Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ και ΕΚΚΛΗΣΙΑ

“Το ότι δεν αντισταθήκαμε όσον έπρεπε στον πειρασμό της εκκοσμίκευσης είναι δική μας τραγωδία”.
(Αρχιεπ. Αθηνών Χριστοδούλου, εισ. ομιλία στο Συνέδριο Χριστιανών Νέων,
βλ. περ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ,  έτος ΟΘ΄, τ. 6, Ιούνιος 2002, σ. 388)
 Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόκριση σε μια επιτακτική πρόσκληση προσωπικής προσεγγίσεως πάνω στο πάντοτε και εξαιρετικώς σήμερον κρίσιμο για την Εκκλησία μας ποιμαντικό πρόβλημα της εκκοσμικεύσεως.
Το διάστημα των τελευταίων ετών αρκετοί κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι αγωνιούν για την επεισαχθείσα ή επεισαγομένη στην Εκκλησία μας “νόσο” της εκκοσμικεύσεως.
Επισημαίνουν με νηφάλιο γραπτό και προφορικό λόγο από επίσημα δημόσια βήματα πλείστα όσα ανησυχητικά συμπτώματα και ελπίζουν την πνευματική θεραπεία και την εκκλησιαστική υπέρβασή της· όχι από την άποψη των ποσοστών, αλλά της ακαταλύτου σε κάθε περίσταση διασώσεως του εκκλησιαστικού λείμματος, ως ζύμης του ευρυτέρου και εκκοσμικευμένου φυράματος.
 
 

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΕΩΣ

Αναφερόμενοι στην εκκοσμίκευση ως παθολογία λυμαντική της εκκλησιαστικότητος, καταρχήν πρέπει να διευκρινίσουμε —έστω τα αυτονόητα— ότι ειδικά υπό τον όρο “κόσμος” δεν εννοούμε σύνολη την δημιουργία. Αγιογραφικά μεν υπό τον όρο “κόσμος” σημαίνεται και η άλογη δημιουργία, η οποία πάντως εγκεντρίζεται στον θεοπλαστούργητο άνθρωπο και δι’ αυτού είτε σύρεται στη φθορά “συμπάσχουσα” (πτώση των Πρωτοπλάστων και μεταπτωτική αλλοτρίωση) είτε συναναφέρεται στον Τριαδικό Θεό “συνωδίνουσα” με την αποκαραδοκία των εσχάτων (ως προσδοκία απολυτρώσεως διά των π.Χ. Δικαίων, κυρίως όμως μετά Χριστόν και εν Χριστώ διά της Εκκλησίας).

Μέ τον εμπεριεχόμενο όμως στην εκκοσμίκευση όρο “κόσμος” δεν εννοείται ο σύμπας κόσμος, αλλά ειδικά ο έλλογος κόσμος των ανθρώπων και ειδικότερα η ανθρωπότητα η ζώσα “μακράν” του Δημιουργού­Προνοητού­Σωτήρος Τριαδικού Θεού (πρβλ. το “απεδήμησεν εις χώραν μακράν” της Παραβολής του Ασώτου), η ζώσα αυτιστικά και αυτεγκλωβισμένα· η ανθρωπότητα η αυτοπροσδιοριζόμενη σύμφωνα με το ίδιον θέλημα, το δήθεν απελεύθερο και ελευθεριάζον, αλλά κατ’ ουσίαν υποδουλωμένο στην δαιμονιώδη αλλοτρίωση από της θεόδοτης υπαρκτικής δυνατότητος· η ανθρωπότητα η αυτερμηνευόμενη όχι διά της ενθεαστικής χρήσεως της θεοδότου επιστήμης (πρβλ. “έδωκεν τοις ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού” Σοφ. Σειρ. λη΄, 6), αλλά διά της τυφωμένης και (καθ’ υπέρβαση αρμοδιότητος) αθεϊζούσης φιλοσοφικής παραχρήσεως της επιστήμης· η ανθρωπότητα η εποικοδομημένη στο (προχριστιανικό και σήμερα) αυθαίρετο φιλοσοφικό έκτρωμα περί αυθυποστάτου και αυτονομοτελειακού σύμπαντος· η ανθρωπότητα η επαναπαυμένη σ’ αυτήν την υλιστική ψευδαίσθηση, η οποία πιθανολογεί την μετά θάνατον απορρόφηση και εκμηδένιση της προσωπικής υπάρξεως και ζωής των ανθρώπων· η ανθρωπότητα τέλος η προοδευτικώς νομιμοποιούσα κάθε είδους διαφθορά των ηθών και εκβαρβαρισμό των προσώπων με πρόσχημα τις ατομικές ελευθερίες, ως συνέπεια των τοιούτων κοσμοθεωρητικών της προλήψεων.

Αυτός ο κόσμος (έλλογος ανθρωπότης) κατά μεν την φύση του παραμένει θεό­κτιστος και θεο­ϋφιστάμενος και θεο­οικονομούμενος, αλλά κατά την προαίρεσή του ζη ερήμην του ζώντος Θεού. Είναι ο προαιρετικώς­θεληματικώς­προσωπικώς αρνούμενος τον Θεό, ο “μισών” τον ενανθρωπισμένο Θεό (βλ. Ιωάν. ιε΄, 18) και τους ανθρώπους του Θεού (Ιωάν. ιε΄, 19), ο δέσμιος του αυτομισουμένου διαβόλου (Α΄ Ιω. δ΄ 3 και ε΄19). Αυτός ο κόσμος μόνον «τό ίδιον φιλεί » (βλ. Ιω. ιε΄, 19). Γίνεται αυτείδωλον μέχρι αυτ­αποθεώσεως και αυτολατρείας και τοιουτοτρόπως αυταποκλείεται από την αγαπητική εκκλησιαστική κοινωνία του Θεού και την εν αυτή “ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού” (βλ. Ρωμ. η΄, 21) με αιωνικές προεκτάσεις.

Παρ’ όλη την πληθωρική του εξωστρέφεια και επικοινωνία, ζη ως άτομο και όχι ως πρόσωπο με αγάπη και ελευθερία (περί της υποστάσεως­προσώπου κατά την ορθόδοξη παράδοση βλ. ενδεικτικά Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου “Πρόσωπο και θεραπεία στην ορθόδοξη θεολογία”, στο συλλογικό τόμο “Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο”, Α.Δ.Ε.Ε. 1999, σσ. 133­156· Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου “Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση”, 1997· Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι” 1992, σσ. 292­347). Βιώνει το ερήμην Θεού ζήν, με αποτέλεσμα να προβιώνει την αιώνια απομονωτική ακοινωνησία.

Όλα αυτά συνιστούν την ταυτότητα του κόσμου του απορρίπτοντος την εκκλησιοποίηση και δι’ αυτής την εγχρίστωση, την ενθέωση, την σωτηρία. Πολύ γενικά η εκκοσμίκευση είναι ο συμβιβασμός και η υποταγή στην κατά τα ανωτέρω εθελούσια υπαρκτική αλλοτρίωση του κόσμου. Η εκκοσμίκευση είναι η διαδικασία και το αποτέλεσμα της αφομοιώσεως προς την τοιαύτην κοσμικότητα του κόσμου.

Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΔΥΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ

Η εκκοσμίκευση Πνευματικώς ανακρινόμενη αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτισμού κυρίως της Δύσεως. Ως φαινόμενο παρήχθη από την θεολογική ή φιλοσοφική προσπάθεια απαλλαγής του κόσμου από το Δυτικώς προβαλλόμενο είδωλο του Θεού­Φεουδάρχη και των “αλαθήτων” επιγείων πριγκήπων “Του” (επινοήματα ανθρώπινης παρανοήσεως και παραχρήσεως). Ήταν η αντίδραση αποδεσμεύσεως και αυτοδιαχειρίσεως του δυτικοθρεμμένου ανθρώπου έναντι των μορφών παραχαραγμένου Χριστιανισμού, που δεν είχαν σχέση με τον αποκαλυμμένο Τριαδικό Θεό “ός αγάπη εστί” (Α΄Ιω. δ΄,  8), ο οποίος με την ενανθρώπηση του Υιού συνέστησε την Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδος, κοινωνία αγάπης, την μόνη αληθινή κοινωνία προσώπων.

Αντί όμως της ελευθέρας εντάξεως και της αγαπητικής ασκήσεως των ανθρώπων σ’ αυτήν την εν Χριστώ κοινωνία, θρησκειοποιήθηκαν (έγιναν θρησκευτική ιδεολογία) και επιβλήθηκαν τυραννικά στη Δύση (πρβλ. την Ιερά Εξέταση) οι ανθρωποπαθείς παρανοήσεις της χριστιανικής αποκαλύψεως (π.χ. η απόλυτη εγκόσμια υποταγή της “Εκκλησίας” στον “αλάθητο” Πάπα) και οι παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ζωής (η μεταποίηση της “Εκκλησίας” ουσιωδώς σε κρατική οντότητα). Περιβλήθηκαν απόλυτο θρησκευτικό κύρος ωσάν να ήταν δόγμα σωτηρίας και καθιέρωσαν ως οδό σωτηρίας αυτήν την οργανωμένη και θεσμικώς επικρατούσα εκκοσμικευμένη θρησκευτικότητα.

Η εκκοσμικευμένη θρησκευτικότητα του Παπισμού απετέλεσε αθελήτως την μήτρα ανελέγκτων γενετικών μεταλλάξεων. Από την αναγέννηση και μετέπειτα μέχρι και τη σημερινή μετανεωτερική εποχή, επί ευρωπαϊκού και αμερικανικού εδάφους, προκλήθηκε η ιδιωτικοποίηση του θρησκεύειν (Προτεσταντισμός), ακολούθως η σταδιακή χειραφέτηση από την κοσμικόφρονα θρησκευτικότητα και τελικά ο “μεσσιανισμός” του κοσμικού αυτειδώλου (κράτους), ένα εξω­χριστιανικό ή και αντι­χριστιανικό υποκατάστατο.

Οπότε η εκκοσμίκευση είναι αυτή η καθιερωμένη πλέον σε όλη την κοινωνία και θεσμοποιημένη διάζευξη του Δυτικού πολιτισμού προς τον χριστιανισμό, η επικράτηση της ατομικής θρησκευτικότητος (τ.έ. η επικράτηση κάθε είδους θρησκευτικής πλάνης και αυταπάτης), η “θρησκειοποίηση” του ατομισμού σε όλες τις διαστάσεις του πολιτισμού (μιά απόλυτη εκτροπή από την Εκκλησία ως ενότητα προσώπων σε κοινωνία με τον Θεό) και τελικά η “θεοποίηση” του κοινωνικο­πολιτικο­οικονομικού πολιτειακού αυτειδώλου. Μέ άλλα λόγια, από την άποψη της πίστεως στη Δύση έχουμε μια νεότερη επανάληψη ή μάλλον εμμονή στο παλαιότατο ολέθριο λάθος, στην Αδαμιαία αλλοτρίωση από του ζώντος Θεού.

Ο αδιάφορος ή και άθρησκος αυτός κόσμος επηρεάζει και τις εντός αυτού δρώσες πολυώνυμες δυτικές “χριστιανικές εκκλησίες”, ώστε να καταφάσκουν κάθε κοσμικότητα, μέχρι του σημείου να “υιοθετούν” ακόμη και νοσηρές καταστάσεις (π.χ. χειροτονία ιερειών, αποδοχή γάμου ομοφυλοφίλων, εν ονόματι μιάς ψευδωνύμου ισότητος και μιάς ελευθεριότητος που αντιμάχεται το θέλημα του Θεού). Χιλιάδες επίσημες “χριστιανικές εκκλησίες” (δηλαδή επίσημες θρησκευτικές ομάδες χειραφετημένες απ’ αλλήλων) υφίστανται σήμερα νομίμως στην Αμερική και εξυπηρετούν το αμερικανικό κοσμοείδωλο (κάτω από το υπέρτατο θρησκευτικό καθήκον της θρησκειακής επιβραβεύσεως των μηχανισμών παγκόσμιας εξουσίας, θεσμική κατάφαση σε κάθε ελευθεριότητα, ακόμη και του πιό χυδαίου ατομισμού).

Ως προς τούτο τα πράγματα είναι λιγότερο απογοητευτικά, από τυπικής μάλλον πλευράς, στη Δυτική Ευρώπη, όπου υφίστανται θεσμικά και πληθυσμιακά ακμαίοι ο Καθολικισμός, ο Αγγλικανισμός, αλλά και τα παραδοσιακότερα Προτεσταντικά μορφώματα. Ωστόσο —τό τονίζω και πάλι— η συντηρητικότερη ή νεωτερικότερη αλλοτρίωση από τον μόνο αληθινό Χριστιανισμό, την Εκκλησία­Σώμα Χριστού, που τον μετέτρεψε σε μια θρησκευτική ιδεολογία για να προσφέρει ψυχολογικές ψευδαισθήσεις ατομικής “σωτηρίας”, σχετίζεται με σύνολη την ζωή του δυτικού ανθρώπου. Έχουμε έναν πολιτισμό χωρίς τον Σωτήρα Χριστό (εκτενή έμπονη ανατομία της θρησκευτικότητος του δυτικού χριστιανικού κόσμου βλ. στο βιβλίο του Frank Shaefter “Αναζητώντας την ορθόδοξη πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών”, μετ. αρχιμ. Αυγουστίνου Μύρου, εκδ. “Μακρυγιάννης”).

