Τὸ ἱστολόγιον «fosfanariou.gr» τῆς 6ης Δεκεμβρίου ἀναφέρεται εἰς κήρυγμα τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Βαρθολομαίου κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου σχετικῶς μὲ τὸν σχεδιαζόμενον κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα δι’ ὅλους τούς χριστιανούς. Προβάλλει τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι δὲν πρόκειται διὰ συλλείτουργον μὲ τὸν Πάπαν καὶ ὅτι ὁ Διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν δὲν ἔχει φθάσει ἀκόμη εἰς τοιαύτην ἐγγύτητα, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὸν τὸ κοινὸν ποτήριον. Παραθέτομεν ἀπόσπασμα τῶν λόγων του:
«Ὅπως ἡ πλειονότης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἑορτάζει τὴν ἐπὶ θύραις μεγάλην Δεσποτικὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων στὶς 25 Δεκεμβρίου κατ’ ἔτος, τὴν ἴδια δηλαδὴ ἡμερομηνία μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως οἱ ἐν Ἑλλάδι Ρωμαιοκαθολικὲς Κοινότητες ἀκολουθοῦν τὸ Ὀρθόδοξον Κανόνιον διὰ τὸν προσδιορισμὸν τοῦ Πάσχα, προκειμένου νὰ τὸ ἑορτάζουν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀδελφούς τους, ὅπως εἰς Φιλλανδίαν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν ἡ ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα εἶναι κοινὴ δι’ ὅλους τούς Χριστιανοὺς τῆς χώρας, τὸ αὐτὸ προτείνουμε νὰ θεσμοθετηθῆ εἰς παγχριστιανικὸν ἐπίπεδον καὶ δὴ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ τρόπου καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Φρονοῦμεν ὅτι δὲν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος, διὰ νὰ τιμήσωμεν τὴν μνήμην τῶν Πατέρων τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι, μεταξὺ ἄλλων, ρύθμισαν καὶ τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Εἶναι πράγματι θλιβερὸν 1700 ἔτη ἀργότερα νὰ συζητοῦμε ἀκόμη γιὰ τὸ θέμα αὐτό!».
Πράγματι εἶναι θλιβερόν, ὅτι ὁ Πατριάρχης δὲν ἔχει κατανοήσει μέχρι σήμερα, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν καθιέρωσαν μίαν κοινὴν ἡμερομηνίαν ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ ἑορτάζουν τὴν ἑορτὴν τῶν ἑορτῶν, τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου μετὰ τῶν αἱρετικῶν. Ὄχι, ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἄρα δὲν πρόκειται διὰ τιμὴν πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Συνόδου, ἀλλὰ μᾶλλον δι’ ὑποτίμησιν, ἢ καὶ χειρότερα, διὰ περιφρόνησιν μὲ τοιαύτας ἀναφοράς εἰς αὐτούς. Ποτὲ δὲν θὰ διενοοῦντο νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ κοινὸν ἑορτασμὸν μὲ αἱρετικούς.
Καὶ προσθέτει ὁ Πατριάρχης τὸ ἑξῆς θλιβερόν:
«Δὲν νοεῖται καὶ εἶναι ἀπαράδεκτο νὰ ἐξακολουθοῦμε σήμερα, εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 21ου αἰῶνος, νὰ ζοῦμε μὲ φανατισμούς, μικροψυχία καὶ προκαταλήψεις. Ὁ Θεὸς μας εἶναι Θεὸς τῆς ἀγάπης. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔγιναν λάθη εἰς τὸ παρελθόν, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ διαιωνίζουμε. Αὐτὲς τὶς ἁπλὲς ἀλλὰ καὶ συνάμα μεγάλες ἀλήθειες μᾶς τὶς ἐδίδαξε καθ’ ὅλην τὴν μακράν του Πατριαρχείαν ὁ ἀοίδιμος μέγας προκάτοχός μας Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε τοῦ εἴμεθα εὐγνώμονες. Σήμερα ἰδιαιτέρως ὑπερίπταται ἡ ψυχὴ του ἐδῶ καὶ συναγάλλεται μαζί μας. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη καὶ ἄληστος!»
Ἀλήθεια, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ θέλη νὰ ἀλλοιώση τὴν ζωὴν τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μὲ τὴν συναναστροφὴν μὲ τοὺς Δυτικούς; Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔφθασε μὲ τὰς εὐλογίας τοῦ μασόνου Ἀμερικανοῦ προέδρου Τρούμαν τὴν 26ην Ἰανουαρίου 1949 εἰς Κωνσταντινούπολιν. Μάλιστα μετεφέρθη μὲ τὸ προσωπικὸν ἀεροσκάφος τοῦ Χάρρυ Τρούμαν, προφανῶς διὰ νὰ ἐπιτελέση τὴν ἀποστολὴν, τήν ὁποίαν ἐκεῖνος τοῦ εἶχε προαναθέσει. Δι’ αὐτὸ καί, ὅπως περιέγραψεν ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας κατὰ τὴν πρώτην συνάντησίν του μὲ τὸν Πάπαν τὴν 5ην Ἰανουαρίου τοῦ 1964 εἰς Ἱερουσαλήμ, συνέβη τὸ ἑξῆς:
«Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπὸ 900 χρόνια – Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μὲ χέρι εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ εἴχαμεν μίαν μυστικὴν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἴπαμεν; Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δύο ψυχὲς ὅταν ὁμιλοῦν!».
Εἰς αὐτὸ ἀπέβλεψεν ὁ Τρούμαν, ἀλλὰ συνηγάλλοντο καὶ οἱ Ἅγιοί μας μαζί τους;