Ηταν στὸ ῞Αγιον Ὄρος, στὴν Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Παύλου, ἕνα Γεροντάκι ὀνόματι Κωνστάντιος ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιά.
Ἐπίσης, ἦταν κι ἕνα ἄλλο Γεροντάκι, Κεφαλλονίτης κι αὐτός, ἀπὸ τὸ Πυργί, ποὺ λεγόταν Δημήτριος καὶ ἡ μητέρα του Μαρία.
Κάποτε ὁ Γερο-Δημήτριος ἔλαβε ἕνα γράμμα, ὅτι ἡ μητέρα του ἐκοιμήθη. Δὲν εἶχαν τηλέφωνα τότε.
– Γερο-Κωνστάντιε, σὲ θερμοπαρακαλῶ, κάνε ἕνα κομποσχοινάκι, ἕνα σαραντάρι (δηλ. σαράντα μέρες), γιὰ τὴν μητέρα μου.
– Θὰ κάνω, λέει, νά᾿ ναι εὐλογημένο!…
Ἦταν ἀγωνιστής, ὅλη νύχτα τραβοῦσε κομποσχοίνι.
῞Οταν
συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, ἐκεῖ ποὺ καθόταν καὶ ἔκανε τὸ
κομποσχοινάκι, λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τὴν δούλη σου
Μαρία», βλέπει μία γυναῖκα νὰ μπαίνει στὸ κελί του (ἦταν ἡ κεκοιμημένη
Μαρία) καὶ τοῦ λέει μὲ εὐγένεια πολλή:
– Εὐλογεῖτε, Γέροντα!…
– Ὁ Κύριος. Ποῦ βρέθηκες ἐσὺ ἐδῶ πέρα;!…
– Μὴν ταράζεσαι Γέροντα, γιατί ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε να᾿ ρθῶ.
– Καὶ τί θέλεις;…
–
Δὲ θέλω τίποτε, ἀλλὰ ἦρθα νὰ σὲ εὐχαριστήσω, διότι αὐτὰ τὰ
κομποσχοινάκια ποὺ μοῦ ἔκανες, πολὺ μὲ ὠφέλησαν καὶ βρῆκε ἀνάπαυση ἡ
ψυχή μου. Σὲ εὐχαριστῶ. Γέροντά μου, σὲ εὐχαριστῶ!… καὶ ἐξαφανίστηκε