Κυριακὴ ΣΤ΄ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. 8,26-39)
20 Ὀκτωβρίου 2024 (2004)
τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου,
Οι ἄλλοι δαιμονιζομενοι…
«…ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν» (Λουκ. 8,30)
Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα; Λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς πῆγε «εἰς τὴν χώραν τῶν
Γαδαρηνῶν» (ἔ.ἀ. 8,26). Ἔχει σημασία αὐτὸ ποὺ σημειώνει. Γιατὶ
διαφέρει χώρα ἀπὸ χώρα, χωριὸ ἀπὸ χωριό, πόλις ἀπὸ πόλι. Ὅπως τὰ
χωράφια διαφέρουν, ἄλλο εἶνε γόνιμο κι ἄλλο εἶνε ἄκαρπο ἢ χέρσο ἢ
πετρῶδες ἢ ἀκανθῶδες, ἔτσι διαφέρουν καὶ οἱ ψυχὲς ἀπὸ τόπο σὲ τόπο.
Πῆγε λοιπὸν στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Τί ἄνθρωποι κατοικοῦσαν ἐκεῖ;
Ὑλισταί, κερδοσκόποι, ποὺ πέρα ἀπὸ τὸ συμφέρον τους, πέρα ἀπὸ τὸ ἐμπόριο
καὶ τὰ λεφτά, δὲν ἔβλεπαν τίποτ᾿ ἄλλο. Ἄνθρωποι «μπίζνες» ὅπως λένε
στὴν Ἀμερική, ἄνθρωποι τῆς ὕλης. Θεός τους τὸ χρῆμα.
Καὶ ἀπόδειξις· ἐνῷ ἡ θρησκεία τους ἀπηγόρευε νὰ τρέφουν χοίρους καὶ νὰ
τρῶνε χοιρινὸ κρέας, αὐτοὶ δὲν τὸ ὑπολόγιζαν. Μέχρι σήμερα ἑβραῖοι
καὶ μουσουλμᾶνοι χοιρινὸ δὲν τρῶνε· τηροῦν τὶς διατάξεις τους. Οἱ
Γαδαρηνοὶ ὅμως ἔτρεφαν κοπάδια ἀπὸ χοίρους. Γιατί; Γιὰ νὰ κάνουν
ἐμπόριο, νὰ πουλοῦν στοὺς εἰδωλολάτρες, στοὺς Ῥωμαίους λεγεωναρίους καὶ
στρατιῶτες, καὶ νὰ πλουτίζουν. Τὸ ἐμπόριο τοὺς ἐνδιέφερε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ
ἔδιωξαν τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴ χώρα τους. Δὲν σὲ θέλουμε, φύγε! τοῦ εἶπαν (βλ.
ἔ.ἀ. 8,37). Προτιμοῦσαν τοὺς χοίρους, τὸν χρυσὸ παρὰ τὸν Χριστό!
Ἀλλ᾿ ὅπως σ᾿ ἕνα χωράφι ἀκαλλιέργητο
φυτρώνουν ἀγκάθια ποὺ ἐνοχλοῦν καὶ ἀγκυλώνουν, ἔτσι καὶ στοὺς
Γαδαρηνοὺς βγῆκαν ἀγκάθια πολλά. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτά, ἀγκάθι τρομερό,
χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἦταν ἕνας δαιμονιζόμενος. Δηλαδή, τί θὰ πῇ
δαιμονιζόμενος; Ἄνθρωπος ποὺ τὸν κυρίευσαν τὰ πονηρὰ πνεύματα, τὰ
δαιμόνια, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄλλαξε τελείως χαρακτῆρα. Ἔσχιζε τὰ
ῥοῦχα του καὶ περπατοῦσε γυμνὸς χωρὶς ντροπή. Τὸν ἔπιαναν, τὸν ἔδεναν μὲ
ἁλυσίδες παρακαλῶ, καὶ ὅμως τὶς ἔσπαζε σὰν κλωστές. Τὴ νύχτα ἔβγαινε
ἔξω καὶ κοιμόταν μέσ᾿ στὰ μνήματα τοῦ νεκροταφείου χωρὶς νὰ φοβᾶται.
