«Κανεὶς δὲν ἔλεγε ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του εἶναι δικά του ἀλλὰ ἦταν σ΄ αὐτοὺς ὅλα κοινά».
(Πράξ. δ΄32)
Ἦταν δύο γέροντες μοναχοὶ ποὺ καθόταν πολλὰ χρόνια μαζὶ χωρὶς νὰ μαλώσουν ποτέ. Εἶπε λοιπὸν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: "Ἄς μαλώσουμε μιὰ φορὰ καὶ ἐμεῖς ὅπως οἱ ἄνθρωποι". Ὁ ἄλλος ἀποκρίθηκε: "Δὲν ξέρω πῶς μαλώνουν". "Νά", εἶπε ὁ πρῶτος, "θὰ βάλω στή μέση ἕνα τοῦβλο καὶ θὰ πῶ ὅτι εἶναι δικό μου, ἐσὺ θὰ πῇς ὄχι, δικό μου", καὶ ἔτσι θὰ γίνῃ ἡ ἀρχή". Ἔβαλε λοιπὸν στὴ μέση τὸ τοῦβλο καὶ εἶπε στὸν ἄλλον: "Αὐτὸ εἶναι δικό μου". "Ὄχι", ἀπάντησε ὁ πρῶτος: "δικό μου". Εἶπε τότε ὁ πρῶτος: "Ἄν εἶναι δικό σου, πᾶρε το καὶ πήγαινε". Καὶ ἔφυγαν χωρὶς νά μπορέσουν νὰ μαλώσουν.
(Εὐεργετινὸς Α΄, σελ. 413)