωρίζουν κάποιον ἄνθρωπον μέ τά τάδε καί τά τάδε χαρακτηριστικά.

Ἔτσι ἐπλησίασαν καί στό χωριό στό ὁποῖο ζοῦσε ὁ Εὐστάθιος. Τότε ἔβοσκε τά πρόβατα στό λειβάδι. Πέρασαν ἀπό κοντά του καί ἐκεῖνος τούς ἐγνώρισε, διότι παλαιότερα ἦταν στρατιῶτες του. Χάρηκε πού τούς εἶδε καί ἔκλαιγε ἀπό τήν χαρά του.

Ὅταν ἔφθασαν αὐτοί κοντά του, τοῦ εὐχήθηκαν γιά τήν ὑγεία του, κατά τήν συνήθεια, καί τόν ἐρώτησαν:

-Τί χωριό εἶναι αὐτό καί ποιός εἶναι ὁ ἀρχηγός του;

-Μετά ἄρχισαν νά τόν ἐρωτοῦν:

-Μήπως ἐδῶ εἶναι κάποιος ξένος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή εἶναι ἔτσι περίπου (τοῦ περιέγραφαν τήν  μορφή του) καί ὀνομάζεται Πλακίδας;

Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:

-Γιά ποιά αἰτία τόν ἀναζητᾶτε;

-Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:

-Εἶναι φίλος καί γιά πολύ καιρό δέν τόν ἔχουμε πάλι ἰδεῖ καί δέν γνωρίζουμε ποῦ εὑρίσκεται μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ἐάν μᾶς εἰπῆς ποιός εἶναι αὐτός, θά σοῦ δώσουμε πολύ χρυσό καί δῶρα.

Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:

-Δέν τόν ξέρω, οὔτε γνωρίζω αὐτόν τόν Πλακίδα. Ἴσως τόν γνωρίζουν τά ἀφεντικά τοῦ σπιτιοῦ μου πού μένω. Σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε στό χωριό καί ν᾿ ἀναπαυθῆτε στό καλύβη μου, διότι βλέπω ὅτι καί ἐσεῖς καί τ᾿ ἄλογά σας εἶσθε κουρασμένοι ἀπό τήν ὁδοιπορεία. Ὁπότε ἀναπαυθῆτε σέ μένα καί κατόπιν θά ἐρωτήσετε ἐάν κάποιος ἀπό τό χωριό μας γνωρίζει αὐτόν πού ἀναζητεῖτε.

Αὐτοί ἔκαναν ὑπακοή. Ἐπῆγαν μαζί του στό χωριό, ἀλλά δέν τόν ἀνεγνώρισαν. Αὐτός τούς ἐγνώρισε πολύ καλά καί ἔτρεχαν δάκρυα χαρᾶς ἀπό τά μάτια του, πού προσπαθοῦσε νά τά συγκρατήση γιά νά μή τόν γνωρίσουν ἀμέσως.

Καί στό χωριό ἐκεῖνο ἦταν ἕνας καλός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε δώσει στέγη καί διατροφή στόν Πλακίδα. Σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἔστειλε τούς στρατιῶτες μέ τήν παράκλησι νά τούς φιλοξενήση. Καί ἀκόμη τοῦ εἶπε ὁ Πλακίδας:

-Θά σέ πληρώσω μέ τήν δουλειά μου γιά ὅσα ἔξοδα θά κάνης γιά τήν φιλοξενία αὐτῶν τῶν δύο στρατιωτῶν, διότι εἶναι γνωστοί μου.

Καί ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ἦταν ἐκ φύσεως καλός καί τόν παρεκάλεσε καί ὁ Πλακίδας, δέχθηκε τούς ξένους μέ πολλή ἀγάπη καί τούς φιλοξένησε ἀφθονοπάροχα. Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἐξυπηρέτησε δίνοντάς τους ψωμί καί τούς ἔλεγε κάτι σχετικό μέ τήν παλαιά του ζωή στήν Ρώμη. Τόν νικοῦσε ἡ φύσις καί ἔτρεχαν καί πάλι δάκρυα ἀπό τά μάτια του. Ὅμως τά ἔκρυβε γιά νά μή γίνη ἀμέσως γνωστός. Ἄλλοτε ἔβγαινε ἔξω, ἔκλαιγε, ἐσκούπιζε τά δάκρυά του καί ἐπέστρεφε γιά νά ἐξυπηρετήση τούς στρατιῶτες του σάν δοῦλος καί σάν τελευταῖος χωριάτης.

Οἱ στρατιῶτες του, κυττάζοντας συχνά τήν μορφή του, ἄρχιζαν λίγο λίγο νά πιστεύουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀναζητούμενος καί σέ κάποια στιγμή εἶπαν μεταξύ τους: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τόν Πλακίδα ἤ μᾶλλον αὐτός εἶναι», καί ἔλεγαν ἀκόμη. «Νά ἐρευνήσουμε ἐάν ὑπάρχη ἴχνος μιᾶς βαθειᾶς πληγῆς στό γόνατό του, πού ἔλαβε σ᾿ ἕνα πόλεμο. Ἐάν εὑρεθῆ αὐτή ἡ οὐλή, τότε αὐτός εἶναι ὁ Πλακίδας πού ἀναζητοῦμε».

Παρακολουθώντας καλά εἶδαν τήν οὐλή τῆς πληγῆς του καί πετάχτηκαν ἀμέσως ἀπό τό τραπέζι. Ἔπεσαν στά πόδια του λέγοντάς του:

-Σύ εἶσαι ὁ Πλακίδας τόν ὁποῖον ἀναζητοῦμε! Ἐσύ εἶσαι ὁ ἀγαπητός φίλος τοῦ βασιλέως, πού στενοχωριέται τώρα τόσα χρόνια γιά σένα! Ἐσύ εἶσαι ὁ διακεκριμένος στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὁ διοικητής γιά τόν ὁποῖον κλαίουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες!

Τότε ὁ Εὐστάθιος γνωρίζοντας ὅτι ἦλθε ἡ προθεσμία τήν ὁποίαν ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν ἐπαναφέρη καί πάλι στήν διοίκησι τοῦ στρατοῦ καί θά τόν τιμήση, ὅπως πρῶτα, τούς εἶπε:

-Ἐγώ, εἶμαι ἀδελφοί, αὐτός πού ζητεῖτε. Εἶμαι ὁ Πλακίδας μέ τόν ὁποῖον ἐπολεμήσατε μαζί γιά πολλά χρόνια. Ἐγώ εἶμαι ὁ στρατηγός σας, ὁ καλός σας φίλος καί τώρα πτωχός, ἀνάξιος καί ἄγνωστος.

Καί ἔγινε μεγάλη χαρά ἀνάμεσά τους καί  δάκρυα ἔσταζαν ἀπό τά μάτια τους. Ἐσηκώθηκαν, τόν ἀγκάλιασαν καί τόν καταφιλοῦσαν.

Κατόπιν εἶχαν φέρει τά ἐπίσημα στρατιωτικά του ἐνδύματα νά τά φορέση. Τοῦ ἔδωσαν τά γράμματα τοῦ βασιλέως καί τόν παρεκάλεσαν νά πάη μαζί τους γρήγορα στόν βασιλέα, λέγοντάς του:

Ἰδού οἱ ἐχθροί μας ἐπανεστάτησαν καί πάλι ἐναντίον τῆς αὐτοκρατορίας μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλος γενναῖος, ἐκτός ἀπό σένα γιά νά τούς κατατροπώση καί νά τούς ἐκδιώξη ἔξω ἀπό τά σύνορά μας.

Ἀκούοντας ὅλα αὐτά ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ καί οἱ καλεσμένοι του ἐξεπλάγησαν καί μετέφεραν τό μήνυμα αὐτό σέ ὅλο τό χωριό τους. Τότε ὅλοι ἔλεγαν:

-Τί μεγάλος ἄνθρωπος ζοῦσε στό χωριό μας!

Θεωροῦσαν ἕνα μεγάλο θαῦμα καθώς ἔβλεπαν τόν Εὐστάθιο, τόν πρώην τσοπᾶνο, νά εἶναι τώρα ντυμένος τήν ἐπίσημη στρατιωτική του στολή σάν στρατηγός. Οἱ δύο στρατιῶτες, Ἀντίοχος καί Ἀκάκιος, ἔλεγαν στόν κόσμο τίς νικηφόρες μάχες καί τίς καλωσύνες πού εἶχε κάνει αὐτός ὁ στρατηγός.

Ἀκούοντας οἱ χωριᾶτες ὅτι ὁ Εὐστάθιος ἦταν ἕνας τόσο ἀξιοτίμητος στρατιωτικός ἡγέτης τῶν ρωμαϊκῶν στρατευμάτων, ἐθαύμαζαν καί ἔλεγαν:

-Πῶς αὐτός ὁ γενναῖος ἄνδρας, ἦλθε ἐδῶ καί ἔγινε δοῦλος μας στίς δουλειές μας;

Κι ἔπεφταν μπροστά του καί τόν προσκυνοῦσαν λέγοντας:

-Γιατί δέν μᾶς εἶπες τίποτε, Ἐξοχώτατε, γιά τό μεγάλο γένος σου καί γιά τά πολλά σου καί ἐξαίσια ἔργα; Ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέσης διότι δέν σέ ἐγνωρίζαμε καί δέν σέ ἐτιμήσαμε, ὅπως σοῦ ἄξιζε.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνοντο ἐντροπή γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ἐγνώριζαν, ἀλλά τοῦ συμπεριφέροντο σάν δοῦλο.

