Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. 13,10-17)
8 Δεκεμβρίου 2024 (2001)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
«…Καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές»
Και στα Αγγλικα:
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 13,10-17), ἀγαπητοί μου, περιγράφει τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς συγκυπτούσης.
* * *
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε μιὰ
γυναίκα, ἡ ὁποία ἀρρώστησε. Ἡ ἀρρώστια της δὲν ὠφείλετο σὲ φυσικὰ αἴτια,
π.χ. σὲ κάποιο μικρόβιο, ἀλλὰ στὸν σατανᾶ! Ὁ σατανᾶς καμπύλωσε τὴ
σπονδυλική της στήλη, ὥστε τὸ κεφάλι της ν᾿ ἀγγίζῃ τὸ χῶμα. Ὅποιος τὴν
ἀντίκρυζε, νόμιζε ὅτι περπατάει μὲ τὰ τέσσερα. Εἶχε γίνει πλέον σὰν τὸ
κτῆνος.
Δὲν ἔβγαινε ἔξω. Ἔμενε στὸ σπίτι. Μόνο τὸ Σάββατο, ποὺ εἶνε ἡμέρα λατρείας τοῦ Ἰσραήλ, πήγαινε στὴ συναγωγή, στὴν ἐκκλησία.
Ἀλλὰ θὰ πῆτε·
–Καὶ τί κέρδιζε; Ἀσθενὴς πήγαινε, ἀσθενὴς γύριζε· καμπούρα ἔμπαινε, καμπούρα ἔβγαινε…
Ὄχι, δὲν εἶνε ἔτσι. Αὐτὴ πίστευε στὸ Θεό. Δὲν γόγγυσε ποτέ ἐναντίον τῆς θείας προνοίας. Καὶ μιὰ μέρα ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὸ Χριστό.
Ὁ Χριστὸς πῆγε στὴν ταπεινὴ ἐκείνη
συναγωγή. Ἐκεῖ ἄνοιξε καὶ ἑρμήνευε τὰς Γραφάς, καὶ ἡ γυναίκα αὐτὴ
ῥουφοῦσε τὴ γλυκυτάτη διδασκαλία του. Τότε ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα. Τὴν
εἶδε, τὴ σπλαχνίστηκε, καὶ τῆς λέει· «Γυναίκα, ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ εἶσαι
ἐλεύθερη» (Λουκ. 13,12). Καὶ ἀμέσως τὸ καμπουριασμένο ἐκεῖνο κορμὶ
τινάχτηκε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ὑψώθηκε σὰν κυπαρίσσι.
Εἶδαν ὅλοι καὶ θαύμασαν. Μόνο μιὰ ψυχὴ φθονερή, δὲν μπόρεσε νὰ θαυμάσῃ, ἀλλὰ θέλησε νὰ κατηγορήσῃ τὸ Χριστό.
* * *
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ θαῦμα τοῦ
σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ εἶνε μιὰ ζυγαριὰ γιὰ νὰ ζυγιστοῦμε
ὅλοι. Γιατὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἡ συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶνε ὁ
καθρέφτης μας, ἡ φωτογραφία μας.
–Ἡ φωτογραφία μας; θὰ πῆτε.
Μάλιστα. Προσέξτε, καὶ θὰ πεισθῆτε.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὁ μόνος ποὺ
περπατάει μὲ τὰ δυό· ὅλα τὰ ἄλλα περπατᾶνε μὲ τὰ τέσσερα. Δὲν εἶνε
τυχαῖο αὐτό. Ἐκεῖνα ἔχουν τὸ κεφάλι σκυμμένο κάτω, γιατὶ πλάστηκαν γιὰ
τὴ γῆ. Ἕνα ὂν δὲν πλάστηκε γιὰ τὴ γῆ ἀλλὰ γιὰ τὸν οὐρανό. Καὶ γιὰ τὸ ὂν
αὐτὸ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα βρῆκε τὴν κατάλληλη λέξι γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸ
μεγαλεῖο του· ἄνθρωπος! Εἶνε σύνθετη λέξι· σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ ἄνω
θρώσκει, ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἐπάνω, πρὸς τὰ ὑψηλά. Πλάστηκες, ἄνθρωπε,
γιὰ τὸν οὐρανό· γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ ἄστρα· τὰ ζῷα δὲν βλέπουν τὰ ἄστρα.
Ὄρθιος εἶνε μόνο ὁ ἄνθρωπος. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», «Σοφία· ὀρθοί»
(θ. Λειτ.)· ὄχι ἁπλῶς ὀρθοὶ στὸ σῶμα, ἀλλὰ προπαντὸς ὀρθοὶ στὴν ψυχή.
Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὀρθὸς στὸ σῶμα τὸ βλέπουμε· τὸ ἂν εἶνε ὀρθὸς στὴν
ψυχὴ πῶς θὰ τὸ δοῦμε; Ἡ ψυχὴ εἶνε ἀόρατη, δὲν φαίνεται. Ἀπὸ ὡρισμένα
σημεῖα ὅμως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε σὲ ποιά κατάστασι βρίσκεται. Ἕνα
ἀπὸ αὐτὰ εἶνε οἱ σκέψεις. Πές μου τί σκέπτεσαι, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Σκέπτεσαι τοὺς ἀγγέλους, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τοὺς προγόνους, τὴν
πατρίδα, τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά; Τότε εἶσαι ἄνθρωπος. Δὲν τὰ σκέπτεσαι
αὐτά, ἀλλὰ ἡ σκέψι σου ῥέπει πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὰ ἐλεεινὰ καὶ
τρισάθλια; Τότε παύεις νὰ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ εἶσαι πλέον ἕνα κτῆνος
τετράποδο, ποὺ ὁ νοῦς του εἶνε πρὸς τὰ κάτω. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ
συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»,
δηλαδή· Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντελήφθη τὴν τιμητική του θέσι, ἀλλὰ μιμήθηκε τὰ
ἀνόητα ζῷα καὶ ἔγινε ὅμοιος μ᾿ αὐτά, εἶπε ὁ Δαυΐδ (Ψαλμ. 48,13). Καὶ ὁ
χαρακτηρισμὸς αὐτὸς εἶνε κατὰ πάντα ἀληθινός.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν εἶσαι γεμᾶτος
ἀπὸ ζῳώδη πάθη; (βλ. ὁμ. δ΄ εἰς Ματθ. P.G. 57,48 κ.ἑ.).Ὁ δὲ
ἰατροφιλόσοφος Καρρὲλ λέει ὅτι, ἂν ἔπαιρναν οἱ ἄνθρωποι τὴ μορφὴ ποὺ
τοὺς ἁρμόζει, θὰ γέμιζε ἡ γῆ θηρία. Σκληρὰ λόγια, ἀλλὰ ἀληθινά. Ἂν
ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει
τὸ κτῆνος, καὶ ἂς φαινώμαστε μορφωμένοι, ἐπιστήμονες, κάτοχοι γνώσεων
καὶ τεχνῶν.
Καὶ μακάρι νὰ κρατούσαμε τὸ ἐπίπεδο τοῦ κτήνους. Στὸ ἐπίπεδο τοῦ
ἀνθρώπου δὲν κρατηθήκαμε. Στὸ ἐπίπεδο τοῦ Ἕλληνος δὲν κρατηθήκαμε. Ἀλλὰ
δὲν κρατηθήκαμε οὔτε σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ κτήνους· εἴμαστε κατώτεροι
ἀπὸ τὰ κτήνη.
–Κατώτεροι ἀπὸ τὰ κτήνη; θὰ διαμαρτυρηθῆτε.
Ἀμφιβάλλετε; Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα παραδείγματα, καὶ τελείωσα.
Γνωρίζετε τὰ τρυγόνια. Τὰ πουλιὰ αὐτὰ ἔχουν μιὰ σπανία ἰδιότητα· ἅμα
σκοτωθῇ τὸ ἕνα, εἴτε τὸ ἀρσενικὸ εἴτε τὸ θηλυκό, τὸ ἄλλο δὲν ζευγαρώνει,
δὲν ἀλλάζει ταίρι. Μένει στὰ κλάδια, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τραγουδάει
πλέον λυπητερά, κλαίει τὸ σύντροφό του. Γι᾿ αὐτὸ λένε στὰ ποιήματα, ὅτι
«τὸ ἀντρόγυνο αὐτὸ ἀγαπιοῦνται σὰν τὰ τρυγόνια». Σπάνιο πρᾶγμα ὁ
ἄνθρωπος νὰ δείξῃ τέτοια πιστότητα. Ὤ διδασκαλία τῆς φύσεως!
Κάποιος ἤθελε διαζύγιο, ἐπειδὴ ἀρρώστησε ἡ γυναίκα του, γιὰ νὰ πάρῃ
ἄλλη. Ζωντανὴ ἤθελε νὰ τὴ διώξῃ, προτοῦ ἀκόμα κλείσῃ τὰ μάτια της!
Ζωντανὲς τὶς διώχνουνε. Καὶ δημιουργήσανε ἕνα κύκλωμα τεράστιο.
