Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Δεν πηγαινει κανεις χορευοντας στον παραδεισο

π. Αυγουστ. 2000

Κυριακὴ ΙΘ΄ ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. 11,31 – 12,9)
3 Νοεμβρίου 2024, ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Δεν πηγαινει κανεις χορευοντας στον παραδεισο

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, ὅ­πως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλοτε, εἶχε καὶ ἐ­χθρούς. Δὲν εἶχε μόνο πιστοὺς μαθη­τὰς καὶ συνεργάτες, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν βοηθοῦσαν· εἶχε καὶ ἄλλους, ποὺ τὸν μισοῦ­σαν καὶ μὲ κάθε τρόπο ζητοῦσαν νὰ τὸν βλάψουν, νὰ ἐμ­ποδίσουν τὸ ἔργο του.

Οἱ ἐχθροὶ προσπαθοῦσαν νὰ κλονίσουν καὶ νὰ καταρ­ρίψουν τὸ ἀποστο­­λικὸ κῦρος του, νὰ πείσουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν τὸν ἐμπιστεύωνται. Δὲν εἶνε αὐ­τός, ἔλεγαν, γνήσιος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ὅπως οἱ ἄλλοι· ἐξαπα­τᾷ τὸν κόσμο, εἶνε ψευδαπόστολος· συνε­πῶς μὴν τὸν παίρνετε στὰ σοβαρά, μὴ δίνετε καμμιά σημασία στὰ λόγια του… Συκοφαντία φοβερὴ ἦ­ταν αὐτό. Καὶ δὲν ἀποκλείεται κάποιους, λίγους ἢ πολλούς, νὰ τοὺς ἐπηρέαζε.

Καὶ ὁ Παῦλος τί κάνει; πῶς τ᾽ ἀκούει αὐ­τό; πῶς ἀντιδρᾷ; Ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ δὲν λυπᾶται γιατὶ θίγεται τὸ προσωπικὸ γό­ητρό του, δὲν νοιάζεται γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ προσώπου του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶνε, νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν οἱ πιστοί, νὰ μὴ χαθοῦν ψυ­­χὲς μαθη­τῶν του. Πρέπει νὰ προλάβῃ τὸ κα­κὸ καὶ νὰ τοὺς στηρίξῃ. Δὲν θέλει νὰ μεί­νῃ οὔ­τε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἔφερε στὴν πίστι· δὲν θέλει χάσουν τὴν βεβαιό­τη­τα ὅτι αὐτὰ ποὺ τοὺς δίδαξε εἶ­νε ἡ καθαρὴ ἀ­λήθεια τοῦ Θεοῦ. Τί νὰ κάνῃ λοιπόν; Αἰσθάνεται χρέος νὰ γράψῃ, νὰ δώσῃ ἐξηγήσεις· νὰ μιλή­σῃ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Θ᾽ ἀναγκαστῇ νὰ φανερώσῃ μυστικὰ ποὺ χρόνια τὰ ἔκρυβε.

* * *

Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε ἐν συνεχείᾳ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ν᾽ ἀντικρούῃ μὲ δύνα­μι τοὺς συ­κοφάντες του. Συν­τρίβει τὰ ἐπιχει­ρήματά τους καὶ δείχνει τὸν ἑαυτό του γνήσιο ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.
Εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, εἶχε πεῖ καὶ ἄλ­λοτε, στὶς ἐπιστολές του (βλ. Γαλ. 1,11-19). Ἔλαβα τὸ χρῖσμα ἀπ᾽ εὐθείας ἐξ οὐρανοῦ. Δὲν μὲ κάλε­σε στὴν ἀποστολή μου κάποιος ἄνθρωπος, δὲν μὲ δίδαξε τὸ εὐαγγέ­λιο ποὺ κηρύττω κάποιος ἄλλος ἀπόστολος· μὲ κά­λεσε καὶ μοῦ ἀποκάλυψε τί νὰ λέω ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Εἶμαι ἀπόστολος, ἐπαναλαμβάνει καὶ στὸ ση­μερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (βλ. Β΄ Κορ. 11,31 – 12,9)· διότι, γιὰ νὰ κηρυχθῇ ἀνόθευτο τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου, ἔχω δώσει ἀ­γῶνες καὶ μάχες ποὺ κανένας ἄλ­λος ἀπόστολος δὲν ἔχει.
Εἶμαι ἀπόστολος, τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ ἐπίσης σήμερα, διότι ἔχω λάβει παράσημα καὶ βραβεῖα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.
Τὰ δύο αὐτὰ ἐπιχειρήματα τοῦ σημερινοῦ ἀποστόλου ἂς τὰ κάνουμε τώρα λιανά, ἂς τὰ δοῦμε πιὸ ἀναλυτικά.