Ο απο­χριστιανοποιημένος αυτός κόσμος, με τόσο βαριά συμπτώματα αλλοτριώσεως, παρ’ ότι αναγνωρίζει πολιτικά το Βατικανό ως ισχυρό θρησκευτικό κράτος, παρ’ ότι επιφυλάσσει πολιτειακή αναγνώριση στις διάφορες “χριστιανικές εκκλησίες”, ωστόσο έχει χρείαν νέου ευαγγελισμού στην εν Χριστώ σωτηρία! Δεν χρειάζεται άλλο τεκμήριο πέραν του γεγονότος ότι στις συζητήσεις για το νέο Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως οι “παραδοσιακές” Εκκλησίες των χωρών­μελών προτείνουν να περιληφθούν κάποιες ηθικές αρχές εν ονόματι της χριστιανικής καταγωγής της Ευρώπης. “Ηθικές αρχές”, “χριστιανική καταγωγή”: ορολογίες με ασύμπτωτη ταυτότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, απολύτως ανώδυνες για το σύγχρονο κοσμοείδωλο, και παρά ταύτα ουδόλως αυτονόητες για τους ιθύνοντες νόες της Ε.Ε., τους σχεδιαστές της κοσμικής αλλοτριώσεως των λαών της Ευρώπης. Διότι, εάν αυτές οι αρχές ήσαν αυτονόητες, εάν αποτελούσαν την αδιαφιλονίκητη “ταυτότητα” των λαών της πάλαι ποτέ χριστιανικής Ευρώπης, δεν θα χρειαζόταν να τις προτείνουν τινές· θα ήσαν αυτόχρημα δεσμευτικές.

Τόσον τα ανωτέρω ατομικιστικά ή κρατικιστικά θρησκευτικά φαινόμενα, κατ’ ουσίαν αλλότρια του Χριστού, αποτελούν υποταγή στην κοσμικότητα, και άρα εκκοσμίκευση της θρησκευτικότητος, όσο και η πιό ακραία συνέπειά τους, η πλήρης άρνηση της θρησκευτικότητος· διότι πρέπει να το πούμε ότι ως ειδικός φιλοσοφικός­θρησκειολογικός­κοινωνιολογικός όρος η “εκκοσμίκευση” ορίζεται ως «χειραφέτηση από τη θρησκευτική σκέψη και τους θρησκευτικούς θεσμούς» (βλ. ά. καθ. Γ. Ν. Φίλια “Η σύγχρονη εκκοσμίκευση στη ζωή των πιστών”, περ. “Διάβαση” Ι. Μ. Περιστερίου, τ. 28, Νοέμ.­Δεκ. 2000, σ. 5).

 

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΜΕΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ

Και ερχόμεθα στα καθ’ ημάς. Καθώς και εμείς “ανήκομεν εις την Δύσιν” και η δυτική πολιτιστική “φόρμα” ατομικιστικής επιβιώσεως­επιτυχίας­ευτυχίας σαρώνει κυριολεκτικά τις ελάχιστες απομένουσες πολιτιστικές αντιστάσεις μας επί Ελληνικού εδάφους· καθώς ο ατομισμός και ο αμοραλισμός συνιστούν το υπόστρωμα της προσφερομένης (ει και υποκριτικά καταγγελλομένης) πανελληνίου κοινωνικής αγωγής από των ΜΜΕ· καθώς οι ωριμότεροι επαναπαύονται πλέον στην υποκριτική και ιδιοτελή τυπική θρησκευτικότητα, που δεν αγγίζει σχεδόν καθόλου την καθημερινότητα του βίου τους· καθώς η υποτυπώδης “εκκλησιαστικότητα” της νέας γενιάς συνιστά μάλλον μια επιλεκτική ιδιωτική υπόθεση συναισθηματισμού, υπό τον οποίο συστεγάζονται πρωτίστως άλλες προτεραιότητες ασύμβατες προς “τήν αληθή Θεού λατρείαν” (π.χ. ελευθεριότητα σχέσεων, που ουσιαστικά εκφράζει τον ναρκισσισμό και τον ατομικισμό, αλλότριους της πραγματικής αγάπης)· καθώς ο κηρυκτικός λόγος και η ποιμαντική πρακτική πολλών εξ ημών αποτελεί διαπερατό προκάλυμμα ενός ατομικιστικού επαγγελματισμού· …η εκκοσμίκευση έχει προωθήσει και έχει σχεδόν παγιώσει στη συνείδηση των περισσοτέρων συγχρόνων Νεοελλήνων μια ατομικιστική θρησκευτικότητα με ποικίλες διαβαθμίσεις μέχρι και απορρίψεως της παραδοσιακής μας θρησκευτικής ζωής, κυρίως εκκλησιαστικής, τ.έ. μέχρι του σημείου της παρατηρουμένης θρησκευτικής αδιαφορίας για πολλούς ή και του αγνωστικισμού, αλλά και της δηλωμένης ιδεολογικής αθεΐας για ένα μικρότερο ποσοστό.

Βεβαίως, οι Νεοέλληνες καταναλωτές των εισαχθέντων αυτών πολιτιστικών προϊόντων δεν παύουμε να αποτελούμε τους κληρονόμους και τους γευσαμένους κάποια “ιχνοστοιχεία” εκ της μακράς εκκλησιοποιημένης κοινωνικής και προσωπικής ζωής, εμβαπτισμένης, μυρωμένης, λειτουργημένης, κοινωνημένης, κοινωνούσης με τον ζώντα Θεό, με τους Αγίους και με τους συναδελφούς της παραδοσιακής ρωμέϊκης κοινωνίας.

Όντως διατηρούνται παρ’ ημίν “ιχνοστοιχεία” εκκλησιαστικής πνευματικής τροφής, έστω εκ της πρωίμου παιδικής ηλικίας και των εξωτερικώς τυπικών θρησκευτικών πράξεων (εκκλησιασμός τις μεγάλες εορτές, συμμετοχή στα “κοινωνικά” μυστήρια του βαπτίσματος και του γάμου και σε κηδείες­μνημόσυνα, “παρακολούθηση” εθνικο­θρησκευτικών εορτών κ.λπ.). Γι’ αυτό και με τον όρο “εκκοσμίκευση” διά τα καθ’ ημάς δηλώνουμε όχι τόσο την τέλεια χειραφέτηση από την θρησκευτικότητα, αλλά κυρίως την αλλοτριωτική μεταποίηση της εκκλησιαστικότητος (ένταξη και λειτουργικο­ασκητική μετοχή στο εκκλησιαστικό σώμα) σε θρησκευτικότητα (επιλεκτική ατομική­ιδιωτική προσέγγιση του Θεού, για να εξασφαλίσουμε παρ’ “Εκείνου” κυρίως ενδοκοσμική “ασφάλεια ζωής” ή και μετακοσμικά ιδιοτελή οφέλη).

Πάντως υφ’ οιανδήποτε έννοια, θα είναι αναληθές και αυθαίρετο να διαγνώσουμε πλήρη εκκοσμίκευση στην Εκκλησία μας. Ειδάλλως θα έπρεπε να μιλούμε για πλήρη αλλοτρίωση της Εκκλησίας, το οποίο θα ήταν ανέρειστο, ιδίως αν θυμηθούμε την θεόρρητη διαβεβαίωση “ιδού, εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος” (Ματθ. κη΄ 20) και “πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής” (Ματθ. ις΄ 18).

Αυτό επί του προκειμένου προβλήματος βεβαιούται εκ πλείστων όσων συγχρόνων τεκμηρίων, έστω και αν είναι στατιστικώς περιορισμένα και αποσπασματικά: π.χ. καταφυγή αρκετών νέων ανθρώπων και ωριμοτέρων στο Άγιον Όρος ή και σε άλλα Μοναστήρια και σε ζωντανούς Ενοριακούς πυρήνες προς εξομολόγηση και συνειδητό εκκλησιασμό και επανεύρεση της εκκλησιαστικής μας “ταυτότητος”· απαγκίστρωση της θεολογίας από τον επιστημονισμό και ταπεινός εκκλησιοκεντρικός αναπροσανατολισμός της στη διακονία της Εκκλησίας προς δια­κριτικήν ερμηνεία και θεραπευτική πρόσληψη του αλλοπαρμένου κόσμου μας· άμεση ανταπόκριση αρκετών ανθρώπων στην ποιμαντική δραστηριοποίηση των Ενοριών· συγκινητικά παραδείγματα ανθρώπων που επανευρίσκουν την πίστη και ομολογούν με ευθαρσή νηφάλιο και αποφασιστικό τρόπο την θαυμαστή επιστροφή τους εις Χριστόν· εξίσου συγκινητικές ομολογίες τεκμηριωμένων και αδιαμφισβητήτων θαυμαστών εμπειριών (θαυμάτων) ακόμη και από νέους ανθρώπους και επιστήμονες κ.ά.

 

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ

Από την άλλη όμως πλευρά, θα ήμαστε εθελοτυφλούντες, αν δεν καταλογίζαμε ή μάλλον αν δεν διαπιστώναμε ποιμαντικο­θεραπευτικά στη σύγχρονη ελλαδική “εκκλησιαστική” πραγματικότητα φαινόμενα προφανούς εκκοσμικεύσεως. Άλλωστε, πέραν των γεγονότων, πληθαίνουν και οι φωνές ποιμένων και θεολόγων και στοχαστών, οι οποίοι εκ των ένδον ως φιλομήτορες υιοί της Εκκλησίας φιλοχρίστως κραυγάζουν προς τον Κύριο “σώσον ημάς, απολλύμεθα” (πρβλ. Ματθ. η΄ 25) και φιλαδέλφως υπενθυμίζουν με όρους σήμερα καταληπτούς την επιστροφή στην εκκλησιαστικότητα, το «μόνον αξίως του ευαγγελίου του Χριστού πολιτεύεσθαι… στήκειν εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλείν τη πίστει του ευαγγελίου» (βλ. Φιλ. α΄, 27).

Θα σταθούμε σ’ αυτό το σημείο και θα επισημάνουμε την ουσία και κάποιες εκφάνσεις εκκοσμικεύσεως καταρχήν στο λαϊκό πλήρωμα και ακολούθως στο ιερατικό δυναμικό της Εκκλησίας (η διάκριση γίνεται μόνο για μεθοδολογικούς σκοπούς, δεδομένου ότι κατά την αγιογραφική διάγνωση και την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία κλήρος και λαός είμεθα “σώμα Χριστού” και “πλήρωμα Χριστού”).

Η πλειονότητα των Ελλήνων σήμερα πιστεύει και θρησκεύει σύμφωνα με τα νοητικά, τα φαντασιακά και τα συναισθηματικά ψυχοδυναμικά της τα διαμορφωμένα από την υποτυπώδη θρησκευτική κατήχηση της πρώτης ηλικίας, ελάχιστα σπαράγματα λειτουργικών εμπειριών και την ανεπαρκή ή και ανύπαρκτη εκκλησιαστική κατήχηση των νεανικών χρόνων. Γιά τις ευρύτερες μάζες του λαού μας δεν υφίσταται παρ’ ημίν η κατήχηση, η εισαγωγή στην εμβίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Σπανιότατα οι γονείς και το σχολείο (γιά τα παιδιά) και το περιβάλλον (γιά τους νέους και τους ωριμοτέρους) ενδιαφέρονται για την αναπλήρωση αυτών των βιωματικών και κηρυκτικών κατηχητικών ελλειμμάτων.

Το λεγόμενο “κοινωνικό” σώμα ενδιαφέρεται σήμερα για την αναπαραγωγή του ατομικιστικού “κοινωνικού” ιστού κατά τις προδιαγραφές των ΜΜΕ, υπό τον αντιχριστιανικό πολιτιστικό “μεσσιανισμό” της παγκοσμιοποίησης. Ουδείς υποψιάζεται ότι τοιουτοτρόπως παρεισάγεται ένας εξωραϊσμένος παλιμβαρβαρισμός, με την θεσμική και εθιμική αποδόμηση και απόρριψη της εκκλησιαστικότητος, της χριστοκεντρικότητος, της ενθεαστικότητος ως μοναδικού συστατικού των ανθρωπίνων προσώπων.

Ένας σύγχρονος θεολόγος και γέροντας της Ορθοδόξου πνευματικότητος μας προειδοποιεί ότι «πρόσωπο είναι ο άνθρωπος που συνεχώς επεκτείνεται να προσλάβει το Θείο Είναι με την τήρηση των εντολών και την εξομοίωσή του με τον Χριστό· το άτομο παραμένει εγκλωβισμένο στο τραγικό αδιέξοδο της πτώσεως και της άγνοιας του Δημιουργού» (βλ. την αποκαλυπτική παρουσίαση της θεολογίας του μακαριστού γ. Σωφρονίου στο βιβλίο του μαθητή του αρχιμ. Ζαχαρία “Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου”, έκδ. Ι. Σταυροπ. Μονής Τ. Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2000, σ. 23  υποσ.). Η ανατομία της υποστάσεως των συγχρόνων μας υπό το φως αυτής της πνευματικής διαγνώσεως ασφαλώς θα μας οδηγήσει σε αποκαρδιωτικά πορίσματα ως προς την σημερινή αλλοτρίωση και εκκοσμίκευση.

Σύμφωνα με τις  δημοσκοπήσεις και τα ποσοστά, σύμφωνα με την παλλαϊκή προσέλευση σε ελάχιστες καίριες στιγμές του εκκλησιαστικού εορτολογίου, εξωτερικά η πλειονότητα των Νεοελλήνων είναι θρησκεύουσα, πιστή στη θρησκευτική καταγωγή μας, “ακολουθούσα ενθουσιωδώς την Εκκλησία”, όπως συνηθίζεται να διαθρυλείται με ρητορικό κομπασμό για την άσκηση επικοινωνιακής πολιτικής. Όμως, και αυτή ακόμη η διαπίστωση και διατύπωση προδίδει μια δυσδιάκριτη εκκλησιολογική ψευδαίσθηση (καί ημών των ποιμένων) πώς η Εκκλησία δεν είναι Σώμα­κοινωνία προσώπων εν Χριστώ, αλλά θεσμός υποστασιαζόμενος στα πρόσωπα του Αρχιεπισκόπου, των λοιπών Επισκόπων και Κληρικών.

Πρόκειται για εκκοσμίκευση των κριτηρίων και της πρακτικής μας, και μάλιστα τόσον ανησυχητική, όσο δεν την αντιλαμβανόμεθα, όπως τις λανθάνουσες σοβαρές ασθένειες. Έπειτα, οι πάντες συνηθίζουμε να επικαλούμεθα τα υψηλά ποσοστά των εκκλησιαζομένων ή των προσκυνητών ή των επισκεπτών της ιστοσελίδας μας ως τεκμήριο “επιτυχίας” της Εκκλησίας, εξυπονοουμένων ημών των κληρικών ως κατ’ εξοχήν εκφάνσεων της Εκκλησίας και προβαλλομένης μιάς φανταστικής εικόνος περί Εκκλησίας ως σπουδαίου θρησκευτικού πολυκαταστήματος εξαιρετικώς μεγάλης κινήσεως ή πολυσυλλεκτικού θρησκευτικού υπερκόμματος.

Αυτές οι κοσμικότροπες ενθουσιαστικές αναλύσεις, μολονότι συνιστούν πρό(σ)κληση ποιμαντικής ανανήψεως για μας τους κληρικούς, δυστυχώς προβάλλονται ως έκφραση γνησίας και πεπληρωμένης εκκλησιαστικότητος, ως αδιαφιλονίκητη έκφραση ουσιαστικής εγχριστώσεως, δηλαδή ως πρόληψη του ζητουμένου. Εφησυχάζουμε λοιπόν οι ποιμένες και εποικοδομούμε πάνω σ’ αυτήν την αυτάρεσκη ψευδαίσθηση το ατομικό μας “επικοινωνιακό προφίλ”. Αξιοποιούμε αυτά τα υψηλά ποσοστά όχι ως κραυγές πνευματικώς υποσιτιζομένων και πεινώντων, αλλ’ ως αφορμή πορισμού θρησκευτικής δόξης ή αιτιολογία μελετητικών προτάσεων για οικονομικές χορηγίες και αναπτυξιακά έργα κ.τ.ό. (φαινόμενο ουσιαστικής εκκοσμικεύσεως).

Αλλ’ όμως, αν θέλουμε να εγκύψουμε με τον ρεαλισμό των Πατέρων σ’ αυτά τα ποσοστά, θα διαγνώσουμε ότι: από την θρησκευτικότητα ημών των Νεοελλήνων, περισσότερο των νεωτέρων γενεών, απουσιάζει η προσωπική αναζήτηση του ζώντος Θεού διά της εκκλησιαστικής ζωής, όπερ σημαίνει την εν Χριστώ ευχαριστιακή κοινωνία των προσώπων. Λείπει αυτό που συνιστά την προσωπική συμμετοχή στο κοινό εκκλησιαστικό βίωμα: “πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού” (ψαλμ. μα΄, 2).

Ανά τους προχριστιανικούς αιώνες όλοι οι δίκαιοι και ανά την χριστιανική δισχιλιετία όλοι οι όντως πιστοί —έκαστος με την προσωπική του δυναμική απόκριση στην άνωθεν κλήση— συναντώνται σ’ αυτήν την κοινή πνευματική δίψα, η οποία πληρούται πλέον στην Ευχαριστιακή Σύναξη του Σώματος του Χριστού, στο πρωτοχριστιανικό “τού πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» (Πράξ. δ΄ 32). Χωρίς αυτό το ουσιώδες στοιχείο, δυστυχώς, ενίοτε και ο σεβασμός προς τα ιερώτατα πρόσωπα των συγχρόνων Γερόντων, αψευδών μαρτύρων της εκκλησιαστικής θεοκοινωνίας, αλλά και η προσκύνηση των ιερών και θαυματοβρύτων Κειμηλίων μας, όπως και ο εκκλησιασμός, κατά κανόνα σε αρκετούς ή και περισσοτέρους προσλαμβάνει την μορφή εξαγοράς ατομικών θρησκευτικών αγαθών, χωρίς το βαθύ πένθος της ριζικής προσωπικής μετανοίας για την υπαρξιακή μας ασωτεία της απομακρύνσεως από του ζώντος Θεού μας και χωρίς τον συγκλονισμό της εκκλησιαστικής επιστροφής στο «σύν Χριστώ είναι».

Ενεργούμεθα από τον μεταπτωτικό ατομισμό και ζη μέσα μας η κοσμικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν μπορούμε να πείσουμε τα παιδιά μας να γίνουν παιδιά του Θεού, εφόσον το δικό μας υπόδειγμα είναι μια εκκοσμικευμένη τυπολατρεία ατομισμού, με κάποιες συναισθηματικές εξάρσεις. Έστω κι αν λέμε το «έρχου και ίδε» (Ιω. α΄ 47), τους δείχνουμε ως παράδειγμα την περιορισμένα θρησκευόμενη οικογένειά μας. Μέσα από την όλη τυπική θρησκευτική συμπεριφορά (τίς συζητήσεις και την όλη αναστροφή) αλληλοϋποβαλλόμεθα σ’ αυτού του είδους την θρησκευτικότητα και μένουμε ανυποψίαστοι για την παρουσία του Ποθουμένου και απρόθυμοι να Τόν κηρύξουμε ως κοινωνία των εν Χριστώ σωζομένων προσώπων.

Διότι —επαναλαμβάνω— δεν μας έμαθαν, ούτε και θελήσαμε να μάθουμε, πώς προσεγγίζεται και κοινωνείται ο Κύριος, “η Κεφαλή του Σώματος, της Εκκλησίας” (Κολ. α΄ 18). Μέσα από την ατομική θρησκευτική (ψευδο­)επανάπαυση που δεν αγγίζει την καθημερινότητα των βιωμάτων μας ούτε και μας συνάπτει προς “πάσαν την εν Χριστώ αδελφότητα”, δεν ζούμε την εγκοσμίκευσή Του ως κοινωνία πιστευόντων­ζύμη του κόσμου, ούτε υπηρετούμε το εκκλησιαστικό παρόν της σαρκώσεως­οικονομίας Του υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας (αυτή είναι η ουσία της ορθοδοξίας). Π.χ. ότι η ουσία του Βαπτίσματος δεν έγκειται στο άκουσμα του ονόματος ή τα όμορφα βαπτιστικά, αλλά στην μετοχή του παιδιού στο Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού και την ενσωμάτωσή του στην εσχατολογική οικογένεια της Εκκλησίας· η ουσία του Γάμου δεν ταυτίζεται με την τελεσίδικη νομιμοποίηση του δεσμού μέσα στην Εκκλησία από τα στέφανα ή τον κυκλοτερή χορό, αλλ’ από την εγχριστωμένη άθληση των δύο στην αυθυπέρβαση διά της προσωπικής αγάπης με την χαρίτωση που απάρχεται από την τέλεση του μεγάλου αυτού μυστηρίου, του “εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν”, εξ ου και η συμμετοχή του λοιπού ενοριακού σώματος· η ουσία της θείας Κοινωνίας κακοποιείται βλασφήμως με την ψευδαίσθηση της ολιγόωρης προσελεύσεως και βεβιασμένης μεταλήψεως “γιά το καλό” (ατομική θρησκευτική εξασφάλιση), διότι η θ. κοινωνία είναι η κοινωνία μας με τον Θεό διά της εντάξεως­βιώσεως όλης της θείας Λειτουργίας ως θεοκοινωνίας όλης της ιεράς συνάξεως, ως αγίας αναφοράς ημών τε και όλου του κόσμου εν Χριστώ στον Θεό, ως εμβιώσεως της βασιλείας του Θεού στο λειτουργικό χρόνο κ.ο.κ.

