Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

 Παπισμός

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Η Mία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, συγκροτουμένη εκ των κατά τόπους Εκκλησιών, ηνωμένων τη πίστει, τη ελπίδι, τη αγάπη και τη λατρεία υπήρξεν αείποτε ελευθέρα και ανεξάρτητος, ουδέ υπετάγη ποτέ τω Πάπα Ρώμης, ουδ’ ανεγνώρισε ποτέ αυτώ μείζονα ιεραρχίαν και πνευματικά χαρίσματα και πνευματικήν υπεροχήν, αλλ’ εθεώρησεν αυτόν επίσκοπον, ως πάντας τους επισκόπους, αφού και αυτός την αυτήν έλαβε χειροτονίαν, οίαν και οι λοιποί επίσκοποι παρά των αποστόλων, οίτινες δεν απεστάλησαν παρά του Σωτήρος επίσκοποι καθεδρών, αλλ’ απόστολοι του ιερού Αυτού Ευαγγελίου, φέροντες την δύναμιν του ιδρύειν εκκλησίας.

Οι απόστολοι ήσαν ό,τι ο θεόπτης Μωϋσής, όστις ωκοδόμησε θυσιαστήριον και κατεσκεύασε την σκηνήν του μαρτυρίου και διέταξε τα της λατρείας και πάσας τας ιεράς τελετάς· και συγχρόνως αρχιθύται ως ο Ααρών· και τοιούτοι έδει να ώσιν, αφού η παλαιά λατρεία τύπος και σκιά ην της νέας λατρείας, της γνωσθείσης τοις έθνεσι διά των αγίων αποστόλων· εν τοις αγίοις αποστόλοις υπήρχε το πλήρωμα των χαρισμάτων, ουδέ ην δυνατόν άλλως να έχη, αφού πάντες εξ ίσου απεστέλλοντο· “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα, όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν” (Ματθ. κη’ 19-20).

Πώς ην δυνατόν να εξαρτώνται οι απόστολοι από του Πέτρου, όστις εξ ίσου προς τους άλλους απεστέλλετο εις το κήρυγμα, όπως ιδρύσωσι την Εκκλησίαν και διδάξωσι την λατρείαν του Χριστού εν τοις έθνεσιν, αφού έκαστος έμελλε να ενεργή ανεξαρτήτως από των λοιπών; Αλλά τις η χρεία του πρωτείου του αποστόλου Πέτρου, αφού δεν ήτο δυνατόν να υπάρχωσι δευτερεία, διά την διασποράν των αποστόλων; Τις η χρεία της υπεροχής του Πέτρου, αφού έκαστος απόστολος ιδίαν είχεν αποστολήν; Τις η χρεία ιεραρχικής βαθμολογίας μεταξύ των αποστόλων, αφού εν τη διασπορά έμελλον να αποθάνωσι μακράν ο εις του άλλου; Τις η χρεία της δυνάμεως του Πέτρου, αφού ο Κύριος υπεσχέθη εις τους αποστόλους, ότι έσεται μετ’ αυτών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος; Βεβαίως ουδεμία χρεία όλων τούτων των φανταστικών προσόντων του αποστόλου Πέτρου, όστις εξ άπαντος θα διαμαρτύρηται κατά της τοιαύτης υπεροχής.

Εάν τα προσόντα του Πέτρου, οία αξιοί η ρωμαϊκή Εκκλησία, ήσαν αληθή, το πνεύμα του ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικόν και αδιανόητον, διότι θα παρουσίαζε σύγχυσιν εννοιών και σύγκρουσιν αρχών· θα ήτο ακατανόητος η αρχή της ισότητος, και ισότητος μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητος, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας. Εάν διετάσσετο τοιαύτη υπεροχή εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς θα ηδυνάμεθα να νοήσωμεν το εξής χωρίον του Ευαγγελίου; “Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών· ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουχ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών” (Μάρκ. ι’ 42-45)· και ίνα αφήσωμεν τα πολλά χωρία, διότι δεν θα επαρκέση ο χρόνος, ερωτώμεν.

