Ν. Υφαντής
Κατά την περίοδο της δικτατορίας του Χότζα καταβλήθηκαν φιλότιμες προσπάθειες εκ μέρους κατευθυνόμενων Αλβανών ιστορικών να επανασυνθέσουν την ιστορία του αλβανικού έθνους με έωλα και σαθρά επιχειρήματα στηριζόμενοι, κυρίως, σε εχθρούς του ελληνισμού και στην αδιαφορία των σύγχρονων Ελλήνων. Ο μεγαλοϊδεατισμός των Αλβανών για «Μεγάλη Αλβανία» που θα συμπεριλαμβάνει στα κρατικά της όρια το Κοσσυφοπέδιο, εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας και της Ελλάδας προπαγανδίζεται και σήμερα επίσημα από τις αλβανικές κυβερνήσεις. Σε ολόκληρη την Αλβανία έχουν αναρτηθεί χάρτες με ολόκληρη την Ήπειρο μέχρι τον Αμβρακικό και μέρος της δυτικής Μακεδονίας.
Για να τεθεί τέρμα στα μεγαλοϊδεατικά σχέδια των αλβανικών κυβερνήσεων καθίσταται αναγκαίος ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους Έλληνες της Αλβανίας, δηλ. τους Ορθόδοξους Ελληνοαλβανούς και Τουρκαλβανούς δηλ. τους εκτουρκισμένους Αλβανούς.
Κατά τους αιώνες της Τουρκικής κυριαρχίας πρωταρχικό ρόλο έπαιζε το θρήσκευμα. Βάση του θρησκεύματος γινόταν ο διαχωρισμός μεταξύ των Ελλήνων Ηπειρωτών και των Αλβανών νομάδων του Βορά. Να προσθέσουμε ακόμη ότι οι λεγόμενοι «Αρβανίτες» που εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές (Πελοπόννησο, Αττική, Νησιά) δεν είχαν καμιά σχέση με τους Τουρκαλβανούς.
Ήταν Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι μιλούσαν και την αλβανική για να συνεννοούνται και απέφευγαν με πολλούς τρόπους να εξισλαμιστούν και να αποκτήσουν τουρκική συνείδηση, όπως, μετά τον εξισλαμισμό τους, είχαν αποκτήσει οι Τουρκαλβανοί.
Ο πρώτος ηγέτης της Αλβανίας, ο Ισμαήλ Κεμάλ, ανακοίνωσε με υπερηφάνεια το 1912 ότι «οι Αλβανοί αισθάνονται εαυτούς Οθωμανούς και η μόνη επιθυμία είναι να συμπράξουν διά την πρόοδο και ανακαίνιση της Νέας Τουρκίας». Μερικά στοιχεία για να αρθούν οι αμφιβολίες περί την διαφορά μεταξύ Ελλήνων Αλβανών ορθοδόξων χριστιανών και Οθωμανών Τουρκαλβανών, κρίνονται απαραίτητα.
Η Ήπειρος, μετά τους πολέμους του Σκεντέρμπεη 1468, εκυριαρχείτο από τους Τουρκαλβανούς σε σημείο, μάλιστα, να απωλέσει και το εθνικό της όνομα και να ταυτίζεται με την Αλβανία και οι Ηπειρώτες με τους Αλβανούς. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα μας παραδίδονται δύο κατηγορίες Αλβανών (μαζί τους και οι Ηπειρώτες: Αλβανοί – Ελληνοαλβανοί, δηλ. Έλληνες της Αλβανίας) και Αλβανοί – Τουρκαλβανοί (δηλ. Αλβανοί εκτουρκισμένοι). Από τα μέσα του 19ου αιώνα προστίθεται και μια Τρίτη κατηγορία: Οι Ιταλοαλβανοί (δηλ. Αλβανοί της Ιταλίας), δημιούργημα της ανθελληνικής ιταλικής πολιτικής.
Αλβανική εθνικότητα, όπως την εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Ελληνοαλβανοί λογαριάζονται οι ορθόδοξοι χριστιανοί, δίγλωσσοι (μιλούσαν ελληνικά και αλβανικά). Μεταξύ τους δεν υπάρχει καμιά διαφορά, εκτός από το γλωσσικό ιδίωμα, που χρησιμοποιούσαν οι αλβανόφωνοι. Μάλιστα, αυτό το γλωσσικό ιδίωμα ήταν τέτοιο που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους Τουρκαλβανούς. Αργότερα ξεχάστηκε το πρώτο συνθετικό «έλλην» και «τουρκ» και απέμεινε το «Αλβανός» με αποτέλεσμα να ταυτίζονται Ελληνοαλβανοί και Τουρκαλβανοί. Τη σύγχυση αυτή εκμεταλλεύτηκε η αλβανική κίνηση, που είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση του αλβανικού κράτους. Μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ήταν το θρήσκευμα, το οποίο αγνοήθηκε τελείως.
Οι Αλβανοί μουσουλμάνοι πολέμησαν με πρωτόγονο φανατισμό τους ομοφύλους τους χριστιανούς και αγωνίζονταν για την οθωμανική αυτοκρατορία, μετά της οποίας και ταυτίζονταν. Αντίθετα οι Αλβανοί ορθόδοξοι χριστιανοί, εχθροί των μωαμεθανών Αλβανών εμάχοντο για πατρίδα ελληνική. Οι μεν Αλβανοί μουσουλμάνοι προσέβλεπαν προς την Τουρκία, γιατί αισθάνονταν ότι είχαν τουρκική συνείδηση, οι δε χριστιανοί απέβλεπαν στην Ελλάδα.
Κατά τα Ορλωφικά του 1770 οι Τουρκαλβανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο και κατέπνιξαν το κίνημα. Η Πελοπόννησος ερημώθηκε. Μάλιστα, όταν διατάχτηκε από την Υψηλή Πύλη να αποχωρήσουν από την Πελοπόννησο αρνήθηκαν και αντιστάθηκαν. Τότε εστάλησαν σουλτανικά στρατεύματα υπό τον αντιναύαρχο Χασάν και με τη βοήθεια των ντόπιων (Χριστιανών, Αλβανών και Ελλήνων) κατατροπώθηκαν και απαλλάχτηκε η περιοχή από την παρουσία τους. Κατά την Ελληνική Επανάσταση οι ντόπιοι αλβανόφωνοι (Έλληνες βέβαια) πήραν τα όπλα και πολέμησαν δίπλα στους επαναστατημένους Έλληνες, ενώ οι Αλβανοί μωαμεθανοί κατατάχτηκαν στα τουρκικά στρατεύματα και πολεμούσαν τους ντόπιους. Και τότε πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε το θρήσκευμα και αυτό οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας όταν μιλούμε για Αλβανούς.
Πολύς λόγος έγινε από την ιταλική προπαγάνδα (για Αλβανούς της Ιταλίας), οι οποίοι, όμως, ήταν Ελληνοαλβανοί. Οι ένοπλες δυνάμεις της Βενετίας αποτελούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από μισθοφόρους Ελληνοαλβανούς τους λεγόμενους Στρατιώτι. Μετά το 1798 που κατέρρευσε η Βενετία τα μισθολογικά αυτά σώματα διαλύθηκαν. Από τότε χρησιμοποιείται το όνομα Αλβανοί ή Αρβανίτες και εννοούσαν φυσικά τους μισθοφόρους από την Ηπειροαλβανία.
«Αρβανίτες», με την έννοια του χωροφύλακα υπήρχαν στις Παραδουνάβιες χώρες, στις οποίες δεν επιτρεπόταν η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων. Σε 4.000 λογαριάζονταν οι «Αρβανίτες» που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, οι οποίοι, όταν απέτυχε εκεί το κίνημα, κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και συνέπραξαν στον υπέρ της ανεξαρτησίας Αγώνα. Ασφαλώς και δεν επρόκειτο περί μουσουλμάνων Αλβανών, αλλά για «Αρβανίτες» με την έννοια του Ελληνοαλβανού. Επομένως, το όνομα «Αλβανός – Αρβανίτης» είχε την έννοια του ορθόδοξου χριστιανού μισθοφόρου και όχι άτομο αλβανικής εθνικότητας, άγνωστη για την εποχή. Ήταν, κυρίως, χριστιανοί από την Ήπειρο που έφευγαν για να αποφύγουν τον εκτουρκισμό και κατατάσσονταν σε ξένους τόπους ως μισθοφόροι, γιατί ήταν εξοικειωμένοι με τα όπλα.
