Ζούσε κάποτε σε μια όμορφη ακρογιαλιά ένας νεαρός κάβουρας. Η ζωή του κυλούσε γαλήνια κι ασφαλής. Μπαινόβγαινε στη θάλασσα, έβρισκε εύκολα την τροφή του, χωνόταν στη ζεστή άμμο και προστατευόταν από τους εχθρούς του, έπαιζε με τα αδέρφια και τους φίλους του, τα άλλα καβουράκια αλλά και τα ψαράκια και τα στρείδια κι όλα τα θαλασσινά ζωάκια.
Ένα πρωινό όμως αισθάνθηκε πολύ βαριεστημένος. «Πάλι τα ίδια θα κάνω σήμερα; Πάλι με το νερό θα παίζω;» σκέφτηκε. «Τι καλά θα ήταν να κάνω μια εκδρομή μακριά από τη θάλασσα! Να γνωρίσω τι βρίσκεται πίσω από τους αμμόλοφους! Ίσως συναντήσω καινούριους φίλους! Ίσως ανακαλύψω κάτι πολύ όμορφο και συναρπαστικό! Κι ύστερα θα γυρίσω και θα τα διηγούμαι στα άλλα καβουράκια κι όλοι θα με θαυμάζουν για το θαρραλέο κατόρθωμά μου! Αλλά δεν θα το πω σε κανέναν δικό μου. Σίγουρα θα προσπαθήσουν να με εμποδίσουν οι φοβητσιάρηδες!».
Μ΄ αυτές τις σκέψεις άρχισε να απομακρύνεται από τη θάλασσα. Με πολλή δυσκολία σκαρφάλωνε στα βουναλάκια της αμμουδιάς. Σε λίγο η θάλασσα είχε χαθεί από τα μάτια του. Δεν πατούσε πια σε έδαφος αμμουδερό, αλλά σε τραχύ με πέτρες και χόρτα. Τα φυτά γύρω του ψήλωναν. Το τοπίο ήταν πρωτόγνωρο.
Ο κάβουρας στην αρχή ήταν ενθουσιασμένος. Σιγά-σιγά όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Τα στραβοποδαράκια του ήταν κατάκοπα. Δεν έβρισκε τίποτα να φάει. Δεν έβρισκε νερό να δροσιστεί. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά… αισθάνεται ένα απότομο σφίξιμο κι έναν φοβερό πόνο… Το καύκαλό του σπάζει καθώς μια αλεπού τον χώνει βιαστικά στο στόμα της ευτυχισμένη από τον ανέλπιστο μεζέ που βρέθηκε μπροστά της.
Πριν ξεψυχήσει, ο κάβουρας μουρμούρισε: «Καλά να πάθω! Άφησα την ασφάλεια της θάλασσάς μου και ξεκίνησα να εξερευνήσω τη στεριά…!».
Στο καινούριο και στο άγνωστο κρύβονται συχνά κίνδυνοι θανάσιμοι… Ας μην ξεφεύγουμε, ιδιαίτερα οι νέοι, εύκολα κι απερίσκεπτα από την ασφάλεια του γνωστού περιβάλλοντός μας κι από την προστασία των γονέων μας.
Απόδοση: Σταυρούλα Κουμενίδου, Δασκάλα