(+) Μητροπολίτη Γόρτυνος Ιερεμία Φούντα
Παιδικοί και νεανικοί χρόνοι
Επειδή, αγαπητοί μου, τα προηγούμενα κηρύγματα, με την δογματική τους διδασκαλία, θεωρήθηκαν ως ακατάληπτα για τον λαό, αρχίζουμε νέα σειρά κηρυγμάτων με τον βίο και την διδασκαλία των αγίων μας.
Αρχίζουμε με τον άγιο Σιλουανό, ένα εκ των τελευταίων αγίων της Εκκλησίας μας.
Ο άγιος Σιλουανός, που το κοσμικό του όνομα ήταν Συμεών Ιβάνοβιτς, καταγόταν από μία πτωχή ρωσική οικογένεια, από το χωριό Σόβσκ της επαρχίας Λαμπεντάσκ. Γεννήθηκε το 1866 και έγινε μοναχός στον Άθωνα, στο Άγιο Όρος. Πέθανε την 24 Σεπτεμβρίου 1938. Λίγα γνωρίζουμε από την παιδική του και νεανική του ηλικία. Όταν ήταν μικρός, 4 ετών περίπου, ο πατέρας του μια παγερή νύκτα φιλοξένησε σπίτι του ένα πλανώδιο βιβλιοπώλη. Ο πατέρας είπε στην κουβέντα με τον ξένο κάτι για τον Θεό. Αλλά αυτός ήταν άθεος και είπε: «Ποιος βρήκε τον Θεό;.. Τρέχα-γύρευε να βρείς τον Θεό»! Και ο μικρός Συμεών, όταν έφυγε ο ξένος, είπε στον πατέρα του: «Εγώ, όταν θα μεγαλώσω, θα τρέξω να γυρέψω και θα βρω τον Θεό»!
Πέρασαν χρόνια και ο Συμεών μεγάλωσε. Έγινε ένας δυνατός νέος και εργαζόταν μαζί με τον αδελφό του σε οικοδομές. Ο αρχηγός της οικοδομικής παρέας πήγε κάποτε ένα προσκύνημα. Επισκέφθηκε τον τάφο ενός μεγάλου ασκητού, του αγίου Ιωάννου του Σαζένωφ. Όταν επέστρεψε διηγείτο τον βίο του αγίου και τα θαύματά του. Ακούγοντάς τα αυτά ο Συμεών σκέφθηκε: «Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μαζί μας και δεν είναι ανάγκη λοιπόν να γυρίσω όλο τον κόσμο για να τον βρω». Και με αυτήν την σκέψη η καρδιά του Συμεών άναψε από αγάπη προς τον Θεό. Από τότε ο Συμεών άρχισε να προσεύχεται πολύ και με πολλά δάκρυα. Εκείνο τον καιρό ζήτησε την ευχή του πατέρα του, για να πάει στην Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Και ο πατέρας του του είπε: «Τελείωσε πρώτα την στρατιωτική σου θητεία και μετά είσαι ελεύθερος να πας». Μετά όμως εγκατέλειψε τον Συμεών η χάρη αυτή και γύρισε στις φιλίες και τους περιπάτους με τους νέους και τις νέες του χωριού, έπινε βότκα, έπαιζε ακορντεόν και ζούσε όπως οι άλλοι νεαροί. Ήταν ένας νέος δυνατός και ωραίος και οι κοπέλες τον έβλεπαν σαν ζηλευτό άνδρα. Ο ίδιος γοητεύθηκε από μια και πριν ακόμη τεθεί θέμα γάμου, έγινε το «συνηθισμένο». Βαθειά όμως εντύπωση του προξένησε ο λόγος του πατέρα του την άλλη μέρα. «Που ήσουν χθες παιδί μου; (Ήταν η ώρα που αμάρτησε). Με πονούσε η καρδιά μου»!
Ήταν πολυμελής οικογένεια. Πέντε γυιοί και δύο θυγατέρες. Οι γυιοί εργάζονταν μαζί με τον πατέρα. Μια μέρα, κατά τον θερισμό, ήταν η σειρά του Συμεών να ετοιμάσει φαγητό. Ξέχασε όμως ότι ήταν Παρασκευή και έβρασε χοιρινό κρέας και έφαγαν όλοι. Πέρασε μισός χρόνος. Τον χειμώνα, σε μία γιορτή, λέγει ο πατέρας στον Συμεών μ᾽ ένα γλυκό χαμόγελο: «Θυμάσαι, παιδί μου, που μου έβρασες χοιρινό κρέας στο χωράφι; Ήταν Παρασκευή, ξέρεις, και το έτρωγα σαν να ήταν πτώμα»! – Και γιατί δεν μου το είπες τότε, πατέρα;» Και ο πατέρας απάντησε: «Δεν ήθελα να σε συγχύσω, παιδί μου»!
Χρόνια αργότερα, διηγούμενος ο μοναχός Σιλουανός το περιστατικό αυτό έλεγε: «Τέτοιο Γέροντα ήθελα να έχω, σαν τον πατέρα μου. Φανταστείτε: Έκανε υπομονή μισό χρόνο και βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να μου το πεί, για να διορθωθώ, χωρίς να με συγχύσει»!
Πάντως, στον θόρυβο της νεανικής ηλικίας, άρχισε πιά να σβήνει στην ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τον μοναχικό αγώνα. Αλλά ο Θεός τον κάλεσε και πάλι με ένα όραμα:
Μια μέρα, που την πέρασε με κοσμική σπατάλη, στον ύπνο του είδε ένα φίδι να σέρνεται μέσα από το στόμα του. Δοκίμασε αηδία και τινάχθηκε επάνω, οπότε ακούει μια φωνή που του έλεγε: «Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε. Το ίδιο, δεν μου αρέσει και μένα να βλέπω τα έργα σου». Ο Συμεών πίστευσε ότι η φωνή αυτή ήταν της Παναγίας. Και μέχρι το τέλος της ζωής του ευχαριστούσε την Θεοτόκο, γιατί δεν τον σιχάθηκε, αλλά ήθελε να τον σηκώσει από την πτώση του.
Αυτή η δεύτερη κλήση του Συμεών έγινε πριν από την στρατιωτική του θητεία. Και με διπλή δύναμη τώρα ξαναέρχεται η επιθυμία του να μπεί σε μοναστήρι.
Από την περίοδο αυτή της ζωής του, της δεύτερης κλήσης του, δεν ξέρουμε πολλά πράγματα, παρά μόνο δύο περιστατικά, που τα καταγράφουμε:
(α) Σε μια γιορτή είδε ο Συμεών ένα μεσήλικα χωριανό του να παίζει ακορντεόν και να χορεύει. Τον πλησιάζει και τον ρωτά: «Πως, Στέφανε, μπορείς να παίζεις και να χορεύεις; Δεν είναι αλήθεια ότι σκότωσες άνθρωπο;». Τον είχε σκοτώσει σε μία συμπλοκή μεθυσμένων. Και ο Στέφανος είπε στον Συμεών: «Ξέρεις, όταν ήμουν στην φυλακή προσευχήθηκα πολύ στον Θεό να με συγχωρέσει και ο Θεός με συγχώρεσε. Και τώρα παίζω ήσυχος»!
Ο λόγος αυτός έκανε μεγάλη εντύπωση στον Συμεών, γιατί άκουσε από αμαρτωλό ότι ο Θεός συγχωρεί τα αμαρτήματά μας, όσο μεγάλα και να είναι, και γαληνεύει τις καρδιές μας.
(β) Ένας νεαρός από το χωριό του Συμεών ήρθε σε σχέση με μία κοπέλα, την άφησε έγκυο, αλλά την εγκατέλειψε. Ο Συμεών έκανε αγώνα για να τον πείσει να την παντρευτεί. Εκείνος, ενώ στην αρχή αρνείτο, στο τέλος όμως υπάκουσε στον Συμεών και την παντρεύτηκε. Ρώτησαν όμως και τον Συμεών για την δική του περίπτωση, γιατί δεν παντρεύτηκε την κοπέλα με την οποία είχε σχέση, όπως είπαμε. Και ο Συμεών είπε: «Όταν θέλησα να γίνω μοναχός, παρεκάλεσα πολύ τον Θεό, ώστε να οικονομήσει έτσι το πράγμα, για να πραγματοποιήσω ήσυχα τον σκοπό μου. Και ο Θεός τα τακτοποίησε άριστα. Όταν ήμουν στον στρατό, ένας σιτέμπορος ήρθε στο χωριό για να αγοράσει σιτάρι, είδε την κοπέλα ότι είναι ωραία και τραγουδάει ωραία, την αγάπησε και την πήρε για γυναίκα του. Έζησαν ευτυχισμένα και έκαναν πολλά παιδιά». Ο Γέροντας Σιλουανός ευχαριστούσε πάντοτε τον Θεό, που άκουσε την προσευχή του αυτή, αλλά και πάντοτε δεν ξεχνούσε την αμαρτία του.
ο χρόνος της στρατιωτικής υπηρεσίας
Αρχίσαμε, αδελφοί χριστιανοί, να μιλούμε για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, όπως ακριβώς βιογραφήθηκε από το στενό πνευματικό του υιό, τον άγιο γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ. Είπαμε στο προηγούμενο κήρυγμα για την παιδική και νεανική του ηλικία και σήμερα θα μιλήσουμε για τα χρόνια της στρατιωτικής του υπηρεσίας. Την υπηρεσία του αυτή την έκανε στην Πετρούπολη. Πήγε μεν εκεί να υπηρετήσει την πατρίδα, αλλά πήγε με βαθύ αίσθημα μετανοίας και δεν έπαυε να σκέπτεται τον Θεό.
Στον στρατό τον αγαπούσαν όλοι σαν ήσυχο και ευχάριστο και έμπιστο φίλο. Κάποτε, την παραμονή μιας γιορτής, μαζί με άλλους τρεις φρουρούς από το ίδιο τάγμα, πήγαν στην πρωτεύουσα. Πήγαν σε μια μεγάλη ταβέρνα, παράγγειλαν φαγητό και βότκα, μιλούσαν χαρούμενα και δυνατά, αλλά ο Συμεών δεν συμμετείχε πολύ σ᾽ αυτά. Ήταν σιωπηλός. «Γιατί, Συμεών, είσαι συνέχεια σιωπηλός;», του είπε ένας από την παρέα. «Τι σκέπτεσαι;». «Σκέπτομαι – του είπε – ότι εμείς καθόμαστε στην ταβέρνα, τρώγουμε και πίνουμε βότκα. Στο Άγιο Όρος όμως τώρα γίνεται αγρυπνία και οι μοναχοί θα προσεύχονται όλη την νύχτα. Λοιπόν, ποιος θα δώσει καλύτερη απάντηση στην Κρίση της Δεύτερης Παρουσίας, αυτοί ή εμείς;».
Ένας άλλος τότε της παρέας, είπε: «Τι άνθρωπος αυτός ο Συμεών! Εμείς ακούμε μουσική, διασκεδάζουμε και αυτού ο νους του είναι στο Άγιο Όρος και στην Κρίση. Αυτό όμως, το ότι ο Συμεών σκεπτόταν το Άγιο Όρος και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ίσχυε για όλη την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.
Από τον καιρό της στρατιωτικής του θητείας γνωρίζουμε και κάποιο άλλο περιστατικό. Μια μέρα είδε στο κατάλυμα του λόχου ένα στρατιώτη, που μόλις είχε τελειώσει την θητεία του και καθόταν στο στρώμα του λυπημένος με κατεβασμένο το κεφάλι. Και ο Συμεών τον ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι λυπημένος και δεν χαίρεσαι τώρα που τελείωσες και θα πας στο σπίτι σου;».
«Πήρα γράμμα από τους δικούς μου», του είπε ο στρατιώτης. Μου γράφουν ότι κατά την απουσία μου η γυναίκα μου γέννησε παιδί. Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της. Δεν θέλω να πάω στο σπίτι μου».
Ο Συμεών τότε του είπε ήρεμα: «Και συ το ίδιο δεν έκανες, τόσο καιρό που είσαι στο στρατό;». «Καλά, κάπου-κάπου», είπε ο στρατιώτης, σαν να θυμήθηκε κάποιο περιστατικό.
«Να, λοιπόν», του λέγει ο Συμεών, «και εσύ δεν μπόρεσες να αντέξεις. Αλλά νομίζεις ότι γι᾽ αυτήν είναι εύκολο; Εσύ είσαι περισσότερο ένοχος απέναντί της από ο,τι εκείνη απέναντί σου. Συγχώρεσέ την. Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε το παιδάκι σαν δικό σου παιδί και θα δεις πως όλα θα πάνε καλά».
