Ο ιερομάρτυς Πέτρος γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1863 στο χωριό Στάφκι της επαρχίας Βλαντιμίρ και ήταν γιος του ιερέα Ιωάννου Σκιπετρώφ. Γαλουχημένος σε βαθιά χριστιανικό περιβάλλον ο Πέτρος, έδειξε από μικρός ζήλο για την απόκτηση των ευαγγελικών αρετών και τη μελέτη των ιερών γραμμάτων.
Στα είκοσι ένα του χρόνια αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Βλαντιμίρ, νυμφεύθηκε την ευσεβή Αντωνίνα και χειροτονήθηκε διάκονος. Δυο χρόνια αργότερα μπήκε στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως, από την οποία αποφοίτησε το 1890. Το 1892, όταν ο Πέτρος ήταν ήδη είκοσι εννέα χρονών, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και από τότε επιδόθηκε με όλη του την ψυχή στη διακονία της Εκκλησίας.
Από το 1898 και μέχρι το μαρτυρικό του τέλος, το 1918, ο π. Πέτρος υπηρέτησε στον Ναό της Παναγίας «Πάντων θλιβομένων η χαρά», ως απλός εφημέριος στην αρχή και από το 1912 ως προϊστάμενος και πρωτοπρεσβύτερος. Παράλληλα εργάστηκε και ως καθηγητής των θρησκευτικών σε σχολεία, ενώ από το 1914 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εκκλησιαστικού Σεμιναρίου της Πετρουπόλεως.
Στον Ναό της Παναγίας «Πάντων θλιβομένων η χαρά» συνέρρεαν καθημερινά εκατοντάδες πιστοί απ’ όλη την πρωτεύουσα, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και να επικαλεστούν τη θεομητορική χάρη στα δύσκολα εκείνα χρόνια, που οι βίαιες πολιτικές εξελίξεις συγκλόνιζαν τη ρωσική κοινωνία. Ο π. Πέτρος προσπαθούσε με τα θερμά του κηρύγματα να τους εμψυχώνει, να τους τονώνει την πίστη και την ελπίδα, να τους καλεί σε μετάνοια. Δεν δίσταζε, επίσης, να στηλιτεύει και τα αντίχριστα αθεϊστικά κινήματα της εποχής. Τα κηρύγματά του έβρισκαν μεγάλη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό στα μάτια των αθέων ήταν ένας επικίνδυνος εχθρός.
Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1918 έγινε γνωστό πως η νεοσύστατη κυβέρνηση των μπολσεβίκων σκόπευε να εκδώσει σύντομα διάταγμα για τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, χωρισμό που θα γινόταν με όρους συντριπτικά επαχθείς για την Εκκλησία. Ο μητροπολίτης Πετρουπόλεως Βενιαμίν (Καζάνσκι) (*) έστειλε στην κυβέρνηση επιστολή, με την οποία εκδήλωνε την ανησυχία του για το περιεχόμενο του υπό έκδοση διατάγματος. Αντί για απάντηση, ο Λένιν διέταξε να επισπευθεί η σύνταξη και η δημοσίευσή του. Η εφαρμογή του, ωστόσο, άρχισε νωρίτερα.
Έτσι, στις 13 Ιανουαρίου του 1918, την ώρα της δεύτερης Λειτουργίας, εισέβαλε στη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι της Πετρουπόλεως ένα απόσπασμα ναυτών, οι οποίοι δήλωσαν στον ηγούμενο, επίσκοπο Προκόπιο (Τίτωφ), ότι δημεύονταν όλες οι μοναστηριακές εγκαταστάσεις εκτός μόνο από τον ναό. Δυό μέρες αργότερα στάλθηκε στη λαύρα και σχετική έγγραφη διαταγή των αρχών.
Στις 18 Ιανουαρίου ο διορισμένος από την κυβέρνηση κομισάριος της λαύρας Ιλοβάισκι απαίτησε από τον ηγούμενο την παράδοση όλων των περιουσιακών της στοιχείων. Ο επίσκοπος Προκόπιος, υπακούοντας στην αρχιερατική του συνείδηση, αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Στις 19 Ιανουαρίου, γύρω στις 2 μ.μ., ο κομισάριος κατέφθασε στη λαύρα με είκοσι στρατιώτες και πέντε ναύτες. Αμέσως οι καμπανάρηδες σήμαναν συναγερμό. Μόλις ακούστηκε η χαρακτηριστική καμπανοκρουσία από το λαυριώτικο καμπαναριό, οι καμπάνες όλων των κοντινών εκκλησιών άρχισαν να σημαίνουν με τον ίδιο τρόπο. Πλήθος πιστοί απ’ όλη την περιοχή έτρεξαν στη λαύρα.
Ο Ιλοβάισκι συνέλαβε τον επίσκοπο Προκόπιο. Οι Κοκκινοφρουροί εισέβαλαν στο κελλί του την ώρα που συσκεπτόταν με τέσσερις μοναχούς, μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου. Τον έβγαλαν βίαια και τον οδήγησαν σε μιαν αίθουσα, όπου τον κλείδωσαν, βάζοντας φρουρό στην πόρτα.
Κατεβαίνοντας στην αυλή της λαύρας, ο Ιλοβάισκι περικυκλώθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος. Κινδύνεψε να λιντσαριστεί, αλλά τον έσωσαν μερικοί μοναχοί, που προσπάθησαν να ηρεμήσουν τον λαό και συνάμα, καλύπτοντάς τον με τα σώματά τους, τον οδήγησαν σ’ ένα κοντινό κτίριο. Σε λίγο ο Ιλοβάισκι και οι στρατιώτες πεισματωμένοι εγκατέλειψαν τη λαύρα.
Σύντομα, ωστόσο, κατέφθασε ένα φορτηγό γεμάτο στρατιώτες, επικεφαλής των οποίων ήταν πάλι ο Ιλοβάισκι. Εκτός από τον ατομικό τους οπλισμό, έφεραν και δύο πολυβόλα, που τα έστησαν στην αυλή, απέναντι από τον Ναό της Πεντηκοστής. Στο μεταξύ οι καμπάνες δεν είχαν σταματήσει να χτυπούν. Οι Κοκκινοφρουροί έριξαν μερικές εκφοβιστικές ριπές στους καμπανάρηδες, αλλά αυτοί συνέχισαν απτόητα την καμπανοκρουσία. Τότε ο Ιλοβάισκι μπήκε με μερικούς στρατιώτες στον ναό, που ήταν κατάμεστος από προσκυνητές, και ανέβηκε από την εσωτερική σκάλα στο καμπαναριό. Οι στρατιώτες κατέβασαν με τη βία τους καμπανάρηδες, χτυπώντας τους με τους υποκοπάνους. Ύστερα, με την απειλή των όπλων, άρχισαν να βγάζουν τους πιστούς από τον ναό και να τους διώχνουν από τη λαύρα. Ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί, κι ένας προσκυνητής έπεσε κάτω τραυματισμένος.
Την ώρα εκείνη έφτασε στη λαύρα ο π. Πέτρος Σκιπετρώφ, ο οποίος ήθελε να συζητήσει με τον μητροπολίτη Βενιαμίν. Στην κεντρική πύλη τον συνάντησε ο γιος του και τον θερμοπαρακάλεσε να μην προχωρήσει, επειδή η κατάσταση ήταν τεταμένη και υπήρχε κίνδυνος αιματηρών επεισοδίων. Ο π. Πέτρος, όμως, δεν τον άκουσε. Πέρασε την πύλη και κατευθύνθηκε προς το κατάλυμα του μητροπολίτη. Σύντομα, όμως, του έκοψαν τον δρόμο μερικοί στρατιώτες, που λογομαχούσαν με κάποιες πιστές γυναίκες, απειλώντας τες μάλιστα με τα όπλα τους. Ο π. Πέτρος, δίχως καθόλου να δειλιάσει, υπερασπίστηκε τις γυναίκες και άρχισε να νουθετεί τους στρατιώτες. Τους σύστησε να μην ασκούν βία στους πιστούς και με σθένος ψυχής τούς έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για τη βεβήλωση των ιερών χώρων και τον χλευασμό της πίστεως.
Τότε ένας στρατιώτης σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε τον ιερέα στο πρόσωπο εξ επαφής. Η σφαίρα μπήκε από το σαγόνι και σφηνώθηκε στον λαιμό του π. Πέτρου, που έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος. Οι προσκυνητές τον έβαλαν πάνω σ’ ένα πρόχειρο φορείο και τον μετέφεραν, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα, στο κοντινό νοσοκομείο, στη λεωφόρο Νέφσκι. Εκεί κατέφθασαν αναστατωμένοι η πρεσβυτέρα Αντωνίνα και ο μητροπολίτης Βενιαμίν. Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σώσουν τη ζωή του, αλλά δεν στάθηκε δυνατό. Έτσι, στις 10:45′ το βράδυ ο π. Πέτρος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Κηδεύθηκε στις 22 Ιανουαρίου από τον Ναό της Παναγίας «Πάντων θλιβομένων η χαρά». Η εκκλησία και οι γειτονικοί δρόμοι πλημμύρισαν από χιλιάδες πιστούς, που ήρθαν για να συνοδεύσουν προσευχητικά στην τελευταία κατοικία του το σκήνωμα του φλογερού υπηρέτη του Κυρίου. Την εξόδιο ακουλουθία τέλεσαν ο μητροπολίτης Βενιαμίν, οι βοηθοί του επίσκοποι Προκόπιος και Αρτέμιος και είκοσι πέντε ιερείς.
Με εντολή του μητροπολίτη, το φέρετρο με το σεπτό σκήνωμα μεταφέρθηκε για την ταφή στο κοιμητήριο της λαύρας από τον ίδιο δρόμο που είχε βαδίσει ο μακαριστός ιερέας την τελευταία ημέρα της επίγειας ζωής του, όταν, δίχως να το γνωρίζει, είχε έρθει για να λάβει το μαρτυρικό στεφάνι. Πλήθος χριστιανοί περνούσαν καθημερινά από τον τάφο του, που έγινε λαϊκό προσκύνημα. Αδιάκοπα διαβάζονταν εκεί Τρισάγια «υπέρ αναπαύσεως του δια την ορθόδοξον πίστιν φονευθέντος δούλου του Θεού Πέτρου πρωτοπρεσβυτέρου».
Ο
καθηγητής Αλέξανδρος Μπρονζώφ (1858-1919), σε άρθρο του που
δημοσιεύθηκε αμέσως μετά την κηδεία του ιερομάρτυρα, έγραφε: «…Σε καμιά
περίπτωση δεν θα λησμονήσουμε, δεν πρέπει να λησμονήσουμε, το μάθημα που
πήραμε όλοι από το μαρτυρικό τέλος του π. Πέτρου! Μας δίδαξε πώς πρέπει
να ζούμε, πώς να ομολογούμε άφοβα τον Χριστό και πώς να κηρύσσουμε με
θάρρος τον λόγο της αλήθειας Του. Ας διατηρούμε μέσα μας, όπως κι
εκείνος, τη θεϊκή φλόγα, για να μη μεταβληθούμε σε υπάρξεις που
σκέφτονται μόνο την ύλη… Για μας προσωπικότητες όπως ο μακαριστός π.
Πέτρος είναι πάντοτε φωτεινοί φάροι, που η θύμησή τους ενεργεί μέσα μας
ευεργετικά και μας προφυλάσσει από σφάλματα, αδυναμίες και πτώσεις…».
(*) Ο μητροπολίτης Πετρουπόλεως άγιος Βενιαμίν (1873 – 1922) ήταν ονομαστός για την απλότητα, τη βαθιά του πνευματικότητα και τον ιδιαίτερο ποιμαντικό του ζήλο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 13 Αυγούστου 1922.
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 10.