Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ εἶπε: «Μήν ἐμβολιαστῆτε καί θά σωθῆτε…»

Ἦταν 22 Ἰουλίου τοῦ 2020, ἡμέρα Τετάρτη, τῆς ἁγίας Μαγδαληνῆς καί τῆς ἁγίας Μαρκέλλας. Λόγῳ ὅτι δούλευα σερί δεκαπέντε ἡμέρες, τά παιδιά διαμαρτύρονταν καί ἤθελαν νά πᾶμε γιά μπάνιο. Παρ᾿ ὅλο πού ἦταν Τετάρτη, τούς κάναμε τό χατίρι. Φτειάξαμε νηστήσιμα φαγητά γιά νά ἔχωμε μαζί μας.

Εἶχα, ὅμως, 2 χρόνια πού εἶχα τάξει νά στείλω τάμα (μέ τό μπουκάλι) στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ στήν Σύμη καί πάντα τό ἀμελοῦσα (ὄχι ἐ- σκεμμένα). Τό εἶχα ἐπάνω στήν τηλεόραση μέ ἀφιέρωμα γιά τήν Σύμη. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, εἶπα στήν ἀδερφή μου: «Δέν θά ξεκινήσωμε, ἄν δέν φτειάξωμε τό μπουκάλι νά τό στείλωμε στόν ἀρχάγγελο στήν Σύμη». Ἔτσι καί ἔγινε. Γράψαμε τά ὀνόματα, βάλαμε θυμίαμα, καρβουνάκια καί ἕνα μικρό δωράκι γιά τήν ἐκκλησία (λίγα χρήματα). Εἶπα στά μικρά ὅτι θά μείνωμε μέχρι ἀργά γιά νά τό ἀφήσωμε στήν θάλασσα, ὅταν φύγη ὁ κόσμος, γιά νά μήν προκαλέσωμε σχόλια.

Ξεκινήσαμε στίς 13:00 μ.μ. καί φτάσαμε περίπου 14:20 μ.μ. Γιάννενα – Ἡγουμενίτσα, τόσο εἶναι μέ παλιό αὐτοκίνητο. Δέν τρέχω γενικά.

Στήν διασταύρωση τῆς Ἡγουμενίτσας, λέει ὁ ἀνηψιός:

— Θεία, λές νά φτάση στήν Σύμη τό μπουκάλι;

Λέω, χωρίς νά σκεφτῶ:

— Ποῦ ξέρεις, Γιωργάκη μου, μπορεῖ νά ἔρθη ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχάγγελος νά τό πάρη.

Συνειδητοποιῶ τί εἶπα καί ἀμέσως λέω: «Θεέ μου, συγχώρα με γι᾿ αὐτό πού εἶπα…, δέν ἀξίζομε τέτοιας τιμῆς». Φτάνομε στήν παραλία, κάνομε ὅλοι τόν Σταυρό μας, πού φτάσαμε καλά. Τακτοποιηθήκαμε καί παραγγείλαμε καφέ.

Βλέπω νά ἔρχεται ἕνας νεαρός πρός τό μέρος μας. «Ὤχ», λέω, «κάτι θά πουλάη» καί ὅπως ξέρετε, αὐτοί οἱ πωλητές εἶναι λίγο ἐπίμονοι.

Πλησιάζει, μᾶς χαιρετάει, τόν χαιρετᾶμε καί ἐμεῖς.

— Πουλάω γυαλιά, θά θέλατε νά σᾶς τά δείξω; Λέω:

— Ὄχι, εὐχαριστοῦμε, δέν θά ἔχωμε νά γυρίσωμε Γιάννενα (νά βάλωμε βενζίνη).

— Ἄ!, λέει, ἀπό Γιάννενα εἶστε; (Ἐδῶ νά ἀναφέρω ὅτι ἤμασταν ἡ ἀδερφή μου, ὁ γυιός της, ἡ μητέρα μου, ἡ κόρη μου καί ἐγώ. Ὁ γυιός μου δέν ἤθελε νά ἔρθη, ἔμεινε μέ τόν παπποῦ στό σπίτι).

— Ναί, λέω, ἀπό Γιάννενα.

— Καί ποῦ εἶναι τά Γιάννενα; λέει.

Ἐκείνη τήν στιγμή κάνω τόν Σταυρό μου καί λέω:

— Παναγία μου, ἀπό ποῦ εἶστε ἐσεῖς πού δέν ξέρετε ποῦ εἶναι τά Γιάννενα; Λέει:

— Ἀπό Ἀθήνα. Εἶμαι ὀρφανός, μεγάλωσα στόν δρόμο καί δέν ἔχω σπίτι.

Ὅταν ἔκανα τόν Σταυρό μου, μοῦ λέει:

— Πιστεύεις / πιστεύετε ὅλοι σας ἐδῶ στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στό Ἅγιο Πνεῦμα;

— Λέμε ναί, εἴμαστε χριστιανοί Ὀρθόδοξοι… Λέμε ὅλοι…

— Ἐσεῖς; Πιστεύετε, κύριε;

— Ἐννοεῖται, λέει, καί ἔκανε τόν Σταυρό του.

— Καλά κάνετε, εἶπε.

— Φαίνεστε καλοί ἄνθρωποι καί θά πᾶτε στόν παράδεισο…

Γέλασα ἐγώ ἐλαφρῶς καί τοῦ λέω:

— Οἱ ὑπόλοιποι μπορεῖ, ἐγώ μέ τίποτα. Εἶμαι χωρισμένη… καί ἔχω σχέση μέ ἕνα παλληκάρι, ὁπότε δέν ὑπάρχει ἐλπίδα (τότε δέν εἶχα ξανα- παντρευτῆ). Μοῦ λέει:

— Μά, γιατί τό λές αὐτό, εἶσαι καλός ἄνθρωπος, τό ξέρω. Καί τόν ρωτάω:

— Πῶς τό ξέρεις;

— Δέν μέ γνωρίζεις… Κοιτάζει τότε πρός τόν οὐρανό καί μοῦ λέει, δέν τό λέω ἐγώ, ὅλα ἔρχονται ἀπό ἄνωθεν!!!

Ἔμεινα μέ τό στόμα ἀνοιχτό, σκέφτηκα, τί λέει τώρα; Μοῦ λέει:

— Δέν μέ πιστεύεις; Λέω:

— Ἐντάξει, τί νά σᾶς πῶ καί ἐγώ. Μοῦ λέει:

— Θά παντρευτῆς καί θά πᾶς στόν παράδεισο… Ὅλοι σας ἐδῶ θά πᾶτε στόν παράδεισο. Πιστεύετε καί εἶστε πολύ καλοί ἄνθρωποι.

Τότε, τοῦ λέει ἡ μητέρα μου:

— Ἄχ, παλληκάρι μου, μακάρι νά πίστευε καί ὁ γυιός, ὅπως ἐσύ. Ὁ γυιός μου ἀλλαξοπίστησε, οὔτε παντρεύτηκε, οὔτε παιδί βάφτισε (τότε εἶχε μόνο τόν ἕνα του γυιό). Καί ἄρχισε νά κλαίη. Καί τῆς λέει:

— Νά πῆς στόν γυιό σου ὅτι μίλησες μαζί μου (μ᾿ ἕνα μελαχρινό ἀγόρι) καί θά τοῦ πῆς νά μετανοήση, γιατί ἀπό σήμερα σέ 7 χρόνια θά ἔρθη ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ καί θά καρφώση τήν πύρινη ρομφαία του ἐκεῖ πέρα (ἔδειχνε πρός Ἡγουμενίτσα κέντρο) καί τότε θά τελειώση ὅλο αὐτό πού θά ζήσετε αὐτά τά 7 χρόνια. Μετά θά ζήσετε γιά πολλά–πολλά χρόνια ἐν Χριστῷ…

Ὅταν τά ἔλεγε αὐτά (ἀκριβῶς ἔτσι τά εἶπε, δέν θά τά ξεχάσω ποτέ), κοιτοῦσε πρός τά ἐπάνω στόν οὐρανό καί ἦταν σάν νά μίλαγε, δέν ξέρω πῶς νά τό πῶ, δέν περιγράφεται… Ἐκεῖ, μένομε ὅλοι ἄφωνοι… Λέω:

— Συγγνώμη, νά ρωτήσω κάτι;

— Ποιός εἶστε, σᾶς παρακαλῶ, θέλω νά μᾶς πῆτε, ποιός εἶστε; Μοῦ λέει:

— Ποιός πιστεύεις ὅτι εἶμαι; Λέω:

— Ἄνθρωπος δέν εἶστε κοινός, ὅπως ἐμεῖς… Ἔχει 45 βαθμούς, κάθεσαι στόν ἥλιο, εἶσαι ἀνίδρωτος, ἐνῶ ἐμεῖς στάζαμε ἀπό ἱδρώτα καί ὅλα αὐτά πού μᾶς λές ἀπό ποῦ προέρχονται;

Εἴχαμε πάθει σόκ… Κλαίγαμε ὅλοι καί τά δύο παιδιά, χωρίς νά ξέρωμε τό γιατί.

Τότε βγάζει τά γυαλιά γιά νά μᾶς δείξη… Μοῦ λέει:

— Αὐτό θά τό πάρης γιά τόν σύντροφό σου (ἤξερε τά πάντα γιά ἐκεῖνον, μοῦ τά εἶπε ὅλα)…, μένω ἄφωνη.

Μετά, λέει στήν ἀδερφή μου:

— Αὐτό θά τό πάρης γιά τόν σύζυγό σου πού εἶναι ξανθός μέ μπλέ μάτια… Λέει ἡ ἀδερφή μου:

— Τόν ξέρετε;

— Ναί–ναί, τῆς λέει, βρεθήκαμε στό Ἅγιον Ὄρος στήν Ἱερά Μονή Ἀρχαγγέλων πρίν λίγα χρόνια καί μιλήσαμε κιόλας, δηλαδή, τῆς λέει, ἐκεῖνος ἦρθε καί μοῦ μίλησε καί τόν θυμᾶμαι…

— Μά, λέει ἡ ἀδερφή μου, πῶς εἶναι δυνατόν νά θυμᾶσαι κάποιον πού δέν ξέρεις;

Εἴχαμε πάθει σόκ… Μετά γυρίζει καί μοῦ λέει:

— Ἐσύ ἐργάζεσαι;

— Ναί, λέω, καθαρίστρια στό νοσοκομεῖο μέ σύμβαση. Λέει τότε:

— Θέλετε νά πᾶτε στόν παράδεισο καί νά δῆτε τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν;

Ἔτσι ἀκριβῶς εἶπε…

— Λέμε, ἔ, ναί, ἐννοεῖται (τά δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμια…).

— Σέ λίγο καιρό θά βγοῦν ἐμβόλια γιά τόν κορωνοϊό… Θά μοῦ ὑποσχεθῆτε ὅτι δέν θά ἐμβολιαστῆτε καί ἐγώ σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι θά πᾶτε στόν παράδεισο… (Ἐδῶ νά ἀναφέρω ὅτι ὁ κορωνοϊός εἶχε ἔρθει 5–6 μῆνες πρίν, ἀλλά δέν γνωρίζαμε τότε κάτι γιά τά ἐμβόλια, τό μόνο πού εἴχαμε ἀκούσει ἦταν ὅτι κάνουν ἔρευνες).

— Λέμε ναί, σοῦ δίνομε τόν λόγο μας ὅτι δέν θά ἐμβολιαστοῦμε ὅποτε βγοῦν αὐτά τά ἐμβόλια πού λές… Ξαναλέει:

— Μοῦ τό ὑπόσχεστε;

— Ναί, λέμε…, ἀλλά τότε τοῦ λέω καί ἐγώ: Ἐσύ μᾶς δίνεις τόν λόγο σου ὅτι θά μᾶς βοηθήσης;

— Σᾶς τό ὑπόσχομαι, εἶπε.

Εἶπε τοὐλάχιστον πέντε φορές «μήν ἐμβολιαστῆτε καί νά τό πῆτε καί σέ ἄλλους… Σᾶς παρακαλῶ, ξαναλέει, μήν ἐμβολιαστῆτε καί θά σω- θῆτε…». Τόν ξαναρωτάω:

— Ποιός εἶστε, κύριε; Μιλήσατε δύο φορές γιά τόν Ἀρχάγγελο, μήπως δέν εἶναι τυχαῖο;

Λέει τότε, καί ἐκεῖ ἀλήθεια, ἔπαθα σόκ…

— Αὐτό, μοῦ λέει, πού ἔχεις μέσα στό αὐτοκίνητο στήν πόρτα τοῦ ὁδηγοῦ, νά τό στείλετε καί θά πάη ἐκεῖ πού θέλετε… Τόν ρωτάω:

— Τί ἔχω στήν πόρτα (εἶχα περιέργεια )… Μοῦ λέει:

— Τό μπουκάλι, τάμα γιά τόν Ἀρχάγγελο στήν Σύμη καί νά τό στείλετε…, θά πάη! Τοῦ λέω:

— Σέ παρακαλῶ, πές μας, ποιός εἶσαι; Μοῦ λέει:

— Ποιός πιστεύεις ὅτι εἶμαι; Τοῦ λέω:

— Ντρέπομαι νά τό ξεστομίσω.

— Αὐτός πού σκέφτεσαι ἴσως καί νά εἶμαι…

— Δέν θά σοῦ ἀπαντήσω, ὅμως…

Τόν ρώτησα πιό πολλά πράγματα, γιατί ἦταν ἀκριβῶς δίπλα μου. Θυμᾶμαι τά πάντα ἀπό τό πρόσωπό του, τό ὁποῖο ἦταν τέλειο καί ἀψεγάδιαστο.

Ἀφοῦ πήραμε τελικά τά γυαλιά τά δύο ζευγάρια, λέει τότε:

— Τά χρήματα πού μοῦ δώσατε, δέν τά χρειάζομαι. Θά σᾶς ἀνάψω αὔριο ἀπό ἕνα κεράκι στόν καθένα σας (ἐδῶ εἶπε ὅλα τά ὀνόματά μας, χωρίς νά τοῦ τά ἔχωμε πῆ), πού θά πάω στήν Ἁγιά–Σοφιά στήν Κωνσταντινούπολη… Αὔριο εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα καί θέλω νά προσκυνήσω (τήν Παρασκευή 24/7/2020 θά γινόταν τζαμί).

— Εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ τοῦ εἴπαμε, ἀλλά δέν θά προλάβετε, εἶναι ἤδη ἀπόγευμα.

— Ἄλλος ὁ χρόνος ὁ δικός μας, εἶπε, κι ἄλλος ὁ δικός σας.

— Ἄρα ἔχω δίκιο, τοῦ εἶπα, ὅτι δέν εἶσαι ἄνθρωπος σάν ἐμᾶς.

— Κούνησε τό κεφάλι…

Μάζεψε τά πράγματα καί μᾶς χαιρέτησε πολύ ξαφνικά… Λέω:

— Συγγνώμη, κύριε, ἐμένα δέν μοῦ εἴπατε τίποτα γιά τόν γυιό μου πού εἶναι ΑΜΕΑ καί ἔχει πρόβλημα στά μάτια.