Πώς θα επληρούτο ο σκοπός της αποστολής των αποστόλων μη εχόντων κοινωνίαν μετά του ανωτάτου αποστόλου, παρ’ ου θα ελάμβανε κύρος το αποστολικόν αυτών κήρυγμα; Αλλ’ αφού συνέστησεν ιεραρχίαν μεταξύ των αποστόλων και ανέδειξε τον Πέτρον ανώτατον απόστολον και ηγεμόνα, διατί ο Κύριος να μη γνωστοποιήση τούτο και τοις λοιποίς μαθηταίς, λέγων αυτοίς· “ιδού καθίστημι Πέτρον τουτονί ποιμένα υμών και άρχοντα και ηγεμόνα· αυτός ποιμανεί υμάς αυτού ακούσασθαι· και πας όστις παρακούσει αυτού εξολοθρευθήσεται”; Τούτο έπρεπε να ποιήσητε γνωστόν τοις μαθηταίς αυτού ο Σωτήρ, εάν όντως καθίστα αυτόν ποιμένα ποιμένων και άρχοντα των αποστόλων· αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς ουδέν τοιούτον είρηκε, και επομένως ουδεμίαν ιεραρχίαν αποστολικήν συνέστησε, διό ουδ’ υπάρχει τις φόβος απωλείας τω μη πειθομένω τω διαδόχω του Πέτρου, είπερ έστι τοιούτος ο επίσκοπος Ρώμης.

Η ενότης της Εκκλησίας ουχί τω ενιαίω προσώπω ενός των αποστόλων θεμελιούται και εδράζεται, αλλ’ εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ος έστιν η κεφαλή της Εκκλησίας, εν ενί πνεύματι, εν τη μιά πίστει, ελπίδι, αγάπη και λατρεία. Η οικουμενική Εκκλησία ούτως εννόησε την εν τη Εκκλησία ενότητα και ταύτην επεζήτησε και επεδίωξε· μαρτύρια τρανά οι πρώτοι δέκα αιώνες. Εκ της οικουμενικής Εκκλησίας μόνη η ρωμαϊκή Εκκλησία άλλως αντελάβετο το πνεύμα της ενότητος και δι’ άλλων επεζήτησε και επεδίωξε ταύτην μέσων. Η διάφορος αύτη αντίληψις του τρόπου της ενότητος προυκάλεσε το σχίσμα, όπερ λαβόν την αρχήν από των πρώτων αιώνων ηυξάνετο συν τω χρόνω και προέβαινε κατά το μέτρο της εφαρμογής των αρχών της ρωμαϊκής Εκκλησίας, μέχρις ου αφήκετο εις την τελείαν απόσχισιν, ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της οικουμενικής Εκκλησίας, της Μιάς, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, τη επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνησις των αρχών του Ευαγγελίου. Οι λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου. Ίδωμεν ήδη τίνες αι αρχαί και πώς διετηρείτο η ενότης εν τη Μια, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Η ενότης των εκκλησιών

Ενότης της εκκλησίας κατά τας αγίας γραφάς είναι ο μυστικός ιερός σύνδεσμος των εις Χριστόν πιστευόντων διά της κοινής ομολογίας της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης προς τον νυμφίον Χριστόν και διά της αυτής λατρείας.

Τον χαρακτήρα της ενότητος ταύτης ευρίσκομεν εν ταις εν ταις αγίαις γραφαίς. Εν τη προσευχή του Σωτήρος ημών προς τον Ουράνιον αυτού πατέρα καταδείκνυται η ενότης της Εκκλησίας. Ο Ιησούς μέλλων προς το εκούσιον αυτού να πορευθή πάθος αναπέμπει υψηλήν και πλήρη στοργής δέησιν προς τον πατέραν αυτού και αιτείται παρ’ αυτού, ίνα τηρή πάντας τους εις αυτόν πιστεύοντας και πιστεύσοντας εν τω συνδέσμω της αγάπης. “Πάτερ αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου· ο λόγος ο σος αλήθεια εστί… Ου περί τούτων δε ερωτώ (=παρακαλώ) μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ. Ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας. Και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ένα ώσι τετελειωμένοι εις εν, και ίνα γιγνώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου. Πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος σε ουκ έγνω, εγώ δε σε έγνων, και ούτοι έγνωσαν ότι συ με απέστειλας. Και εγνώρισα αυτοίς το όνομά σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ην ηγάπησάς με εν αυτοίς η, καγώ εν αυτοίς”. (Ιωάν. ιζ’ 17-26).

Η ενότης άρα της Εκκλησίας έγκειται εν τη μετά του Κυρίου ενώσει των μελών αυτής. Πάντες οι εις Χριστόν πιστεύσαντες διά των αγίων Αποστόλων ηνώθησαν μετά του Ιησού και ηγιάσθησαν εν τη αληθεία του Θεού και Πατρός.

Η ενότης άρα είναι εσωτερική, μυστική, άμεσος, θεία, τελεία, τετελειωμένη θεία ευδοκία και αγάπη και ουδενός δείται εξωτερικού συνδέσμου προς σύστασιν της ενότητος.
Οι πιστεύσαντες έλαβον την χάριν και την αλήθειαν, το φως και την ζωήν διά Ιησού Χριστού και ηνώθησαν μετ’ αυτού. Τι δύναται να χωρίση αυτούς από της ενότητος της μετά του Κυρίου; Εάν δε ο δεσμός ούτος εστί τέλειος, τις η χρεία ετέρων δεσμών, ετέρας πίστεως;

Οι πιστεύσαντες ειλκύσθησαν προς τον Σωτήραν υπό του πέμψαντος αυτόν πατρός (Ιωάν. στ’ 44) και έλαβον την χάριν της απολυτρώσεως· ως δε η αλήθεια ηλευθέρωσεν αυτούς από της δουλείας της αμαρτίας, τις δύναται να στερήση αυτούς της εν Χριστώ ελευθερίας;
Οι πιστεύσαντες εγένοντο υιοί φωτός και μέτοχοι δόξης αιωνίου, τις δύναται να αφαιρέση απ’ αυτών τον φωτισμόν και την δόξαν;
Oι πιστεύσαντες εγένοντο υιοθετοί Θεού διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τις την υιοθεσίαν ταύτην δύναται να αρνηθή ή να άρη;
Οι πιστεύσαντες εγένοντο διά της θείας μεταλήψεως κοινωνοί του σώματος και αίματος του Kυρίου, μένουσι δε εν τω Χριστώ και ο Χριστός εν αυτοίς, τις ισχυρός να διαρρήξη τα θεία ταύτα δεσμά της ενότητος;
Οι πιστεύοντες λαμβάνουσι Πνεύμα άγιον, το πάντα συγκροτούν τον θεσμόν της Εκκλησίας και αναδεικνύον ταύτην Mίαν, Aγίαν και Καθολικήν, τις δύναται να διασπάση την ενότητα αυτής; Ματαία άρα η απαίτησις εξωτερικού συνδέσμου και ετέρας πίστεως εκ των γραφών μάλιστα αποκρουομένης προς εξασφάλισιν της σωτηρίας των πιστεύοντων εες τον Κύριον Ιησούν Χριστόν.

Μαρτυρίαι εκ των Πράξεων των αγίων Αποστόλων

Η ενότης της Εκκλησίας φαίνεται υπό των αγίων αποστόλων εδραιωμένη επί της ισότητος και της αμοιβαίας αγάπης.
Εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων αναγράφονται οι ηθικοί δεσμοί της ενότητος της πρώτης Εκκλησίας. Εν τη εκλογή του αποστόλου Ματθία, ο Πέτρος υπέδειξε την ανάγκην της εκλογής του αναπληρωτού του Ιούδα. Η πρότασις εγένετο αποδεκτή και πάντες ομού εξέλεξαν δύο άνδρας, ους στήσαντες εν τω μέσω και ευχηθέντες προς τον καρδιογνώστην Θεόν, έρριψαν κλήρους και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν και συγκατηριθμήθη μετά των 12 Αποστόλων.

Εν τη εκλογή των διακόνων οι δώδεκα προσεκάλεσαν το πλήθος των μαθητών και ανέθηκαν τη Εκκλησία την εκλογήν επτά ανδρών, ους οι απόστολοι διά χειροθεσίας και προσευχής ανέδειξαν διακόνους (Πράξ. στ’ 1-6).
Η Εκκλησία αναδεικνύει πρόεδρον της Εκκλησίας τον Ιάκωβον, οι δε Πέτρος και Ιωάννης αποστέλλονται προς τους εν Σαμαρεία πιστεύσαντας, όπως διά χειροθεσίας μεταδώσωσιν αυτοίς Πνεύμα άγιον.

Ο Πέτρος αποστέλλεται υπό της Εκκλησίας και αύθις εις το κήρυγμα ανά την Ιουδαίαν. Περί του ζητήματος της περιτομής αποφαίνεται η Εκκλησία, ο δε Πέτρος εν συνεδρία της Εκκλησίας εκφέρει την εαυτού γνώμην· ήσαν δε συνεδριάζοντες οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι συν πάση τη Εκκλησία. Τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν… γράψαντες διά χειρός αυτών τάδε· “οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοις κατά την Αντιόχειαν και Συρίαν και Κυλικίαν αδελφοίς τοις εξ εθνών χαίρειν κτλ.” (Πράξ. ιε’ 1-29).

Εν ταις Πράξεσιν ουδαμού φαίνεται ή υποδηλούται το πρωτείον του Πέτρου. Ουδείς των αποστόλων αποδίδωσιν αυτώ πρωτεία ή έτερον τι, μαρτυρούν υπεροχήν ή αρχήν. Ο απόστολος Παύλος, αποχωριζόμενος των Εφεσίων και αποχαιρετών αυτούς έλεγεν αυτοίς: “Και νυν παρατίθεμαι υμάς τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ήγιασμένοις πάσιν” (Πράξ. κ’ 32). Εάν ο Πέτρος ήτο ο ενωτικός δεσμός της Εκκλησίας, φρονούμεν ότι ώφειλεν ο Παύλος να γνωρίση τούτο τη Εκκλησία των Εφεσίων, όπως μη εξ αγνοίας αθετήση αυτώ υποταγήν· αλλά προς ποίαν του Πέτρου Εκκλησίαν ώφειλε να συστήση αυτοίς υποταγήν, ο Παύλος όμως εσιώπησε και ουδεμίαν εποιήσατο τοις Εφεσίοις σύστασιν, αφού μάλιστα ρητώς είπεν αυτοίς· “ου γαρ υπεστειλάμην του μη αναγγείλαι υμίν πάσαν την βουλήν του Θεού” (στίχ. 27)· ώστε ουδέν απέκρυψεν ή απεσιώπησεν, αλλά πάσαν ανήγγειλεν αυτοίς την βουλήν του Θεού· και εν ω πάσαν ανήγγειλε την βουλήν του Θεού, δεν ανήγγειλε και την προς τον Πέτρον υποταγήν εαυτού, ώστε δήλον ότι η υποταγή αύτη δεν είναι εντολή της θείας βουλής.

Μαρτυρίαι εκ των επιστολών των αγίων Αποστόλων

Εν ταις επιστολαίς του αποστόλου Παύλου ουδέν ίχνος του πρωτείου του Πέτρου εμφαίνεται. Εν αυταίς αναπτύσσονται μετά θείας χάριτος και δυνάμεως λόγου άπασαι αι σωτηριώδεις αλήθειαι της αποκαλυφθείσης θείας πίστεως του χριστιανισμού, αλλ’ ουδαμού γίνεται υπαινιγμός τις περί του πρωτείου του Πέτρου. Εν αυταίς πολλάκις λόγον ποιείται ο Παύλος περί της ενότητος της Εκκλησίας, περί του συνδέσμου αυτής, περί της κεφαλής της Εκκλησίας, περί της ιεραρχίας της Εκκλησίας, αλλ’ ουδέποτε μνημονεύει του Πέτρου ως συνεκτικού δεσμού της ενότητος της Εκκλησίας.

Kαι ου μόνον ου μνημονεύει, αλλά και ελέγχει τους Κορινθίους ως σαρκικούς, διακρινομένους εις μαθητάς του Παύλου, του Απολλώ, του Κηφά (Πέτρου) λέγων: “Μεμέρισται ο Χριστός; Μη Παύλος εσταυρώθη υπέρ υμών; Ή εις το όνομα Παύλου εβαπτίσθητε;” και διδάσκει αυτούς ότι κέντρον ενότητος και θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας εστίν ο σταυρωθείς υπέρ ημών Ιησούς Χριστός, ος εγεννήθη ημίν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις, ίνα καθώς γέγραπται· “ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω”· και προστίθησι· “τις ουν εστί Παύλος, τις δε Απολλώς αλλ’ ή διάκονοι Θεού”. Ώστε και τον Πέτρον ως διάκονον Θεού και ουδέν πλέον θεωρεί, την δε Εκκλησίαν Θεού γεώργιον, Θεού οίκοδομήν· έκαστος δε οικοδομεί κατά την δοθείσαν αυτώ χάριν· θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς Χριστός (Α’ Κορινθ. κεφ. α, γ).