Πέρασαν αρκετοί μήνες και ο Συμεών έλαβε ευχαριστήριο γράμμα από τον στρατιώτη. Του έγραφε πως, όταν έφθασε στο σπίτι του, ο πατέρας και η μητέρα του ήρθαν να τον υποδεχθούν μελαγχολικοί, ενώ η γυναίκα του, δειλή και λυπημένη, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού κρατώντας το νήπιο στα χέρια της. Η ψυχή του όμως από τότε που του μίλησε ο Συμεών ήταν ήσυχη. Φίλησε με χαρά τους γονείς του, φίλησε έπειτα την γυναίκα του, πήρε το βρέφος στα χέρια του και το φίλησε και αυτό. Χάρηκαν όλοι. Και μετά άρχισαν να γυρίζουν το χωριό, για να χαιρετίσει τους γνωστούς και συγγενείς, κρατώντας πάντα το βρέφος στα χέρια του. Οι ψυχές όλων ένοιωθαν χαρά. Και ο ίδιος έζησε ειρηνικά και ευτυχισμένα με την οικογένειά του.
Τέλος, ο στρατιώτης ευχαριστούσε τον Συμεών για την σοφή του συμβουλή.
Κατά το τέλος της θητείας του ο Συμεών πήγε να επισκεφθεί τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης, για να ζητήσει την ευχή του και την ευλογία του για τον σκοπό της ζωής του. Δεν τον βρήκε όμως εκεί και γι᾽ αυτό του άφησε ένα σύντομο σημείωμα που έλεγε: «Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχηθείτε να μην με κρατήσει ο κόσμος».
«Έπειτα επέστρεψε στην Πετρούπολη, στον στρατώνα του. Όμως, όπως έλεγε, από την άλλη κιόλας ημέρα το πρωί, άρχισε να αισθάνεται ολόγυρά του «να βουίζουν οι φλόγες του άδη»! Ήταν η προσευχή του αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης.
Μετά
την σύντομη απόλυσή του γύρισε σπίτι του, στο χωριό του. Η απόφασή του
ήταν το Άγιο Όρος. Τους αποχαιρέτισε όλους και αναχώρησε για τον Άθωνα.
Από εκείνη την ημέρα όμως που προσευχήθηκε ο άγιος Ιωάννης γι᾽ αυτόν,
παντού όπου και να πήγαινε ένοιωθε να βουίζουν γύρω του οι φλόγες του
άδη!… Ήταν το βίωμα της Ημέρας της Κρίσεως.
Η μορφή και η εμφάνιση του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη
Στα κυριακάτικα κηρύγματά μας, αδελφοί χριστιανοί, μιλάμε για τον αγιορείτη Γέροντα άγιο Σιλουανό. Σήμερα θα μιλήσουμε για την μορφή του και την εμφάνισή του.
Εξωτερικά ήταν πολύ απλός. Είχε ρωμαλέο σώμα, στιβαρά χέρια εργάτου, ωραίο και στρογγυλό μέτωπο, βλέμμα επιεικές και γαλήνιο, αλλά προσεκτικό, κουρασμένο όμως πολλές φορές από την αγρυπνία και τα δάκρυα. Είχε γένια μεγάλα και πυκνά και μαύρα μαλλιά μέχρι τα γηρατειά του. Η όψη του ήταν πράη και συμπαθητική.
Ήταν αδιάφορος για την εξωτερική του εμφάνιση. Ντυνόταν με χρονδροφτιαγμένα ρούχα, σαν τους εργάτες μοναχούς. Επειδή στο παλαιό Ρωσικό μοναστήρι που έμενε, έπαθε ψύξη στο κεφάλι, είχε μαρτυρικούς πονοκεφάλους και αυτό τον έκανε να μένει πολλές φορές ξαπλωμένος στο κρεββάτι.
Ήταν ολιγογράμματος. Με την συνεχή όμως ανάγνωση και ακρόαση στην Εκκλησία των ιερών κειμένων και με τις συζητήσεις που άκουγε και έκανε για τα πνευματικά θέματα, αναπτύχθηκε πολύ στον νου και έδινε την εντύπωση του εγγραμμάτου και μορφωμένου μοναχού. Είχε από φυσικού του ζωντανό και έξυπνο μυαλό. Στην καρδιά του ήταν τρυφερός και εξεδήλωνε μια σπάνια συμπόνοια στην θλίψη και τον πόνο του άλλου, χωρίς όμως να έχει αρρωστημένη συναισθηματικότητα. Περισσότερο όμως θαυμαστός ήταν για την προσοχή στο νού του, γιατί δεν ήθελε να έχει κανένα λογισμό, που θα δυσαρεστούσε τον Θεό. Παρά ταύτα οι σχέσεις του και η συμπεριφορά του με τους άλλους ανθρώπους ήταν εντελώς ελεύθερες και φυσικές. Φερόταν προς όλους με αγάπη και απλότητα. Δεν αποστρεφόταν κανένα άνθρωπο, ούτε και αυτούς που είχαν αμαρτωλή και άσχημη ζωή. Η ψυχή του όμως θλιβόταν για τις πτώσεις τους. Ο άγιος Σιλουανός είχε βαθειά αληθινή ταπείνωση προς τους άλλους ανθρώπους. Του άρεσε να δίνει το προβάδισμα στους άλλους, να φαίνεται αυτός ως κατώτερος και οι άλλοι ανώτεροί του και ήθελε πάντα να παίρνει ευλογία από τους επισκόπους και τον ηγούμενο. Και όλα αυτά χωρίς καμιά ανθρωπαρέσκεια ή κολακεία. Επίσης τιμούσε αυτούς που είχαν κάποιο αξίωμα ή μία θέση στην κοινωνία και τους μορφωμένους. Ήξερε ότι ο Θεός τους αγαπά όλους και αυτό έκανε και αυτόν να αγαπά και να σέβεται κάθε άνθρωπο. Δεν περιγελούσε τους άλλους ούτε τους ειρωνευόταν. Ο θυμός και η κατάκριση και η χυδαία έκφραση για τον άλλο, δεν είχαν καμία θέση στην ψυχή του. Είχε σπάνια δύναμη θέλησης, αλλά χωρίς πείσμα. Είχε αγωνιστικότητα, αφοβία και ανδρεία, αλλά με πραότητα και ταπείνωση και προσήνεια. Είχε ταπείνωση και υπακοή, αλλά χωρίς κολακία και ανθρωπαρέσκεια. Ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού, εικόνα και ομοίωσή Του.
Σ᾽ αυτόν, λοιπόν, τον αγωνιστή για την καθαρότητα της ψυχής του ασκητή, ήρθε πλούσια η Χάρη του Θεού και ο,τι έλεγε και ο,τι έκανε ήταν χαριτωμένο. Οι απαντήσεις του σε πνευματικά θέματα έκαναν και τον φημισμένο για την αρετή του και την σοφία του από τον Καύκασο μοναχό, τον πατέρα Στρατόνικο, να τον θαυμάσει. Κάποτε ερώτησε ο μοναχός αυτός τον Γέροντα Σιλουανό: «Πως μιλούν οι τέλειοι;». Και ο άγιος Σιλουανός απάντησε: «Οι τέλειοι δεν λένε τίποτε αφ᾽ εαυτού τους. Λένε μόνο ο,τι τους δίνει το Πνεύμα»! Και για το άλλο θέμα που έλεγε ο πατήρ Στρατόνικος, ότι η προσευχή πρέπει να έχει πάντα δάκρυα, ο Γέροντας Σιλουανός του είπε: «Τα δάκρυα κατά την προσευχή, όπως και κάθε άλλη σωματική δύναμη, μπορούν να εξαντληθούν. Τότε ο νούς, λεπτός από το πένθος, περνά σε μια λεπτή «αίσθηση» του Θεού και καθαρός από κάθε λογισμό θεωρεί με ησυχία τον Θεό. Και αυτό μπορεί να είναι πολυτιμότερο από τα δάκρυα»!
Αλλά στην συνέχεια των κηρυγμάτων μας, αγαπητοί χριστιανοί, θα ακούσομε πολλά από τον άγιο Σιλουανό, πολλά σοφά και υψηλά, που του τα ενέπνεε η Χάρη του Θεού, που είχε σκηνώσει στην καρδιά του.
Σειρά κυριακάτικων κηρυγμάτων του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία – https://www.pemptousia.gr