⃝ Εἶνε ἀπόστολος, εἶπε, γιατὶ ἔχει δώσει ἀ­γῶ­νες. Καὶ πράγματι ἔδωσε ἀγῶνες πολλοὺς καὶ μεγάλους. Δὲν μοιάζει ὁ Παῦλος μὲ κάποιους ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοῦ ποὺ καταφέρνουν νὰ μένουν πίσω, ν᾽ ἀναπαύωνται μα­καρίως στὰ γραφεῖα, καὶ δὲν ἔχουν γνωρίσει τὴ βοὴ τῆς μάχης καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Δὲν ἦταν ἄκαπνος ὁ Παῦλος. Ἂν γεν­ναῖοι ἀ­ξι­ωματικοὶ παίρνουν τὰ γαλόνια καὶ τοὺς βα­θμοὺς ἐπάνω στὴ μάχη, καὶ ὁ Παῦλος πῆ­­ρε τρόπον τινὰ τὰ «γαλόνια» τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος ἐπάνω στὴ μάχη τοῦ εὐαγγελίου.
Θυμηθῆτε τὸν ὕμνο ἐκεῖνο ποὺ λέει· «Τὰ κα­τὰ πόλιν δεσμὰ καὶ τὰς θλίψεις σου τίς διηγήσεται, ἔνδοξε ἀπόστολε Παῦλε; ἢ τίς παρα­στήσει τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς κόπους σου, οὓς ἐκοπίασας ἐν τῷ εὐ­αγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πάντας κερδή­σῃς καὶ Χριστῷ προσαγάγῃς τὴν Ἐκκλησίαν;» (ἀπόστιχ. ἑσπερ. τῆς 29ης Ἰουν.). Ποιός, λέει, δοξα­σμένε ἀπόστο­λε Παῦλε, θὰ μπορέσῃ νὰ δι­ηγη­θῇ τὶς φυλα­κίσεις μὲ χειροπέδες καὶ τὶς θλί­ψεις ποὺ ὑ­πέμεινες σὲ δι­άφορες πόλεις; ἢ ποιός μπο­ρεῖ νὰ περιγράψῃ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς κόπους ποὺ κατέβαλες ἐπάνω στὴν διάδοσι τοῦ εὐ­αγγελίου, γιὰ νὰ κερδήσῃς ὅλους στὴν σωτηρία καὶ νὰ φέρῃς τὴν Ἐκκλησία στὸ νυμφίο Χριστὸ καὶ νὰ τὴ νυμφεύσῃς μαζί του; Ποιός, συνεχίζει ὁ ὑμνῳδός, μπορεῖ νὰ περιγρά­ψῃ «τοὺς κό­πους, τοὺς μόχθους, τὰς ἀγρυ­πνίας, τὰς ἐν λιμῷ καὶ δίψει κακοπαθείας, τὰς ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι, τὴν σαργάνην (=τὸ κο­φίνι ὅπου τὸν κατέβασαν γιὰ νὰ διαφύγῃ τὴν σύλληψι), τοὺς ῥαβδισμούς, τοὺς λιθασμούς, τὴν περίοδον (=τὴν πε­ριοδεία μὲ τὰ πόδια), τὸν βυθόν (=τὸ πέλαγος ὅ­που ἔμεινε ναυα­γὸς ἐπὶ ἕνα ἡμερόνυχτο), τὰ ναυάγια;» (ἔ.ἀ.).
Ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τοὺς κινδύνους στοὺς ὁ­ποίους ἐξέθεσε τὴ ζωή του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μείνῃ πιστὸς στὴν ἐντολή του; Ὁ ἴδιος ἀναγκάζεται νὰ μᾶς δώσῃ μία περίληψι.
Εἶχα, λέει, πόλεμο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ μὲ κατεδίωκαν παν­τοῦ. Εἶχα πόλεμο μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Δὲν ἦ­ταν εὔκολο νὰ φεύγῃς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ νὰ πηγαίνῃς στὸ ἄλλο, σὲ καιρὸ ποὺ οὔ­τε δρόμοι οὔτε μέσα συγκοινωνίας οὔτε ἀ­σφάλεια στὶς μετακινήσεις ῾πῆρχε. Κινδύνεψα ἀ­πὸ λῃ­στάς, ποὺ σὰν θηρία καραδοκοῦ­σαν στὰ περάσματα νὰ πιάσουν τοὺς διαβάτες. Κινδύνεψα νὰ μὲ παρασύρουν ποτάμια ποὺ ἤ­μουν ὑ­­ποχρεωμένος νὰ περάσω. Κινδύνεψα νὰ πνι­γῶ στὴ θάλασσα· τρεῖς φορὲς ναυάγησα καὶ ἕ­να ὁλόκληρο μερόνυχτο πάλεψα μὲ τὰ κύ­ματα στὸ πέλαγος. Ἅμαξες κι αὐτοκίνητα δὲν εἶ­χα. Πόσα ὑπέφερα στὶς ὁδοιπορίες! Πολ­λὲς φο­ρὲς πείνασα, δίψασα, ἔμεινα γυμνὸς καὶ ἔ­­ρημος, εἶδα τὸ θάνατο μὲ τὰ μάτια μου.
Ὅπως τότε, πηγαίνοντας γιὰ τὴ Δαμασκό! Εἶχα πάει ἐκεῖ γιὰ νὰ κηρύξω τὸ λατρευ­τὸ ὄ­­­νομα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐχθροί μου μὲ συκοφάν­­­τησαν πὼς εἶμαι ἐπικίνδυνος ταραξίας. Ὁ φρού­ραρ­χος ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς στρατιῶ­τες νὰ μὲ συλλάβουν. Καὶ τότε οἱ Χριστιανοί, νύχτα μὲ κίνδυνο, μὲ κατέβασαν ἀπὸ παράθυρο ἔξω ἀ­πὸ τὸ τεῖχος μὲ σχοι­νιὰ μέσα σὲ ζεμπίλι.
Ἀκοῦτε τί ἀγῶνες εἶχε στὴ ζωή του ὁ Παῦ­λος, ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ;
⃝ Οἱ γενναῖοι ὅμως στρατιῶτες βραβεύον­ται καὶ παρασημοφοροῦνται ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶ­δες. Καὶ ὁ γενναῖος Παῦλος πῆρε βραβεῖα καὶ παράσημα ὄχι ἀπὸ χέρια βασιλέων, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Ποιό τὸ βραβεῖο, ποιά ἡ ἀ­μοι­βὴ ποὺ πῆρε; Ἀναγκάζεται νὰ τὰ πῇ ὁ ἴδιος.
Κάποτε, λέει, –πᾶνε τώρα 14 χρόνια–, μοῦ συνέβη ἕνα ἔκτακτο καὶ ἀλησμόνητο γεγονός. Μία μυστηριώδης δύναμις μὲ ἅρπαξε ἀ­πὸ τούτη τὴ γῆ τῶν δακρύων καὶ τοῦ πόνου καὶ μὲ μετέφερε – ποῦ; στὸν τρίτο οὐρανό! Ὤ, ἐ­κεῖ ποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἄγ­γελοι μὲ μαλαματένια θυμιατὰ κυκλώνουν τὸ θρόνο τοῦ αἰωνίου Θεοῦ· ἐκεῖ ποὺ ὄχι ψάλτες τῆς γῆς ἀλλὰ ἄγγελοι μὲ οὐράνιες κιθάρες ψάλλουν καὶ ὑμνοῦν τὸν Παντοκράτορα. Σ᾽ ἐ­κεῖνο τὸν κόσμο, ποὺ ὡραιότερός του δὲν ὑ­πάρχει, ἐκεῖ μὲ μετέφερε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶδε καὶ τί ἄκουσε ἐκεῖ ὁ Παῦλος δὲν περιγράφεται. Ἀπὸ ταπείνωσι μὰ κι ἀπὸ ἀδυναμία πραγματική, γράφει σήμερα καὶ –σὰν νὰ πρόκει­ται γιὰ κάποιον ἄλλο, ἐνῷ πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο– λέει ὅτι· «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδει­σον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀν­θρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4).
Δὲν μπορῶ –λέει μὲ ἄλλα λόγια–, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς περιγράψω τὰ κάλλη τοῦ παραδεί­σου. Ἡ γλῶσσα μου εἶνε πολὺ φτωχή, δὲν βρί­σκω λέξεις γιὰ νὰ σᾶς πῶ τί ἔζησα στὸν πάμφωτο ἐκεῖνο κόσμο. Ἔπρεπε νά ᾽χω γλῶσ­σα ἀγγέλων γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ οὐρανοῦ. Μὰ κ᾽ ἐσεῖς θά ᾽πρεπε νὰ εἶ­στε ὄχι ἄνθρωποι ἀλλὰ ἄγγελοι, γιὰ νὰ μπορῆ­­τε νὰ μὲ καταλάβετε. Μπορεῖ ἕνα παιδὶ νὰ καταλά­βῃ τὸ μάθημα ἑνὸς σοφοῦ καθηγητοῦ; ἄλλο τόσο μποροῦμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ καταλάβουμε τὴ γλῶσσα καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἀγγέλων γιὰ τὰ οὐράνια κάλ­λη.
Καὶ ὁ Παῦλος σιωπᾷ. Μᾶς ἄνοιξε ἁπλῶς ἕ­να φεγγίτη, γιὰ ν᾽ ἀγναντέψουμε τὴ χώρα ἐ­κείνη, ποὺ εἶνε λαμπρότερη κι ἀπ᾽ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου· τὴ χώρα ποὺ εἶνε ἡ κατοικία ὅλων τῶν ἀΰλων ἀσωμάτων δυνάμεων καὶ ὅλων τῶν ἁγίων πνευμάτων· «προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, κηρύ­κων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογη­τῶν, ἐγκρατευτῶν καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου» (θ. Λειτ. καθαγ.). Εἶνε ἡ χώρα ποὺ κ᾽ ἐμεῖς εὐχόμαστε νὰ φτάσουμε!