Τὴν ἡμέρα ἔπιανε τὰ σταυροδρόμια, ἔστηνε καρτέρι, καὶ δὲν τολμοῦσε
ἄνθρωπος νὰ περάσῃ, φόβος – τρόμος γιὰ ὅλους.
Καὶ ὅμως· αὐτὸ τὸ θηρίο, αὐτὸς ὁ λύκος, ἔγινε ἀρνί. Αὐτόν, ποὺ δὲν
μποροῦσε νὰ τὸν τιθασεύσῃ κανείς, οὔτε γονεῖς οὔτε συγγενεῖς οὔτε
ἄλλος, τὸν ἡμέρωσε ἕνας· ὁ Χριστός! Διότι ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ εἶνε
πάνω ἀπ᾿ ὅλα. Πῶς ἔγινε; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Μὲ μιὰ προσταγὴ ὁ
Χριστὸς ξερρίζωσε τὸ δαιμόνιο, ποὺ ἦταν χρόνια ῥιζωμένο μέσα του, κι ὁ
ἄνθρωπος ἔγινε καλά. Ἀμέσως ντύθηκε καὶ κάθησε κοντὰ στὸ Χριστὸ ἥσυχος
καὶ ἀναπαυμένος.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ θαῦμα.
* * *
Μιλᾷς γιὰ δαιμόνια σήμερα, θὰ μοῦ πῆτε, ποὺ πετάξαμε στὸ φεγγάρι κ᾿ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κάνουμε ἀεροδρόμια στὰ ἄλλα ἀστέρια;…
Θὰ ἤθελα κ᾿ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, νὰ μὴν ὑπάρχουν δαιμόνια, οὔτε σατανᾶς,
οὔτε κόλασι. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Δυὸ κατηγορίες δαιμονιζομένων
διακρίνονται· δαιμονιζόμενοι νούμερο ἕνα καὶ δαιμονιζόμενοι νούμερο δύο·
κρίνετε σεῖς ποιοί εἶνε χειρότεροι.
Ποιοί εἶνε οἱ δαιμονιζόμενοι νούμερο ἕνα; Ὅποιος ἀμφιβάλλει ἂν ὑπάρχουν
δαιμόνια, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιά, στὸν Ἅγιο Γεράσιμο. Ἐκεῖ θὰ δῇ
ἀνθρώπους σὰν τὸ δαιμονιζόμενο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, νὰ ἀφρίζουν, νὰ
τοὺς δένουν καὶ νὰ σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες. Καὶ ὅμως αὐτοί, μόλις βγῇ ὁ
παπᾶς κρατώντας τὸ σταυρὸ τοῦ ἁγίου Γερασίμου, ἕνα σταυρὸ ὄχι ἀσημένιο ἢ
χρυσὸ ἀλλὰ ἁπλό, σιδερένιο, πέφτουν κάτω· ἀφρίζουν τὰ δαιμόνια καὶ λένε
«Μᾶς ἔκαψες, καψάλη!…». Καὶ γίνονται θαύματα, φεύγουν τὰ δαιμόνια. Αὐτὸ
ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ἐπαναλαμβάνεται.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἄλλοι δαιμονιζόμενοι, τὸ νούμερο δύο. Ποιοί εἶν᾿
αὐτοί; Φαίνονται ἥσυχοι μέσ᾿ στὴν κοινωνία· εἶνε καὶ ἔμποροι καὶ
τεχνῖτες καὶ γεωργοὶ καὶ ἐπιστήμονες καὶ ἄλλα ἀξιώματα κατέχουν. Ἐν
τούτοις ἔρχεται ὥρα ποὺ τοὺς πιάνει τὸ δαιμόνιο. Ὅπως τὸ βόδι ποὺ
εἶνε ἥσυχο στὸ λιβάδι, ἅμα τὸ πιάσῃ ἡ μῦγα, τρέχει σὰν τρελλό, ἔτσι κι
