«Ὁ πόλεμος πού προκαλεῖται ἀπό τά μάτια εἶναι φοβερός», λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, «ὄχι μόνο ὅσο εἶναι παρούσα ἡ αἰτία, ἀλλά καί ὅταν ἀποσιάζει· ἤ μᾶλλον, περισσότερο θλίβει τήν ψυχή ὅταν ἀπουσιάζει ἡ αἰτία, παρά ὅταν εἶναι παρούσα, γιατί τότε ἀνάβει πιό πολύ τήν ἐπιθυμία.
Τί ἐννοῶ; Ἄκουσε, κάποιος μελωδίες μουσικῶν καί πέρασε· ἔπειτα ἄκουσε πένθιμες φωνές καί μοιρολόγια καί μέ τόν θρῆνο ἐξουδετερώθηκε ἡ μελωδία τῶν μουσικῶν. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, κάποιος δοκίμασε μέλι, ἔπειτα ὅμως δοκίμασε καί κάτι πικρό· καί ἔτσι ἡ γλύκα τοῦ μελιοῦ χάθηκε ἀπό τήν πικράδα πού τήν ἀκλούθησε. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί μέ τήν ὄσφρηση· μύρισε κάποιος κάτι εὐωδιαστό ἔπειτα μύρισε κάτι δύσοσμο, καί ἡ εὐφροσύνη τῆς εὐωδίας διώχθηκε ἀπό τήν ἀηδία τῆς δυσωδίας. Τό ἴδιο καί μέ τήν ἁφή· ἄγγιξε κάποιος κρύο νερό, ἔπειτα ἄγγιξε καί βραστό, καί ἡ θερμότητα τοῦ βραστοῦ νεροῦ μετρίασε τήν προηγούμενη ψυχρότητα τοῦ κρύου νεροῦ. Ὁ πόλεμος ὅμως τοῦ περιπλανώμενου ματιοῦ, τοῦ μετεωριζομένου ὀφθαλμοῦ, πού πηγαίνει ἐδῶ καί ἐκεῖ», τοῦ ἀνθρώπου πού περιπλανᾶται, σερφάρει ὅπως λέμε στό διαδίκτυο, αὐτός ὁ πόλεμος «κατακαίει τόν νοῦ μέ τήν ἐπιθυμία εἴτε εἶναι παρών εἴτε ἀπουσιάζει τό ἀντικείμενο. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί μέ αἰσχρά ὄνειρα γεμίζει φαντασίες τήν καρδιά. Γιατί οἱ δαίμονες, ὅταν βροῦν πέρασμα καί μποῦν στόν νοῦ μέ τόν λογισμό, ἀναπαριστοῦν τόν πειρασμό στή διάνοια καί ἀπασχολώντας μέ αὐτό τόν νοῦ, τόν παρασύρουν σέ φιλήδονες σκέψεις». Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἠθικός γίνεται ἀνήθικος. Μᾶς λέει ὁ Χριστός μας: ἄν δεῖ κάποιος κάποιον ἄλλον (ἕνα ἄλλο πρόσωπο), ἕνας ἄνδρας μιά γυναίκα, ἤ καί ἀντιστρόφως, μέ σκοπό νά τήν ἐπιθυμήσει-νά τόν ἐπιθυμήσει ἀντιστοίχως, ἤδη λέει ἐμοίχευσε, ἔκανε μοιχεία, ἔκανε μιά θανάσιμη δηλαδή ἁμαρτία ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, μέσα στήν καρδιά του.
Καταλάβαμε τώρα πόσες τέτοιες μοιχεῖες, πόσες τέτοιες ἁμαρτίες γίνονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάθεται μέ τίς ὧρες καί περιπλανᾶται στό διαδίκτυο ἤ ἀφήνεται στίς ἐκπομπές τῆς τηλεόρασης, νά βλέπει ὅ,τι τοῦ προβάλλουν ἐκεῖ;
Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου
Τί ἐννοῶ; Ἄκουσε, κάποιος μελωδίες μουσικῶν καί πέρασε· ἔπειτα ἄκουσε πένθιμες φωνές καί μοιρολόγια καί μέ τόν θρῆνο ἐξουδετερώθηκε ἡ μελωδία τῶν μουσικῶν. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, κάποιος δοκίμασε μέλι, ἔπειτα ὅμως δοκίμασε καί κάτι πικρό· καί ἔτσι ἡ γλύκα τοῦ μελιοῦ χάθηκε ἀπό τήν πικράδα πού τήν ἀκλούθησε. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί μέ τήν ὄσφρηση· μύρισε κάποιος κάτι εὐωδιαστό ἔπειτα μύρισε κάτι δύσοσμο, καί ἡ εὐφροσύνη τῆς εὐωδίας διώχθηκε ἀπό τήν ἀηδία τῆς δυσωδίας. Τό ἴδιο καί μέ τήν ἁφή· ἄγγιξε κάποιος κρύο νερό, ἔπειτα ἄγγιξε καί βραστό, καί ἡ θερμότητα τοῦ βραστοῦ νεροῦ μετρίασε τήν προηγούμενη ψυχρότητα τοῦ κρύου νεροῦ. Ὁ πόλεμος ὅμως τοῦ περιπλανώμενου ματιοῦ, τοῦ μετεωριζομένου ὀφθαλμοῦ, πού πηγαίνει ἐδῶ καί ἐκεῖ», τοῦ ἀνθρώπου πού περιπλανᾶται, σερφάρει ὅπως λέμε στό διαδίκτυο, αὐτός ὁ πόλεμος «κατακαίει τόν νοῦ μέ τήν ἐπιθυμία εἴτε εἶναι παρών εἴτε ἀπουσιάζει τό ἀντικείμενο. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί μέ αἰσχρά ὄνειρα γεμίζει φαντασίες τήν καρδιά. Γιατί οἱ δαίμονες, ὅταν βροῦν πέρασμα καί μποῦν στόν νοῦ μέ τόν λογισμό, ἀναπαριστοῦν τόν πειρασμό στή διάνοια καί ἀπασχολώντας μέ αὐτό τόν νοῦ, τόν παρασύρουν σέ φιλήδονες σκέψεις». Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἠθικός γίνεται ἀνήθικος. Μᾶς λέει ὁ Χριστός μας: ἄν δεῖ κάποιος κάποιον ἄλλον (ἕνα ἄλλο πρόσωπο), ἕνας ἄνδρας μιά γυναίκα, ἤ καί ἀντιστρόφως, μέ σκοπό νά τήν ἐπιθυμήσει-νά τόν ἐπιθυμήσει ἀντιστοίχως, ἤδη λέει ἐμοίχευσε, ἔκανε μοιχεία, ἔκανε μιά θανάσιμη δηλαδή ἁμαρτία ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, μέσα στήν καρδιά του.
Καταλάβαμε τώρα πόσες τέτοιες μοιχεῖες, πόσες τέτοιες ἁμαρτίες γίνονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάθεται μέ τίς ὧρες καί περιπλανᾶται στό διαδίκτυο ἤ ἀφήνεται στίς ἐκπομπές τῆς τηλεόρασης, νά βλέπει ὅ,τι τοῦ προβάλλουν ἐκεῖ;
Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου