Κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ ὁ Παράδεισος χαρακτηρίζεται ὡς τὸ «ἀεὶ εὖ εἶναι», δηλαδὴ ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ἐνῶ ἡ κόλαση χαρακτηρίζεται ὡς τὸ «ἀεὶ φεῦ εἶναι», δηλαδὴ ἡ αἰώνιος ταλαιπωρία καὶ καταδίκη. Ἡ διαφορὰ στοὺς δύο αὐτοὺς χαρακτηρισμοὺς βρίσκεται σὲ ἕνα μόνο γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, στὸ γράμμα «φ».
Γιατί, ὅμως, ἕνα γράμμα μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν κόλαση;
Γιατὶ μὲ τὸ γράμμα αὐτὸ ἀρχίζουν λέξεις μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζεται ἡ λύπη ποὺ προκαλοῦμε στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρακαλεῖ: «Μὴν λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» (Ἐφεσ. δ΄ 30). Τὶς ἴδιες λέξεις ποὺ ἀρχίζουν μὲ τὸ γράμμα αὐτὸ «φ» ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, ὁ «ἐν Εὐβοίᾳ», μᾶς παρακαλοῦσε νὰ τὶς ἀποφεύγουμε λέγοντας στὸν καθένα μας: «Μὴν λυπεῖς τὸν Ἰησοῦν».
Πῶς, λοιπόν, λυποῦμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πῶς λυποῦμε τὸν Ίησοῦ; Μά, μὲ τὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῶν λέξεων ποὺ ἀρχίζουν μὲ τὸ γράμμα «φ» καὶ ποὺ ἡ ἀποφυγή τους μᾶς ἀνοίγει διάπλατα τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ «εὖ εἶναι», ἐνῶ ἡ ἐμμονή τους μᾶς ὁδηγεῖ στὸ «ἀπευκταῖο», στὴν γέεννα τοῦ πυρός, στὸ «φεῦ εἶναι». Μὲ τὸ γράμμα «φ» ἐκφράζουμε, φεῦ,
*τὸν φόνο, εἴτε σωματικό, ποὺ προκαλοῦμε μὲ ὅπλα, μὲ ξύλα, μὲ πέτρες, μὲ ρόπαλα, μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια, εἴτε ψυχικό, ποὺ προκαλοῦμε μὲ συκοφαντίες, μὲ ἀργολογίες, μὲ ἔνοχη σιωπή μας στοὺς ἀδικουμένους,
*τὸν φθόνο, τὸν θεομίσητο καὶ ψυχοκτόνο, ποὺ προκαλεῖ ψυχικὴ ταραχή, χαλάρωση ἠθῶν καὶ ἀποπροσανατολισμὸ πορείας ζωῆς,
*τὸν φραγμὸ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ μὴ τήρηση ἔστω καὶ μιᾶς μᾶς καθιστᾶ ἐνόχους γιὰ ὅλες,
*τὴν φλόγα τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας, ποὺ μᾶς κτακαίει σὰν χόρτα, σὰν φρύγανα,
*τὴν φτώχεια τῶν ἀγαθοεργιῶν, τῶν ἐλεημοσυνῶν, τῶν ἔργων εὐποιΐας, αὐτῶν ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στοὺς οὐρανούς,
* τὴν φιλαργυρία, τὸ κυνήγι τοῦ χρήματος, τὸ ὁποῖο πολλοὶ ἐξισώνουν μὲ τὸν Θεὸ καὶ κονταίνουν τὰ χέρια μας στὸ εὐλογημένο δόσιμο,
*τὴν φιλοπρωτία καὶ φιλαρχία, ποὺ κρύβει ἐσωτερικὸ ἐγωϊσμὸ ἄμετρο, καὶ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν βεβαίωση τοῦ Κυρίου, ὅτι οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι,
* τὴν φιληδονία, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ σάρκα κυριεύει τοῦ πνεύματος καὶ θανατώνει τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν» (Ῥωμ.η΄ 6).
*τὴν φιλονεικία, ποὺ εἶναι ἀντίθετη τῆς πραότητος καὶ χαρακτηρίζει τὴν ἔλλείψη ψυχικῆς εἰρήνης, φιλαδελφίας καὶ ἀγάπης,
*τὴν φιλοϋλία, δηλαδὴ τὴν πλήρωση τῆς πνευματικῆς κενότητός μας μὲ ὑλικὰ πράγματα, συνήθως περιττὰ ἀγαθὰ καὶ ἀνούσια, τὰ ὁποῖα τὶς περισσότερες φορὲς καταλήγουν στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων,
*τὴν φιλοκτημοσύνη, ποὺ εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο τῆς ἀρετῆς τῆς ἀκτησίας καὶ ποὺ μᾶς κάνει νὰ λησμονοῦμε ὅτι κανένα ἐπὶ γῆς ἀπόκτημα δὲν μᾶς συνοδεύει μετὰ τὸν θάνατο.
* τὴν φιλαυτία, δηλαδὴ τὴν ἀφιέρωση πολύτιμου χρόνου τῆς ζωῆς μας στὴν περιποίηση τοῦ φθαρτοῦ σώματος, τῆς αἰσθητικῆς τοῦ προσώπου καὶ τοῦ εὐπρεπισμοῦ τῆς κώμης μας καὶ ὄχι τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας, καθὼς καὶ ἀπομείωση τοῦ ἐνδιαφέροντός μας γιὰ τοὺς συνανθρώπους, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (Ῥωμ. η΄ 14).
* τὴν φιγοπονία, τὴν τεμπελιά, τὴν ραστώνη, τὴν ἀκηδία, τὴν ἀπροθυμία ἄρσεως τοῦ σταυροῦ μας, τὴν ἐπιλογὴ τῆς εὔκολης ζωῆς, αὐτῆς ποὺ ὁδηγει στὴν ἀπώλεια καὶ ὄχι στὴν αἰωνιότητα.
Τί κρίμα, ἕνα «φ» νὰ μᾶς κλείνει τὸν παράδεισο, τὴν αἰώνια χαρὰ κοντὰ στὸν Χριστό μας, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στό, ἀλλοίμονο, αἰώνιο ψηλαφητὸ σκοτάδι τῆς κολάσεως! Ἡ ἀποφυγή του εἶναι εὐλογημένη, μᾶς φέρνει στὸ «εὖ εἶναι», κοντὰ στὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ μας, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας