«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὁ ὅσιος πατήρ Εύφρόσυνος γεννήθηκε άπό ἀπαιδεύτους γονεῖς γι' αὐτό εἶχε καί ἀπαίδευτη άνατροφή. Όταν μεγάλωσε ἐπόθησε τήν ζωή τῶν μοναχῶν καί ἔγινε μοναχός σέ κάποιο Μοναστήρι. Λόγῳ τῆς ἁπλότητος καί ἀγραμματοσύνης του υπηρετούσε στό μαγειρεῖο δεχόμενος ὅλες τίς καταφρονήσεις καί τούς χλευασμούς τῶν ἄλλων μοναχῶν μέ ανεξικακία καί ἀτάραχο τόν νοῦ του. Σ' αὐτό τό Μοναστήρι κατοικοῦσε καί ἕνας εὐλαβής ἱερεύς πού ζητοῦσε πρόθυμα ἀπό τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη τίς μέλλουσες ἀπολαύσεις τῶν ἁγίων.
Κάποια νύκτα λοιπόν, εἶδε στόν ὕπνο του ὁ ἱερεύς ότι ευρισκόταν μέσα σ' ένα κήπο καί έβλεπε τά πανευφρόσυνα ἐκεῖνα άγαθά μέ θάμβος καί έκστασι. Ἐκεῖ εἶδε καί τόν μάγειρο τοῦ Μοναστηριοῦ Εὐφρόσυνο, ὁ όποιος στεκόταν στό μέσο αὐτοῦ τοῦ κήπου καί απολάμβανε τά διάφορα άγαθά. Έπλησίασε λοιπόν σ' αύτόν καί τόν ρώτησε νά μάθη ποιός είναι άραγε αύτός ὁ κήπος καί πώς εὑρέθηκε αὐτός ἐκεῖ. Ὁ Εὐφρόσυνος τοῦ εἶπε:
Ό κήπος αύτός είναι ἡ κατοικία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ καί ἐγώ γιά τήν πολλή άγαθότητα τοῦ Θεοῦ, μοῦ επέτρεψε, νά εὑρίσκωμαι έδώ.
Καί τί κάνεις έδώ σ' αύτόν τόν κήπο; Τόν ρώτησε ὅ ιερεύς.
Έγώ ἐξουσιάζω όλα όσα βλέπεις έδώ, χαίρω καί εύφραίνομαι άπολαμβάνοντας νοερά τήν θεωρία όλων αύτών τῶν ούρανίων ἀγαθῶν.
Μπορείς νά μοῦ δώσης κάτι άπ' αύτά τά ἀγαθά; τόν ρώτησε ὁ ιερεύς.
Ναί, θά λάβης άπ' όλα μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε ὁ Εὐφρόσυνος.
Τότε ὁ ιερεύς εἶδε μερικά ὡραία μήλα καί έζήτησε νά τοῦ τά δώση.
Ό Εὐφρόσυνος παίρνοντας τά μήλα τά έβαλε κάτω άπό τό ράσο τοῦ ιερέως, λέγοντάς του: Νά, άπόλαυσε τά μήλα πού έζήτησες.
Έπειδή όμως έσήμανε τό σήμαντρο γιά νά κατέβουν οί πατέρες στήν έκκλησία, ξύπνησε καί ὁ ιερεύς. Νομίζοντας ότι αύτά πού εἶδε ἦταν όνειρο καί όχι οπτασία δέν έδωσε πολλή σημασία. Όταν όμως εύρήκε τά μήλα κάτω άπό τό έπανωφόριό του, έξεπλάγη γιά τό παράδοξο αυτό γεγονός καί έπί αρκετή ώρα ήταν ακίνητος.
Ἔπειτα πηγαίνοντας στήν έκκλησία, είδε ἐκεῖ νά στέκεται ό Εὐφρόσυνος. Τόν ἔσυρε λοιπόν σ' ένα παράμερο τόπο καί τόν ώρκισε νά του εἰπῆ, που ήταν έκείνη τήν νύκτα. Ό Εὐφρόσυνος τοῦ εἶπε:
Συγχώρεσέ με, πάτερ, σέ κανένα μέρος δέν ἐπῆγα αὐτήν τήν νύκτα, εἰμή μόνο τώρα ἦλθα στήν ἀκολουθία.
Γι' αύτό σέ ώρκισα ἐγώ καί σέ ἔδεσα πνευματικά γιά νά φανοῦν σέ όλους τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ καί σύ δέν πείθεσαι νά φανερώσης τήν ἀλήθεια;
Τότε ὁ ταπεινόφρων Εύφρόσυνος ἀποκρίθηκε: Πάτερ, ἤμουν ἐκεῖ πού εἶναι τά ἀγαθά, τά ὁποία μέλλουν νά κληρονομήσουν, ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό καί τά ὁποία άπό πολλά χρόνια ζητοῦσες στήν προσευχή σου νά τά ἰδῆς. Ἐκεῖ εἶδες καί ἐμένα διότι εύδόκησε ό Κύριος νά σοῦ ἀποκαλύψη άπό μένα τόν εύτελή ἐκεῖνα τά άγαθά.
Καί τί μου έδωσες, πάτερ Εύφρόσυνε, άπό τά άγαθά ἐκεῖνα τοῦ κήπου;
Ό Εύφρόσυνος τοῦ είπε: Τά ὡραία καί ευωδέστατα μήλα, τά ὁποία τώρα έβαλες στό κρεββάτι σου. Όμως, πάτερ, συγχώρεσέ με, διότι ἐγώ εἶμαι σκουλήκι καί όχι άνθρωπος.
Τότε ὁ ιερεύς διηγήθηκε σ' όλους τούς άδελφούς τήν ὀπτασία καί μέσῳ αὐτῆς παρεκίνησε όλους στόν ζήλο τοῦ καλοῦ καί τῆς ἀρετῆς.
Ό δέ μακάριος Εὐφρόσυνος, φεύγοντας τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀνεχώρησε κρυφά άπό τό Μοναστήρι του καί μέχρι τοῦ θανάτου του ἔμεινε τελείως άγνωστος καί άπ' όλους ἀγνώριστος. Πολλοί δέ άπό τούς άσθενείς πού έφαγαν άπό τά μήλα αύτά, θεραπεύθηκαν άπό τίς ἀσθένειές τους.
Από π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου