ΑΓΙΟΥ IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Εις προηγουμένην ομιλίαν (δες παράρτημα) ανεφέραμεν μίαν αιτίαν. Είναι όμως ανάγκη να ειπούμεν και την άλλην, που είναι περισσότερον μυστηριακή και απόρρητη.
Ποία είναι λοιπόν αυτή; Δεν ήθελε να γνωρίζουν οι Ιουδαίοι κατά τον χρόνον της γεννήσεως ότι ο Χριστός εγεννήθη από Παρθένον. Αλλά ας μη σας εκπλήσσουν τα παράξενα αυτά λόγια. Διότι δεν είναι ιδικά μου, αλλά των αποστολικών Πατέρων, των θαυμαστών και σπουδαίων εκείνων ανδρών. Διότι, αφού εκάλυψε με πυκνήν σκιάν πολλά από την αρχήν και ωνόμαζε τον εαυτόν του Υιόν του ανθρώπου, και δεν μας απεκάλυψε καθαρά την ισότητά του καθ’ όλα προς τον Πατέρα, διατί εκπλήσσεσαι επειδή εκάλυψε μέχρι ωρισμένου σημείου και τούτο, επειδή ήθελε να ρυθμίση κάτι το σπουδαίον και αξιοθαύμαστον;
Αλλά ποιον είναι, λέγει, αυτό το αξιοθαύμαστον; Να διασωθή η Παρθένος και να απαλλαγή από κάθε ανήθικον υπόνοιαν. Διότι, εάν ήτο γνωστόν αυτό από την αρχήν εις τους Ιουδαίους, και θα εθανάτωναν με λιθοβολισμόν την Παρθένον, διαπράττοντες το κακούργημα με πρόφασιν τα λεγόμενα, και θα την κατεδίκαζαν δια μοιχείαν.
Διότι, αφού ενεργούσαν με φανερόν αναισχυντίαν εις άλλας περιπτώσεις αν και υπήρχαν πολλές φορές τα πρότυπά των εις την Παλαιάν Διαθήκην (έτσι π.χ. έλεγαν δαιμονισμένον τον Χριστόν επειδή έδιωχνε τα δαιμόνια, και τον εθεωρούσαν εχθρόν του Θεού, επειδή εθεράπευσε την ημέραν του Σαββάτου, αν και δεν ετηρήθη πολλές φορές και κατά το παρελθόν η αργία του Σαββάτου), τι δεν θα έλεγαν αν διεδίδετο αυτή η πληροφορία;
Διότι είχαν σύμμαχόν των όλον τον περασμένον χρόνον, ο οποίος δεν επρόσφερε κανένα όμοιον παράδειγμα. Αφού, λοιπόν, και μετά από το τόσα θαύματα, τον θεωρούσαν ακόμη υιόν του Ιωσήφ, πως θα πίστευαν πριν από αυτό ότι εγεννήθη από Παρθένον;
Δια τούτο περιελήφθη εις το γενεαλογικόν δένδρον και εμνηστεύθη την Παρθένον ο Ιωσήφ. Αφού ο ίδιος ο Ιωσήφ, που ήτο και ευσεβής και αξιοθαύμαστος άνθρωπος εχρειάσθη πολλάς αποδείξεις δια να πιστεύση αυτό που συνέβη, όπως π.χ. να του το ειπή άγγελος και να ιδή εις το όνειρόν του και τας μαρτυρίας των προφητών, πως ήτο δυνατόν να παραδεχθούν αυτήν την δυσκολοπίστευτον πληροφορίαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ήσαν σκληροτράχηλοι και κακής πίστεως άνθρωποι και φανατικοί εχθροί του;
Διότι θα τους συνετάρασε πολύ το παράξενον και πρωτοφανές γεγονός, που όμοιόν του ούτε καν είχεν ακουσθή ότι έγινε κατά το παρελθόν. Εκείνοι βεβαίως που επίστευσαν απολύτως ότι είναι Υιός του Θεού, ήτο επόμενον να μη το αμφισβητούν. Εκείνοι όμως που τον θεωρούσαν πλάνον και αρνητήν του Θεού, δεν θα ένοιωθαν μεγαλυτέραν ταραχήν ένεκα αυτής της ειδήσεως και δεν θα ωδηγούντο εις αυτήν την δυσπιστίαν; Δια τούτο, εις την αρχήν δεν το λέγουν απ’ ευθείας ούτε οι Απόστολοι, αλλά δια μεν την ανάστασιν λέγουν πολλές φορές πολλά, επειδή δι’ αυτήν υπήρχαν πολλά παραδείγματα από το παρελθόν, αν και όχι όμοια. Δεν λέγουν όμως συχνά ότι εγεννήθη από Παρθένον και δεν τόλμησε να το ειπή ούτε η ιδία η μητέρα.
Πρόσεξε π.χ. τι είπε η Παρθένος προς τον ίδιον: «Ιδού εγώ και ο πατήρ σου εζητούμεν σε». Και αν δεν εγίνετο πιστευτόν αυτό, δεν θα εγίνετο βεβαίως πιστευτόν και ότι είναι απόγονος του Δαυίδ. Και αν δεν εγίνετο πιστευτόν και αυτό, θα επακολουθούσαν και πολλά άλλα κακά. Δια τούτο και οι άγγελοι δεν το είπαν εις όλους, αλλά μόνον εις την Μαρίαν και εις τον Ιωσήφ. Και όταν ανήγγειλαν εις τους ποιμένας την γέννησιν, δεν ήθελαν ακόμη να τους πληροφορήσουν και δι’ αυτό. (ΟΜΙΛΙΑ Γ’ ΣΕΛ. 81-85)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Είναι φανερόν από αυτά, ότι η παρθένος προήρχετο από το γένος του Δαυίδ.
Είναι ανάγκη όμως να εκθέσωμεν δια ποιον λόγον δεν συμπεριέλαβεν αυτήν εις την γενεαλόγησιν αλλά τον Ιωσήφ.
Δια ποιον λόγον; Δεν ήτο συνήθεια εις τους Ιουδαίους να συμπεριλαμβάνουν εις τας γενεαλογίας τας γυναίκας. Δια να φυλάξη λοιπόν αφ’ ενός την συνήθειαν και να μη φανή ότι από το προοίμιον της εξιστορήσεώς του την παραβαίνει και δια να μας κάμη εξ άλλου γνωστήν την κόρην, δια τούτο απεσιώπησε τους προγόνους της και συμπεριέλαβεν εις την γενεαλόγησιν τον Ιωσήφ.
Αν έκαμεν έτσι με την παρθένον, θα θεωρείτο ότι καινοτομεί, αν αποσιωπούσε τον Ιωσήφ, δεν θα γνωρίζαμεν τους προγόνους της παρθένου. Δια να πληροφορηθώμεν λοιπόν αφ’ ενός τα σχετικά με την Μαρίαν, ποία ήτο και από που κατήγετο, και δια να μείνουν αφ’ ετέρου αι συνήθειαι αμετακίνητοι, περιέλαβεν εις την γενεαλόγησιν τον μνηστήρα της και μας έδειξε ότι προέρχεται από το γένος του Δαυίδ.
Και αφού εδείχθη τούτο, έχει αποδειχθή και εκείνο, ότι δηλαδή η παρθένος προήρχετο απ’ εκεί δια τον λόγον που είπα προηγουμένως, ότι ο δίκαιος αυτός δεν θα εδέχετο ποτέ να λάβη γυναίκα από αλλού. (ΟΜΙΛΙΑ B’ 67)
IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ-ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 9 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Α’ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