* * *

Θ᾽ ἀξιωθοῦμε ἆραγε, ἀδελφοί μου; Ναί. Ἀλ­λὰ πότε; Ὅταν ἀγωνιστοῦμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ὁ Παῦλος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Ὤ, δὲν πηγαίνει κανεὶς χορεύοντας στὸν παράδεισο. Πρέπει προηγουμένως νὰ δουλέψῃ, ν᾽ ἀγωνισθῇ. Πρῶτα οἱ μάχες καὶ μετὰ τὰ βραβεῖα· πρῶτα ἡ ἐργασία καὶ ἔπειτα ἡ ἁμοιβή· πρῶτα οἱ κόποι καὶ ἔπειτα ἡ ἀνάπαυσις· πρῶτα ἡ σπορὰ καὶ ἔπειτα ὁ θερισμός.
Αὐτὸ τὸν κανόνα τήρησε ὁ Παῦλος. Αὐτὸν ἂς τηρήσουμε κ᾽ ἐμεῖς, ἂν θέλουμε ν᾽ ἀπολαύ­σουμε τ᾽ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, τὰ ἀνεκτίμητα, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ὅσους ἀγωνίζονται καὶ μάχονται σ᾽ ἐτοῦτο τὸν κόσμο.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 23-10-1938. Ἀνάγνωσις, τιτλοθεσία, στοιχειοθεσία, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ ἀναπλήρωσις 7-6-2024.

Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄31 Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα. Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. 32 Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. 33 Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄  1 Να σας μιλήσω λοιπόν και για άλλους διωγμούς μου, δεν με συμφέρει να καυχιέμαι. Σταματώ λοιπόν γι’ αυτό να μιλώ για τους διωγμούς και τους άλλους κόπους μου. Θα αναφερθώ όμως σε οπτασίες και αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. 2 Γνωρίζω έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε στενή σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός πριν από δεκατέσσερα χρόνια αρπάχθηκε και ανυψώθηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, όπου διαμένουν οι αγγελικές δυνάμεις. Δεν γνωρίζω όμως εάν ήταν με το σώμα του την ώρα εκείνη ή ήταν σε έκσταση, έξω από το σώμα του. Ο Θεός ξέρει. 3Και γνωρίζω ότι ο άνθρωπος αυτός (είτε με το σώμα του, είτε έξω απ’ το σώμα του, μόνο με την ψυχή του, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει) 4 αρπάχθηκε και μεταφέρθηκε στον Παράδεισο κι άκουσε λόγια που κανένας άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να τα πει, κι ούτε επιτρέπεται να τα ξεστομίσει λόγω της ιερότητάς τους.

         5 Για τον άνθρωπο αυτόν θα καυχηθώ. Δεν είναι ο συνηθισμένος Παύλος αυτός, αλλά άλλος Παύλος, στον οποίο ο Κύριος έδωσε πολλές χάριτες. Για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ παρά μόνο για τις θλίψεις και τους πειρασμούς μου, όπου φανερώνεται η ασθένειά μου, αλλά και η δύναμη του Θεού που δεν μ’ αφήνει να καταρρεύσω. 6 Μόνο για τις ασθένειές μου αυτές θα καυχηθώ και όχι για τις επιτυχίες και τη δράση μου. Διότι εάν θελήσω και γι’ αυτά να καυχηθώ, δεν θα είμαι άφρων και ανόητος, επειδή θα πω την αλήθεια. Δυσκολεύομαι όμως να καυχηθώ, για να μη μου λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο από εκείνο που βλέπει ή ακούει από μένα. 7 Και εξαιτίας των πολλών και μεγάλων αποκαλύψεων επέτρεψε ο Θεός και μου δόθηκε αγκαθωτό ξύλο στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με χτυπά στο πρόσωπο και να με ταλαιπωρεί, για να μην υπερηφανεύομαι. 8 Για τον πειρασμό αυτό τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να μου τον απομακρύνει. 9 Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Σου είναι αρκετή η χάρις που σου δίνω». Διότι η δύναμή μου αναδεικνύεται τέλεια, όταν ο άνθρωπος είναι ασθενής και με την ενίσχυσή του κατορθώνει μεγάλα και θαυμαστά. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=113196#more-113196