Μια μέρα ηλιόλουστη ένας γάιδαρος έβοσκε το χορταράκι του σ΄ ένα πράσινο λιβάδι και ξένοιαστος άκουγε τα πουλιά που κελαηδούσαν και πετούσαν από δέντρο σε δέντρο.
-Γεια σου γαϊδαράκο, πολύ ήσυχος είσαι σήμερα. Δε θα μας τραγουδήσεις λιγάκι;
Tα πουλάκια πετούσαν χαρούμενα και με τα πειράγματά τους ξεσήκωναν τον γαϊδαράκο μας, που νόμιζε πως έχει ωραία και μελωδική φωνή.
-Γκα, αγκά, αγκάααα, κορδώθηκε ο γάιδαρος γκαρίζοντας. Μα πού κρυφτήκατε; Δε σας αρέσει πια η φωνή μου;
O καημένος μόλις που πρόλαβε να καταλάβει το γιατί τα πουλάκια είχαν κρυφτεί στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων. Ένας λύκος είχε φανερώσει τις άγριες διαθέσεις του και τον πλησίαζε απειλητικά.
– Ωραία γκαρίζεις, γαϊδαράκο μου, μα μου φαίνεται πως το τραγούδι σου ήταν το τελευταίο.
– Αχ, αχ το ποδαράκι μου! Δε με βλέπεις, κυρ λύκε, που κουτσαίνω; Κουτσό θέλεις να με φας;
O γαϊδαράκος μας τελευταία στιγμή καμώθηκε τον πονεμένο από ένα αγκάθι που τάχα είχε μπει στο πόδι του κι άρχισε να κουτσαίνει, υποφέροντας δήθεν.
– Θα με φας που θα με φας, τουλάχιστον βγάλε μου το αγκάθι από το πόδι, που μου πληγώνει την οπλή. Αλλιώς θα τρυπηθείς και συ και δε θα μ΄ ευχαριστηθείς.
Και ο λύκος ανυποψίαστος σήκωσε προσεκτικά το πόδι του γαϊδάρου δίνοντας όλη του την προσοχή στην οπλή, για να βρει και να βγάλει το μεγάλο αγκάθι, που δεν υπήρχε βέβαια. Τότε ο γάιδαρος του δίνει μια κλοτσιά, μα τι κλοτσιά!! Κι απ΄ την κλοτσιά πάνε, πετάχτηκαν όλα τα δόντια του λύκου πέρα.
– Καλά να πάθω, μούγκρισε ο λύκος από τον πόνο. Ο πατέρας μου με σπούδασε χασάπη κι εγώ έκανα τον γιατρό.
Ξεδοντιασμένος λοιπόν, στο μαύρο του το χάλι έφυγε κι ακόμα φεύγει ντροπιασμένος. Και τα πουλάκια βγάλαν τα κεφαλάκια τους από τις φυλλωσιές και τιτίβιζαν ανακουφισμένα:
– Αλλά μήπως και οι άνθρωποι που καταπιάνονται κι επιχειρούν
πράγματα με τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση πετυχαίνουν; Όχι βέβαια, τις
πιο πολλές φορές, για να μην πούμε πάντα, φυσικά δυστυχούν.
Απόδοση: Δ.Σ.