Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου
Ἀξιώματα καὶ ἀνθρώπινη δόξα
Ἀπορῶ, πώς μερικοί δίνουν τόση σημασία στὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ ὄχι στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς περιμένει, ὅταν «τῶν ἀνθρώπων τὴν δόξαν φύγωμεν». Σὲ τί θὰ μᾶς ὠφελήση, ἄν ἀποκτήσουμε καὶ τὸ πιὸ μεγάλο ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει καὶ μᾶς ἐγκωμιάζη ὅλος ὁ κόσμος; Θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Παράδεισο τὰ ἐγκώμια τοῦ κόσμου ἤ θὰ μᾶς ὠθήσουν στὴν κόλαση; Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Δόξαν παρά ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω». Σὲ τί θὰ μὲ ὠφελοῦσε ἄν μποροῦσα νὰ γίνω ἀπὸ μοναχός ἱερομόναχος, δεσπότης, πατριάρχης; Θὰ μὲ βοηθοῦσαν τὰ ἀξιώματα νὰ σωθῶ ἤ θὰ ἦταν μεγάλο βάρος σὲ ἕναν ἀδύνατο Παΐσιο καὶ θὰ μὲ γκρέμιζαν στὴν κόλαση; Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ζωή, μποροῦσε νὰ δικαιολογηθῆ μία τέτοια ἀνοησία. Ἕνας ὅμως ποὺ ἐπιδιώκει τὴν σωτηριά τῆς ψυχῆς τοῦ ὅλα τὰ βλέπει «σκύβαλα» καὶ δὲν ἐπιδιώκει ἀξιώματα.
Ὁ Μωυσῆς, πάρ΄ ὅλο ποὺ ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό νὰ ἐλευθερώση τὸν λαό τοῦ Ἰσραήλ, δὲν ἀξιώθηκε νὰ πάη στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, γιατί ἔφθασε σὲ σημεῖο νὰ ἀγανακτήση κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ. Ζοῦσε συνέχεια μέσα στὴν γκρίνια τοῦ λαοῦ καὶ μία φορά ἀγανάκτησε. «Μοῦ ζητοῦν νερό, εἶπε. Ποῦ νὰ τούς βρῶ νερό;». Μά πρίν ἀπὸ λίγο χτύπησες τὴν πέτρα καὶ ἔβγαλες νερό καὶ τούς ἔδωσες!
Δύσκολο ἦταν; Ἀλλά εἶχε μπλέξει μὲ τὰ θέματα, μὲ τὶς ὑποθέσεις τοῦ λαοῦ καὶ ξέχασε πόσο νερό εἶχε βγάλει νωρίτερα, καὶ ἀπὸ τὶς πολλές σκοτοῦρες ποὺ εἶχε, δὲν τὸ κατάλαβε, γιὰ νὰ ζητήση συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἄν ζητοῦσε συγχώρεση, θὰ τὸν συγχωροῦσε ὁ Θεός. Τὸ νὰ μήν πάη στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἦταν ἕνας μικρός κανόνας ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἀγανάκτησή του. Φυσικά ὁ Θεὸς τὸν πῆρε στὸν Παράδεισο καὶ τὸν τίμησε μὲ τὸ νὰ τὸν στείλη μαζί μὲ τὸν Προφήτη Ἠλία στὸ Ὅρος Θαβώρ, στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὅλα αὐτὰ βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε πόσο μεγάλο ἐμπόδιο γίνεται τὸ ἀξίωμα μὲ τὶς εὐθύνες γιὰ τὴν πορεία ἑνός Χριστιανοῦ πρὸς τὸν Παράδεισο.
Μερικοί, ἐνῶ ἐσωτερικά καὶ ἐξωτερικά θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλο χαρά, γιατί οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε εὐθύνη, ἀντιθέτως ἐπιδιώκουν εὐθύνες καὶ ἀξιώματα, καὶ ὅταν δὲν τούς δίνωνται, τσιγαρίζονται καὶ φθείρουν καὶ τὴν ψυχή τους καὶ τὸ σῶμα τους, τὸν ναό τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἐνῶ ὁ Χριστός τούς ἑτοιμάζει τὴν οὐράνια δόξα, αὐτοί θέλουν νὰ περάσουν στὸν Παράδεισο διά μέσο τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων.
Ἴσως ὅμως μου ποῦν μερικοί: «Γιατί ἄλλοι δοξάζονται καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους, δοξάζονται μετά καὶ ἀπὸ τὸν Θεό;» Στὴν οὐσία κανεὶς δὲν θὰ δοξασθῆ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν θέλη τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Νὰ μήν ἐπιδιώκη ποτέ κανεὶς μόνος του εὐθύνες.