Κατόπιν ἀνεχώρησαν μέ τ᾿ ἄλογά τους καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ τούς ξεπροβόδησαν μέχρι τά σύνορα τοῦ χωριοῦ τους μέ πολλή τιμή. Πηγαίνοντας στόν δρόμο τους τόν ἐρωτοῦσαν γιά τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του κι αὐτός τούς εἶπε μέ τήν σειρά ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν συμβῆ. Ἀκούοντας αὐτά οἱ στρατιῶτες ἔκλαιγαν γι᾿ αὐτά τά σπάνια βάσανά του. Ἐπίσης κι αὐτοί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ βασιλεύς ἦταν πολύ στενοχωρημένος γι᾿ αὐτόν. Ὄχι μόνον ὁ βασιλεύς, ἀλλά ὅλο τό στράτευμα ἐλυποῦντο γιά τήν ἀπώλειά του. Ὄχι μετά ἀπό πολλές ἡμέρες ἔφθασαν στήν Ρώμη καί εἶπαν στόν βασιλέα ὅτι ἔρχονται μέ τόν στρατηγό Πλακίδα. Ὁ βασιλεύς τούς δέχθηκε μέ πολλή τιμή, μέ ὅλους τούς ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ του. Ἀσπάσθηκε τόν στρατηγό καί τόν ἐρώτησε τί τοῦ συνέβη καί ἔφυγε ἀπό τό σπίτι του μέ τήν  γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ὅλοι τόν ἄκουαν μέ πολλή συγκίνησι.  Τότε ὁ βασιλεύς ἔδωσε τήν πρώτη τιμητική θέσι δεξιά του, τοῦ ἐχάρισε πολύ πλοῦτο καί περιουσία, περισσότερα ἀπό ὅ,τι εἶχε παλαιότερα καί ὅλοι στήν Ρώμη ἐχαίροντο γιά τήν ἀνεύρεσί του καί τόν ἐρχομό του. Κατόπιν ὁ βασιλεύς τόν παρεκάλεσε νά πάη στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν βαρβάρων καί μέ τήν γνωστή γενναιότητά του νά προστατεύση τήν βασιλεία του ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν καί νά ἐλευθερώση τά κυριευμένα φρούρια.

Ὁ Εὐστάθιος ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τούς στρατιῶτες του καί εἶδε ὅτι δέν ἦσαν ἀρκετοί γιά τόν πόλεμο αὐτόν, εἶπε στόν βασιλέα νά διατάξη πρός ὅλα τά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας του νά ἔλθουν νέοι πιό δυνατοί στήν Ρώμη γιά νά καταταχθοῦν στό στράτευμα. Καί ἔγιναν ὅλα, ὅπως ἐζήτησε ὁ Πλακίδας.

Μεταξύ τῶν νέων ἦλθαν καί τά δύο παιδιά του, ὁ Ἀγάπιος καί ὁ Θεόπιστος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεγαλώσει καί ἦταν ὡραῖοι στήν ὄψι καί στό σῶμα ὑψηλοί καί δυνατοί. Ὅταν ἔφθασαν στήν Ρώμη, τούς εἶδε ὁ διοικητής καί τούς ἀγάπησε πολύ. Κι αὐτό διότι ἡ ἴδια ἡ πατρική φύσις κλίνει ἀνεπαίσθητα πρός τά παιδιά καί νικᾶται ἀπό τήν ἀγάπη τους. Καί ὁ Εὐστάθιος μή γνωρίζοντας ὅτι αὐτά εἶναι φυσικά παιδιά, τά ἀγάπησε σάν παιδιά του κι αὐτά ἐστέκοντο πάντοτε ἐνώπιόν του. Τά καλοῦσε νά τρώγουν μαζί του στό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ, διότι τοῦ ἄρεσαν πάρα πολύ.

Στήν συνέχεια ὁ Εὐστάθιος ἐπῆγε στόν πόλεμο καί κατατροπώνοντας τούς ἐχθρούς, ἔδωσε δόξα στόν Θεό γιά τήν βοήθειά Του. Καί ὄχι μόνο φρούρια καί χῶρες αἰχμαλωτισμένες ἀπελευθέρωσε, ἀλλά καί ὅλη τήν  ἔκτασι τῶν ἐχθρῶν κατέλαβε καί αἰχμαλώτισε τούς στρατιῶτες των καί τούς ἐκμηδένισε. Ὁ Κύριος ἔτσι τοῦ ἔδειξε τώρα, πιό πολύ ἀπό παλαιότερα, τήν βοήθειά Του καί τήν χάριν Του.

Ἀφοῦ ἐτελείωσε ὁ πόλεμος καί ἐπέστρεψε ὁ Εὐστάθιος εἰρηνικά στήν βάσι του, τοῦ συνέβη κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του νά σταθμεύση σ᾿ ἕνα χωριό, πού ἦταν πολύ ὡραῖο δίπλα σ᾿ ἕνα ποτάμι. Καί ἐπειδή τοῦ ἄρεσε ἀνέκαθεν ἕνας τέτοιος τόπος γιά ἀνάπαυσι, σταμάτησε ἐκεῖ γιά τρεῖς ἡμέρες μέ τήν συνοδία του. Ὁ Θεός ἤθελε μ᾿ αὐτό τόν τρόπο νά τόν φέρη σέ γνωριμία στό σπίτι ἑνός δούλου του, μέ τήν γυναῖκα του καί τούς γυιούς του, ὅπου καί συγκεντρώθηκαν σ᾿ αὐτό τόν τόπο ὅλοι οἱ διασκορπισμένοι. Ἡ γυναῖκα του ζοῦσε σ᾿ αὐτό τό χωριό καί εἶχε καλλιεργήσει ἕνα κῆπο ἀπό τόν ὁποῖον μέ πολύ κόπο ἐκέρδιζε τήν τροφή της ὅλες τίς ἡμέρες της.

Σύμφωνα μέ τό προκατασκευασμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀγάπιος καί ὁ Θεόπιστος, μή γνωρίζοντας τήν μητέρα τους, ἔμεναν στήν σκηνή τους δίπλα στόν κῆπο τῆς μητέρα τους. Διότι κι αὐτοί μεγάλωσαν σ

᾿ ἕνα χωριό, εἶχαν τήν σκηνή τους καί πολλή ἀγάπη μεταξύ τους ταιριασμένοι στίς σκέψεις, καί στούς λογισμούς σάν ἀδελφοί κατά σάρκα. Ἀλλά ἀκόμη δέν ἤξεραν ὅτι εἶναι κατά σάρκα ἀδέλφια, ὅτι ρέει τό ἴδιο αἷμα στό σῶμα τους, ὅτι δηλαδή ἦσαν ἀδελφοί. Ὁπότε ἐξάπλωσαν νά κοιμηθοῦν δίπλα στόν κῆπο τῆς μητέρα των.

Μία ἡμέρα πού ἐδούλευε ἀπόγευμα ἡ μητέρα των στόν κῆπο, ἄκουσε συζήτησι τῶν στρατιωτῶν πού ἐκοιμοῦντο δίπλα στόν κῆπο της μέσα στίς σκηνές τους. Στήν συζήτησι ἐρώτησαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἀπό ποιό ἔθνος καί γένος εἶναι. Ὁ μεγαλύτερος εἶπε στόν μικρότερο:

Ἐγώ, θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρός, ὁ πατέρας μου ἦταν διοικητής ὅλου τοῦ στρατοῦ τῆς Ρώμης. Ἀλλά δέν ξέρω γιατί ἄφησε τό στράτευμα. Κατόπιν μέ τήν μαμά καί ἐμένα καί μέ τόν ἀδελφό μου μικρότερον ἀπό μένα κατά δύο χρόνια, ἐφθάσαμε μέχρι τήν θάλασσα, ὅπου εὑρήκαμε ἕνα καράβι. Ταξιδεύοντας μέ τό καράβι ἐφθάσαμε σέ κάποιο λιμάνι. Τότε δέν ξέρω γιατί ἡ μαμά μου ἔμεινε μέσα στό πλοῖο, ἐνῶ ὁ πατέρας μου μέ ἐμᾶς τά δύο παιδιά του βγήκαμε ἀπό τό πλοῖο καί βαδίζαμε. Μόνο αὐτό θυμᾶμαι ὅτι ὁ πατέρας μου ἔκλαιγε πάρα πολύ γιά τήν μαμά πού ἔμεινε στό πλοῖο. Καί ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου ἀκολουθούσαμε τόν μπαμπᾶ μας κλαίγοντας. Ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ ἕνα ποταμό, ὁ πατέρας μου μέ ἄφησε ἐμένα στήν ὄχθη καί ἐπῆρε τό μικρότερο ἀδελφό μου στήν ὠμοπλάτη του γιά νά τόν μεταφέρη στήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Ἀφοῦ τόν ἄφησε καί ἐπέστρεφε πρός ἐμένα, ἕνα λιοντάρι τρέχοντας μέ ἅρπαξε καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο. Μερικοί τσοπάνηδες μ᾿ ἔβγαλαν ἀπό τό στόμα του καί ἐμεγάλωσα κοντά τους σ᾿ αὐτό τό χωριό πού καί ἐσύ μεγάλωσες.

Τότε ὁ νεώτερος τινάχθηκε ὄρθιος, τόν ἀγκάλιασε μέ χαρά καί μέ δάκρυα καί τοῦ εἶπε:

-Ἀλήθεια, εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, διότι ἀπ᾿ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μοῦ λέγεις, ἐνθυμοῦμαι τά ἴδια καί ἐγώ. Τό εἶδα μέ τά μάτια μου, ὅταν σέ ἅρπαξε τό λιοντάρι καί μένα τήν ἴδια ὥρα μέ ἐδάγκωσε ἕνας λύκος, ἀλλά μερικοί γεωργοί μέ ἐγλύτωσαν.

Ἀφοῦ ἀναγνωρίσθηκαν μεταξύ τους ὅτι ἦσαν ἀδέλφια ἀγκαλιάζοντο καί ἦταν πολύ χαρούμενοι. Ἔκλαιγαν ἀπό πολλή χαρά καί ὁ ἕνας ἀσπαζόταν τόν ἄλλον.

Ἀκούοντας ἐκεῖ κοντά ἡ μητέρα τους τήν συζήτησι αὐτή, ἐθαύμαζε. Ὕψωνε τά χέρια της στόν οὐρανό, ἐστέναζε καί ἔκλαιγε. Ἐγνώρισε ὅτι αὐτοί οἱ νέοι ἦταν παιδιά της καί ἡ καρδιά της γλυκάθηκε μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς πίκρες πού τήν  βρῆκαν στήν ζωή της μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν γυναῖκα λογική, δέν ἐτόλμησε ν᾿ ἀποκαλυφθῆ στά παιδιά χωρίς κάποια ἀπόδειξι γιά τήν ἁγία πίστι στόν Χριστό. Ἦταν πτωχή καί ντυμένη μέ πτωχά καί χωριάτικα ροῦχα, ἐνῶ αὐτοί ἦταν στρατιῶτες ἐκλεκτοί καί ἀξιοτίμητοι. Καί ἐθεώρησε καλλίτερο νά πάη στόν διοικητή τους καί νά τόν παρακαλέση κοντά μέ τό στράτευμά του νά ἐπιστρέψη κι αὐτή τήν Ρώμη καί ἐκεῖ θά εἶναι καλλίτερα νά κάνη τήν γνωριμία μέ τά παιδιά της καί νά μάθη γιά τόν μπαμπᾶ τους, ἐάν εἶναι ζωντανός ἤ ὄχι. Ὁπότε ἐπῆγε καί στάθηκε μπροστά στόν στρατηγό τοῦ στρατοῦ καί μέ τήν συνήθη προσκύνησι, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

-Σέ παρακαλῶ, κράτιστε, νά μοῦ δώσης τήν ἄδεια νά ἔλθω κι ἐγώ δίπλα στό στράτευμά σου καί νά φθάσω στήν Ρώμη, διότι εἶμαι ρωμαία καί αἰχμαλωτίσθηκα ἀπό τούς βαρβάρους σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν περιοχή δεκαέξι χρόνια. Τώρα ἐπειδή εἶμαι ἐλεύθερη, μένω σέ ἄλλη χώρα καί ὑπομένω μεγάλη δυστυχία.

Ἐπειδή ὁ Εὐστάθιος ἦταν πολύ ἐλεήμων, ἀμέσως συγκινήθηκε ἀπό τήν παράκλησί της καί τῆς ἔδωσε τήν ἄδεια χωρίς φόβο νά ἐπιστρέψη στήν πατρική της κατοικία καί στόν τόπο της. Τότε ἡ γυναῖκα καθώς στεκόταν ἀντίκρυζε προσεκτικά τόν διοικητή. Τόν ἐγνώρισε ὅτι εἶναι ὁ ἄνδρας της καί εἶχε ἐκπλαγῆ μή μπορώντας νά μιλήση. Ἀλλά ὁ Εὐστάθιος δέν τήν ἐγνώρισε. Ἡ γυναῖκα του φοβόταν ν᾿ ἀποκαλυφθῆ τώρα μπροστά του. Τόν ἐγνώρισε διότι εἶδε τήν δόξα πού εἶχε καί παλαιότερα μέ τούς πολλούς στρατιῶτες, πού ἐστέκοντο μέ σεβασμό καί ὑπακοή μπροστά του. Ἐνῶ ἐκείνη ἦταν  πτωχοντυμένη καί ἀδύνατη ἀπό τούς κόπους της. Ἐπῆρε τά μάτια της ἀπό ἐπάνω του καί παρεκάλεσε τόν Δεσπότη καί Θεό πῶς θά δημιουργηθῆ στό ἐγγύς μέλλον αὐτή ἡ γνωριμία μαζί του.

Κατόπιν εὑρίσκοντας τόν κατάλληλο χρόνο, μπῆκε ἀνάμεσα στόν διοικητή, ὁ ὁποῖος βλέποντάς την, τήν ἐρώτησε:

-Τί ἐπιθυμεῖτε ἀκόμη ἀπό μένα, γερόντισσα;

-Ἐκείνη, ἀφοῦ τόν ἐπροσκύνησε, τοῦ εἶπε:

-Σέ παρακαλῶ, κράτιστε, νά μήν ὀργισθῆς μέ ἐμένα, τήν δούλη σου, διότι ἔχω νά ἐρωτήσω ἕνα πρᾶγμα τήν ἐξοχότητά σου. Νά μέ ἀνεχθῆς λοιπόν, λίγο γιά ν᾿ ἀκούσης ἐμέ τήν δούλη σου.

-Καλά, λέγε μου, τῆς εἶπε ἐκεῖνος.

Ἄρχισε νά τοῦ ἀρθρώνη τά ἑξῆς:

-Ἄχ, δέν εἶσαι ἐσύ ὁ Πλακίδας πού στό βάπτισμά σου ἐπῆρες τό ὄνομα Εὐστάθιος; Ἄχ, δέν εἶδες ἐσύ τόν Χριστό ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀνάμεσα στά κέρατα μιᾶς ἐλαφίνας; Δέν ἐξῆλθες ἐσύ διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ρώμη μέ τήν γυναῖκα σου καί τά δύο παιδιά σου, τόν Ἀγάπιον καί τόν Θεόπιστον; Δέν ἅρπαξε διά τῆς βίας ἀπό τά χέρια σου ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος καπετάνιος τήν γυναῖκα σου, ἡ ὁποία εἶμαι ἐγώ στ᾿ ἀλήθεια;

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Εὐστάθιος σάν νά ἐξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο καί γνωρίζοντας ἀμέσως τήν γυναῖκα του, σηκώθηκε καί ἔμειναν ἀγκαλιασμένοι γιά ἀρκετή ὥρα κλαίοντες ἀπό χαρά. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη χαρά τῆς ζωῆς τους. Κατόπιν ὁ Εὐστάθιος τῆς εἶπε:

-Νά δοξάσουμε καί νά εὐχαριστήσουμε τόν Χριστό καί Σωτῆρα μας, ὁ Ὁποῖος δέν ἀπεμάκρυνε τό ἔλεός Του ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά, καθώς μᾶς ὑποσχέθηκε, μετά τίς περιπέτειές μας, θά μᾶς παρηγορήση, ὅπως καί τό ἔκαμε.