Ἀντιστάθηκα ἐναντίον τοῦ διαζυγίου, κι ἂς μὲ ἀπειλοῦν. Μοῦ λὲς κατόπιν,
ὅτι αὐτοὶ εἶνε ἄνθρωποι;
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Δὲν εἶνε δικό μου, τὸ εἶπε ἕνας μεγάλος
πολιτικὸς τῆς Ἀγγλίας. Τί εἶπε; Ὅσοι εἴμαστε ἀπὸ χωριά, ἔχουμε εἰκόνες
ἀπὸ τὴν ἀγροτικὴ ζωή. Ξέρετε τὸ γαϊδουράκι. Πόσο φρόνιμο καὶ συνετὸ
εἶνε! Ἐὰν περάσῃ ἀπὸ ἕνα μέρος κ᾿ ἐκεῖ γλιστρήσῃ καὶ πέσῃ σὲ λάκκο, δὲν
ξαναπέφτει σ᾿ αὐτόν. Τὸν σημαδεύει· κι ὅταν ξαναπεράσῃ καὶ πλησιάζῃ
ἐκεῖ, κάνει παρακαμπτήριο, περνάει μακριά. Σοῦ λέει· Μιά φορὰ τὸ ἔπαθα,
δεύτερη δὲν τὸ παθαίνω. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως; Ὁ ἄνθρωπος! Τὸ 1918 ἔγινε ὁ
πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος· ἔπεσε στὸ λάκκο. Καὶ μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια,
τὸ 1940, νά τον πάλι στὸν ἴδιο λάκκο· δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Καὶ
τώρα ἑτοιμάζεται ὁ τρίτος, γιὰ νὰ πέσῃ ἐκ νέου στὸν ἴδιο λάκκο. Εἶχε
λοιπὸν δίκιο νὰ λέῃ αὐτὸς ὁ πολιτικός, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ ζῷο
ἐκεῖνο ποὺ διδάσκεται δυσκολώτερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα», παρ᾿ ὅλη τὴν εὐφυΐα
του.
Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Ἕλληνες βουλευταὶ ψήφισαν νόμο ποὺ νομιμοποιεῖ τὶς
ἀμβλώσεις. Βλέπεις λοιπὸν τὴ γυναῖκα καί, ὅπως πάει στὸ γιατρὸ καὶ
βγάζει τὸ σάπιο δόντι της, ἔτσι, μὲ τόση εὐκολία, βγάζει μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ
σπλάχνα της τὸ λουλούδι τῆς ζωῆς, τὸ παιδί της. Ποιό ζῷο στὴ φύσι, ποιό
θηρίο τὸ κάνει αὐτό;
Θέλετε καὶ κάτι ἀκόμα χειρότερο; Εἶνε αἰσχρό, ἀλλ᾿ εἶνε ἀνάγκη νὰ σᾶς
τὸ πῶ. Ποιό εἶνε; Διαβάστε τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ῥωμαίους
ἐπιστολῆς, νὰ δῆτε. Τὸ ζῷο ἔχει εὐπρέπεια· δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ φυσικὰ
ὅρια ποὺ καθώρισε ὁ δημιουργός του. Ἐπιτρέψτε μου, ἀγαπητοί μου, νὰ
μιλήσω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Παύλου καὶ νὰ πῶ· ἀρσενικὸ ζῷο δὲν σμίγει
μὲ ἀρσενικό, θηλυκὸ δὲν σμίγει μὲ θηλυκό. Δὲν θὰ τὸ δῆτε αὐτὸ στὴν
πλάσι. Εἶνε παρὰ φύσιν, εἶνε ἄγνωστο. Καὶ ὅμως στοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχει ἡ
ἁμαρτία αὐτή! Καὶ ἄλλοτε μὲν στὴν πατρίδα μας ἦταν μετρημένοι στὰ
δάκτυλα οἱ ἔκφυλοι αὐτοί. Τώρα πλῆθος τοιοῦτοι. Ἔκαναν καὶ σωματεῖο
ὁμοφυλοφίλων καὶ ζητοῦν προστατευτικὰ μέτρα ὑπὲρ αὐτῶν!
* * *
Ἀδελφοί μου, δὲν συγκινεῖσθε; Δὲν
πονᾶτε; Ποῦ φτάσαμε! Ὕστερα σοῦ λέει «ἄνθρωπος». Τί ἄνθρωπος; Οὔτε
κτῆνος! Γιατὶ τὰ κτήνη δὲν τὰ κάνουν αὐτά.
Ὦ Ἑλλάς, ὦ Παρθενῶνες, ὦ Ἁγία Σοφία, ὦ τάφοι προγόνων! Ποῦ καταντήσαμε!
Ποῦ ὁμιλῶ; Σὲ πέτρες; Ὄχι· σὲ καρδιὲς καὶ ψυχὲς Ἑλληνικές. Καὶ θέλω νὰ
πιστεύω ὅτι μὲ νιώθετε. Συγκινημένος βαθύτατα ἀναστενάζω γιὰ τὴν
ἀθλιότητα αὐτή. Παρακαλῶ, πηγαῖντε στὰ σπίτια σας καὶ παρακαλέστε τὸ
Θεό. Σ᾿ αὐτὸ τὸ κῦμα τοῦ κακοῦ πρέπει νὰ προβληθῇ ἀντίστασι. Πρέπει νὰ
γίνῃ μία ἐπανάστασι. Ἐπανάστασι ὄχι μὲ τάνκς, ἀλλὰ μὲ τὶς ψυχές μας. Νὰ
ὀρθώσουμε τεῖχος ἀδιαπέραστο ἀπέναντι σ᾿ αὐτὴ τὴν κτηνώδη κατάστασι ποὺ
ἔπεσε ἡ κοινωνία μας.
Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν» νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ἑσπερινὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 10-12-1978, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-12-2001, ἐπανέκδοσις 30-10-2024.