Αυτή η εκκοσμικευμένη θρησκευτικότητα —τών ατομικών επιλογών και της ατομικιστικής θρησκευτικής εξασφαλίσεως— επηρεάζει και την παραδεδομένη εκκλησιαστικότητα της χριστωνύμου ποιμαντικής ημών των ποιμένων. Όχι εκ χριστομιμήτου ποιμαντικής κενώσεως προς θεραπευτική πρόσληψη των αδελφών μας των ελαχίστων, των υπαρξιακά πεινώντων, και γενικότερα του κόσμου ως ευαγγελισμός απολυτρώσεως, αλλά εκ κοσμικόφρονος πνευματικής αλλοτριώσεως.

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ

Η ποιμαντική εκκοσμίκευση αποτελεί εκτροπή ή και αρρώστια των φορέων του ποιμαντικού λειτουργήματος. “Αρρώστια” του ήθους (δηλαδή της αυτοσυνειδησίας και της διαθέσεως και των στόχων μας), “αρρώστια” και της πρακτικής μας (δηλαδή των μεθόδων και των ενεργειών και των προϋποθέσεων εφαρμογής). Πού, πότε, πώς εκδηλώνεται αυτή η “αρρώστια”;

Είναι δύσκολο να επισημάνουμε με πνευματική επιστημοσύνη όλην την παθολογία της ποιμαντικής εκκοσμικεύσεώς μας. Θα έπρεπε να λάβουμε ανά χείρας το ιερό Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές τους και την Αποκάλυψη, τ.έ. την Καινή Διαθήκη, και με την χειραγωγία των Αγίων που την ερμήνευσαν είτε διά λόγου είτε διά ζωής, να αντιπαραβάλουμε έκαστος ημών κυρίως την προσωπική του ζωή και μαρτυρία και ποιμαντική ως ποιμήν της Εκκλησίας. Τούτο δε να το πράξουμε “εξ ειλικρινείας” και “κατενώπιον του Θεού” (πρβλ. Β΄ Κορ. β΄, 17), με αταλάντευτη την πίστη, τετρωμένη την καρδιά και αμετάπτωτη την ελπίδα μας “επί Θεώ ζώντι” (βλ. Α΄ Τιμ. δ΄, 11). Αυτή η διεργασία, την οποία συναντούμε σε όλους τους βίους των αληθινών Ποιμένων της Εκκλησίας, συνιστά υπόθεση ισοβίου δοκιμασίας και αυτοθυσιαστικής αθλήσεως παντός ποιμένος. Όπως είναι εύλογο, εκφεύγει των δυνατοτήτων και όρων του παρόντος κειμένου. Έχοντες κατά νουν τα ανωτέρω, κυρίως αυτελεγχόμενοι θα καταστρώσουμε στη συνέχεια τον αγωνιώδη προβληματισμό μας για κάποιες εκδοχές εκκοσμικεύσεως που λυμαίνονται την εκκλησιαστικότητα της ποιμαντικής μας.

Όπως αναλύσαμε, η εκκοσμίκευση εξυπηρετεί την πολυκέφαλη φιλαυτία, ενώ η εκκλησιαστικότητα αποκτάται διά της εν Χριστώ αυτοθυσίας. Εκκοσμίκευση της ποιμαντικής σημαίνει την επανάληψη της αμαρτίας του Αδάμ. Είναι ωσάν να χρησιμοποιούμε αυτό το θεόδοτο παμμέγιστο χάρισμα της (αρχ)ιερωσύνης, αλλά αντί να προσάγουμε στον Θεό το φρικτό “τά σα εκ των σών”, αντί να αναγόμεθα και να ανάγουμε τον κόσμο στη σωτηριώδη Οικονομία του Κυρίου, παράγουμε μια δική μας εκδοχή περί σωτηρίας! Έτσι, όμως, αντί να “καρποφορήσουμε εν υπομονή” την εγχρίστωση του κόσμου, επιλέγουμε τελικά έναν κοσμικής και δικής μας επινοήσεως συντομότερο δήθεν δρόμο σωτηρίας, από τον δρόμο του Θεού, από τον Χριστόν μας ως “τήν οδόν και την αλήθειαν και την ζωήν”.

Η εκκοσμίκευση εντοπίζεται κυρίως στα κίνητρα της ζωής μας ως ποιμένων, στο “έσωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος”, “εις καρδίαν”, την οποία “βλέπει ο Θεός”. Δεν είναι όμως πάντοτε άδηλη, κεκρυμμένη εσωτερική υπόθεση, που θα αποκαλυφθή μόνο στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου· μερικές από τις συνέπειες αυτής της αλλοτριωμένης κοσμικόφρονος εσωτερικότητος είναι εμφανείς και εξωτερικά.

Λοιπόν! Άς αναρωτηθούμε. Δεν είμεθα εκκοσμικευμένοι και αλλοτριωμένοι;

— όταν δεν λειτουργούμε ως ποιμένες­πατέρες­έμψυχοι εικόνες του Αρχιποίμενος Χριστού, αλλά ενεργούμε ως κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι (οι περισσότεροι) ή ως προϊστάμενοι υπαλλήλων (οι ολιγότεροι) μιάς θρησκευτικής εργασιακής απασχολήσεως επ’ αμοιβή (είτε διά χρημάτων και αποκτημάτων, είτε διά φήμης και επικυριαρχίας οπαδών είτε διά συναισθηματικών θρησκευτικών εξάρσεων και απολαύσεων, τ.έ. ατομικιστικά);

— όταν εκ του αντιθέτου σε περιπτώσεις εντόνου ποιμαντικής δραστηριοποιήσεως, πίσω από την φαινομένην πατρότητα δρά ο πατερναλισμός μας με διάθεση αυτεπιβεβαιώσεως και αυταρέσκειας διά της δημιουργίας οπαδών, ομάδος επιρροής προς διασφάλιση, ενδοεκκλησιαστική ανέλιξη και επικοινωνιακή προβολή· εάν, με άλλα λόγια, αδημονούμε και κολακευόμεθα πώς να γίνουμε εμείς σημαία­σύμβολο του λαού, ο δε Κύριός μας υποσυνειδήτως παρωθείται σε κάποια απόμακρη τοπικά “βασιλεία” (κατά την πεπλανημένη ιδεολογοποίηση της πίστως, που έχουμε λάβει), “αξιοποιούμενος” μόνο ως ρητορικό σχήμα νομιμοποιήσεως της δικής μας “σημαίας”;

— όταν διακατεχόμεθα από την αυτάρκεια του επιτυχημένου ποιμένα, επειδή έχουμε άριστες προσβάσεις σε χώρους εξουσίας ή επειδή παρουσιάζουμε ένα έργο ιδιαίτερης κοινωνικής επιφάνειας, χωρίς να βιώνουμε και να μυούμε στην συνεσταυρωμένη και συναναστημένη εν Χριστώ ζωή (τό κύριο και καίριο έργο μας);

