Καθώς πλησίαζε ὁ Χριστός, μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, στήν πύλη τῆς πόλεως Ναΐν, ἐκείνη τήν ὥρα κηδευόταν ἕνας νεκρός, τό μονάκριβο παιδί μιᾶς χήρας. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἡ πύλη τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀθανασίας πρόσταξε νά σταματήσουν τόν θρῆνο. Ὅταν ὁ Δεσπότης τούς συνάντησε, κράτησε τό ξυλοκρέβατο καί εἶπε στήν μητέρα τοῦ νεκροῦ: «Μή κλαῖς γυναίκα, ἄφησε τό πένθος σου νά ἠρεμήσει, ἐπειδή Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ ζωή. Παῦσε τόν ὀδυρμό, παῦσε τούς θρήνους, κράτησε τά δάκρυα σου».
Καί πλησιάζοντας ἄγγιξε τήν σορό. Ἐκεῖνοι πού τήν μετέφεραν στάθηκαν γεμάτοι ἔκπληξη καί ἀπορία. Ποιός εἶναι αὐτός, καί μέ ποιό σκοπό ἔβαλε τό χέρι του ἐπάνω στήν σορό; Καθώς περιμέναν ἔκθαμβοι καί προσδοκοῦσαν νά δοῦν τί θά συμβεῖ, ἐφώναξε ὁ Χριστός τόν νεκρό καί τοῦ εἶπε: «Σοί λέγω, νεανίσκε, ἐγέρθητι». Σέ προστάζω, σήκω ἐπάνω. Σέ σένα τόν πεθαμένο λέω. Δέν σοῦ βάζω ἤ ἐμφυσῶ ἄλλη ψυχή ἀντί γιά ἐκείνη πού εἶχες, ἀλλά τήν ἴδια ἀνακαλῶ κυριαρχικῶς νά ἐπιστρέψει μέ τήν δύναμη μου.
Λάβε ζωή καί σήκω ἐπάνω, διέταξε ὁ Δεσπότης καί ὁ δοῦλος ὑπάκουσε τό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, καί ἀφοῦ ψυχώθηκε καί ἐνισχύθηκε ἀνακάθισε καί ἄρχισε νά μιλᾶ ἐμπρός σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι εἰσῆλθε κάποιο πονηρό πνεῦμα καί κίνησε τό σῶμα καί ἄρα τό γεγονός ἔγινε μέ φαντασία καί ἀπάτη. Γι’ αὐτό ἀνακάθισε ὁ νεκρός καί μιλοῦσε, πρός κοινή ἀπόδειξη τῆς κοινῆς καί καθολικῆς ἀναστάσεως. Διότι αὐτά εἶναι βέβαια καί ἀσφαλή σημεῖα τῆς ἀναστάσεως. Πράγματι σῶμα ἄψυχο, οὔτε νά καθίσει, οὔτε νά μιλήσει μπορεῖ.
Ἄς προσπαθήσουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ἀδελφοί, νά ζωοποιήσουμε καί νά ἀναστήσουμε τίς ψυχές μας, οἱ ὁποῖες εἶναι νεκρωμένες ἀπό τίς ἁμαρτίες. Ἄς προσέλθουμε στόν Κύριο, πού ζωογονεῖ τούς νεκρούς, καί ἄς κλαύσουμε ἐνώπιον Του. Διότι, τώρα ἔχουμε ἀνάγκη ἐξομολογήσεως, στήν ζωή αὐτή. Τώρα χρειάζονται προσευχές, τώρα εἶναι καιρός δακρύων καί στεναγμοῦ καί πένθους. Ἄς ἀναφωνήσει ὁ καθένας μας πρός τόν Σωτῆρα μας λέγοντας: «ρῦσαι ἀπὸ ρομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου». Δηλαδή: «Κύριε γλύτωσε τή ζωή μου ἀπό τό σπαθί, πού κινεῖται ἐναντίον μου καί τή μονάκριβη καί πολύτιμη ψυχή μου ἀπό τά χέρια ἐκείνων πού μοῦ ἐπιτίθονται βίαια σάν λυσσασμένα σκυλιά». Καί ὁ Θεός θά εἰσακούσει. Θά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τόν φοβερό θάνατο τῆς ἁμαρτίας καί θά μᾶς κάνει κοινωνούς τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του.Ἀμήν.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας