Αληθινή ιστορία απ’ τα χρόνια της Κατοχής
Με γνωρίζεις, μπάρμπα Βασίλη;
Το γεγονός αυτό μού το διηγήθηκε η γιαγιά μου αμέτρητες φορές και αφορά τον προπάππο μου, τον Βασίλη.
Κατοχή 1941.
Ένα νεαρό παλικάρι στο Δαμάσι της Λάρισας χτύπησε την πόρτα του Βασίλη.
-Για αυτά τα υφάσματα, μου δίνεις μισή οκά καλαμπόκι; Σε παρακαλώ, πεινάμε…
-Φέρε εδώ το τσουβαλάκι σου, να σου το βάλω.
Αφού το γέμισε χωρίς να μετρήσει πόσο του έβαλε, το παρέδωσε στο παλικάρι, χωρίς να του πάρει αντάλλαγμα. Το παλικάρι όμως τού κράτησε το όνομα.
Πέρασαν τα χρόνια, και στην Ελλάδα το 1945 και μετά ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Στο μεταξύ τον Βασίλη μαζί με λίγους ακόμη κερατζήδες* τούς μάζεψε το αντάρτικο. Το πράγμα δεν άργησε να μαθευτεί στο χωριό και οι γυναίκες τους αποφάσισαν να πάνε στην αστυνομία της Λάρισας να το καταγγείλουν … (Γιατί αν δεν το έλεγαν στην αστυνομία ότι τους άντρες τους πήραν οι αντάρτες, εκείνοι θα πίστευαν ότι αυτοί πήγαν από μόνοι τους με το μέρος τους).
Αφού έφτασαν στο τμήμα μετά από πολλές ώρες οδοιπορίας, τους είπε ο φύλακας:
-Τώρα, κλείσαμε!
Και οι γυναίκες απάντησαν:
-Πες στον αστυνόμο ότι ήρθαμε απ’ το Δαμάσι με τα πόδια.
Ο αστυνόμος-διοικητής βγήκε έξω, σε ένα μικρό μπαλκονάκι που είχαν στο κτήριο, και έδωσε εντολή στον φύλακα να περάσουν μέσα. Αφού οι γυναίκες είπαν ότι τους άντρες τους τους πήρε το αντάρτικο, ο αστυνόμος με λύπη τούς είπε ότι ήταν δύσκολο να γυρίσουν πίσω, αλλά το ευχήθηκε για όλους, γιατί έχουν οικογένειες. Μάλιστα έδωσε ένα εκατοστάρικο στην κάθε μία και τους είπε ότι αν δεν επέστρεφαν οι άντρες τους, εκείνες να ξαναέρθουν τα Χριστούγεννα να τους δώσει ακόμη λίγα χρήματα.
Και οι γυναίκες πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Η γυναίκα του Βασίλη, η Μαριγούλα, έκανε κάθε μέρα την προσευχή της να επιστρέψουν σώοι οι άντρες τους. Και είδε κάποια στιγμή στον ύπνο της τον Άγιο Γεώργιο, να της λέει: Μη στενοχωριέσαι, Μαριγούλα, εγώ θα σου τον φέρω τον Βασίλη. Και πράγματι…
Μετά από οδοιπορία πολλών ωρών οι αντάρτες έφτασαν (με τους αιχμάλωτους) στον Όλυμπο, όπου ήταν και άλλοι πολλοί, οι οποίοι είχαν ανάψει μεγάλη φωτιά για να ζεσταθούν. Ο αρχηγός των ανταρτών, ένα παλικάρι με μούσια, ζήτησε τα ονόματα όλων. Τον Βασίλη τον άφησε τελευταίο.
Ύστερα τον πλησιάζει και του λέει:
-Με γνωρίζεις, μπάρμπα Βασίλη;
-Πού να σε γνωρίζω, παιδί μου;
–Εγώ ήμουνα εκείνο το παλικαράκι, τότε στην Κατοχή, που σου ζήτησα μισή οκά καλαμπόκι. Και επειδή είναι στο χέρι μου, σας χαρίζω όλους σας τη ζωή και σας δίνω και ένα σημείωμα, να μη σας πειράξει άλλος αντάρτης στο δρόμο, καθώς θα γυρίζετε στα σπίτια σας.
Η.Α., Λάρισα
*Ο κερατζής ή αγωγιάτης ήταν ο άνθρωπος ο οποίος διέθετε έναν αριθμό αλόγων και έκανε μεταφορές εμπορευμάτων και ανθρώπων, έναντι κάποιας αμοιβής.