Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Ιωσήφ ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων…

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ιωσήφ ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων

«Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων, και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, ηβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν», λέγει ο Μα­τθαίος. Και κατωχύρωσε τον λόγον του με τας φράσεις εκ Πνεύ­ματος Αγίου και χωρίς συνουσίαν και με άλλους τρόπους. Δια να μη ερωτά όμως κανείς: Πως αποδεικνύεται αυτό; Ποιος είδεν ή ποιος ήκουσε ποτέ ότι συνέβη παρόμοιον γεγονός; Και δια να μη υποψιασθής ότι ο μαθητής επενόησεν αυτά προς χάριν του διδασκάλου του, παρουσιάζει τον Ιωσήφ να συμβάλλη με τας διαλυθείσας υποψίας του εις το να πιστεύσωμεν όσα ελέχθησαν και σχεδόν μας λέγει με όσα διηγείται. Εάν δεν πιστεύης εις εμέ και αντικρύζης με υποψίαν τας πληροφορίας μου, πίστευσε εις τον άνδρα της Μαρίας.

Διότι λέγει: «Ιωσήφ ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων». Δίκαιον εννοεί εδώ τον εις όλα ενάρετον. Δικαιοσύ­νη είναι βεβαίως η απόλυτος έλλειψις ιδιοτέλειας. Είναι όμως και η αρετή γενικώς. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί πάρα πο­λύ την λέξιν δικαιοσύνη με την σημασίαν αυτήν, όπως π.χ. όταν λέγη «Άνθρωπος δίκαιος, αληθινός». Και αλλού. «Ήσαν δε δίκαιοι αμφότεροι».

Επειδή λοιπόν ήτο δίκαιος, ηθικός δηλαδή και αξιο­πρεπής, «ηβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν». Αφηγείται τι συνέβη πριν γνωρίση ο Ιωσήφ την αλήθεια, δια να μη δυσπιστήσης εις όσα έγιναν κατόπιν. Τας γυναίκας αυτού του είδους τας τιμωρούσαν όχι μόνον με δημόσιον εξευτελισμό προς παραδειγματισμό, αλλά υπήρχε και νόμος, ο οποίος ώριζε ποινήν δι’ αυτάς. Αλλά ο Ιωσήφ παρητήθη όχι μόνον από την βαρυτέραν, την νομικήν ποινήν, αλλά και από την ελαφροτέραν, τον δημόσιον εξευτελισμόν.

 

Επομένως όχι μόνον νομικώς δεν θέλησε να την τιμωρήση, αλλά ούτε να την εξευτελίση δημοσίως. Είδες πόσον συνετός ήτο και πόσον απηλλαγμένος από το καταπιεστικώτατον πάθος; Διότι γνω­ρίζετε πόσον δυνατόν πάθος είναι η ζήλεια. Δια τούτο και ο βαθύς γνώστης του ψυχικού μας κόσμου έλεγε· «Μεστός γαρ ζήλου θυμός ανδρός· ου φείσεται εν ημέρα κρίσεως». «Σκληρός ως άδης ζήλος». Και εμείς γνωρίζομεν πολλούς, οι οποίοι προτίμησαν να αποθάνουν μάλλον, παρά να κυριευθούν από ζηλότυπον καχυποψίαν. Eiς την περίπτωσην αυτήν όμως δεν επρόκειτο περί καχυποψίας, αφού η διόγκωσις της κοιλίας αποτε­λούσαν ακαταμάχητον τεκμήριον. Αλλά ήτο τόσον απηλλαγμένος από πάθη, ώστε δεν ηθέλησε να προξενήση εις την Παρ­θένον ούτε την παραμικρήν ενόχλησιν.

Επειδή λοιπόν επίστευεν ότι ήτο ανήθικον να την έχη εις το σπίτι του, ενώ η διαπόμπευσίς της και η καταγγελία της εις το δικαστήριον θα είχεν ως αναγκαίον αποτέλεσμα να θανατωθή, δεν έκαμε κα­νένα από αυτά, αλλά έδειξεν ανωτέραν συμπεριφοράν.

Διότι έπρεπε να εκδηλωθούν πολλά σημεία υψηλής συμπεριφοράς εκεί όπου παρουσιάσθη η χάρις του Θεού. Όπως δηλαδή ο ήλιος φωτίζει από μακριά με το φως του μέγα μέρος της οικουμένης προτού ακόμη να ρίψη εις αυτό τας ακτίνας του, έτσι και ο Χριστός ενώ ευρίσκετο ακόμη μέσα εις την μήτραν και δεν είχεν εξέλθει από αυτήν, έκαμε να λάμψη όλη η οικουμένη. Δια τούτο εσκιρτούσαν οι προφήται πριν από την γέννησιν, γυ­ναίκες επροφήτευαν τα μέλλοντα και ο Ιωάννης, που ευρίσκε­το ακόμη μέσα εις την κοιλίαν της μητρός του, ανεπήδησε μέσα εις την μήτραν. Δια τούτο και ο Ιωσήφ έδειξε πολλήν σύνεσιν. Διότι ούτε εις το δικαστήριον την κατήγγειλεν, ού­τε την εξηυτέλισεν, αλλά ηθέλησε μόνον να την απομακρύνη από το σπίτι του.