— όταν μας ικανοποιεί η σύγχρονη θρησκειοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής (η ατομική θρησκευτικότητα του “εκκλησιαζομένου” λαού, που απλώς συμπίπτει να ευρίσκονται χωρο­χρονικά εντός των ναών στη θ. Λειτουργία, χωρίς να αθλούνται στην “ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος”) και επαναπαυόμεθα ως διεκπεραιωτές των θρησκευτικών του αναγκών, καθώς έτσι καλύπτουμε την δική μας ποιμαντική “μειοδοσία”;

— όταν συμβιβαζόμεθα με την κοσμικότητα του λαϊκού φρονήματος και ευνοούμε την καταλυτική παγίωσή της μέσα στην ιερότητα της Εκκλησίας, καταργώντας τον διχασμό μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής ζωής σε βάρος της δευτέρας, είτε από ραθυμία είτε κι από κενοδοξία για να μας παραδέχονται ως “προοδευτικούς”· ή, αντίθετα, όταν “αντιδρούμε” σε παρόμοιες εκτροπές από μόνη την προσδοκία της ηρωοποιήσεως από την παραδοσιακότερη μερίδα του ποιμνίου;

— όταν η ποιμαντική μας δεοντολογία που θα έπρεπε να προσδιορίζεται από την ορθόδοξη θεολογία ως απόρροια της χριστολογίας­εκκλησιολογίας, στην πράξη γίνεται ένα υποκεφάλαιο της επικοινωνιακής μας πολιτικής την οποία προσδιορίζουν επιστημονικοί γνώστες των δημοσίων σχέσεων;

— όταν στρατευόμεθα ενσυνειδήτως στο εξωραϊσμένο “φαίνεσθαι” (τό “προφίλ” μας), όπερ αποτελεί την πεμπτουσία της κοσμικής κοινωνικότητος, και αδιαφορούμε για την μεταμόρφωση και την μετακένωση του θεοδοκτίκτου και θεοσώστου “είναι”, όπερ αποτελεί το χρέος και τη νοηματοδότηση της κλήσεώς μας;

— όταν αλαζονευόμεθα στα λόγια για “αφοβία” προσλήψεως του κόσμου, δήθεν μιμούμενοι στη σύγχρονη εποχή αντίστοιχα πατερικά υποδείγματα, αλλά τελικά εκτρεπόμεθα σε ένα αντι­ποιμαντικό “εκμοντερνισμό”, σε ένα αδόκιμο συμψηφισμό εκκλησιαστικότητος και κοσμικότητος;

— όταν με “θεολογίζουσα” αιτιολογία χρησιμοποιούμε μέσα και μεθόδους από την κοσμικότητα του κόσμου (μουσικής και λοιπής τέχνης, τεχνολογίας, επικοινωνιακής πολιτικής κ.τ.ό.) δήθεν για ποιμαντική του προσέγγιση, ενώ ουσιαστικά επιδιώκουμε νά… “σωθούμε” εμείς μέσα από το σχήμα και τους μηχανισμούς του κόσμου (νά προβληθούμε, να ανελιχθούμε στη δημοσιότητα, να δημιουργήσουμε οπαδούς, να κατοχυρωθούμε, να αποφύγουμε ή να φιμώσουμε τους κοσμικούς κριτές μας, να καταξιωθούμε, να διαπρέψουμε· δεδομένου ότι το κυρίαρχο στην κοσμικότητα δεν είναι η ενδοκοσμική αξιοποίηση των θεοδότων ταλάντων, έστω αλλοιωμένων μεταπτωτικά, αλλά έναντι του Θεού μια αθεεί πορεία αυτοσωτηρίας και έναντι των λοιπών ανθρώπων ένας ευπροσωπών ατομικισμός);

— όταν διστάζουμε να διαλαλήσουμε με αποστολική και προφητική τόλμη τον πανίερο θησαυρό της ζώσης θεοκοινωνίας μας (εμπειρία του λαού του Θεού διά των Αγίων του από της Π.Δ. στην Κ.Δ. και συνεχώς μέχρι σήμερα) και καταφεύγουμε αφενός σε φιλοσοφικο­θεολογικές ωραιολογίες και περίτεχνες διατυπώσεις και αφετέρου σε κηρύγματα κοινωνικού καθωσπρεπεισμού;

— όταν τεχνολογούμε αντί να θεολογούμε, επικαλούμενοι απλώς μια μακρά αγία και θεοδόξαστη παράδοση, την οποία εξέφρασαν άνθρωποι “παθόντες και μαθόντες τα θεία”, ώστε να οριοθετούν εν ασφαλεία την οδό της θεογνωσίας και θεοκοινωνίας; ενώ εμείς χωρίς να είμεθα ευπειθείς μαθητές τους στην πράξη επαναπαυόμεθα στις δικές τους δάφνες και χρησιμοποιούμε το μεν θεοτίμητο παράδειγμά τους για να ισχυροποιήσουμε την δική μας θέση, την δε απλανή διδασκαλία τους για να στηρίζουμε την αυτάρεσκη θρησκευτική φλυαρία μας;

—όταν μέσα από τους ρητορισμούς μας δεν ευαγγελιζόμεθα τον Κύριον Ιησούν ού τε οδηγούμε εις μετάνοιαν, ώστε να κατηχήσουμε και εισαγάγουμε στην Εκκλησία ως οδό ζωής (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), αλλά την πιστεύουμε πεπλανημένα και την προβάλλουμε αλλοιωμένα ως ένα ιστορικό θεσμό μεταφυσικών και ηθικιστικών αρχών (κατά το υπόδειγμα της δυτικής χριστιανοσύνης);

— όταν η ίδια η καθημερινή μας ζωή ως ποιμένων, πολλάκις ζωή χλιδής και δόξης και απολαύσεων, συνιστά το χειρότερο αντιπαράδειγμα προς τον κόσμο, άκρως αντίθετο με το υπόδειγμα του Κυρίου και των μιμητών Του Αγίων, ώστε σκανδαλιζόμενος ο λαός μας ή να απομακρύνεται τελείως από την Εκκλησία ή κατά το δικό μας παράδειγμα να ζη διπλή ζωή, διαχωρίζοντας την καθημερινή του ζωή  από την θρησκευτική του ζωή και ουσιαστικά αλλοτριούμενος από τον Χριστό και την Εκκλησία;

— όταν φροντίζουμε να αναπαράγουμε στη στελέχωση της Εκκλησίας το ελαττωματικό ατομικό μας πρότυπο, παρόλο που έχουμε υποτυπωδώς συναίσθηση της ανεπαρκείας και αποτυχίας μας ως προς τα μέτρα και το ήθος της Εκκλησίας;

— όταν τελικώς αντιμετωπίζουμε την Εκκλησία οργανωτικά—ποιμαντικά ως “ατομικό μας φέουδο”, το οποίο χαρισματικώς κατεξουσιάζουμε, αντί να λειτουργούμε ως δούλοι του ποιμνίου για την αγάπη του Χριστού (βλ. Β΄ Κορ. δ΄, 5);

Μέ δυό λόγια, δεν συνιστά εκκοσμίκευση της ποιμαντικής μας και αλλοτρίωσή μας ως ποιμένων, όταν κατά βάθος είμεθα απρόθυμοι να αποταχθούμε ως προς όλην αυτήν την κοσμικόφρονα “σωτηριολογία” και να συνταχθούμε με τον Χριστό; Το γεγονός ότι εφησυχάζουμε συμβιβασμένοι με την κατάσταση αυτή, αποδεικνύει την κρισιμότητά της ως νόσου σχεδόν επιδημικής, που χρήζει άμεσης, προσεκτικής, επιμόνου θεραπείας, και μάλιστα από επιστήμονες πνευματικούς ιατρούς.

