
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Ε΄ Μέρος
Ὁ πεθαμένος Χριστός!!!
Ἡ ἀποκορύφωσις τῆς πολεμικῆς κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἐμμονὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου εἰς τὴν πολλαπλὴν ἀναφορὰν του περὶ ἑνὸς «πεθαμένου Χριστοῦ» (σ. 17):
«Ὁ «Ἐσταυρωμένος τῆς Μ. Παρασκευῆς» εἶναι ὁ στιγμιαία 3ήμερος νεκρὸς Χριστὸς ἐπάνω στὸν Τίμιο Σταυρό… «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…», αὐτὸ λέμε. Ὁ «Ἐσταυρωμένος» δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει, γιατί εἶναι πεθαμένος ἐπάνω στὸν σταυρό, καὶ ὡς ἐκ τούτου στατικὸς καὶ ἀκίνητος ὁλόκληρο τὸν χρόνο… Λέμε ποτὲ σὲ ἀκίνητο καὶ πεθαμένο «Ἔλα!»; Ἀστεῖα πράγματα!».
Δὲν ἔχει κατανοήσει τίποτε ἀπὸ τὸ μυστήριον τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ὁ Σεβασμιώτατος καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς λυπηρὸν ἀποτελεῖ τραγωδίαν τοῦ «ναυαγήσαντος περὶ τὴν πίστιν» Ἐπισκόπου. Δὲν ἐπροβληματίσθη ποτὲ διατί ἀμέσως μετὰ τὸ «τετέλεσται» ὁ Εὐαγγελιστὴς ὁμιλεῖ περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν: «καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεώχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς»; Δὲν ἤκουσε ποτὲ οὗτος ὁ ἄνθρωπος τὸν Κανόνα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου; Αἱ φράσεις «ὑπὲρ νοῦν ὡράθης γὰρ νεκρὸς ζωαρχικώτατος», «τῆς σαρκὸς ἡ ψυχή σου διῄρηται· σπαράττουσιν ἄμφω γὰρ δεσμοὺς τοῦ θανάτου», «κατάστικτον τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργόν», «Διὰ θανάτου τὸ θνητόν, διὰ ταφῆς τὸ φθαρτὸν μεταβάλλεις», «ἀφυπνώσας ὑπερφυῶς ὕπνον φυσίζωον», «τοὺς ἐχθροὺς ἐν σταυρῷ γὰρ πατάξας ὡς Θεὸς» ἐνθυμίζουν τίποτε εἰς τὸν Σεβασμιώτατον;
Δὲν μᾶς ἐκπλήσσει ὅμως ὁ τρόπος σκέψεως τοῦ Σεβασμιωτάτου καθ’ ὅτι κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν ἐνεφανίσθησαν πολλοὶ Ἐπίσκοποι «λαλοῦντες διεστραμμένα», μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἀπολλινάριος. Ἴσως ἀντιληφθῆ κανεὶς τὴ συγγένειαν τῶν ἀπόψεων, ἐὰν μελετήση τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁ ὁποῖος ἀνασκευάζει τὰ φληναφήματα τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ἂς παραθέσωμεν μόνον ἕνα ἀπόσπασμα (μτφ. ΕΠΕ):
«Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔπρεπε ὁ καλὸς ποιμένας νὰ δώσει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τῶν προβάτων του, ὥστε μὲ τὸν ἴδιο τὸ θάνατό του νὰ καταλύσει τὸ θάνατο, τότε γίνεται καὶ τὰ δύο ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἱερέας καὶ ἀμνός, μὲ τὸ νὰ ἐνεργήσει τὸ θάνατο μέσα σ’ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὴν κοινωνία τοῦ πάθους. Ἐπειδὴ ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ διάλυση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, αὐτὸς ποὺ ἑνώθηκε καὶ μὲ τὰ δύο, τὴν ψυχὴ δηλαδὴ καὶ τὸ σῶμα, δὲ χωρίζεται ἀπὸ κανένα. Ἀλλὰ ἐπιμερίζοντας τὸν ἑαυτό του καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, μὲ τὴν ψυχὴ ἀνοίγει στὸ ληστὴ τὸν παράδεισο καὶ μὲ τὸ σῶμα σταματᾶ τὴ διδασκαλία τῆς φθορᾶς, κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ κατάλυση τοῦ θανάτου, τὸ ν’ ἀδρανοποιηθεῖ ἡ φθορὰ ἐξαφανισμένη μέσα στὴ ζωοποιὸ φύση, γιατί αὐτὸ ποὺ πραγματοποιεῖται σ’ αὐτὰ ἀποβαίνει κοινὴ εὐεργεσία καὶ δωρεὰ τῆς φύσης μας… Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὸ θάνατο πηγαίνει ἀλλὰ καὶ δὲ γίνεται αἰχμάλωτος τοῦ θανάτου. Τὸ σύνθετο χωρίζεται βέβαια στὰ μέρη του, τὸ ἀσύνθετο ὅμως δὲν ἐπιδέχεται διάσπαση. Ἀλλὰ παραμένει μέσα στὸ μερισμὸ τοῦ συνθέτου ἡ ἀσύνθετη φύση κι ὅταν ἀποχωρεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, δὲ χωρίζεται ἀπὸ κανένα. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ ἐνέργεια, ὅπως εἴπαμε, ποὺ προκάλεσε στὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία καὶ στὴν ψυχὴ τὴ διαβίωση στὸν παράδεισο. Ἀλλὰ μὲ τὸ χωρισμὸ τούτων δὲ διαχωρίζεται μαζὶ ὁ ἁπλὸς κι ἀσύνθετος, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀποτελεῖ τὸ ἕνα. Μὲ τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ τὸ ἴδιο ἀδιαίρετο, ὁδηγεῖ καὶ τὸ χωρισμένο στὴν ἕνωση καὶ τοῦτο μᾶς δείχνει αὐτὸς ποὺ εἶπε «ὁ Θεὸς τὸν σήκωσε ἀπὸ τοὺς νεκρούς». Δὲν εἶναι βέβαια ὅσιο, ὅπως ὁ Λάζαρος ἢ κάποιος ἄλλος ἀπὸ ὅσους ξαναέζησαν ἐπαναφέρεται μὲ κάποια ξένη δύναμη στὴ ζωή, νὰ φανταζόμαστε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ μονογενὴς Θεὸς ἀνασταίνει ὁ ἴδιος τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἑνώθηκε μαζί του καὶ χωρίζοντας τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἑνώνοντας πάλι τὰ δύο κι ἔτσι συντελεῖται ἡ κοινὴ σωτηρία τῆς φύσης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς».
Ἀντίθετα πρὸς ὅσα γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Πατὴρ καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Μητρ. Περιστερίου ἐπιμένει εἰς τὸν «πεθαμένο Χριστὸ» διαιρῶν τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν θεότητα εἰς τὸν «Ἐσταυρωμένον», εἰς τὸν ὁποῖον, ὡς ἰσχυρίζεται (σ. 22) «προβάλλει φαινομενικὰ καὶ ὁρατὰ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα σὲ κατάσταση μονίμου ἀνθρωπίνου πάθους». Διὰ τοῦτο καὶ διαχωρίζει, ὡς εἴδομεν εἰς προηγούμενον ἄρθρον τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τὸν «Ἐσταυρωμένον», ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸν Σταυρὸν κατανοεῖ ὡς ὄργανον σωτηρίας, ἐνῶ τὸν «Ἐσταυρωμένον» ὡς «πεθαμένον». Ὡστόσον, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, Λόγος εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (μτφ. Τύχωνος, Ἡγουμένου Σταυρονικήτα), εἶναι ἀφοπλιστικός:
«Ὑψοῦται λοιπὸν ὁ Σταυρός, ὄχι διὰ νὰ δοξασθῆ –διότι ποία δόξα μεγαλύτερη θὰ μποροῦσε νὰ λάβη, ἀφοῦ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἐσταυρώθη ὁ Χριστός; Ἀλλὰ διὰ νὰ δοξασθῆ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος προσκυνεῖται καὶ κηρύσσεται ὡς «Ἐσταυρωμένος»;… Εὐλόγως καὶ ὁ πολὺς αὐτὸς λαὸς συνεγείρεται σήμερον μὲ πολὺν ἐνθουσιασμόν, διὰ νὰ ἴδη τὸν φανερωθέντα Σταυρὸν καὶ βλέποντας τὸν Σταυρόν, νὰ προσκυνήση τὸν Χριστὸν ποὺ ὑψώθη καὶ ἐσταυρώθη ἐπάνω εἰς αὐτὸν»