Εκείνοι που αποδημούσαν έπαιρναν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Οι Αλβανοί που είχαν εκτουρκιστεί ως όργανα της εξουσίας, δεν εκπατρίζονταν. Τα λεγόμενα αρβανιτοχώρια αποτελούνταν από ελληνόφωνους χριστιανούς ορθόδοξους (όπως και τα βλαχοχώρια) με συνείδηση ελληνική. Από πολύ νωρίς οι Αλβανοί είχαν ασπαστεί τον ισλαμισμό που με τον χρόνο αυξάνονταν.
Σε ολόκληρη τη Βαλκανική η Αλβανία κατείχε τα σκήπτρα της αλλαξοπιστίας. Αυτό συνέβη γιατί δεν είχαν δική τους γραπτή γλώσσα (αργότερα απέκτησαν) και θεωρούνταν γλωσσικά και θρησκευτικά ετερόφωτοι. Από τους πρώτους εξισλαμισθέντες ήταν και ο Αλβανός φύλαρχος Ισαήμ ή Ισάμ, κατά τον Παραμυθίας Αθηναγόρα και το όνομα «Τσάμης». Πρόκειται για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, οι οποίοι εγείρουν αξιώσεις και ζητούν επαναπατρισμό και αποζημιώσεις.
Ένα άλλο σημείο που οφείλουμε να γνωρίζουμε είναι η στάση που τηρούσε η Καθολική Εκκλησία απέναντι στους ορθοδόξους. Πολλοί Αλβανοί είχαν ασπαστεί τον καθολικισμό και όπως οι καθολικοί στο σύνολό τους, έτσι και οι νεοφώτιστοι Αλβανοί καθολικοί έτρεφαν εχθρικά αισθήματα για τους ορθοδόξους. Είναι ένα γεγονός που το παραβλέπουμε, αλλά έχει βαθιές ρίζες και επηρεάζει τη θρησκευτική ζωή στην Αλβανία. Τα αψευδή ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν ότι, όταν γίνεται λόγος για Αλβανούς Χριστιανούς Ορθοδόξους, πρόκειται για Ηπειρώτες Έλληνες.
Αλβανικός εποικισμός
Η παρουσία Αλβανών στη Θεσσαλία και Ήπειρο έχει σχέση με τη Σερβοκρατία από το 1339. Το μεγαλύτερο μέρος των σερβικών δυνάμεων που κατέλαβαν τη Θεσσαλία και την Ήπειρο το αποτελούσαν αλβανικά φύλα. Από τους Αλβανούς αυτούς προέρχονταν οι ηγεμόνες της Ηπείρου.
Έτσι η Ήπειρος επιφανειακά παρουσιάζεται ως αλβανική, ενώ το σύνολο του πληθυσμού της ήταν ελληνικό. Μεταξύ των ετών 1449-1483 αρκετές χιλιάδες αρβανιτών αποίκησαν στη Ζάκυνθο, Ιθάκη, Λευκάδα και Κεφαλληνία. Λίγο αργότερα εποικίστηκαν και στην Κέρκυρα.
Σ’ αυτά τα μέρη οι Αρβανίτες (Ελληνοαλβανοί) υπηρετούσαν ως μισθοφόροι των Ενετών, οι οποίοι τους προτιμούσαν λόγω της μαχητικότητάς τους. Μάλιστα, τους «επρόνοιαζαν», δηλ. τους παραχωρούσαν δημόσια κτήματα με την υποχρέωση να τους παρέχουν πολεμική βοήθεια.
Η σύγχυση γύρω από τις έννοιες «Αλβανοί – Αρβανίτες» και η ταύτιση Αλβανών και Ηπειρωτών συνεχίστηκε. Στη σύγχυση αυτή στηρίχτηκαν και αλβανικοί εθνικιστικοί κύκλοι και έγραφαν την ανύπαρκτη εθνική τους ιστορία, σύμφωνα με την οποία η Ήπειρος θεωρείται προέκταση της Αλβανίας.
proinoslogos.gr