Ενώ λοιπόν ήτο τέτοια η κατάστασις και τα πάντα ευρίσκοντο εις αδιέξοδον, παρουσιάζεται ο άγγελος και δίδει λύσιν εις όλα τα προβλήματα.

Αξίζει να εξετάσωμεν διατί δεν επληροφόρησεν ενωρίτερα τον Ιωσήφ ο άγγελος, προτού να το υποψιασθή ο ίδιος, αλλά επήγε προς αυτόν, αφ’ ότου εσυλλογίσθη και απεφάσισε. «Ταύτα γαρ αυτού ενθυμηθέντος, ο άγγελος έρχεται», λέγει το Ευαγγέλιον, αν και το είχεν ανα­κοινώσει εις την Μαρίαν πριν από την εγκυμοσύνην, πράγμα το οποίον δημιουργεί πάλιν άλλην απορίαν. Αν και δηλαδή δεν το είπεν ο άγγελος, διατί το απεσιώπησεν η Παρθένος, ό­ταν το επληροφορήθη από τον άγγελον και διατί δεν κατετόπισε τον μνηστήρα της, όταν τον είδε να ανησυχή; Διατί τέ­λος πάντων δεν τον επληροφόρησεν ο άγγελος προτού να στενοχωρηθή;

Αλλά είναι ανάγκη να απαντήσω πρώτα εις το πρώτον ερώτημα. Διατί λοιπόν δεν τον επληροφόρησεν ο άγγελος; Δια να μη δυσπιστήση και πάθη ό,τι έπαθεν ο Ζα­χαρίας. Διότι ήτο εύκολον να πιστεύση αφ’ ότου έγινε το πράγμα φανερόν. Δεν ήτο όμως εξ ίσου εύκολον να παραδεχθή την πληροφορίαν, πριν ούτε καν να αρχίση. Δια τούτο δεν το είπεν από την πρώτην στιγμήν ο άγγελος. Και η Παρθένος δια τον ίδιον λόγον το απεσιώπησε. Διότι ενόμιζεν ότι δεν θα γίνη πιστευτή από τον μνηστήρα της, αν του ανεκοίνωνε τό­σον παράξενον πράγμα. Αντιθέτως θα τον εξηγρίωνε μάλλον, διότι θα ενόμιζεν ότι προσπαθεί να συγκαλύψη αμαρτίαν της.

Αφού βεβαίως αυτή η ίδια, η οποία προωρίζετο να αναλάβη αυτήν την θείαν αποστολήν, εταράχθη και είπε· «Πως έσται τούτο, επεί άνδρα ου γιγνώσκω;». Πολύ περισσότερον θα εδυσπιστούσεν εκείνος, αφού μάλιστα θα το επληροφορείτο από γυναίκα ύποπτον.

Δια τούτο δεν του είπε τίποτε η Παρθένος και δια τούτο παρουσιάσθη ο άγγελος εις την κατάλληλον στιγμήν. Ερωτάται όμως· Διατί δεν έκαμε το ίδιο και με την Παρθένον και δεν την ειδοποίησε μετά την σύλληψιν; Δια να μη στενοχωρήται και ανησυχή υπερβολικά. Διότι ήτο φυσικόν, επειδή δεν θα εγνώριζε την αλήθειαν και δεν θα υπέφερε την εντρο­πήν, να αποφασίση κάτι κακόν δια τον εαυτόν της και να απαγχονισθη ή να σφαγή. Διότι η Παρθένος ήτο απολύτως ενάρετη. Την αρετήν της δείχνει ο Λουκάς λέγων ότι δεν εκυριεύθη από χαράν, όταν ήκουσε τον χαιρετισμόν του αγγέλου, ούτε εδέχθη με αγαλλίασιν την είδησιν, αλλά ανησύχησε και εζήτησε να μάθη ποιαν σημασίαν είχεν ο χαιρετισμός. Αν και εξηκρίβωσεν απολύτως την αλήθειαν, δεν έπαυσε να στενοχωρήται, διότι εσκέπτετο την εντροπήν και δεν επερίμενε, με όσα και αν έλεγε, να πείση κανένα από τους συνομιλητάς της ότι δεν ωφείλετο εις μοιχείαν αυτό που συνέβη.

Παρουσιάσθη λοιπόν πριν από την σύλληψιν ο άγγελος, δια να μη συμβούν τα παραπάνω. Και διότι έπρεπε να μη ανησυχή εκείνη η κοιλία, μέσα εις την οποίαν εισήλθεν ο Δημιουρ­γός του παντός. Και διότι έπρεπε να είναι απηλλαγμένη από κάθε ταραχήν η ψυχή, η οποία εκρίθη άξια να προσφέρη τας υπηρεσίας της εις αυτά τα μυστήρια. Δια τούτο συνωμίλησεν ο άγγελος με την Παρθένον πριν από την σύλληψιν, και με τον Ιωσήφ όταν πλησίαζεν ο χρόνος της γεννήσεως.

Επει­δή πολλοί αφελείς δεν κατενόησαν αυτά, είπαν ότι υπάρχει διαφωνία, επειδή Λουκάς αναφέρει ότι ο άγγελος ειδοποίη­σε την Μαρίαν, ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ειδοποίησε τον Ιω­σήφ. Αγνοούν ότι έγιναν και τα δύο.

Είναι όμως ανάγκη να τα προσέχωμεν αυτά εις όλην την αφήγησιν των γεγονότων. Διότι έτσι θα εξηγήσωμεν πολλάς φαινομενικάς διαφωνίας.

Παρουσιάσθη λοιπόν ο άγγελος, όταν ήτο ανήσυχος ο Ιωσήφ. Ανέβαλε την παρουσίαν του και δια τους παραπάνω λόγους και δια να φανή πόσον συνετός ήτο ο Ιωσήφ. Και παρουσιάσθη, όταν πλησίαζε το όλον έργον εις το τέλος του.

«Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος, άγγελος κατ’ όναρ φαίνε­ται τω Ιωσήφ». Βλέπεις πόσον συγκαταβατικός ήτο αυτός ο άνθρωπος; Όχι μόνον δεν την τιμώρησεν, αλλά και δεν το ανεκοίνωσεν εις κανένα, ούτε εις εκείνην που ήτο ύποπτη, αλλά το εσκέπτετο μόνος του και εφρόντιζε να αποκρύψη την κατηγορίαν ακόμη και από την Παρθένον. Δια τούτο δεν είπεν. Ήθελε να την διώξη, αλλά είπεν. «Απολύσαι». Ήθελε να της δώση διαζύγιον. Τόσον ευγενής και συγκαταβατικός ήτο.

«Ταύτα δε αυτού ενθυμουμένου, κατ’ όναρ φαίνεται ο άγγελος». Αλλά διατί δεν παρουσιάσθη φανερά, όπως εις τους βοσκούς και εις τον Ζαχαρίαν και εις την Παρθένον; Διότι ο άνθρωπος αυτός ήτο πολύ πιστός και δεν είχεν ανάγκην από άμεσον εμφάνισιν. Η Παρθένος βεβαίως, επειδή ειδοποιείτο δια κάτι το πολύ σημαντικόν, σημαντικώτερον και από του Ζαχαρία, και ε­πειδή ειδοποιείτο πριν να συμβή τίποτε, είχεν ανάγκην από την θαυμαστήν αυτήν εμφάνισιν. Επίσης και οι ποιμένες, διότι ήσαν ολιγώτερον ευαίσθητοι.

Ο Ιωσήφ όμως δέχεται ευκόλως την αποκάλυψιν, διότι του έγινε μετά την εκδήλωσιν της εγκυμοσύνης, όταν είχε πλέον εισέλθει εις την ψυχήν του η καχυποψία και ήτο ώριμος να ανακτήση αγαθάς ελπίδας, αν ευρίσκετο κάποιος που να τον βοηθήση εις αυτό. Δια τούτο ειδοποιείται από τον άγγελον μετά την υποψίαν του, δια να αποτελέση ακριβώς η υποψία του αυτή απόδειξιν της αληθείας της ειδήσεως. Διότι το να ακούση τον άγγελον να του λέγη εκείνα που εσυλλογίσθη μέσα εις τον νουν του και δεν τα ανεκοίνωσε σε κανένα, ήτο δι’ αυτόν αναμφισβήτητος απόδειξις ότι είχε σταλή από τον Θεόν αύτός που του ωμιλούσε.

Διότι μόνον ο Θεός έχει την δύναμιν να γνωρίζη τα απόκρυφα της ψυχής. Σκέψου λοιπόν πόσα επιτυγχάνονται. Αποδεικνύεται η σύνεσις του ανδρός και η ανακοίνωσις, που έγινε την κατάλληλον στιγμήν, τον βοηθεί να πιστεύση και δεν γέννα υποψίας ο λόγος, διότι αποδεικνύει ότι ο Ιωσήφ έπαθεν ό,τι ήτο φυσικόν να πάθη κάθε άνθρωπος.

IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ-ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 9 ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Α’ (ΟΜΙΛΙΑΙ Α’-Κ) – ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΝ  ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΣΧΟΛΙΑ: Υπό ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΑΚΑΑΗ, Φιλολόγου και ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΙΚΗ, Φιλολόγου– ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr