Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Χριστούγεννα στὴν Ἁγιά–Παρασκευή

μὲ τὸν κυρ-Φώτη Κόντογλου

Τότε ποὺ ἤμουνα σὲ μικρὴ ἡλικία, περνοῦσα μὲ τοὺς δικούς μου τὶς γιορτὲς ἀπάνω σ’ ἕνα θαλασσοδαρμένο βουνό, τὴν Ἁγιά–Παρασκευή.
Τὶς περισσότερες ὧρες πήγαινα καὶ καθόμουνα μέσα στὴ μικρὴ εὐωδιασμένη ἐκκλησιά, ὄχι μοναχὰ κατὰ τὶς ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ τὴν ὥρα ποὺ δὲν ἤτανε μέσα κανένας ἄλλος, παρεκτὸς ἀπὸ μένα. Διάβαζα τ’ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ’ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς Δημιουργίας, ὅπως ἤτανε πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ’ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ’ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριᾶς ποὺ φυσοῦσε κ’ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ’ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ’ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα!
Ὅλα τά ’βλεπα μέσ’ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ’ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα:
«Ἄγων ἅπαντας πρὸς σέλας ζωηφόρον,
Θεὸς πεφυκὼς ἐκ πηλῶν ἀνηλίων…»
«Ἐξ ὕψους ὁ αἰνετὸς κατασκίου δασέος…»
«Ἥκεις πλανῆτιν πρὸς νομὴν ἐπιστρέφων
τὴν ἀνθοποιὸν ἐξ ἐρημαίων λόφων…»
Αὐτοὶ οἱ «ἐρημαῖοι λόφοι», σὰν τὸ βουνὸ ποὺ ζοῦσα ἀπάνω του, τί μυστικὸν ἀντίλαλο εἴχανε μέσα στὴν ψυχή μου! Ὤ, τί εἶναι αὐτὴ ἡ γλῶσσα! Λόγια εἶναι αὐτά, ἢ ἀντιφεγγίσματα ἀπὸ ἕναν ἄλλον κόσμο, γεμάτον ἀπὸ τὴ μυστικὴ φωτοχυσία τῆς ἀθανασίας!
«Ἔδειξεν ἀστὴρ τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον,
ἐλθόντα παῦσαι τὴν ἁμαρτίαν μάγοις,
σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ.
σε σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες
ἴδον τὸν αὐτὸν καὶ βροτὸν καὶ Κύριον».
Πῶς νὰ τὰ μεταφράσω αὐτὰ τ’ ἀμετάφραστα; Οἱ ἴδιες οἱ λέξεις ἔχουνε τὴν μαγικὴ δύναμη, ὄχι μόνο τὸ νόημά τους.
«Νεῦσον πρὸς ὕμνους οἰκετῶν, εὐεργέτα,
ἐχθροῦ ταπεινῶν τὴν ἐπῃρμένην ὀφρύν·
φέρων τε, παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας
ὕπερθεν, ἀκλόνητον ἐστηριγμένους,
μάκαρ, μελῳδοὺς τῇ βάσει τῆς πίστεως».
Δηλαδή: «Δέξου, στῆσε τὸ αὐτί σου στοὺς ὕμνους ποὺ ψέλνουμε ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου, ὦ εὐεργέτη, καὶ ταπείνωσε τὸ ἀνασηκωμένο φρύδι τοῦ ἐχθροῦ (τὴν ἀλαζονεία τοῦ διαβόλου), ὑψώνοντας, Ἐσὺ ποὺ τὰ βλέπεις ὅλα, ἐμᾶς τοὺς ὑμνωδούς σου, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα στ’ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς πίστεως».
«Θεὸς ὢν εἰρήνης, Πατὴρ οἰκτιρμῶν,
τῆς μεγάλης βουλῆς σου τὸν ἄγγελον,
εἰρήνην παρεχόμενον, ἀπέστειλας ἡμῖν.
Ὅθεν, θεογνωσίας πρὸς φῶς ὁδηγηθέντες,
ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες, δοξολογοῦμέν σε, φιλάνθρωπε».
Δηλαδή: «Ἐσὺ ποὺ εἶσαι Θεὸς τῆς εἰρήνης, Πατέρας πονετικός, ἔστειλες σὲ μᾶς τὸν μαντατοφόρο τῆς μεγάλης βουλῆς σου (νὰ σώσεις τὸν κόσμο), καὶ τὸν εἰρηνοδότη. Κ’ ἐμεῖς, λοιπόν, ὁδηγημένοι στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, ἀγρυπνούμε τὴ νύχτα καὶ σὲ δοξολογοῦμε, φιλάνθρωπε».
Τὸ παρακάτω τροπάρι θαρρεῖ κανένας πὼς γράφτηκε γιὰ τὴ σημερινὴ κατάσταση:
«Τὴν ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην,
ἄσεμνα βακχεύουσαν ἐξοιστρουμένου
κόσμου καθεῖλες πανσθενῶς ἁμαρτίαν·
οὓς εἵλκυσε πρίν, σήμερον τῶν ἀρκύων
σώζεις δέ, σαρκωθεὶς ἑκών, εὐεργέτα».
Δηλαδή: «Τὴν ἀγριωπὴ ἁμαρτία τοῦ ἀφηνιασμένου κόσμου, ποὺ ἤτανε γεμάτη περηφάνεια καὶ τρελλαμένη ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς ἀκολασίας, τὴν ἐγκρέμισες ὁλότελα. Καὶ ’κείνους ποὺ τράβηξε πρὶν (ἡ ἁμαρτία), τοὺς σώσεις σήμερα ἀπὸ τὶς παγίδες της, παίρνοντας σάρκα, ὦ εὐεργέτη!».
Ἀλίμονο! Ὁ Χριστὸς κατάργησε τὴν προπατορικὴ ἀμαρτία, ποὺ εἶχε κάνει τὸν κόσμο ἄγριο καὶ τρελλὸν ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἀκολασία, ἀνοίγοντας τὴ θύρα τῆς λύτρωσης σὲ ὅσους θέλουνε νὰ σωθοῦνε. Μὰ γιὰ κείνους ποὺ δὲν ἀκοῦνε τὰ λόγια του καὶ δὲν νοιάζουνται γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, ἡ θύρα αὐτὴ τῆς εὐσπλαχνίας εἶναι κι’ ἀπομένει κλειστὴ στὸν αἰώνα.
Σήμερα ὁ κόσμος εἶναι πάλι «ἐξοιστρημένος» καὶ βουτηγμένος μέσα στὴν «ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην, καὶ ἄσεμνα βακχεύουσαν ἁμαρτίαν», ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος καὶ Λυτρωτής μας, κι’ ἀκόμα περισσότερο.
Γι’ αὐτό, εἶναι καλότυχοι ὅσοι ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὸν Χριστό. Καλότυχοι ὅσοι κόψανε κάθε ἐλπίδα ἀπὸ τοῦτον τὸν «ἀγριωπὸν» καὶ κατάμαυρον κόσμο, καὶ πήγανε κοντὰ στὸν Χριστὸ ποὺ κείτεται στὴ φάτνη, μαζὶ μὲ τὸ ἀθῶο βόδι καὶ τὸ ἥμερο γαϊδουράκι. Σ’ αὐτοὺς τοὺς λίγους καὶ τοὺς καταφρονεμένους δόθηκε ἡ βασιλεία.
Λοιπόν, ἂς εὐχαριστήσουνε τὸν Κύριο μὲ χαροποιὰ δάκρυα, κι’ ἂς ψάλλουνε μὲ γλυκόφωνα στόματα τὸν ἐπινίκειον ὕμνο:
«Ἔθνη τὰ πρόσθεν τῇ φθορᾷ βεβυσμένα,
ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,
ὑψοῦτε χεῖρας σὺν κρότοις ἐφυμνίοις,
μόνον σέβοντα Χριστὸν ὡς εὐεργέτην
ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον».
Δηλαδή: «Ὦ ἔθνη, ποὺ εἴσαστε πρὶν βουτηγμένα στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψώσετε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστό, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας ἀπὸ συμπόνεση, γιὰ νὰ μᾶς σώσει».

Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” αποτελεί απόσπασμα από το πεζογράφημα του κυρ Φώτη Κόντογλου “Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου”