«Μακάριοί ἐστε ὅταν µισήσωσιν ὑµᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑµᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνοµα ὑµῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». (Λουκ. στ΄, 22). (Δηλ.: Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς µισήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν καὶ διακόψουν κάθε θρησκευτικὴν καὶ κοινωνικὴν σχέσιν µαζί σας καὶ ὅταν σᾶς ὑβρίσουν καὶ ὅταν βγάλουν τὸ ὄνοµά σας ὡς κακὸν καὶ σᾶς διαποµπεύσουν, ὅλα δὲ αὐτὰ σᾶς τὰ κάµουν, ἐπειδὴ εἶσθε µαθηταὶ καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου).
- Βδελυρὸ τὸ πάθος τῆς συκοφαντίας.
Στὸν 70ὸ ψαλμὸ (12-14) ἀναφέρεται: «Ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι, ἐγὼ δὲ διαπαντὸς ἐλπιῶ ἐπὶ σὲ καὶ προσθήσω ἐπὶ πᾶσαν τὴν αἴνεσίν σου».
- Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος ἀναφέρει τὸ πόσο δύσκολα ὑποφέρεται ἡ συκοφαντία, γιατί αὐτή ἀποτελεῖ λάσπη, ὅμως λάσπη ἰαματική, πού γιά νά γίνουν ὁρατά τά ἀποτελέσματά της, χρειάζεται ἀπὸ μέρους μας ὑπομονὴ καὶ ἡ δοκιμασία μας ἐξαιτίας της θὰ λάβη τέλος, γιατί ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέση. Ὁ ἴδιος ἂν καὶ ἀναγνωρίζει τὴ δυσκολία τῆς συμφιλίωσης, ὅμως μᾶς προτρέπει σὲ συμφιλίωση μὲ τοὺς συκοφάντες μας, ἐπισημαίνοντας ὅτι μὲ τὴ διατήρηση μίσους καὶ μνησικακίας στὴν καρδιά, σωτηρία δὲν πραγματοποιεῖται. Συμπληρώνει ἀκόμη ὅτι ὅλοι ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ ἀντιδροῦμε μὲ αὐταπάρνηση ἀπέναντι στὰ γεμᾶτα ἐμπάθεια αἰσθήματά μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἐξαφανίζονται οἱ ἀνθρώπινες θλίψεις, γιατί ἡ ἐμπάθεια εἶναι ἐκείνη ποὺ γεννᾶ τὴ θλίψη. (Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, Χειραγωγία στὴν Πνευματικὴ Ζωή, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ἐκδ. ε΄ 2005, σελ. 18)
- Εἶναι πολὺ διδακτικὴ καὶ ψυχωφελὴς ἡ ἱστορία ποὺ ἀκολουθεῖ γιὰ τὴ συκοφαντία. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ Γεροντικό, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰσιδώρου, τοῦ πρεσβυτέρου τῆς Σκήτης, ζοῦσε κάποιος εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος διάκονος ὁ Παφνούτιος, τὸν ὁποῖο ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος προόριζε γιὰ διάδοχό του ἱερέα στὴ Σκήτη, ἀλλ’ ὁ Παφνούτιος ἀπὸ ταπείνωση δὲν ἀποδέχθηκε τὸ ὑψηλό τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Μὲ τὴν παρακίνηση τοῦ διαβόλου κάποιος γέροντας τῆς Σκήτης ἀπὸ φθόνο ἔκρυψε τὸ βιβλίο του στὸ κελλὶ τοῦ διακόνου Παφνουτίου, ἐρχόμενος στὴ συνέχεια στὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο καὶ καταγγέλλοντας τὴ δῆθεν κλοπὴ τοῦ βιβλίου ὡς ἀληθινή. Κατόπιν ὁ φθονερὸς γέροντας ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, ὥστε μαζὶ μὲ δυὸ ἄλλους ἀδελφοὺς νὰ κάνη ἔρευνα στὰ κελλιὰ τῶν ἀδελφῶν γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ βιβλίου. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πρῶτα τὰ κελλία τῶν ἄλλων μοναχῶν, ἦλθαν στὴ συνέχεια καὶ στὸ κελλὶ τοῦ διακόνου Παφνουτίου, ὅπου βρῆκαν τὸ κρυμμένο καὶ δῆθεν κλεμμένο βιβλίο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἔρευνας ἀνακοίνωσαν στὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο. Στὸ ἄκουσμα τῆς σὲ βάρος του καταγγελίας, ὁ διάκονος Παφνούτιος ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία ποὺ ὅμως δὲν εἶχε διαπράξει, ζητώντας ταυτόχρονα ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο νὰ τοῦ βάλη ἐπιτίμιο. Ὁ κανόνας ποὺ τοῦ ἐπιβλήθηκε ἦταν ἀποχὴ ἀπὸ τὴ θεία Κοινωνία γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ διάκονος Παφνούτιος στεκόταν μπροστὰ στὸν ναὸ βάζοντας μετάνοια σ’ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ζητώντας συγχώρεση γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Μετὰ τὴν ἔκτιση τοῦ ἐπιβληθέντα κανόνα, ὁ διάκονος Παφνούτιος προσῆλθε στὴ θεία Κοινωνία, ἐνῶ ὁ συκοφάντης γέροντας δαιμονίστηκε καὶ ὁμολόγησε τὴ συκοφαντία, ποὺ εἶχε διαπράξει κατὰ τοῦ διακόνου Παφνουτίου. Παρ’ ὅλες τὶς προσευχὲς τῶν ἀδελφῶν ὁ συκοφάντης γέροντας δὲν θεραπευόταν. Τότε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος προσκάλεσε τὸν διάκον Παφνούτιο, ποὺ εἶχε συκοφαντηθῆ, νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὸν δαιμονισμένο συκοφάντη γέροντα καὶ μόνο τότε ὁ τελευταῖος θεραπεύθηκε.
- Στὸ βίο τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου (Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου) ἀναφέρει: «Στὴν ἁλυσίδα τῶν συκοφαντιῶν κατὰ τοῦ γενναίου Ἱεράρχου Μεγάλου Ἀθανασίου προσθέτουν οἱ αἱρετικοὶ ἐχθροί του μιὰ πιὸ τρομερὴ συκοφαντία. Βρίσκουν μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Τὴν πληρώνουν καὶ τῆς λέγουν:
– Νὰ διαλαλήσης παντοῦ, ὅτι ἁμάρτησε ὁ Πατριάρχης Ἀθανάσιος μαζί σου!
Ἡ συκοφαντία εἶναι συγκλονιστική, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Πατριάρχου εἶναι ἀδαμάντινη καὶ ἡ συκοφαντία δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν λαὸ πιστευτή.
Ἐν τούτοις ὁ Πατριάρχης πρέπει νὰ δικασθῆ καὶ νὰ δώση λόγο στὴ Σύνοδο. Πρέπει νὰ ὑποστηρίξη τὴν ἁγνὴ καὶ λευκὴ ζωή του.
Στὴ Σύνοδο, ποὺ θὰ τὸν δίκαζε, ἔφεραν καὶ τὴν γυναίκα. Ἐκείνη κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της ἕνα μωρὸ ποὺ ἐκλαυθμήριζε. Συγχρόνως αὐτὴ ἀναιδέστατα φώναζε ὅτι τὸ μικρὸ εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸν Ἀθανάσιο. Εἶναι ἕτοιμος, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, νὰ σταθῆ ἀντίκρυ στὸ μῖσος καὶ στὴν κακία.
Προχωρεῖ, λοιπόν, γαλήνιος στὸ Συνοδικὸ μέγαρο. Ἐκεῖ μπροστά του βλέπει τὴν πληρωμένη συκοφάντισσα. Τὴν κοιτάζει μὲ λύπη καὶ προχωρεῖ. Μπροστά του πηγαίνει ἕνας εὐσεβὴς Ἱερέας του, Τιμόθεος ὀνομαζόμενος. Ὁ Τιμόθεος ἦταν μεγαλοπρεπὴς καὶ μὲ θεωρία ἐπισκόπου. Ὁ Ἱερέας αὐτὸς φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, σταματάει μπροστὰ στὴν γυναίκα καὶ τῆς λέει:
– Ἐγὼ ἔκανα μαζί σου τὴν ἀνομία;
Ἡ πληρωμένη συκοφάντισσα νομίζει ὅτι ὁ Ἱερέας ποὺ τὴν ρωτάει εἶναι ὁ Ἀθανάσιος καὶ φωνάζει μὲ ἀδιάντροπη φωνή·
– Ναί. Σύ. Μὲ κατέστρεψες. Τοῦτος, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, εἶναι ὁ ἀκάθαρτος Ἀθανάσιος, ἔκανε μαζί μου τὴν ἁμαρτία καὶ εἶναι ἀνάξιος γιὰ Ἀρχιερέας!
Τὸ πάθημα τῶν αἱρετικῶν ὅμως εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ χλευασμοῦ. Οἱ ἴδιοι κατήγοροι δὲν ἔχουν ποῦ νὰ κρύψουν τὸ πρόσωπό τους, γιὰ τὸ πάθημά τους. Ἡ παγίδα, ποὺ εἶχαν στήσει στὸν Μ. Ἀθανάσιο, ἔπιασε τοὺς ἴδιους. Ξεσκεπάστηκε ἐντελῶς ἡ κακία τους…
Ἐπειδή, λοιπόν, ἔχασαν κι αὐτὴ τὴν ἐκστρατεία τῆς συκοφαντίας, οἱ αἱρετικοί, ἔβριζαν καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔλεγαν γόη, ὑποκριτή, μάγο, ἀπατεώνα…».
Πῶς μᾶς καταντᾶ τὸ πάθος…