α. Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι νά ψεύδεται κάποιος κατά διάνοια.
Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ὑπόνοια καί ἡ καχυποψία.
Αὐτός πού ἔχει καχυποψίες, ἐάν δεῖ κάποιον νά ὁμιλεῖ μέ ἕναν ἄλλο,
ὑποπτεύεται πώς μιλοῦν γι' αὐτόν. Ἐάν διακόψουν τήν ὁμιλία, ὑποψιάζεται
πώς διέκοψαν γι' αὐτόν. Ἡ καχυποψία, πού εἶναι μία μορφή ψεύδους, τόν
κάνει νά μή λέγει τίποτε τό ἀληθινό, ἀλλά νά κατασκευάζει ὅλο ὑποθέσεις.
Τά ἀποτελέσματα τῆς περιπτώσεως αὐτῆς εἶναι περιέργειες, κρυφακούσματα,
καταλαλιές, κατακρίσεις καί μαλώματα.
β. Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι νά ψευδόμαστε μέ τόν λόγο. Ἕνας πού εἶναι ψεύτης στά λόγια, προσπαθεῖ νά δικαιολογήσει τίς ἁμαρτίες του, τά πάθη του ἤ προσπαθεῖ νά ἐπιτύχει τοῦ σκοποῦ του μέ ψέματα. Τροποποιεῖ τίς κατηγορίες εἰς βάρος του μέ ψέματα. Λέγει ψέματα γιά νά ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπιθυμίες του. Ψεύδεται γιά νά ἐντυπωσιάσει, νά ἀποφύγει πολλές καταστάσεις ἤ γιά νά κερδίσει χρήματα καί ἀγαθά. Αὐτός πού λέγει ψέματα στά λόγια του, φτάνει στό σημεῖο νά μήν τόν πιστεύουν οἱ ἄλλοι, ἔστω καί ἄν λέγει ἀλήθεια.
γ. Ὁ τρίτος τρόπος εἶναι ὅταν ψεύδεται κάποιος μέ τόν βίο του. Ἄλλη εἶναι ἡ πραγματική ζωή πού κάνει καί ἄλλη δείχνει νά κάνει. Εἶναι ἄσωτος, ἀλλά ἐμφανίζεται ἐγκρατής. Εἶναι πλεονέκτης καί ἐμφανίζεται ἐλεήμονας καί μιλᾶ μέ θέρμη γιά τήν ἐλεημοσύνη. Εἶναι ὑπερήφανος καί θαυμάζει τήν ταπεινοφροσύνη. Προβάλλει τήν ἀρετή ἤ γιά νά σκεπάσει τόν ἑαυτό του ἤ γιά νά τόν θαυμάζουν οἱ ἄλλοι. «Οὗτος οὐκ ἔστιν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλά διπλοῦς». Εἶναι διπλοπρόσωπος. Ἡ κατάσταση τῆς ὑποκρισίας συνδέεται στενά μέ τό ψεῦδος, καί μάλιστα μερικές φορές ἡ ὑποκρισία καί τό ψεῦδος ταυτίζονται.
Τό πάθος τοῦ ψεύδους ὅλους μας ἔχει ἀκουμπήσει. Ἄλλος ψεύδεται ἐπειδή ἀποσκοπεῖ στό συμφέρον του, ἄλλος γιά τήν καλοπέρασή του, ἄλλος γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας του, ἄλλος γιά νά προξενήσει γέλιο καί εὐτραπελία, ἄλλος γιά νά ἐπιβουλευτεῖ τόν ἀδελφό του καί νά τόν κακοποιήσει· ὑπάρχουν πολλοί λόγοι γιά νά πεῖ κάποιος ψέματα.
Τό ψέμα ὅμως, ὅπως μέ εὐκολία θριαμβεύει, ἔτσι καί μέ εὐκολία καταρρέει. Μπορεῖ κάποιος νά λέγει ἕνα σωρό λόγια πού μέσα σέ αὐτά κρύβεται μέ ἐπιμέλεια τό ψέμα, στό τέλος ὅμως δέν ἐπιτυγχάνει τίποτε. Πολλές φορές λέμε ψέματα γιά νά ἐπικρατήσουμε, ἀλλά τελικά τά ἴδια μας τά ψέματα μᾶς ἐκθέτουν καί μᾶς ρεζιλεύουν.
Κατά κανόνα ὅσοι λέμε ψέματα ἀποδίδουμε στούς ἄλλους τά ἐλαττώματα τά δικά μας, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καί οἱ ἀνήθικες γυναῖκες, πού κατηγοροῦν τίς τίμιες ἀπό φόβο μήν τυχόν μιλήσουν. Ἐπίσης, γινόμαστε ἰδιαίτερα φορτικοί στούς ἄλλους ἤ ἀκόμη καί βίαιοι. Αὐτό φαίνεται καθαρά στήν περίπτωση τῆς καχυποψίας. Ὅποιος δηλαδή ἔχει ὑπόνοιες καί καχυποψία, βασανίζει τούς ἄλλους. Ἕνας σύζυγος πού ὑποψιάζεται τήν σύντροφό του, τήν βασανίζει, τήν βρίζει, τήν ἐξουθενώνει καί τήν κακοποιεῖ. Συμβαίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδή στό μυαλό του ἔχει πλάσει ψευδεῖς εἰκόνες ἤ ἔχει καταλήξει σέ ψευδῆ συμπεράσματα.
Ἀκόμη ὑπάρχει καί ὁ μυθομανής. Λέγει ψέματα χωρίς νά ἐξυπηρετοῦν σέ τίποτε. Νομίζει ὅτι τόν καταδιώκουν, προφυλλάσσεται ἀπό ἄλλους χωρίς λόγο κ.ἄ. Ὁ μυθομανής μπορεῖ νά προκαλέσει στούς ἄλλους ἄσχημες καταστάσεις καί ἐνδέχεται ἐξ αἰτίας του, νά ἀποδίδονται σέ ἀνθρώπους ἀθώους κατηγορίες ἐντελῶς ἀνυπόστατες καί μή πραγματικές. Ἡ μυθομανία εἶναι ἕνα εἶδος διαστροφῆς.
Αὐτό τό φοβερότατο πάθος, τό ὁποῖο δέν θεωροῦμε σπουδαῖο, ἀφοῦ μάλιστα βρίσκουμε καί δικαιολογίες πώς τάχα λέμε ψέματα γιά καλό, γιά νά προστατεύσουμε τούς ἄλλους, γιά νά σώσουμε μία οἰκογένεια, γιά νά προλάβουμε τυχόν μεγαλύτερες καταστροφές, ὀφείλουμε νά τό πολεμήσουμε. Ὅσοι συνηθίσαμε νά λέμε ψέματα, δέν σεβόμαστε οὔτε τόν ἑαυτό μας οὔτε τούς ἄλλους καί πολλές φορές τό πάθος αὐτό μᾶς ἐκθέτει στά μάτια τῶν ἄλλων, ἀλλά προπαντός μᾶς στερεῖ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἰωήλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
Από την σελίδα Μέγα Γεροντικό