Ἀφοῦ ἐσταμάτησε τά δάκρυα τῆς χαρᾶς του ὁ Εὐστάθιος, ἡ γυναῖκα του τόν ἐρώτησε:

-Ἀλλά ποῦ εἶναι τά παιδιά μας;

-Κι αὐτός ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, τῆς ἀπήντησε:

-Τά ἄγρια θηρία τά ἔφαγαν καί τά δύο.

Τότε ἡ γυναῖκα του, τοῦ εἶπε:

 -Μή λυπᾶσαι, ἀφέντη μου. Καθώς μᾶς ἐβοήθησε ὁ Θεός καί συναντηθήκαμε ἐμεῖς καί γνωρισθήκαμε, ἔτσι θά μᾶς βοηθήση νά βροῦμε καί τά παιδιά μας.

Καί τότε αὐτός τῆς εἶπε:

-Μά σοῦ εἶπα ὅτ φαγώθηκαν ἀπό τά θηρία.

Τότε αὐτή ἄρχισε νά τοῦ λέγη ὅ,τι ἄκουσε τήν προηγούμενη ἡμέρα, ὅταν ἐδούλευε στόν κῆπο της καί οἱ δύο στρατιῶτες πού συνωμιλοῦσαν μεταξύ τους, κατάλαβε ὅτι εἶναι τά παιδιά τους.

Ὁ Εὐστάθιος ἐκάλεσε ἀμέσως τούς δύο νεαρούς καί τούς ἐρώτησε:

-Ἀπό ποιό ἔθνος εἶσθε, ποῦ γεννηθήκατε καί ποῦ ἐμεγαλώσατε;

Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:

-Ἐμεῖς, Κράτιστε, ἐμείναμε ὀρφανοί ἀπό τούς γονεῖς μας καί πολύ λίγα πράγματα κρατᾶμε στόν μυαλό μας. Ὅμως ἐνθυμούμεθα ὅτι ὁ πατέρας μας ἦταν στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὅπως εἶσαι ἐσύ ἡ μεγαλειότης σου, καί δέν ξέρουμε γιατί ὁ πατέρας μας βγῆκε ἀπό τήν Ρώμη μέ τήν μητέρα μας καί μ᾿ἐμᾶς τούς δύο καί, ἀφοῦ ἐπλεύσαμε τήν θάλασσα μέ τό πλοῖο, ἡ μητέρα μας ἔμεινε μέσα, χωρίς νά ξέρουμε γιατί, καί ὁ πατέρας μας κλαίοντας γι᾿ αὐτή τήν συμφορά του, πλησίασε μ᾿ ἐμᾶς ἕνα ποτάμι. Θέλοντας νά τό περάση, ἐπῆρε τόν ἀδελφό μου τόν πέρασε ἀπέναντι καί ἐγύρισε νά πάρη καί μένα, ἀλλά θηρία ἅρπαξαν καί μένα καί τόν ἀδελφό μου καί ἔφυγαν γρήγορα γιά τό δάσος. Χωρικοί ὅμως κυνήγησαν τά θηρία καί μᾶς ἄφησαν κάτω. Τότε μᾶς ἐπῆραν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί μᾶς ἐμεγάλωσαν στά σπίτια τους.

Ἀκούοντας αὐτά ὁ Εὐστάθιος, ἀνεγνώρισε ἀμέσως τά παιδιά του καί, ἀφοῦ τά ἀγκάλιασε, ἔκλαιγε μαζί τους ἀπό χαρά. Τότε ἔγινε μεγάλη χαρά στό στρατόπεδο τοῦ στρατηγοῦ, ὅπως παλιά ἔγινε καί στήν Αἴγυπτο, ὅταν ὁ Ἰωσήφ γνωρίσθηκε μέ τ᾿ἀδέλφια του. Καί διαδόθηκε αὐτή ἡ εὐχάριστη εἴδησις σέ ὅλα τά στρατόπεδα καί ἦλθαν πολλοί ἄνθρωποι νά χαροῦν γι᾿ αὐτή τήν μεγάλη συνάντησι. Δέν ἐχαίροντο τώρα γιά τήν νίκη τους κατά τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά πολύ περισσότερο γι᾿ αὐτή τήν ἀνεύρεσί τους.

Ἔτσι παρηγόρησε ὁ Θεός τούς πιστούς δούλους Του. Διότι Αὐτός ἀπέθανε καί ἐπιτρέπει τούς πλουσίους νά γίνωνται πτωχοί, οἱ δοξασμένοι νά πέφτουν χαμηλά καί οἱ ταπεινοί νά χαίρωνται καί νά δοξάζωνται. Ὅταν ὁ Εὐστάθιος ἐπέστρεψε ἀπό τόν πόλεμο χαρούμενος γιά τήν νίκη του καί γιά τήν ἀνεύρεσι τῆς γυναίκας του καί τῶν παιδιῶν του, τότε, πρίν νά φθάση ἀκόμη στήν Ρώμη, ἀπέθανε ὁ βασιλεύς Τραϊνός καί στήν θέσι του ἀνέλαβε ὁ Ἀδριανός (117-138), ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ κακός, διότι μισοῦσε τούς καλούς καί ἐδίωκε τούς χριστιανούς.

Ἔτσι μπαίνοντας ὁ Εὐστάθιος στήν πόλι μέ χαρά καί πολλή δόξα, καθώς ἦταν συνήθεια τῶν μεγάλων ρωμαίων στρατηγῶν καί μεταφέροντας μαζί του πλῆθος ἀπό αἰχμαλώτους καί ἄπειρα λάφυρα, ἔγινε δεκτός μέ τιμές βασιλέως ἀπ᾿ ὅλους τούς ρωμαίους. Τόν ἐτίμησαν πρεπόντως γιά τήν ἀνδρεία καί γενναιοψυχία του περισσότερο ἀπό παλαιότερα.

Ὅμως ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει σ᾿ αὐτό τόν ἄστατο καί παροδικό κόσμο νά τιμῶνται καί δοξάζωνται οἱ δοῦλοι του μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους μ᾿ αὐτή τήν κενόδοξη καί ἐφήμερη δόξα, τούς ἑτοίμασε αἰώνια καί ἀναλλοίωτη δόξα καί τιμή στούς οὐρανούς.

Ὅπως ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στούς δούλους του ἀπό ἐνωρίτερα τήν πίκρα τῶν δοκιμασιῶν πού θά τούς συμβοῦν καί κατόπιν τούς ὑποσχέθηκε ὅτι θά λάβουν πάλι στόν κόσμο τήν ἴδια δόξα καί τιμή, ἔτσι (τούς ἀπεκάλυψε) καί τήν δόξα τοῦ μαρτυρίου τους γιά νά μποῦν στόν παράδεισο. Ὄχι μετά ἀπό πολύ καιρό, τούς ἐπανέφερε ὁ Θεός στήν ἀτιμία καί στήν δοκιμασία, τήν ὁποίαν καί ὑπέμειναν μέ γλυκύτητα χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί συνέβη; Ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν βασιλεύς Ἀδριανός ἤθελε νά προσφέρη θυσία στούς θεούς του νά τούς εὐχαριστήση γιά τήν νίκη πού εἶχε ἐπάνω στούς ἐχθρούς των. Ἔτσι ἐμπῆκε αὐτός μέ τούς μεγάλους στρατιωτικούς του στόν εἰδωλικό ναό, ἀλλά ὁ Εὐστάθιος στάθηκε ἔξω.

Καί προέτρεψαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ ναοῦ τούς ἄρχοντές του νά προσκυνήσουν τούς θεούς τους, ἀλλά ὁ Εὐστάθιος μέ ὅλους, ὅσους δέν ἤθελαν, ἀρνήθηκε νά μπῆ στόν ναό. Τότε αὐτοί ἐπῆγαν νά διαμαρτυρηθοῦν πρός τόν βασιλέα.

Καί ὁ βασιλεύς τόν ἐρώτησε:

-Γιατί δέν θέλεις νά εἰσέλθης μαζί μας στόν εἰδωλικό ναό καί νά εὐχαριστήσης τούς θεούς; Πρέπει καί σύ νά εὐχαριστήσης τά εἴδωλά μας, διότι ὄχι μόνο στόν πόλεμο σέ διαφύλαξαν ἀκέραιο καί ὑγιῆ καί σοῦ ἐχάρισαν τήν νίκη ἐπάνω στούς ἐχθρούς, ἀλλά ἀκόμη σοῦ ἀπεκάλυψαν τήν γυναῖκα σου καί τά παιδιά σου.

Ὁ Εὐστάθιος τοῦ ἀπήντησε:

-Εἶμαι χριστιανός καί μοναδικός Θεός μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τόν Ὁποῖον τιμῶ, Τόν εὐχαριστῶ καί Τόν προσκυνῶ, διότι Αὐτός μοῦ ἔδωσε τά πάντα: τήν ὑγείαν, τήν  νίκην, τήν γυναίκα μου καί τά παιδιά μου. Ἐνῶ τά ἄψυχα καί ἀναίσθητα εἴδωλα σου δέν τά προσκυνῶ ποτέ.

Καί ἐπέστρεψε ὁ Εὐστάθιος στό σπίτι του. Ὁ βασιλεύς ὠργίσθηκε ἐναντίον του καί συλλογίσθηκε μέ ποιό τρόπο θά τόν ἐκδικηθῆ γι᾿ αὐτή τήν ἀτιμία πού ἔδειξε στούς θεούς του. Καί πρῶτα πρῶτα, ἔδιωξε ἀπό κοντά του τούς γενναίους στρατιωτικούς βοηθούς του καί διέταξε στόν καθένα νά σταθῆ ἐνώπιόν του. Μετά διέταξε τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του νά τόν πιέζουν νά δεχθῆ νά προσφέρη θυσία στά εἴδωλα. Καί, ἐάν δέν ἠμπορέσουν  νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν πίστι του στόν Χριστό, τότε θά γίνη τροφή τῷ  θηρίων.

Καί ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ὁ ἔνδοξος καί γενναῖος στρατιώτης, ἐπήγαινε στήν παλαίστρα καταδικασμένος σέ θάνατο, χωρίς νά ντρέπεται γιά τήν νέα ἀτιμία οὔτε νά φοβᾶται τόν  θάνατον γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καθώς εἶχε ἀρχίσει μέ ζῆλο νά ὑπηρετῆ τόν Χριστόν, ἔτσι μέ τόν ἴδιο ζῆλο ποθοῦσε νά τελειώση τήν ζωή του ὁμολογώντας τό ἅγιο Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον πάντων. Καί ἔβαλε μπροστά πρῶτα τήν ἀξιοτίμητη γυναῖκα του, μετά τά δύο παιδιά του γιά νά μή φοβηθοῦν τόν μαρτυρικό θάνατο, διά τοῦ ὁποίου θά λάβουν τόν στέφανο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Παρόμοια κι αὐτοί μεταξύ τους, ὁ ἕνας ἐνίσχυε μέ λόγια τόν ἄλλον καί μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀνταμοιβῆς, γιά ὅσα θά λάβουν στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι᾿ αὐτό καί ἐβάδιζαν στόν  θάνατο μέ χαρά σάν σέ διασκέδασι.

Καί μέ διαταγή τοῦ βασιλέως ἐξαπόλυσαν ἐναντίον  τους τά λιοντάρια, τά ὁποῖα δέν τούς ἐτραυμάτισαν. Κάθε λιοντάρι πού ἔτρεχε πεινασμένο ἐναντίον τους, ὅταν ἐπλησίαζε κοντά τους, τούς προσκυνοῦσε καί ἐπέστρεφε στό κλουβί του. Ἀκόμη καί ἡ φυσική ἀγριότητα τῶν ζώων ἄλλαζε σέ μία θαυμαστή ἡμερότητα, παρότι ὁ βασιλεύς τά προκαλοῦσε νά ὁρμήσουν ἐπάνω τους. Τελικά, ἐπειδή τά θηρία δέν τούς ἐνώχλησαν, μέ διαταγή τοῦ βασιλέως, κλείσθηκαν στήν φυλακή. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀπεφάσισε νά θερμάνη ἕνα φοῦρνο καί νά πετάξη μέσα ὅλη τήν ἁγία οἰκογένεια τοῦ Εὐσταθίου. Ἀλλά, ἀντί νά τούς κατακαύση ἡ φωτιά, τούς ἐδρόσιζε, ὅπως συνέβη τοῦτο τό περιστατικό καί μέ τούς τρεῖς χαλδαίους νέους. Ὁ Θεός ἔδωσε ἕνα ἄλλο πνεῦμα δρόσου στήν φωτιά, ἡ ὁποία καί δέν τούς ἐπείραξε καθόλου.

Αὐτοί ἐδόξαζαν καί δοξολογοῦσαν τόν Θεό ὄντες μέσα στόν φοῦρνο. Καί προσευχόμενοι ἔδωσαν τίς ψυχές τους στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἐπέρασαν στήν αἰώνια βασιλεία Του. Τήν Τρίτη ἡμέρα ἐπῆγε στόν φοῦρνο ὁ εἰδωλολάτρης βασιλεύς Ἀδριανός, θέλοντας νά ἰδῆ τήν στάκτη ἀπό τά σώματα τῶν μαρτύρων. Ἀλλά, ἀνοίγοντας τήν θύρα τοῦ φούρνου, εὑρῆκε τά ἅγια σώματά τους ὁλόκληρα καί ἀνέπαφα σάν νά ἦταν ζωντανά, ὡσάν νά ἐκοιμοῦντο γεμάτα ἀπό μία ὑπερθαύμαστη εὐωδία, ὥστε ἀπόρησε καί ὁ λαός πού ἐκεῖ τότε παρίστατο καί εἶπαν:

-Μέγας εἶναι ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν! Αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός Θεός καί δέν ὑπάρχει ἄλλος σάν Αὐτόν.

Ὁ βασιλεύς ἐπέστρεψε μέ ἐντροπή στό παλάτι του καί ὅλος ὁ λαός τόν κατεδίκαζε γιά τήν κακία του, διότι ἐφόνευσε ματαίως ἕνα τέτοιο στρατηγό σάν τόν Πλακίδα, ὁ ὁποῖος διοικοῦσε ἀπό στρατιωτικῆς πλευρᾶς ὅλη τήν αὐτοκρατορία. Κατόπιν οἱ χριστιανοί ἐτίμησαν τά σώματα τῶν μαρτύρων καί τά ἔθαψαν μέ πολλή τιμή δοξάζοντες καί εὐχαριστοῦντες τόν Θεόν.

Ἐγώ σᾶς εἶπα αὐτή τήν ἁγία ἱστορία γιά νά σᾶς ἀποδείξω μέ ποιόν τρόπο ὁ Κύριος Θεός καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός ἐκάλεσε στήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί τῆς ἀληθείας αὐτούς τούς ἐκλεκτούς δούλους του καί τούς ἐχάρισε τά αἰώνια ἀγαθά του.

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ, ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, (+1998), Μετάφρασις Μοναχός  Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου