«Ζώντας
στην πολεμική ζώνη στη Βόρεια Αφρική, ὁ “Ομάρ" καί ἡ οἰκογένειά του
βασίζονταν στη διανομή φαγητοῦ γιά νά ζήσουν. Μιά μέρα, πιστοί μοίρασαν
σακοῦλες μέ φαγητό μέ τή Βίβλο μέσα τους.
Ἡ ἀδελφή τοῦ Ομάρ πῆρε μιά ἀπ' αὐτές τίς Βίβλους.
Όταν τη βρῆκε νά τή διαβάζη, ὁ Ομάρ ἐξοργίσθηκε.
Άρπαξε το βιβλίο καί τή χαστούκισε στο πρόσωπο.
Αποφασισμένος να καταστρέψη τη Βίβλο, τήν ἔκαψε.
Ἐκείνη τή νύκτα, ο Ομάρ είχε ἕνα ἐνοχλητικό όνειρο. Στο όνειρό του, εἶδε λαμπερά χέρια νά παίρνουν τις στάκτες ἀπό τήν καμμένη Βίβλο καί νά τή φτειάχνουν στην αρχική της μορφή. Μετά άκουσε αὐτές τίς λέξεις στη δική του γλώσσα: “Αὐτό εἶναι ὁ Λόγος Μου. Ἐγώ Εἶμαι Αὐτός πού ἔστειλε αὐτό το βιβλίο στήν οἰκογένειά σου γιά νά σωθοῦν. Ὁ Ομάρ πήδηξε ἀπ' τό κρεβάτι του, κλαίγοντας καί φωνάζοντας. Οι φωνές του ξύπνησαν τήν οἰκογένειά του, καί ἔτσι τούς εἶπε γιά τό ὄνειρό του. Μανιωδῶς, έτρεξε στο μέρος στό ὁποῖο εἶχε κάψει τή Βίβλο.
Ως ἐκ θαύματος, βρῆκε τή Βίβλο πάνω στις στάκτες, χωρίς νά ἔχη καῆ, καθαρή καί καινούργια.
Ἡ ἀδελφή τοῦ Ὀμάρ, τοῦ εἶπε νά πάη σ' αὐτούς πού τούς ἔδωσαν τή Βίβλο καί νά τούς ρωτήση τί να κάνη μετά. Ὁ Ὀμάρ τούς βρῆκε, καί αὐτοί τοῦ εἶπαν γιά τό Χριστό. Αὐτός δέχθηκε τό Χριστό ἀμέσως καί μετά ἀνέφερε ὅλα ὅσα ἔμαθε, στήν οἰκογένειά του»