Ἕνα ἀπό τά ἀγαθά τῆς ἀνθρώπινης ἐργατικότητας εἶναι -ἐνδεχομένως- ὁ θεμιτός πλοῦτος.
Δέν εἶναι, ὅμως (καί ἀτυχῶς), ὁ πλοῦτος ἀποτέλεσμα ὀρθοῦ προσανατολισμοῦ στήν ζωή μας: ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ ἀπληστεία καί ἡ φιλαργυρία διαφθείρουν τόν ἄνθρωπο κάνοντάς τον πνευματικόν «Μίδα».
Ὁ φιλάργυρος ἀγκιστρώνεται στά πλούτη του μεταβάλλοντας τόν ἑαυτό του σέ εἰδωλολάτρη. Καί, ὅπως ὁ μυθικός βασιλιᾶς Μίδας, ζεῖ καί κινεῖται μόνο γιά τόν χρυσό. Στό τέλος δηλητηριάζεται ἀπό αὐτόν, ἀνίκανος νά χαρεῖ τήν ζωή του, χωρίς ἄλλο νόημα πέραν τῆς αὐξήσεως τοῦ πλούτου του.
Δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τόν πλούσιο τῆς σημερινῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ πλούσιος αὐτός ἔκανε ἀντίθετη χρήση τῶν χρημάτων του : Τά χρησιμοποιοῦσε γιά νά ἀπολαμβάνει τήν καθημερινή εὐμάρεια, μέ τά πολύτιμα ροῦχα καί τά πλούσια γεύματα, «…εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς».
Αὐτή ἡ ἐγωϊστική ἰδιοτέλειά του κορυφωνόταν στήν πλήρη ἀδιαφορία γιά τούς ἄλλους. Πολύ περισσότερο πού στά σκαλιά τοῦ ἴδιου του τοῦ σπιτιοῦ ὑπῆρχε προσωποποιημένη ἡ ἀνθρώπινη δυστυχία. Ὁ φτωχός Λάζαρος.
Ὁ παρίας αὐτός τῆς ζωῆς, ὑπέμενε τήν ἀφόρητη πεῖνα, τήν γύμνια καί τίς πληγές του ἀδιαμαρτύρητα. Δέν ἐπαναστατοῦσε. Δέν ξεσήκωνε τούς κατατρεγμένους κατά τοῦ πλουσίου. Δέν διαμαρτυρόταν στόν Θεό γιά τήν ἀδικία στόν κόσμο.
Καί ὁ φτωχός πέθανε… Ὁ θάνατός του, σάν ἕνας τοκετός, τόν ἔφερε στήν ἀληθινή ζωή, στήν χαρά τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Ἀβραάμ (δηλαδή τοῦ Θεοῦ).
Πέθανε καί ὁ πλούσιος. Μά ὁ θάνατός του ἦταν τό ἴδιο ἀσήμαντος, ὅπως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Στήν ἄλλη ζωή, γεύθηκε τά ἀντίθετα ἀπό τήν ἐπίγεια: Καιγόταν, διψοῦσε, ὑπέφερε εὑρισκόμενος μακρυά ἀπό τόν Θεό, χωρισμένος μέ «χάσμα μέγα». Δέν ὑπέφερε ἀπό κάποια τιμωρία. Ὁ ἴδιος τό εἶχε ἐπιλέξει. Δέν ἐτιμωρεῖτο γιά τόν προηγούμενο πλοῦτο του.
Ἦταν μακρυά ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἦταν ἐκεῖνος προηγουμένως μακρυά ἀπό τόν φτωχό.
«Οὐ δ’ ἄν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται».
Μέ τό στόμα τοῦ Ἀβραάμ ὁ Κύριός μας προειδοποιεῖ γιά τήν ἀπιστία σ’ Αὐτόν, παρά τό ὅτι θά ἀναστηθεῖ. Μιά ἀπιστία πού στηρίζεται στήν ἰδιοτέλεια, τήν ἀδιαφορία γιά τούς ἄλλους, τήν ἀφροσύνη στίς ἐπιλογές μας.
Πρακτικότερα, ἄν παραβλέπουμε τούς ἀδελφούς μας, τί ἄλλο μαρτυροῦμε ἀπό τήν πλήρη ἔλλειψη ἀγάπης; Ἀκόμη κι ἄν δεχόμαστε τόν Ἰησοῦ σάν Πανάγιον Θεό μας καί Λυτρωτή, καί δέν προσπαθοῦμε τήν μίμησή Του στήν ἀγάπη, «οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον» τῆς Ἐκείνου ἀγάπης καί θυσίας.
Πρωτ. π. Π. Μαριᾶτος