Ὅταν τὸν ἀπαλλάσσουν ἀπὸ εὐθύνες, θὰ πρέπη νὰ χαίρεται, γιατί κανονικά θὰ ἔπρεπε νὰ στενοχωριέται γιὰ τὶς εὐθύνες ποὺ εἶχε. Ἄν δὲν χαίρεται, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μέσα τοῦ ὕπουλα ἡ ὑπερηφάνεα. Νὰ μήν ἐπιδιώκουμε ποτέ ἀξιώματα, γιὰ νὰ δοξασθοῦμε ἀπὸ αὐτά, γιατί αὐτὸ φανερώνει ἀρρώστια προχωρημένη. Δείχνει ὅτι βαδίζουμε ἀρρωστημένα ἄλλο δρόμο ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ βάδισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἔφθασαν στὸν Παράδεισο.
Ἔχουμε πλῆθος Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀπέφευγαν τὶς εὐθύνες∙ ἡγουμενίες, ἱερωσύνη καὶ ἀρχιερωσύνη. Ἄλλοι ἔκοβαν τὰ χέρια, ἄλλοι τὶς μύτες, ἄλλοι τὰ αὐτιά καὶ ἄλλοι τὶς γλῶσσες, γιὰ νὰ μήν εἶναι ἀρτιμελεῖς καὶ τούς χειροτονήσουν. Ἄλλους τούς ξεσκέπαζαν τὶς καλύβες καὶ τούς χειροτονοῦσαν ἀπὸ πάνω, ἄλλους τούς χειροτονοῦσαν ἀπὸ μακριά, ὅπως τὸν Ἅγιο Ἀμφιλόχιο. Ἐνῶ εἶχαν μόρφωση καὶ ἁγιότητα, ἐπειδή ὅμως εἶχαν νιώσει τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ψυχῆς, καθώς καὶ τὸ μεγάλο βάρος τῶν εὐθυνῶν, ποὺ γίνεται μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος, Γι’ αὐτὸ τὶς ἀπέφευγαν. Αὐτοί βρῆκαν τὸν κανονικό δρόμο.
Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μερικοί θεωροῦν τὴν ἱερωσύνη ἐμπόδιο στὴν πνευματική ζωή, γιατί ἐκτός τῶν ἄλλων ὑποχρεώσεων εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ πᾶνε, ὅταν ἔρθη ἕνας δεσπότης, ἤ νὰ πᾶνε στὰ πανηγύρια –πνευματικά βέβαια πανηγύρια, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ δὲν ἀναπαύουν. Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, γνώρισα ἕναν διάκο ποὺ γέρασε καὶ πέθανε διάκος. Ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος μοναχός, τὸ Μοναστήρι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ διάκο καὶ τὸν χειροτόνησαν. Ἀργότερα ἦρθαν νεώτεροι. Οἱ νεώτεροι ἔγιναν διάκοι καὶ ἱερεῖς, καὶ ἐκεῖνος ἔδινε συνέχεια τὴν σειρά του στούς ἄλλους καὶ παρέμενε διάκος.
Ὅταν τοῦ ἔλεγαν νὰ γίνη ἱερεύς, ἔλεγε: «Τώρα δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ Μοναστήρι. Δόξα τῷ Θεῶ, ὑπάρχουν οἱ νεώτεροι ἀδελφοί». Τὸν ἔβαλαν στὸ γραφεῖο. Ὅταν ἦρθαν μορφωμένοι στὸ Μοναστήρι, παρακάλεσε καὶ ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὸ γραφεῖο. Ὅταν τὸ Μοναστήρι περνοῦσε μία δυσκολία, παρακάλεσε αὐτός ὸ εὐλαβής διάκος ἕναν ἱερέα ἐνάρετο νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Πῶς ἐσύ ἀποφεύγεις τὶς εὐθύνες καὶ τὶς φορτώνεις σ΄ ἐμένα; Γίνε ἐσύ προϊστὰμενος, γιὰ νὰ γίνω καὶ ἐγώ ἡγούμενος». Ἔτσι ἔγινε ὁ ἕνας ἡγούμενος καὶ ὁ ἄλλος προϊστὰμενος. Ὅταν τακτοποιήθηκαν τὰ πράγματα καὶ πήγαινε καλά τὸ Μοναστήρι, παραιτήθηκε πάλι ἀπὸ προϊστὰμενος. Πολύ μὲ βοήθησε αὐτός ὁ διάκος∙ εἶχε πολλή Χάρη Θεοῦ. Αὐτόν καλοῦσαν γιὰ τὰ δύσκολα θέματα στὴν Ἱερά Κοινότητα νὰ πῆ τὴν φωτισμένη τοῦ γνώμη.
– Τί φταίει, Γέροντα, ὅταν πνευματικοί ἄνθρωποι, ἐνῶ δὲν ἀγαποῦν τὰ χρήματα, ἐπιδιώκουν ὅμως τὴν δόξα; Ἰσχύει αὐτὸ ποῦ ἔλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες: «Πολλοί ἐμίσησαν τὸν πλοῦτον, τὴν δόξαν οὐδείς»;
– Τὸ κεφάλι τὸ ἄδειο φταίει! Αὐτή εἶναι κενή δόξα. Τὸ «πολλοί ἐμίσησαν τὸν πλοῦτον…» εἶναι κοσμική νοοτροπία∙ δὲν χωράει στὴν πνευματική ζωή. Αὐτὰ τὰ ἔλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ποὺ δὲν γνώριζαν τὸν ἀληθινό Θεό. Στὴν πνευματική ζωή ἡ δόξα πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ. Μεγαλύτερη ἀτιμία ἀπὸ αὐτή ποῦ ὑπέφερε ὁ Χριστός ὑπέφερε κανείς; Οἱ Πατέρες τὴν ἀτιμία ζητοῦσαν καὶ τούς τιμοῦσε ὁ Θεός. Αὐτοί ἀκόμη στὸ κοσμικό στὰδιο βρίσκονται. Ποδόσφαιρο παίζουν. ΠΑΟΚ‐ΑΕΚ‐ΔΟΞΑ! Ἡ δόξα ποὺ ἀναφέρει στὸ Εὐαγγέλιο ἔχει ἀγάπη καὶ ταπείνωση. «Δόξασόν σου τὸν υἱόν, λέει, ἴνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάση σὲ… αὐτή δέ ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἴνα γινώσκωσι σὲ τὸν μόνον ἀληθινόν Θεόν». Ζητοῦσε δηλαδή ὁ Χριστός ἀπὸ τὸν Θεό νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Λυτρωτή τους, γιὰ νὰ σωθοῦν. Σήμερα οἱ περισσότεροι ἐνδιαφέρονται πῶς νὰ ἀποκτήσουν ἀπὸ παντοῦ δόξα. Δόξα ἀπὸ ΄δῶ, δόξα ἀπὸ ΄κεῖ, καὶ τελικά καταλήγουν σὲ… λόξα ἀπὸ ΄δῶ, λόξα ἀπὸ ΄κεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Δόξαν παρά ἀλλήλων λαμβάνοντες», «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Μὲ κάτι τέτοια μου ἔρχεται νὰ κάνω ἐμετό. Σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οὔτε εἴκοσι τέσσερις ὧρες.
Οἱ εὐθύνες εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στὴν πνευματική ζωή. Ὅσοι θέλουν νὰ κάνουν δουλειά πνευματική ἀποφεύγουν τὶς εὐθύνες. Συνήθως δὲν βλέπει κανεὶς καλό τέλος σ΄ αὐτούς ποὺ ἐπιδιώκουν ἀξιώματα καὶ προϊσταμενίες. Μπαίνει τὸ προσωπικό στοιχεῖο, ὁ ἐγωισμός, καὶ μετά συγκρούονται καὶ μαλώνουν μεταξύ τους οἱ προϊστὰμενοι, ἐπειδή ὑπάρχει καὶ στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλο προϊστὰμενο ὁ ἐγωισμός.
Ὅσοι ὅμως ἀγωνίζονται φιλότιμα καὶ δὲν ἀναπαύουν τὸν ἑαυτό τους καὶ βγάζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν κάθε ἐνέργειά τους βοηθᾶνε πολύ θετικά, γιατί τότε μόνον ἀναπαύονται οἱ ψυχές ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας καὶ τότε μόνο θὰ ἀναπαυθῆ ἐσωτερικά ἡ ψυχή τους καὶ σ΄ αὐτήν τὴν ζωή καὶ στὴν αἰώνια.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, παλιά, ἔφευγαν στὴν ἔρημο πρῶτα καὶ ἐρημώνονταν ἀπὸ τὰ πάθη τους μὲ τὸν ἀγώνα τους. Χωρίς σχέδια καὶ προγράμματα δικά τους ἀφήνονταν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέφευγαν τὰ ἀξιώματα καὶ τὴν ἐξουσία, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔφθαναν σὲ μέτρα ἁγιότητος –ἐκτός ἄν ἡ Μητέρα Ἐκκλησία εἶχε ἀνάγκη, ὅποτε ἔκαναν ὑπακοή στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δοξαζόταν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἁγία τους ζωή. Γίνονταν δηλαδή πνευματικοί αἱμοδότες, ἀφοῦ ἀποκτοῦσαν καλή κατάσταση πνευματικῆς ὑγείας στὴν ἔρημο, μὲ τὴν καλή πνευματική τροφή καὶ τὴν ἄγρυπνη πατερική παρακολούθηση.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη» σελ. 175 ‐ 177