αὐτοὶ τὴν ὥρα τοῦ δαιμονίου. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ
δαιμονίου. Θέλετε νὰ σᾶς δείξω μερικοὺς τέτοιους;
Ὁ ἕνας ποιός εἶνε. Τὸν βλέπεις καὶ τελειώνει τὴν ἐργασία του. Ἀλλ᾿ ἀντὶ
νὰ πάῃ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του, πάει στὴν ταβέρνα. Καὶ βγαίνει
ἀπὸ ᾿κεῖ μετὰ τὰ μεσάνυχτα πιωμένος, ζαλισμένος. Μιὰ γυναίκα μοῦ ἔλεγε
γιὰ τὸν ἄντρα της· Δὲν τὸν ὑποφέρω, θὰ πάρω διαζύγιο· κάθε νύχτα γυρίζει
μεθυσμένος, τὰ σπάει ὅλα· προχθὲς μ᾿ ἕνα μαχαίρι μ᾿ ἔκανε κομμάτια,
πῆγε νὰ μὲ σκοτώσῃ… Λοιπόν, ὁ μεθυσμένος εἶνε ἕνας δαιμονισμένος. Λέει
καὶ ὁ λαός μας· «ὁ τρελλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο καὶ φοβήθηκε». Καὶ τέτοιοι
ὑπάρχουν πολλοί. Νά λοιπόν, ὁ ἕνας ἔχει τὸ δαιμόνιο τῆς μέθης. Εἶνε
μικρὸ αὐτό;
Ἄλλο δαιμόνιο. Κάποιος πῆγε στὴ Γερμανία, δούλεψε σκληρά· δὲν βγαίνουν
ἔτσι τὰ χρήματα. Κοπίασε, μόχθησε χρόνια. Τί νὰ τὸν κάνῃς ὅμως; Γύρισε
ἐδῶ, πῆγε σὲ ἕνα χαρτοπαικτικὸ κέντρο, καζῖνο, κι ὅλη νύχτα ἔπαιζε ἐκεῖ.
Σὲ μιὰ βραδιὰ ἔχασε ὅλες τὶς οἰκονομίες του. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγε ν᾿
αὐτοκτονήσῃ. Τὸν ἕνα τὸν πιάνει τὸ δαιμόνιο τῆς μέθης, τὸν ἄλλο τὸν
πιάνει τὸ δαιμόνιο τῆς χαρτοπαιξίας ποὺ ὀργιάζει στὴν πατρίδα μας.
Τὸν ἄλλο τὸν πιάνει ἄλλο χειρότερο δαιμόνιο, χειρότερη ἀλογόμυγα. Τὸν
βλέπεις· ἐνῷ εἶνε παντρεμένος 5, 10 , 20 χρόνια, ἔχει γυναῖκα καὶ
παιδιά, πάει σ᾿ ἕνα νυχτερινὸ κέντρο ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ γέμισε ὁ τόπος, ποὺ
ξεφυτρώνουν σὰν τὰ μανιτάρια πάνω στὴν κοπριά, ξεμυαλίζεται μὲ μιὰ
«καλλιτέχνιδα», κι ἀφήνει τὸ σπίτι του. Ἂν εἶχα ἐξουσία, θὰ ἔκλεινα ὅλα
αὐτὰ τὰ σκοτεινὰ κέντρα, ποὺ γίνονται αἰτία νὰ διαλύωνται σπίτια. Ἄχ,
μοῦ ἔλεγε μία ἄλλη γυναίκα, δεκαπέντε χρόνια εἶχα τὸν ἄντρα μου· ἦταν
καλός, δουλευτής. Πῆγε σ᾿ ἕνα νυχτερινὸ κέντρο ἐδῶ κοντά –ἂς μὴν πῶ τὰ
ὀνόματα–, ἔμπλεξε μὲ μία γυναῖκα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη· καί, σὰ νὰ
ζαλίστηκε, λησμόνησε κ᾿ ἐμένα καὶ τὰ παιδιά… Ἰδού τὸ δαιμόνιο ποὺ
λέγεται πορνεία-μοιχεία· εἶνε τὸ σέξ, ποὺ σὰν καραμέλλα πιπιλίζουν
σήμερα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ δημοτικοῦ.
Ὁ ἕνας λοιπὸν δαιμόνιο μέθης, ὁ ἄλλος δαιμόνιο χαρτοπαιξίας, ὁ τρίτος
δαιμόνιο σέξ, πορνείας, μοιχείας καὶ διαζυγίου. Ὁ ἄλλος δαιμόνιο
ἐκδικήσεως. Τοῦ ἔκανες κάτι; δὲν τὸ λησμονεῖ. Ὅπως ἡ καμήλα θυμᾶται τὸ
κακὸ ποὺ τῆς ἔκαναν, ἔτσι κι αὐτὸς δὲν τὸ λησμονεῖ, περιμένει νὰ βρῇ
εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνταποδώσῃ.
Οἱ γυναῖκες, τέλος, στὴν ἐποχή μας ἔχουν τὸ δαιμόνιο τῆς γύμνιας, τοῦ
ξεγυμνώματος. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔπιασε τὸ
δαιμόνιο ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του καὶ περπατοῦσε γυμνός, ἔτσι καὶ οἱ
περισσότερες γυναῖκες σήμερα.
Πλῆθος δαιμόνια, λοιπόν. Γέμισε ὁ κόσμος. Ὅταν ὁ Χριστὸς ῥώτησε τὸ
δαιμονιζόμενο «Ποιό εἶνε τὸ ὄνομά σου;», ἐκεῖνος, ἐνῷ εἶχε ὄνομα, δὲν
εἶπε. Καθένας ἔχει ὄνομα· Πέτρος, Γιῶργος κ.τ.λ.· οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν
Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰωσήφ, Ματθίας κ.τ.λ.. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔχασε τὸ ὄνομά του,
ἔχασε τὴν ταυτότητά του. Καὶ τί ἀπήντησε· «λεγεών» (ἔ.ἀ. 8,30). Τί θὰ πῇ
λεγεών; Εἶνε στρατιωτικὴ μονάδα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, μεραρχία ῥωμαϊκή,
μὲ 6.000 ἄντρες. Ἡ ἀπάντησι αὐτὴ σημαίνει, ὅτι δαιμόνια πολλά, πλῆθος
δαιμονίων εἶχαν φωλιάσει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου.
Καὶ σήμερα, ἂν ῥωτήσουμε τὴν κοινωνία, μὲ τὰ σχολειά της, μὲ τὰ
πανεπιστήμιά της, μὲ τὶς ἀκαδημίες της, μὲ τὶς τηλεοράσεις της, μὲ ὅλα
τὰ μέσα καὶ τὰ κομφόρ, ἂν τὴ ῥωτήσουμε «Τί εἶσαι; ποιό εἶνε τὸ ὄνομά
σου;», θ᾿ ἀπαντήσῃ· «Λεγεών». Ὦ Θεέ μου! Γέμισε ὁ κόσμος ἀπ᾿ ὅλα τὰ
δαιμόνια, ποὺ τὸν συνταράσσουν ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον.
* * *
Ν᾿ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει Χριστός, ὑπάρχει θεία δύναμις. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ δαίμονες, ὅσοι καὶ ὅποιοι κι ἂν εἶνε. Θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός –γι᾿ αὐτὸ νὰ εἶστε βέβαιοι–, ἀκόμα καὶ μιὰ χούφτα νὰ μείνουν οἱ πιστοί. Διότι πέφτει κόσκινο στὸν κόσμο· λίγοι εἶνε οἱ Χριστιανοί, αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, ποὺ κοινωνοῦν, ποὺ ἐξομολογοῦνται, ποὺ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δακρύζουν, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν Θεό. Εἶνε λίγοι· ἀλλ᾿ αὐτοὶ οἱ λίγοι θὰ νικήσουν, γιατὶ μαζί τους εἶνε ὁ Χριστός, καὶ ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Μελίτης – Φλωρίνης τὴν 24-10-1976 μὲ ἐλαφρῶς ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-10-2004, ἐπανέκδοσις 28-8-2024.