Μιά φορά πού βρισκόταν σέ μεγάλη θλῖψι ἀπ' ὅλα τά ἀνωτέρω, ἐνῷ προσευχόταν μετά δακρύων καί πόνου μέσα στό σκοτάδι, στό κελλί του, ἦλθεν σέ θεωρία καί ἔλαμψαν τά πάντα γύρω του ἀπό ὑπερφυσικό Φῶς. Καί τότε εἶδε τόν Κύριο, ζῶντα σε φυσικό μέγεθος, ἐπί τοῦ Σταυροῦ καρφωμένο, Ὅλον ἐν μέσῳ ἀκτίστου Φωτός. Ἀπό τά πανάχραντα Χέρια καί τά Πόδια Του ἔτρεχε ἄφθονο αἷμα. Καί τότε ἔγειρε τήν κεφαλή ὁ Χριστός πρός τόν Γέροντα καί τοῦ εἶπε: "Ἰδέ πόσα ὑπέφερα διά τήν ἀγάπην σου! Σύ τί ὑποφέρεις; Ἐσύ δέν μπορεῖς νά ὑπομείνῃς μία θλῖψι";
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου +, "Ὁ Ὅσιος Γέροντάς μου, Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής", Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἀντωνίου Ἀριζόνας USA 2024, σελ. 146.