Τὸν «Ἐσταυρωμένον» προσκυνοῦμεν καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα Σταυρόν. Δὲν ὑφίσταται προσκύνησις εἰς τὸν Σταυρόν, ὡς θέλει ὁ Μητρ. Περιστερίου, ἀλλὰ προσκύνησις εἰς τὸν «Ἐσταυρωμένον», αὐτὸς εἶναι ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὰ συμβαίνουν, ἐπειδὴ ὁ Σεβασμιώτατος δὲν κατανοεῖ ὅτι ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου ἐπῆλθεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὅπως τὴν ἀναλύει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐνῶ ἡ Ἀνάστασις εἶναι ἡ ἀπόρροια τῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι καίτοι ὁ θάνατος ἦτο πραγματικός, ἦταν ὁ Χριστὸς ὁ ὁποῖος ἐνήργησε τὸν θάνατον ἑκουσίως καὶ αὐτεξουσίως, ἐμπαίζων τὸν θάνατον, δεικνύων ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι κύριος τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Ὁ ἐπὶ Σταυροῦ κρεμάμενος δὲν εἶναι ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, ὡς θεωρεῖ αὐτὸν ὁ Μητρ. Περιστερίου (ἢ ἀκόμη χειρότερα ἕνας νικημένος ἀπὸ τὸν θάνατο Χριστός), ἀλλὰ ὁ Θεάνθρωπος, ὁ ὁποῖος παραμένει παντοδύναμος, εἶναι ὁ Ζῶν Θεός, ἡ Αὐτοζωή. Ὁ Ἅγιος Πρόκλος Κων/λεως, Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου (μτφ. Γ. Μαυρομάτη), σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Σήμερον ὁ θάνατος ἐδέξατο τὸν ἀεὶ ζῶντα νεκρόν… ὢ! ἧλοι τὸν κόσμον τῇ θεογνωσίᾳ προσηλώσαντες καὶ θανάτου καταπείραντες» (= Σήμερα ὁ θάνατος δέχτηκε τὸν νεκρὸ ποὺ πάντοτε ζεῖ… Ὤ! τί καρφιὰ ποὺ στερέωσαν τὸν κόσμο στὴ θεογνωσία, καὶ σούβλισαν τὸν θάνατο!)
Ὁ Χριστός, ἑπομένως, δὲν εἶναι «νεκρός», ὅπως τὸν θέλει ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου, ἀλλὰ εἶναι ὁ «ἀεὶ ζῶν νεκρός», ὅπως τὸν προβάλλει ἡ Ὀρθοδοξία. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ «Ἐσταυρωμένος» εἰς τὴν Ὀρθόδοξον εἰκονογραφίαν ποτὲ δὲν ἁγιογραφεῖται συντετριμμένος καὶ καταβεβλημένος ὑπὸ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἁπλῶς ὡς κοιμώμενος, ἐνίοτε δὲ καὶ μὲ ἀνοικτοὺς ὀφθαλμούς. Ὁ «Ἐσταυρωμένος» εἶναι ὄντως ὁ «Βασιλεὺς τῆς Δόξης», διότι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ σημάνη τὸν ἀφανισμὸν του ἀποδεικνύεται θρόνος στέψεώς του ὡς νικητοῦ τοῦ θανάτου.
Τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν Σταυρὸν (μτφ. Ε. Λέκκος), εἶναι εὔγλωττα περὶ τῆς ἀληθοῦς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ:
«Παραδίνεται λοιπόν, ὁ Σωτήρας καὶ παρόλο ποὺ παραδόθηκε δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο, ἀλλὰ μάλιστα ἐπιτέθηκε σ’ αὐτὸν καὶ καταδίωκε τὸ φίδι ποὺ ἔφευγε. Διότι ὁ Κύριος δὲν ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι πεθαίνει, ἀλλ’ ὅτι μὲ τὸ θάνατο καταδίωκε τὸ θάνατο… καὶ ἀντὶ γιὰ τὰ ἀγκάθια νὰ μᾶς χαρίσει τὸ ξύλο τῆς ζωῆς (τὸ σταυρό)… διότι μέχρι τότε ποὺ ὁ ἐχθρὸς στεκόταν ὄρθιος, κρατοῦσαν τὸ σταυρὸ οἱ δήμιοι. Ὅταν ὅμως ἔπεσε καὶ ξεσχίσθηκε (ὁ διάβολος), τότε