«Χριστιανοί.
Εἶμαι τὸ ἴδιο ἁμαρτωλὸς σὰν καὶ σᾶς καὶ κανένας δὲν εἶναι ἅγιος. Τὰ
κρίματά μας ξεπερνᾶνε καὶ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης κι οὔτε κἄν
ὑποψιαζόμαστε κάθε φορὰ ποὺ θὰ κολαστοῦμε. Γιὰ τοῦτο ἕνας δρόμος μᾶς
μένει πρὸς σωτηρία: Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ… Νὰ μάθετε γράμματα τὰ παιδιά
σας, ἀλλὰ νὰ τὰ μάθετε γράμματα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι γράμματα τοῦ διαβόλου.
Ὑπάρχουνε δυὸ λογιῶ γράμματα, ἀδέρφια μου, τὰ θεοτικὰ γράμματα καὶ τ’
ἄθεα γράμματα. Ὁ πατέρας τοῦ Ἔθνους, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μᾶς
ὁρμήνεψε νὰ μαθαίνουμε γράμματα, ἀλλὰ μᾶς δίδαξε ν’ ἀκονίζουμε τὸ μυαλό
μας στὸ ἀκόνι τοῦ Χριστοῦ. Γιατί νὰ μὴν ἀρματώσουμε τὰ παιδιά μας μὲ τ’
ἄρματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τὰ φορτώνουμε μὲ τὰ σύνεργα τοῦ διαβόλου;
Τ’
ἄθεα γράμματα εἶναι ἡ ρίζα κάθε συμφορᾶς, Χριστιανοί μου. Σ’ αὐτὰ
ἔχουνε θεμελιωθεῖ ὅλου τοῦ κόσμου οἱ συμφορές. Αὐτὰ πασχίζουν νὰ σβύσουν
ἀπὸ τὰ μάτια μας τὴν ἅγια ὄψη τοῦ Χριστοῦ μας κι αὐτὰ μᾶς μαθαίνουνε
πὼς χρεία μας εἶναι τὸ μῖσος κι φτόνος κι ὄχι ἡ ἀγάπη κι ἡ ἐλεημοσύνη.
Μιλλιούνια ἄνθρωποι πλανήθηκαν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ξεγελάστρα μάθηση, κι
ἀκουμπῆσαν ἀπάνω της, γιὰ νὰ κοιμηθοῦν ξέγνοιαστοι. Δὲν τὸ κατάφεραν
ὅμως. Τοὺς ξύπνησαν τὰ οὐρλιάσματα τοῦ πολέμου καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ. Τὸ
τέλος καὶ τὸ δικό τους καὶ τῶν παιδιῶν τους καὶ τῶν παιδιῶν τῶν παιδιῶν
τους, στάθηκε πιὸ φοβερό. Τέτοια γνώση εἶναι καρπὸς τῆς περηφάνειας, ποὺ
εἶναι τὸ πιὸ θανάσιμο κρίμα, εἶναι τὸ ψήλωμα τοῦ νοῦ, εἶναι κατάρα
Θεοῦ, ποὺ στέλνει ὁλόϊσια στὴν κόλαση καὶ θὰ μεταλλάξει καὶ τούτη τὴ γῆς
σὲ κόλαση.
Αὐτὰ
τ’ ἄθεα γράμματα πᾶνε νὰ ξεράνουνε καὶ τὸ δέντρο τῆς λευτεριᾶς. Τ’ ἄθεα
γράμματα παραμέρισαν τοὺς ἅγιους καὶ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ βάλανε στὸ
κεφάλι τοῦ ἔθνους, ξένους κι ἄπιστους γραμματισμένους, ποὺ πᾶνε νὰ
νοθέψουνε τὴ ζωή μας. Τ’ ἄθεα γράμματα κόψανε τὸ δρόμο τοῦ ἔθνους καὶ τ’
ἀμποδᾶνε νὰ χαρεῖ τὴ λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα γένος ποὺ μὲ
τὸ αἷμα του πύργωσε τὴ λευτεριά του, ποὺ πορπάτησε τὴ δύσκολη ἀνηφοριά,
νὰ παραδεχτεῖ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ πορπατήσει στὸν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε
κι ὅτι δὲν ξέρουμε μεῖς νὰ σιγυρίσουμε τὸ σπίτι, ποὺ μὲ τὸ αἷμα μας
λευτερώσαμε, ἀλλὰ ξέρουν νὰ τὸ σιγυρίσουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πολέμησαν,
ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πίστεψαν στὸν ἀγῶνα, ἐκεῖνοι ποὺ πᾶνε νὰ μᾶς ἀποκόψουνε
ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ πασχίζουνε νὰ μᾶς ρίξουνε στὴ σκλαβιὰ ἄλλων
ἀφεντάδων, ποῦναι πιὸ δαιμονισμένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους».
Ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία Χριστοφόρου Παπουλάκου (1770-1861), ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θύμα τοῦ ἑλλαδικοῦ Ψευτορωμαίϊκου
Πηγή: Κώστας Σαρδέλης, «Ἡ Προδομένη Παράδοση», τόμος Α΄, σ. 27-28, ἐκδότης Τῆνος, Νοέμβριος 1991