Ας ανατρέξουμε στην αρχή του κόσμου και στην αρχή της αμαρτίας: Οι πρωτόπλαστοι κρύφθηκαν μόλις μετά την πτώση τους άκουσαν το δειλινό τα βήματα του Δημιουργού να πλησιάζουν – νόμισαν απλώς ότι κρύφθηκαν από την πανταχού παρουσία Του. Δεν τους άρεσε η συναναστροφή Του εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων. Δηλαδή Τον αποφεύγουν όχι γιατί θ’ αμαρτήσουν, αλλά γιατί έχουν αμαρτήσει.
Ο Πανάγαθος τους ανοίγει διάλογο για να τους δώσει ευκαιρία να ζητήσουν συγχώρηση. Ωστόσο ο εγωισμός τούς οδηγεί σε δεύτερη στραβοτιμονιά και πτώση σε γκρεμό. Δεν λένε το «ήμαρτον», αλλά τι; «Δεν φταίω εγώ, αντιλέγει ο Αδάμ με ιταμότητα. Φταίει η γυναίκα, που μου έδωσες [να είναι] μαζί μου. Συ μου την έδωσες»! «Δεν φταίω εγώ, επαναλαμβάνει και η Εύα. Φταίει ο όφις». Ο δε όφις ήταν δημιούργημά Του!
Έτσι γίνεται το τρομακτικό, μοναδικό πανανθρώπινα δυστύχημα, η κατακρήμνιση από την εδεμική μακαριότητα. Κρύφθηκαν γιατί τους δυσαρεστούσε πια η θεϊκή συντροφιά; Δεν ήθελαν να είναι συνόμιλοι του Πλάστη; Εξορίσθηκαν επομένως μακριά από τον Πλάστη και τον Παράδεισό Του, στη χώρα των αγκαθιών και των τριβόλων και του ιδρώτα του προσώπου και της λύπης και του στεναγμού και του επώδυνου τοκετού (Γεν. 3.6-24).
Δεν υπάρχουν νομοτέλειες μόνο στη φύση, αλλά και στην πνευματική σφαίρα. Ένας τέτοιος νόμος, που δεν αδρανεί ουδέποτε, λέει ότι «αυτοί που απομακρύνουν τους εαυτούς των από Σένα [Θεέ μου] θ’ απολεσθούν» (Ψαλμ. 72.27). Χάνονται όσοι είναι μακριά από τον Θεό, γιατί Τον έδιωξαν είτε γιατί οι ίδιοι έφυγαν – το ίδιο είναι.
***
Σε ορισμένες περιστάσεις και μεις οι πιστοί θέλουμε τον Ιησού κοντά μας στην ιδιωτική μας ζωή μόνο, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου που «όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιω. 5.19), γιατί φοβόμαστε, υπολογίζουμε τα σχόλια.
Βρίσκουμε δε και ελαφρυντικά: Το θέλημα του Θεού δεν είναι πρόσφορο για τη δική μας εποχή, ήταν για αλλοτινούς καιρούς. Τότε μάλιστα! Αλλά τώρα; Νηστεία, πολυτεκνία, ακεραιότητα και τιμιότητα και όμοια πολλά δεν ευδοκιμούν στα χρόνια μας. «Θεέ μας, περιορίσου, Σε παρακαλούμε, στην ατομική μας ζωή μόνο, μυστικά, όχι δημόσια. Δεν είναι ανάγκη να μας παίρνουν είδηση ότι νηστεύουμε ή ότι εκκλησιαζόμαστε».
Συμβαίνει να εκτοπίζει κανείς τον Χριστό επίσης επιλεκτικά, από άλλη οπτική γωνία. Δεν Τον θέλει σε ορισμένους τομείς, δεν θέλει να Τον βλέπει σε ορισμένα οπτικά πεδία. Λ.χ. κάποιος περιφρονεί τον θείο νόμο μόνο στο επάγγελμά του, ενώ άλλος τον καταστρατηγεί στην οικογενειακή του ζωή. Ίσως μάλιστα σκέφτονται «Δε βαριέσαι; Ένα πράμα είναι τούτο. Στα πολλά είμαι εντάξει, φιλοφρονητικός, καλοσυνάτος απέναντι στον Χριστό»!
Ξεχνούν όμως ότι όποιος φταίξει «εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος» (Ιακ. 2.10). Αν δε το να πέσεις μιά φορά είναι σοβαρή ενοχή, είναι πολύ πιο φοβερό όχι μόνο το ν’ αμαρτήσεις μιά φορά, αλλά το ν’ αποβάλεις τον Σωτήρα έστω και μια φορά.
***
Ξαποστέλλουμε τον Ιησού έστω και για λίγο; Του λέμε «Έλα μετά, τώρα θα κάνω ό,τι μου αρέσει· έλα αργότερα»; Ε, τότε μοιάζουμε με τον απερίσκεπτο άρρωστο που αψηφά το καλό του: «Τώρα θα φάω ό,τι θέλω, γιατρέ. Θα ζήσω όπως με ευχαριστεί, με τις συνήθειες και τα βίτσια μου. Δεν θα κόψω τα βλαβερά. Ας μείνει για άλλη φορά η δίαιτά σου και η αγωγή σου. Σε επόμενη επίσκεψη τα ξαναλέμε». Το μόνο που κάνει είναι κακό της κεφαλής του.
Για να μεταφέρουμε την εικόνα στα πνευματικά, όσοι είδαν «ότι θαυμαστά έκανε ο Κύριος [στον εαυτό τους]: Έσωσε αυτόν η δεξιά Αυτού και ο βραχίονας ο άγιος Αυτού» (Ψαλμ. 97.1) και όμως «λησμόνησαν τον Θεό που τους έσωζε, που έκανε μεγάλα [θαύματα]» (Ψαλμ. 105.21), είναι αναπολόγητοι.
Δεν μπορούν να Τον βάζουν στο περιθώριο, ας είναι και πρόσκαιρα, παροδικά. Αμαρτάνουν ασύγγνωστα, Τον ξανασταυρώνουν (πρβλ. Εβρ. 6.4-6), αφού σαν να Του λένε με τον τρόπο που Του φέρνονται, «Άδικα σταυρώθηκες. Δεν Σε ασπάζομαι. Φύγε, Σε παρακαλώ».
Ιερομόναχος Ιουστίνος