Όντως, χρειάζεται να ασκηθή πάνω μας μεγάλη προσπάθεια σε βάθος καρδιάς και πάνω απ’ όλα να το εκζητήσουμε και να μας επισκιάσει το μέγα έλεος του Θεού, για να αρχίσουμε να διακρίνουμε τα όρια μεταξύ αλλοτριωτικής εκκοσμικεύσεως και ευαγγελικής εγκοσμικεύσεως της ποιμαντικής μας. Μόνον έτσι θα είμεθα έτοιμοι να διακρίνουμε σε κάθε περίσταση τον μεγάλο αυτό πειρασμό, που φαινομενικά δεν αποτρέπει τον ποιμαντικό “αλισμό”, αλλά “μωραίνει το άλας” της ποιμαντικής μας αισθήσεως και ζωής. Διότι “όταν μωρανθή το άλας” (Ματθ. ε΄, 13), όταν πλέον στο ποιμαντικό μας φρόνημα και ήθος ακολουθούμε μια εκκοσμικευμένη σύγχρονη έκδοση του Ευαγγελίου, που δεν οδηγεί εις Χριστόν, τότε πλέον δεν ζη μέσα μας ο Χριστός που σαρκώθηκε για την σωτηρία του κόσμου, αλλά μέσα μας ζη ο κόσμος ο μη γνους τον Χριστό.

Είναι γνωστή η νηπτική διαγνωστική απόφανση “πλέον ζη εν σοι ο κόσμος ή ο Θεός”. Οπότε, ακόμη κι αν μας δικαιώνουν οι δημοσκοπήσεις, έχουμε πλέον ένα άλλο “μέγεθος” θρησκευτικής αυτοσωτηρίας, που ισοδυναμεί με καταπροδοσία του Χριστού και της Εκκλησίας, αλλά και του κόσμου. Και τότε, ποιός θα οδηγήσει αυτόν τον κόσμο με προφητική παρρησία στην διά μετανοίας εκκλησιοποίηση­εγχρίστωση;

 

ΕΠΙΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Σήμερα, η αλλοτρίωση του κόσμου είναι καλπάζουσα. Αλλά και ηγεσία του κόσμου μας σε κάθε επίπεδο (πολιτική, κοινωνία, εκπαίδευση, επιστήμη, οικονομία, μέσα ενημερώσεως), η ηγεσία που διαμορφώνει τις απόψεις και επηρεάζει τις αποφάσεις και την ζωή της κοινωνίας, δεν έχει εκκλησιαστικό φρόνημα. Μέσα λοιπόν από ποικίλους μηχανισμούς, η νεοελληνική κοινωνία σύρεται μακράν του ζώντος Θεού, του Θεού των Πατέρων μας. Και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Άν δεν υπήρχαν τα προβλήματα, τα αδιέξοδα, οι αρρώστιες, οι οριακές υπαρξιακές ανησυχίες, ο περισσότερος κόσμος της Ελλάδος θα ήταν πολύ μακρύτερα της Εκκλησίας.

Από την μια είναι αυτή η κατάσταση. Από την άλλη, η δική μας εκκοσμίκευση (τών Κληρικών) απειλεί συνεχώς την απομένουσα “μικρά ζύμη”. Έχουμε χρεία στελεχών, νέων Ιερέων που να λειτουργούν ως Ποιμένες, ως αυτοθυσιαζόμενοι Πατέρες, στην κατεύθυνση της εκκλησιοποιήσεως, της εγχριστώσεως του κόσμου. Θέλουμε νέους Παϊσίους, νέους Πορφυρίους, νέους Φιλοθέους, νέους Ιακώβους, νέους Σωφρονίους, όχι απλώς από την άποψη των θείων χαρισμάτων, αλλά από την άποψη της προσωπικής αθλήσεως και της πραγματικής θυσιαστικής αγάπης για τον Κύριό μας και για τα πρόβατα της ποίμνης Του.

Πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας, από τους Επισκόπους μέχρι τους νεοχειροτονημένους Κληρικούς, ότι η εκκλησιαστική μας ιδιότητα κατακτάται καθημερινά, κατά το υπόδειγμα του Αποστόλου Παύλου, τον οποίο ομολογούμε ιδρυτή της Εκκλησίας μας (περί της εν κόσμω πολιτείας του και της διαρκούς ασκήσεώς του βλ. ενδεικτικά Φιλιππησίους κεφ. γ΄: «διώκω δε ει και καταλάβω, εφ’ ω και κατελήφθην υπό του Χριστού Ιησού», «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν»).

Μόνον έτσι θα γίνει εργασία σε βάθος. Ειδάλλως, αντί να γινόμαστε “ιατροί”, παραμένουμε “κομπογιανίτες”· αντί να είμαστε “πατέρες”, ενεργούμε ως ψυχροί πατρυιοί· αντί να είμεθα “έμψυχοι εικόνες και μιμήματα” του Αρχιποίμενος, γινόμαστε “καρικατούρες”· αντί να αποτελούμε «τήν θύραν του Πατρός δι’ ης εισέρχεται η Εκκλησία» (άγιος Ιγνάτιος θεοφόρος), γινόμεθα “παραπόρτια” που δεν οδηγούν εις Χριστόν, αλλά μεταβάλλονται σε θυρίδες ολέθρου.

Χρειαζόμαστε λοιπόν σωστούς Κληρικούς, για να εμπνεύσουμε, ώστε να γίνουν τα λίγα όντως εκκλησιαζόμενα πρόσωπα ζύμη της υπόλοιπης οικογένειας, και οι εκκλησιαζόμενες οικογένειες ζύμη του υπολοίπου αδιάφορου ενοριακού σώματος, ώστε να ελπίζουμε σε ζωντάνεμα των Ενοριών ως Ευχαριστιακών κοινοτήτων και κοινωνίας προσώπων, και κατ’ επέκταση σε ουσιαστική εκκλησιοποίηση του κόσμου. Αλλά, για να εμπνεύσουμε τοιούτον ήθος στους περί ημάς κληρικούς, πρωτίστως εμείς οι Επίσκοποι οφείλουμε να επανεύρουμε την προς τον όντως ζώντα Θεόν “τήν αγάπην την ην αφήκαμεν” (βλ. Αποκ. β΄ 4).