Ο γάμος ως μυστήριο είναι πράξη ιερή και αγία. Στηρίζεται στο φυσικό δεσμό, τον οποίο δημιουργεί η αμοιβαία συγκατάθεση εκείνων (άνδρα και γυναίκας), οι οποίοι έρχονται σε κοινωνία γάμου. Αυτός ο φυσικός δεσμός αποβαίνει ιερός και πνευματικός δεσμός, όταν αγιάζεται και εξυψώνεται στην αξία του μυστηρίου με την ιερολογία και τις ευχές της Εκκλησίας. Ο φυσικός δεσμός —η φυσική ένωση άνδρα και γυναίκας— και αυτός είναι εκ Θεού, για να αυξάνεται και πληθύνεται το ανθρώπινο γένος, όπως λέει και μία ευχή του γάμου, ότι “σον θέλημα, Θεέ μου, είναι η έννομος συζυγία και η εξ αυτής παιδοποιΐα”. Αλλά αυτό κατανόησε ευθύς εξ αρχής και ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, όταν είδε την πρώτη γυναίκα, την Εύα, η οποία μάλιστα ήταν αναπλασμένη από τον ίδιο το Θεό από την πλευρά του Αδάμ. Τότε φωτιζόμενος από το Πνεύμα του Θεού ο Αδάμ είπε· “Τοῦτο νῦν (η γυναίκα δηλαδή είναι) ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν” (Γενέσ. β’ 23, 24). Και βέβαια πρώτος ο Θεός ένωσε το πρώτο ανδρόγυνο και ο Θεός ιερούργησε τρόπον τινά το γάμο τους μέσα στον Παράδεισο με την ευχή που έδωσε και στους δύο, τον άνδρα και τη γυναίκα· “αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς” (Γενέσ. α’ 28).
Το γάμο ανήγαγε σε Μυστήριο ο Σωτήρας στην Καινή Διαθήκη και με την παρουσία του στο γάμο της Κανά, και με όσα είπε ως προς το αδιάλυτο του γάμου προς τους φαρισαίους που τον πείραζαν. Τι είπε τότε; “Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν, ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ… (και τα άλλα που αναφέραμε παραπάνω πως είπε ο Αδάμ, όταν αντίκρισε την Εύα). Και πρόσθεσε ο Χριστός προς τους φαρισαίους· “ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σάρξ μία. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω” (Ματθ. ιθ’ 4-6). Και βέβαια ρητώς στην Καινή Διαθήκη δεν ονομάζεται ο γάμος μυστήριο, παρά μόνο παραβάλλεται από τον απόστολο Παύλο προς τη μυστική ένωση του Νυμφίου Χριστού προς τη νύμφη Εκκλησία, για να καταδείξει την αγάπη που πρέπει να έχει ο άνδρας προς τη γυναίκα. Και προσθέτει· “τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν” (Εφεσ. ε’ 32). Δηλαδή εικόνα και ομοίωση της μυστικής ένωσης του Χριστού με την Εκκλησία ήταν η τέλεια ένωση του άνδρα και της γυναίκας, στην αρχή της δημιουργίας, με ιερό δεσμό και εκείνη, όπως με μυστηριώδη έννοια και αυτή. Πάλι δηλαδή αποδίδει ιερότητα μυστική και στο γάμο ο απόστολος Παύλος με την παρομοίωση που κάνει. Αλλά και η ιερή Παράδοση ανέκαθεν παραδέχθηκε και ως μυστήριο ιερούργησε το γάμο, τη σύζευξη άνδρα και γυναίκας. Λέει ο Μέγας Βασίλειος στην “Εξαήμερό” του· “ο της φύσεως δεσμός (γίνεται) ο διά της ευλογίας ζυγός”. Και ο Μέγας Φώτιος· “ουδέ γαρ η συνάφεια, αλλ’ η της ευχής τελετή ποιεί την μνηστείαν εις γάμον λογίζεσθαι”.
Ο Γάμος είναι ισόβιος δεσμός, έχει το αδιάλυτο, εκτός αν συμβεί το φοβερό αμάρτημα της συζυγικής απιστίας, η μοιχεία, την οποία ως μόνο λόγο διάλυσης ο Κύριος και η Εκκλησία του αναγνωρίζει. “Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι” (Ματθ. ε’ 32). Και εδώ έχουμε διαφορά στο ζήτημα του γάμου με τους Λατίνους, διότι αυτοί, και αν συμβεί μοιχεία, δεν δίνουν διαζύγιο, όπως δίνει την άδεια ο Χριστός, αλλά ορίζουν χωρισμό ισόβιο “από κοίτης και τραπέζης”. Είναι λοιπόν ο γάμος αδιάλυτος, εκτός του ανωτέρω λόγου, “συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία”, όπως όρισε ο νομομαθής Μοδεστίνος, με ύψιστο σκοπό την αλληλοσυμπλήρωση του ανδρόγυνου και την τεκνογονία, προς διαιώνιση του ανθρώπινου γένους. Και ορατά μεν σημεία του μυστηρίου είναι η αμοιβαία συναίνεση και συγκατάθεση του άνδρα και της γυναίκας, για να έλθουν σε γάμο. Είναι και η τελετή της Εκκλησίας με τα στέφανα με τα οποία τους στεφανώνει και με τις ευχές και ευλογίες της. Αόρατο είναι η θεία Χάρη που αγιάζει και στερεώνει και συσφίγγει το φυσικό δεσμό του γάμου. Περιττό να προσθέσουμε, ότι ο γάμος δεν μπορεί να γίνει αν υπάρχουν συγγενικά κωλύματα και χωρίς την άδεια του επισκόπου, όπως λέει και ο άγ. Πολύκαρπος. Ο πολιτικός λεγόμενος γάμος είναι ξένος προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και απόβλητος. Ομοίως απαγορεύεται και ο γάμος μετά τη χειροτονία. Οι Ορθόδοξοι, αν θέλουν να είναι πιστά και ζώντα μέλη της Εκκλησίας τους, έχουν ιερό χρέος να τηρούν απαρεγκλίτως τα όσα ορίζει η Εκκλησία τους.