Στήν Θεία Λειτουργία ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δώσει νά τόν δοξάζουμε καί νά τόν ἀνυμνοῦμε «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ». Αὐτή ἡ μία κοινή σέ ὅλους δοξολογική καρδία ἐπιτυγχάνεται μόνο στήν Ἐκκλησία τήν ὥρα τῆς λατρείας. Ὅπως οἱ Ἄγγελοι ἐν μιᾷ καρδίᾳ δοξολογοῦν τόν Θεό ψάλλοντας τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος» ἐνώπιον τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ χοϊκοί τόν δοξάζουμε, μήν μπορώντας νά ἔχουμε τήν αἰσθητή παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά τήν πνευματική. Ὁ Χριστός εἶναι «ὁ πνευματικῶς ὁρώμενος» στήν περίοδο τῆς χάριτος πού διανύουμε.
Στήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας γίνεται μία θαυμαστή ἀλλοίωση στήν καρδιά μας καί τό μόνο πού κυριαρχεῖ εἶναι τά λόγια τῆς θείας λατρείας: «Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, Σοί εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καί δεόμεθά Σου ὁ Θεός ἡμῶν». Ἡ ἀληθινή ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου γένους εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξως δοξαζόντων καρδιῶν. Αὐτός εἶναι ὁ πυρήνας ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους πού κρατάει τήν διαρκή κοινωνία ἀγάπης Θεοῦ - ἀνθρώπου. Αὐτοί πού λέγουν ὅτι ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ θά γίνει ὅταν πλέον δέν θά τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία πάνω στὴ γῆ ἔχουν δίκιο.