τὸν πῆρε ὁ Κύριος ὡς τρόπαιο καὶ τὸν σήκωσε ὁ ἴδιος. Διότι ἔπρεπε ὁ νικητὴς ποὺ θριάμβευε ἐπάνω στὸ διάβολο, νὰ μὴ ἐπιτρέψει σὲ ἄλλον, ἀλλὰ ὁ ἴδιος νὰ κρατήσει τὸ τρόπαιο… ἀλλὰ τὸν σήκωσε καὶ ὁ Σίμων, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι ὁ Κύριος δὲν πεθαίνει τὸ δικό του θάνατο, ἀλλὰ τὸ θάνατο τῶν ἀνθρώπων… διότι ἐνῶ σὰν ἄνθρωπος ἦταν κρεμασμένος, τὶς μὲν ἀρχὲς καταδίωκε, τὸν δὲ διάβολο αἰχμαλώτιζε καὶ στοὺς δήμιους προκαλοῦσε φόβο, γιὰ νὰ μὴ σχίσουν τὸ χιτώνα… μὲ τὸ νὰ κρεμαστεῖ πάνω στὸ σταυρό, τὸν μὲν ἀέρα καθάριζε μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν χεριῶν, τὴ δὲ γῆ ἔσωζε, πλένοντας καὶ καθαρίζοντάς την μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴ (λογχισμένη) πλευρά του… ἀσφαλῶς, μποροῦσε καὶ νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ σταυρό, ἀφοῦ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἀνέστησε καὶ τοὺς ἄλλους νεκρούς. Ἀλλὰ ἂν κατέβαινε, θὰ ἔδειχνε ὅτι ἀποφεύγει τὸ θάνατο, ἐνῶ τὸ νὰ τὸν περιμένει δὲν ἔδειχνε τίποτα ἄλλο παρὰ ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸν περίμενε εἶναι ἡ ζωή… οὔτε ἤθελε, μὲ τὸ νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ σταυρό, νὰ γίνει γνωστὸς ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ μείνει σ’ αὐτόν. Διότι ὁ θάνατος τοῦ Σωτήρα φέρνει στοὺς ἀνθρώπους περισσότερη πίστη καὶ σωτηρία… καθὼς τὸν ἔβλεπε (ὁ διάβολος) κρεμασμένο καὶ (παρὰ ταῦτα) νὰ καταδιώκει τὸ θάνατο, φοβήθηκε… διότι ὁ διάβολος δὲν ἤθελε νὰ πεθάνει ὁ Κύριος, οὔτε νὰ μείνει κρεμασμένος στὸ σταυρό: καὶ ἤθελε μὲν νὰ κατέβει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ νὰ μὴ πεθάνει, ἂν ὅμως δὲν κατέβαινε, ἂς ἔμενε ἁπλῶς πάνω στὸ σταυρό, ἀρκεῖ νὰ μὴ πέθαινε… γιατί τὸ θάνατο ποὺ φοβόταν ἂν συνέβαινε, μὲ αὐτὸν καὶ πέθανε ὁ Κύριος καὶ ἐκεῖνος (ὁ διάβολος) λαφυραγωγήθηκε… κι ἀποδείχθηκε σὲ ὅλους, ὅτι ὁ Σωτήρας δὲν πέθανε ἀπὸ φυσικὴ ἀδυναμία, ἀλλὰ ἐπιδίωξε τὸ θάνατο, γιὰ νὰ τὸν ἀκυρώσει καὶ νὰ τὸν καταργήσει… (ἄλλοι) δὲν πίστευαν ὅτι ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ καταργηθεῖ μὲ τὸ θάνατο, οὔτε ὅτι μπορεῖ νὰ συντριβεῖ μὲ τὸ σταυρὸ αὐτὸ τὸ φοβερὸ φίδι… Αὐτὸς καὶ ὅταν σταυρωνόταν, ἐπιβεβαιωνόταν πὼς εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος: ἀφοῦ καὶ ὁ ἥλιος μάζεψε τὶς ἀκτίνες του καὶ ἡ γῆ σείστηκε καὶ οἱ πέτρες σχίζονταν καὶ οἱ δήμιοί του ἀναγνώριζαν ὅτι αὐτὸς ποὺ σταυρώθηκε εἶναι πραγματικὰ Υἱὸς Θεοῦ. Διότι τὸ σῶμα ποὺ φαινόταν δὲν ἦταν κάποιου ἀνθρώπου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο κι ὅταν ζοῦσε κι ὅταν σταυρωνόταν, ἀνέστησε νεκρούς».
Ὁ λόγος τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἐπεξηγεῖ πὼς τὸ ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ὅτι ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν εἶναι ὁ τόπος, ὅπου ὁ Χριστὸς φανερώνεται ὡς ἡ Ζωή, ἀποκαλύπτεται ὡς πραγματικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Ἐσταυρωμένος» ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ σώζει τὴν κτίσιν!