Ἐκεῖ ἀλήθεια, ἔκλαιγα μέ λυγμούς… Γυρίζει καί μᾶς λέει (ἐνῶ ἦταν συγκινημένος):

— Ἐλᾶτε νά μέ βρῆτε… Λέω:

— Ποῦ νά σᾶς βροῦμε, δέν ξέρομε οὔτε τό μικρό σας ὄνομα…

Τοῦ λέει ἡ ἀδερφή μου, γιατί ἐγώ δέν μποροῦσα νά μιλήσω πλέον:

— Στήν Μυτιλήνη;

— Ναί, λέει, στήν Μυτιλήνη.

— Καί πῶς θά σέ βροῦμε; τόν ρώτησε.

— Θά κατεβῆτε στό λιμάνι καί θά ρωτήσετε ποῦ βρίσκεται τό μελαχρινό ἀγόρι… Ἔτσι μέ φωνάζουν ὅλοι καί μέ γνωρίζουν ὅλοι, ἔτσι θά μέ βρῆτε…

— Ἐλᾶτε καί θά τά ποῦμε ἐκεῖ…

— Καλό δρόμο τοῦ εἴπαμε, μακάρι νά ξανασυναντηθοῦμε. Περιττό νά σᾶς πῶ ὅτι συνήλθαμε μετά ἀπό ὧρες…

Στείλαμε καί τό μπουκάλι τό βράδυ, ἀλλά δέν γνωρίζω ἄν ἔφτασε… Κάθε φορά πού τό σκέφτομαι, μοῦ φεύγουν τά δάκρυα.

«Μετά τήν Ἁγιά–Σοφιά, μᾶς εἶπε ὅτι τήν Παρασκευή θά πήγαινε στήν Μυτιλήνη». Ἐκεῖ πλέον ἤμουν πιό σίγουρη ἀπό ποτέ…

Μιλούσαμε περίπου μία ὥρα καί κάτι… Σόκ καί δέος… Ἀπίστευτα πράγματα καί, ὅμως, ἀληθινά…

Εἶπε ἐπίσης ὅτι «θά ἔρθη πείνα γιά 3 μῆνες καί ὅτι δέν θά πεινάση κανείς ἀπό ὅσους πιστεύουν, ἀλλά καί δέν ἔχουν ἐμβολιαστῆ». Τό τόνισε αὐτό.

«Θά γίνη ἐπεισόδιο μέ τήν Τουρκιά, ἀλλά μικρό, τρεῖς ἡμέρες μόνο καί δέν θά πάθωμε κάτι πολύ σημαντικό… Θά φύγουν μέχρι τότε, εἶπε, πολλοί γιά νά σωθοῦν» (δέν εἶπε τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε, ἴσως νά ἐννοοῦσε τούς ξαφνικούς θανάτους ἀπό τά ἐμβόλια, δέν ξέρω).

Ὅταν ἔφευγε ἦταν βουρκωμένος καί μετά κατάλαβα γιατί… Γι᾿ αὐτά πού ἦρθαν καί γιά τήν Ἁγιά–Σοφιά πού θά γινόταν τζαμί. Τό εἶπε μέ πολύ πικρία γιά τήν Ἁγιά–Σοφιά…

Ὅταν κοιτοῦσε τόν οὐρανό… Ἄχ, ἦταν λές!…, δέν μπορῶ νά τό περιγράψω… Φοβερό, φοβερό…

 

(Ἀπόσπασμα 
ἀπό τό ὑπό ἔκδοση βιβλίο

Θαύματα πού ἔζησαν ἀνεμβολίαστοι ὑγειονομικοί σέ ἀναστολή στόν καιρό τῆς  «πανδημίας»

Ἔκδοση Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης)

https://enromiosini.gr/arthrografia/o-archaggelos-michail-eipe/