Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

«Οἱ κόποι σου δὲν θὰ πᾶνε χαμένοι»

  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διαβεβαιώνει τὸν μαθητή του Τιμόθεο:

«εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶµεν καὶ ὀνειδιζόµεθα, ὅτι ἠλπίκαµεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, µάλιστα πιστῶν». (Δηλ.: Διότι δὲ εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος οὗτος, δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡµεῖς κοπιάζοµεν καὶ περιπαιζόµεθα ὡς βλάκες δῆθεν καὶ ἀνόητοι, ἐπειδὴ ἔχοµεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας µας εἰς τὸν ζῶντα Θεόν, ποὺ εἶναι σωτὴρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους συντηρεῖ µὲ τὴν πρόνοιάν του, πρὸ παντὸς δὲ εἶναι σωτὴρ τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους σώζει ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον) (Α΄ Τιμ. δ΄ 10).

  Ὁ κόπος, δηλαδὴ ὁ πνευματικὸς ἀγώνας εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς βραβεύει καὶ μᾶς στεφανώνει. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ:

«Μεγάλο ἀγαθό πραγματικά εἶναι ἡ θλίψη, κι εἶναι κατόρθωμα μεγάλης καί γενναίας ψυχῆς. Πόσοι μετὰ ἀπ’ αὐτὸ πίστεψαν καὶ κανένας δὲν ἔλαμψε τόσο πολύ; Τέτοια προθυμία πρέπει νὰ δείχνουμε παντοῦ, πολλὴ θερμότητα καὶ ψυχὴ ἕτοιμη ν’ ἀγωνισθῆ καὶ πρὸς τὸν θάνατο. Γιατὶ ἀλλιῶς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἄν δὲν σταυρωθῆ. Ἄς μὴ ἐξαπατοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας».

  • Στὸν Εὐεργεντινὸ τὸμ. Α΄ διαβάζουμε γιὰ τὸν ἀγώνα, ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε.

  «Ὁ Ἀββᾶς Κόπρις εἶπε· εἶναι μακάριος αὐτὸς ποὺ ὑπομένει κόπον καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν. Ὁ ἴδιος ἠσθένησε κάποτε ἐπὶ πολὺν χρόνον καὶ παρέμεινεν εἰς τὸ κρεββάτι. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἱκανοποίει τὸ θέλημά του.

  Ἕνας Γέρων εἶπεν ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἐπειράζετο ἀπὸ λογισμὸν ἐπὶ ἐννέα ἔτη καὶ ἀπὸ εὐλάβειαν κατέκρινε τὸν ἑαυτόν του, λέγων· ἔχασα τὴν ψυχήν μου, θεωρῶν τὸν ἑαυτόν του αἴτιον τοῦ πειρασμοῦ. Ὕστερα ἀπὸ καιρόν, ἐπειδὴ ἐβαρύνθη καὶ ἀπελπισθείς, ἐνῷ δὲν ἔπρεπε, διὰ τὴν σωτηρίαν του, εἶπεν· ἄς ὑπάγω εἰς τὸν κόσμον, ἀφοῦ ἔπεσα εἰς ἀπώλειαν. Καθὼς λοιπὸν ἐκίνησε νὰ φύγῃ, τοῦ ἦλθε μία φωνὴ εἰς τὸν δρόμον· τὰ ἐννέα ἔτη- τοῦ ἔλεγεν ἡ φωνὴ αὐτή- κατὰ τὰ ὁποῖα εὑρίσκετο εἰς πειρασμόν, σοῦ ἐχάρισαν στεφάνους. Δι’ αὐτὸ γύρισε εἰς τὸν τόπο σου καὶ θὰ σὲ  ἐλαφρώσω ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Πράγματι ὁ ἀδελφὸς ἐπέστρεψε καὶ ἀνεπαύθη. Ἀπὸ αὐτὸ μανθάνομεν, πὼς οἱ πόλεμοι παρέχουν στεφάνους εἰς τοὺς ἀγωνιζομένους».

  • Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ Ἁγίου Ὄρους ἀντιγράφουμε:

  «Στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ δρόμος εἶναι πολὺ ἀνηφορικὸς καὶ κοπιαστικός. Οἱ Πατέρες, κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Αὐγούστου, ἀνέβαζαν μὲ τὴν πλάτη τὸ σιτάρι τους καὶ ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τροφὴ καὶ συντήρηση καὶ ἀνέβαιναν μετὰ κόπου πολλοῦ βαρειὰ φορτωμένοι, γιατὶ πρὶν ἀπὸ 50-60 χρόνια δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἔχη κανεὶς ὑποζύγια.

  Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ μέχρι σήμερα, ἡ πίστη μας λιγόστεψε, ἡ φύση μας ἀδυνάτισε ἤ στὶς ἀνέσεις σιγά – σιγά γυρίσαμε καὶ στὶς εὐκολίες τῆς ζωῆς; Δὲν γνωρίζω ποιὸ ἀπ’ ὅλα συντέλεσε νὰ μὴ συνεχίζεται μέχρι σήμερα ἐκείνη ἡ ὡραία αὐστηρή, ἀλλὰ καὶ πολὺ βαρειὰ καὶ δυσβάστακτη Παράδοση, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἐπετρέπετο ἡ μεταφορὰ τῶν ἀγαθῶν μὲ ὑποζύγια, ἀλλ’ ἄς ἴδωμεν τὴν συνέχεια, ποὺ μὲ διάφορες θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τῆς θείας Προνοίας ἐδυνάμωνε καὶ ἀνεζωπυρώνετο ἡ πίστη καὶ αὐταπάρνηση τῶν Πατέρων μας.

  Μιὰ ἡμέρα, ἕνας ὑποτακτικὸς νέος, ἐνῶ ἀνέβαζε τὸ φορτίο μὲ τὰ τρόφιμα στὴν πλάτη, ἀπὸ τὴ θάλασσα, νὰ τὸ πάη στὴν Καλύβα ποὺ ἦταν στὴ Σκήτη, κουρασμένος κάθισε νὰ ξεκουρασθῆ λίγο. Τότε ὁ Σατανὰς δὲν ἔχασε καιρὸ κι ἄρχισε νὰ τὸν πειράζη μὲ διάφορους λογισμούς, καὶ νὰ τοῦ βάζη στὸ μυαλό, πὼς ἄδικα κοπιάζει κι ὅτι οἱ κόποι αὐτοὶ θὰ πᾶνε χαμένοι, γιατὶ γίνονται γιὰ τὸ σῶμα κι ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια τοῦ βασάνιζε τὸ νοῦ. Αὐτὰ τοῦ φέρανε κάποια ἀπροθυμία καὶ στενοχώρια μὲ ψυχικὴ θλίψη. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ἄκουσε μιὰ φωνή, ποὺ πληροφορήθηκε πὼς ἦταν φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέγη: «Γιατὶ στενοχωριέσαι καὶ θλίβεσαι παιδί μου; Οἱ κόποι σου δὲ θὰ πᾶνε χαμένοι, ὁ ἱδρώτας ποὺ χύνεις μὲ τόση προθυμία νὰ ἀνεβαίνης αὐτὸν τὸν δύσκολο ἀνήφορο καὶ νὰ πηγαίνης μὲ τὴ πλάτη τὸ φορτίο σου πάνω στὴ Σκήτη καὶ σὺ καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ποὺ κάνουν αὐτὸ τὸν κόπο, ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μας, ὁ Δεσπότης Χριστός, θὰ τὸ δεχθῆ σὰν αἷμα μαρτυρικὸ καὶ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες νὰ τὰ εἰπῆς σ’ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἀνεβάζουν ἀγόγγιστα τὸ φορτίο τους καὶ θὰ ἔχουν μισθό αἰώνιο».

  Ὁ Μοναχὸς ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ τῆς Παναγίας, γεμᾶτος χαρὰ πῆγε στὸ Κυριακὸ καὶ ὅλα αὐτὰ εἶπε στοὺς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ χαρὰ καὶ προθυμία ἀνέβαζαν τὰ φορτία τους στὴν πλάτη ἀπὸ τὴ θάλασσα.

  Εἰς ἀνάμνηση τοῦ θαύματος αὐτοῦ, οἱ Πατέρες, στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἀκούστηκε ἡ φωνή, ἔστησαν τὸ προσκυνητάρι στὸ ὁποῖο ἔβαλαν τὴν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τὴν εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἔδειξε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅτι ἀναγνωρίζονται καὶ πληρώνονται οἱ κόποι τῶν Μοναχῶν καὶ κάθε ἀνθρώπου, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της ὑπομένουν.

  Τελευταίως, ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης κατέγραψε τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Προσκυνηταρίου τῆς Ἁγίας Ἄννης».

  • Γιὰ νὰ λάβης πνεῦμα (θεία Χάρη) πρέπει νὰ δώσης αἷμα» (π. Κύριλλος ἡγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσ. Δαυΐδ).