«Χάρις δὲ τῷ Θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁµαρτίας, ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς, ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁµαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ» (Ρωμ. στ΄, 17-18). (Δηλ.: Εὐχαριστία δὲ ὀφείλεται ἀπὸ σᾶς εἰς τὸν Θεόν, διότι ἦσθε µὲν ἄλλοτε δοῦλοι τῆς ἁµαρτίας, ὑπηκούσατε ὅµως µὲ τὴν καρδίαν σας εἰς τὸν ἀκριβῆ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ποὺ ἐδιδάχθητε ἀπὸ ἡµᾶς τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι δὲ ἀφοῦ ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁµαρτίαν, ἐγίνατε δοῦλοι εἰς τὴν ἀρετήν).
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς ἐλεύθερος ἄνθρωπος:
«Ὅταν παρεισέφρησε ἡ ἁμαρτία κατέστρεψε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ φυσική της ἀξία καὶ εἰσήγαγε τὴ δουλεία, γιὰ νὰ εἶναι διαρκὴς διδάσκαλος, καὶ νουθεσία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὥστε νὰ ἀποφεύγουν τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὴν ἐλευθερία τῆς ἀρετῆς».
Ὁ Θεὸς στεφανώνει αὐτοὺς ποὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἀπὸ δική τους θέληση.
- Κάποτε ἕνας ἄπιστος βασιλιὰς συναντήθηκε μὲ ἕνα πάμφτωχο καλόγερο ἀσκητή.
Καὶ τοῦ λέει ὁ βασιλιάς:
– Θαυμάζω γέροντα τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ θυσία ποὺ κάνεις! Θυσιάζεις ὅλη σου τὴ ζωὴ στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἀμφίβολο ἂν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη.
Ὁ ἀσκητὴς ἀκούγοντάς τον, μειδίασε καὶ τοῦ εἶπε:
– Καὶ ἐγὼ μεγαλειότατε θαυμάζω τὴν δική σου ἄσκηση καὶ θυσία ποὺ κάνεις, ἡ ὁποία εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μου!
– Εἶναι δυνατὸν αὐτό; τοῦ εἶπε μὲ ἀπορία ὁ βασιλιάς. Ποιὰ θυσία κάνω ἐγώ, ποὺ εἶναι μάλιστα μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ τὴν δική σου;
– Ἐγὼ μεγαλειότατε, τοῦ λέει ὁ ἀσκητής, θυσιάζω τὴν πρόσκαιρη ζωή, γιὰ νὰ κερδίσω τὴν αἰώνια. Ἐνῷ ἐσὺ θυσιάζεις τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ χαρῆς τὴν πρόσκαιρη. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς δύο κάνει μεγαλύτερη θυσία;
Ὁ βασιλιὰς προβληματίστηκε.
”Ἐὰν μία τοῖς χιλίοις, ὑπάρχη ἄλλη ζωή, τί θὰ ἀπογίνω;” σκέφθηκε.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἔλθη ”εἰς ἑαυτὸν” καὶ σιγὰ – σιγὰ μὲ τὴν διακριτικὴ καθοδήγηση τοῦ ἀσκητῆ, ἄλλαξε τρόπο ζωῆς καὶ μετανόησε.
- Στὸ Περιοδικὸ «Ὁ Σωτήρ» παρατίθεται ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου μία πρωτότυπη καὶ πολὺ ἐκφραστικὴ παραβολή:
«Κάποτε, λέει, ἦταν ἕνας ἀετὸς ποὺ πετοῦσε στὰ ὕψη καὶ ἀπολάμβανε τὴν ὑπέροχη θέα τοῦ κόσμου ἀπὸ τοὺς αἰθέρες. Τὰ ἔβλεπε ὅλα αὐτὰ ὁ βασιλιὰς τῶν πτηνῶν, ὁ ἀετός, τὰ χαιρόταν καὶ τὰ θαύμαζε! Κάποια στιγμὴ τὸ βλέμμα του στάθηκε σ’ ἕνα πετεινό. Τὸν κοίταξε προσεκτικὰ καὶ παρατήρησε ὅτι ὁ πετεινὸς ἔκανε συνέχεια γύρους στὴν αὐλή του χωρὶς νὰ βλέπει τίποτα πέρα ἀπὸ λίγους ἀνθρώπους καὶ ζῶα.