Εν τη προς Εφεσίους ο Παύλος γράφει, ότι η Εκκλησία εστίν ωκοδομημένη επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω, εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι (β’ 18-22)· ώστε η ενότης είναι ενδεδειγμένη που κείται.

Επίσης εν ταις καθολικαίς επιστολαίς του Πέτρου, Ιακώβου, Ιούδα και Ιωάννου ουδαμού φαίνεται να συνίσταται το πρωτείον του Πέτρου η ηγεμονία αυτού εν τη Εκκλησία ως o ενωτικός δεσμός των Εκκλησιών· τουναντίον ως ενωτικόν δεσμόν θεωρούσι την αγάπην και την αλήθειαν, αίτινες στηρίζουσι την κοινωνίαν των Εκκλησιών μετά του Πατρός και του Υιού.

Μαρτυρίαι περί του ενωτικού δεσμού των Εκκλησιών εκ των συγγραμμάτων των Πατέρων καί διδασκάλων της Εκκλησίας

Εν τοις συγγράμμασι των Αποστολικών Πατέρων ουδέν απαντά περί του πρωτείου και της ηγεμονίας του Πέτρου ως ενωτικού δεσμού της Εκκλησίας. Το εν αυτοίς διαπνέον πνευμα περί της ενότητος της Εκκλησίας είναι το αυτό τω πνεύματι της Καινής Διαθήκης.
Εν τη επιστολή του Βαρνάβα γίνεται λόγος περί της σχέσεως των κατά τόπους Εκκλησιών προς τον Σωτήρα Χριστόν, όστις εστίν ο θεμέλιος λίθος του Οικοδομήματος της σωτηρίας (κεφ. στ’). Οι χριστιανοί εισί τέκνα της αγάπης, της συνδεούσης αυτούς προς αλλήλους και προς τον Χριστόν και της ειρήνης. Ο νόμος του Κυρίου ουδένα γινώσκει ζυγόν ανάγκης, αλλ’ είναι νόμος της ελευθερίας, ώστε αγνοεί την ανάγκην της αναγνωρίσεως της ηγεμονίας του Πέτρου εν τη Εκκλησία προς τήρησιν της μετά του Κυρίου ενότητος.. Ο νόμος του Κυρίου είναι νόμος ελευθερίας και ουχί δουλείας και ουδένα γινώσκει ζυγόν ανάγκης.

Εν ταις επιστολαίς του Κλήμεντος Ρώμης προς Κορινθίους, εν αις πολλά διδάσκονται περί εκκλησιαστικής τάξεως, περί ειρήνης και περί ιεραρχίας εν τη Εκκλησία, ουδέν αναφέρεται περί της ηγεμονίας του Πέτρου εν τη Εκκλησία και περί της κληρονομικής διαδοχής ταύτης εις αυτόν και περί της ανάγκης του υποτάσσεσθαι αυτώ προς τήρησιν της μετά του Σωτήρος ενότητος αυτών. Τουναντίον μάλιστα ο ιερός Κλήμης λέγει: “Ή ουχί ένα Θεόν έχομεν και ένα Χριστόν; Και εν Πνεύμα της χάριτος, το εκχυθέν εφ’ ημάς; Και μία κλήσις εν Χριστώ; Ίνα τι διέλκωμεν και διασπώμεν τα μέλη του Χριστού και στασιάζωμεν προς το σώμα το ίδιον, και εις τοιαύτην απόνοιαν ερχόμεθα, ώστε επιλαθέσθαι ημάς, ότι μέλη εσμέν αλλήλων;”… Φρονούμεν ότι o άγιος πατήρ θα εποιείτο λόγον και περί της ηγεμονίας αυτού εν τη Εκκλησία, εάν ανεγνώριζεν εαυτώ τοιαύτην.

Εν τη προς Εφεσίους επιστολή του αγίου Ιγνατίου αναγινώσκομεν: “Όντες λίθοι ναού Θεού Πατρός, ητοιμασμένοι εις οικοδομήν Θεού, αναφερόμενοι εις τα ύψη διά της μηχανής Ιησού Χριστού, ο εστί σταυρός, σχοινίω χρώμενοι τω Πνεύματι τω αγίω· και η πίστις ημών, αγωγός ημών· και η αγάπη, οδός η αναφέρουσα εις Θεόν. Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγνοφόροι”.

