Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σὲ μιὰ καὶ μόνη στιγμὴ θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ἡ τελικὴ κρίση. «Σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι». Οἱ νεκροὶ θὰ ξαναπάρουν τὰ σώματά τους ἄφθαρτα καὶ ἀθάνατα. Ὅμοια μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου». Δὲν εἶναι δυνατὸν φθαρτὸ σῶμα, ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα, νὰ κληρονομήσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ φθορὰ νὰ κληρονομήσει τὴν ἀφθαρσία. «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν».
Ὅσοι ὅμως θὰ ζοῦν κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ πεθάνουν, ἀλλὰ θὰ ἀλλάξουν ἀμέσως, παίρνοντας σῶμα ἄφθαρτο, ἀντὶ τοῦ φθαρτοῦ ποὺ εἶχαν ἐνόσῳ ζοῦσαν. Θὰ ἐκπληρωθεῖ τότε ὁ λόγος ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν κατάργηση, τὴν πλήρη ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου: «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» (Α΄ Κορ. 15, 48-55). Στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ὑπάρχει θάνατος, ἀλλὰ ζωὴ αἰώνια.
Θὰ ἀναστηθοῦν οἱ πάντες, μὲ ὅποιον τρόπο κι ἂν πέθανε ὁ καθένας. Αὐτοὶ ποὺ φαγώθηκαν ἀπὸ τὰ θηρία καὶ δὲν ἔμεινε οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὸ σῶμα τους. Αὐτοὶ ποὺ πνίγηκαν στὴ θάλασσα. Αὐτοὶ ποὺ κάηκαν στὴ φωτιά. Αὐτοὶ ποὺ ἀποτεφρώθηκαν στὰ ναζιστικὰ κρεματόρια, ἢ ποὺ ἀποτεφρώνονται οἰκείᾳ βουλήσει σήμερα, ἀντὶ νὰ ταφοῦν. Τὰ σώματα ὅλων θὰ ἀνασυντεθοῦν μὲ τὴν παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν» (Ἀποκ. 20, 13).
Ἡ ἀνάσταση ὅμως τῶν νεκρῶν θὰ ἔχει διαφορετικὴ σημασία γιὰ τὸν καθένα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (5, 29) μιλάει γιὰ δύο ἀναστάσεις. «Ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». Ἄλλοι γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια, ἄλλοι γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ νὰ καταδικασθοῦν. Οἱ πρῶτοι θὰ ἁρπαγοῦν πάνω σὲ σύννεφα, «ἐν νεφέλαις», γιὰ νὰ προϋπαντήσουν «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» τὸν Κύριο στὸν ἀέρα καὶ νὰ ἀνεβοῦν μαζί του στὸν οὐρανό. Οἱ δεύτεροι θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ νὰ περάσουν ἀπὸ δικαστήριο καὶ καταδίκη.
Ὁ Χριστὸς τὰ προλέγει αὐτὰ μὲ εἰκόνες καὶ παραβολές. Παριστάνει τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου μὲ θερισμό, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ θεριστὲς ἄγγελοι θὰ θερίσουν πρῶτα τὰ ζιζάνια, «πάντας τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν». Ἄχυρα καὶ ζιζάνια θὰ δεθοῦν σὲ δεμάτια καὶ θὰ κατακαοῦν «εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός». Ἐνῶ τὸ σιτάρι θὰ συναχθεῖ στὴν ἀποθήκη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ γεωργὸς μὲ τὸ φτυάρι στὸ χέρι, ποὺ διαχωρίζει μέσα στὸ ἁλώνι του τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸ ἄχυρο.
Ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς θὰ διασπάσει πολλοὺς ἐπίγειους δεσμούς, ὅσο στενοὶ κι ἂν εἶναι. Δύο θὰ κοιμοῦνται στὸ ἴδιο κρεβάτι, δύο θὰ ἀλέθουν στὸν ἴδιο μύλο, δύο θὰ ἐργάζονται στὸν ἴδιο ἀγρό, ὁ ἕνας θὰ παραλαμβάνεται γιὰ νὰ προϋπαντήσει τὸν Κύριο, ὁ ἄλλος θὰ ἐγκαταλείπεται γιὰ νὰ ριχτεῖ στὸ πῦρ τὸ ἄσβεστο (Ματθ. 3, 12. 13, 30-50. Λουκ. 17, 34-36).