-«Τί κρῖμα!», σκέφθηκε· «ὁ πετεινὸς τοῦ χωριοῦ δὲν γνωρίζει τίποτ’ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὐλή του. Βλέπει μόνο λίγους ἀνθρώπους καὶ λίγα ζῶα. Θὰ κατεβῶ καὶ θὰ τοῦ διηγηθῶ πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου».
Κι ἀμέσως ἔκανε ἕνα πέταγμα πρὸς τὰ κάτω καὶ προσγειώθηκε στὴ στέγη τοῦ ἀγροτόσπιτου, ὅπου ἦταν ὁ πετεινός. Παρατήρησε πάλι τὸν πετεινὸ νὰ περπατᾶ ἀνάμεσα στὶς κότες του καμαρωτὸς καὶ χαρούμενος. «Φαίνεται θὰ εἶναι εὐχαριστημένος μὲ τὴν τύχη του! Ἂς τοῦ διηγηθῶ ὅμως ὅσα γνωρίζω κι ἐγώ».
Ἄρχισε λοιπὸν νὰ ὁμιλῆ στὸν πετεινὸ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ ὀμορφιὰ καὶ τὸ ἄφθαστο μεγαλεῖο τοῦ κόσμου. Ὁ πετεινὸς στὴν ἀρχὴ ἄκουγε μὲ προσοχή, ἀλλὰ δὲν καταλάβαινε τίποτα. Σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ πλήττη. Μὲ δυσφορία τὸν ἄκουγε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἀετός, βλέποντας ὅτι ὁ πετεινὸς οὔτε καταλάβαινε οὔτε ἔδειχνε ἐνδιαφέρον, λυπήθηκε. Προσπάθησε λίγο ἀκόμη νὰ τὸν πείση νὰ πετάξη μαζί του, γιὰ νὰ γνωρίση τὶς ἀπερίγραπτες ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ δὲν βρῆκε καμία ἀνταπόκριση. Θεώρησε μάταιο πλέον καὶ ἄνιαρο νὰ τοῦ ὁμιλῆ. Τὸν ἄφησε στὴν τύχη του καὶ πέταξε πάλι στοὺς αἰθέρες.
Τί σημαίνει ὅμως αὐτὴ ἡ παραβολὴ τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ; Τὸ ἐξήγησε ὁ ἴδιος: Ὁ μὴ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸν πετεινό, ποὺ παραμένει ἐγκλωβισμένος στὴ γῆ, καὶ «γλυκαίνεται μὲ τὴ μάταιη δόξα, τὸν ὑλικὸ πλοῦτο καὶ τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις». Ἀντίθετα ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος «πετᾶ σὰν ἀετός, ἡ ψυχή του αἰσθάνεται τὸν Θεὸ καὶ βλέπει ὅλο τὸν κόσμο, παρόλο ποὺ προσεύχεται στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας».
Ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ Δημιουργός μας μᾶς θέλει νὰ γίνουμε ἀετοί! Νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου του καὶ νὰ πετᾶ ἡ ψυχή μας στὸν οὐρανό! Νὰ ἀφήνουμε τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν μας στὸ πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ καὶ νὰ λαμβάνουμε τὴν ἄφεση, ὥστε νὰ ζοῦμε χωρὶς τύψεις καὶ ἔνοχες. Ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπέροχη αἴσθηση τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Ὁ Κύριος μᾶς δίνει πρωτίστως τὴν εὐκαιρία νὰ Τὸν κοινωνοῦμε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ μυστικὴ ἕνωση μαζί Του, νὰ προγευόμαστε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου! Ὥστε λοιπόν, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «διὰ τοῦτο ἀετοὺς ἡμᾶς ἐκάλεσεν ὁ Χριστός… ἵνα οὐρανοβατῶμεν, ἵνα ὑψηλὰ πετώμεθα τοῖς πτεροῖς τοῦ πνεύματος κουφιζόμενοι»· ὁ Χριστὸς μᾶς ὀνόμασε ἀετούς, γιὰ νὰ πορευόμαστε πρὸς τὰ οὐράνια, νὰ πετᾶμε ψηλὰ ἀνάλαφροι μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος (PG 49, 370).
Ἂς γίνουμε ἀετοί!