Κατά τον άγιον Ιγνάτιον αρχή της ενότητος είναι αυτός ο Θεός. Ο Ιησούς Χριστός είναι το αδιάκριτον (=άδιαχώριστον) ημών ζην, και η του Πατρός γνώμη, καθώς και οι επίσκοποι οι κατά τα πέρατα ορισθέντες εν Ιησού Χριστού γνώμη εισίν, ώστε γνώμη Χριστού ωρίσθησαν οι κατά τα πέρατα επίσκοποι και ουχί του Πέτρου· διατί ήδη οι τούτων διάδοχοι οφείλουσι να διορίζωνται γνώμη του διαδόχου του Πέτρου;

Ο Ιγνάτιος επανεί το των Εφεσίων πρεσβυτέριον, ότι συνήρμοσται τω επισκόπω ως χορδαί κιθάρα· διά τούτο εν τη ομονοία και συμφώνω αγάπη Ιησούς Χριστός άδεται. Χρήσιμον εστίν εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε πάντες μετέχωσιν. Η Εκκλησία εστίν εν τω Ιησού Χριστώ και ο Χριστός εν τω Πατρί, ίνα πάντα εν ενότητι σύμφωνον η. Ο Ιγνάτιος την ενότητα της Εκκλησίας ευρίσκει εν τη ταυτότητι της πίστεως, εν τη αμοιβαία αγάπη, εν τη συμφωνία της γνώμης.

Εν τη προς τον Πολύκαρπον επίσκοπον Σμύρνης επιστολή του ο άγιος Ιγνάτιος γράφει περί ενότητος τα εξής: “Της ενώσεως φρόντιζε, ης ουδέν άμεινον· πάντας βάσταζε, ως και σε Κύριος· πάντων τας νοσους βάσταζε, ως τέλειος αθλητής” (κεφ. α’).

Εκ της προς Εφεσίους επιστολής του Ιγνατίου νοούμεν άριστα ποίαν ένωσιν συμβουλεύει τω Πολυκάρπω ο άγιος Πατήρ να επιζητή την ένωσιν μετά του Θεού και ουχί μετά των διαδόχων του Πέτρου, ήτις ουδαμόθεν επιβάλλεται.

Εν τη προς Μαγνησίους επιστολή ο άγιος Ιγνάτιος επαινών την ενότητα της Εκκλησίας γράφει: “Άδω τας Εκκλησίας, εν αις ένωσιν εύχομαι (=καυχώμαι ότι ευρίσκω) σαρκός και πνεύματος Ιησού Χριστού”. Ο Κύριος εστίν ο αληθινός και πρώτος επίσκοπος και μόνος φύσει αρχιερεύς· ώστε ένωσις αληθής, η ένωσις μετά του πρώτου και μόνου φύσει αρχιερέως Χριστού· οι την ένωσιν ταύτην έχοντες ανάγκην ετέρας προς σωτηρίαν ουκ έχουσιν. Εν τη προς Τραλλησίους επιστολή του ο άγιος πατήρ επίσης ουδέν γράφει περί της ηγεμονίας του Πέτρου.

Εν δε τη προς Ρωμαίους γράφων δεν αναφέρεται προς τον επίσκοπον της Ρώμης, αλλά προς την Εκκλησίαν και εύχεται, ίνα την εαυτού επισκοπήν επισκοπήση μόνος ο Χριστός.
Εν τη συγγραφή του αποστολικού πατρός Ερμά “ο Ποιμήν” (Pastor) η εκκλησία παραβάλλεται προς μέγα Οικοδόμημα, προς υψηλόν πύργον, τεθεμελιωμένον επί του παντοδυνάμου ονόματος του Ιησού Χριστού και συντηρούμενον υπό της αοράτου του Θεού δυνάμεως· ούτω δε ο όλος πύργος φαίνεται υπό ενός μόνου λίθου αποτελούμενος (Ι. Visio 2.3). Εν δε ταις παραβολαίς αυτού (Similitudines), εν αις γίνεται λόγος περί εκκλησιαστικής πειθαρχίας, επαναλαμβάνει ότι ο πύργος εστίν η Εκκλησία, η δε πύλη η άγουσα εις αυτόν εστίν ο Υιός του Θεού, δι’ ης μόνης εστί δυνατή η προς τον Θεόν είσοδος. “Οι πιστεύοντες εις Θεόν διά του Υιού αυτού έλαβον το άγιον Πνεύμα· ιδού, έσται εν πνεύμα και εν σώμα”.
Και ενταύθα επίσης ουδένα λόγον ποιείται περί του επισκόπου Ρώμης ως αντιπροσώπου του Χριστού και ενωτικού δεσμού της Εκκλησίας αυτού. Επίσης και εν τη προς Διόγνητον επιστολή αυτού ως κέντρον ενωτικόν θεωρεί μόνον τον λόγον, δι’ ου η Εκκλησία πλουτίζεται και θεία χάρις διαχέεται άφθονος εις το πλήρωμα αυτής (κεφ. ζ’ § ια’).
Τοιαύτη η γνώμη των αποστολικών πατέρων περί του κέντρου της ενότητος των Εκκλησιών, ήτις είναι σύμφωνος προς τον Πνεύμα της αγίας γραφής.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, δίδων τον ορισμόν της Εκκλησίας λέγει. Η Εκκλησία εστί σύστημα και πλήθος ανθρώπων διοικουμένων υπό του θείου λόγου· πόλις απολιόρκητος και ακατάθλιπτος υπό πάσης τυραννίδος, εν η πληρούται το θείον θέλημα· ως γαρ το θέλημα αυτού (του Θεού) έργον εστί, και τούτο κόσμος ονομάζεται, ούτω και το βούλημα αυτού ανθρώπου εστί σωτηρία, και τούτο Εκκλησία καλείται (Παιδαγωγός α’ § 6 – Στρωμ. ζ’ 5).

Η Εκκλησία εστίν η μήτηρ άμα και παρθένος και νύμφη Χριστού, ημείς δε εσμέν μέλη Χριστού (Στρ. γ’ 6). Βασιλική κεφαλή της Εκκλησίας εστίν ο Χριστός (Παιδ. α’) και επιφέρει: “Εκ των ειρημένων άρα φανερόν οίμαι γεγενήσθαι, μίαν είναι την αληθή Εκκλησίαν, την τω όντι αρχαίαν, εις ην οι κατά πρόθεσιν δίκαεοι εγκαταλέγονται· ενός γαρ όντος του Θεού και ενός του Κυρίου, διά τούτο και το άκρως τίμιον κατά την μόνωσιν επαινείται, μίμημα ον της αρχής της μιάς. Τη ουν του ενός φύσει συγκληρούται η Εκκλησία η μία. Κατά τε ουν υπόστασιν, κατά τε επίνοιαν, κατά τε αρχήν, κατά τε εξοχήν, μόνην είναι φαμέν την αρχαίαν και καθολικήν Εκκλησίαν εις ενότητα πίστεως, μιάς της κατά τας οικείας διαθήκας, μάλλον δε κατά την διαθήκην, την μίαν διαφόροις τοις χρόνοις, ενός του Θεού τω βουλήματι δι’ ενός τού Κυρίου συνάγουσιν τους ήδη κατατεταγμένους, ους προώρισεν ο Θεός δικαίους εσομένους, προ καταβολής κόσμου εγνωκώς. Αλλά και η εξοχή της Εκκλησίας, καθάπερ η αρχή της συστάσεως κατά την μονάδα εστί πάντα τα άλλα υπερβάλλουσα και μηδέν έχουσα όμοιον ή ίσον εαυτή” (Στρωμ. βιβλ. Ζ’, κεφ. ιζ’).

Εν τη θαυμασία ταύτη περιόδω, τη πλήρει βαθυτάτων εννοιών, διατυπούται η κατά τον τρίτον αιώνα διδασκαλία της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Πάσα άποψις της ενότητος περιελήφθη εν αυτή· ιδέα, ουσία, τιμή και κατά πάσας ταύτας τας σχέσεις εις μόνος εστίν ο Θεός και εις ο Κύριος, ο την ενότητα παριστών, ενεργών και σώζων και ο παρέχων αυτή το αξίωμα και την τιμήν.

Η αιωνία αλήθεια του θείου λόγου και το θέλημα του Θεού το εν αυτή εκπληρούμενον ως εν τω Ουρανώ, εισίν οι αναγκαίοι όροι της υπάρξεως αυτής. Εις άνθρωπος, εις επίσκοπος Ρώμης, κατέχων την αρχήν και το κέντρον της ενότητος και θέλων άμα να είναι η κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, ήθελε χαρακτηρισθή υπό του Κλήμεντος ως παράφρων.

 


(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου: Μελέτη Ιστορική Περί των αιτίων του Σχίσματος, περί της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών της Ανατολικής και της Δυτικής. Αθήνα 1911)